6.1.10

Αυτός που θα θυμάμαι από τη Ρώμη...























Μεγάλη αγάπη θα πει μεγάλα αίματα, λένε.
Όλοι μαζί, ως χορωδία: τον Καραβάτζιο τον κυνηγούνε οι σκιές – όπως λέμε Κήρες, Γραίες, Ερινύες, Τύψεις. Αυτές που ξεμαρμάρωσαν από το αίμα το χοχλακιστό και ξαμολήθηκαν. Τον κυνηγά ο κόσμος που έπλασε, ο ουρανός που αγνόησε – οι θανάσιμες λάμψεις που φανέρωσε.

Περιμέναμε να ακουστεί το τρία για να βουτήξουμε με τα καβασάκια μας στο ρέμα.

Προσπαθώ να δω τους πίνακές του και το νιώθω για αξίωμα: οτιδήποτε δεν είναι γεμάτο με αίμα μοιάζει να μην τον αφορά. Ακόμα και τα φρούτα του, τα κίτρινα και τα μαύρα σταφύλια του, τα σκουληκιασμένα μήλα του, είναι γεμάτα με αίμα, τα μάτια των ζώων του είναι γεμάτα με αίμα, τα αστραφτερά ξίφη και τα μαχαίρια του υπάρχουν για να ματώσουν. Ακόμα και το σκοτάδι γεμίζει πηχτό τους πίνακές του, προχωράει αργά όπως απλώνεται το αίμα στο δάπεδο. Αντιπαρέταξε την αμαρτία στην αιωνιότητα, τη λαχτάρα στην αρετή, την απελπισία στον Πατέρα Θεό. Στάθηκε εχθρός κάθε μεταφυσικής, εχθρός του Επέκεινα, εχθρός κάθε παραδείσου. Πίστευε μόνο στο παράφορο αίμα - πως αυτό οδηγεί τους ανθρώπους και τους αιώνες. Το ακολούθησε μέχρι το τέλος - χάθηκε μέσα του.
Σε μιαν ασήμαντη ραγισματιά χώρεσε όλη η αγάπη.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Θανάση Τριαρίδη "Καραβάτζιο * το παράφορο αίμα")