1.3.17

Άτυχες και Τυχερές Ιστορίες


Ο Διονύσης Λεϊμονής στο bookia.gr




Δυο ιστορίες για την τύχη και την ατυχία, ένα διπλό βιβλίο για μικρούς και μεγάλους θα κερδίσει τις καρδιές των αναγνωστών  σπάζοντας τα ηλικιακά όρια της καλής λογοτεχνίας, δοσμένες με την πένα ενός ανθρώπου που χρόνια τώρα επιμένει να γράφει απολαυστικά, δυνατά και εκφραστικά, αποτελώντας για εμάς τους νεώτερους έναν καλό δάσκαλο γραφής.

Το καινούριο διπλό βιβλίο του Μάνου Κοντολέων που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, θα μας γνωρίσει από τη μια  ένα παιδί «γούρι» μιας προληπτικής θείας, μιας θείας με τρεις αδυναμίες, την εμμονή της στην καθαριότητα, την αγάπη της για τα ζώα και τις φοβίες της για τις προλήψεις.

Με διακριτικό χιούμορ και λογοτεχνική καθαρότητα ο συγγραφέας ξεδιπλώνει καταστάσεις που μπορεί να έχουμε βιώσει όλοι, αναδεικνύοντας συμπεριφορές δικές μας ή δικών μας ανθρώπων οι οποίες συχνά δεν εξηγούνται λογικά, συμβαίνουν όμως γύρω μας.

Με έξυπνο τρόπο ο Μάνος Κοντολέων περιγράφει την τυχερή επιτέλους μέρα της θείας Λιλής, αντικαθιστώντας το μέχρι τώρα  «σιγουράκι γούρι» της, από ένα γούρι που ίσως θα ήταν καλό να αποδεχτούμε όλοι μας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, που είναι ανάγκη να αφουγκράζεται, να αισθάνεται, να αγαπά… Μια ιστορία, απόκτημα-κληροδότημα προγενέστερων συγγραφέων, μιας γραφής, που κάποια στιγμή μπορεί να άγγιξε τις ευαίσθητες συγγραφικές μας χορδές.

Γυρνώντας από την ανάποδη το βιβλίο γνωρίζουμε μια άτυχη μέρα του Λάκη, την τυχερή μέρα του Άλκη, την άτυχη μέρα της Λόλας, την  τυχερή μέρα της αδερφής του Άλκη, με την τεχνική ίσως του αντιστραμμένου ειδώλου.

Τα «θέλω» και τα «πρέπει» αλλά και οι μέθοδοι κατάκτησης τους από μικρούς και μεγάλους δοσμένα μέσα από την εμπειρία ενός συγγραφέα που δεν παύει να ακούει και να μαθαίνει από τους αναγνώστες του μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες σε μια σχολική τάξη.

Συγκρούσεις, διαφορές, άλλες τεχνικές κι ένας αγώνας απόκτησης του ποθητού επάθλου αναδεικνύει πως για το φτάσιμο σε έναν προορισμό ανοίγονται δύο δρόμοι, δυο επιλογές κι ο καθένας επιλέγει το καλό ή το κακό. Και σ’ όλο αυτό το παιχνίδι η θεά Τύχη καιροφυλακτεί, παραμονεύει, επιβραβεύει και δωρίζει… Ιστορίες που αν και πλαστές, προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα, μοιάζουν πολύ αληθινές, κάποτε θαρρείς πως είναι αληθινές με λίγα ψήγματα φαντασίας και μυθοπλασίας.

Έτσι ο Μάνος Κοντολέων θαρρετά φανερώνει τη σχέση του με την αλήθεια, τη διαχείρισή της μέσα σε ιστορίες του νου και της φαντασίας, τη μετάπλαση που μπορεί να υποστεί η πραγματικότητά μας, όταν αυτή διηθείται από το συγγραφικό φίλτρο… αποκαλύπτοντας και αποκαλυπτόμενος αφήνοντας τον προβολέα να φωτίσει μυστικά συγγραφικά του στιγμιότυπα.


Τις ιστορίες έχει εικονογραφήσει θαυμάσια η ταλαντούχα σκιτσογράφος Ναταλία Καπατσούλια προσδίδοντας με γκριζόμαυρες φιγούρες την πολυχρωμία της καθημερινότητάς μας.






Ορισμός και Εκφάνσεις της “Αμαρτίας” στην Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων

http://fractalart.gr/amartwli-poli-manos-kontoleon/





Ορισμός και Εκφάνσεις της “Αμαρτίας”
στην Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων

ΜΑΡΙΟΝ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

Πώς μπορεί μια πόλη να είναι “αμαρτωλή”; Άραγε η “αμαρτία” που τη βαρύνει πηγάζει από το σύνολο των μελών της, ή μονάχα από μέρος του; Ο άνθρωπος, ως νοήμον και ταυτόχρονα συναισθηματικό ον, είναι φύσει ή θέσει “αμαρτωλός”; Μήπως είναι έτσι κι αλλιώς καταδικασμένος να γίνει θέσει “αμαρτωλός” εξαιτίας των συνθηκών, των περιστάσεων και των συγκυριών που τον εξωθούν;

Το κάθε τι στο σύμπαν, η μικρότερη δυνατή μονάδα ύλης, αποτελεί μικρογραφία ενός ευρύτερου σχηματισμού μέρος του οποίου είναι και η ίδια. Ο μακρόκοσμος αντικατοπτρίζεται στο μικρόκοσμο και το αντίστροφο. Μια πόλη είναι ένα σύστημα που αποτελεί μέρος της πλατύτερης ανθρώπινης κοινωνίας, ενώ απαρτίζεται και η ίδια από πολλά μικρότερα “υποσυστήματα”. Είναι μοιραίο, επομένως, ό,τι συμβαίνει στο περιέχον σύνολο να έχει αντίκτυπο στα υποσύνολά του, όπως και τα όσα διαδραματίζονται στο καθένα απ’ τα υποσύνολα να αντανακλώνται με κάποιον τρόπο – αν και όχι πάντα εξίσου επιδραστικό ή καταλυτικό – στο περιέχον σύνολο.

Η “αμαρτία”, τώρα, είναι λέξη με αναπόφευκτες θεολογικές συνδηλώσεις και προεκτάσεις. Η αρχική έννοια του “αμαρτάνω”, βέβαια, δεν ήταν φορτισμένη ηθικά ούτε συναισθηματικά – δήλωνε απλώς τη διάπραξη ενός σφάλματος, ενός λάθους που μπορούσε να είναι και ασήμαντο, χωρίς να στιγματίζει οπωσδήποτε ή με οποιονδήποτε τρόπο το “δράστη” του. Στα αρχαία Ελληνικά και στα αρχαία Εβραϊκά σήμαινε κυριολεκτικά “χάνω το στόχο” και προερχόταν από τους αγώνες ακοντισμού. Η σημερινή του σημασία οφείλεται στην παρέμβαση της θρησκείας (και ιδίως της χριστιανικής), η οποία έδωσε στη λέξη αυτή – και εδραίωσε στη συνείδηση του δυτικού πολιτισμού – τη σημασία του “παρεκκλίνω ηθικά”, αψηφώ δηλαδή τον επιβεβλημένο από τη θρησκευτική πίστη τρόπο ζωής, παραβαίνοντας είτε αθέλητα είτε εσκεμμένα τους κανόνες και τις εντολές της.

Στην Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων, “αμαρτία” είναι το σφάλμα, η ψευδαίσθηση ότι πάμε προς μια κατεύθυνση που μας ωφελεί ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Μια ψευδαίσθηση που οφείλεται στις πρόσκαιρες “θετικές παρενέργειες” του “κακού” – γιατί όπως ένα ιαματικό σκεύασμα μπορεί να έχει και βλαβερές ιδιότητες, έτσι και ένα φονικό δηλητήριο μπορεί να έχει και ωφέλιμες. Το θέμα είναι ότι ο άνθρωπος χάνει το μέτρο και αδυνατεί να χειριστεί μια εκρηκτική κατάσταση στην οποία έχει εμπλακεί ή την οποία έχει ο ίδιος δημιουργήσει. Η Στεφανία για παράδειγμα, η έφηβη ηρωίδα του βιβλίου, παρακινείται και στην ουσία, εξαναγκάζεται να πάρει από πολύ νωρίς τη ζωή στα χέρια της, επιλέγοντας έναν όχι και τόσο ενδεδειγμένο τρόπο για να γλιτώσει απ’ την εξαθλίωση. Το “εύκολο” χρήμα – που τελικά δεν είναι και τόσο “εύκολο” – δεν κερδίζεται χωρίς τίμημα: το τίμημα της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δυνατότητας επιλογής. Κατά άκρως ειρωνικό τρόπο, αυτά ακριβώς που θυσιάζει η Στεφανία είναι εκείνα για τα οποία αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της “αμαρτίας”. Προκειμένου να τα εξασφαλίσει στον εαυτό της αλλά και στα αγαπημένα της πρόσωπα, υποχρεώνεται να τα απαρνηθεί, έχοντας ωστόσο την – επίσης – τραγικά ειρωνική πεποίθηση ότι αυτά ακριβώς υπερασπίζεται.

Ένα άλλο αναπόφευκτο πεδίο αναφοράς και συνδήλωσης είναι τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, στο καθένα από τα οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές ένα ή και περισσότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Ο Κλεάνθης (ο πατέρας της Στεφανίας) βυθίζεται σε τόσο έντονη κατάθλιψη εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπισε ξαφνικά η οικογένειά του, ώστε να περιπέσει στο αμάρτημα της Οκνηρίας, ενώ η οριακά μεγαλομανής μητέρα της υπήρξε ανέκαθεν “θύμα” της Ματαιοδοξίας. Η ίδια η Στεφανία και ο παιδικός της φίλος Τονίνο παρασύρονται από την Αλαζονεία της νεαρής τους ηλικίας, ενώ ο δεύτερος, όπως και ο πατριός του (με το ευφημιστικό όνομα Θεοφάνης) ή ο εξ αγχιστείας θείος της Στεφανίας, δεν καταφέρνουν να αντισταθούν στον πειρασμό της Λαγνείας. Στην οποία, σε ποικίλους βαθμούς και με διαφορετικούς τρόπους, όλοι σχεδόν υποκύπτουν – καθώς και στην Απληστία, τη Λαιμαργία και τη Ζηλοφθονία (που είναι ούτως ή άλλως αλληλένδετες μεταξύ τους αλλά και με τη Λαγνεία, σε επίπεδο κυριολεξίας όσο και μεταφοράς).

Το μόνο πρόσωπο που μένει αμέτοχο στο “παιχνίδι” αυτό είναι ο φίλος της Στεφανίας, ο Κωνσταντής, του οποίου ως και το όνομα (από το λατινικό “constans”, σταθερός) δηλώνει ακεραιότητα και εμπνέει εμπιστοσύνη. Είναι μάλιστα τόσο αεροστεγώς “οχυρωμένος” μέσα στην ακεραιότητά του, ώστε θα μπορούσε να του καταλογιστεί το “αμάρτημα” της μακάριας άγνοιας για τα όσα συμβαίνουν δίπλα του, της έλλειψης ενσυναίσθησης και από ένα σημείο και πέρα, μιας αφέλειας που λειτουργεί βλαπτικά. Διότι όσο αγνές προθέσεις και αν έχει, όσο και να μην του περνά απ’ το νου το χειρότερο δυνατό σενάριο, δεν δικαιολογείται να μην υποψιάζεται, έστω – αν δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα – ότι κάτι δεν είναι έτσι όπως φαίνεται στη σχέση του, στη ζωή της κοπέλας που υποτίθεται ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της έγνοιας του, στην κορυφή των προτεραιοτήτων του. Ο Κωνσταντής είναι η προσωποποίηση μιας “ορθότητας” μάλλον ουτοπικής, αμετακίνητης και ανεξέλικτης, που υφίσταται στο περιθώριο της πραγματικότητας, αν όχι και εντελώς ερήμην της. Όπως άλλωστε οι περισσότεροι “καλοί άνθρωποι” που είναι “καλοί” μόνο και μόνο επειδή το “κακό” τους είναι αόρατο.

Σε μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή, αντί να είναι απόρροια των εγγενών αδυναμιών και ελαττωμάτων του είδους μας, εδώ η “αμαρτία” γίνεται η πηγή τους, ο καταλύτης που τα ενεργοποιεί: Πάθος, δύναμη, θυμός, αγωνία – όλα παιδιά της αμαρτίας”. Οι σκοτεινές, υπόγειες δυνάμεις και δυναμικές του κοινωνικού συστήματος οικειοποιούνται σε τέτοιο βαθμό την ηθική παραβατικότητα ώστε αυτή μετατρέπεται σε γενεσιουργό αίτιό τους. Δημιουργείται λοιπόν ένας φαύλος κύκλος στον οποίο εγκλωβίζονται οι παίκτες του δράματος, έχοντας τη λανθασμένη, φυσικά, εντύπωση ότι είναι ικανοί να επηρεάσουν την τροχιά του, να κατευθύνουν οι ίδιοι την πορεία των γεγονότων. Δεν συνειδητοποιούν ότι έχουν παγιδευτεί σε μια δίνη απ’ την οποία είναι πολύ συχνά αδύνατο να ελευθερωθούν, ή να της ξεφύγουν ανώδυνα έστω και αναίμακτα.

Μα και η ίδια η πόλη, από την άλλη, δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τις “αμαρτίες” και τα “αμαρτήματα” των πολιτών της. Ένα οικοσύστημα το οποίο σχεδόν δεν παρέχει ούτε τα απολύτως απαραίτητα για τα έμβια όντα που κατοικούν σ’ αυτό, γίνεται αντί για καταφυγή εχθρός – ένα περιβάλλον γεμάτο κινδύνους αλλά δίχως κανένα μέσο για την αντιμετώπισή τους. Ο πολίτης είναι έρμαιο αντικρουόμενων δυνάμεων από κάθε πλευρά, που τον χτυπούν αλύπητα ώσπου να τον συνθλίψουν. Δεν είναι ακατανόητο λοιπόν το ότι αναγκάζεται να “αντιγράψει” τον εχθρό – να χρησιμοποιήσει τα “όπλα” του εχθρού προκειμένου να του αντισταθεί ακόμα και συμβολικά – σε απειροελάχιστη κλίμακα βέβαια και με έως μηδαμινές πιθανότητες να τον νικήσει στην έδρα του.

Παρά την ανενδοίαστα εύγλωττη κατάδειξη της πολύπλευρης φύσης και των επώδυνων συνεπειών της “αμαρτίας” στο μυθιστορηματικό σύμπαν της Αμαρτωλής Πόλης, ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί. Δεν καταδικάζει τους ήρωές του, δεν τους μέμφεται ούτε τους οδηγεί στο τέλος βεβιασμένα, “επειδή έτσι πρέπει”, στον ίσιο δρόμο. Η κατάληξη του καθενός τους είναι απόρροια μιας αλυσίδας αποφάσεων και ενεργειών εκ μέρους του ίδιου αλλά και επιδράσεων από ισχυρότερούς του εξωτερικούς παράγοντες, που καθόρισαν την πορεία του και τον έφεραν σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση. Μέσα από αυτόν ακριβώς το συνδυασμό και τα βιώματα που έχει “χτίσει” για το κάθε πρόσωπο βγαίνει και η τελική αναγνώριση και παραδοχή του “αμαρτήματος”, της εσφαλμένης αρχικής εκτίμησης των πραγμάτων.

Έτσι, όταν η Στεφανία αντιλαμβάνεται το επικίνδυνο, δυνητικά θανάσιμο αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί, η πρώτη της ενστικτώδης αντίδραση είναι ο πανικός, η ανάγκη της δραπέτευσης, η αυτοσυντήρηση. Που όμως στη συνέχεια θα μετουσιωθεί σε πύρινη αγανάκτηση και έμπρακτη διαμαρτυρία. Αδέκαστη όσο και λυτρωτική, η Οργή (το μόνο “αμάρτημα” που σε ορισμένες περιπτώσεις αποδεικνύεται σωτήριο) θα κατακεραυνώσει τα κακώς κείμενα – και όχι μόνο στην προσωπική ζωή της ηρωίδας, αλλά σε γενικότερο πλαίσιο. Θα γίνει η καταιγίδα που αιφνιδιάζει και φοβίζει με τη σφοδρότητά της, αλλά ξεπλένει τα τραυματικά κατάλοιπα κάθε συνειδητοποιημένης ή ακούσιας ενοχής και όταν κοπάσει, αφήνει πίσω της ελπίδα και γαλήνη.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην εκδήλωση για την Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, 21 Φεβρουαρίου στο βιβλιοπωλείο “Σπόρος” στην Κηφισιά.

Think Free Αμαρτωλή Πόλη

http://www.thinkfree.gr/amartoli-poli-kontoleon-patakis/


Γράφει η Άντα Κατσίκη – Γκίβαλου / Ομ. Καθηγήτρια ΕΚΠΑ

Η Αμαρτωλή πόλη είναι το τελευταίο προσώρας μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων, ένα μυθιστόρημα που όπως δηλώνουν τα παρακειμενικά στοιχεία του βιβλίου κατατάσσεται στη διηλικιακή, Crossover, λογοτεχνία. Ήδη στο εξώφυλλο προστίθεται  η επισήμανση «καμιά λογοκρισία», ενώ  στο τέλος, στο «Σημείωμα του συγγραφέα», καθώς και στο οπισθόφυλλο  το βιβλίο  χαρακτηρίζεται μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Όλα τα παραπάνω πληροφοριακά στοιχεία δηλώνουν τη συγγραφική πρόθεση να προσλαμβάνεται η εξέλιξη του μυθοπλαστικού ήρωα (μυθιστόρημα ενηλικίωσης) από έναν ηλικιακά εξελισσόμενο αναγνώστη (Crossover). Δεν είναι η πρώτη φορά που τον συγγραφέα απασχολεί το εφηβικό μυθιστόρημα με εννοούμενο αναγνώστη όχι μόνο τον έφηβο αλλά και τον ενήλικο. Τα μυθιστορήματά του Γεύση πικραμύγδαλου (1995) και  Μάσκα στο Φεγγάρι (1997),καθώς και τα διηγήματα Μαγική μητέρα ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Παράλληλα και σε επίπεδο θεωρίας τόσο σε άρθρα του όσο και σε ανακοινώσεις σε συνέδρια έχει καταθέσει τις απόψεις του, ενίοτε τολμηρές, θέτοντας θεωρητικά ζητήματα που αφορούν τον συγγραφέα, το κείμενο, τον αναγνώστη, τον εκδότη.

Το μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή εξελικτικό μυθιστόρημα (Entwicklungsroman) ή μυθιστόρημα μαθητείας ή παιδαγωγικό μυθιστόρημα (Erziehungsroman) είναι συγγενή είδη του Bildungsroman που εμφανίζεται στη Γερμανία στα τέλη του 18ου αι. και  που αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην άνθηση του μυθιστορήματος εν γένει σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο όρος Bildung από την αρχική του σημασία: εικόνα, ομοίωμα, μορφή ή διαδικασία της μορφοποίησης, τον 18ο αι. αποκτά την έννοια της άρτιας διάπλασης του ατόμου. Με την πάροδο του χρόνου αμφισβητείται το μοντέλο μίμησης θεϊκού προτύπου που κυριαρχούσε στο Μεσαίωνα, ο όρος εκκοσμικεύεται και χρησιμοποιείται στο παιδαγωγικό και αισθητικό πεδίο της έρευνας που συνάδει με τις αρχές του Διαφωτισμού. Η έννοια της Bildung απασχόλησε σοβαρά διακεκριμένους φιλοσόφους, όπως οι Herder,  Humbolt, Schiller, Goethe, Hegel κ.ά. Η αναγνώριση της μοναδικότητας του ατόμου και η εναρμόνισή του με την κοινωνία και τον κόσμο μέσα από την πολύπλευρη ατομική του εξέλιξη και η συμβολή του στην πρόοδο  της ανθρωπότητας είναι τα βασικά γνωρίσματα που η έννοια αυτή προσδίδει στον άνθρωπο.

Τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ 1795-1796 (Wilhelm Meisters Lehrjahre)[1] (1795-96,2 τόμοι) του Γκαίτε θεωρήθηκε  πρόδρομο καινοτόμο παράδειγμα του νέου είδους μυθιστορήματος. Το Bildungsroman κατά τον Franco Moretti συνιστά τη «συμβολική μορφή»[2] του μοντερνισμού. Η επιλογή ενός νεαρού ατόμου ως πρωταγωνιστή  με αδιαμόρφωτη και ασταθή προσωπικότητα, που αναζητά νόημα «περισσότερο στο μέλλον και λιγότερο στο παρελθόν» είναι η ουσία του μοντερνισμού. Ωστόσο, η απήχηση του μυθιστορήματος αυτού, εκείνη την εποχή, συναρτάται άμεσα  και με την άνοδο της αστικής τάξης, αξίες της οποίας αναδεικνύει το μυθιστορηματικό αυτό είδος. Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι το Bildungsroman εκφράζει λογοτεχνικά τις αρχές του Διαφωτισμού, κοινωνικοπολιτικά την άνοδο της αστικής τάξης και αισθητικά τις αρχές φιλοσόφων και ποιητών, όπως οι Schiller, Schlegel και Dilthey.

Τα βασικά γνωρίσματα του μυθιστορηματικού αυτού είδους είναι η εξέλιξη και διάπλαση ενός κεντρικού ήρωα, η ανάδειξη του εσωτερικού του ψυχικού και πνευματικού κόσμου, η ενδοσκόπηση και η αυτοκριτική, η σταδιακή πορεία του προς την ωριμότητα που υλοποιείται μέσα από ματαιώσεις, απογοητεύσεις και συγκρούσεις, διαδικασίες απαραίτητες για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και την εξισορρόπησή του με την κοινωνία της εποχής με όπλο την κριτική του ικανότητα.

Τα χαρακτηριστικά αυτά ενυπάρχουν και  στο εξελικτικό μυθιστόρημα, γεγονός που δημιουργεί και τη σύγχυση στη χρήση των όρων. Το Bildungsroman συνιστά ένα «συγκεκριμένο ιστορικό είδος» μιας ορισμένης εποχής, ενώ το  εξελικτικό μυθιστόρημα (Entwicklungsroman) αποτελεί ένα ευρύτερο «υπερ-ιστορικό δομικό τύπο», δηλαδή ένα διαχρονικό μυθιστορηματικό είδος, το οποίο, από δομικής άποψης, παρουσιάζει την εξέλιξη και ωρίμαση ενός κεντρικού μυθοπλαστικού ήρωα[3].

Αυτά τα γνωρίσματα παρατηρούμε και στην Αμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων. Το βιβλίο αυτό με διακριτό τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα απηχεί τις σύγχρονες καταστάσεις της κοινωνικοοικονομικής παγκόσμιας κρίσης. Η πόλη δεν ονοματίζεται, στοιχείο που διευρύνει τα όρια του. Ωστόσο, τα συμβάντα και οι περιγραφές ανακαλούν στον αναγνώστη οικείες εικόνες της σημερινής ελληνικής πρωτεύουσας, κυρίως. Παρά το γεγονός ότι η σύγχρονη τάση της άμεσης ανταπόκρισης των συγγραφέων σε καυτά ζητήματα της επικαιρότητας και η ταυτόχρονη σχεδόν μετατροπή της Ιστορίας σε μυθοπλασία έχει συχνά ως συνέπεια την επιδερμική αναπαράσταση των γεγονότων συνυφασμένη με τη βιωματική πρόσληψή τους, στην Αμαρτωλή πόλη ο συγγραφέας προσπαθεί διαρκώς να προβληματίσει τον αναγνώστη για τη σύγχρονη κατάσταση μέσα από ερωτήματα που θέτει, από  τις διαφορετικές θέσεις που διατυπώνει, καθώς και από τις αμφίσημες απαντήσεις και σιωπές των μυθοπλαστικών του ηρώων. Τα κενά της απροσδιοριστίας καλείται να συμπληρώσει ο αναγνώστης, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση με την κατάθεση και της δικής του άποψης. «Πότε μια πόλη γίνεται αμαρτωλή;» (145 και 235) διερωτάται ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, ενεργοποιώντας τον αναγνώστη να αναλογισθεί το μερίδιο της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης, διασπείροντας πιθανές απαντήσεις σε διάφορα σημεία  στο σώμα του κειμένου: Το χρώμα της αμαρτίας δεν είναι πια το κόκκινο «γιατί αμαρτία δεν μπορεί να είναι κάτι που το διακρίνει το πάθος. Μα αυτό που έχει να κάνει με κάτι το μίζερο, με κάτι το στερημένο. Το άδικο. Εντέλει αμαρτία είναι η αδικία» (186) ίσως και «παραπλάνηση. Ένα κάποιο –μοιραίο- λάθος». (293). Μπορεί όμως να σχετίζεται με τη σιωπή:  «το αμαρτωλό απαιτεί σιωπή»(316) και βέβαια «δεν έχει πάντα την ίδια υφή» (315).  «Άλλη αμαρτία είναι αυτή που διαθέτει τη γοητεία της απόγνωσης. Κι άλλη, βέβαια, εκείνη που την προκαλεί η φτήνια της διαπραγμάτευσης …Την αμαρτία τη διαχειρίζεσαι καλύτερα όταν την κοιτάς κατάματα» (315).

Η δυστοπική κοινωνία συνεχώς παρούσα με την απογοήτευση, το ασφυκτικό παρόν, την οδυνηρή πραγματικότητα, την κατάθλιψη, την ακραία βία,  προκαλεί τους έφηβους αλλά και τους ενήλικους μυθοπλαστικούς ήρωες και αναγνώστες να αντιδράσουν. Οι συνθήκες ζωής έχουν αλλάξει δραματικά. Παντού «φτώχια- θάνατος- βρόμα…» (29), λέξεις οι οποίες επαναλαμβάνονται και που μαζί με τις: «απομόνωση» και «αποξένωση»(316) συγκροτούν το περιβάλλον της πόλης, ενώ οι κάτοικοί της: «Ανώριμοι άνθρωποι. Αστόχαστοι πολίτες. Ξεγελασμένοι, παραπλανημένοι, θύματα. Είχαν φτάσει τα χρόνια των διαψεύσεων- της απάτης. Και της ήττας – της πτώχευσης» (223).

Ο συγγραφέας μέσα από ένα κρεσέντο αντιθετικών χαρακτηρισμών δίνει με ρεαλισμό το ανθρωπογενές περιβάλλον της Αθήνας, της Ελλάδας: «Σε μια πόλη αμαρτωλή. Απελπισμένοι∙ ικανοποιημένοι∙ φοβισμένοι∙ ησυχασμένοι∙ τρομοκρατημένοι… Βολεμένοι. Εξεγερμένοι. Οι άνθρωποί της». (277) Σ΄ αυτό το περιβάλλον η δεκαεφτάχρονη Στεφανία κόρη μιας μεγαλοαστικής οικογένειας θα δει τη ζωή της και τα όνειρά της να ανατρέπονται. Η οικονομική δυσπραγία θα της δημιουργήσει άλυτα σχεδόν προβλήματα, ενώ η διάλυση της οικογένειάς της θα είναι ένα ακόμη πεδίο συγκρούσεων, αντιπαραθέσεων, στοχασμών και αναστοχασμών. Η Στεφανία συγκρούεται όχι μόνο με τις αξίες της αστικής τάξης, αλλά παρασύρεται και βυθίζεται σε ένα ηθικό τέλμα που ξεπερνά κάθε οδυνηρή φαντασίωση. Και από την άλλη, η σχέση με τον πατέρα της αντιστρέφεται, κυρίως μετά το θάνατο της μητέρας και του αδερφού σε αεροπορικό δυστύχημα. Είναι αυτή που θα τον βοηθήσει να ορθοποδήσει, αφού η ίδια θα έχει ξεπεράσει τις τραυματικές της εμπειρίες και θα έχει κατορθώσει να συμφιλιωθεί με τον κοινωνικό της περίγυρο. Ακόμη, είναι αυτή που μέσα από τα προσωπικά της αδιέξοδα συνδέει  διαλεκτικά το ατομικό με το γενικό, διεισδύει στο σκηνικό της γενικευμένης εξέγερσης, στις αιματηρές πορείες με ανώνυμες αλλά αναγνωρίσιμες αναφορές. Τα αίματα, οι φλόγες, οι καπνοί, οι κραυγές των καιόμενων ανθρώπων παραπέμπουν στα τραγικά γεγονότα της Marfin, ενώ η μεγάλη πλατεία ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη μας την πλατεία Συντάγματος και τις πολυήμερες εκεί διαμαρτυρίες και συγκρούσεις. Και είναι η Στεφανία η οποία, αναζητώντας μέσα από την ενδοσκόπηση  επίμονα  διεξόδους στις εξοντωτικές δυσκολίες της ζωής της, αφήνει στο τέλος να φανεί, έστω και δειλά, η αισιοδοξία, συμβάλλοντας στην τοποθέτηση του μυθιστορήματος σε αυτά της «κριτικής δυστοπίας».

Παρόμοιους αγώνες σε προσωπικό επίπεδο δίνει και ο συμμαθητής της ο Τονίνο, καθώς και ο πατέρας της και η μητέρα του συμμαθητή της, υποστηρικτικοί χαρακτήρες στην εξελικτική πορεία της.  Θα λέγαμε πως τόσο τα ενήλικα μυθοπλαστικά πρόσωπα όσο και οι έφηβοι ήρωες είναι ,όπως λέει ο Καρυωτάκης:« Θύματα εξιλαστήρια του ‘περιβάλλοντος’, της ‘εποχής’»[4] και θα μπορούσε ο καθένας τους να πει  «εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω»[5] όπως ρεαλιστικά αναφέρει η Γαλάτεια Καζαντζάκη στο «Αμαρτωλό». Όμως σ΄αυτό το διαλεκτικό παιχνίδι της πλοκής  του μυθιστορήματος όλοι οι ήρωες διαλέγονται με τη συνείδησή τους και για τις δικές τους προσωπικές ευθύνες. Ο συγγραφέας δεν ανάγει τα πάντα στην κρίση αλλά αναδεικνύει ποικίλους προβληματισμούς που εκφέρουν τόσο η Στεφανία όσο μερικές φορές και ο ιδιόρρυθμος Τονίνο, έφηβοι ήρωες  που διακρίνονται και για ωριμότητα και εμβάθυνση  στα γεγονότα. Στο μυθιστόρημα αυτό οι χαρακτήρες, κυρίως οι εφηβικοί, δεν είναι μονοδιάστατοι ούτε στατικοί, αλλά σφαιρικοί, καθώς  κατά τη μυητική τους πορεία στη ζωή παρουσιάζουν σημαντικές ηθικές μεταπτώσεις.

Ο συγγραφέας δομεί το κείμενό του μέσα από αναδρομές στο παρελθόν και μέσα από τις αναμενόμενες αντιθετικές βιωματικές καταστάσεις των ηρώων, ενισχύοντας το πεσιμιστικό κλίμα της άθλιας μεγαλούπολης. ”Τα ρούχα της μυρίζουν κάπνα, ασφυξιογόνο, ιδρώτα, σκόνη δρόμου. Σπασμένα μάρμαρα. Θυμό. Φόβο. Μίσος. Αγωνία. […] Και τότε επιστρέφει η μυρωδιά της αρμπαρόριζας» (352).Ή « ο Κλεάνθης από ένα νοικοκυριό που διαλυότανε επέλεξε να προφυλάξει από τη λήθη τη φυσαρμόνικα. Το σύμβολο μιας εποχής αθωότητας, μέσα στην κυριαρχία αμαρτωλών καιρών» (203). Ο συγγραφέας δεν διστάζει, ακόμη, να εγγράψει στη συνείδηση του αναγνώστη ακραίες σωματικές και κυρίως ψυχικές περιπέτειες των ηρώων του, αποτυπώνοντάς τες στο χαρτί με λέξεις, σκληρές ή οικείες στο νεανικό λεξιλόγιο που αποκαλύπτουν καταστάσεις απίστευτης εξαθλίωσης, οικονομικής και ηθικής. Ο λόγος του κειμένου συχνά κοφτός, άμεσος, εκφερόμενος με σύντομες προτάσεις, πλησιάζει συχνά τον προφορικό λόγο με την αμεσότητα και εξωτερίκευση συναισθημάτων και σκέψεων, ενώ δεν λείπει και η εναλλαγή καταστάσεων με τρόπο κινηματογραφικό.  Οι διακειμενικές αναφορές τόσο σε έργα ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας όσο και σε σύγχρονα τραγούδια διαπλέκονται έντεχνα  με το κείμενο, καθιστώντας το περισσότερο πολυφωνικό. Η  Αμαρτωλή πόλη είναι ένα σκληρά ρεαλιστικό μυθιστόρημα, είναι μια γροθιά στο στομάχι, που θέλγει και προβληματίζει τον αναγνώστη του.

*Το κείμενο αναγνώστηκε στο Βιβλιοπωλείο «Σπόρος» – 21/2/2017, Κηφισιά

[1] Goethe Johann Wolfgang von,  μτφρ. Άγγελος Παρθένης, τόμοι 2, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 1995.

[2] Moretti Franco, The Way of the World. The Bildungsroman in European Culture, Verso, London, 1987,σ.5.

[3] Koehn Lothar,  Entwicklungs- und Bildungsroman: Ein Forschungsbericht, J.B.Metzlersche Verlagsbuchhandlung, Stuttgart, 1969,σ. 9.

[4] Καρυωτάκης,Κώστας «¨Ολοι μαζί» από τη συλλογή Ελεγεία και σάτιρες.


[5] Καζαντζάκη, Γαλάτεια, «Αμαρτωλό».