6.2.16

Δάχτυλα πάνω στο σώμα της - η Πόλυ Μηλιώρη για το μυθιστόρημα...









Η Πόλυ Μηλιώρη παρουσιάζει  στο βιβλιοπωλείο «Σπόρος»,

Κηφισιά, 3 Φεβρουαρίου 2016.


Καλησπέρα σας.
Συνήθως, όταν, όπως απόψε, συμμετέχω σε  παρουσίαση βιβλίου,   δύο ομιλητές πλαισιώνουμε το συγγραφέα. Συχνά,  ο συγγραφέας είναι, όπως απόψε, ο Μάνος Κοντολέων. Συνήθως, ο Μάνος επιλέγει έναν άντρα και μια γυναίκα να μιλήσουν για το νέο του έργο.  Γι’ αυτό και συνήθως, παίρνω το λόγο πρώτα εγώ.  Η μακρόχρονη  δημοσιογραφική εμπλοκή μου με το φεμινιστικό κίνημα του 20ου αιώνα δε με γλίτωσε από τον παραδοσιακό «σεβασμό», του « προηγούνται οι κυρίες». Μα να που  στην αποψινή κουβέντα μας, προηγούμαι όχι λόγω φύλου, μα λόγω ηλικίας. Η ταλαντούχα συγγραφέας ‘Έλενα Μαρούτσου, που περιμένει σεβαστικά,  έχει την ηλικία της κόρης μου. Κι δύο μας οικοδέσποινες  σ’ αυτό το θαυμάσιο βιβνλιοπωλείο είναι νεαρότατες. Σπόροι!       
Κι έχει γυρίσει τούμπα ο κόσμος. Και μόνο  ο Μάνος  επιμένει να αρδεύεται συγγραφικά από τον παιδικό κι εφηβικό  εαυτό του, υπερασπίζοντας, όπως και στο τελευταίο του μυθιστόρημα , το «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της»,   δύο αρχές του :
Η πρώτη; Η λογοτεχνία δεν χωρίζεται σε λογοτεχνία για παιδιά και  νέους και σε λογοτεχνία για ενήλικες.
Η δεύτερη αρχή του αφορά την ανθρώπινη  σεξουαλικότητα, που είναι αυτή που είναι* που δεν έχει σχέση  με το γενετικό φύλο* που δεν κρίνεται, μα περιγράφεται* που δεν προσφέρεται, αλλά ανακαλύπτεται.       

Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,
‘Οσα είπα για το μοίρασμα των ρόλων σ’ αυτό το πάνελ, δεν είναι βέβαια η απόλυτη αλήθεια. Η Έλενα κι εγώ ορίσαμε  έτσι τη σειρά των ομιλιών μας για άλλους λόγους. Ωστόσο, ψήγματα αλήθειας υπάρχουνε  σε κάθε επιλογή. Κι όσο κι αν μας πονάνε--- γιατί ασφαλώς πονάει το πέρασμα του χρόνου --- πάντοτε έχουν να μας δώσουν φρέσκα   μηνύματα για τη ζωή που μοιραζόμαστε με τους πιο νέους. Εάν  εγώ μιλήσω για  τον γκαρδιακό μου φίλο  και τη συγγραφική πορεία του, η Μαρούτσου θα  δει το «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της»   από τη σημερινή  φεμινιστική οπτική γωνία.
Καθώς , όταν στην ηλικία της --- κι από πολύ πιο νέα --- έγραφα και μιλούσα για την γυναικεία χειραφέτηση, γνώριζα βέβαια  τη σχέση του κινήματος με την ομοφυλοφιλία,  όπως αυτό αναπτυσσόταν  κυρίως στην Αμερική του ’60. Μα δημοσιογραφούσα στην Ελλάδα  του ’70 και του ‘80, όπου το κύριο ζήτημα των γυναικών ήταν η  νομική ισότητα μεταξύ  των δύο φύλων. Και το κρυφό, ανομολόγητο μα τυραννικό υστέρημα της γυναικείας σεξουαλικότητας ήταν η υποταγή στον  ανδρικό κώδικα. Στα δάχτυλα --- για ν’ ακουμπήσω το θέμα του βιβλίου --- που έπαιρναν απ’ το σώμα και την ηδονή όχι ό,τι ήθελε να δώσει Εκείνη, αλλά ό,τι πίστευε επί χιλιετίες πως δικαιούτανε Εκείνος.  Κι αργότερα, στα μυθιστορήματά μου, αυτή η κραυγή ενάντια στην βία  καταγράφηκε και καταγράφεται ως τώρα, ενώ στα διηγήματα της ‘Ελενας Μαρούτσου κοχλάζουνε καινούργιες αγωνίες.        
Κι ο Μάνος Κοντολέων συνεχίζει ν’ αφουγκράζεται  τις γυναίκες ηρωίδες του στις νεανικές  κραυγές τους. Συνεχίζει να γράφει για την υγρασία των εσωρούχων τους* να καταγγέλλει την άρνηση της κοινωνίας να την αποδεχτεί* να τις κρατά απ’ το χέρι, όχι για να τις «συνετίσει» , μα για να δώσει φωνή  σε όσα μυστικά αναπνέουν μέσα τους.
Τόσο με τα προτελευταία μυθιστορήματά  του «Μέλι κόλλησε στα χείλη» και «δυο φορές άνοιξη», όσο και με το τωρινό, το «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της», αυτό κάνει: Παρακολουθεί την ενηλικίωση --- καθώς, μυθιστορήματα ενηλικίωσης είναι και τα τρία --- της Μέλως  της Ανθής και της Λίας --- που πάει να πει: Την πορεία από το δοτό,  στο αυθεντικό της ταυτότητας.  Και παρακολουθεί αυτή την επώδυνη ενηλικίωση --- κάτι που έτσι ή αλλιώς κάνει κάθε μυθιστόρημα  με νεαρούς  πρωταγωνιστές --- δίχως τη ταμπέλα  «Μυθιστόρημα για ανήλικους αναγνώστες.
Έχω  βέβαια ήδη πει ότι  αυτή είναι μια    από τις αρχές που έχει διαμορφώσει ο Κοντολέων με τα πάμπολλα βιβλία του. Τώρα  θα  πω δυο λόγια και για την άλλη του αρχή, τη σχετική με τη  σεξουαλική ταυτότητα .   
Με το δοκιμιακό  μυθιστόρημά του «Ερωτική αγωγή» που κυκλοφόρησε  από τις εκδόσεις Πατάκη το 2003, ο Μάνος  συμπλήρωνε , λες, την κατάθεση της προσωπικής του οπτικής για τον ερωτισμό* μια οπτική που είχε εκφραστεί λυρικά  τόσο με το «Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας» το 1996 όσο και με το αξεπέραστο κατά την γνώμη μου, μυθιστόρημά του «Ιστορία Ευνούχου» το 2000. ‘Έτσι, με το «Ερωτική αγωγή» καταπιάστηκε να σχολιάσει   τη  στάση ολόκληρου του 20ου αιώνα απέναντι στον ερωτισμό, που τον ονόμαζε «έρωτα»,  αντιπαραθέτοντας τις  βιογραφίες των πρωταγωνιστών του με την κοινωνική εξέλιξη μέσα στον αιώνα. Για τις τολμηρότατες   περιγραφές των ερωτικών πράξεων  χρησιμοποίησε   ως πέπλο αιδούς  αγοραίες μεν αλλά αρχαιότατες λέξεις, και για τις περιγραφές   των διαδεχόμενων κοινωνικών καταστάσεων κατέφυγε   σε δοκιμιακές παραγράφους, όπου οι επιστημονικές και καλλιτεχνικές κατακτήσεις  σηματοδοτούσαν και τις αλλαγές στην ερωτική αγωγή των ανθρώπων.
Συγγραφέας που δοκιμάζει συνεχώς νέες φόρμες, ψηλαφεί  τη σεξουαλικότητα του νέου αιώνα σε σύντομα και αφαιρετικά διηγήματα το 2006, με τον τίτλο «Σχεδόν έρωτας», για να  φτάσει το 2013 στο «Μέλι κόλλησε στα χείλη» και το 2014 στο «Δυο φορές ‘Άνοιξη»  σ’  έναν εκφραστικό τρόπο που συνεχίζεται και στο «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της»:
‘Έναν τρόπο που  ο Κοντολέων τον έχει καλά ασκήσει στα μυθιστορήματα για νέους: Την γραμμική αφήγηση  της εσωτερικής περιπέτειας  από την παιδική αθωότητα στην εφηβική αμφισβήτηση, και τελικά στην αυτοκατάφαση του αληθινού ενήλικου εαυτού. . 
Την  αφήγησή του αυτή την κάνει με δημοσιογραφική προσέγγιση, προσέχοντας ιδιαίτερα  το πραγματολογικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν οι σύγχρονοι νέοι, ανάλογα βέβαια με την κοινωνική και μορφωτική τους καταγωγή.
Στο «Δάχτυλα στο σώμα της» το περιβάλλον είναι η πολύβουη  Αθήνα, η πανεπιστημιακή Θεσσαλονίκη, οι  ανήλιαγες γκαρσονιέρες και τα  λουξ μεσοαστικά διαμερίσματα, οι παρόντες και απόντες γονείς, τα τραγούδια των νυχτερινών μπαρ και των περιθωριακών κουτουκιών, νεαρές μητέρες κι  εναλλακτικές απαντήσεις στην κάθε είδους κρίση, ετερόφυλα  και τα ομόφυλα ζευγάρια σε εναλλαγή, οι μισοτελειωμένες φράσεις κλισέ, αλλά κι οι  επιχειρούμενες εξομολογήσεις. Και βέβαια το εύρημα των δαχτύλων, που πότε  αρπαχτικά, πότε βελούδινα,   διασχίζουν και εμβολίζουν το σώμα.
Να πώς τα βλέπει αυτά τα δάχτυλα η Λία, όσο οι πελάτες κι οι πελάτισσές της στο οδοντιατρείο, τα αφήνουν ακίνητα στις ποδιές τους.
Σελ326-327 Διαβάζω :  
Φίλες και φίλοι, 
Μόλις υποστήριξα ότι ο Κοντολέων αφηγείται τον κόσμο του τελευταίου του Μυθιστορήματος δημοσιογραφικά. Χωρίς δηλαδή να κρίνει, χωρίς να στοχάζεται, χωρίς να υπονοεί. Την παρακολούθηση  όμως της εσωτερικής πορείας της ηρωίδας του κατά τον  μυθιστορηματικό χρόνο,  την ασκεί σα σκηνοθέτης και σα   ψυχολόγος. Παρατηρεί και περιγράφει κάθε κίνηση της Λίας, λες σε slow motion, ώστε να μη ξεφύγει στιγμή το μάτι του αναγνώστη από πάνω της. Παρακολουθεί και περιγράφει   κάθε αίσθησή της  --- όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση, και κυριότατα αφή --- ώστε να συμπεράνουμε τις ανεπαίσθητες αλλαγές της αυτογνωσίας της.
Ώστε, εξωτερικοί μάρτυρες, εμείς, να την βοηθήσουμε  να παραδεχτεί τελικά τη λεσβιακή της κλίση και  να την αναγγείλει πρώτα στη μάνα κι ύστερα στο σύζυγο.
 Γιατί,    όπως πάντα συμβαίνει στα μυθιστορήματα ενηλικίωσης, η κουρτίνα της αλήθειας δεν τραβιέται αιφνίδια και δραματικά. Δεν έρχεται η στιγμή να τα πάρει και να τα σηκώσει όλα, και να δείξει τα πράγματα αλλιώς. Η διεργασία ωρίμασης και παραδοχής γίνεται βαθμιαία, βασανιστικά* και για τους έξω απ’ τη ψυχή του πάσχοντα,  γίνεται ανεπαίσθητα.
Μα γιατί πάσχουσα η νεαρή Λία Λυγερού; Και ποια είναι αυτή η Λία;
Είναι το κοριτσάκι της διπλανής μας πόρτας  --- για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του συρμού* μια απ’ αυτές τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Κοντολέων, προκειμένου να δώσει στο μυθιστόρημά του την αληθοφάνεια της καθημερινότητας. Είναι η μοναχοκόρη δυο αγαπημένων μεσοαστών γονιών, αναθρεμμένη με τις ελευθερίες και τους περιορισμούς της εποχής μας. Τελειώνοντας  το Λύκειο, σπουδάζει  στην   Οδοντιατρική Θεσσαλονίκης, φεύγοντας από το πατρικό σπίτι, δίχως δράματα κι εξάρσεις.
‘Όλα φαίνονται κανονικά, πάνω στο μέτρο, χωρίς ανταρσίες ιδεολογικές, χωρίς πνευματικές, μήτε και μεταφυσικές  ανησυχίες. 
Σας Διαβάζω
σελ163 –164, 145
Ιδρώνει.  Αφού, η μέγιστη αγωνία που κατατρώει νου και ψυχή, μπορεί να μην  είναι αυτή των σπουδών και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, όπως σε πολλά από τα βιβλία για νέους που έχει καταθέσει ο συγγραφέας* μπορεί να μην είναι η τάση προς την Τέχνη και το στοχασμό, όπως στο βραβευμένο του μυθιστόρημα «Μάσκα στο φεγγάρι». Μπορεί να μην είναι η απομυθοποίηση των γονιών, όπως με τραγικότητα συμβαίνει στο «Ανίσχυρος Άγγελος»* μπορεί να μην είναι η δυσκολία ένταξης  στη νεολαία της εποχής, όπως στο «Ροκ Ρεφρέν», ούτε η έγνοια της αποκατάστασης  δια του γάμου, που κατάφαγε την πρωταγωνίστρια του «Μέλι κόλλησε στα χείλη», και τινάζεται στον αέρα από εκείνη του «Δυο φορές Άνοιξη»,  στα πρώτα από τα μυθιστορήματα  ενηλικίωσης που ο εκδότης δεν κατέταξε σε ηλικιακή σειρά αναγνωστών.
‘Όμως η Λία, που, όπως είπαμε, έχει όλα τα καλά του κόσμου και καμιά ανησυχία άλλη από το πού τη σπρώχνει  ερωτικά η φύση,  στην πραγματικότητα βιώνει τη μεγαλύτερη  αγωνία. Γιατί ακριβώς πρόκειται για  υπαρξιακή αγωνία.
Κι αυτή δεν χτυπά μόνο τους άντρες ή τις γυναίκες, δεν χτυπά μόνο τους έξυπνους και τις έξυπνες, τους καλλιεργημένους  και τις καλλιεργημένες,  τους εύπορους και τις εύπορες, τους φτωχούς  και τις φτωχές. Η υπαρξιακή αγωνία --- το ποιά είναι δηλαδή η ταυτότητά μου --- που τρέφεται από ορμόνες και μνήμες, από αισθήσεις και συλλογισμούς, από τυχαία ή επιδιωκόμενα περιστατικά* η υπαρξιακή αγωνία είναι η μήτρα κάθε ανθρώπου.  
Για να γεννηθούμε  ενήλικοι και ταιριαστοί με το μέσα και τον  γύρω μας κόσμο πρέπει να ζήσουμε τον θάνατο του ετεροπροσδιορισμού. Πρέπει να ξεχάσουμε τα σκληρά  κι άκαμπτα δάχτυλα του πατέρα, να συμφιλιωθούμε με την ιδέα της μάνας που συνουσιάζεται τα Κυριακάτικα μεσημέρια, να αποποιηθούμε τον  ανάρμοστο γάμο, να    αγαπήσουμε τον φίλη ή την φίλη με σώμα ή καρδιά ή με τα δυο μαζί.          
Ο Μάνος Κοντολέων  είναι άνθρωπος πεισματάρης και μεθοδικός. Έχοντας αφήσει --- προς λύπην κάποιων αναγνωστών  του, κι εμού συμπεριλαμβανομένης --- έχοντας  περιορίσει   τη λυρικότητα και την αφαιρετική γραφή στα παραμύθια του, τα τελευταία χρόνια γράφει   ρεαλιστικά μυθιστορήματα, ριζωμένα στην καθημερινότητα της εποχής μας.
Πάντοτε ιδεολογικά ανοιχτός στο διαφορετικό* πάντα πολέμιος της όποιας αδικίας,  στο «Δάχτυλα άνω στο σώμα της» στρέφει το μεγεθυντικό φακό του συγγραφέα  σε μια καθημερινότητα που  ασφαλώς δεν βιώνεται από   την πλειονότητα των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, της εποχής μας. Αριθμητικά, οι ετεροφυλόφιλοι υπερισχύουν.
«Αλλά μόνον αριθμητικά* μόνο στατιστικά», μοιάζει να δηλώνει ο  δημιουργός της Λίας και των άλλων γυναικών που  την  πλαισιώνουν στις ερωτικές της αναζητήσεις. 
 Αλλά η στατιστική ουδέποτε ενδιέφερε τη Μυθοπλασία. ‘Όπως δεν ενδιαφέρει την ατομικότητά μας.  ‘Έτσι η Λία, έτοιμη πια να πετάξει στην Μασσαλία, για να σμίξει με την αγαπημένη της,
«από τη τσάντα που μοιάζει με μαθητικό σακίδιο, βγάζει το πορτοφόλι της,» μας λέει ο Μάνος που την παρακολουθεί σε 410 σελίδες.
‘Έτσι τελειώνει το βιβλίο :
«Ψάχνει», μας λέει.
«Και  με τα δικά της δάχτυλα κρατά την ταυτότητά της».