30.12.15

Μυστική Γραφή


Σεμπάστιαν Μπάρυ,
«Η μυστική γραφή»
Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ,
Εκδόσεις Καστανιώτη


Τελικά τι είναι λογοτεχνία; Και τι μυθιστόρημα;

Ερώτηση που αναζητά μια απάντηση πέρα από τις φιλολογικές κατατάξεις και τις κριτικές θεωρίες.

Δεν θα ισχυριστώ πως εγώ έχω την καθολική απάντηση γιατί αν το έκανα  αυτόματα θα αμφισβητούσα αυτό που νομίζω πως έχω να καταθέσω.

Μυθιστόρημα, λοιπόν και κατά την άποψή μου,  είναι η κορύφωση μιας αφήγησης.

Και λογοτεχνία –πάντα κατά την άποψή μου-  είναι το να αφηγούμαστε το ήδη γνωστό  με τέτοιο τρόπο ώστε να το μετατρέπουμε σε μια νέα εμπειρία.

Το πένθος διαρκεί περί τα δύο έτη, έτσι λένε- μια κοινοτοπία που δίδεται στους πενθούντες σαν εγχειρίδιο. Για τις μητέρες μας όμως πενθούμε ακόμα και πριν από τη γέννησή μας.

Πρόχειρα, απλώς ξεφυλλίζοντας το μυθιστόρημα «Η  μυστική γραφή»  του Σεμπάστιαν Μπάρυ, επέλεξα το μικρό αυτό απόσπασμα.

Και συνεχίζω το ξεφύλλισμα και να μερικές ακόμα αράδες:

Πρέπει πάντα να απαριθμούμε τις χαρές μας, υπάρχουν εξάλλου τόσες λύπες στη ζωή που αξίζει τον κόπο, όποτε μπορούμε, να βάζουμε κι ένα μικρό σελιδοδείκτη στις σελίδες της ευτυχίας.

Μα συνεχίζω με πιο σύντομες προτάσεις:

– πατικώνω τον πόνο όπως διπλώνεις τα μαλλιά και κοιμάσαι πάνω τους.

-θαρραλέα σπίτια

-σαν λέξη χαμένη σ΄ ένα κύμα μουσικής

Μικρά παραδείγματα που πιστεύω πως μπορούν να επιβεβαιώσουν αυτό που πιο πάνω ισχυρίστηκα –λογοτεχνία είναι να αφηγούμαστε κάτι ήδη γνωστό με έναν νέο άγνωστο και όμορφο τρόπο.

Αυτά όλα για να καταγράψω τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου μετά από την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του μυθιστορήματος του Σεμπάστιαν  Μπάρυ  «Η μυστική γραφή».

Η υπόθεση του έργου θυμίζει κάποιο από αυτά τα ‘σενάρια ζωής’ που παρακολουθούμε σε τηλεοπτικές εκπομπές.

Ο χαμένος γιος που ανακαλύπτει η χαμένη μάνα του –μια γυναίκα θύμα κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών στρεβλώσεων μιας εποχής, ενός τόπου.

Αλλά –και εκεί είναι η μεγάλη διαφορά στο πως αφηγείται το ίδιο γεγονός μια τηλεοπτική εκπομπή και πως ένας μεγάλος μυθιστοριογράφος- ο Μπάρυ πατά σε μια τέτοια ιστορία και ξεδιπλώνει σκέψεις νέες, φωτίζει συναισθήματα σκοτεινά. Καταγγέλλει, συγχωρεί, σαρκάζει, θρηνεί.

Ένα μυθιστόρημα που από τη μια περιγράφει μια τραγική περίπτωση ανθρώπινου δράματος και από την άλλη καταγράφει την –εξίσου τραγική- ιστορία μιας χώρας.

Κι ενώ ο αναγνώστης στέκεται σκεφτικός και αναρωτιέται κατά πόσο η ατομική μας ζωή  καθορίζεται από εμάς τους ίδιους και κατά πόσο από τους άλλους, την ίδια στιγμή μυείται στη μαγεία  των λέξεων που δεν χάνονται αλλά συνθέτουν κύματα αισθητικών εμπειριών.

Πέρα από αυτά που έχουν να κάνουν με το ύφος και το νόημα, ασφαλώς μεγάλη τεχνική συγγραφής φανερώνει και το πλάσιμο των χαρακτήρων, η δομή της αφήγησης, οι περιγραφές της φύσης και των ανθρώπινων πράξεων.

Βέβαια, ένα σχολαστικό με τις λεπτομέρειες αναγνώστη μπορεί να τον φέρει σε θέση αμηχανίας  το ότι συχνά γίνονται αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της Ιρλανδίας κατά τη διάρκεια όλου σχεδόν του 20ου αιώνα, που πιθανόν δεν μας είναι και τόσο γνωστά.

Αλλά ο Μπάρυ με μαεστρία τα χρησιμοποιεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην εμποδίζουν την κεντρική και ουσιώδη ταύτιση αυτού που τα  διαβάζει με τα συναισθήματα όσων τα ζήσανε. Άλλωστε δεν πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Αντίθετα , θα έλεγα, πως είναι ένα έργο που αμφισβητεί την ίδια την αντικειμενικότητα της μνήμης.

Γι αυτό άλλωστε και The secret scripture και ο αγγλικός τίτλος του. Κάτι ας πούμε Μυστικό Ιερό Κείμενο.

Γιατί τα γεγονότα όλοι μπορεί να τα ζούμε, αλλά ο καθένας μας με τον δικό του τρόπο τα βιώνει.

Ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο που στην γλώσσα μας είχε τη τύχη να πέσει στα χέρια ενός άξιου μεταφραστή* του Αύγουστου Κορτώ.

Για όσους θα θέλανε περισσότερα για την υπόθεση του βιβλίου (αν και ας μην ξεχνάμε πως δεν έχει πάντα την πρώτη σημασία το τι λέγεται, αλλά το πως αυτό λέγεται) αντιγράφω από το οπισθόφυλλο της έκδοσης:

Η Ροσίν ΜακΝάλτι, μειλίχιο πλάσμα κι αιωνόβια τρόφιμος της -προσεχώς υπό κατεδάφιση και μετακίνηση- Ψυχιατρικής Κλινικής του Ροσκόμον, αποφασίζει, κρυφά, αθόρυβα, ν” αφήσει το χνάρι της: μια προσωπική μαρτυρία με την οποία πασχίζει να ιστορήσει τον τραυματικό της βίο και παράλληλα να διαψεύσει τα μυθεύματα που την κράτησαν ισοβίως άνθρωπο του περιθωρίου. Στην αφήγηση της Ροσίν πλέκεται περίτεχνα η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ψυχιάτρου της, δόκτορος Γκρεν, για χρόνια θεράποντος ιατρού της Ροσίν, ο οποίος βυθίζεται σε μια ολοένα και πιο προσωπική εμμονή όσο περισσότερο ανασκαλεύει το παρελθόν της υπερήλικης ασθενούς του, με την οποία νιώθει να τον συνδέει ένας δεσμός μυστηριώδης, ανεξιχνίαστος.

 Πρώτη δημοσίευση: http://fractalart.gr/mystiki-grafi/

Δημοκρατία






 Αβραάμ Κάουα     
"Δημοκρατία" 
Graphic Novel
Εκδότης Ίκαρος


Το κόμικ ως τρόπος αφήγησης μιας ιστορίας μπορεί κανείς να πει πως ξεκινά από την εποχή των σπηλαίων, τότε που οι άνθρωποι εκείνης της εποχής  πάνω σε βράχια περιγράφανε με σχέδια τις εμπειρίες τους.

Ένας, λοιπόν, τρόπος αφήγησης είναι και το κόμικ, και μάλιστα εντελώς αυτόνομος.

Θέλω να πω πως έχει τους δικούς τους αφηγηματικούς κανόνες –μια συνύπαρξη λόγου και εικόνας που μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές.

Στην Ελλάδα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έχουμε από τη μια τα περίφημα Κλασσικά Εικονογραφημένα και από την άλλη μια σειρά περιοδικών όπου πρωταγωνιστούν ήρωες καρτούν.

Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης τα κόμικ δεχτήκανε μεγάλη κριτική, θεωρήθηκαν δε πως καταστρέφουν το γλωσσικό αισθητήριο των παιδιών. Λίγοι ήταν εκείνοι που υπερασπιζόντουσαν την αυτονομία του είδους και την αντιμετώπισή του ως μια μορφή τέχνης.

Πλέον κανείς δεν αμφισβητεί πως ο τρόπος αφήγησης αυτός έχει το δικό του ενδιαφέρον και προσφέρει την δική του αναγνωστική απόλαυση.

Το μυθιστόρημα – κόμικ «Δημοκρατία» είναι ένα από τα πιο καλά παραδείγματα για το πως μπορεί να στηθεί μια μυθιστορηματική αφήγηση που ο λόγος κρατά κυρίως τους διαλόγους, ενώ οι περιγραφές και οι ιδέες αναπτύσσονται από την εικόνα.

Με κέντρο τη Μάχη του Μαραθώνα, οι τρεις συγγραφείς (ένας να έχει να κάνει με την δραματοποίηση της υπόθεσης και οι άλλοι δύο με την εικαστική ένδυσή της) επιχειρούν να περιγράψουν την αρχαία Αθήνα, τους τότε πρωταγωνιστές των πολιτικών γεγονότων και με την βασική και πολύτιμη βοήθεια των μυθιστορηματικών ηρώων τους, μας ξεναγούν στους δρόμους που η Δημοκρατία έπρεπε να περάσει έως ότου γίνει το βασικό πολίτευμα του δυτικού πολιτισμού.


Διόλου συμβατικές πολιτικές αναλύσεις, ένα σχέδιο που διαθέτει τη δική του αισθητική, πρόσωπα που από τη μια τα ζωντανεύουν τα χρώματα και από την άλλη τα ‘συννεφάκια’ των διαλόγων –όλα αυτά ολοκληρώνουν ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο graphic novel  που φιλοδοξεί να αυξήσει τους φανατικούς αναγνώστες του είδους.

Πρώτη δημοσίευση: http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=204453

28.12.15

Ανκόρ... της Πέλα Σουλτάτου




Πέλα Σουλτάτου
"Ανκόρ"
Καστανιώτης

Ένα νοσοκομείο είναι ένας ολόκληρος κόσμος* άτομα ανόμοια μεταξύ τους συνυπάρχουν. Άνθρωποι με διαφορετικές κουλτούρες, από άλλες κοινωνικές ομάδες, με ποικίλες πολιτικές απόψεις, νέοι και ηλικιωμένοι, με σοβαρά  ή όχι προβλήματα υγείας.

Ένας κόσμος εντός του κόσμου μας –να πως θέλησε η νέα συγγραφέας Πέλα Σουλτάτου να δει ένα νοσοκομείο και πάνω στη ζωή που πάλλεται μέσα στους διαδρόμους, στα δωμάτια και στα χειρουργεία του να στήσει το νέο της πεζογράφημα.

Το δεύτερο βιβλίο της είναι αυτό. Και ειδολογικά θα πρέπει να το θεωρήσουμε ως  μυθιστόρημα.

Το πρώτο  της –«Φώτα στο βάθος»- έγερνε περισσότερο προς το είδος του διηγήματος. Κείμενα σύντομα που όμως θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως αποτελούσαν βασικά στοιχεία ανάπτυξης  μιας σχέσης ατόμου με την κοινωνία.

Αυτή την ίδια σχέση εξερευνά η Σουλτάτου και με το νέο της βιβλίο.

Μόνο που τώρα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια πιο ενοποιημένη μορφή αφήγησης που θα μπορούσαμε να τη θεωρήσουμε και ως μυθιστόρημα – τοιχογραφία.

Δεν υπάρχει ένα κεντρικό πρόσωπο. Υπάρχει ένας κεντρικός χώρος –το νοσοκομείο.

Και διάφοροι τύποι που συναντά κανείς μέσα σε ένα τέτοιας χρήσης κτήριο.

Γιατροί, νοσηλευτές, παραϊατρικοί επισκέπτες, ασθενείς, συγγενείς.

Ένας κόσμος που τον ενώνει η σχέση με τα δίπολα ζωή και θάνατος, πόνος και ανακούφιση, αρρώστια και θεραπεία.

Η Πέλα Σουλτάτου δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά το μέρος και όσους εκεί γύρω κυκλοφορούν. Και με την άνεση μιας ουσιαστικής  γνώσης μπορεί και άλλοτε περιγράφει με ρεαλισμό, άλλοτε με ένα στοιχείο υπερβατικό, κάποτε με χιούμορ, συχνά με συγκρατημένο συναίσθημα.

Τραβάει το κορδόνι της έκτακτης ανάγκης. Κρέμεται από ένα επιτοίχιο πλαστικό κάλυμμα διακόπτη, με αποτυπωμένη τη φιγούρα της αρχετυπικής νοσηλεύτριας. Πάντα γυναίκα, πάντα ευθυτενής, προσηνής, ενίοτε απηνής, ακριβής, συνεπής και προπάντων ολιγόλογη. Οι νοσοκόμες ξέρει πως είναι για να προσφέρουν υπηρεσία, να σερβίρουν φάρμακα και καθετήρες. Δεν είναι για πολλές κουβέντες. Είναι για εντολές και παραινέσεις. Είναι για προτροπές και ευχές. Είναι για σύντομες και σαφείς ερωτήσεις.

Η Πέλα Σουλτάτου εν τέλει αξιοποιεί κάτι που η λογοτεχνία μας μάλλον έχει αγνοήσει.


Τον κόσμο ενός νοσοκομείου –εκεί όπου το άτομα στέκεται απέναντι στη μοίρα του και ο άνθρωπος αναμετράται με τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του.

Πρώτη δημοσίευση: http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=205969

20.12.15

Ιστορίες για τα δικά μου Χριστούγεννα στο bookia

Γράφει ο Διονύσης Λεϊμονής

Χριστουγεννιάτικο παραμύθι με ερωτηματικό, ιστορίες ωραίες σαν παραμύθι, ιστορίες ζωής, της ζωής μου, της ζωής του συγγραφέα, που με τη δύναμη της μυθοπλασίας αποκτούν άλλη διάσταση, γίνονται υπεράνθρωπες, δικές μας, οικείες, προσωπικές… ιστορίες που συμβαίνουν την άγια νύχτα των Χριστουγέννων λίγο πριν ή μετά τη γέννηση του Χριστού, που διαβάζοντας τες κάθε αναγνώστης οποιασδήποτε ηλικίας αισθάνεται να ανοίγει η καρδιά του, να αποκτάει ύψος ο νους του, να αποδέχεται, να μην περιαυτολογεί, να προσφέρει, να διαθέτει τον εαυτό του στους άλλους βιώνοντας το πνεύμα των Χριστουγέννων, έτσι όπως ένα έλατο μπορεί να φιλοξενήσει στα κλαδιά του πολλά τρομαγμένα, ασθενικά, αποδιωγμένα πουλιά…

Το πνεύμα των Χριστουγέννων είναι αυτό που προσκαλεί κάθε χρόνο νεράιδες να κατεβάσουν μύρια αστέρια από ψηλά για το στολισμό του ελάτου προκαλώντας συγκίνηση στην Πλάση.

Μα αν καμιά νεράιδα ξεχαστεί; Πώς θα επανορθώσει; Μόνο όποιος ήταν τυχερός να τους στολίσει το δέντρο μια χρονιά κάποια νεράιδα μπορεί να αποκαλύψει σε όλους μας ένα μεγάλο μυστικό πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρη οσφραινόμενος μυρωδιές κι αρώματα των ημερών.

Μα οι γιορτές περνούν και τότε; Τι απογίνονται τα ξεστολισμένα δέντρα; Ποιες χαρές μπορεί να απολαύσουν αν οι άνθρωποι δεν πάψουν να τα αγαπούν και τους εξασφαλίσουν μια φιλόξενη γωνιά κοντά τους;

Μα ακόμα κι αν οι άνθρωποι καμιά φορά ξαστοχούν και φέρονται σκληρά στα καημένα τα έλατα, μια νύχτα Χριστουγέννων μπορεί να γίνει ένα μεγάλο θαύμα, ένα θαύμα που ο νους ανθρώπου δεν το χωρά, και μόνο ένα αστέρι μπορεί να αφηγηθεί πως μια φορά κι έναν καιρό ένα πεταμένο στα σκουπίδια δεντράκι στολίστηκε με κάθε είδους πεταμένα υλικά κι έζησε μια μοναδική εμπειρία αγάπης…

Τη νύχτα των Χριστουγέννων μπορεί να απολαύσεις το πιο ωραίο θέαμα, να χαρείς την αγάπη κυνηγώντας ένα μοναδικό τριαντάφυλλο μέσα στη βαρυχειμωνιά. Αρκεί να μην τα παρατήσεις και να βαδίσεις μπροστά αναζητώντας το τριαντάφυλλο των Χριστουγέννων, ένα τριαντάφυλλο λευκό με αχνές κόκκινες κηλίδες σαν δάκρυα χαράς και αίματος.

Μπορεί να το λάβεις απ’ το χέρι ενός αγγέλου, πολύτιμο δώρο έτοιμος να το προσφέρεις κι εσύ στον Δημιουργό, αρκεί να ζήσεις με την ψυχή σου μια νύχτα Χριστουγέννων έτοιμος να τα δεις και να ακούσεις όλα ακόμα κι αν ζεις σε μια πολύβουη πόλη με πολλούς σταυρωτές.

Μια παραμονή Χριστουγέννων αναζητά κανείς ένα ολόκληρο θαύμα κι όχι ένα μισό, ένα ολόκληρο σαν αυτό που μπορεί να ζήσει αν τα πουλιά συμφιλιωθούν με τους φόβους τους, αν οι άνθρωποι επιτέλους καταφέρουν να αναγνωρίσουν τα μηνύματα της ψυχής τους… μια νύχτα μαγική της αγάπης μέσα στην οποία μπορούν να συνυπάρξει το χρυσάφι με το ασήμι…

Όνειρο; Παραμύθι ή ίδια η ζωή; Μια φορά ήμουν εγώ, ήμασταν εμείς, ήμασταν όλοι κι αποφασίσαμε να ζήσουμε το όνειρο ενεργοποιώντας όλες τις αισθήσεις μας ως άνθρωποι και ως θεοί μακριά από εφιάλτες, κακοτοπιές και αρνήσεις… Ιστορίες για τα δικά μας Χριστούγεννα εκφρασμένες από έναν έμπειρο συγγραφέα, που κατάφερε να διατηρήσει την παιδικότητα, τον αυθορμητισμό και τη χαρά ενός μικρού παιδιού ανηφορίζοντας τα σκαλοπάτια της ενήλικης ζωής…

16.12.15

Paul Auster
«Η επινόηση της μοναξιάς»
Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου
Μεταίχμιο
                                                                          

Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως είναι κάτι αν όχι μοναδικό, σίγουρα πάντως σπάνιο, αλλά έτσι και αλλιώς δεν είναι σύνηθες το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα να είναι και αυτό που θα τοποθετεί τη βάση που πάνω της θα δομηθεί στα μελλούμενα χρόνια όλη η συγγραφική πορεία αυτού του δημιουργού.
Αναφέρομαι στον Πολ Ώστερ και στο βιβλίο του «Η επινόηση της μοναξιάς».
Μέχρι το 1982 όπου κυκλοφορεί αυτό το βιβλίο, ο Ώστερ βασικά έχει εκδόσει κάποιες ποιητικές συλλογές.
Αλλά ο θάνατος του πατέρα του θα τον φέρει σε μια αναζήτηση της έννοιας της μνήμης.
Τη μια μέρα υπάρχει ζωή… Κι έπειτα, ξαφνικά, υπάρχει θάνατος.
Πώς μπορείς να αντιπαραθέσεις τα δικά σου συναισθήματα που στηρίζονται στη ύπαρξη ζωής απέναντι στο γεγονός του θανάτου; Πώς κατανοείς αυτόν που οριστικά έφυγε και με ποιον τρόπο να τον διατηρήσεις δίπλα σου;
Με την μνήμη –απαντά ο Ώστερ και με τη δική της βοήθεια ξεκινά να ιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου που αν και έζησε δίπλα του, ωστόσο παρέμενε αόρατος.
Το πορτραίτο ενός αόρατου ανθρώπου- έτσι τιτλοφορείται το πρώτο μέρος αυτού του βιβλίου.
Και εδώ ας σημειώσουμε πως το «Η επινόηση της μοναξιάς» δεν  περιέχει ένα καθαρόαιμο μυθιστόρημα, μα ούτε είναι και κάποιο ξεκάθαρο κείμενο δοκιμιακής μορφής.
Μια ενδιάμεση κατάσταση βιογραφικών καταγραφών και φιλοσοφικών αναζητήσεων –αυτό είναι στο σύνολό του το «Η επινόηση της μοναξιάς»
Μοναξιάς;  Μα μόλις προ ολίγου ο Ώστερ μας έχει μιλήσει για την αξία της μνήμης και το πώς μέσω αυτής έρχεται κάποιος σε επαφή με έναν άλλον.
Ναι, αλλά η μνήμη για να λειτουργήσει απαιτεί μόνωση. Απομόνωση, πιο σωστά. Και αυτό που θα γεννήσει θα είναι ένα λογοτεχνικό έργο.
Ο Ώστερ –με το πρώτο του αυτό βιβλίο- φανερώνει το πώς θα μορφοποιήσει όλα τα υπόλοιπα του έργα. Μάλλον –και με πιο σωστή έκφραση- καταγράφει τις τεχνικές με τις οποίες το άτομο θα μετατραπεί σε δημιουργό.
Και αν στο πρώτο μέρος ο μελλοντικός δημιουργός δοκιμάζει τις αντοχές του ανασκαλεύοντας το παρελθόν του πατέρα, στο δεύτερο -Το βιβλίο της μνήμης- ανασκαλεύει τον δικό του παρελθόν. Και κυκλοφορεί μέσα σε δωμάτια που έζησε, σε  πόλεις που τον φιλοξενήσανε, δίπλα σε ανθρώπους που τον συντροφεύσανε, καταγράφει σκέψεις που αρπάχτηκαν την τελευταία στιγμή προτού λησμονηθούνε.
Ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται την ίδια ώρα που βιογραφεί τις ζωές άλλων.
Εντός σου κατοικούν κι άλλοι, και εσύ υπάρχεις ως άτομα μόνο σε συσχετισμό με τους άλλους.
Έχει πιστεύω ενδιαφέρον να διαβάζει κανείς τις θεωρητικές σκέψεις πάνω στη γραφή δημιουργών που έχουν πλέον καταξιωθεί (σκέφτομαι, για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή τον Κούντερα). Αλλά έχει  μπορεί και περισσότερο ενδιαφέρον να παρακολουθείς τις ίδιες αυτές σκέψεις, έτσι όπως είχαν σχηματιστεί στο νου ενός ανθρώπου που επρόκειτο να γίνει πεζογράφος.
Πέρα από τις σκέψεις και τις θεωρητικές προσεγγίσεις και μιας και τούτο το βιβλίο δεν αποποιείται εντελώς μια μυθιστορηματική οντότητα, θα πρέπει να τονίσουμε την δεξιοτεχνία του ‘Ωστερ να συγκινεί χωρίς μελοδραματισμό, να αναλύει με τρόπους ασυνήθιστους, να φέρνει στην επιφάνεια τη λεπτομέρεια και με τη δική της βοήθεια να συνθέτει το όλον.

Όλα όσα ο αναγνώστης των μετέπειτα έργων του θα συναντήσει και θα εκτιμήσει.

Πρώτη δημοσίευση: http://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/4610-epinoisi-monax

10.12.15

Φόβος Κανένας


Γιάννης Φαρσάρης
"Φόβος Κανένας"
Εκδόσεις OpenBook


Μια ανήσυχη παρουσία στο χώρο της λογοτεχνίας μας είναι ο Γιάννη Φαρσάρης.
Με σπουδές στην Επιστήμη των Υπολογιστών, αλλά με ατόφιο πάθος για την λογοτεχνική ενσάρκωση των ανθρώπινων παθών, αναζητά ένα τρόπο κατάθεσης όχι μόνο (και τόσο) προσωπικής του συγγραφικής ταυτότητας, όσο μιας μεθόδου πλησιάσματος  της έκδοσης ενός έργου σε πλατύτερο κοινό.
Και βέβαια γι αυτήν την επιθυμία του, έχει στραφεί στις γνώσεις που οι σπουδές του παρέχουν και να που ίσως να είναι ο πρώτος έλληνας συγγραφέας που με πλήρη τεχνική επάρκεια, αλλά και ιδεολογική συνέπεια εφαρμόζει τις δυνατότητες που το διαδίκτυο προσφέρει στην διακίνηση ενός λογοτεχνικού έργου.
Η συλλογή αυτή μικρών διηγημάτων ενώ διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο με τη μορφή ψηφιακού βιβλίου, παράλληλα έχει κυκλοφορήσει και με την ΄παλιά' κλασική μορφή του έντυπου βιβλίου. Το πείραμα έχει κι από άλλους υλοποιηθεί.
Μόνο που στην περίπτωση του "Φόβος Κανένας" ο Φαρσάρης θέλησε να αναζητήσει κάτι πιο νέο, κάτι περισσότερο συλλογικό.
Κι έτσι βρήκε χρηματοδότες της έκδοσης, με τη μέθοδο της συλλογικής μικροχρηματοδότησης. Με λόγια πιο απλά κάποιοι άνθρωποι τον εμπιστεύθηκαν και δώσανε ένα μικρό ποσό ο καθένας, προαγοράζοντας λίγα αντίτυπα. Με το σύνολο αυτών των χρημάτων έγινε η έκδοση.
Στην έντυπη μορφή του το βιβλίο θα διατεθεί δωρεάν σε δανειστικές και ανταλλακτικές βιβλιοθήκες.
Ενδιαφέρον πείραμα που ανιχνεύει κι αυτό πιθανές νέες μορφές έκδοσης και διακίνησης της λογοτεχνίας. Μετατρέπει -τολμώ να υποθέσω- την ατομική πράξη τόσο της συγγραφής, όσο και της ανάγνωσης, σε μια συλλογική υπόθεση.
Ως προς το περιεχόμενο, ο Φαρσάρης έγραψε μικρά διηγήματα, που το καθένα προσπαθεί να φωτίσει με τρόπο παράδοξο καθημερινά γεγονότα.
Η συντομία έρχεται να ταυτιστεί με την ανάγκη ύπαρξης σύντομων κειμένων σε διαδικτυακές αναρτήσεις, αλλά παράλληλα και να αποδείξει πως και μέσα στη συντομία μπορεί να ανακαλύψει ο αναγνώστης λογοτεχνική ποιότητα.
Ο απρόοπτος αυτός φωτισμός υπονομεύει μια κατεστημένη αντίληψη για τις κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Ο συγγραφέας συχνά σαρκάζει, συχνά θρηνεί. Συνεχώς προσπαθεί να αρπάξει τον αναγνώστη του και να τον μεταφέρει από την μακαριότητα του 'έτσι είναι' στην ανήσυχη κατάσταση του 'ίσως είναι κι έτσι'.
Όλα τα κείμενα  -29 όλα κι όλα- μπορεί κανείς να πει πως δεν έχουν την ίδια ευθυβολία. Μα όλα τους διαθέτουν αυτά τα χαρακτηριστικά  -τον σαρκασμό, την ανατροπή και την επανατοποθέτηση- κι έτσι στο σύνολό της η συλλογή κερδίζει το στοίχημα που έχει βάλει -υποθέτω- με τον εαυτό της. Να θυμίσει πως η ζωή μας άλλοτε είναι ευτράπελη κι άλλοτε τραγική. Και πως πέρα από το πως κυκλοφορεί ένα κείμενο, παραμένει πάντα ένα ευαίσθητο εργαλείο κατανόησης των άλλων, μα και του εαυτού μας.
"Επειδή δεν πίστευα στα όνειρα, το όνειρο δεν πραγματοποιήθηκε..." γράφει ο Φαρσάρης σ' ένα από τα  διηγήματα. Και έτσι μας φανερώνει τις προθέσεις του - "Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να πιστεύω στα όνειρα" προσθέτει.

9.12.15

Ιστορίες για τα δικά μου Χριστούγεννα


Η Ελένη Χωρεάνθη στο : http://diastixo.gr/kritikes/paidika/4583-dika-mou-xristougenna


Πρόκειται για ένα χαριτωμένο βιβλίο με εντυπωσιακό εξώφυλλο, βουτηγμένο στα κόκκινα με διακριτικές πινελιές λευκού, μπλε και πράσινου, που πλαισιώνουν μια χαρακτηριστική παιδική φατσούλα πλάι στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, όλα στοιχεία από τον καιρό και τον κόσμο της αθωότητας του συγγραφέα. Το κομψό σχήμα, η πολύ όμορφη –εξωτερική και εσωτερική– τυπογραφική εμφάνιση, οι απλές, καλογραμμένες, τρυφερές ιστορίες/παραμύθια, οι χαμηλοί τόνοι της αφήγησης δημιουργούν ευχάριστη ατμόσφαιρα, φέρνουν στο προσκήνιο της μνήμης ξεχασμένες εικόνες και σκηνές, αναμοχλεύουν συναισθήματα αγάπης, συμπόνιας, αλληλεγγύης, φιλίας, συντροφικότητας και μεταφέρουν σε καιρούς απλούς, «αναμάρτητους» θα έλεγα, ανθρωποκεντρικούς.
Ο Μάνος Κοντολέων με τις Ιστορίες για τα δικά μου Χριστούγεννα φέρνει στην επιφάνεια σελίδες από τη ζωή του, μνήμες από την οικογενειακή του ιστορία. Με το «Χριστουγεννιάτικο παραμύθι» περιγράφει το οικογενειακό του περιβάλλον, από όπου ξεκινάει και όπου καταλήγει την αφήγηση των έξι ιστοριών που ακολουθούν με πρωταγωνιστή, σχεδόν πάντα, το έλατο. «Μαζί θα περάσουμε τον χειμώνα», είπε το έλατο στα πουλιά, τότε παλιά, «μια φορά κι έναν καιρό», όταν όλα είχαν λαλιά, ήταν μαγικά, στα πουλιά που δεν βρήκαν καταφύγιο αλλού πουθενά, σε κανένα άλλο δέντρο, είτε γιατί δεν ανέχονταν τις φωνές των πουλιών είτε γιατί ο άνεμος θα σκόρπιζε τα κίτρινα φύλλα τους. Μόνο το έλατο προσφέρθηκε να τα φιλοξενήσει και να περάσουν τον άγριο χειμώνα μαζί. Κι εκείνα το στόλισαν με το πολύχρωμο φτέρωμά τους πατόκορφα, το έκαναν χαρούμενο με τα λαλήματα, με τις μουσικές τους. Και ξεχώρισε μέσα στο «καταχείμωνο, στην καρδιά του χειμώνα, μέσα στο απόλυτο λευκό ένα δέντρο στολισμένο. Το πρώτο έλατο που στολίστηκε ήταν από τα πουλιά...». Από τα πουλιά έμαθαν οι άνθρωποι να στολίζουν το έλατο κάθε Χριστούγεννα!
Η μικρή νεράιδα, στην ιστορία «Το πνεύμα των Χριστουγέννων», με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελε να ήταν άνθρωπος. Συνήθισε να πετάει με το σύννεφο πάνω από τον κόσμο και πολύ «της άρεσε να έχει όλα τα χαρίσματα ενός ξωτικού. Αλλά για δεκαπέντε μέρες του χρόνου», κάθε χρόνο τις μέρες των Χριστουγέννων, «να ζει στην αυλή ενός σπιτιού ήταν μια αλλαγή και τόσες όμορφες στιγμές, στιγμές αγάπης, μήτε στα ουράνια θα τις συναντούσε ποτέ της».
Με το «Δασάκι από έλατα των Χριστουγέννων» αφηγείται μια χαριτωμένη, όσο και πολύ συγκινητική, ιστορία με ήρωα ένα χριστουγεννιάτικο έλατο που φυτεύτηκε μετά στον κήπο του σπιτιού και τρέχανε τα δάκρυά του γιατί ήταν ολομόναχο. Αλλά το μεγάλο δέντρο έσκυψε και το παρηγόρησε. «Και το έλατο σταμάτησε να δακρύζει» και είδε τη ζωή του κήπου γύρω του και χάρηκε. Και περίμενε τα άλλα Χριστούγεννα, που θα έφερναν κι άλλα έλατα στον κήπο και θα γινόταν «Ένα δασάκι από έλατα των Χριστουγέννων».
Πολύ έξυπνο και διδακτικό παραμυθάκι πως όλα, ακόμα και τα σκουπίδια, έχουν αισθήματα και μπορεί να είναι χρήσιμα, όπως τα σκουπίδια ενός κάδου που στόλισαν ένα δεντράκι Χριστουγέννων πεταμένο στο πεζοδρόμιο και του έδωσαν μεγάλη χαρά. Κι αν οι σκουπιδιάρηδες που το έριξαν στο φορτηγό δεν ήξεραν ποιος το στόλισε, ήξερε, ωστόσο, το αστέρι που ξαναγύρισε στον ουρανό και πάντα θα θυμόταν «τη μαγεία μιας καθυστερημένης νύχτας Χριστουγέννων», όπως διηγείται η ιστορία: «Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο πεζοδρόμιο».
«Το τριαντάφυλλο των Χριστουγέννων» έχει τη δική του ιστορία, μια ιστορία αγάπης και λύτρωσης, με οδηγό το ξεχωριστό άρωμα που κουβαλάει το λουλούδι μιας σπάνιας τριανταφυλλιάς που φύτρωσε και άνθισε μια σημαδιακή νύχτα, τότε που γεννήθηκε ένα ξεχωριστό μωρό σε μια σπηλιά... Μια ιστορία κυκλική που ξεκινάει από τη Γέννηση και δίνει με ιδιαίτερο, και πρωτότυπο ίσως, τρόπο την πορεία του Ιησού στον κόσμο ίσαμε το μαρτύριό του, και τη Μαγδαληνή να πορεύεται μαζί του με το άρωμα του ξεχωριστού λουλουδιού «το ίδιο τρυφερό, το ίδιο ζεστό με (το βλέμμα του Εσταυρωμένου προς τη Μητέρα του και με) αυτό που κάποτε ένα μωρό κοίταξε ένα κορίτσι, μέσα σε μια σπηλιά, μια νύχτα του χειμώνα... Νύχτα των Χριστουγέννων».
Και τελειώνει με τη «Χρυσαφένια, Ασημένια... νύχτα Χριστουγέννων», που κάποτε ήταν δυο πολύ αγαπημένες αδερφές, η Ασημένια φιλενάδα της νύχτας και η Χρυσαφένια αγαπημένη της ημέρας, αλλά μια οριακή στιγμή, την άγια νύχτα των Χριστουγέννων, ενώθηκαν και έγινε η «Χρυσαφένια, Ασημένια... νύχτα Χριστουγέννων».
Όλες οι ιστορίες, όπως είναι δοσμένες, με τη μαστοριά του έμπειρου και καταξιωμένου συγγραφέα που ξέρει και μπορεί να μιλάει στα παιδιά με απλότητα, αλλά με υπευθυνότητα και σοβαρότητα, τέρπουν και διδάσκουν τους μικρούς. Παράλληλα, κάνουν εμάς τους μεγάλους να θυμηθούμε και να ξαναβρούμε τον δρόμο για τον ξεχασμένο παράδεισο της παιδικότητας, να δούμε λίγο παραπέρα από το σκληρό πρόσωπο της καθημερινότητας με την ολοένα αυξανόμενη και κλιμακούμενη επικίνδυνα ηθική, πολιτική και οικονομική κρίση.
Τα βιβλία της σειράς απευθύνονται σε μικρούς και μεγάλους, έχουν ταυτότητα αθωότητας, πραότητας, παιδικής αφέλειας, μεταδίδουν ένα άρωμα από τα παλιά, μοιάζουν με κοσμήματα για να στολίζουμε τη σκέψη μας τις άχαρες μέρες, τις κουραστικές νύχτες μας και παραπέμπουν αυτομάτως σε άλλες εποχές και στις παλιές μνημειακές εκδόσεις που αγαπήθηκαν και άφησαν εποχή.

Το εμβληματικό εξώφυλλο και τις διακοσμητικές βινιέτες φιλοτέχνησε η Φωτεινή Στεφανίδη.

8.12.15

Γράμμα στον Κωστή

Ξένια Καλογεροπούλου
«Γράμμα στον Κωστή»
Πατάκης, 2015




                                 

Νομίζω πως ο άνθρωπος από τότε που απέκτησε τη γνώση της Μνήμης, θέλησε και να επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους για να μοιράζετε με αυτούς συναισθήματα και γεγονότα που τον διαμόρφωναν, τον συγκινούσαν, ενεργοποιούσαν την δόμηση της ολότελα δικής  του προσωπικότητας.
Μια μορφή τέτοιας υφής επικοινωνίας είναι και η λογοτεχνία –τόσο ως πράξη συγγραφής, όσο και ως πράξη ανάγνωσης.
Γράφω γιατί θέλω να έρθω σε επαφή με άλλους.
Διαβάζω και για να κατανοήσω τις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων.
Αν αυτές οι σκέψεις γίνουν αποδεχτές, τότε θα πρέπει να ομολογήσουμε πως το είδος εκείνο του λογοτεχνικού κειμένου που απόλυτα θέλει να ικανοποιήσει και τον συγγραφέα του και τον αναγνώστη του, είναι η αυτοβιογραφία.
Ο αναγνώστης μιας αυτοβιογραφίας αισθάνεται πως κάποιος τον εμπιστεύεται και ζητά να τον πλησιάσει για να του εξομολογηθεί τα μυστικά της ζωής και του έργου του. Κι αν μάλιστα αυτός που αυτοβιογραφείται είναι πρόσωπο γνωστό, με δημόσια παρουσία, τότε η εξομολόγηση αποκτά μια ακόμα διάσταση –μας περιγράφει τις άγνωστες πλευρές εκείνου που οι προβολείς της δημοσιότητας την ώρα που άπλετα τις φωτίζανε, την ίδια ώρα και τις συσκοτίζανε, τις παραποιούσαν.
Ο αυτοβιογραφούμενος πάλι, είπαμε πως επιζητά να φέρει πιο κοντά του εκείνους  που παρακολουθούσαν ζωή και έργα του από μια απόσταση. Θέλει να τους ‘μιλήσει’ χωρίς τη μεσολάβηση κάποιοι άλλου.
Παράλληλα, όμως, πιστεύω πως αυτός που αποφασίζει να εκδώσει την αυτοβιογραφία  του, διακατέχεται από την διάθεση να ελέγξει ο ίδιος το πως θα μείνει στην ιστορία όχι μόνο το έργο του, αλλά και ο ίδιος ως άνθρωπος και δημιουργός (καλλιτέχνης, επιστήμονας, πολιτικός ή ό,τι άλλο).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες θεωρώ πως τα αυτοβιογραφικά κείμενα έχουν ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αναγνωστικό και βέβαια αποτελούν και μια καλή πηγή πληροφοριών για την εποχή  που έζησε και έδρασε ο συγγραφέας τους, αλλά και για τις συνθήκες μέσα στις οποίες ο ίδιος λειτούργησε.
Στο σημείο αυτό νομίζω πως θα πρέπει να σημειωθεί η διαφορά ανάμεσα σε μια αυτοβιογραφία και σε μια βιογραφία. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε την απόλυτα προσωπική, υποκειμενική άποψη του ανθρώπου που μας μιλά για την ίδια του τη ζωή, στην άλλη ένας τρίτος καταγράφει   -έτσι όπως ο ίδιος έχει πλησιάσει- τη ζωή και το έργο του ανθρώπου που βιογραφεί.
Υπάρχει όμως και μια ακόμα διαφορά. Στις βιογραφίες ο βιογράφος, συνήθως ως τριτοπρόσωπος αφηγητής, απευθύνεται απευθείας στον αναγνώστη του.
Σε μια αυτοβιογραφία ο συγγραφέας της απευθύνεται κι αυτός απευθείας στον αναγνώστη του, αλλά πολύ συχνά αυτός ο αναγνώστης του δεν είναι εκείνος που κρατά στα χέρια του το βιβλίο, αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο, κοντινό στον αυτοβιογραφούμενο και ασφαλώς ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης.
Σε αυτή την περίπτωση ανήκει και το βιβλίο «Γράμμα στον Κωστή» της Ξένιας Καλογεροπούλου. Το πρόσωπο που η Καλογεροπούλου απευθύνει το έργο της είναι ο για 37 χρόνια σύντροφός της Κωστής Σκαλιώρας. Γνωστός μεταφραστής και κριτικός θεάτρου.
Για ένα χρόνο συνεχώς από τη μέρα που εκείνος ‘έφυγε’, η γυναίκα του γράφει μια επιστολή που θα γίνει ένα κείμενο 366 σελίδων και που στην ουσία αποτελεί όχι τόσο (ή μόνο)  την καταγραφή της δικιάς τους κοινής πορείας στη ζωή, αλλά περισσότερο τα δικά της βήματα από τότε που ήταν ένα μικρό κορίτσι  έως τώρα που αναγνωρίζεται ως μια από τις πλέον σημαντικές παρουσίες του ελληνικού θεάτρου και κυρίως ως εκείνη που θεμελίωσε στον τόπο μας το καλό θέατρο για παιδιά.
Η Ξένια Καλογεροπούλου μπορεί να υπήρξε μια από τις πλέον γνωστές σταρ του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά παράλληλα –και με αυτή την ταυτότητα έχει πλέον και εδώ και χρόνια εγγραφεί στη συνείδηση του καλλιτεχνικού κόσμου, αλλά και του ευρύτερου θεατρόφιλου κοινού-  είναι μια καλλιτέχνης με παιδεία, ευαισθησία και ουσιαστικές αναζητήσεις.
Η παιδεία της είναι και αυτή που τελικά την βοηθά να δίνει ένα ιδιαίτερο γλαφυρό τόνο στις ‘εξομολογήσεις’ της. Και πιστεύω πως δεν είναι χωρίς τη δική του σημασία το γεγονός πως η Καλογεροπούλου έχει γράψει θεατρικά έργα για παιδιά. Η απλότητα και η αμεσότητα που χαρακτηρίζει κάθε καλή μορφή Τέχνης που αφορά ανήλικο κοινό, μπολιάζει και το κείμενο που απευθύνεται σε ενήλικες.
Πέρα από την αμεσότητα και την κομψότητα του ύφους, σημαντικά είναι και τα όσα καταγράφονται σχετικά με το θέατρο από το 1960 περίπου ως τις μέρες μας, τις συνθήκες που επικρατούσαν στα γυρίσματα των ελληνικών ταινιών εκείνης της εποχής, στη αναζήτηση του τρόπου συγγραφής και σκηνοθεσίας έργων για παιδιά, στην τόλμη να έρθει και εδώ το Θέατρο για Βρέφη.
Κι όλα αυτά διανθισμένα με περιγραφές προσωπικών στιγμών και γεγονότων. Ταξίδια, σπίτια, φιλικά και συγγενικά μαζώματα, γεγονότα οικογενειακά ή κοινωνικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά.
Μια εποχή, οι άνθρωποί της. Μια σχέση. Μια καριέρα.
Πρωτοπόρος, τελικά, η Ξένια Καλογεροπούλου, έρχεται τώρα να αποδείξει πως το αθόρυβο δεν είναι καθόλου άτονο, πως το τολμηρό δεν σημαίνει πως είναι και κραυγαλέο.
Και πάνω απ΄ όλα να υπενθυμίσει πως οι ανθρώπινες σχέσεις κάθε μορφής –ερωτικές, συντροφικές, επαγγελματικές, φιλικές- εν τέλει καθορίζουν όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και τα δημιουργήματά του.
Η Ξένια Καλογεροπούλου απευθύνεται στον σύντροφο της ζωής της. Λες και θέλει σε αυτόν να λογοδοτήσει. Και να του υποσχεθεί  πως με το ίδιο ήθος θα συνεχίσει.
Απευθύνεται στον σύντροφό της… Πίσω από την δική του παρουσία – απουσία, κρύβεται ένας άλλος σύντροφος. Αυτός που νομίζω πως συντροφεύει κάθε καλλιτέχνη (συγγραφέα, ηθοποιό)* ο αναγνώστης του, ο θεατής του.


 Πρώτη δημοσίευση: http://fractalart.gr/gramma-ston-kosti/