29.3.09

Συνέντευξή μου στο www.artmag.gr




Μάνος Κοντολέων:
«Η μαγεία της λογοτεχνίας είναι η υποκειμενικότητα»


Ο συγγραφέας με το πολυσχιδές έργο, που έχει αναγνωριστεί από τους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, τοποθετείται απέναντι στη σημασία της παιδικής ηλικίας, μας ξεναγεί στον λογοτεχνικό του κόσμο και περιγράφει την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσει με τους αναγνώστες. Παράλληλα, καταθέτει την άποψή του για την επιρροή των έργων τέχνης στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, σχολιάζει το φαινόμενο της επιθυμίας χιλιάδων επίδοξων συγγραφέων να εκδώσουν βιβλίο στη χώρα μας και αναφέρεται στη δημιουργική σχέση του με το διαδίκτυο. Και, εν όψει της κυκλοφορίας του νέου του μυθιστορήματος, επαναφέρει στο προσκήνιο το προσφιλές σ’ αυτόν θέμα του έρωτα, ιδωμένο από διαφορετική σκοπιά αυτή τη φορά…

Το πεζογραφικό έργο σας, όπως και το έργο πολλών σύγχρονων και προγενέστερων διάσημων συγγραφέων και καλλιτεχνών, φέρει το στίγμα της παιδικής ηλικίας. Τι σημαίνει η παιδική ηλικία για εσάς; Θεωρείτε ότι λείπει στις μέρες μας η παιδική ματιά απέναντι στα πράγματα;
-Η παιδική ηλικία είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεται η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου. Άρα, μαζί με την εφηβική, είναι πολύ σημαντικές περίοδοι για τον καθένα μας. Αλλά πέρα από αυτό, για κάποιους η δυναμική που υπάρχει μέσα στην παιδική / εφηβική περίοδο συνεχίζει να τους ενεργοποιεί, να επηρεάζει τον τρόπο που ως ενήλικοι βλέπουν και αντιδρούν. Αναφέρομαι στο ξάφνιασμα της πρώτης φοράς, στη μαγεία της ελπίδας, στο πάθος για τον άλλον, μα και στον τρόμο για τους άλλους. Όταν κανείς είναι παιδί και έφηβος, γνωρίζει το τι σημαίνει το πρωτόγνωρο. Ε, για κάποιους, αυτή η αίσθηση του πρωτόγνωρου τούς ακολουθεί και στην ενήλικη ζωή της. Και τότε, πιστέψτε, άλλοτε δημιουργούν κι άλλοτε επαναστατούν. Το νόημα της ζωής το δίνουν οι δημιουργοί και οι επαναστάτες. Αλλά κάτι τέτοια χαρίσματα στις μέρες μας δύσκολα ανθοφορούν. Είναι γιατί θεωρούνται, το καθένα με τον τρόπο του, επικίνδυνα. Η σύγχρονη κοινωνία της κατανάλωσης κάνει το κάθε τι για να τα πνίγει ή –ακόμα πιο αποτελεσματικά- να τα απαξιώνει.

Διερωτάστε σ’ ένα κείμενο διαλόγου με τον εαυτό σας εάν γράφετε από κεκτημένη ταχύτητα ή επειδή δεν τολμάτε να εγκαταλείψετε όσα έχετε κατακτήσει. Έχετε δώσει απάντηση σήμερα σ’ αυτή σας την ερώτηση;
-Όχι. Και μάλιστα κάθε μέρα που περνά, όλο και περισσότερο αναρωτιέμαι. Ολόκληρη η ζωή μου έχει στηθεί πάνω στο γράψιμο. Και είναι δύσκολο, όταν πια δεν είσαι εικοσάρης, να αλλάξεις ριζικά τη ζωή σου. Αλλά από την άλλη, ακόμα και σαν ατολμία να το δω ή σαν συνήθεια, το να γράφεις είναι όμορφο. Εκείνο πάντως που προσπαθώ είναι με κάθε μου νέο βιβλίο να αμφισβητώ τα προηγούμενα –να το διατυπώσω κάπως διαφορετικά : μου αρέσει κάθε φορά να αφήνω τις τεχνικές που έχω κατακτήσει και να παίρνω το ρίσκο να στηριχτώ σε νέες. Ως συγγραφέας, έτσι, δεν γερνώ.

Έχετε δηλώσει πως «οι αναγνώστες μου είναι άνθρωποι που έχω λίγο ή πολύ, ουσιαστικά ή όχι επέμβει στη ζωή τους». Πιστεύετε ότι και ο αναγνώστης από την πλευρά του έχει τη δυνατότητα να εισβάλλει στο μυθιστόρημα, καταθέτοντας τη δική του ερμηνευτική ματιά;
-Ασφαλώς και ναι. Κάθε φορά που ένα λογοτεχνικό κείμενο διαβάζεται και από έναν άλλο αναγνώστη, είναι σα να γράφεται από την αρχή. Ο κάθε αναγνώστης επικοινωνεί μαζί του με τον δικό του τρόπο, τις δικές του προσλαμβάνουσες, τις προσωπικές του εμμονές ή όνειρα. Βέβαια αυτή είναι μια διαδικασία επανα-γραφής της λογοτεχνίας που δεν γίνεται γνωστή, μένει αποκλεισμένη μέσα στη σκέψη και στην ψυχή του αναγνώστη. Η μοναδική φορά που μπορούμε να τη δούμε να κοινοποιείται είναι στην περίπτωση μιας δημόσιας κριτικής αποτίμησης. Αλλά και πάλι, θα πρέπει αυτός ο αναγνώστης που αναλαμβάνει και το ρόλο του κριτικού, να αντιμετωπίζει το έργο όχι σύμφωνα με προκρούστιες διαθέσεις, αλλά με την τάση επικοινωνίας μαζί του. Εξασκώ την κριτική πάνω από τριάντα χρόνια. Ακόμα και οι πιο αυστηρές κρίσεις μου από τη μια κρατούσαν την υποκειμενικότητά τους και από την άλλη εκφράζανε την αναγνώριση προς την κατάθεση ψυχής του ανθρώπου που είχε γράψει το κρινόμενο έργο.

Θεωρείτε ότι ένα λογοτεχνικό έργο, μια ταινία ή ένας πίνακας ζωγραφικής μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά τη ζωή των σύγχρονων ανθρώπων που αντιμετωπίζουν πολλαπλά αδιέξοδα;
-Αυτό θα ήταν το ευκταίο. Αλλά από μόνη της η Τέχνη δεν μπορεί όλα να τα κάνει. Υπάρχει και εκφράζεται μέσα σε ένα πλέγμα και άλλων κοινωνικών εκφράσεων. Οι περισσότερες, σήμερα, από αυτές καλλιεργούν τη χυδαιότητα της κατανάλωσης. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν μπορεί να επέμβει καταλυτικά ένα έργο τέχνης στη ζωή ενός σύγχρονου ανθρώπου, όταν αυτός έχει υποστεί επεμβάσεις από την φτήνια που κυριαρχεί στους δρόμους και μέσα στα σπίτια μας. Αλλά περίοδοι κατάπτωσης και άλλες φορές έχουν υπάρξει. Και η Ιστορία μας διδάσκει πως μετά από αυτές τις περιόδους ήρθαν άλλες που φέρανε την ανάταση. Ελπίζω, λοιπόν… Άλλωστε αν δεν είχα ελπίδα, δεν θα ζούσα και δεν θα έγραφα.

Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να διαθέτει ένα σύγχρονο παραμύθι για να συγκινήσει τα παιδιά, τα οποία στις μέρες μας δομούν την ταυτότητά τους μέσα στις αναπαραστάσεις ενός οπτικού πολιτισμού;
-Είμαι ίσως ο μόνος Έλληνας συγγραφέας που έχει καταθέσει τόσα διαφορετικά είδη της λογοτεχνίας. Παραμύθια, μικρές ιστορίες, διηγήματα για παιδιά, μυθιστορήματα για νέους, αλλά και μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά για ενήλικες. Αυτό δύσκολα έχει γίνει αποδεκτό. Δεν μπορεί να γίνει, φαίνεται, κατανοητό πως είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος από τη μια να γράφει π.χ. για έναν χιονάνθρωπο που δεν ήθελε να λιώσει και από την άλλη για τον τρόπο σκέψης ενός ευνούχου. Λοιπόν, εγώ από τη δικιά μου μεριά δεν καταλαβαίνω γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορούν να το κάνουν κι άλλοι, πολλοί συγγραφείς. Περιστοιχίζομαι από ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και με όλους θέλω να επικοινωνώ είτε μέσα στην καθημερινότητά μου, είτε μέσα από τα γραπτά μου. Και πάντα εκφράζομαι με το ίδιο συγγραφικό ήθος, το οποίο μπορεί να διαθέτω. Και πάντα αναρωτιέμαι αν μέσα από τα γραπτά μου θα καταφέρω να επικοινωνήσω με τους αναγνώστες που το καθένα από αυτά απευθύνεται. Αν έχουν αλλάξει οι προσλαμβάνουσες του παιδιού, το ίδιο αλλάζουν και οι προσλαμβάνουσες των ενηλίκων. Αλλά και οι δικές μου δεν αλλάζουν κι αυτές; Διαφορετικά έγραφα το 1979 και διαφορετικά γράφω το 2009.

Υπήρξαν πραγματικά γεγονότα της προσωπικής σας διαδρομής, εγγεγραμμένα μέσα σας, τα οποία ξεπήδησαν απρόσκλητα στο μυθιστορηματικό σας έργο;
-Κάθε φορά και σε κάθε γραπτό μου έρχονται απρόσκλητα, όπως λέτε, γεγονότα της προσωπικής μου διαδρομής. Μπορεί κάποια από αυτά να χαρακτηρίζουν όλο το έργο, μπορεί κάποια άλλα να περνούν μέσα σε ασήμαντες λεπτομέρειες και μόνο εγώ να τα αναγνωρίζω. Εκείνο που βασικά πιστεύω είναι πως ο κάθε συγγραφέας άσχετα για ποιο θέμα γράφει, στην ουσία μιλά για τον εαυτό του. Ακόμα κι αν κάτι αποκρύπτουμε, ακόμα και τότε πάλι για στον εαυτό μας αναφερόμαστε, αφού δικό του κομμάτι αποκρύπτουμε. Η μαγεία της λογοτεχνίας είναι η υποκειμενικότητα. Η υποκειμενικότητα του συγγραφέα έρχεται να συναντηθεί με την υποκειμενικότητα του αναγνώστη.

Πώς σχολιάζετε το φαινόμενο της αποστολής χιλιάδων χειρογράφων στους εκδοτικούς οίκους κάθε χρόνο, καθώς είναι πολλοί οι νέοι άνθρωποι που επιθυμούν να εκδώσουν βιβλίο σήμερα;
-Ναι με έχει προβληματίσει. Ερμηνεύω το φαινόμενο ως μια έκφραση της μοναξιάς του σημερινού ανθρώπου που μέσα από τη γραφή προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τα αδιέξοδά του. Από την άλλη πάλι, καθώς διαπιστώνω τη χαμηλή ποιότητα των περισσοτέρων από αυτές τις προσπάθειες, σκέφτομαι πως καθώς τόσο «ευκολοδιάβαστα» μυθιστορήματα έχουν βρει εκδότη, είναι φυσικό να υπάρχουν πάρα πολλοί που θεωρούν τη λογοτεχνία ως μια εύκολη υπόθεση. Όταν δεν έχεις να αναμετρηθείς με έναν Καραγάτση ή έναν Παπαδιαμάντη, αλλά με την κάποια κυρία ή κάποιον κύριο που «πουλά» μερικές χιλιάδες αντίτυπα, είναι φυσικό να πιστεύεις πως η λογοτεχνική γραφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παράθεση γεγονότων, άντε και κάποιων συλλογισμών εύκολων και ανώδυνων. Και πως έτσι κι εσύ στρώσεις κ…., την επόμενη χρονιά θα γίνεις πλούσιος και διάσημος. Φαινόμενο, λοιπόν, ή υπαρξιακού αδιεξόδου ή αχαλίνωτης κερδοσκοπίας.

Η σχέση σας με το διαδίκτυο είναι πολύχρονη και εξαιρετικά δημιουργική. Τι μπορεί να προσφέρει το διαδίκτυο σ’ έναν συγγραφέα σήμερα;
-Επικοινωνία και ελευθερία. Σου δίνεται η ευκαιρία να επικοινωνείς με περισσότερους ανθρώπους και η ελευθερία να δημοσιοποιείς την άποψή σου χωρίς την μεσολάβηση κάποιου άλλου. Αλλά όπως όλα, έτσι και το διαδίκτυο έχει και αρνητικά στοιχεία. Συχνά η επικοινωνία χάνεται μέσα στην πληθώρα των πληροφοριών. Και πολλές φορές η ελευθερία μετατρέπεται σε ασυδοσία. Προσωπικά χρησιμοποιώ αυτή τη νέα δυνατότητα. Έχω μια προσωπική ιστοσελίδα και δυο ιστολόγια. Παράλληλα χρησιμοποιώ τις δυνατότητες που μου δίνει το διαδίκτυο για επικοινωνία – τόσο επαγγελματική, όσο και προσωπική. Και βέβαια από το γραφείο μου αισθάνομαι πως μπορώ να μάθω τα πάντα. Ξέρω πως ακόμα είμαστε στην αρχή μιας μεγάλης επανάστασης στο χώρο της επικοινωνίας και αφήνω τον εαυτό μου να ξαφνιάζεται ως ένα παιδί που του έχουν χαρίσει ένα νέο παιχνίδι.

Το επόμενο ερωτικό μυθιστόρημά σας με τίτλο «Λεβάντα της Άτκινσον» θα κυκλοφορήσει μέσα στον Απρίλιο από τις εκδόσεις Πατάκη. Μιλήστε μας για το θέμα του «ώριμου έρωτα», της φθοράς του γάμου και της καταλυτικής παρουσίας του τρίτου προσώπου, με το οποίο καταπιαστήκατε.
-Το 2005 κυκλοφόρησε το θεατρικό μου έργο Η Τέταρτη Εποχή. Ήταν το πρώτο θεατρικό έργο που έγραφα –και μέχρι σήμερα το μόνο– και ο βασικός λόγος που με έκανε να θελήσω να ασχοληθώ με αυτό το λογοτεχνικό είδος, ήταν η διάθεσή μου να πειραματιστώ και σε άλλες φόρμες αφήγησης. Έχω διαβάσει πολλά θεατρικά έργα και έχω παρακολουθήσει πολλές θεατρικές παραστάσεις. Και πάντα αναρωτιόμουν ποιες μπορεί τάχα να είναι οι τεχνικές αφήγησης ενός θεατρικού συγγραφέα, που εντελώς διαφέρουν από εκείνες ενός πεζογράφου. Ο θεατρικός συγγραφέας χρησιμοποιεί βασικά και μόνο τον διάλογο και μέσα από αυτόν πλάθει τους χαρακτήρες του. Ο πεζογράφος έχει περισσότερα όπλα αφηγηματικών τεχνικών που μπορεί να ενεργοποιήσει. Αν και Η Τέταρτη Εποχή ως θεατρικό έργο έχει ξεκάθαρους ήρωες, εγώ αισθανόμουνα πως δεν τους είχα εξαντλήσει. Πιο σωστά: ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτήν την παντοδυναμία του πεζογράφου, της οποίας ένα μεγάλο μέρος ο θεατρικός συγγραφέας το μεταβιβάζει στον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς.
Έτσι αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα αφηγείται την ίδια ιστορία, αλλά με άλλο τρόπο. Και το ονόμασα Λεβάντα της Άτκινσον. Το χαρακτηρίζετε ως ερωτικό μυθιστόρημα. Δεν θα διαφωνήσω μαζί μας. Άλλωστε, εδώ και χρόνια με απασχολεί ο έρωτας στις διάφορες μορφές με τις οποίες εκφράζεται, ως μνήμη παιδική (Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας), ως μνημονική ζήλια (Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο), αλλά και το πώς συνδυάζεται με την εξουσία (Ιστορία Ευνούχου), ή το πώς συνδέεται με τις κοινωνικές αλλαγές (Ερωτική Αγωγή), κι άλλοτε πάλι πώς παρουσιάζεται μέσα στην καθημερινότητα (Σχεδόν Έρωτας). Τώρα θέλησα να τον δω ως καταλυτικό στοιχείο στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η Λεβάντα της Άτκινσον είναι ένα μυθιστόρημα φθοράς του έρωτα, όσο και επαναπροσδιορισμού του. Ακριβώς όπως είναι, μα και πρέπει να είναι, η ερωτική σχέση δυο ανθρώπων που τους συντροφεύει από τη νεότητά τους έως την ωριμότητά τους.
(Τις ερωτήσεις τις έκανε η κ. Ειρήνη Σπυριδάκη)

24.3.09

Τα νέα μου...


Δυο ιστορίες που ρωτάνε


Ένα από τα πιο ...παράξενα βιβλία μου, που εντελώς απρόσμενα αγαπήθηκε από αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών και που μου χάρισε μερικές πολύ εσωτερικές εκμυστηρεύσεις εκ μέρους τους.
Τώρα με νέες εικόνες της Έφης Λαδά, είναι έτοιμο να ξεκινήσει μια νέα πορεία...
Το κορίτσι με το κόκκινο μπαλόνι που σε κανενα δε λέει το ονομά του και το αγόρι με τα παράξενα δώρα και το πολύτιμα δώρα, είναι από τους πιο ιδιόμορφους ήρωες μου.


*********************************


Ο χαρταετός της Σμύρνης



Ένα διήγημά μου, γραμμένο πριν από δέκα περίπου χρόνια, τώρα κυκλοφορεί σε μια αυτοτελή έκδοση.

Πρόκειται για μια ιστορία που από τη μια συνδέει τη Σμύρνη και την καταστροφή της και από την άλλη ένα σύγχρονο γεγονός που έχει συμβεί στο Άμστερνταμ.

Συνδετικός κρίκος οι διοργανώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων, άλλοτε και τώρα.

Μετά από δέκα χρόνια, το ξανάγραψα -τώρα τελευταία έχω ανακαλύψει τη χαρά να επανακάμπτεις σε παλαιότερα κείμενά σου και να τους δίνεις μια πιο... ώριμη, ας πούμε, διάσταση.



18.3.09

Με ρωτήσανε...


Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας άρεσε; Γιατί;

Διαβάζω πολύ και πολλά βιβλία. Διαβάζω δίχως σύστημα… Αφήνομαι στις τυχαίες επιλογές. Με αυτόν τον τρόπο όμως -και όταν βρεθεί το όμορφο βιβλίο, αυτό που θα με ενθουσιάσει- η χαρά για την ανακάλυψή μου έχει κάτι το απρόσμενο. Έτσι πρόσφατα βρέθηκα να διαβάζω ένα μυθιστόρημα που είχε ξεχαστεί για χρόνια σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης μου. Είναι "Ο Νοέμβριος" του Γκουστάβ Φλομπέρ. Από τα νεανικά έργα αυτού του μεγάλου μυθιστοριογράφου, αλλά που έχει μια δύναμη πολύ πιο μεγάλη από άλλα κείμενα συγγραφέων με πολυετή πείρα. Το πώς ο έρωτας εκφράζεται μέσα από την εποχή του, το θέμα του. Και για προσωπικούς λόγους (συχνά κι εμένα με απασχολεί μια τέτοια σχέση -έρωτα και εποχής) το διάβασα με πολύ ενδιαφέρον.

Ποια η σχέση σας με το βιβλίο ως αναγνώστης;

Σχέση καθημερινής συνήθειας και μοναδικού πάθους. Θα μπορούσα ίσως να φανταστώ τον εαυτό μου να μην γράφει. Αλλά με τίποτε δεν μπορώ να σκεφτώ πως θα ήταν η ζωή μου αν δεν διάβαζα. Η πράξη της ανάγνωσης σχεδόν μηχανική –όπως η αναπνοή.

Συνήθως ένας συγγραφέας μιλά για το πιο πρόσφατο βιβλίο του. Αλλά προτού αρχίσουν να σας ρωτάνε για τη "Λεβάντα της Άτκινσον" που κυκλοφορεί σε ένα μήνα περίπου, θα θέλαμε να θυμηθείτε και να μας πείτε λίγα για το προηγούμενό σας μυθιστόρημα

Η "Ερωτική Αγωγή" είναι ένα μυθιστόρημα πολιτικό, κοινωνικό και ερωτικό. Κάποιοι το χαρακτήρισαν ως ένα τολμηρό τρόπο ανάγνωσης του 20ου αιώνα, αυτού του αιώνα των μεγάλων ιδεολογιών και των επίσης μεγάλων διαψεύσεων.
Προσπάθησα μέσα από την καταγραφή της πορείας του έρωτα προς τον ερωτισμό και στη συνέχειά στην καταβύθιση του στον ηδονισμό, να κάνω μια ανάγνωση πολιτικών, πολιτιστικών, κοινωνικών γεγονότων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του αιώνα που πριν από λίγο αποχαιρετήσαμε.
Η μυθιστορηματική του πλοκή ξεκινά από τους οίκους ανοχής των Ιωαννίνων κάπου γύρω στα 1910 και καταλήγει στις ιστοσελίδες των ερωτικών κόμβων του Internet του τέλους της εκατονταετίας.
Ένας πατέρας και ένας γιος τα κεντρικά πρόσωπα…. Δίπλα τους κάποιες γυναίκες. Νομίζω πάντως ότι η "Ερωτική Αγωγή" είναι ένα μυθιστόρημα πρωτίστως πολιτικό. Μα πολλοί από τους αναγνώστες το θε΄ρησαν και ως ένα από τα πλέον ερωτικά μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Ποια η σχέσης σας με τους ήρωές σας; Πώς τους επιλέγετε;

Δεν ξεκινώ ένα βιβλίο έχοντας κατά νου κάποιο πρόσωπο που θα είναι ο βασικός χαρακτήρας. Το θέμα είναι αυτό που με κάνει να επιλέγω τα πρόσωπα εκείνα που με πλέον αποτελεσματικό τρόπο θα το υπηρετούν. Αλλά από ένα σημείο και μετά, όλα αυτοί οι χαρακτήρες λες και ανεξαρτητοποιούνται και εγώ απλώς παρακολουθώ τις αντιδράσεις τους, τις πράξεις τους… Προσπαθώ και να τους κατανοήσω και να τους κατασκοπεύσω.

6.3.09

Ich Bebe


Θανάσης Τριαρίδης

«Ich Bebe - όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ΄ άλογα»

Εκδόσεις Τυπωθήτω

"… Το γράφει η μητέρα στον Φραντς Όβερμπεκ:
Όταν τον χάιδευε και τον ρωτούσε αν την αγαπά
αυτός επίμονα απαντούσε Ich bebe αντί για Ich liebe-
τρέμω αντί για αγαπώ."
Αυτά για τις τελευταίες στιγμές του Νίτσε γράφει ο Θανάσης Τριαρίδης στο τελευταίο του βιβλίο που αποφάσισε να κυκλοφορήσει σε έντυπη μορφή (στο διαδίκτυο είχε αναρτηθεί πριν από ένα περίπου χρόνο, όπου και υπάρχουν και όλα τα άλλα –ανέκδοτα και μη- έργα του θεσσαλονικιού συγγραφέα)
Και με τη φράση αυτή –Ich bebe- το τιτλοφορεί… Γιατί όπως ο ίδιος δηλώνει:
Έτσι, λοιπόν, κι εγώ: Ich bebe.
Μέσα στη νύχτα.
Ο Τριαρίδης είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα λογοτεχνική παρουσία τα τελευταία δέκα χρόνια.
Πρωτοπαρουσιάζεται το 2000 με ένα πολυσέλιδο και ιδιαιτέρως παγανιστικό μυθιστόρημα. Συνεχίζει με τέσσερις νουβέλες που δίνουν μια βαλκανική άποψη του μαγικού ρεαλισμού. Ακολουθούν τέσσερα δοκιμιακής μορφής κείμενα για μεγάλους ζωγράφους, ένα πεζογράφημα που επανατοποθετεί πολιτικά την ιστορία της Αϊντας και του Ρανταμές, μια συλλογή δοκιμίων κοινωνικών αντιρρήσεων, ένα ακόμα δοκίμιο για τον Ντοστογιέφσκι.
Κορυφαία στιγμή «Τα μελένια λεμόνια» - ‘αιρετικά ιερή’ σάγκα για τη θεϊκή διάσταση της σεξουαλικότητας. Και τώρα το «Ich bebe» -μια συλλογή κειμένων που άλλοτε θυμίζουν ιδιότυπα διηγήματα κι άλλοτε ποιήματα που έχουν ενδυθεί τη φόρμα της πεζογραφίας.
Σε όλα αυτά τα έργα τα κύρια στοιχεία που τα διαπερνούν είναι ένας απόλυτος ανθρωπισμός, μια υπεράσπιση της μη – βίας και η προβολή της ηθικής διάστασης που διαθέτει η ελεύθερη έκφρασης της σεξουαλικότητας.
Αλλά και σε όλα υπάρχει από τη μια η ενσάρκωση της υπέρτατης λογοτεχνικότητας και από την άλλη η βαθιά γνώση του δυτικού πολιτισμού.
Με άλλα λόγια, ο Τριαρίδης δύσκολα κατατάσσεται –πεζογράφος, δοκιμιογράφος, στοχαστής; Θα έλεγα όλα μαζί. Και γι αυτό τον θεωρώ ως την πλέον σημαντική, σήμερα, παρουσία, στα ελληνικά γράμματα.
Και ασφαλώς αγνοημένη από την κρατούσα και τρέχουσα κριτική στα ποικίλα ΜΜΕ.
Ενοχλεί; Δυσαρεστεί; Προκαλεί; Γκρεμίζει; Επανατοποθετεί; Ο κάθε αναγνώστης των έργων του ίσως επιλέξει το ένα ή το άλλο. Αλλά δεν τον προσπερνά –αυτό δεν γίνεται. Γίνεται, όμως, να κάνει πως δεν τον είδε… Η τακτική της στρουθοκαμήλου φαίνεται πως είναι –σε κάποιους- βολική.
Ομολογώ πως είναι δύσκολα να γράψεις για ένα βιβλίο του. Δύσκολο να το περιγράψεις. Μέσα σε λίγες ή πολλές σελίδες υπάρχουν χίλια όσα θέματα και άλλες τόσες θέσεις και στάσεις και απόψεις.
Όπως εδώ, στο «Ich bebe».
Υπάρχουν κείμενα που σαρκάζουν την υποταγή στο όποιο θεϊκό –«Μα σαν ήρθε η σειρά του / κι έσκυψε να φιλήσει την εικόνα, / σκέφτηκε πως φιλάει εκείνα τα βυζιά, / σκέφτηκε πως φιλάει τους βύζαντες της Βανέσας.
Κείμενα που φωτίζουν με άλλη ματιά προσωπικότητες όπως αυτές του Νίτσε ή του Καβάφη – «Σφόδρα δυσαρεστήθηκαν οι θαυμαστές / από τα λόγια της αμόρφωτης της γυναικούλας / ιδίως εκείνο το ‘λιανή ελπιδούλα’ τους εξόργισε / άκου λιανή ελπιδούλα’ ο Δάσκαλός τους… Πεζογραφήματα που ξαναδιαβάζουν την ιστορία – Κι έσφιγγε ο κλοιός γύρω από την πόλη/ θερίζονταν οι Τούρκοι κι οι Εβραίοι απ΄ τον τύφο / και γύρευαν εις μάτην να κάμουνε καπάκι με τους Έλληνες / να δώσουνε λεφτά και να γλυτώσουν τις ζωές τους . Κείμενα που καταγγέλλουν, άλλα που συμπάσχουν με τον κάθε κατατρεγμένο – Το ξέρει ο καθένας: παντού γεννιούνται τα παιδιά των απελπισμένων, κι άλλα που προτρέπουν σε μια ενδοσκόπηση και σε μια συνειδητοποίηση –Τι υπάρχει μέσα σε ένα όνομα; Εμείς. Κλειδώνουμε την πόρτα. Ανοίγουμε την ένταση στην τηλεόραση. Βάζουμε στο βραστήρα τα μπιμπερό του μωρού. Στα νεκροταφεία του Καΐρου βραδιάζει. Καληνύχτα.
Όλα μαζί συνθέτουν ένα βιβλίο που διαθέτει αυτό που νομίζω κανείς πρέπει να αναζητά από την καλή, τη μεγάλη λογοτεχνία –αισθητική και ανατροπή.
Αλλά ο Τριαρίδης με όλα του τα κείμενα, προσφέρει και μια άλλη διάσταση σε ότι κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει ως προφίλ νεοέλληνα δημιουργού – μια νότα αναγεννησιακής καταβολής. Η ελληνική του ταυτότητα είναι εμφανής και δεδηλωμένη. Αλλά μέσα από τη βιωμένη γνώση του δυτικού πολιτισμού που διαθέτει, καταφέρνει να δει το ελληνικό στοιχείο ως μέρος (αρχικό ή ενδιάμεσο –δεν έχει και τόση σημασία) της ευρωπαϊκής κουλτούρας, έτσι όπως αυτή θεμελιώθηκε από τους μεγάλους του διδασκάλους – τον Τζιότο, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Τζιορντάνο Μπρούνο.
Και με αυτή τη ματιά, πλέον, προσεγγίζει τον Καβάφη, θητεύει στον Πρίμο Λέβι και υποτάσσεται στον Ντοστογιέφσκι.
Αν κάποιος θελήσει να χρησιμοποιήσει ένα μεγενθυτικό φακό και με αυτόν πλέον να ψαχουλέψει τις δομές των λογοτεχνικών κειμένων του Τριαρίδη, ασφαλώς και θα βρει υπόνοιες επαναλήψεων, στιγμές χαλάρωσης, ακόμα και νοηματικές ακροβασίες, σίγουρα προκλητικές ακρότητες. Αλλά τα έργα που γράφονται με πάθος πρέπει και με πάθος να διαβάζονται –ή πιο σωστά: τα έργα που διακηρύσσουν την ελεύθερη σκέψη, με διάθεση αναγνωστικής -και όχι μόνο- απελευθέρωσης αξίζει να αναγιγνώσκονται.
Άλλωστε και ο ίδιος ο Τριαρίδης μια τέτοια σχέση με τον αναγνώστη του επιδιώκει να δημιουργήσει, γι αυτό και ως προμετωπίδα του βιβλίου του έχει την προτροπή – ρίξτε μια ροχάλα σε κάθε προστακτική αυτού του βιβλίου.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος Μαρτίου 2009)