27.5.15

Η άνοδος και η πτώση: ένα μυθιστόρημα για την κρίση







Ο Δημήτρης Στεφανάκης μας είχε συνηθίσει σε συνθέσεις ιδιότυπα επικές. Κι όχι μόνο με τα τρία τελευταία του μυθιστορήματα (‘Μέρες Αλεξάνδρειας’, ‘Φιλμ Νουάρ’,’ Άρια’), αλλά και σε προηγούμενα έργα του –θυμίζω το ‘Θα πολεμάς με τους θεούς’, το ‘Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι’, το ‘Λέγε με Καϊρα’.

Χρησιμοποιώ τον επιθετικό προσδιορισμό ‘επικό’ έχοντας κατά νου άλλοτε τη δομή των έργων κι άλλοτε το κεντρικό θέμα ή και τον κεντρικό τους ήρωα.

Από τον Λεωνίδα στον Ζαχάρωφ και από την προπολεμική Αλεξάνδρεια στην Μύκονο του Καμύ, ο Στεφανάκης αναζητούσε τις μεγάλες στιγμές του ανθρώπου μέσα στις μεγάλες στιγμές της Ιστορίας και των τόπων.

Και όπως συνέθετε αυτές τις μυθιστορίες του, μας προκαλούσε να ζήσουμε μαζί με τους ήρωές του αντίστοιχα επικά συναισθήματα.

Και μάλιστα με τα τρία τελευταία έργα του –ο ίδιος νομίζω τα θεωρεί ως μια τριλογία του κοσμοπολιτισμού- μας ταξίδεψε σε εποχές μεγάλων οραμάτων και έντονων συγκρούσεων.

Το ταξίδι αυτό γινότανε με αντίστοιχα μεγάλες αφηγήσεις –γεγονότα, πάθη, συγκρούσεις, έρωτες. Με πλάσιμο σύνθετων χαρακτήρων, σύνθετων συνδυασμών ποικίλλων φιλοδοξιών.

Και η γραφή όπως και η δομή της αφήγησης εξυπηρετούσαν τους πιο πάνω στόχους.

Με άλλα λόγια ο Στεφανάκης κατάφερνε να ταυτίζει το θέμα με τη μυθιστορηματική υλοποίησή του.

Ιδιαίτερα σημαντικό κάτι τέτοιο και επίσης ιδιαίτερα απουσιάζον από πολλά σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα.

Αλλά η περίπτωση του Δημήτρη Στεφανάκη μας θυμίζει πως ο επαγγελματίας συγγραφέας γνωρίζει όχι μόνο να χρησιμοποιεί σύγχρονους τρόπους προώθησης των έργων του, αλλά και από πιο πριν να τα έχει σχεδιάσει και στη συνέχεια συγγράψει με απόλυτο έλεγχο των μέσων του. Δηλαδή να γνωρίζει το τι μπορεί να του αποδώσει η κάθε τεχνική συγγραφής.

Το τελευταίο μυθιστόρημα «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» δείχνει πως ο Στεφανάκης αποφασίζει όχι μόνο να αλλάξει θεματική περιοχή, αλλά και τεχνικές γραφής.

Από τις εποχές των μεγάλων αλλαγών στα χρόνια των μικροπρεπών σχεδιασμών. Και από τις δυνατές συγκρούσεις παθών στα μίζερα συναισθήματα.

Τα τελευταία εικοσιπέντε περίπου χρόνια είναι η περίοδος όπου αποφάσισε ο Δ. Σ. να στήσει την πλοκή του νέου του έργου. Δηλαδή στα χρόνια μιας αίολης ανόδου και μιας επώδυνης πτώσης.

Να, λοιπόν, η πρώτη συγγραφική στροφή.

Και αναμενόμενο είναι, από ένα έμπειρο χειριστή της αφήγησης, αυτή η μικροπρεπής περίοδος να αφεθεί να περιγραφεί από πρόσωπα σχεδόν το ίδιο μικροπρεπή.

«Μικροπρεπή» – με την έννοια του ‘ολίγου’ στα πάθη, του ‘πρόχειρου’ στους μελλοντικούς σχεδιασμούς, του ‘φτηνού’ στις φιλοδοξίες.

Μια παρέα φοιτητών στα χρόνια του ’90 ζει τη νεότητά της και σχεδιάζει τα μελλοντικά της βήματα ανερμάτιστα. Ο καθένας τους αφήνεται στις παρορμήσεις του και εκμεταλλεύεται με ευκολία τις ευκολίες που το γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό πλάνο προσφέρει.

Ο ιδεαλιστής θα καταλήξει να κυκλοφορεί στα καφέ των Εξαρχείων πιστεύοντας πως ζει σε μια αθηναϊκής κόπιας Μονμάρτη του ’60, ο αριβίστας δικηγόρος να πουλά νομικές γνώσεις σε μη νόμιμες επιχειρήσεις και ο κάποτε χαρισματικός νεανίας θα αποδειχθεί πως κρατά το μόνο του χάρισμα κρυμμένο έως ότου οι πράξεις του τον οδηγήσουν στη μόνη αξιοπρεπή λύση – τέλος.

Δίπλα τους κάποιες συνομήλικες τους γυναίκες –η μια μέσα από τη φυγή θα ζητήσει να αποφύγει τη συμμετοχή της. Οι άλλες θα συμβιβαστούν υποδυόμενες ρόλους μιας μπάσταρδης χειραφέτησης.

Μια εικοσιπενταετία φτηνών οραμάτων και φτηνών διαψεύσεων.

Αυτό το κλίμα, λοιπόν, ο Στεφανάκης επέλεξε με άλλο τρόπο συγγραφής να το αποδώσει.

Μικρά στιγμιότυπα μαζεμένα από διάφορες χρονικές στιγμές που καταγράφονται χωρίς χρονική σειρά, αλλά μέσα από την προσπάθεια του κεντρικού αφηγητή (ο ιδεαλιστής της παρέας) να κατανοήσει ότι έχει συμβεί. Μα ακριβώς αυτή η μη γραμμική αναζήτηση της μνήμης είναι που θα φανερώσει το ανεύθυνο μιας ζωής που σπαταλήθηκε.

Ωσάν μαθήματα παθιασμένων χορών που γίνονται σε αδιάφορους χώρους.

Παράλληλα το ανεύθυνο μιας περιόδου και των ανθρώπων που τη ζήσανε, τονίζεται στην αρχή κάθε κεφαλαίου με κάποιες σκέψεις εσωτερικών προβληματισμών, ενώ αμέσως μετά ακολουθεί η περιγραφή των καταστάσεων που έρχονται να επιβεβαιώσουν πως η πράξη δεν ακολουθεί τις συμβουλές της θεωρίας.

Αλλά –επίσης ένδειξη συγγραφικής συνειδητοποίησης- και εδώ ο Στεφανάκης πλάθει τον ήρωά του που διαθέτει ένα έντονο αρσενικό χαρακτήρα. Αλλά βέβαια δεν είναι –αλίμονο αν ήταν!- μήτε κάποιος Λεωνίδας της μεγάλης απόφασης, μήτε ένας Ζαχάρωφ της μεγάλης πλεκτάνης.

Είναι ένας Αλεκίνος της δήθεν μεγάλης κομπίνας, που αν κάτι τον φέρνει δίπλα στα άλλα κεντρικά και τραγικά πρόσωπα των προηγούμενων μυθιστορημάτων του Στεφανάκη είναι η τελική του απόφασή που έχει να κάνει με την έως εκείνη της στιγμή υποτονική αυτοεκτίμησή του.

Ένα, λοιπόν, μυθιστόρημα για την κρίση. Αλλά με εμφανή την προσπάθεια να την φωτίσει με μια άλλη ματιά. Πλέον προσωπική. Λιγότερο επική. Γι αυτό και ίσως αρκούντως αυθεντική.

Ορισμένοι με θυμούνται ακόμα μακρυμάλλη και λίγο πιο αδύνατο να χορεύω στο «Πάσο Ντόμπλε» με την Έλια, όλοι τους έχουν να λένε για το μυαλό μου

Τότε και συχνά πυκνά ακούω την επωδό: «Εσύ, ρε Μάνο, ήσουν για μεγάλα πράγματα!» Δε με στεναχωρεί καθόλου αυτό. Είναι προτιμότερο να έχεις το αίσθημα ότι αδικήθηκες από τη ζωή. (σελ. 158)

Ναι, μια άλλη ερμηνεία όχι μόνο για το πώς δημιουργήθηκε η κρίση, αλλά και για το τι ίσως θα πρέπει να περιμένουμε στη συνέχεια. Χορούς ψευδαισθήσεων.

http://fractalart.gr/stefanakis/

19.5.15

"Δάχτυλα πάνω στο σώμα της" στην The Huffington Post

Γιατί η γυναικεία ομοφυλοφιλία παραμένει ταμπού στην Ελλάδα;

γράφει τη Ευάννα Βενάρδου





«Δάχτυλα πάνω στο σώμα της». Ενα νέο μυθιστόρημα, γραμμένο από έναν άνδρα συγγραφέα, τον Μάνο Κοντολέων, ταυτισμένο εν πολλοίς με την παιδική/εφηβική λογοτεχνία, καταπιάνεται με ένα απρόσμενο θέμα: την γυναικεία ομοφυλοφιλία. Η ηρωίδα, η Λία, είναι μια νεαρή φοιτήτρια οδοντιατρικής που προσπαθεί μέχρι τέλους να συμφιλιωθεί με τις ερωτικές της επιθυμίες, επιδιώκοντας τις «φυσιολογικές» σεξουαλικές επαφές με άντρες, οι οποίες το μόνο που τελικά καταφέρνουν είναι να ενδυναμώσουν την έμφυτη τάση της προς τις γυναίκες...Ο Κοντολέων δεν φοβάται να περιγράψει γλαφυρά ερωτικές σκηνές μεταξύ γυναικών -πάντα όμως με ευαισθησία.

Bιβλία για την γυναικεία ομοφυλοφιλία έχουν γραφτεί κατά καιρούς στην Ελλάδα (ως επί το πλείστον από αυτοβιογραφούμενες λεσβίες αλλά και κάποια λιγοστά φιξιόν). Από άντρα ωστόσο, που να τοποθετεί το θέμα αυτό, δηλαδή την αποδοχή της λεσβιακής ταυτότητας, στο επίκεντρο της διήγησής του (χωρίς να είναι απλώς η ηρωίδα του λεσβία), και το βιβλίο του αυτό να μην εκδίδεται από έναν οίκο όπως ο «εξειδικευμένος» «Πολύχρωμος Πλανήτης», αλλά από τις εκδόσεις Πατάκη, έ, αυτό είναι είδηση!
manos kontoleon

Η έκδοσή του βιβλίου, σχεδόν συνέπεσε με την φετινή διοργάνωση του γκέϊ κινηματογραφικού φεστιβάλ Οutview, που μόλις ολοκληρώθηκε, και παρουσιάζει μια σταθερά ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια, προβάλλοντας καλλιτεχνικές ταινίες αξιώσεων που έχουν αναδειχθεί στα μεγαλύτερα ξένα φεστιβάλ.Όπως μαθαίνω ήδη ετοιμάζονται δύο ελληνικές ταινίες φιξιόν με ομοφυλόφιλες ηρωίδες.

Κι όμως, στην χώρα μας βιώνουμε μερικές αντιφάσεις. Αν και η Ελλάδα θεωρείται μια παραδοσιακά ομοφοβική χώρα, οι άνδρες ομοφυλόφιλοι καταλαμβάνουν σημαντικές θέσεις -ιδιαίτερα στον χώρο της σόου μπιζ, και αρκετοί από αυτούς δηλώνουν δημόσια την ταυτότητά τους ως ένα statement που θα λειτουργήσει απελευθερωτικά για τους ομοίους τους. Κατά καιρούς μάλιστα διάφορα γεγονότα δίνουν τροφή για σχετικές συζητήσεις. Ας πούμε, άπειρο μελάνι χύθηκε πέρυσι για τον συγγραφέα Αύγουστο Κορτώ και την χυδαία επίθεση που δέχτηκε από τον δημοσιογράφο Δήμο Βερύκιο. Ενώ πριν λίγο καιρό ο κριτικός κινηματογράφου Τάσος Θεοδωρόπουλος (TAZ), γνωστός γκεϊ, αποκάλυψε δημόσια πως είναι φορέας του AIDS πυροδοτώντας ποικίλες αντιδράσεις.

Σκεφτόμουν πως τέτοιες ηχηρές φωνές (όπως του Πάνου Κούτρα, του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, του Κωνσταντίνου Γιάνναρη και πολλών άλλων -καλλιτεχνών κυρίως) δεν ακούγονται από «επώνυμες» γυναίκες ομοφυλόφιλες. Και δεν αναφέρομαι στις ακτιβίστριες ή στις εκπροσώπους του λεσβιακού κινήματος στην Ελλάδα. Όλοι γνωρίζουμε κάποια ονόματα στον χώρο της μουσικής, του θεάτρου και της δημοσιογραφίας, αλλά ουδέποτε θυμάμαι κάποια να έχει βγει και να το παραδεχτεί στα ίσια. Φόβος; Συστολή; Γενικά πάντως επικρατεί σιωπή.
Λιγοστά τα βιβλία για το θέμα αυτό στην Ελλάδα -και σχεδόν ανύπαρκτες οι ταινίες που έχουν γίνει (βλ. κάποιες λάιτ εκδοχές γυναικείας ομοφυλοφιλίας ελληνικού τύπου στις ταινίες «Ριζότο» της Ολγας Μαλέα, «Hardcore» του Ντένη Ηλιάδη και «Deep End» του Θανάση Αντωνίου). Και προφανώς όχι γιατί δεν υπάρχουν λεσβίες στην χώρα μας... Είναι χαρακτηριστικό πως σε σαράντα γκεϊ μπαρ στην Ελλάδα αντιστοιχούν τρία lesbian.

Ακόμα και στο εξωτερικό, το μεγάλο μπαμ που έγινε με την «Ζωή της Αντέλ» -μια ταινία που, όπως μου είπε ο Μάνος Κοντολέων (παντρεμένος με την συγγραφέα Κώστια Κοντολέων και πατέρας δύο παιδιών) τον επηρέασε πολύ- δεν φαίνεται να πυροδότησε την παραγωγή ταινιών με παρεμφερές θέμα.

«Μονο το 10-15% από τις ξένες παραγωγές με θέμα την ομοφυλοφιλία καταπιάνονται με την γυναικεία εκδοχή της. Κάθε χρόνο ψάχνουμε μετά μανίας σε όλα τα φεστιβάλ, ακόμα και στην Μπερλινάλε, να εντοπίσουμε κάποια», εξηγεί η Μαρία Σάιμπερ, διευθύντρια του Outview Festival. «Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την γκεϊ θεματολογία. Έχει να κάνει και με το γεγονός ότι όλες οι τέχνες κυριαρχούνται από τους άντρες. Ακόμα και στην προχωρημένη Νορβηγία, μια χώρα όπου δεν υπάρχει κανένα θέμα discrimination, οι γυναίκες δημιουργοί λαμβάνουν πολύ μικρότερη ενίσχυση για τα πρότζεκτ τους».

Όσο για ελληνικές ταινίες, «φέτος στο φεστιβάλ είχαμε 14 συμμετοχές. Από αυτές όμως μόνο ένα μικρό ντοκιμαντέρ είχε λεσβιακό θέμα. Κρίμα. Όλοι είδαμε την τεράστια επιτυχία του θεατρικού έργου «Τα Πικρά Δάκρια της Πέτρας Φον Καντ», που ανέβασε φέτος το αχώριστο καλλιτεχνικό ζευγάρι Αντζελας Μπρούσκου-Παρθενόπης Μπουζούρη». Σύμφωνα πάντως με την Σάιμπερ, «η νέα λεσβιακή «σκηνή», δηλαδή τα νεότερα κορίτσια, είναι πιο ανοιχτά. Υπερασπίζονται περισσότερο τις επιλογές τους».

Είναι προφανές πως ο λεσβιασμός παραμένει ταμπού στην Ελλάδα. Ανέκαθεν άλλωστε, στις πιο πολλές περιπτώσεις αντιμετωπιζόταν με ένα μειδίαμα -ως μια φαντασίωση προς τέρψιν των ίδιων των αντρών, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Μάνος Κοντολέων. «Ζούμε σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία».

Μια ακόμα εξήγηση είναι, σύμφωνα με την Μαρία Σάιμπερ πως «σε αντίθεση με τους άντρες, οι λεσβίες γυναίκες περνάνε πιο εύκολα απαρατήρητες. Εκτός αν είναι πολύ αρρενωπές. Και γενικά υπάρχει στην Ελλάδα η νοοτροπία "καλύτερα η κόρη μου λεσβία, παρά ο γιος μου πούστης". Η λεσβιακή συμπεριφορά θεωρείται πιο ήπια».
Ας μην ξεχνάμε επίσης πως, ένας νέος παράγοντας έχει μπει στην εξίσωση: η ενδυνάμωση της ομοφοβικής Χρυσής Αυγής. Που απέδειξε και τον άκρατο σωβινισμό της απέναντι στις γυναίκες. Ποιος δεν θυμάται το περίφημο χαστούκι Κασιδιάρη στην δυναμική Κανέλλη που «δεν μάσησε»;

Γιατί καταπιαστήκατε με ένα τέτοιο θέμα; ρώτησα τον Μάνο Κοντολέων. «Προφανώς δεν έχω προσωπική εμπειρία! Όμως, τόσο ως άντρας όσο και ως συγγραφέας αγαπώ πολύ τις γυναίκες. Με ενδιαφέρει να εμβαθύνω στις διάφορες πτυχές της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας. Και με ενδιαφέρουν οι διάφορες εκφάνσεις της ερωτικής συμπεριφοράς γενικότερα. Στο μυθιστόρημα μου «Μάσκα στο φεγγάρι» είχα καταπιαστεί και με την ανδρική ομοφυλοφιλία». Ένα άλλο θέμα που τον απασχολεί είναι η αναζήτηση της ταυτότητας. Εδώ τα συνδύασε.

Αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί στην Ελλάδα είναι πως ήδη το 1936, σε μια Ελλάδα άκρως συντηρητική, μια γυναίκα ονόματι Ντόρα Ρωζέττη, δημοσίευσε ένα μυθιστόρημα λεσβιακού περιεχομένου με τίτλο «Η ερωμένη της». «Επρόκειτο βέβαια για ψευδώνυμο», εξηγεί ο Μάνος Κοντολέων, «αλλά λόγω θέματος, που προφανώς σόκαρε την τότε κοινωνία, το βιβλίο θάφτηκε. Για χρόνια ήταν χαμένο, μέχρι που η Χριστίνα Ντουνιά ανακάλυψε μια κριτική του Γρηγορίου Ξενόπουλου, και το εντόπισε τελικά. Το βιβλίο επανεκδόθηκε από το Μεταίχμιο σε δική της επιμέλεια».
«Υπάρχει μια άποψη», επισημαίνει ο Μάνος Κοντολέων αναφορικά με την αντιμετώπιση των λεσβιών σήμερα στην Ελλάδα, «ότι η γυναίκα, εφόσον δεν διαθέτει πέος δεν έχει και «διαστροφή». Και πιστεύω πως η κοινωνία δεν μπορεί να αποδεχθεί την «διαστροφή» στην εκπρόσωπο του φύλου που γέννησε τον Χριστό».

Στο βιβλίο του, ο συγγραφέας δεν διστάζει να «νομιμοποιήσει» την εγκυμοσύνη ως ένα δικαίωμα της λεσβίας. Στην συζήτησή μας βέβαια, υπερασπίζεται σθεναρά και το δικαίωμα του άντρα να αποκτήσει παιδί χωρίς γυναίκα. «Σήμερα οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί απευθυνόμενη σε μια τράπεζα σπέρματος, να κυοφορήσει και να κάνει παιδί αγνώστου πατρός. Άντρας όμως όχι! Μόνο αν βρει παρένθετη μητέρα. Δηλαδή την μητρότητα δεν την αμφισβητεί κανείς. Ενώ η πατρότητα αμφισβητείται γιατί ο άντρας δεν κυοφορεί το παιδί. Αλλά τελικά ποιος είναι πατέρας; Αυτός που γεννά ή αυτός που μεγαλώνει το παιδί; Θεωρώ πως κάποια στιγμή η κλωνοποίηση θα το λύσει αυτό...».


πρώτη δημοσίευση:
http://www.huffingtonpost.gr/evanna-venardou/story_b_7300110.html

7.5.15

Μια αφήγηση συγγραφής σε… πρώτο πρόσωπο



Μετά από τόσα χρόνια που γράφω τόσα διαφορετικά είδη λογοτεχνικών κειμένων, είναι νομίζω λογικό να αναζητώ νέα θέματα, θέματα που μπορεί να προκαλέσουν, να ταράξουν…

Βέβαια, εγώ είμαι αυτός που έχει τονίσει πως ο κάθε συγγραφέας άσχετα με το πόσα έργα έχει γράψει, στην ουσία ένα και μόνο ένα έργο συνέχεια συνθέτει. Μια -ίσως δυο- να είναι οι συγγραφικές εμμονές του.

Λοιπόν, οι δικές μου εμμονές είναι από τη μια ο Έρωτας και από την άλλη οι ενδοοικογενειακές σχέσεις.

Μα κάποια στιγμή κατάλαβα πως και οι δυο αυτές εμμονές μου κάτω από μια άλλη υπάρχουν. Αυτή που έχει να κάνει με την ελεύθερη έκφραση της ταυτότητας του καθένα από εμάς.

Αναζητώντας ένα νέο θέμα μυθιστορηματικής σύνθεσης –εκεί στις πρώτες, πρώτες μέρες του 2014- έτυχε να προσέξω την πιο κάτω θέση της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, έτσι όπως την έχει καταγράψει στην εισαγωγή του έργου της «Αλέξης»

Γράφει, λοιπόν, η Γιουρσενάρ : Ίσως να μην έχει τονισθεί αρκετά ότι το πρόβλημα της ελευθερίας των αισθήσεων κάτω απ΄ όλες του τις μορφές είναι σε μεγάλο βαθμό ένα πρόβλημα ελευθερίας της έκφρασης.

Αυτά διάβασα κι αμέσως… Ναι, με αυτό τον μαγικό τρόπο που η έμπνευση έρχεται να συναντήσει τον κάθε συγγραφέα, δίπλα μου ήρθε και κάθισε… η Λία. Η ηρωίδα του μυθιστορήματος που αναζητούσα το κεντρικό του πρόσωπο.

Ένα μυθιστόρημα που θα μιλούσε για μια άλλη γυναικεία ταυτότητα, για ένα άλλο ερωτικό ένστιχτο… Για μία πολιτική πράξη.

Πολιτική πράξη; Ναι, ο τρόπος που εκφράζει ο καθένας από εμάς τη σεξουαλική του ταυτότητα, μα κυρίως η διάθεση να την υποστηρίξουμε μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, είναι μια ουσιαστική πολιτική πράξη. Ιδίως αν αυτή η ταυτότητα αποτελεί για τους πολλούς μια παρεκτροπή.

Εκείνες τις πρώτες, πρώτες μέρες του 2014, εκεί στο σπίτι μου στο χωριό του Πηλίου, ξεκινούσα μια περιπέτεια. Αποφάσιζα να υλοποιήσω μια υπέρβαση.

Εγώ, ένας εκπρόσωπος του ανδρικού φύλου, να ανασύρω τις εσωτερικές φωνές, να ανιχνεύσω τα πάθη μιας γυναίκας που αναζητά να της αναγνωριστεί το δικαίωμα να στρέφει τη σεξουαλική της προτίμηση προς σώματα παρόμοια με το δικό της.

Η λεσβιακές σχέσεις ελάχιστα έχουν απασχολήσει τη ελληνική λογοτεχνία. Γιατί άραγε; Στην ουσία –κι αν είναι σωστή η έρευνά μου- μόνο τρία μυθιστορήματα με παρόμοιο προβληματισμό έχουν γραφτεί μέσα στα τελευταία σχεδόν 80 χρόνια. Και τα τρία από γυναίκες.

Το δικό μου –«Δάχτυλα πάνω στο σώμα της», σχεδόν από την πρώτη μέρα είχα αποφασίσει πως αυτή η φράση θα ήταν ο τίτλος του- θα ήταν το μοναδικό που γραφότανε από άνδρα. Αλλά και το μόνο που θα προσπαθούσε να στηριχτεί στις πλέον σύγχρονες θεωρίες πάνω στην ταυτότητα του φύλου.

Ένας συγγραφέας ασφαλώς και δεν έχει ζήσει ότι περιγράφει. Μα το έχει βαθιά μελετήσει και με ευαισθησία παρατηρήσει έτσι όπως συμβαίνει σε άλλους -σε άλλους ανθρώπους, σε άλλους ήρωες μυθιστορημάτων.

Το «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της» πολλά οφείλει σε όσα άκουσα να συζητάνε κάποιοι, σε όσα κάποιοι άλλοι μου εξομολογηθήκανε, σε όσα εγώ –με την γνωστή αυθαιρεσία του δημιουργού- επινόησα. Αλλά και στις μελέτες μου –κείμενα θεωρητικά, κείμενα λογοτεχνικά.

Το μυθιστόρημα καθώς τελείωνε η χρονιά, το ολοκλήρωνα.

Άραγε σκέφτομαι   –τώρα που πια κυκλοφορεί- οι ηρωίδες μου θα πείσουν τους αναγνώστες μου;

Το μόνο στοιχείο που πάνω του μπορώ να στηριχτώ για να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση είναι αν εμένα με έχουν πείσει. Αν καθώς περιέγραφα συναισθήματα και πράξεις τους, αισθανόμουνα πως δεν ήμουνα εγώ αυτός που ‘μιλούσε’, αλλά εκείνες που με χρησιμοποιούσαν, που χρησιμοποιούσαν τη γραφή μου για να εκφράσουν τα πάθη , τα όνειρα, τους εφιάλτες τους.

Και ξέρω πως κάτι τέτοιο το αισθάνθηκα.

Ξέρω, όμως και κάτι άλλο. Πολλοί θα είναι εκείνοι που θα σκεφτούνε το πώς είναι δυνατόν ένας άνδρας να μιλά για τον τρόπο που μια γυναίκα ερωτεύεται μια άλλη γυναίκα. Να εμβαθύνει σε μια σχέση όπου ο ίδιος όχι μόνο ως άτομο, αλλά και ως σεξουαλικό ον απουσιάζει.

Οι άνδρες –αν όχι όλοι, πάντως πολλοί, ίσως και οι περισσότεροι- αρέσκονται στο να παρακολουθούν ερωτικές σκηνές μεταξύ γυναικών. Τους αρέσει γιατί επιβεβαιώνουν την κυριαρχία του φύλου τους. Αντίθετα δε θέλουν να παρακολουθούν ερωτικές περιπτύξεις μεταξύ ανδρών –τότε η φυλετική τους κυριαρχία αυτοϋπονομεύεται.

Αλλά το μεγάλο μυστήριο για κάθε άνδρα είναι πάντα η γυναίκα. Γι αυτό και τόσοι συγγραφείς έχουν ‘γεννήσει’ μεγάλες ηρωίδες.

Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να κατανοήσεις κάτι, είναι να το δημιουργήσεις.

Ως άνδρας καθορίστηκα από τις γυναίκες.

Μέσα από τα έργα μου προσπάθησα να κατανοήσω τους διάφορους ρόλους των γυναικών, να πλησιάσω τις κρυφές τους ανάγκες.

Τώρα πλέον και την πλέον απόκρυφη. Την πλέον… ‘αμαρτωλή’.

Και ίσως γι αυτό επέλεξα αμέσως κάτω από το τίτλο του έργου μου, να τοποθετήσω ένα στίχο που τόσους αιώνες πριν μια γυναίκα –η Σαπφώ- είχε γράψει:

Αλήθεια σε μελλούμενους καιρούς

κάποιος θα βρίσκεται να με θυμάτ΄ εμένα.

Πρώτη δημοσίευση:

http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/mia-afigisi-syggrafis-se%E2%80%A6-proto-prosopo
και
https://afigisizois.wordpress.com/2015/05/06/%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CF%86%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AE%CF%82-%CF%83%CE%B5-%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF-%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89/


5.5.15

Στάσεις ζωής....



Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τη Ρένα Παπαδάκη