1.6.17

Συγγραφείς με …διπολικότητα ή διπλό ηλικιακά κοινό;


Μάκης Τσίτας
-«Ο δικός μου ο μπαμπάς» -Εικονογρ.: Λίνα Καλογερή-  Εκδ. Πατάκη
-«Ο μεγάλος μου αδελφός» -Εικονογρ.: Σάντρα Ελευθερίου – Εκδ. Ψυχογιός
-«Ο αδέσποτος Κώστας» - Εικονογρ.: Αιμιλία Κοντέου – Εκδ. Ψυχογιός









Πολύ συχνά με ρωτούν διάφοροι  αναγνώστες , δημοσιογράφοι κλπ, το πώς εγώ ο ίδιος ερμηνεύω τη δυνατότητα που έχω  άλλοτε να γράφω για παιδιά, άλλοτε για εφήβους και άλλοτε για ενήλικες.
Ομολογώ πως μου κάνει εντύπωση αυτή η απορία. Όχι μόνο γιατί δεν είμαι ο μόνος συγγραφέας  που τα βιβλία του κυκλοφορούν σε σειρές οι οποίες απευθύνονται σε διάφορες ηλικιακές ομάδες αναγνωστών, αλλά και γιατί αυτό το ίδιο το γεγονός ξαφνιάζει.
Αλλά ας αναλύσουμε κάπως πιο διεξοδικά το ζήτημα.
Και ασφαλώς μια τέτοια ανάλυση θα πρέπει να ξεκινήσει από το ερώτημα γιατί και πώς ένας συγγραφέας επιλέγει το θέμα που θα γράψει και τον τρόπο που θα το γράψει.
Νομίζω πως σε αυτήν την ερώτηση η απάντηση δεν  μπορεί αν είναι παρά μόνο μία – επιλέγουμε να καταγράψουμε αυτό που μέσα μας υπάρχει και μας απασχολεί και αποφασίζουμε τον τρόπο που θα το υλοποιήσουμε αναζητώντας εκείνον που θεωρούμε  κατά περίπτωση ως τον πλέον αντιπροσωπευτικό. Ο συγγραφέας –έτσι εγώ τον βλέπω- είναι ένας άνθρωπος που θέλει να μοιραστεί τον κόσμο του με τον κόσμο κάποιων άλλων. Κι αυτοί οι άλλοι άλλοτε είναι της δικής του ηλικίας άτομα, άλλοτε όμως και μικρότερα από αυτόν.
Μα να λάβουμε ακόμα στα υπ΄ όψιν μας πως η συγγραφή πέρα από την εξομολόγηση διαθέτει και στοιχεία διδαχής ή αν προτιμάτε και τάσης εξουσίας. Με άλλα λόγια ο συγγραφέας γράφει από τη μια για τον ίδιο του τον εαυτό και από την άλλη γιατί θέλει να καθορίσει (λίγο ή πολύ) τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις απόψεις των άλλων.
Γράφω –εν τέλει- σημαίνει και συνομιλώ με τον εαυτό μου (αυτόν που είμαι τώρα , αλλά και ίσως εκείνον που κάποτε ήμουνα) , αλλά  και με τον άλλον (τον σύγχρονο του ή και τον μελλοντικό… Μερικές φορές και με κάποιον που κάποτε υπήρξε)
Πίσω από αυτές τις απαντήσεις – απόψεις  νομίζω πως θα πρέπει  να αφουγκραστούμε την ελεύθερη αναπνοή του κειμένου. Με διαφορετικό τρόπο ειπωμένο –δεν είναι το κείμενο που θα πάει να συναντήσει τον αναγνώστη του, αλλά ο κάθε αναγνώστης που ανάλογα με τις διαθέσεις του, τις εμπειρίες του, τις ανάγκες του, τις γνώσεις του κλπ θα επιλέξει το κείμενο που θα του ταιριάζει.
Το κάθε κείμενο έχει μια ταυτότητα. Και η ταυτότητα του κάθε κειμένου δεν είναι άλλη από την ταυτότητα του ίδιου του συγγραφέα του.
Ότι έχω γράψει –από παραμύθι έως μυθιστόρημα- εγώ το έχω γράψει και στο κάθε ένα από τα έργα μου έχω αφήσει κάποιο χνάρι της συγγραφικής μου ταυτότητας.
Πριν από μερικές μέρες, κάποιος από τους νεώτερους συγγραφείς μας (με δυο βιβλία στο βιογραφικό του) μου δήλωσε πως δεν μπορεί να κατανοήσει πως γίνεται κάποιος να γράφει και για παιδιά και για μεγάλους. «Για μένα είστε άτομο διπολικό» -μου είπε.
Χαμογέλασα. Και του υπενθύμισα πως τότε διπολικός πρέπει να ήταν και ο Όσκαρ Ουάιλντ, αλλά και η Μάργκαρετ Άτγουντ. Όμως εκείνος όσο κι αν προβληματίστηκε, συνέχισε να επιμένει –«Ναι, αλλά στην Ελλάδα, δεν υπάρχει άλλος…»
Και πάλι τον διόρθωσα. Του θύμισα μερικούς μόνο  από τους σύγχρονους έλληνες συγγραφείς που έγραψαν και γράφουν (συχνά ή λιγότερο συχνά)  για διαφορετικούς ηλικιακά  αναγνώστες.
Άλκη Ζέη, Ζωρζ Σαρή,  Ελένη Πριοβόλου, Παντελής Καλιότσος,  Ελένη Γκίκα, Άννα Γκέρτσου – Σαρρή, Ελένη Σαραντίτη, Ελένη Βαλαβάνη, Λότη Πέτροβις, Μάκης Τσίτας…
Ο νεαρός συγγραφέας (των δύο … ‘ενήλικων’ βιβλίων) απάντησε με ένα αμήχανο «Α, υπάρχουν τόσοι!»
Αλλά εγώ κράτησα εκείνο τον χαρακτηρισμό  -‘είστε άτομο διπολικό’.
Και αποφάσισα κάπως περισσότερο να το ψάξω. Και από όσους συγγραφείς έχουν γράψει  βιβλία άλλοτε για παιδιά κι άλλοτε για μεγάλους, αποφάσισα να μελετήσω το τι συμβαίνει με την περίπτωση του Μάκη Τσίτα.
Όχι τυχαία η επιλογή του συγκεκριμένου συγγραφέα.
Ο Μάκης Τσίτας έχει μέχρι σήμερα δει να κυκλοφορούν   20 βιβλία του, εκ των οποίων δύο είναι για ενήλικο κοινό και όλα τα υπόλοιπα για μικρούς αναγνώστες.
Τα ‘ενήλικα΄ βιβλία  είναι το μεν ένα μια συλλογή διηγημάτων και το άλλο ένα μυθιστόρημα που μάλιστα του χάρισε και το σημαντικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα τα άλλα είναι ολιγοσέλιδες ιστορίες  που έχουν ενταχθεί σε σειρές για μικρούς αναγνώστες.
Κι ενώ το μυθιστόρημα –στο «Μάρτυς μου ο Θεός» αναφέρομαι-  είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και ο αφηγητής είναι άτομο με διαταραγμένη προσωπικότητα, τα παιδικά είναι γραμμένα άλλοτε με τη χρήση μιας πρωτοπρόσωπης αφήγησης κι άλλοτε τριτοπρόσωπης, πάντα όμως με τη δομή του λόγου και των συναισθημάτων μικρών παιδιών.
Ο ίδιος ο συγγραφέας άλλοτε ενδύεται έναν ψυχολογικά ανώριμο ενήλικα κι άλλοτε μπαίνει μέσα στην σκέψη ενός παιδιού.
Αν πλησιάσουμε πιο κοντά τρία από τα παιδικά βιβλία του Τσίτα, θα διαπιστώσουμε πως στο καθένα τους το θέμα είναι διαφορετικό, όπως επίσης και οι συγγραφικές τεχνικές που εν τέλει έχουν επιλεγεί για να βοηθήσουν την αφηγούμενη ιστορία να πάρει τις διαστάσεις που ο δημιουργός της επιζητά.
Στο «Ο δικός μου μπαμπάς» ο αφηγητής είναι ένα μικρό κορίτσι. Με τρόπο απλό μας εξηγεί γιατί θαυμάζει τον μπαμπά της. Οι λόγοι που επικαλείται είναι μέσα στις σημαντικές αξίες που ένα παιδί αναγνωρίζει. Αλλά η ταυτότητα του φύλου της από πλευράς κειμένου μόνο στην τελευταία πρόταση φανερώνεται.  Είναι η εικονογράφηση που από την πρώτη στιγμή μας δείχνει πως έχουμε ηρωίδα κι όχι ήρωα. Κι ίσως έτσι να μην προσέξει κανείς πως οι φράσεις (μια ή δυο σε κάθε σελίδα) είναι φράσεις που ταιριάζουν σε ένα μικρό κορίτσι –π.χ. Ο δικός μου ο μπαμπάς είναι ο πιο όμορφος απ΄ όλους. Το επίθετο όμορφος θα είχε γίνει ίσως δυνατός αν ο αφηγητής ήταν αγόρι.
Η συγγραφική άποψη λοιπόν δίνει το παρόν της, όπως το ίδιο εμφανής γίνεται και στο «Ο μεγάλος μου αδελφός» Εδώ επίσης ξεκάθαρα η αφήγηση δηλώνει πως εκπροσωπεί όχι μόνο τα συναισθήματα του μικρού αδελφού αλλά και από την δική του σκέψη υλοποιείται.
Ο Τσίτας από το ένα κείμενο στο άλλο ‘ενδύεται’ διαφορετικές προσωπικότητες, ακριβώς όπως μια διαφορετική περσόνα είχε υποδυθεί όταν έδινε φωνή στον Χρυσοβαλάντη, ήρωα του ’ενήλικου΄  μυθιστορήματός του.
Στο τρίτο βιβλίο –‘Ο αδέσποτος Κώστας»- μια νέα κατάσταση περιγράφεται.  Η τριτοπρόσωπη αφήγηση μας φέρνει από την πρώτη κιόλας πρόταση σε ένα αντεστραμμένο κόσμο. Είναι οι σκύλοι που έχουν  ως κατοικίδια ζώα τους ανθρώπους. Κι έτσι το μήνυμα της φιλοζωίας  αποκτά μια απρόσμενη εγκυρότητα. Ο αναγνώστης (όχι κατ΄ ανάγκη και μόνο ο μικρός)  λογικό είναι να ταυτιστεί όχι με τη θέση του ιδιοκτήτη ζώου, αλλά με εκείνη του αδέσποτου μικρού ανθρώπου. Και να κατανοήσει την αγριότητα της μη αποδοχής.
Αλλά ας επανέλθω στον αρχικό μου προβληματισμό. Και πλέον νομίζω πως έχω απαντήσει ότι εκείνοι οι συγγραφείς που γράφουν (όπως  όσοι πιο πάνω έχω αναφέρει και άλλοι ακόμα που μπορεί να μου διέφυγαν) και για παιδιά και για νέους και για μεγάλους δεν είναι παρά λογοτέχνες που διαθέτουν μια μεγάλη γκάμα συγγραφικών δυνατοτήτων. Μπορούν και ταυτίζονται… Πιο σωστά ενεργοποιούν  εμπειρίες που κάποτε είχαν αποκτήσει ή και  επινοούν  νέες και με τη βοήθεια του ταλέντου τους άλλοτε αφηγούνται με την ιδιοσυγκρασία ένας άλλου φύλου  από αυτό που είναι το δικό τους, άλλοτε με άλλη ηλικία από αυτήν που πλέον διανύουν, κάποτε δε φτάνουν και στην ευχέρεια να διαφοροποιήσουν και την ίδια την ανθρώπινη μορφή τους.
Όλα αυτά φανερώνουν διπολικότητα; Μάλλον  πολλαπλότητα –απαντώ εγώ. . Αυτήν την πολλαπλότητα που διέθεταν ο Άντερσεν του Ασχημόπαπου, ο Κάρολ της Αλίκης, ο Εξυπερύ του Μικρού Πρίγκιπα, η Τράβερς της Μαίρη Πόπινς, ο Μπάρι του Πήτερ Πάν.


Πρώτη ανάρτηση: http://fractalart.gr/syggrafeis-me-dipolikotita/