31.1.22


 

Σιμόν ντε Μποβουάρ

«Οι αχώριστες»

Μετάφραση: Ρίτα Κολαϊτη

Εισαγωγικά κείμενα: Νίκος Μπακουνάκης, Μαριαλένα Σπυροπούλου

Εκδόσεις Ψυχογιός

 

 Η Σιμόν ντε Μποβουάρ (1908 – 1986) υπήρξε μια από τις εμβληματικές γυναίκειες παρουσίες του 20ου αιώνα.

Το έργο της «Το δεύτερο φύλο» στο οποίο υποστηρίζεται η θέση του ‘γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι’, έμελλε να γίνει το θεμέλιο του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος, ενώ η σχέση της με τον φιλόσοφο Ζαν Πολ Σαρτρ φώτισε την δυνατότητα μιας άλλης μορφής συνύπαρξης  ανάμεσα στο γάμο, στο ερωτικό δεσμό και στην πνευματική φιλία.

Δύσκολα μπορεί κανείς να ξεχωρίσει την ιδιότητα της Σιμόν ντε Μποβουάρ στα γαλλικά Γράμματα -φιλόσοφός, μυθιστοριογράφος, εκδότρια.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως  αν και κατά τη διάρκεια της ζωής της δίπλα στον Σαρτρ μάλλον η λάμψη εκείνου την επισκίαζε, μετά τον θάνατό του, το έργο της φάνηκε να αντέχει περισσότερο στη δοκιμασία του χρόνου και να έχει αναγνωριστεί η προσωπική της ταυτότητα.

Ένα από τα μυθιστορήματά της – ‘Οι αχώριστες’- κυκλοφόρησε πρόσφατα από της Εκδόσεις Ψυχογιός, στη σειρά ‘Τα κλασικά’ που διευθύνει ο Ηλίας Μαγκλίνης.

Πρόκειται για την αφήγηση της σχέσης της ίδια της Μποβουάρ με μια εφηβική της φίλη.

Βέβαια, στο έργο τα ονόματα των δυο ηρωίδων είναι διαφορετικά, αλλά πέρα από αυτό και κάτω από τις απαιτήσεις μιας μυθιστορηματικής  σύνθεσης, πρόσωπα και γεγονότα ακουμπάνε σε αληθινές καταστάσεις.

Και επίσης καταγράφουν το πως μια ανήσυχη έφηβη θα μετατραπεί σε μια μαχητική φεμινίστρια.

Νομίζω πως αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι αυτό  που χαρίζει στο έργο μια διαχρονικότητα όσο και κάτι το επίκαιρο.

Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα έως και τώρα η θέση της γυναίκας ασφαλώς έχει βελτιωθεί, αλλά μια νέα μορφή νέο -συντηρητισμού έχει κάνει την εμφάνισή της και έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία μιας άλλης μορφής χρησιμοποίησης της -η γυναίκα όχι πλέον ως άτομο δίχως δικαιώματα επιλογών στην ίδια της τη ζωή, αλλά ως προσωπικότητα που θα πρέπει να κινείται εντός συγκεκριμένων επιταγών μιας καταναλωτικής κοινωνίας.

Οι δυο κεντρικές ηρωίδες του έργου -κορίτσια της αστικής τάξης- μοιράζονται παρόμοια όνειρα, μόνο που η μια από αυτές, αν και η πλέον τολμηρή και ανήσυχη, δεν θα καταφέρει να αποφύγει τον προκαθορισμένο ρόλο που η οικογένειά  της απαιτεί να ερμηνεύσει, οπότε και η ίδια θα αφήσει ανοχύρωτο το σώμα της και αυτό μέσω μιας ιογενούς εγκεφαλίτιδας θα επιλέξει τον θάνατο.

Η στενή της φίλη -στην ουσία η ίδια η Μποβουάρ- θα θεωρήσει αυτό τον θάνατο ως ένα έγκλημα και θα το καταλογίσει όχι μόνο στην οικογενειακή συντήρηση, αλλά και στον ατομικισμό ενός νεαρού άντρα που με γνώμονα της δική του ατολμία στο να αναλάβει ενεργό ρόλο στη διευθέτηση της σχέσης του με τον άλλο φύλο, θα συμβάλει κι αυτός στο τραγικό τέλος.

Μέσα στα πλαίσια μιας τέτοιας συγγραφικής ματιάς, τα γεγονότα όσο κι αν περιγράφουν καθημερινές συνθήκες μιας άλλης εποχής, καταφέρνουν να διατηρούν μια επικαιρότητα.

Και, βέβαια, το έργο διαπερνώντας την εγωκεντρικότητα μιας προσωπικής αφήγησης, γίνεται το τεκμήριο της δημιουργίας μιας γυναικείας χειραφέτησης που έμελλε να σημαδέψει ένα μεγάλο θέμα όπως αυτό της θεωρίας τη δημιουργίας των κοινωνικών φύλων και της εδραίωσης του στους χώρους της φιλοσοφίας και των ανθρωπιστικών σπουδών.

Η μετάφραση έχει ροή και σημαντικές πληροφορίες για τη Μποβουάρ και το έργο της προσφέρονται από το εργογραφικό σημείωμα, την εισαγωγή και το επίμετρο.

(510 λέξεις) 

Μανιφέστο σε μορφή μυθιστορήματος - ΤΑ ΝΕΑ (tanea.gr) 29/1/2022

 

 

22.1.22

Φραντς Βέρφελ, «Μια αχνογάλαζη γυναικεία γραφή»

 

                           


Ο Φραντζ Βέρφελ (Πράγα 1890- Λος Άντζελες 1945) ήταν ένας γερμανόφωνος ποιητής, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων

Στενές οι σχέσεις του με συγγραφείς της γενιάς του (Max Brod, Franz Kafka κ.α) τα χρόνια  που διέμεινε στην Πράγα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος  της ζωής του έζησε στη Βιέννη, από την οποία και έφυγε το 1938 για να μην βρεθεί κάτω από το καθεστώς του Γ’ Ράιχ. Όπως πολλοί άλλοι Γερμανοί εμιγκρέδες, εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες, όπου και πέθανε το 1945.

Προσωπικότητα, λοιπόν, κομβική των Γερμανικών Γραμμάτων για το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, που στη χώρα μας παραμένει μάλλον άγνωστος καθώς μόνο ένα του έργο μέχρι πριν από λίγο είχε μεταφραστεί στα ελληνικά («Οι σαράντα μέρες του Μουζά Νταγκ», Εστία, 1990).

Τον Δεκέμβριο του 2021, οι Εκδόσεις Ροές, δώσανε στην κυκλοφορία τη νουβέλα «Μια αχνογάλαζη γυναικεία γραφή» και μας προσφέρανε την ευκαιρία να απολαύσουμε ένα έργο όπου η κοινωνική κριτική συμπορεύεται με τις αποκαλύψεις μιας ψυχαναλυτικής περιγραφής της μεγαλοαστική τάξης της Αυστρίας εκεί στα χρόνια λίγο πριν το  Άνσλους (την ‘ειρηνική’, δηλαδή, προσάρτηση της χώρας στη Γερμανία του Γ’ Ράιχ).

Ο κεντρικός ήρωας -με το χαρακτηριστικό όσο και παράξενο για Γερμανό όνομα, Λεωνίδας-  αν και προέρχεται από χαμηλά οικονομικά στρώματα, καταφέρνει με τον γάμο του με πλούσια κληρονόμο της μεγαλοαστικής τάξης να αναρριχηθεί σε υψηλή κρατική θέση και να απολαμβάνει τις ανέσεις του χρήματος, μα και τον σεβασμό μιας γραφειοκρατικής πολιτικής ελίτ που δεν θέλει να βλέπει τον επερχόμενο κίνδυνο.

Αλλά μια επιστολή που θα λάβει ανάμεσα σε άλλες ευχετήριες κάρτες για τα πεντηκοστά του γενέθλια, θα σταθεί η αφορμή να έρθει στην επιφάνεια το προσεχτικά θαμμένο, ακόμα και στη μνήμη του, εξωσυζυγικό του παραστράτημα με μια νεαρά γυναίκα που είχε αποτελέσει και τον μεγάλο και μόνο έρωτα της ζωής του.

Η επιστολή της παλιάς ερωμένης (που περιέχει μια παράκληση για να βοηθηθεί ένας νεαρός) θα ξυπνήσει στον Λεωνίδα από τη μια τις τύψεις του για τον τρόπο που της είχε συμπεριφερθεί, αλλά παράλληλα θα τον κάνει να χάσει την βεβαιότητα της καθημερινότητάς του, καθώς υποψιάζεται πως ο νεαρός που καλείται να βοηθήσει, είναι ο γιος του.

Μέσα σε μια τέτοια -φαινομενικά στερεοτυπική κατάσταση- ο Βέρφελ καταφέρνει να σαρκάσει τον ανδρικό εγωκεντρισμό και την φοβία εκείνου που σε σαθρά θεμέλια έχει χτίσει μια έτσι κι αλλιώς κενή περιεχομένου εικόνα. Αλλά πίσω από την ατομική περίπτωση, είναι ξεκάθαρες και οι αναφορές προς μια κοινωνία που αφήνεται να παρασυρθεί προς την καταστροφή της χωρίς να φέρνει την όποια αντίσταση και χωρίς ούτε καν να υποψιάζεται έστω και την υπόνοια μιας συλλογικής  ευθύνης.

Η τεχνική της αφήγησης δεν θα παραλείψει και την ανατροπή, αλλά κυρίως στηρίζεται σε μια δομή όπου η αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη αφήγηση δίνει συχνά τη  θέση της σε μια μη ελεγχόμενη εξομολόγηση.

Έτσι ο σαρκασμός αποκτά μια τρυφερότητα που με τη σειρά της τον κάνει να γίνει περισσότερο κοφτερός.

Όπως σε κάθε μεγάλο έργο, έτσι κι εδώ δεν υπάρχει ξεκάθαρα το καλό και το κακό, αλλά τα άτομα που άλλοτε ελέγχουν τις συνθήκες και άλλοτε ελέγχονται από αυτές.

Η μετάφραση του έμπειρου Βασίλη Πατέρα είναι ρέουσα και υπηρετεί τις αφηγηματικές απαιτήσεις.

Ιδιαίτερα κατατοπιστικό και το Επίμετρο της Πελαγίας Τσινάρη.

(520 λέξεις)

http://www.periou.gr/%ce%bc%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%ad%cf%89%ce%bd-%cf%86%cf%81%ce%b1%ce%bd%cf%84%cf%82-%ce%b2%ce%ad%cf%81%cf%86%ce%b5%ce%bb-%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%ce%b1%cf%87/?fbclid=IwAR1BPksy43udZjJyA4NLdXpU5e09T0_JFLPz3itpi5JRLM8zXw5Mmqf7V3k

20.1.22

«Γκουρί, σημαίνει πέτρα», της Θεοδώρας Κατσίφη

 

www.bookpress.gr



Ένα από τα κλασικά μοτίβα ανάπτυξης μυθιστορήματος για παιδιά είναι κι αυτό που περιγράφει τις καλοκαιρινές διακοπές μιας ομάδας παιδιών σε κάποιο χωριό. Και συνήθως η πλοκή ενισχύεται με ένα μυστήριο που τις περισσότερες φορές έχει να κάνει με κάποιο αρχαιολογικό εύρημα. Οι χαρακτήρες των παιδιών είναι έτσι διαμορφωμένοι ώστε να εξυπηρετούν τη δράση και πολύ συχνά το αρχαιολογικό εύρημα γίνεται η αφορμή να δοθούν εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες για την εποχή από την οποία προέρχεται το εύρημα και τον τόπο όπου βρέθηκε.

Ως τελικό αποτέλεσμα έχουμε ένα κείμενο με έντονο το προγραμματισμένο του στοιχείο και με ακόμα πιο έντονα διακρινόμενη τη διάθεσή του από τη μια να κρατήσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον του αναγνώστη και από την άλλη να προσφέρει συγκεκριμένες γνώσεις. Ο αυθορμητισμός των ηρώων μετατρέπεται σε στερεοτυπικές αντιδράσεις. Τα συναισθήματα (φιλικές σχέσεις, πρώτα ερωτικά σκιρτήματα κ.λπ.) εκφράζονται με ελεγχόμενη διάθεση έτσι ώστε να μην βγαίνουν έξω από το περίγραμμα του κοινωνικά αποδεχτού. 

Αυτά όλα τα στοιχεία, που η ύπαρξή τους μετατρέπει τη λογοτεχνία για παιδιά και νέους σε βιβλίο για παιδιά και νέους, με ιδιαίτερη ικανοποίηση διαπίστωσα πως απουσιάζουν από αυτήν τη νουβέλα της Θεοδώρας Κατσίφη. Κι εδώ έχουμε την εξιστόρηση της καλοκαιρινής καθημερινότητας μιας ομάδας παιδιών σε ένα χωριό. Μια ομάδα που μέσα στο κείμενο αναφέρεται ως τσούρμο κι αμέσως σε προδιαθέτει πως πρόκειται να διαβάσεις κάτι που θα ξεφεύγει από τα όρια μιας προγραμματισμένης εξιστόρησης.

Κι έτσι είναι. Μέσα από την αφήγηση της κεντρικής ηρωίδας, ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού από την πρωτεύουσα που φιλοξενείται στο σπίτι της γιαγιάς της, θα γνωρίσουμε και την ίδια και αρκετά από τα μέλη του τσούρμου, όπως και άλλους ενήλικους κατοίκους της περιοχής, αλλά κυρίως θα προχωρήσουμε μαζί της στην αναζήτηση της αλήθειας που πρέπει να κρύβεται πίσω από την εξαφάνιση μιας κοπέλας. Γεγονός που είχε κάπως παλαιότερα συμβεί, αλλά είχε καλυφθεί μέσα στο πέπλο διαφόρων δοξασιών, μα και στην διάθεση των κατοίκων του χωριού να μην ανασκαλεύουν όσα πιθανώς θα τάραζαν την κλειστή κοινωνίας τους.

kalidoskopio katsifi gouri shmainei petraΗ Θεοδώρα Κατσίφη χρησιμοποιεί μια γραφή ποιητική όσο και ρεαλιστική. Δομεί την εξιστόρησή της σε μικρά κεφάλαια. Άλλοτε δείχνει πως γνωρίζει να χειρίζεται την τεχνική της αποσιώπησης κι άλλοτε πως επιζητά την αμεσότητα του τραγικού. Αφήγηση άγρια ως ένα βαθμό, όπως άγρια μπορεί να είναι μια πέτρα, αλλά και επίσης αφήγηση βαθιά όσο βαθιά μπορεί να φτάνουν οι ρίζες μιας μουριάς.

«Μπορεί κανείς να μην ήξερε τι είχε γίνει με τη Γεωργίτσα, αλλά πολλοί έλεγαν πως την είχαν δει. Το πνεύμα της δηλαδή.
Πίστευαν πως τριγυρνούσε τις νύχτες όταν είχε βοριά.
Δυσκολευόμουν να το αποδεχτώ, τα παιδιά όμως ορκίζονταν πως είναι αλήθεια.
Κάποιος είχε ακούσει το σούρσιμο των ποδιών της.
Άλλος την είχε δει να στέκεται και να κοιτάει το σπίτι του πατέρα της.
Άλλος κουλουριασμένη έξω από το νεκροταφείο να τρέμει από το κρύο.
Και πάντα τη νύχτα. Την ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα και τα στοιχειά από τις κρυψώνες τους.
Αυτά λέγανε.
“Εσύ, γιαγιά, την έχεις δει;”
“Μια φορά. Έτσι νόμισα”.
“Και τί έκανε;”
“Στεκόταν κάτω απ΄ τη μουριά στην αυλή τους κι έκλαιγε. Έβγαλα το σταυρό μου απ΄ τη φανέλα και τον φίλησα”.
“Και μετά;”
“Μετά τίποτα”.
“Αυτή ήταν;”
“Η φαντασία μου ήταν. Και φόβος πολύς!”»

Μέσα σε αυτό το κλίμα ζωής –μα και αφήγησης– η ηρωίδα ανακαλύπτει όχι μόνο την αλήθεια που έμενε κρυμμένη, αλλά και το πού και πώς θα τοποθετήσει τον ίδιο της τον εαυτό μέσα σε ένα διαρκώς μετακινούμενο εξωτερικό περιβάλλον – μετακινούμενο είτε από τις πράξεις των άλλων, είτε από τον τρόπο που η ίδια αυτές τις πράξεις ερμηνεύει. Με δυο λόγια, πρόκειται για μια καθαρή και ιδιαίτερα ποιοτική σύνθεση κειμένου ενηλικίωσης ή –με μια διαφορετική διατύπωση– σύντομου μυθιστορήματος cross over.


(500 λέξεις)


16.1.22

Η Λευκή Σαραντινού για το «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» στο bookpress

 

Στο μυαλό δύο διάσημων «φονιάδων» της ελληνικής μυθολογίας, της Κλυταιμνήστρας και του γιου της, Ορέστη, αποπειράται να εισχωρήσει ο Μάνος Κοντολέων με το νέο του μυθιστόρημα που τιτλοφορείται Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας (εκδ. Πατάκη). Και η αλήθεια είναι ότι, για άνθρωπος της σύγχρονης εποχής που δεν έζησε ποτέ στον μυθικό κόσμο των Μυκηνών, πετυχαίνει τον παραπάνω στόχο στον μέγιστο ικανοποιητικό βαθμό.

 

«Νομίζω πως, αν έπρεπε να διαλέξω το χρώμα που ταιριάζει στις Μυκήνες, το χρώμα του αίματος θα διάλεγα. Το κόκκινο.

Είναι το χρώμα της εξουσίας και το χρώμα που ερεθίζει τον άνδρα. Χρώμα με ξεκάθαρο μήνυμα – ή νικάς ή πεθαίνεις».

 

Με τέτοιου είδους φράσεις, όπως την παραπάνω, την οποία βάζει ο συγγραφέας στο στόμα του Ορέστη, αναπτύσσεται η προοικονομία στο μυθιστόρημα, μια προοικονομία για το τραγικό τέλος μιας από τις γνωστότερες ιστορίες της ελληνικής μυθολογίας, η οποία παρεισφρέει σε πολλά σημεία του βιβλίου.

 

Με αυτόν τον τρόπο και με την πυκνή, αλληγορική σε πολλά σημεία του βιβλίου, γλώσσα που διαθέτει, καθώς και με μια έντονα φιλοσοφική και αποφθεγματική διάθεση, καταφέρνει ο Μάνος Κοντολέων να δημιουργήσει ατμόσφαιρα η οποία θυμίζει την ατμόσφαιρα των αρχαίων τραγωδιών στις οποίες δεσπόζουν οι έννοιες της Ύβρις και της Νέμεσις. Σε αυτό συμβάλλουν και τα μικρά αποσπάσματα από την τραγωδία Ορέστης του Ευριπίδη που ο συγγραφέας εγκιβωτίζει εντέχνως στο κείμενό του.

 

Σκοπός του Κοντολέων δεν είναι η αφήγηση της γνωστής ιστορίας από την ελληνική μυθολογία για τον οίκο των Ατρειδών και την περίφημη κατάρα του, δηλαδή τον φόνο του Αγαμέμνονα από τη σύζυγό του την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο και, κατόπιν, τη δολοφονία των δύο δολοφόνων από τον μητροκτόνο Ορέστη. Αντιθέτως, ο Κοντολέων δημιουργεί ένα μυθολογικό ψυχογράφημα εισδύοντας στα άδυτα της ψυχής μιας γυναίκας καταπιεσμένης και μοναχικής, η οποία κουβαλά στους ώμους της το φορτίο της άνασσας, δηλαδή της βασίλισσας των Μυκηνών.

 

Ο Κοντολέων δημιουργεί ένα μυθολογικό ψυχογράφημα εισδύοντας στα άδυτα της ψυχής μιας γυναίκας καταπιεσμένης και μοναχικής, η οποία κουβαλά στους ώμους της το φορτίο της άνασσας, δηλαδή της βασίλισσας των Μυκηνών.

 

Κορύφωση του δράματος αποτελεί, φυσικά, η στιγμή της δολοφονίας της Κλυταιμνήστρας από τον ίδιο της τον γιο τον Ορέστη. Πρόκειται για την πιο τραγική στιγμή στη ζωή μιας μάνας, αλλά και μια από τις τραγικότερες ολόκληρης της ελληνικής μυθολογίας. Τι να σκεφτόταν άραγε η Κλυταιμνήστρα τη στιγμή που τη σκότωνε το ίδιο της το σπλάχνο; Αφορμώμενος από το ίδιο ερώτημα γράφει το μυθιστόρημά του ο Κοντολέων.

 

«Μα ό,τι δεν σου χαρίστηκε με ποιο τρόπο εσύ θα το δωρίσεις;

Οι πράξεις των άλλων γεννούν τις δικές μας... Κάποια στιγμή. Ακόμα και μετά από χρόνια!»

«Κανείς δεν αντέχει μια μόνιμη υπενθύμιση πράξεως ανίερης. Γι' αυτό και, κάποια στιγμή, την πηγή των τύψεων θα την καταστρέψει».

 

Οι Ερινύες είναι μόνιμος σύντροφος μάνας και γιου, ιδίως του γιου. Οι σύντομες πρωτοπρόσωπες μαρτυρίες του ίδιου του Ορέστη, παρεμβάλλονται ανάμεσα στις μεγαλύτερες τριτοπρόσωπες διηγήσεις από την πλευρά του συγγραφέα που αφορούν τη βασίλισσα των Μυκηνών. Και οι δύο αφηγήσεις, όμως, εστιάζουν πρωτίστως στην ψυχολογία των δύο πρωταγωνιστών.

 

«Καλά φυλαγμένη η υπενθύμιση ενός εγκλήματος-μίσος που είχε μάθει να περιμένει. Ναι, η υπομονή είναι η τροφή της εκδίκησης».

«Μα και τα χρόνια κάποτε σώνονται. Ο μόνος χρόνος που δε λήγει είναι ο χρόνος των νεκρών».

 

Το γεγονός ότι γνωρίζουμε το τέλος της ιστορίας γεννά μια εντελώς διαφορετική αίσθηση αναγνωστικής απόλαυσης και μοιραία εστιάζουμε όχι στο τι θα γίνει παρακάτω, αλλά στο πώς θα αισθάνονται οι ήρωες του δράματος βιώνοντας τα γνωστά σε όλους γεγονότα. Αξιοσημείωτο είναι πάντως και το γεγονός ότι, αν και ο συγγραφέας επικεντρώνεται, φυσικά, στα συναισθήματα και την ψυχολογία των δύο πρωταγωνιστών, δεν αφήνει απ' έξω από τις κρίσεις και τις περιγραφές του και τους υπόλοιπους χαρακτήρες της ιστορίας: την Ωραία Ελένη, τον Αίγισθο, τη Λήδα, τον Τυνδάρεω, την Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα, τον Τάνταλο, ακόμη και τον Αγαμέμνονα.

 

Οι σκιές που κυνηγούν την Κλυταιμνήστρα είναι αυτές που διατρέχουν όλη την αφήγηση και κινούν τη δράση: η κατάρα της γενιάς των Ατρειδών, το βάρος της βασιλικής κληρονομιάς της, η σχέση της με τον Αγαμέμνονα, η σχέση της με τον Αίγισθο, αλλά και τον Τάνταλο, οι Ερινύες και, τέλος, ο γιος της ο Ορέστης. Αυτές είναι και η προοικονομία που προδικάζει το μοιραίο τέλος. Στο βιβλίο παρουσιάζεται ολόκληρη η ζωή της Κλυταιμνήστρας, από τη γέννησή της, το πέρασμά της από την παιδική στη γυναικεία φύση, ο γάμος της με τον Αγαμέμνονα, η γέννηση των παιδιών της και η σύναψη του παράνομου ερωτικού της δεσμού με τον Αίγισθο, ως και τη στιγμή που η ίδια γίνεται πρώτα θύτης και κατόπιν θύμα.

 

Ο σκοπός της αφήγησης, όπως σε όλες τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, είναι να φτάσουν οι ήρωες στην κάθαρση μέσα από τις εξιλεωτικές πράξεις τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει και για τον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά και τους αναγνώστες. Εν ολίγοις, πρόκειται για μία πρωτότυπη και ευρηματική μυθιστορηματική επισκόπηση «εκ των έσω», δύο διάσημων ηρώων της ελληνικής μυθολογίας, του Ορέστη και της Κλυταιμνήστρας.

 

Λευκή Σαραντινού

 

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/14819-kontoleon-manos-patakis-oi-skies-tis-klutaimnistras-sarantinou?fbclid=IwAR1rZ8J0qhO_UTZcZtXaG1IGAs1GOJpWmQPayPYmYgO3-iPtxHp2QqiDacM

 

15.1.22

Ρέιμοντ Κάρβερ

 

Raymond Carver

«Τόσο πολύ νερό, τόσο κοντά στο σπίτι»

Διηγήματα

Μετάφραση !Γιάννης Τζώρτζης

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Ο Raymond Carver (1938 – 1988) είναι ο πλέον προβεβλημένος - και όχι άδικα- Αμερικανός διηγηματογράφος του 20ου αιώνα.

Και βέβαια τη φήμη του αυτή τη χρωστά όχι μόνο στα δυναμικά διηγήματά του, αλλά και στην ίδια τη ζωή του.

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ο ίδιος υπήρξε ένας πρόσωπο από τα ίδια τα έργα του και αυτό έχει την απόδειξή του στην αμεσότητα με την οποία σκιαγραφεί τους χαρακτήρες των ηρώων του.

Έζησε τόσο ως έφηβος, όσο και ως νεαρός άνδρας μια αρκετά στερημένη ζωή, εξάσκησε διάφορα επαγγέλματα, παντρεύτηκε, απέκτησε δυο παιδιά και πάντα κάτω από την πίεση οικονομικών προβλημάτων.

Μα το πάθος του για τη συγγραφή παρέμενε ζωντανό και το 1961  δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα.

Θα έπρεπε, όμως,  να περιμένει μέχρι το 1976 για να δει την πρώτη συλλογή διηγημάτων του να κερδίζει την προσοχή ειδικών και πλατύτερου κοινού.

Και θα συνεχίσει γράφοντας πεζά και ποιήματα, ζώντας μια συνεχώς πολύμορφα άστατη ζωή, ενώ ολοένα και περισσότερο θα αναγνωρίζεται από τους νεότερους  συγγραφείς ως πνευματικός τους πατέρας.

Αυτό που χαρακτηρίζει σε γενικές γραμμές όλο το έργο του Raymond Carver είναι η αναζήτηση θεμάτων μέσα από την καθημερινή ζωή ενός μέσου Αμερικάνου.

Και αυτή η καθημερινότητα απλών ανθρώπων φωτίζεται με μια απλότητα, με ένα τρυφερό χιούμορ, με ένα ήρεμο ρεαλισμό και με τη χρήση ενός λόγου δίχως περιττά στολίδια και δίχως περιττές ακρότητες.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ο ίδιος ο Raymond Carver δήλωνε ως μέγιστο δάσκαλό του τον Άντον Τσέχωφ.

Άλλα από τα διηγήματά του είναι σχετικώς σύντομα -κυρίως τα πρώτα που τα γράφει και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Τα μετέπειτα απλώνονται έως και το μέγεθος μιας νουβέλας

Μα μέσα στις λίγες ή πολλές σελίδες που ξεδιπλώνει τις αφηγήσεις του,  καταφέρνει να χωρέσει την αληθινή ζωή ανθρώπων που αν όχι ξεκάθαροι εκπρόσωποι ενός κοινωνικού περιθωρίου, σίγουρα ανήκουν σε τάξεις από αυτές που δεν προσελκύουν μήτε τα φώτα της δημοσιότητας, μήτε και τις ανιχνεύσεις μεγάλων παθών.

Τύποι μοναχικοί κατ΄ επιλογή ή και κατ΄ ανάγκη, αδικημένοι ή και χτυπημένοι από τη ζωή, χωρίς να έχουν κάπου να κουρνιάσουν παρά μόνο στο πάθος του πιοτού ή στη χαύνωση των τηλεοπτικών προγραμμάτων -αυτοί είναι οι άντρες και οι γυναίκες του Raymond Carver.

Ο ίδιος τους πλησιάζει διακριτικά και επιζητά όχι τόσο να γνωρίσουμε τις σκέψεις τους, όσο να δούμε τις πράξεις τους.

Το γεγονός είναι ότι το αμάξι πρέπει να πουληθεί επειγόντως, κι ο Λίο στέλνει την Τόνι να το κάνει. Η Τόνι είναι τσακάλι κι έχει προσωπικότητα. Παλιότερα πουλούσε παιδικές εγκυκλοπαίδειες πόρτα πόρτα. Κατάφερε κι αυτόν, κι ας μην είχε παιδιά. Ύστερα ο Λίο της ζήτησε ραντεβού, και το ραντεβού κατέληξε εδώ… (‘Τι συμβαίνει;’, σελ. 249 - από τη συλλογή ‘Λοιπόν, θα πάψεις σε παρακαλώ;’)

Με μια τέτοια τεχνική, ο αναγνώστης αναλαμβάνει ο ίδιος την πρωτοβουλία να γνωρίσει τους ήρωες των διηγημάτων.

Οπότε στην ουσία πίσω από το προσωπείο του ρεαλισμού έχουμε την υποκειμενική αλήθεια -αυτή που ακολουθεί τον κάθε άνθρωπο είτε στην ίδια του τη ζωή είτε στην λογοτεχνική απεικόνιση της.

Η γραφή του Raymond Carver δείχνει να έχει μια απλότητα που λες και υλοποιήθηκε χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας είχε ξεκαθαρίσει πως κάθε του διηγήματα περνούσε πολλές διορθώσεις και επανεγγραφές. Μα ποτέ δεν έχανε τον αυθορμητισμό του.

Καθαρόαιμος διηγηματογράφος -ίσως γιατί έτσι σε μικρά τμήματα συνελάμβανε τη ζωή ως όλον.

Από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφόρησαν σε ένα τόμο οι τρεις τόμοι διηγημάτων του Raymond Carver που στο παρελθόν ο ίδιος εκδότης είχε ξεχωριστά δώσει στην κυκλοφορία.

Πρόκειται για τις τρεις κύριες συλλογές : ‘Λοιπόν, θα πάψεις σε παρακαλώ;’ του 1976, ‘Αρχάριοι’ του 1981, ‘Καθεδρικός ναός’ του 1983 -και των τριών τις μεταφράσεις της υπογράφει ο Γιάννη Τζώρτζης, ο οποίοςς και έχει συνθέσει και την ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένη και κατατοπιστική Εισαγωγή.

Με αυτόν τον τρόπο ο έλληνας αναγνώστης μπορεί με πληρότητα να πλησιάσει το έργο ενός συγγραφέα που έχει σφραγίσει όχι μόνο την αμερικάνικη διηγηματογραφία, αλλά και την ευρωπαϊκή.


(640 λέξεις) 

(Τα Νέα 15/1/2022)

13.1.22

Ο Λευκάτας, η Φαγιουμάτα και οι 888 Νάνοι

 


Κωστής Α. Μακρής

«Ο Λευκάτας, η Φαγιουμάτα και οι 888 Νάνοι»

Εικονογράφηση του ιδίου

Εκδόσεις Φίλντισι

 

Ο Κωστής Α. Μακρής είναι μια διακριτή παρουσία στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας καθώς τα δυο προηγούμενα βιβλία  του –«Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες» (2010) και «Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια» (2015)- που είχαν κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Πατάκη, διακρίθηκαν σε διαγωνισμούς και αγαπήθηκαν από ένα πλατύ φάσμα ανηλίκων και ενηλίκων αναγνωστών.

Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε το τρίτο του βιβλίο – «Ο Λευκάτας, η Φαγιουμάτα και οι 888 Νάνοι» από τις Εκδόσεις Φίλντισι, με ασπρόμαυρες εικόνες που ο ίδιος ο συγγραφέας υπογράφει.

Στην ουσία πρόκειται για ένα παραμύθι που έχει τη μορφή μυθιστορήματος και που χρησιμοποιεί τη φαντασία για να αναπτύξει κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.

Μέσα από την καταγραφή των περιπετειών δυο νέων -του Λευκάτα και της Φαγιουμάτα- που αν και ερωτευμένοι, δεν θα τους είναι εύκολο να ενωθούν καθώς πολιτικές και κοινωνικές συμβάσεις θα στέκονται εμπόδιο στην επιθυμία τους αυτή, ο Κωστής Α. Μακρής βρίσκει την ευκαιρία να καταγγείλει πρακτικές όπως αυτές των απολυταρχικών καθεστώτων, της διαφθοράς της εξουσίας, του φυλετικού ρατσισμού, αλλά και να προωθήσει την αξία στην εφαρμογή κοινωνικής συμπαράστασης, αναγνώρισης της ταυτότητας του άλλου, πίστης στα ιδανικά και μαχητικότητα στην εκπλήρωσή τους.

Στην ουσία έχουμε ένα φανταστικό μυθιστόρημα όπου δίπλα στη δράση υπάρχει ο αναστοχασμός.

Και σε μια περίοδο όπου η πλατιά αφήγηση για παιδιά δεν είναι το είδος εκείνο που ιδιαίτερα -δυστυχώς- προωθείται, ο Κωστής Α. Μακρής καταθέτει μια εξιστόρηση που τολμά να ανασαίνει χωρίς το άγχος της σύντομης δόμησης.

Παράλληλα και εδώ -το ίδιο έχει πετύχει και στα προηγούμενα έργα του-  απλώνει την ικανότητά του να κατασκευάζει ονόματα που το καθένα από αυτά έχει τη μοναδικότητα του, καθώς βγαίνουν από τη συνύπαρξη λέξεων που η κάθε μια τους συμβολίζει ένα ή και περισσότερα χαρακτηριστικά του προσώπου που φέρει αυτό το όνομα.

Για παράδειγμα Λευκάτας από το λευκό χρώμα (σύμβολο της αγνότητας), Φαγιουμάτα από τα πορτραίτα με τα εκφραστικά μάτια, Μαυρώπας από το χρώμα το μαύρο (σύμβολο της κακίας), Κρατιστοβία η χώρα με το αυταρχικό πολίτευμα κ.α.

Ένα ιδιαίτερο ανάγνωσμα γραμμένο με προσεχτική χρήση της γλώσσας και εμπνευσμένο από διαχρονικές αξίες και επίκαιρους προβληματισμούς.

Μια ιδιαιτέρως προσεγμένη έκδοση.

 

(300 λέξεις)


https://iporta.gr/%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%bf-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ba%cf%89%cf%83%cf%84%ce%ae-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%bc%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf/

9.1.22

Συνέντευξη στο Liberal

 Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022, 09:00

Μάνος Κοντολέων: «Οι δεσμοί αίματος ίσως να είναι σημαντικότεροι από ότι οι δεσμοί έρωτα ή φιλίας»

Μάνος Κοντολέων: «Οι δεσμοί αίματος ίσως να είναι σημαντικότεροι από ότι οι δεσμοί έρωτα ή φιλίας»

«Τη σημερινή Κλυταιμνήστρα μπορεί κανείς να τη διακρίνει σε κάθε γυναίκα που κακοποιήθηκε από τους άντρες, αλλά και σε κάθε γυναίκα που έκανε το λάθος να θελήσει να ηγεμονεύσει στον όποιο δικό της χώρο με προδιαγραφές αρσενικής ιδεολογίας.» Υποστηρίζει ο Μάνος Κοντολέων μιλώντας μας στο Liberal.gr για το καινούργιο του μυθιστόρημα: «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» ο τίτλος του, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Πατάκη.

«Όπως οι περισσότεροι από εμάς που μόλις ακούσουν το όνομα Κλυταιμνήστρα σκέφτονται ένα φόνο εκδίκησης, έτσι κι εγώ αναζήτησα να μεταφέρω σε ένα δικό μου μυθιστόρημα την ανάπτυξη του χαρακτήρα μιας γυναίκας που για συγκεκριμένους λόγους αποφασίζει να δολοφονήσει τον άνδρα της», μας εξηγεί ο συγγραφέας, αποκαλύπτοντας το πολύπλοκο της υπόθεσης:

«Μα πολύ σύντομα κατανόησα πως η μεγάλη στιγμή της Κλυταιμνήστρας, αυτή που την τοποθετεί στην θέση που κατέχει μέσα στο πάνθεο των τραγικών ηρωίδων, δεν μπορεί να είναι ο φόνος που διέπραξε αλλά η δολοφονία της από τον ίδιο της το γιο. Μια μάνα την ώρα που βλέπει το ίδιο της το παιδί να την σκοτώνει -αυτή ήταν η Κλυταιμνήστρα που εγώ ήθελα να αναπλάσω.»

Πολυβραβευμένος και αγαπημένος συγγραφέας μικρών και μεγάλων, ο Μάνος Κοντολέων, έχει συνδέσει την ενήλικη μυθιστοριογραφία του με θέματα τολμηρά και δύσκολα, με ηρωίδες αγαπημένες κι αλησμόνητες, ενώ τελευταία δείχνει την προτίμησή του σε αρχετυπικά πρόσωπα, όπως η Κασσάνδρα στο προηγούμενο βιβλίο του «Η Κασσάνδρα στην μαύρη άμμο» και η Κλυταιμνήστρα στις «Σκιές της Κλυταιμνήστρας» τώρα:

«Ένα από τα πράγματα που μας έχουν διδάξει οι αρχαίοι τραγικοί είναι και πως ανάμεσα στο καλό και το κακό η απόσταση δεν είναι και τόσο μεγάλη», θα μας πει και θα μιλήσει για πολλά: πρώτα απ’ όλα για το 2022 και την Μικρασιατική του καταγωγή.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κύριε Κοντολέων, μετά την Κασσάνδρα σας (Η Κασσάνδρα στην μαύρη άμμο), η Κλυταιμνήστρα (Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας), σας ελκύουν οι αρχετυπικοί, τραγικοί γυναικείοι ρόλοι, η γυναίκα ως ηρωίδα σας ή η αντανάκλασή τους στα καθ’ ημάς;

Όλα ισχύουν. Τα περισσότερα από τα κεντρικά πρόσωπα των μυθιστορημάτων μου ανήκουν στο γυναικείο φύλο. Στα πρώτα μου βιβλία δεν είχα καταλάβει το γιατί συνέβαινε κάτι τέτοιο. Αλλά κάποια στιγμή και αφού είχα αναπτύξει μυθιστορηματικά και αντρικές προσωπικότητες, επέστρεψα συνειδητά στις γυναικείες περσόνες μιας και μέσα από αυτές έχω την αίσθηση πως κατανοώ καλύτερο την δική μου αρσενική ταυτότητα.

Τώρα τελευταία με τα δυο μυθιστορήματά μου που αναφέρατε, αυθόρμητα σχεδόν στράφηκα προς αρχετυπικούς τύπους γυναικών. Ίσως γιατί χρειάζομαι να εμβαθύνω περισσότερο το πως αισθάνεται και αντιδρά μια γυναίκα κατά τη διάρκεια των αιώνων.

- Δηλαδή, ποια θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η Κλυταιμνήστρα των ημερών;

Τα πρόσωπα που κυριαρχούν στις αρχαίες τραγωδίες έχουν την ικανότητα να παραμένουν ολοζώντανα μέχρι τις μέρες μας -και θα συνεχίσουν έτσι κάπως να αναπνέουν και στο μέλλον- γιατί εκφράζουν διαχρονικές όσο και καθημερινές πλευρές των ανθρώπινων παθών. Τη σημερινή Κλυταιμνήστρα μπορεί κανείς να τη διακρίνει σε κάθε γυναίκα που κακοποιήθηκε από τους άντρες, αλλά και σε κάθε γυναίκα που έκανε το λάθος να θελήσει να ηγεμονεύσει στον όποιο δικό της χώρο με προδιαγραφές αρσενικής ιδεολογίας.

- Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην αρχική σύλληψη; Είναι μια ηρωίδα που είχατε στο νου σας για καιρό; Συνέβη κάτι και ξαφνικά άστραψε μέσα σας;

Όχι δεν την είχα στο νου από καιρό. Αυτήν που από τα νιάτα ζητούσα να πλησιάσω ήταν η Κασσάνδρα- για μένα το σύμβολο της λογικής που δεν μπορεί να πείσει τα παθιασμένα πλήθη. Πάντα επίκαιρο σύμβολο. Αλλά καθώς ο απόηχος του βιβλίου μου «Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο» με περικύκλωνε, αισθάνθηκα πως θα έπρεπε για λόγους δικαιοσύνης να προσφέρω και στην αντίπαλο της Κασσάνδρας την ευκαιρία να μιλήσει. Κι έτσι ξεκίνησα να γνωρίζω την Κλυταιμνήστρα.

- Φαντάζομαι ότι και ο Ορέστης είχε ως έμπνευση ρόλο πρωταγωνιστικό, αλλά και στο βιβλίο σας: Μητέρα και γιος αυτή η παράδοξη, ανερμήνευτη, άλυτη σχέση…

Όπως οι περισσότεροι από εμάς που μόλις ακούσουν το όνομα Κλυταιμνήστρα σκέφτονται ένα φόνο εκδίκησης, έτσι κι εγώ αναζήτησα να μεταφέρω σε ένα δικό μου μυθιστόρημα την ανάπτυξη του χαρακτήρα μιας γυναίκας που για συγκεκριμένους λόγους αποφασίζει να δολοφονήσει τον άνδρα της.

Μα πολύ σύντομα κατανόησα πως η μεγάλη στιγμή της Κλυταιμνήστρας, αυτή που την τοποθετεί στην θέση που κατέχει μέσα στο πάνθεο των τραγικών ηρωίδων, δεν μπορεί να είναι ο φόνος που διέπραξε αλλά η δολοφονία της από τον ίδιο της το γιο. Μια μάνα την ώρα που βλέπει το ίδιο της το παιδί να την σκοτώνει -αυτή ήταν η Κλυταιμνήστρα που εγώ ήθελα να αναπλάσω.

Αλλά τότε δίπλα της ήρθε και στάθηκε αυτός ο γιος -ο Ορέστης. Και η μεγάλη στιγμή ενός άνδρα που δολοφονεί την ίδια τη μάνα του.

Οπότε το μυθιστόρημα μου απέκτησε δυο κεντρικούς φορείς ιδεών και δυο μεγάλες πηγές παθών. Μια όμως άποψη* μια καταγγελία. Την καταδίκη της φυλετικής υφής του άρχειν.

- Κατά την άποψή σας ποια σχέση είναι σχεδόν γόρδιος δεσμός; Η σχέση μητέρας- γιού ή μητέρας- κόρης;

Η κάθε μια ένας αληθινά γόρδιος δεσμός. Μα και επίσης γόρδιοι δεσμοί κι αυτοί πατέρα – γιου και πατέρα – κόρης.

Οι σχέσεις αυτές είναι απόλυτα κομβικές -χαρακτηρίζουν και τους κατιόντες και τους ανιόντες.

Και μιας και μιλάμε για τέτοιους κομβικούς δεσμούς, ας βάλουμε δίπλα και όσους αφορούν τα αδέλφια στις διάφορες παραλλαγές τους.

Τελικά οι δεσμοί αίματος ίσως να είναι σημαντικότεροι -από ψυχαναλυτική πλευρά- απ΄ ότι οι δεσμοί έρωτα ή φιλίας.

- Ο αφηγηματικός λόγος σας θυμίζει – όπως και στην Κασσάνδρα- σύγχρονη τραγωδία, είναι καθαρά ποιητικός. Διεκδικούν τον αφηγητή τους οι ηρωίδες, οι ήρωες; Αυτοί μας υποβάλουν – τρόπο τινά- τον αφηγηματικό ρυθμό;

Κάθε φορά που έχω αποφασίσει να ξεκινήσω ένα νέο μου έργο και ασχέτως αν θα απευθύνεται κυρίως σε μικρής ηλικίας αναγνώστες ή σε ενήλικες, προτού γράψω την πρώτη φράση, πρέπει να έχω αποφασίσει ποιος θα αφηγείται την ιστορία μου.

Ανάλογα, λοιπόν, με την εκάστοτε επιλογή μου, είναι και η επιλογή του αφηγηματικού μου λόγου.

Στις δυο περιπτώσεις που αναφέρετε, επέλεξα αυτή την ποιητική γραφή -περισσότερο ποιητική στην Κασσάνδρα- και την αρκούντως υπαινικτική -κυρίως στην Κλυταιμνήστρα.

- Είχατε εκπλήξεις σ’ αυτό σας το βιβλίο με τον δεδομένο μύθο;

Οι μύθοι που συνοδεύουν αυτά τα πρόσωπα είναι πολλοί και συχνά αντικρουόμενοι μεταξύ τους. Όσο τους μελετάς όλο και περισσότερες διακλαδώσεις τους συναντάς. Κάποτε πρέπει να επιλέξεις και τελικά να στήσεις κι εσύ από αυτούς όλους τους μύθους, ένα και μοναδικό που θα είναι ο δικός σου.

Είναι πάντως κρίμα που Έλληνες γνωρίζουμε τόσο μονοδιάστατα την προϊστορία εκείνων που κατοίκησαν σε αυτόν τον τόπο. Οι πολύπλευρες και συχνά αντικρουόμενες πληροφορίες αν μας γινόντουσαν γνωστές θα είχαμε και μια κάπως περισσότερο ουσιαστική σχέση με το παρελθόν μας. Ένα από τα πράγματα που μας έχουν διδάξει οι αρχαίοι τραγικοί είναι και πως ανάμεσα στο καλό και το κακό η απόσταση δεν είναι και τόσο μεγάλη.

- Αλήθεια, πόσες ηρωίδες γεννήθηκαν στα χέρια σας; Ξεχωρίζετε κάποιαν;

Όπως και πιο πριν είπα, είναι πολλές. Πόσες; Μα δεν μπορώ, ίσως και να μην θέλω να τις μετρήσω. Όπως και δεν τις ξεχωρίζω… Τουλάχιστον δημόσια. Προς το παρόν, πάντως… κανακεύω την Κλυταιμνήστρα.

- Τι είναι εκείνο που έχει μια ηρωίδα που δεν έχει επουδενί ένας ήρωας;

Α, ούτε γι αυτό μπορεί να είμαι βέβαιος. Άλλωστε ρωτάτε ένα συγγραφέα που μεταξύ των άλλων χαρακτήρων που έχει αναπλάσει είναι και ένας ευνούχος όπως και μια λεσβία, αλλά και ένας ομοφυλόφιλος.

- Στην εποχή μας, ξαφνικά, η γυναίκα σα να χάνει έδαφος, τόσες πολλές συζυγοκτονίες, περνάμε ξανά έναν μεσαίωνα όσον αφορά με τη θέση, τη ζωή των γυναικών;

Μεγάλο και βαθύ ερώτημα. Μιας και είμαι από εκείνους που πιστεύουν πως τα ένα φύλο επεμβαίνει στη διαμόρφωση του άλλου, θεωρώ πως ως σύνολο η κοινωνία μας ρέπει προς μια πολλαπλά βίαιη έκφραση που ένα από τα αποτελέσματά της είναι και το φαινόμενο της ακραίας ενδοοικογενειακής βίας.

- Κύριε Κοντολέων, καινούργια χρονιά εν μέσω πανδημίας, μετάλλαξης όμικρον, γυναικοκτονιών, μητροκτονιών, τι περιμένουμε να γεννηθεί το 2022;

Δεν θέλω να εκφράσω -ούτε και να σκεφθώ- τι φοβάμαι πως γεννιέται με τη νέα χρονιά. Προτιμώ να ονειρεύομαι κάτι καλύτερο… Το όποιο καλύτερο. Εδώ που φτάνουμε, ακόμα και η κάθε μικρή νίκη του καλού, είναι στοιχείο ελπίδας.

- Αλλά μικρασιατικής καταγωγής για σας το 2022, φαντάζομαι, θα σημαίνει πολλά….

Όχι πάντως περισσότερα απ΄ ότι σήμαινε για μένα σε όλη μου τη ζωή η μικρασιατική καταγωγή μου.

- Να τελειώσουμε με τα κρατήματά μας στα δύσκολα; Υπάρχουν καταφύγια για τον άνθρωπο; Εσείς στα δύσκολα, τι κάνετε;

Πολύ εγωιστής γίνομαι. Θέλω να επιβιώσω κι έτσι γράφω, διαβάζω και επικοινωνώ με τους αγαπημένους μου.

- Αλλά καλύτερα να τελειώσουμε με μιαν ευχή, έτσι δεν είναι; Εφόσον διανύουμε μαζί τη νέα χρονιά….

Yγεία για όλους. Για όλο τον πλανήτη.

5.1.22

Η Ερωτική αγωγή στον Σίσυφο (τεύχος 19)

 

Τι εστί ερωτική αγωγή;

(Ερωτική αγωγή/ Μάνος Κοντολέων/ Πατάκης, Α΄ έκδοση 2003, Ε΄ έκδοση 2020)

 

Πολλές φορές διαβάζοντας αυτό το βιβλίο αναρωτήθηκα αν η ματιά του είναι η υποκειμενική των πρωταγωνιστών, του Χρήστου και του Άρη Βελλή, ή αν πρόκειται για «καθαρές» απόψεις του τριτοπροσώπου παντογνώστη αφηγητή. Θεωρώ ότι η απάντηση είναι πολύ δύσκολη και μόνο ο ίδιος ο συγγραφέας μπορεί να τη δώσει. Η αίσθηση μου είναι ότι η ενσυναίσθηση του συγγραφέα είναι τόσο ισχυρή που υπάρχει μια παροδική και μερική ταύτιση στις σελίδες του έργου. Πάντως, θα μπορούσα να πω, ότι μέρος αυτών των απόψεων δεν είναι κοινά αποδεκτές, κάτι όμως που δεν αποκλείει φυσικά την πιθανή ορθότητά τους.

   Το έργο όμως σαφώς δεν είναι ουδέτερο. Εγείρει ερωτήματα, μάλιστα καταιγιστικά, σε αρκετά σημεία προκαλεί και αυτό αποτελεί πλεονέκτημα, μια και η λογοτεχνία απευθύνεται σε αναγνώστες.

   Η ανδρική λίμπιντο και η ερωτογενής ματιά των αντρών είναι οδηγοί του και αυτό αυτομάτως το καθιστά υπό μια ιδιαίτερη οπτική γωνία. Γίνεται αισθητό ότι ο αφηγητής είναι άντρας, γιατί δεν θα μπορούσε να εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο μια γυναίκα, ούτε θα διατύπωνε μάλλον αυτές τις θέσεις και αυτό ακριβώς αποτελεί την πρωτότυπη ιδιαιτερότητά του. Η ειρωνική του ματιά το διαπερνάει και το ηλεκτρίζει και κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση, ενώ χαρακτηριστική είναι και η πυκνότητα νοημάτων. Αρκεί να σκεφτούμε πόσο διαφορετικό θα ήταν το βιβλίο αν γραφόταν υπό μερική εστίαση κάποιου άλλου πρωταγωνιστή. Θα ήταν αγνώριστο. Το αντρικό συγγραφικό ύφος είναι η ταυτότητά του.    Οι ήρωές του διασχίζουν την ιστορία και αυτή τους διαποτίζει. Κοινωνία και άνθρωποι είναι μαζί και μαζί προχωρούν. Η μέθοδός του είναι περισσότερο παραγωγική και ελάχιστα επαγωγική, μια  και πάντα στην αρχή του κεφαλαίου, αλλά και διαρκώς εντός  του, σκιαγραφεί το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό κλίμα, που θα αποτυπωθεί ή θα ενεργοποιήσει τις αντιδράσεις των ηρώων.

   Ο συγγραφέας είναι πολίτης του 20ου αιώνα, που γνωρίζει τα γεγονότα και τις προσωπικότητες της εποχής. Διερευνά διαρκώς τη σημειολογία τους, η οποία συχνά είναι υπαινικτική και μεταφορική, και όλα αυτά λειτουργούν αιτιολογικά, για τις συμπεριφορές των ηρώων του, αλλά και για γενικότερα θέματα. Είναι ενίοτε μια φευγαλέα, αλλά σφαιρική ματιά, όλου του αιώνα, με συχνές άμεσες κρίσεις.

   Η αθυροστομία και η ρεαλιστική ωμότητα των σεξουαλικών περιγραφών αποδίδει ένα ιδιαίτερο τόνο στο βιβλίο και στην αξιολόγηση των χαρακτήρων. Οι κεντρικοί ήρωες άγονται από τις σεξουαλικές παρορμήσεις τους (εδώ μας θυμίζει και τους ήρωες του Καραγάτση), τόσο στη συμπεριφορά, όσο και στην κοινωνική νοοτροπία τους, στην κοσμοαντίληψή τους και, εμμέσως, στις συγκαλυμμένες πολιτικές θέσεις τους. Γιατί ακόμα και η έλλειψη της ιδεολογικής τοποθέτησής τους αποτελεί πολιτική θέση, ειδικά όταν ο «προβολέας» φωτίζει, έστω και φευγαλέα, πολιτικές καταστάσεις. Έτσι κινούνται σε έναν κόσμο που βράζει και διακατέχονται από πλήρη αδιαφορία και ατομισμό.

   Αλλάζοντας θέμα, ένα πολύ ουσιαστικό και χαρακτηριστικό στοιχείο της τεχνοτροπίας του είναι ο δηλωτικός τρόπος γραφής. Υπάρχει σαφής έλλειψη εκτενών διαλόγων, η συνεχής αφηγηματική δράση είναι σπάνια, οι περιγραφές στιγμιαίες ή σύντομες και η καρέ-καρέ αποτύπωση της «πραγματικότητας» ανύπαρκτη. Έτσι δηλώνει τις καταστάσεις και τα συναισθήματα («tell») και το βιβλίο μοιάζει με ψηφιδωτό. Η τεχνική αυτή βοηθάει στη γρήγορη και σφαιρική αντίληψη της ψυχολογίας των ηρώων και τη σκιαγράφηση των νοοτροπιών και της κοινωνικής αντίληψης σε σχέση με αυτά. Έτσι δικαίως μπορούμε να πούμε ότι αποδίδει ερωτικά και σεξουαλικά (δύσκολα διαχωρίζονται αυτά τα δύο στο έργο), αλλά και κοινωνικά τον 20ο αιώνα, κάτι που αποτελεί και στόχο του βιβλίου.

  Ας αναφέρουμε επιγραμματικά μερικές ακόμα αφηγηματικές τεχνικές. Α) Συχνή χρήση του προϊδεασμού και της προοικονομίας.

Β) Σύντομες δοκιμιακού τύπου παρεμβάσεις.

Γ) Χρήση σπάνιων λέξεων που ξαφνιάζουν, συχνά αρχαιοπρεπών ή δανεισμένων από την επιστήμη. Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν και λεξιπλασίες ή όροι νεολογισμού (π.χ. «homo faber», σ.313). Γενικά η γραφή του είναι σύνθετη, τόσο από πλευράς λέξεων, όσο, ως ένα βαθμό, και προτάσεων.

Δ) Ανάμιξη αγοραίων και λογίων λέξεων, που κάποτε έχουν στόχο την ειρωνεία.

Ε) Ηδονιστικές περιγραφές, με ρεαλισμό, συχνά με λόγιες λέξεις ή έμμεσες περιφράσεις, που αγγίζουν το γκροτέσκο, μια και δημιουργούν ανάμικτα, ερωτισμό, αηδία, ειρωνεία, μέχρι και παιγνιώδες χιούμορ.

ΣΤ) Και όλα όσα αναφέρθηκαν στο κείμενό μας.

   Νομίζω, κλείνοντας, ότι επιβάλλεται να κάνουμε μνεία για το αγωνιώδες και σε δεύτερη ανάγνωση συμβολικό τέλος. Το κομμάτιασμα του ήρωα, από τους δυνάμει εραστές του, σηματοδοτεί το τέλος του 20ου αιώνα, πραγμάτων που φεύγουν ανεπιστρεπτί και άλλων που έρχονται, που πολλά από αυτά έχουν προαναγγελθεί.

   Το ανοίκειο του συμβάντος, η ευρηματικότητα, η αφηγηματική κλιμακούμενη ένταση και η ποιητική έκφραση και υπαινικτικότητα τού δίνουν αξία. Μοιάζει με την κατακλείδα της ποιήσεως που τραντάζει συθέμελα τον αναγνώστη.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής


Μαρούλα Κλιάφα "Τη νύχτα που το σκυλί μας μεταμορφώθηκε σε λύκο"

 



Η Μαρούλα Κλιάφα είναι μια από τις πλέον στιβαρές παρουσίες της καλής και πολυσήμαντης λογοτεχνίας για μεγάλα παιδιά και εφήβους. Παράλληλα είναι και ιδιαίτερα άξια λαογράφος γύρω από σχετικά θέματα που αφορούν την πατρίδα της Θεσσαλία.

Ανήκει στην ομάδα εκείνων των συγγραφέων που μετά την μεταπολίτευση έδωσαν νέα πνοή στο είδος αυτό της λογοτεχνίας -και με εμπλουτισμό των θεμάτων και με άνοδο της ποιότητας γραφής και με εξαφάνιση του όποιου διδακτισμού.

Συχνά στα βιβλία της ο κοινωνικός προβληματισμός κινητοποιεί τη δράση, όπως επίσης και με τον ίδιο προβληματισμό ‘διαβάζεται’ η Ιστορία.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με το τελευταίο της μυθιστόρημα.

Σε αυτό διαβάζουμε την ιστορία της Αντριάνας, ενός κοριτσιού από τα Τρίκαλα, που έζησε τα προεφηβικά της χρόνια στη δίνη του Εμφυλίου. Η εξιστόρησή της για όσα θυμάται και όσα νομίζει πως θυμάται άλλοτε είναι οδυνηρή σαν εφιάλτης και άλλοτε τρυφερή σαν νανούρισμα.

Με φρέσκια ματιά, χωρίς κομματικές εξαρτήσεις και προκαταλήψεις έχει γραφτεί  ένα (μυθ)ιστόρημα για τον Εμφύλιο στη Θεσσαλία. Ένα αφήγημα όπου δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, πατριώτες και προδότες, νικητές και ηττημένοι, παρά μόνο θύματα. Θύματα και από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές, τα οποία ήταν ταυτόχρονα και θύτες.

Με αυτά, περίπου τα λόγια, το οπισθόφυλλο του βιβλίου μας συστήνει ηρωίδα και θέμα.

Και ο αναγνώστης από τις πρώτες κιόλας σελίδας θα εισχωρήσει μέσα στα συναισθήματα της νεαρής ηρωίδας, θα βλέπει με τα δικά της μάτια, θα ακούει με  τα δικά της αυτιά, θα προβληματίζεται με τον δικό της συχνά αυθόρμητο, συχνά αγχωμένο, συχνά τρομαγμένο, συχνά αισιόδοξο τρόπο σκέψης.

Και εδώ ακριβώς εντοπίζει κανείς την ποιότητα της γραφής και της όλης σύνθεσης του έργου.

Η Μαρούλα Κλιάφα δεν κάνει το λάθος, επειδή απευθύνεται κυρίως σε παιδιά, να φορτώσει την ιστορία της με πληροφορίες που είναι εκτός της όποιας λογοτεχνικής σύνθεσης. Οι αναγνώστες, ταυτισμένοι με την ηρωίδα, θα ανακαλύπτουν, θα κατανοούν ή όχι όλα όσα ένα παιδί ανακαλύπτει, κατανοεί ή όχι από τα γεγονότα που ζει το ίδιο.

Οι εμπειρίες του αναγνώστη θα είναι οι εμπειρίες της ίδια της Αντριάνας. Πρόσωπα (Στάλιν, Ζαχαριάδης, Ζέρβας κ.α), εμπόλεμες ομάδες (Δημοκρατικός Στρατός, Χίτες κλπ) καταγράφονται μέσα στις αράδες της εξιστόρησης με το ίδιο τρόπο που καταγράφονται στα ακούσματα ενός παιδιού εκείνης της περιόδου. (Στις τελευταίες σελίδες υπάρχουν οι σχετικές σημειώσεις για όσους θα ενδιαφερθούν να έχουν περισσότερες πληροφορίες)

Παράλληλα με ένα ολοζώντανο τρόπο περιγράφεται η καθημερινότητα της παιδικής ηλικίας έτσι όπως βιώνεται σε κάθε εποχή και κάτω από τις όποιες συνθήκες -τα παιχνίδια, οι παρέες, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.

Κι όμως η κάθε εποχή δεν είναι παρόμοια με μια άλλη. Οπότε δίπλα σε όλα αυτά, υπάρχει ο θάνατος, ο φόβος, η σπιουνιά, ο διχασμός.

Μέσα σε τέτοιες αντιφατικές συνθήκες η Αντριάνα μεγαλώνει και η Μαρούλα Κλιάφα ενεργοποιεί το συγγραφικό τέχνασμα να μας φανερώσει πως η όλη εξιστόρηση γίνεται μεν από την ίδια την ηρωίδα, αλλά όταν πια αυτή είναι ενήλικη και ανασκαλεύει μνήμες και αρχεία, αναζητά μαρτυρίες επιζώντων ώστε να τεκμηριώσει τις όποιες αναμνήσεις της.

Μυθιστόρημα αντικειμενικό, αλλά και με πάθος γραμμένο. Η αντικειμενικότητα του κατασταλαγμένου ενήλικα σε συνδυασμό με το πάθος ενός παιδιού που εξαναγκάζεται να προχωρήσει με βίαιο τρόπο προς την ενηλικίωση.

Ένα (μυθ)ιστόρημα που θα ήταν ένα αποτελεσματικό βοήθημα στα χέρια του κάθε ενήλικα ο οποίος θα ήθελε να βοηθήσει τους νέους να μάθουν με τρόπο ζωντανό και αντικειμενικό μια περίοδο της ιστορίας μας που επηρεάζει ακόμα και σήμερα τον τόπο μας.

(550 λέξεις)

 https://diastixo.gr/kritikes/efivika/17552-skili-liko

2.1.22

Παραμύθια Vs Videogames: Δυο διαφορετικές μορφές τέχνης και αφήγησης με κοινά σημεία

 

Μάνος Κοντολέων: Να συνεχίσουν οι νέες γενιές να θέλουν να επικοινωνούν μέσα από την όποια μορφής αφήγηση

Το παραμύθι -αυτό που μάθαμε να θεωρούμε παραμύθι και που με αυτό μεγαλώσανε γενιές και εξακολουθούν να μεγαλώνουν- είναι ο διάδοχος του λαϊκού παραμυθιού, μιας δηλαδή ανώνυμης αφήγησης που είχε ως στόχο της -αρχικό στόχο της- να μεταφέρει τις εμπειρίες του ενός προς τους άλλους.
Η αφήγηση, λοιπόν, με την έννοια της μετάδοσης συναισθημάτων και γνώσεων υπήρξε ο λόγος δημιουργίας του παραμυθιού.
Και στα πλαίσια των μικρών κοινωνιών εκείνων των παλαιών ετών ήταν λογικό η αφήγηση παραμυθιών να στηρίζεται στη φαντασία. Ότι, ο άνθρωπος δεν κατανοεί με τη λογική, προσπαθεί να το πλησιάσει και να το κατακτήσει με τη φαντασία.
Καθώς οι κοινωνίες εξελίχθηκαν, το παραμύθι απέκτησε επώνυμους δημιουργούς, η φαντασία του λειτουργούσε πλέον και ως κοινωνική κριτική, αλλά και ως ψυχαναλυτική ανασκαφή.
Στις μέρες μας, το παραμύθι έχει περιοριστεί ως μια τεχνική αφήγησης προς τα μικρά παιδιά, ενώ για τους ενήλικες πολύ συχνά παίρνει τους όρους μιας εξιστόρησης μαγικού ρεαλισμού.
Οι ήρωές του ανασκευάζονται, εκσυγχρονίζονται, συχνά χρησιμοποιούνται και ως διαφημιστικοί πόλοι έλξης.
Αλλά ακόμα κι έτσι παραμένει ένας τρόπος επαφής μικρών παιδιών και ενήλικες.
Παράλληλα όμως η τεχνολογία έχει προχωρήσει πολύ στην ανάπτυξη των χρήσεων της εικόνας. Και όπως η εποχή μας, αλλά και αυτές που θα τη διαδεχτούν, στην τεχνολογία και στα μέσα της θα στηρίζονται ολοένα και περισσότερο, θεωρώ βέβαιο το γεγονός πως η αφήγηση που κάποτε γινότανε με τις λέξεις, θα γίνεται με την εικόνα.
Με άλλα λόγια ας προετοιμαστούμε να αποδεχτούμε μια νέα παραλλαγή της γιαγιάς που λέει παραμύθια, με μια γιαγιά που παίζει με το εγγόνι της ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Με χαροποιεί μια τέτοια εξέλιξη; Δε νομίζω πως έχει την όποια σημασία η δική μου ή του όποιου άλλου στάση. Ο κόσμος προχωρά τις περισσότερες φορές ερήμην μας.
Να θυμηθώ τις αντιδράσεις πολλών, πάρα πολλών στη δεκαετία του ’90 ως προς τη χρήση των κινητών τηλεφώνων. Σήμερα το κινητό αποτελεί προέκταση της ύπαρξής μας. Ίσως όχι μόνο προέκτασης μα και επιβεβαίωσής της.
Αυτό που αξίζει να ευχηθούμε και που ακόμα περισσότερο αξίζει να προσπαθήσουμε είναι το να φροντίσουμε οι άνθρωποι να συνεχίσουν να έχουν την ανάγκη και οι ίδιοι να αφηγούνται και το ίδιο να απολαμβάνουν τις αφηγήσεις άλλων.
Πολλά από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια -ίσως και όλα- έχουν δομηθεί πάνω σε μια αφήγηση.
Συχνά αυτή η αφήγηση μπορεί να είναι βίαιη. Αλλά ας σκεφτούμε πόσο βίαιη υπήρξε η αφήγηση των παθών του Κοντορεβυθούλη ή και της Κοκκινοσκουφίτσας.
Αντιπαλότητα ανάμεσα στο παραμύθι και το videogame δεν βλέπω να υπάρχει. Αυτό που με απασχολεί είναι να συνεχίσουν οι νέες γενιές να θέλουν να επικοινωνούν μέσα από την όποια μορφής αφήγηση.

(420 λέξεις)
https://www.newsbomb.gr/synenteyxeis/story/1268636/paramythia-vs-videogames-dyo-diaforetikes-morfes-texnis-kai-afigisis-me-koina-simeia?fbclid=IwAR2SgMmYhgQH7K9Q6pf_tIfhMYdX3rXipPvemcl5JVeVwnFIYatz8Xf4HRw