16.3.16

Μυθιστόρημα Ενηλικίωσης: από το Bildungsroman στο Crossover Novel»

Μας αρέσει να μας αφηγούνται ιστορίες.
Η λογοτεχνία μια αφήγηση είναι.
Και με μια διαχρονικά κεντρική  παρουσία, δύο είναι τα βασικά θέματα αφήγησης: ο έρωτας και η ταυτότητα.
Και αν με το ερωτικό συναίσθημα το Εγώ επικοινωνεί με το Εσύ, με την ανάγκη αναγνώρισης της ταυτότητας του το Εγώ ανακαλύπτει τη σχέση του με τους άλλους.
Ο έρωτας μας έχει χαρίσει μεγάλες ερωτικές αφηγήσεις.
Η αναζήτηση της ταυτότητας μας έχει προσφέρει καταγραφές πορείας προς την ενηλικίωση.
Μας χάρισε το μυθιστόρημα ενηλικίωσης, το Bildungsroman, όπως διεθνώς αποκαλούμε αυτό το είδος λογοτεχνικής αφήγησης και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μυθιστορηματική καταγραφή της πορείας ενός νεαρού ατόμου προς την ατομική  του και συνειδητή του ενσωμάτωση στον κόσμο των ενηλίκων.
Μια πορεία συνήθως επώδυνη και συχνά ανατρεπτική ως προς τις κοινωνικές νόρμες. Που όμως τελικά οδηγεί το κεντρικό πρόσωπο του έργου να βρει τη θέση του μέσα σε ένα κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο.
                                                          *********
Εκείνα τα λαϊκά παραμύθια όπου περιγράφουν τις περιπέτειες ενός νέου για να βρει άλλοτε το Αθάνατο Νερό κι άλλοτε τη φωλιά κάποιου Δράκου που κρατά φυλακισμένη την Πεντάμορφη, αφηγήσεις ενηλικίωσης ήταν.
Αργότερα, όταν πια το μυθιστόρημα κατακτά την πρωτεύουσα θέση μιας αφηγηματικής σύνθεσης, και πάλι αναζητά τις εμπνεύσεις του στην πορεία προς μια ενηλικίωση.
Και μπορεί ο όρος Bildungsroman να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά εκεί λίγο πριν το 1820, αλλά στην ουσία το είδος αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε πως έχει πριν πολλά χρόνια υπάρξει.
Η επική σύνθεση Parzival του  Wolfram von Eschenbach (αρχές 13ου αιώνα) μια αφήγηση ενηλικίωσης ήταν.
Όπως και το «Οι περιπέτειες του Τηλέμαχου»  του Φρανσουά  Φενελόν (1699) παρά τον έντονο διδακτισμό του, ως μυθιστόρημα ενηλικίωσης μπορεί να καταγραφεί.
Και καθώς εξερευνούμε τα λογοτεχνικά κείμενα του 18ου αιώνα  μπορούμε να εντοπίσουμε σαφέστατα πλέον δείγματα μυθιστορημάτων ενηλικίωσης – «Οι περιπέτειες του Τομ Τζόουνς, ενός έκθετου», του Χένρυ Φίλντιγκ (1749), «Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντι κυρίου από σόι» του Λώρενς Στερν (1759) , «Αιμίλιος ή περί Αγωγής»» του Ζαν Ζακ Ρουσώ (1763).
Ο επόμενος αιώνας, ο 19ος, είναι ο αιώνας όπου θεμελιώνεται η κυριαρχία του μυθιστορήματος και μαζί του οριστικοποιείται αυτό που θα δώσει το βασικό περιεχόμενο στον όρο ‘μυθιστόρημα ενηλικίωσης’ και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Από το «Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ (1830), τις «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς (1861) και την «Αισθηματική Αγωγή» του Φλομπέρ (1869) στον «Μεγάλο Μωλν» του Φουρνιέ (1913), μα και στα «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία» του Τζέημς Τζόυς (1916) και «Ντέμιαν» του Χέρμαν  Έσσε (1919), από τον «Φύλακα της σίκαλης» του Σάλινγκερ (1951) και  το «Αντίο Κολόμπους» του Φίλιπ Ροθ (1959) στο «Ξέρω γιατί κελαηδά το πουλί στο κλουβί» της Μάγια Άγγελου (1970) –για να αναφέρω μόνο λίγα από τα μυθιστορήματα ενηλικίωσης- η αναζήτηση της ταυτότητας του νέου ανθρώπου σηματοδοτεί τη πλοκή και σκιαγραφεί την προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα.
Παρόμοια έργα θα συναντήσουμε και στην ελληνική λογοτεχνία, κυρίως από συγγραφείς της γενιάς του’ 30 και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Να θυμίσω, έτσι κάπως πρόχειρα,  τον ‘Λεωνή’ του Θεοτοκά (1940), τα ‘Ψάθινα καπέλα’ της Μαργαρίτας Λυμπεράκη (1946), την ‘Ερόϊκα’ του Κοσμά Πολίτη (1938) μα και το «Στου Χατζηφράγκου’ (1962) του ιδίου, όπως βέβαια και τα έργα του Μενέλαου Λουντέμη.
Μια πολυπληθής κατηγορία μυθιστορημάτων ενηλικίωσης που κάποια στιγμή θα μετονομαστούν –μα και μετεξελίχθουν- πρώτα σε μυθιστορήματα για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και αργότερα σε μυθιστορήματα cross over.
                               **************
Αν όχι μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, σίγουρα πάντως μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του, η λογοτεχνία γραφότανε για να διαβαστεί από ενήλικες.
Στα παιδιά και στους εφήβους προσφέρονται προς ανάγνωση ηθικοπλαστικά κείμενα που στόχο τους –συνειδητό ή όχι- είχαν όχι την αποκάλυψη της ταυτότητας, μα αντίθετα την όσο πιο αργότερα γινότανε ανακάλυψή της.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος θα φέρει μεγάλες ανακατατάξεις και στις απόψεις για το τι πρέπει αν θεωρούμε ως λογοτεχνία για παιδιά και νέους.
To 1953 ιδρύεται η IBBY –Διεθνής Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα- και το ανήλικο άτομο αναγνωρίζεται πως έχει και αυτό δικαίωμα σε μια καθαρή και δίχως παιδαγωγικές στρεβλώσεις λογοτεχνία, που θα το αφορά άμεσα.
Το μυθιστόρημα ενηλικίωσης μέσα σε αυτό το κλίμα καλείται να παίξει ένα πλέον συγκεκριμένο ρόλο.
Ανάμεσα στο παιδί και τον έφηβο αναγνωρίζονται πλέον συγκεκριμένα όρια και αναζητείται η αφήγηση εκείνη που θα στρέφει κατά κύριο λόγο τη ματιά της άλλοτε στο ένα κι άλλοτε στον άλλον.
Το 1974 κυκλοφορεί το βιβλίο του Ρόμπερτ Κόρμιερ «Ο πόλεμος της σοκολάτας» και πιστεύω πως την ίδια στιγμή δημιουργείται μια νέα –εκδοτικών προδιαγραφών- κατηγορία λογοτεχνικών έργων. Αυτή που σήμερα έχει πλέον καθιερωθεί με την ονομασία young adults literature και που με μια ελληνική ελεύθερη μεταφορά της θα μπορούσαμε να την πούμε: λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες.
Τα μυθιστορήματα που θα ενταχθούν σε αυτή την κατηγορία, εκδοτικά προωθούνται προς ένα νεανικό κοινό.
Ήδη οι ανάγκες της αγοράς από τη μια, αλλά και η εξειδίκευση της σχέσης λογοτεχνίας και παιδαγωγικής από την άλλη,  δημιουργούν πρώτα και καλύπτουν αμέσως μετά την ανάγκη να υπάρχουν έργα που θα απευθύνονται σε συγκεκριμένες ηλικιακά ομάδες αναγνωστών.
Ανάμεσα στο εικονογραφημένο βιβλίο, στη λογοτεχνία για παιδιά και σε αυτή για ενήλικες, έρχεται να καθιερωθεί η λογοτεχνία για εφήβους και νέους, αυτή που πλέον συγκεκριμένα θα χαρακτηρισθεί ως λογοτεχνία  για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες.
Τα μυθιστορήματα, λοιπόν,  αυτής της κατηγορίας στην ουσία είναι μυθιστορήματα ενηλικίωσης. Μόνο που πλέον οι νόμοι της αγοράς επιβάλλουν να διαχωρίζονται από όσα άλλα ασχολούνται με διάφορα άλλα θέματα που απασχολούν κυρίως ή και μόνο τους ενήλικες.
Για πάνω από τριάντα περίπου χρόνια η λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες δημιουργεί σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα.
Εκτός από τον Κόρμιερ, παρουσιάζονται, και καθιερώνουν την ποιότητα αυτών των έργων, συγγραφείς όπως ο Μέλβιν Μπέρτζες, η Μύριαμ Πρέσσλερ, η Τζόυς Κάρολ Όουτς, ο Έιβι, ο Ντέιβντ Όλμοντ, η Τζούντυ Μπλουμ, ο Πήτερ Ντίκινσον, ο Φίλιπ Πούλμαν, η Σίλια Ρις κ.α.
Στην Ελλάδα έχουμε όλα σχεδόν τα μυθιστορήματα της Ζωρζ Σαρρή, και κάποια άλλων σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων (Κοντολέων, Ψαραύτη, Μάστορη, Τίγκα, Παπαθεοδώρου, Μανδηλαράς κ.α). Μα η κοινωνική δυσκαμψία της ελληνικής ζωής δεν επιτρέπει μια ολοκληρωμένη και σε ένα ουσιαστικά γενικευμένο βαθμό ανάπτυξη αυτού του είδους. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα ελληνικά έργα για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες ή ασφυκτιούν ή αυτόβουλα εντάσσονται μέσα στα όρια της εφηβικής / νεανικής λογοτεχνίας
                                                     **********
Με την είσοδο του 21ου αιώνα και με τις νέες δομές ανάπτυξης της διακίνησης και προώθησης της λογοτεχνίας τόσο των ενηλίκων όσο και των νέων, επιβάλλονται έξωθεν και άνωθεν νέες κατηγοριοποιήσεις των λογοτεχνικών κειμένων.
Αυτές οι νέες συνθήκες στην περιοχή των κειμένων που έχουν να κάνουν με την περίοδο της εφηβικών αναζητήσεων, επανεξετάζουν τη θέση τους εκείνη όπου είχε διαχωρίσει το λογοτέχνημα που απευθύνεται σε ενήλικα αναγνώστη από εκείνο που στρέφεται προς τον αναγνώστη που σχεδόν ολοκληρώνει την εφηβεία του και αποφασίζουν να υπενθυμίσουν πως το καλό λογοτεχνικό έργο μπορεί να ‘συνομιλεί’  και με μικρούς  και με μεγάλους.
Και παράλληλα βέβαια υπονοούν (μα και ελπίζουν) πως τα μυθιστορήματα αυτά θα ενδιαφέρουν περισσότερες ηλικιακές ομάδες αναγνωστών (άρα και από περισσότερους θα αγοραστούν).
Αλλά επειδή η παλιά ονομασία του Bildungsroman (μυθιστόρημα ενηλικίωσης) χρησιμοποιείται πλέον σε μελέτες της λογοτεχνίας, ένας νέος και πλέον ελκυστικός όρος καθιερώνεται στην αγορά –crossover  novel (δες σημ. στο τέλος).
Τα μυθιστορήματα crossover είναι εκείνα τα λογοτεχνικά έργα που αν και στηρίζονται σε θέματα που αφορούν τον έφηβο (μερικές φορές ακόμα και ένα παιδί) εντούτοις με την γλωσσική τους ενσάρκωση και τον εσωτερικό φωτισμό του θέματός τους, μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον και ενός ενήλικου αναγνώστη.
Με τούτη, λοιπόν, τη νέα ονομασία τα μυθιστορήματα αυτού του είδους μπορούν να βρούνε αναγνώστες από διάφορες ηλικίες.
Ενδεικτικά αναφέρω κάποια μυθιστορήματα που ήδη κυκλοφορούν και στην Ελλάδα.
"Η τριλογία του Κόσμου" του Φίλιπ Πούλμαν, "Η κλέφτρα των βιβλίων" του Μ. Ζούσακ, "Εγώ κι Εσύ" του Νικολό Αμανίτι, "Βερολίνο, γεια" του Β. Χέρντορφ, "Μυστικά ή Ψέματα" της Μεγκ Ρόσοφ, ""Μαξ" της Κοέν - Σκαλί, "Θα σου χαρίσω τον ήλιο" της Τζάντυ Νέλσον
Σε μια προηγούμενη περίοδο, τα μυθιστορήματα αυτά θα χαρακτηριζόντουσαν ως μυθιστορήματα ενηλικίωσης.
                                                      ***********
Όλα τα πιο πάνω έχουν στην Ελλάδα φτάσει και με καθυστέρηση και συχνά παραμορφωμένα.
Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό εφήβων και ενηλίκων ήταν και παραμένει περιορισμένο.
Ανάμεσα στη λογοτεχνία για παιδιά και στη λογοτεχνία των ενηλίκων, τα έργα που ασχολούνται με την εφηβεία – ενηλικίωση ελέγχουν  το εύρος των προβληματισμών τους και ή στρέφονται προς τις παιδικές / νεανικές σειρές εκδοτικών οίκων ή  ‘βίαια’ ενηλικιώνουν τους έφηβους πρωταγωνιστές τους ώστε να ενταχθούν τα ίδια σε σειρές νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ίσως όμως, να πρέπει και εδώ, στον τόπο μας, να γίνει σαφές πως ανάμεσα στο μυθιστόρημα ενηλικίωσης  «Μεγάλες Προσδοκίες», στο μυθιστόρημα για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες «Ο πόλεμος της σοκολάτας» και στο crossover  «Η κλέφτρα των βιβλίων», οι μόνες διαφορές που μπορεί κανείς να βρει είναι όσες έχουν να κάνουν με τον χρόνο συγγραφής τους. Όχι με την ποιότητα της γραφής, μήτε με την ουσιαστική ανάλυση και εμβάθυνση σκέψεων και συναισθημάτων.

Σημ. Ως crossover λογοτεχνικά έργα θεωρούνται ακόμα και κλασικά κείμενα της καθαρής παιδικής λογοτεχνίας. Για παράδειγμα τα «Παραμύθια» του Όσκαρ Ουάλιντ, «Η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων» του Κάρολ, «Ο Μικρός Πρίγκιπας» του Εξυπερύ, ο «Πήτερ Παν» του Μπάρρυ κ.α. Έργα λογοτεχνικά μεγάλης ποιότητας που αν και κατά βάση απευθύνονται σε ένα παιδί, με μεγάλη ικανοποίηση διαβάζονται και από ενήλικο αναγνώστη.




12.3.16

"Δάχτυλα πάνω στο σώμα της" -στην Πάτρα και στο Πολύρδρον

Τα…Δάχτυλα πάνω στο σώμα της… του Μάνου Κοντολέων είναι ένα μυθιστόρημα που με τράβηξε από την πρώτη στιγμή. Ένιωσα πως από τη σύλληψή του ως την τελευταία λεπτομέρεια της δομής του με αφορούσε ως άνθρωπο και ως εκπαιδευτικό. Ως άνθρωπο γιατί προβάλλει τα μύχια της ψυχής ενός άλλου ανθρώπου, μιας νέας γυναίκας με ρεαλισμό και ποιότητα με πολιτισμό και αποστασιοποίηση. Ως εκπαιδευτικό γιατί πάλι προβάλλει μια προχωρημένη αντίληψη αποδοχής μιας άλλης συμπεριφοράς.
Ο συγγραφέας κρατάει ένα θεατρικό ρόλο με μπρεχτική ματιά σ’ ένα σαγηνευτικό παιχνίδι αποκάλυψης και αυτογνωσίας μιας νέας γυναίκας.
Όταν ξαναδιάβασα το κείμενο ανακάλυψα την κρυμμένη σοφία του. Ο Κοντολέων θαρρώ πως μάλλον ενστικτωδώς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι του λείπει η θεωρητική πληρότητα συνέλαβε πως η νεανική ψυχή όταν δεν παγιδεύεται ή αυτοπαγιδεύεται σε σχηματοποιήσεις δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα ορμητικό ποτάμι που θες δε θες θα κυλήσει. Θα βρει την κοίτη του και τότε ή θα  το σεβαστείς κοιτάζοντας από την όχθη ή θα βουτήξεις και θα σε πάρουν τα απόνερα να σε πνίξουν. Είναι ένα αφηγηματικό μυστήριο, μια τελετή μύησης αυτό το βιβλίο στην αναζήτηση ταυτότητας ζωής. Είναι η προσπάθεια μιας καθαρής ματιάς σ’ ένα καθαρό καθρέφτη.
Σ’ όλες τις κοινωνίες ιστορικά η ενηλικίωση και η απόκτηση ταυτότητας συνδέεται με διαδικασίες οι οποίες εν τέλει ελέγχουν το βαθμό αυτογνωσίας και ωριμότητας. Αποκορύφωση είναι η ταύτιση με το κοινωνικό φύλο και με ό,τι αυτό προσδιορίζεται.
Ο Κοντολέων μεταφέρει στο …Δάχτυλα πάνω στο σώμα της … αυτή τη βουτιά αναζήτησης της σεξουαλικής αλλά και κοινωνικής ταυτότητας της ηρωίδας, μιας βουτιάς στα βαθιά του εαυτού της  και ανάσα μετά στην πραγματικότητα.
Mια πραγματικότητα ανικανοποίητη, ανολοκλήρωτη αλλά με μια έμφυτη παρόρμηση που οδηγεί στην ωριμότητα και στην πληρότητα μέσα από μια παράσταση ζωής χωρίς πρόβα ή μάλλον μια πρόβα ανοιχτή που θα παραμένει πρόβα μέχρι την αναζήτηση και την ολοκλήρωση της αλήθειας της ζωής της ηρωίδας, του καθενός.
Γοητευτική, ευθύγραμμη αφήγηση που οδηγεί στην αυτογνωσία. Το ενδιαφέρον ήταν στο γεγονός ότι η αυτοπραγμάτωση και η αποδοχή είναι πολλών ελπίδων.
Η Λία μυείται στην αυτογνωσία της ερωτικής της συμπεριφοράς και της ταυτότητάς της.
Η Στέλλα το ίδιο. Υπάρχουν  οι μυημένοι η Γεωργία, η Άλκη, η Φιλιώ.
Ο αναγνώστης μυείται από το συγγραφέα στο μυστήριο της αναγνώρισης της ύπαρξης και  ερωτικήε έκφρασης της ηρωίδας  και φθάνει στην αποδοχή της δικής της αλήθειας που μπορεί να είναι αλήθεια ανομολόγητη κάποιων.
Σ’ αυτό το βιβλίο όπου κυριαρχεί ένα ερωτικό κάλεσμα, τα δάχτυλα, η εμπειρία που έρχεται σιγά σιγά οδηγεί την ηρωίδα στη διαύγεια μιας λυτρωτικής ανατολής.


                                                                        Λαμπρόπουλος Ηλίας


                                                                           Εκπαιδευτικός 

Θανάσης Τριαρίδης «Οιδίνους» * Ένα βιβλίο – Εκδόσεις Ευρασία * Μια παράσταση στο θέατρο «Θησείο»

Θανάσης Τριαρίδης «Οιδίνους»

* Ένα βιβλίο – Εκδόσεις Ευρασία

* Μια παράσταση στο θέατρο «Θησείο»

Σε σκηνοθεσία Λάζαρου Γεωργακόπουλου // Με τους ηθοποιούς: Λάζαρο Γεωργακόπουλο και Άννα Μάσχα


Τον Θανάση Τριαρίδη τον γνωρίζω από τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα. Τότε που έκανε τις πρώτες του προσπάθειες να εκδοθούν τα κείμενά του.

Από τότε μέχρι σήμερα ο Θ. Τ. έχει εκδώσει πάνω από 40 βιβλία –μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, θεατρικά έργα.

Θέλω να είμαι ειλικρινής –άλλωστε πάρα πολλοί είναι εκείνοι που το γνωρίζουν.

Ο Τριαρίδης είναι ένας από τους νέους μας συγγραφείς που μπορώ να καμαρώσω πως εγώ πρώτος ανακάλυψα και πως εκείνος αυτό το αναγνωρίζει. Μας συνδέει μια βαθιά ουσιαστική σχέση φιλίας και εκτίμησης.

Το 2000 ήταν η χρονιά που το πρώτο μυθιστόρημα του Θ. Τ. είδε το φως της δημοσιότητας. Από εκεί και πέρα η παρουσία του στα πράγματα της λογοτεχνίας μας υπήρξε συνεχής και εντελώς ιδιότυπη.

Με διηγήματα αναζητά τις σχέσεις που συνδέουν τα πάθη ιδεών και σωμάτων* με πεζογραφήματα ανασκευάζει θρησκείες και ιδεολογίες, ξαναδιαβάζει τον Δυτικό Πολιτισμό* με λογοτεχνίζοντα δοκίμια προτείνει τον ακτιβισμό ως στάση ζωής.

Και τέλος ανακαλύπτει το θέατρο… Ή μήπως το θέατρο ήταν αυτό που τον ανακάλυψε;

Γίνομαι περισσότερο σαφής.

Η σκέψη, μα και η γραφή του Τριαρίδη ήταν και είναι πάντα πληθωρικές. Η ματιά με την οποία ζητά να καταγράψει τις ανθρώπινες σχέσεις και κυρίως της διαπροσωπικές, διαθέτει μια μεγάλη γκάμα ιδεολογικών αποχρώσεων.

Ο ίδιος δείχνει να ψάχνει συνέχεια νέες φόρμες αφήγησης. Και η αναζήτησή του τον οδηγεί σε κείμενα που δομούνται με την οικονομία των θεατρικών διαλόγων, αλλά που δεν αποδέχονται τους περιορισμούς μιας θεατρικής σύμβασης.

Με άλλα λόγια, ο Τριαρίδης αφού αμφισβήτησε πρώτα το μυθιστόρημα ,το διήγημα, το δοκίμιο, μετά το ίδιο θέλησε να κάνει και με το θέατρο.

Φαίνεται πως ο κόσμος της λογοτεχνίας μας είναι αρκούντως συντηρητικός. Τις νέες φόρμες του Τριαρίδη η λογοτεχνική οικογένεια δεν έδειξε απόλυτα πρόθυμη να τις αποδεχτεί. Μα κάτι αντίθετο μάλλον συμβαίνει με τον χώρο του θεάτρου. Οι άνθρωποι –κάποιοι έστω- που εκφράζονται μέσα σε θεατρικές αίθουσες είναι πιο πρόθυμοι να αποδεχτούν ακόμα κι αυτό που μπορεί και να τους αμφισβητεί. Πιο πρόθυμοι, ίσως και πλέον έξυπνοι. Αν κάτι διαισθάνεσαι πως μπορεί να ναρκοθετεί την πορεία σου, το πλέον σώφρον είναι να το εντάσσεις στις δικές σου δυνάμεις.

Ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων του θεάτρου μας είδαν στα έργα αυτά του Τριαρίδη την ευκαιρία να ανανεώσουν τις δικές τους πορείες.

Και ο ιδιόμορφος πεζογράφος, έγινε ένας πρωτοποριακός θεατρικός συγγραφέας.

Μετά από έργα όπου αναζήτησε τα όρια μέσα στα οποία κινούνται οι καταπιεστικές σχέσεις ενός ζευγαριού, μετά από έργα όπου επανατοποθέτησε τη συλλογική ευθύνη του δυτικού κόσμου απέναντι στο Ολοκαύτωμα, τώρα πρόσφερε στους σταθερούς συνεργάτες του από το χώρο του θεάτρου την ευκαιρία να ερμηνεύσουν (με σκηνοθεσία και με υποκριτική) πιθανές νέες απόψεις για το πώς η βάση της κοινωνίας μας –η οικογένεια- έχει διαμορφωθεί από την εποχή του Σοφοκλή μέχρι σήμερα.

«Οιδίνους», λοιπόν. Αν Οιδίπους σημαίνει αυτός που έχει πληγωμένα πόδια, Οιδίνους είναι αυτός που έχει πληγωμένο νου.

Και αυτόν τον Οιδίνου ο Τριαρίδης έφερε στη σκηνή.

Φιλόδοξο τόλμημα. Να συνομιλήσεις με το εμβληματικότερο ίσως πρόσωπο του αρχαίου δράματος, ακολουθώντας τη δομή της σύνθεσης ενός από τα εμβληματικότερα έργα του σύγχρονου θεάτρου, το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι.

Ο Λ. και η Ι. είναι ένα ζευγάρι φιλολόγων που γιορτάζει τα δέκατα όγδοα γενέθλια του γιου τους. Μόνο που αυτό το παιδί έχει πεθάνει  καθώς κοιμότανε, όταν ήτανε ακόμα μερικών μηνών βρέφος.

Ο Λ. είχε προτείνει και η Ι. το είχε αποδεχτεί  να συνεχίσουν να ζούνε με τη σύμβαση πως το παιδί τους ζει και μεγαλώνει ανάμεσά τους. Άλλωστε είχαν από τα πριν αποφασίσει πως το παιδί τους μήτε θα το δηλώνανε σε ληξιαρχεία, μήτε θα το στέλνανε σχολείο, μήτε έξω από το σπίτι τους θα το αφήνανε να κυκλοφορεί. Θα το μεγαλώνανε – ο Λ. έτσι το είχε αποφασίσει- μόνοι τους και μόνο για κείνους.

Ο Λ. είχε, φαίνεται, κατά νου να συνεχίσει να ζει και μετά το δικό του θάνατο, μέσα από τον γιο που θα είχε ολότελα αποκτήσει τη δική του ταυτότητα. Με διαφορετική έκφραση διατυπωμένο –ο πατέρας εξουσιαστής του γιου.

Μα ο αιφνίδιος θάνατος αλλάζει τα δεδομένα. Αλλά ο Λ. προσαρμόζει τα σχέδιά του -άλλοτε θα ζει ως πατέρας και άλλοτε ως γιος.

Με άλλα λόγια ο Θ. Τ. επιχειρεί να ταυτίσει τον Λάιο με τον Οιδίποδα, διευρύνοντας κατά κάποιο τρόπο το οιδιπόδειο σύμπλεγμα.

Άποψη ιδιαζόντως αιχμηρή που απαιτεί μια πληρέστερη τεκμηρίωση από αυτή που απλώς υλοποιείται με την επιλογή οι ρόλοι πατέρα και γιου να ερμηνεύονται από τον ίδιο ηθοποιό.

Γιατί αν ο Λάιος είχε αποφασίσει να σκοτώσει το γιο του, ο Λ. αντίθετα αποφασίζει το νεκρό παιδί του να το κρατήσει στη ζωή και μάλιστα δανείζοντάς του το ίδιο του το σώμα.

Παράλληλα ο Τριαρίδης στρέφεται προς το έργο του  Άλμπι και ζητά να συνδέσει το ζεύγος Τζωρτζ και Μάρθας, με την τριπλή σχέση Λάιου – Ιοκάστης – Οιδίποδα.

Αλλά το ζευγάρι του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» επινόησε ένα παιδί και πάνω σε αυτό το ψέμα έστησε το σάπιο οικογενειακό του σύμπαν.

Οι Λ. και Ι. αποφασίζουν να διατηρήσουν σε μια δήθεν ζωή το νεκρό τους παιδί κι έτσι πυροδοτούν την όποια οικογενειακή ταυτότητα.

Ο σκοπός του Τριαρίδη είναι σαφής. Θέλει να καταγγείλει το καταπιεστικό οικοδόμημα της οικογένειας. Τη βάση, με άλλα λόγια, μιας κοινωνίας όπου η ελεύθερη επιλογή της ταυτότητας στραγγαλίζεται.

 Ένα νέος, λοιπόν, προβληματισμός έρχεται να προστεθεί σε όσους μέχρι σήμερα σχημάτισαν μια ‘τριαρίδιο’ (ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός) ερμηνεία του Δυτικού Πολιτισμού.

Ενδιαφέρουσα άποψη και ακόμα πλέον ενδιαφέρον ο τρόπος που ζήτησε να υλοποιηθεί. Αλλά πιστεύω πως θέλει περισσότερη αναζήτηση, πιο βαθύ σκάψιμο, πλέον επεξεργασμένες σχέσεις συμβολισμών.

Η παράσταση στο θέατρο ‘Θησείον’, φέρνει τη σφραγίδα του Λάζαρου Γεωργακόπουλου.

Σκηνοθέτης και ηθοποιός με ιδιαίτερα προσόντα και κατοχυρωμένες τεχνικές.

Και με τις δυο του, λοιπόν, ιδιότητες ανέσυρε  τρόπους για να τονισθεί  το αρρωστημένα εκρηκτικό της ταύτισης πατέρα – γιου. Σκηνοθετικά ευρήματα και υποκριτικές λύσεις που εντυπωσιακά περιγράφανε την αντιπαλότητα της διαδοχής, μα δεν διέθεταν αντιστοίχου έντασης εσωτερικές αμφισβητήσεις αυτής της μη-σχέσης.

Η Ι. της Άννα Μάσχα υποτάχτηκε τόσο στην αμηχανία από  την οποία συγγραφικά δημιουργήθηκε, όσο και στην αρσενική άποψη με την οποία σκηνοθετήθηκε.

Έγραψα πιο πριν πως τα θεατρικά κείμενα του Θ. Τ. δίνουν τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη τους να τα προσαρμόζει σύμφωνα με τη δική του οπτική γωνία ερμηνείας των νοημάτων τους.

Σε μεγάλο βαθμό αποδέχομαι μια τέτοια σκηνοθετική ενέργεια. Κάθε παράσταση βασικά σφραγίζεται από τον σκηνοθέτη της. Αλλά έχει –ως συγγραφέας κι εγώ, αυτό το λέω και το υποστηρίζω- άλλο νόημα να υπονοείς με το σκηνοθετικό εύρημα πως η Ι. αυτοκτονεί μετά από την αλληλοεξόντωση πατέρα και γιου και άλλο αυτό που  το κείμενο δήλωνε –η Ι. να ετοιμάζεται να δοκιμάσει το γλυκό των γενεθλίων που ίσως να είναι δηλητηριασμένο από τον σύντροφό της. Σύντροφο που –ας μην ξεχνάμε- για δέκα οχτώ χρόνια ήταν άλλοτε ο Λάιος – σύζυγος κι άλλοτε ο Οιδί–πους/νους – γιος.

Μια παράσταση σαφέστατα από τις πλέον ενδιαφέρουσες –δεν είναι τυχαίο που σου χαρίζει τόσους και ποικίλους προβληματισμούς.


Το βιβλίο με όλο το έργο, με στοιχεία της παράστασης και πολλά άλλα κείμενα σχετικά με τις πολλαπλές αναγνώσεις του Οιδίποδα, διαθέτει άψογη αισθητική, όπως άλλωστε όλα τα άλλα έργα του Θ. Τ. που οι Εκδόσεις Ευρασία έχουν συμπεριλάβει στους καταλόγους τους.

Λεία Βιτάλη - «Νύχτα στην Εθνική» (Μια παράσταση στο θέατρο Μεταξουργείο, σε σκηνοθεσία της ίδιας της συγγραφέως)

Οι πολιτικές (και όχι μόνο οικονομικές) συνθήκες που έχουν επικρατήσει σε όλο τον κόσμο, μα και στην Ευρώπη και ασφαλώς και πρωτίστως στη χώρα μας, έχουν με τη σειρά τους παρέμβει στη θεματολογία τόσο των μυθιστορημάτων όσο και των θεατρικών έργων.
Οι συγγραφείς που αποφασίζουνε να περιγράψουν τις διαπροσωπικές σχέσεις ατόμων που ζούνε μέσα στις νέες αυτές συνθήκες, συνειδητά ή μη φωτίζουν το έρεβος που επικρατεί στην καθημερινότητα και ματαιώνει την ουσιαστική επικοινωνία.
Ζητήματα όπως αυτά της βίας, του ρατσισμού, της οικονομικής ανέχειας, της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο γίνονται οι βάσεις που πάνω τους αρθρώνεται ο μυθιστορηματικός ή ο θεατρικός λόγος.
Η Λεία Βιτάλη είναι μια από τις πλέον δραστήριες συγγραφείς θεατρικών έργων, μα και μυθιστορημάτων.
Θα έλεγα δε πως η παρουσία της στα θεατρικά δρώμενα των ημερών μας απλώνεται πέρα από την συγγραφή και τη σκηνοθεσία. Αναζητά τρόπους να βρεθούνε κάτω από τα φώτα μιας παράστασης όλο και περισσότερα ελληνικά έργα γραμμένα από σύγχρονους συγγραφείς.
Χαρακτηρίζω τη Λεία Βιτάλη ως μια πολιτικοποιημένη περσόνα του θεάτρου και της λογοτεχνίας μας –χαρακτηρισμός που βέβαια αφορά την υφή των έργων της.
Και που το τελευταίο της θεατρικό κείμενο –έτσι όπως το είδα στη σκηνή του θεάτρου ‘Μεταξουργείο’- με πείθει πως σωστά της έχω αποδώσει αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Το «Νύχτα στην Εθνική» είναι έργο που περιγράφει τη βία του σήμερα. Πιο σωστά αναζητά πέρα από την περιγραφή της, τα αίτια που τη δημιουργούν.
Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του προγράμματος:
«Μια ταβέρνα στην Εθνική Οδό. Η Αντρίκα, μια σκληροτράχηλη ταβερνιάρισσα -πρώην μετανάστρια στη Γερμανία-, ο Ζάχος, ο γιος της που δεν μπορεί να είναι «κορέκτ», και η Ρούντη, η ξένη, που ήρθε ματωμένη διεκδικώντας νέα ζωή σε μια μη πατρίδα, μπλέκονται σ’ ένα παιχνίδι ακραίας βίας προσπαθώντας να επιβιώσουν, ενώ αυτό που επιζητούν με πάθος είναι ν’ αγαπηθούν. Ποιος θα προλάβει πρώτος να σηκώσει το όπλο του; Ο βιαστής, το θύμα ή ο ηθικός αυτουργός; Μπορεί το μίσος να μετατραπεί ποτέ σε αγάπη ανάμεσα σε ανθρώπους που η σημερινή παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα φέρνει αντιμέτωπους;»
Μέσα από αυτήν τη σύντομη περιγραφή θεωρώ πως εκφράζεται η ουσιαστική στάση της Βιτάλη απέναντι στα όσα καθημερινά είτε παρακολουθούμε είτε βιώνουμε.
Αιτία όλων η βία. Η βία που γεννά βία.
Και μόνη απάντηση η κατανόηση.
Ο θύτης είναι και θύμα.
Ο ρατσιστής είναι εκείνος που φοβάται τον εαυτό του περισσότερο από τον άλλον.
Και η ευθύνη; Δεν υπάρχει ευθύνη για τις πράξεις μας;
Η Λεία Βιτάλη επέλεξε να αναπτύξει τη θέση της φέρνοντας πάνω στη σκηνή τρία και μόνο πρόσωπα. Τρία θύματα βίαιων καταστάσεων. Το καθένα από αυτά την ώρα που λαχταρά να αγαπηθεί ή να βοηθηθεί από τα άλλα, την ίδια ώρα και τα πολεμά, τα βιάζει, τα σκοτώνει. Αλλά παράλληλα οδηγεί τον εαυτό του και στην αυτοκάθαρση, στην αυτοτιμωρία.
Εκείνοι που δεν δικαιούνται κατανόησης, γιατί πράττουν χωρίς το πάθος μιας αγάπης που στερηθήκανε, υπάρχουν εκτός σκηνής. Ακούμε για αυτούς και είμαστε βέβαιοι για τις ύπουλες σκέψεις και τις ένοχες προθέσεις τους. Η ευθύνη του σκότους δική τους.
Δεν θα τους δούμε, όμως. Όπως και στην αληθινή ζωή δεν βλέπουμε τους πραγματικούς θύτες. Μόνο για τα θύματα ακούμε.
Θύματα ίσως κι εμείς να είμαστε που κτυπάμε άλλα θύματα, που ξεχνάμε να στρέψουμε την οργή μας στους βιαστές της καθημερινότητάς μας, στους δολοφόνους των ονείρων μας.
Δεν είμαι κριτικός θεάτρου. Μα δεν μπορώ να μην καταγράψω την ικανοποίησή μου από την παράσταση του έργου στο θέατρο «Μεταξουργείο».
Λεία Βιτάλη
Λεία Βιτάλη
Η Λεία Βιτάλη έγραψε το έργο και το σκηνοθέτησε με γνώση των κρυφών στοιχείων που έπρεπε να φωτιστούνε.
Και δίδαξε στους τρεις ηθοποιούς της τα κρυμμένα μυστικά των ρόλων που έπρεπε να ερμηνεύσουν.
Ξεφυλλίζοντας το θεατρικό κείμενο, σχημάτισα την εντύπωση πως η Αντρίκα, ο Ζάχος και η Ρούντη είναι περισσότερο τύποι ανθρώπων και λιγότερο χαρακτήρες ξεχωριστοί.
Η συγγραφέας Βιτάλη έτσι αποφάσισε. Και σωστά. Γιατί ο σύγχρονος θεατρικός συγγραφέας δεν είναι μυθιστοριογράφος που όλα εκείνος τα ελέγχει και τα υλοποιεί.
Οι ηθοποιοί (κάτω από τη σκηνοθετική γραμμή) είναι εκείνοι που θα δώσουν σάρκα και οσμή στους τύπους και θα τους μετατρέψουν, για όση ώρα διαρκεί η παράσταση, σε χαρακτήρες. Πρόσωπα με όνομα και ξεκάθαρα χαρακτηριστικά στο σώμα και στο πρόσωπο.
Κι έτσι εγώ, ως θεατής πλέον, ταύτισα την Αντρίκα με τη σπασμένη επιβολή της Μαίρης Νάνου, τον Ζάχο με τον στερημένο από αγάπη φασισμό του Βασίλη Μπατσακούτσα και τελικά πήρα μαζί μου αυτήν την ασθμαίνουσα αγωνία της πρόσφυγα / οικονομικής μετανάστριας Ρούντη, έτσι όπως συγκλονιστικά την σκιαγράφησε η Ντομένικα Ρέγκου.
Μια ουσιαστική θεατρική εμπειρία.

9.3.16

"Δάχτυλα πάνω στο σώμα της" στο 'Πολύεδρο' της Πάτρας

«Δάχτυλα πάνω στο σώμα της» η νέα ή μάλλον η πιο πρόσφατη δημιουργία του Μάνου.
Ιδιαίτερη στιγμή για μένα, να μαι  δω και να συνομιλώ μαζί του και μαζί σας.
Έτσι, όπως μια ακόμη φορά, εδώ, έχω κάνει.
Ήταν βραδιά φθινοπώρου, θυμάμαι, και μεις μιλάγαμε για Άνοιξη. «Δυο φορές Άνοιξη» για την ακρίβεια, εδώ στον φιλόξενο χώρο της Όλγας και του Κώστα, που τους ευχαριστώ πραγματικά.
Και σήμερα λοιπόν, Μάνος Κοντολέων ο συγγραφέας, «έρωτας» το θέμα.
Ή μήπως όχι;
Διαβάζοντας την περίληψη, στο οπισθόφυλλο, το υποψιάζεσαι:
Δεν είναι ο έρωτας, ή καλύτερα, δεν είναι μόνο ο έρωτας, το ζήτημα.
«Δε συμβαίνει πάντα να ταυτίζεται ο έρωτας και ο πόθος» αποφαίνεται η Λία, η ηρωίδα του μυθιστορήματός μας, απ’ τις πρώτες κιόλας γραμμές του βιβλίου.
Κι αμέσως «πιάνεις» το εννοούμενο και θυμάσαι: «Άλλο αγάπη, άλλο επιθυμία», είχε πει η Ανθή στο «Δυο φορές Άνοιξη». Και συμπλήρωνε: «με την πρώτη βλέπεις τον άλλο, με τη δεύτερη τον εαυτό σου»
Ζήτημα αυτογνωσίας λοιπόν;
Τα πράγματα γίνονται σοβαρά, τα ερωτήματα και τα διλήμματα θεριεύουν, οι αναζητήσεις αρχίζουν.
Αλλά, προς Θεού! Μην ανησυχείτε. Ο Κοντολέων έχει τον έλεγχο. Ξέρει και συνδυάζει αρμονικά ποσότητα και ποιότητα, δίνει εσωτερικό ρυθμό στο κείμενο, συμπαρασύρει τον αναγνώστη, τον εκθέτει μεν σε αγωνιώδη ερωτήματα και  διλήμματα, μα δεν τον αφήνει ποτέ έκθετο.
Κινηματογραφικό έργο θυμίζει η γραφή του.
Ξέρετε, το παθαίνω πάντα όταν διαβάζω Μάνο. Κάθε λέξη την κάνω εικόνα, κάθε παράγραφο πλάνο. Νιώθω σκηνοθέτης. Πιστεύω ότι μπορώ. Θεωρώ πως τόχω. Με πάει το σενάριο βήμα το βήμα, καρέ-καρέ.
Λεπτομερής και ζωντανή η περιγραφή. Ακόμη και στα δεύτερα πλάνα. Προδίδει συγγραφέα παιδικών βιβλίων. Συγγραφέα που ξέρει και δουλεύει την εικόνα.
Έχω μπροστά μου τα πρόσωπα και τα σκηνικά.
Έντονη παρουσία των αισθήσεων: όραση, ακοή, όσφρηση, ακόμα και γεύση.
Μα κυρίαρχη η αφή και τα όργανά της: δάχτυλα και σώματα.
Χρώματα, ήχοι, μυρωδιές, γεύσεις, μα κυρίως αγγίγματα, ψηλαφήσεις, αγγίγματα…
Ζωντανή γραφή, καλοδουλεμένη. Όχι επιτηδευμένη.
Άμεση.  Όχι απλοϊκή.
Σε μεταφέρει στον κόσμο της πρωταγωνίστριας. Σε ταξιδεύει εκεί μαζί της, στους ανεκπλήρωτους πόθους της ή στις επιθυμίες που θέλουν ν’ ανθίσουν.
Πριν όμως, και πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα «ποια είναι», σε μια βασανιστική διαδικασία αυτογνωσίας. Η κοινωνία είχε ήδη απαντήσει γι αυτή. Κι αυτό την πνίγει. Ασφυκτιά και συμβιβάζεται (;).
 Ή μάλλον το παλεύει κι έτσι.
Και μετά κυριαρχεί «ο τρόμος απέναντι σ’ εκείνο, που σου έχουν πει, πως πρέπει να του μοιάσεις, αλλά που αυτό, αυτή, μήτε το θέλει, μήτε και μπορεί να το εφαρμόσει».
«Τελικά, τι θέλω;» αναφωνεί μέσα της! Δεν είναι έτοιμη να διαλέξει ανάμεσα στο πατροπαράδοτο «θέλω» και στην ανατρεπτική «λαχτάρα».
Και πάλι συμβιβάζεται: «Θα μάθω… σκέφτεται. Θα το συνηθίσω». Είναι διάολε, βαρύ να πας κόντρα σε όλους. Ενώ τον εαυτό της, το μυαλό, το κορμί της, θα το εκπαίδευε στο ρόλο γυναίκας. Δεν είναι δα και μικρό χρέος…        Νομίζει…
Νόμιζε!
Γιατί, λίγο παρακάτω θα εξομολογηθεί: «Νιώθω πως δεν έχω υπάρξει ακόμη. Μόνο γεννήθηκα». Κι έχει ανάγκη να υπάρξει!  Όλοι μας τόχουμε.
Πόσες και πόσες άραγε έμειναν άγνωστες και αόρατες απ’ τον εαυτό τους; Πόσες γεννημένες, μα διόλου υπαρκτές; Θα αναρωτηθεί η Πασχαλία Τραυλού
Και η Λία συνεχίζει εναγώνια να αναζητά μια ταυτότητα. Όχι να της απονεμηθεί. Τέτοια της προσφέρθηκε. Αλλά μια ταυτότητα στη βάση της ισοτιμίας, της ισότητας κι όχι της υποταγής. Μια τέτοια! Να την επιλέξει το σώμα της και να φιλιωθεί η ψυχή της.
Η αναζήτηση της ταυτότητας, η αποδοχή αυτής που το σώμα επιλέγει, η αναμέτρηση και καμιά φορά η σύγκρουση αυτού, που η φύση προστάζει και εκείνου που η κοινωνία μπορεί να αποδεχτεί και να ανεχτεί, δεν είναι παίξε-γέλασε!
«Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι», θα θυμίσει ο συγγραφέας τη ρήση της Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Θέτει έτσι τη βάση της διαπραγμάτευσης, όχι μόνο ενός ερωτικού,  αλλά και ενός πολιτικού έργου. Γιατί πέραν της σεξουαλικότητας, «παίζεται» κάτι πιο βαθύ: η αναζήτηση της ταυτότητας, «ελευθέρα βουλήσει».
Και αυτό είναι πολιτική πράξη. Είναι ζήτημα προσωπικής ελευθερίας και κάτι παραπάνω.
Ο αμερικανός ψυχολόγος Αβραάμ Μάσλοου, γνωστός από την πυραμίδα του με την ιεράρχηση των ανθρώπινων αναγκών, το ανάγει σε ζήτημα προσωπικής ολοκλήρωσης. Ζήτημα εσωτερικής πληρότητας. «Αυτοπραγμάτωση» το λέει. Απελευθέρωση από προκαταλήψεις και στερεότυπα το λέμε εμείς.
«Για να μπορέσει μια γυναίκα πρώτα να αναγνωρίσει και στη συνέχεια να υπερασπιστεί την ταυτότητά της, θα πρέπει να έχει μια ασφαλή θέση στην κοινωνία, μια υποστήριξη» λέει με λόγια της Άλκης, ο Μάνος.
«Κι αφού το σώμα πρώτο μιλήσει και αποκτήσει αυτά, που από ένα άλλο σώμα ποθήσει, και… ας πούμε χορτάσει, σειρά παίρνει τώρα η ψυχή», που εναγώνια ψάχνει εμπιστοσύνη…, συμπαράσταση…, ασφάλεια…, αποδοχή.
Αποζητά το «ανήκειν» και το «μετέχειν».
Επιδιώκει  την ένταξη σε μια κοινωνία προσώπων και φύσεων
Ε, αυτό κι αν είναι πολιτική πράξη! Δεν είναι;
Σας ευχαριστώ!
Ηλίας Γκοτσόπουλος

Δάσκαλος- Δημοτικός Σύμβουλος Πάτρας
7/3/2016

3.3.16

«Μανόλο, Μανολίτο και Μανουήλ» Ή Όταν ο συγγραφέας συναντά το παιδί που ήταν κάποτε…




Μικρός όταν ήμουνα υπήρχαν δυο ποιήματα που μου είχαν κεντρίσει ένα παράξενο συναίσθημα.
Κάτι ανάμεσα σε γαλήνη και φόβο. Αργότερα, πολύ αργότερα, θα συνειδητοποιούσα πως αυτό το απροσδόκητο μείγμα δυο τόσο αντιθετικών συναισθημάτων, μόνο η Τέχνη μπορεί να χαρίσει.
Ένα παιδί αισθάνεται πως ο κόσμος του όλος είναι το σπίτι του, οι γονείς του –ο πατέρας, η μητέρα του κυρίως. Η προστασία του πατέρα, η αγκαλιά της μάνας.
Εγώ μοναχοπαίδι ήμουνα. Λογικό να θεωρώ πως οι δυο γονείς μου  ήταν η αρχή και το τέλος του μικρού μου κόσμου.
Θεωρούσα… Όχι! Ένα μικρό παιδί δεν ξέρει από θεωρίες. Μόνο συναισθήματα κατανοεί… Προσπαθεί, πιο σωστά, να κατανοήσει.
Κι εκείνα τα δυο ποιήματα με σπρώχνανε προς κατανόηση αυτής της σχέσης που με έδενε με τον πατέρα και τη μητέρα του.
Το ένα ποίημα ήταν του Γεώργιου Ζαλοκώστα – ‘Ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει’
Κι εκείνοι οι στίχοι του…
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου...
Ένα το ΄χω, δεν μ΄ έμεινεν άλλο
σώσε μου το και πάρ΄ την ψυχή μου.
Α, πόσο με κάνανε από τη μια να τρέμω –μπορεί κι εγώ κάποια στιγμή να γίνω αυτό το άρρωστο παιδί;- κι από την άλλη με γαληνεύανε –η αγάπη της μητέρας ποτέ δε θα με εγκατέλειπε.
Κι έτσι μπορούσα να ανατριχιάζω καθώς αναλογιζόμουνα
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει;
Αλλά ήταν μια ανατριχίλα τόσο τρυφερή… Δυο στίχοι.
Το άλλο ποίημα, πάλι για ένα αποχωρισμό μιλούσε.
Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάννα, σα φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Αλλά τώρα τον χωρισμό τον αντιστρατευότανε μια υπόσχεση – Μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ!
Περάσανε πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως ο ποιητής αυτού του ποιήματος ήταν ο Γεώργιος Βιζυηνός. Αυτός ο πλέον ιδιότυπος από τους έλληνες πεζογράφους, ο τρελός των Γραμμάτων μας είχε γράψει σε στίχο την απόφαση κάθε ανθρώπου που αναζητά την μόνιμη σύνδεση με το πρόσωπο που λατρεύει -… μην κλαις, θα ξαναρθώ!
Όταν πια μεγάλος διάβασα όλο το έργο του Βιζυηνού, με την αυθαιρεσία που διακρίνει κάθε αναγνώστη, αποφάσισα να συνδέσω αυτό το ποίημα με ένα του  διήγημα –Το μόνο της ζωής του ταξείδιον.
Γιατί άραγε; Ποια υπόγεια σύνδεση ανακάλυπτα ανάμεσα σε ένα ποίημα που μιλά για μια μάνα και ένα γιο και σε ένα διήγημα που στηρίζεται στη σχέση ενός παππού με το εγγόνι του;
Μερικά πράγματα τα αφήνεις να υπάρχουν  μέσα σε ένα υποκειμενικό μυστήριο και περιμένεις την ώρα που από μόνα τους θα αποφασίσουν να φωτιστούνε.
Έτσι έγινε και μετά από πολλά πλέον χρόνια (ας μην με υποχρεώσετε να τα μετρήσω) βρέθηκε ένα πρωινό να κάθομαι στο γραφείο μου και να ξεκινώ ένα καινούργιο βιβλίο που στηριζότανε στη σχέση ενός παιδιού κι ενός ηλικιωμένου.
Και αυτή η σχέση να αποκτά ανταύγειες από εκείνο… Το μόνο της ζωής του ταξείδιον!
Υπόγειες διαδρομές.
Το παιδί που κάποτε ήμουνα και που έτρεμε τον αποχωρισμό από τη μάνα του, τώρα είχε για τα καλά ανδρωθεί, πλησίαζε το τέρμα του δρόμου του και στρεφότανε προς το πλάσμα  που είχε ξεκινήσει να βαδίζει τον δικό του νέο δρόμο και ζητούσε να του προσφέρει την εμπειρία του δικού  του μοναδικού ταξιδιού.
Οι αναγνώσεις μου –παιδικές και ενήλικες- γινόντουσαν εμπειρίες ζωής. Και το συγγραφικό μου Εγώ, ήρθε η ώρα να καταθέσει τον σεβασμό προς τον συγγραφέα που τον είχε διαμορφώσει.
Ανατριχιάζω. Οι δικοί μου ήρωες -ο Μανόλο και ο Μανολίτο- συναντήθηκαν με τον Γιωργάκη και τον πάππο του.
Ανατριχιάζω. Το παιδί – αναγνώστης και ο ηλικιωμένος συγγραφέας συναντιόνται κάτω από την ίδια ευλογημένη προστασία ενός μεγάλου δημιουργού.
Ο Βοριάς δεν παγώνει πια τα αρνάκια. Ο Αποχωρισμός καταργήθηκε.
Η Λογοτεχνία για μια ακόμα φορά έκαμε το θαύμα της.




2.3.16

«Μανόλο, Μανολίτο και Μανουήλ» ή Όταν ο συγγραφέας συναντά το παιδί που ήταν κάποτε...

http://fractalart.gr/ergastiri-manos-kontoleon/ http://fractalart.gr/ergastiri-manos-kontoleon/

manouil
«Μανόλο, Μανολίτο και Μανουήλ», Εκδόσεις Πατάκη
Μικρός όταν ήμουνα υπήρχαν δυο ποιήματα που μου είχαν κεντρίσει ένα παράξενο συναίσθημα.
Κάτι ανάμεσα σε γαλήνη και φόβο. Αργότερα, πολύ αργότερα, θα συνειδητοποιούσα πως αυτό το απροσδόκητο μείγμα δυο τόσο αντιθετικών συναισθημάτων, μόνο η Τέχνη μπορεί να χαρίσει.
Ένα παιδί αισθάνεται πως ο κόσμος του όλος είναι το σπίτι του, οι γονείς του –ο πατέρας, η μητέρα του κυρίως. Η προστασία του πατέρα, η αγκαλιά της μάνας.
Εγώ μοναχοπαίδι ήμουνα. Λογικό να θεωρώ πως οι δυο γονείς μου  ήταν η αρχή και το τέλος του μικρού μου κόσμου.
Θεωρούσα… Όχι! Ένα μικρό παιδί δεν ξέρει από θεωρίες. Μόνο συναισθήματα κατανοεί… Προσπαθεί, πιο σωστά, να κατανοήσει.
Κι εκείνα τα δυο ποιήματα με σπρώχνανε προς κατανόηση αυτής της σχέσης που με έδενε με τον πατέρα και τη μητέρα του.
Το ένα ποίημα ήταν του Γεώργιου Ζαλοκώστα – ‘Ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει’
Κι εκείνοι οι στίχοι του…
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου…
Ένα το ΄χω, δεν μ΄ έμεινεν άλλο
σώσε μου το και πάρ΄ την ψυχή μου.
Α, πόσο με κάνανε από τη μια να τρέμω –μπορεί κι εγώ κάποια στιγμή να γίνω αυτό το άρρωστο παιδί;- κι από την άλλη με γαληνεύανε –η αγάπη της μητέρας ποτέ δε θα με εγκατέλειπε.
Κι έτσι μπορούσα να ανατριχιάζω καθώς αναλογιζόμουνα
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει;
Αλλά ήταν μια ανατριχίλα τόσο τρυφερή… Δυο στίχοι.
Το άλλο ποίημα, πάλι για ένα αποχωρισμό μιλούσε.
Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάννα, σα φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Αλλά τώρα τον χωρισμό τον αντιστρατευότανε μια υπόσχεση – Μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ!
Περάσανε πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως ο ποιητής αυτού του ποιήματος ήταν ο Γεώργιος Βιζυηνός. Αυτός ο πλέον ιδιότυπος από τους έλληνες πεζογράφους, ο τρελός των Γραμμάτων μας είχε γράψει σε στίχο την απόφαση κάθε ανθρώπου που αναζητά την μόνιμη σύνδεση με το πρόσωπο που λατρεύει -… μην κλαις, θα ξαναρθώ!
Όταν πια μεγάλος διάβασα όλο το έργο του Βιζυηνού, με την αυθαιρεσία που διακρίνει κάθε αναγνώστη, αποφάσισα να συνδέσω αυτό το ποίημα με ένα του  διήγημα –Το μόνο της ζωής του ταξείδιον.
Γιατί άραγε; Ποια υπόγεια σύνδεση ανακάλυπτα ανάμεσα σε ένα ποίημα που μιλά για μια μάνα και ένα γιο και σε ένα διήγημα που στηρίζεται στη σχέση ενός παππού με το εγγόνι του;
Μερικά πράγματα τα αφήνεις να υπάρχουν  μέσα σε ένα υποκειμενικό μυστήριο και περιμένεις την ώρα που από μόνα τους θα αποφασίσουν να φωτιστούνε.
Έτσι έγινε και μετά από πολλά πλέον χρόνια (ας μην με υποχρεώσετε να τα μετρήσω) βρέθηκε ένα πρωινό να κάθομαι στο γραφείο μου και να ξεκινώ ένα καινούργιο βιβλίο που στηριζότανε στη σχέση ενός παιδιού κι ενός ηλικιωμένου.
Και αυτή η σχέση να αποκτά ανταύγειες από εκείνο… Το μόνο της ζωής του ταξείδιον!
Υπόγειες διαδρομές.
Το παιδί που κάποτε ήμουνα και που έτρεμε τον αποχωρισμό από τη μάνα του, τώρα είχε για τα καλά ανδρωθεί, πλησίαζε το τέρμα του δρόμου του και στρεφότανε προς το πλάσμα  που είχε ξεκινήσει να βαδίζει τον δικό του νέο δρόμο και ζητούσε να του προσφέρει την εμπειρία του δικού  του μοναδικού ταξιδιού.
Οι αναγνώσεις μου –παιδικές και ενήλικες- γινόντουσαν εμπειρίες ζωής. Και το συγγραφικό μου Εγώ, ήρθε η ώρα να καταθέσει τον σεβασμό προς τον συγγραφέα που τον είχε διαμορφώσει.
Ανατριχιάζω. Οι δικοί μου ήρωες -ο Μανόλο και ο Μανολίτο- συναντήθηκαν με τον Γιωργάκη και τον πάππο του.
Ανατριχιάζω. Το παιδί – αναγνώστης και ο ηλικιωμένος συγγραφέας συναντιόνται κάτω από την ίδια ευλογημένη προστασία ενός μεγάλου δημιουργού.
Ο Βοριάς δεν παγώνει πια τα αρνάκια. Ο Αποχωρισμός καταργήθηκε.
Η Λογοτεχνία για μια ακόμα φορά έκαμε το θαύμα της.

1.3.16

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης για το "Δάχτυλα πάνω στο σώμα της"




Παρουσίαση του μυθιστορήματος στο βιβλιοπωλείο "Επί Λέξει"
22  Φεβρουαρίου, 2015





Το καινούργιο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων είναι ένα χορταστικό βιβλίο 400 σελίδων χωρισμένο σε έξη μέρη που το κάθε ένα κοσμείται από ένα  στίχο της Σαπφούς. Ξεκινάει με μια καλοκαιρινή συνάντηση στο σήμερα -του βιβλίου- που τοποθετείται ένα δύο χρόνια πριν. Η Λία, συναντάει τυχαία την Στέλλα, μια συμμαθήτριά της από τα χρόνια του Λυκείου, ήταν τότε κολλητές. Η Στέλλα είναι ήδη παντρεμένη, έχει δίδυμα, πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε, στο μεταξύ όλα έχουν αλλάξει και για τις δύο. Η συνάντηση αυτή γίνεται  αφορμή να ξετυλιχτούν οι σκέψεις της Λία παράλληλα με το παρόν της. Τώρα πια είναι μια οδοντίατρος και ετοιμάζει τη δική της δουλειά και χώρο. Ο Ορέστης, που θα επιμεληθεί το γιατρείο της, θα της προτείνει άμεσα να γίνει γυναίκα του.
         Όμως η Λία διστάζει να μιλήσει στην Στέλλα για αυτή την προοπτική. Εξ αρχής όλα λειτουργούν ανασταλτικά, αμφισβητήσιμα, σαν να περιμένει κάτι άλλο, κάτι που να την υποβοηθήσει στην τελική της απόφαση. Τώρα πια, που έχει χάσει και τον πατέρα της, ο οποίος ήταν ναυτιλιακός ασφαλιστής, μπορεί να προχωρήσει ένα βήμα πιο μπροστά, εκείνος πάντα στεκόταν σκιά και ενοχή στο κάθε της κίνηση. Μόνον η μάνα της απομένει για να μιλήσουν, θα ρθει η ώρα. Αργεί να αποφασίσει, μάνα της είναι, ακόμα την αφήνει να ακουμπάει τρυφερά πάνω της.
         Στο μυθιστόρημα ήδη διαγράφονται οι βασικοί του χαρακτήρες, η αφηγηματική ματιά παρακολουθεί από κοντά την Λία, το πρόσωπο, το σώμα, τα χέρια, τα δάκτυλά της, με μια εμμονή κινηματογραφική, σαν πλάνα από Αντονιόνι και Μπέργκμαν, που δεν βιάζονται να σαρώσουν την εικόνα αλλά στέκονται στις αδιόρατες λεπτομέρειες. Γιατί το εσωτερικό πάθος της ηρωίδας, η  επιθυμία της για τις γυναίκες, έρχεται πάντα σε αντίθεση με ένα εξωτερικό μηχανισμό που την αποτρέπει να εκδηλωθεί.
         Βέβαια η Λία το πάλεψε από πολύ νωρίς, ήδη φοιτήτρια στην Θεσσαλονίκη, έφυγε έχοντας τα ίχνη της Στέλλας πάνω της. Στην νέα της ζωή θα αναγκαστεί να συγκατοικήσει με την Ρίτα, επιλογή των πατεράδων και φίλων, έτσι όμως συμβαίνει στις καλές οικογένειες. Το τίμημα των σπουδών χωρίς να δουλεύεις, σημαίνει ακόμη επιπλέον οικονομική κηδεμονία της οικογένειας. Η Θεσσαλονίκη έχει την φήμη της ερωτικής πόλης, ή την ρετσινιά. Ή απλώς έχει την ομορφιά να απέχεις από το σπίτι σου.  Όπου υπάρχει πυρήνας ανεξαρτησίας και αυτογνωσίας εκεί θα ονοματίσεις και την δική σου πόλη. Φοιτητική ζωή σημαίνει απόσταση, ελευθερία, ανεξαρτησία κι ας είσαι με μια φοιτήτρια σαν την Ρίτα, κόρη τραπεζικού, που δεν σε αφορά.
         Η Λία θα το παλέψει στην αρχή με το διαδίκτυο, με πληροφορίες για λεσβιακές οργανώσεις και θεωρητικές αναλύσεις, θα κάνει ψεύτικο προφίλ ως  Coraly που τόσο θυμίζει και την Carol της Χάισμιθ. Θα αφυπνιστεί το σώμα της, με τα δικά της δάκτυλα, θα υγρανθεί από μνήμες και δάκρυα. O αγώνας της απεξάρτησης του οικογενειακού οιδιπόδειου θέλει πόνο και έπειτα αναγνώριση και αποδοχή.
         Εκεί στην οικοδομή όπου νοικιάζει, κοντά στην Εγνατία, η Λία, θα γνωρίσει την Γεωργία, ξενόφερτη από την Κρήτη και αποφασισμένη. Στην αρχή την φοβάται, αισθάνεται την απειλή του ισογείου όταν εισέρχεται στο κτίριο. Θα δοκιμάσει  μια ερωτική επαφή με τον Στάθη, φοιτητή από την επαρχία, αλλά η πρώτη τους φορά είναι στεγνή, ένας βουβός βιασμός, πονάει, κουράζεται.
         Είναι εξαιρετικά σημαντικό πόσο σωματοποιούνται τα συναισθήματα στην Λία, πόση διεργασία χρειάζεται κάθε φορά να αντιμετωπίσει τον καθένα. Αργεί να βγει από το σπίτι, στοχάζεται. Κι έτσι, αργότερα θα είναι πιο έτοιμη για να βρεθεί κάτω από την επιρροή της δυναμικής Γεωργίας, που είναι και ερασιτέχνης ρεμπέτισσα και  θυμίζει την Μπέλλου καθόλου τυχαία. Η Γεωργία είναι κτητική, επιβάλλεται. Σε μια αποκριάτικη έξοδο θα δοκιμαστούν και οι δύο, θα δεχτούν επίθεση από μια ομάδα αντρών, όταν θα τις δουν να φιλιούνται στο δρόμο.
         Η αρχή της τιμωρίας και της αμαρτίας; Η αιφνίδια αναχώρηση της Γεωργίας δεν θα αφήσει καλά σημάδια. Πού να στραφεί; Η οικογένεια κάθε φορά που τους επισκέπτεται επιδεινώνει την κατάστασή της. Δεν υπάρχει δίαυλος ανάμεσα στο πρέπει και στην επιθυμία και αυτή την επιθυμία είναι που επεξεργάζεται όλο και πιο σταθερά αλλά και οδυνηρά η Λία. Γι αυτό και η καταφυγή της στην πόλη των ευαίσθητων συγγραφέων, με αναφορές στον Ιωάννου, τον Χριστιανόπουλο και στον Ασλάνογλου καθόλου τυχαία. Θα αναζητήσει να μείνει μόνη, πιο χειραφετημένη, όπου η συγκάτοικος δεν θα παίζει τον ρόλο του άλλοθι και εμπόδιου. Ορισμένες στιγμές και πάλι θα παρακάμψει: ένας φοιτητής, ο Παύλος, θα είναι λιγότερο αντρικός, σπουδάζει δάσκαλος, διαβάζει Ιωάννου ΄ μαζί του άλλη μια δοκιμή, άλλη μια προσπάθεια. Τελικά ούτε αυτός, παρά τις καλές του προθέσεις, θα είναι η λύση. Τελικά μόνη της μπορεί και να το απολαμβάνει καλύτερα.
         Οι ερωτικές περιγραφές του βιβλίου, που δεν είναι και  λίγες, είτε με γυναίκες, είτε με άντρες είτε ιδιωτικές δεν είναι σοκαριστικές. Θέλω να πω εντάσσονται στο γενικότερο ύφος του βιβλίου και του χαρακτήρα της ηρωίδας του. Ταυτόχρονα λειτουργεί και το υπόγειο συγγραφικό ρεύμα, που επίσης προστατεύεται από κακοτοπιές ώστε να μην αφεθεί στην ερωτική επιδειξιομανία που τελικά είναι κάτι που μπορεί να γίνει πολύ πιο εύκολα.
         Η Λία ωριμάζει όσο περνάει ο καιρός, η αρρώστια του πατέρα της την ταρακουνάει, αναλογίζεται τις έννοιες του κοινωνικού φύλου, των ταυτοτήτων, δεν τολμάει όμως να παρακολουθήσει ανοιχτά συνέδρια για τα δικαιώματα των λεσβιών κλπ που οργανώνονται στην πόλη. Πρέπει πρώτα να εξέλθει του δικού της εγκλωβισμένου σώματος και μετά να ανοίξει διάλογο ως συνειδητή λεσβία πολίτης.
         Οι καιροί ευνοούν τους επαναπροσδιορισμούς των ταυτοτήτων και των κοινωνικών ομάδων. Η αριστερά προσέρχεται στην εξουσία με άλλη γλώσσα, τουλάχιστον όπως προαναγγέλλεται. Στην Αθήνα αναταραχές, μέσα τις επίσης. Κοινωνικά και προσωπικά βρίσκεται σε σύγκρουση. Αποφασίζει να χωρίσει τον Παύλο. Ας μείνει μόνη, ωσότου αποφασίσει να αποτολμήσει το μεγάλο βήμα.
          Κάθε γνωριμία της Λία είναι μια ευκαιρία να επανατοποθετηθεί. Ακόμη και η κόρη της μεγαλύτερης φίλης της Αύρας, η Όλγα, ένα κορίτσι που δεν θα μεγαλώσει ποτέ διανοητικά. Η Λία αντικρίζει κι εδώ μιαν ακόμη ασχημάτιστη γυναίκα που ασυνείδητα διεκδικεί την επιθυμία της -αυθόρμητα βιολογικά- και όχι μέσα από την  κοινωνική ανατροφή και επιβολή κανόνων.
         Ο καιρός περνά, η Λία τελειώνει τις σπουδές και ενοχικά δοκιμάζει τον έρωτα άλλοτε με την Λήδα, που είναι από γνώριμο περιβάλλον και άλλοτε-ίσως για μια φορά- με μια κοπέλα που γνωρίζονται στο δρόμο. Είναι το διάστημα που φθίνει ο πατέρας της και υποβάλλεται σε θεραπεία. Ακόμη κι αυτό δίνει λαβή στην κόρη να αντιμετωπίσει την επιβολή και την απώλεια του πατέρα μέσα από τις δικές της ρήξεις.
         Θα ολοκληρώσει τις σπουδές της και θα γυρίσει πραγματικά μια νέα επιτυχημένη γυναίκα στην Αθήνα. Με πτυχίο αναγνωρισμένο αλλά όχι ακόμη αναγνωρίσιμη ταυτότητα.
         Ο αρχιτέκτονας Ορέστης θα μπει στη ζωή της άμεσα αφού επιβλέπει τον επαγγελματικό της χώρο, ανάθεση του πατέρα της που ακόμη και μέσα από το νοσοκομείο επιβλέπει. Ο Ορέστης, η Αθήνα, η μισοδιαλυμένη οικογένεια, η ιδιότητα της οδοντιάτρου μπορεί και να την πείθουν να ξεχνάει την περίοδο της Θεσσαλονίκης και ότι μπορεί να ξεκινήσει κι εδώ από την αρχή, μαζί με τον Ορέστη ίσως. Ο Ορέστης είναι έτοιμος για γάμο. Ο έρωτας μαζί του είναι έντονος αλλά δεν την αφήνει καμία ικανοποίηση ούτε καν υποκατάστατο καθώς δοκιμάζει πάνω της τη δική της ενεργητικότητα.
         Πάνω στο ξέσπασμα της κρίσης παντρεύονται και ανοίγει το γιατρείο. Όμως η γνωριμία της Λία με μια ομάδα φεμινιστριών της ξαναδίνει θεωρητικά και συναισθηματικά εφόδια για να επαναπροσδιορίσει την στάση της. Της λέει η μεγαλύτερή της, η Άλκη: “Μέχρι πότε θα προσπαθείς να θολώνεις τα στοιχεία της ταυτότητάς σου;”  Η Λία αντικαθιστά τις φωτογραφίες που διακοσμούν τους τοίχους της με σταρ του Χόλιγουντ με εκείνες, τις αντιεμπορικές των γυναικών της Μεσογείου. Αυτές είναι οι αληθινές γυναίκες του κόσμου και της γεωγραφικής επικράτειας όπου ζει και αναπνέει. Η Άλκη ζει στην Μασσαλία, φεύγοντας θα αφήσει έντονα αποτυπώματα στην ψυχή και στο κορμί της Λίας.
         Η Λία είναι μόνον εικοσιπέντε χρονών, τώρα πια δεν την ενδιαφέρει η καριέρα μιας μεγαλογιατρού αλλά να προσέρχεται σε ένα οδοντιατρείο όπου θα επιτελεί περισσότερο κοινωνική εργασία. Κοινωνικά και ερωτικά προχωράει μαζί τις αποφάσεις της. Το ανακοινώνει στην μάνα της κι ας ξέρει ότι την κλονίζει κυριολεκτικά. Και μετά έρχεται η στιγμή του Ορέστη, μια καθόλου καλή στιγμή για εκείνον. Η Λία πια μπορεί να ταξιδέψει ελεύθερα και προσδιορίσει την απελευθερωμένη της πια εκδοχή, της νέας γυναίκας που αυτή επιθυμεί να είναι.

         Το μυθιστόρημα του Μάνου έχει μέτρο και ρυθμό, γλωσσικά είναι ένα κείμενο καθαρά διατυπωμένο, αφηγηματικά απολαυστικό παρά την στέρηση της αληθινής απόλαυσης που διακατέχει την ηρωίδα του στο μεγαλύτερο μέρος.
         Έχει πολύ υλικό, ένα μωσαϊκό χαρακτήρων της εποχής μας, της μεσαίας θα έλεγα κυρίως τάξης και των νοοτροπιών της. Είναι ο αγώνας μιας νέας γυναίκας στην μεταμοντέρνα εποχή μας να αυτοπροσδιοριστεί -ας μην μας ξενίζει αυτό. Η ελληνική πραγματικότητα, κοινωνία και θεσμοί μαζί, έχουν ριζώσει μαζί με δεκάδες προκαταλήψεις στο νεότερο κράτος μας. Η ελληνική κοινωνία είναι κατά βάθος συντηρητική, φοβική και η οικογένεια παραμένει πολλές φορές ασφυκτική  στην ανατροφή των παιδιών. Να γιατί η Λία πρέπει να δώσει τόσες μικρές μάχες, να κάνει το προσωπικό της οδοιπορικό δοκιμάζοντας εμπειρίες και ταυτότητες.
         Γι αυτό και είναι ένας χαρακτήρας που αφορά κάθε έναν που δίνει μια μικρή προσωπική μάχη για την διεκδίκηση της κοινωνικής και ερωτικής του ταυτότητας ώστε η μία να μην εμποδίζει την άλλη. Από την άποψη αυτή το βιβλίο δεν είναι μόνον κοινωνικό ή πολιτικό αλλά ενέχει μια παλιά όμορφη ιδιότητα της λογοτεχνίας: βοηθάει προτείνοντας την ελευθερία του ατόμου και του ερωτικού ένστικτου χωρίς να εκφοβίζει και να αποπλανεί. 

Και ακόμα στο: http://www.elculture.gr/blog/article/%CE%B4%CE%AC%CF%87%CF%84%CF%85%CE%BB%CE%B1-%CF%80%CE%AC%CE%BD%CF%89-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%8E%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82/