14.7.20

Η Μένη Κανατσούλη στην "Καθημερίνη" για την "Ερωτική Αγωγή"

Καθημερινή, 23/3/3003

 

 

Ως γυναίκα και  θεωρητικός της λογοτεχνίας που υιοθετεί κατά τις λογοτεχνικές της αναγνώσεις (και) τη φεμινιστική κριτική, η πρώτη εντύπωσή μου διαβάζοντας την Eρωτική αγωγή ήταν ότι πρόκειται μάλλον για ένα δείγμα φαλλοκρατικής λογοτεχνίας. H παντοδυναμία του φαλλού, ο ασυγκράτητος ερωτισμός και η κυρίαρχη πατρική/ υική σχέση –ο πατέρας που κληροδοτεί το ηδονικό του «έργο» στο γιο του για να το συνεχίσει- σχεδόν περιθωριοποιούν τις γυναίκες του βιβλίου και τη δική τους θέαση του κόσμου. Ακόμη και όταν έχουν κάποια λογοτεχνική υπόσταση, ουσιαστικά υπάρχουν για να ενορχηστρώνουν τις επιθυμίες των δύο ανδρών, πατέρα και γιου: είτε για να κατακτώνται από αυτούς είτε για να τους μυούν στα μυστήρια του ηδονισμού.

          Όμως εάν εγκλωβιζόμουν σε μια τέτοια ανάγνωση, φοβάμαι πως και το βιβλίο θα φτώχαινα και το συγγραφέα του θα αδικούσα. Όχι μόνο γιατί υποστηρίζω ότι ένας συγγραφέας σαν τον Kοντολέων –που το έργο του αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, μια πινακοθήκη γυναικείων λογοτεχνικών χαρακτήρων και γυναικείων εκδοχών της πραγματικότητας- δικαιούται να γράψει και ένα βιβλίο για το φύλο του, τις φυλικές του φαντασιώσεις ή και ματαιώσεις του (άλλωστε ποτέ δεν μου άρεσε η ιδέα της πολιτικά ορθής λογοτεχνίας). Kυρίως είπα ότι θα τον αδικούσα, για ένα βασικό λόγο: γιατί υποψιάζομαι ότι ο άκρατος αισθησιασμός του βιβλίου είναι ένα πρόσχημα, συνιστά μια σκόπιμη παραπλάνηση με αποδέκτη, αλλά (με μία έννοια) και θύμα της τον αναγνώστη. Yπάρχει για να επικαλύπτει αυτό που κατ’ ουσίαν συντελείται: την αναζήτηση ταυτότητας από τους (κυρίως αρσενικούς) ήρωες του βιβλίου. Η αναζήτηση ταυτότητας αποτελεί βασικό μοτίβο πάμπολλων βιβλίων του Κοντολέων, είτε πρόκειται για την εφηβική ταυτότητα είτε για την γεροντική (του Ευνούχου) είτε για τη διχασμένη φυλική (της Μάσκας στο φεγγάρι). Εδώ πρόκειται για την αστική ταυτότητα –γι’ αυτό δεν είναι περίεργο που οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες δεν συγκλονίζονται από τα πολιτικά γεγονότα και τις πολιτικές αντιθέσεις, αλλά κλείνονται μέσα στον κόσμο του εσωστρεφούς ερωτισμού τους. Μέσα από το φίλτρο όμως του ερωτισμού που διαποτίζει την αστική ταυτότητα και τη διαθλά, ξετυλίγεται μια ολόκληρη εποχή, αναπλάθονται τα σημαντικότερα πολιτικά, αλλά κυρίως πολιτιστικά γεγονότα του 20ου αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στήνεται προς τον αναγνώστη μια δεξιοτεχνικά κατασκευασμένη αλυσίδα ερωτημάτων που συνδέεται με μια παιγνιώδη αμφισημία: άραγε έχει μπροστά του ένα ερωτικό μυθιστόρημα που δανείζεται στοιχεία ιστορικά ή ένα ιστορικό μυθιστόρημα μεταμφιεσμένο σε ερωτικό;

          Mε τον διάχυτο ερωτισμό του, το βιβλίο αυτό, σε μια εποχή που μόνον ερωτική δεν είναι, δεν ήρθε καθόλου άκαιρα: είναι φανερό πως ολόκληρο αποτελεί ένα μνημείο στον ερωτισμό. Ένα μνημείο που ξεκινά, με τον πατέρα, ως αναθηματικό, δοξαστικό για να καταλήξει, με το γιο, σε επιτύμβιο, μια ταφόπλακα πάνω σ’ αυτό που πεθαίνει ή πρόκειται να πεθάνει: ο αισθησιασμός του πατέρα, ο αισθησιασμός μιας άλλης εποχής εκτοπίζεται από το σεξ της δικής μας εποχής, το σεξ των αγγελιών και του διαδίκτυου. Η μετάβαση αυτή αναπαρασταίνεται με έναν αφηγηματικό λόγο άλλοτε δυνατό, κάποτε σοκαριστικό, ακριβώς για να παρακολουθεί τις ερωτικές τελετουργίες που συντελούνται και άλλοτε λεπτεπίλεπτο, για να «αγγίζει» όλα τα περίτεχνα εργαλεία του αισθησιασμού (εσώρουχα, μουσικές, συλλεκτικά ερωτικά αντικείμενα κ.λ.π.). Κι όταν η νεοελληνική γλώσσα μοιάζει πολύ λίγη ή πολύ φθηνή για να αποδώσει όλες τις αποχρώσεις της ερωτικής πράξης και των στάσεων της, τότε επιστρατεύεται η αρχαία ελληνική. Το βιβλίο αποτελεί ολόκληρο μια προσεκτικά δομημένη κατασκευή όπου τίποτε δεν έμεινε στην τύχη: η γλώσσα, το στήσιμο των χαρακτήρων, το υπόβαθρο γνώσεων που θα αποτελέσει το ιστορικό φόντο. Μέσα απ’ όλα αυτά, η Ερωτική αγωγή, ενώ απορροφά τον αναγνώστη, ταυτόχρονα τον καλεί να βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση. Τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι μόνον ιστορία, ο αισθησιασμός δεν είναι μόνον αισθησιασμός, η αναζήτηση ταυτότητας δεν είναι μόνο αυτή της ερωτικής. Ίσως ακόμη και το τέλος που σφραγίζει το βιβλίο δεν είναι το τέλος που φαίνεται. Μπορεί να τελειώνει το βιβλίο, γρονθοκοπώντας μας, με τη λογοτεχνική ήττα του αισθησιασμού, με το κύκνειο άσμα του, όμως αυτό μάλλον θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι αποτελεί ύστατο δείγμα μιας πολύ διακριτικής προτροπής του συγγραφέα προς το κοινό του: ότι ο άνθρωπος, με τον ερωτισμό στη ζωή του, καταφέρνει όχι μόνον να επιβιώνει, αλλά και να εξανθρωπίζεται.

 

Mένη Kανατσούλη, καθηγήτρια Πανεπιστημίου Aθηνών