6.12.22

Τρεις σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς «επανάφεραν» στο λογοτεχνικό προσκήνιο κάποιες από τις μεγάλες κυρίες του Τρωικού Πολέμου

 Σκέψεις μου, πιο σωστά μια περιήγηση σε πρόσφατα πεζογραφικά έργα με ηρωίδες βγαλμένες από την Ιλιάδα. «Τρεις σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς «επανάφεραν» στο λογοτεχνικό προσκήνιο κάποιες από τις μεγάλες κυρίες του Τρωικού Πολέμου».



Σκέψεις μου, πιο σωστά μια περιήγηση σε πρόσφατα πεζογραφικά έργα με ηρωίδες βγαλμένες από την Ιλιάδα.
Η Ιλιάδα μπορεί να θεωρηθεί -πέρα από ένα μεγάλο ποιητικό έπος- και μια μοναδική μυθιστορηματική σύνθεση. Όπως κάθε κλασικό μυθιστόρημα διαθέτει έντονη πλοκή, ολοζώντανες περιγραφές περιστατικών, πολιτικοκοινωνικές αναφορές και σύνθετες σχέσεις μεταξύ των κεντρικών ηρώων του. Σε αυτό το τελευταίο εστιάζω την προσοχή μου και ως ένας σύγχρονος συγγραφέας αποδέχομαι την έλξη που εξασκούν πάνω μου οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του Αχιλλέα, η αξιοπρέπεια της Εκάβης, το κύρος του Πρίαμου, η αλαζονεία του Αγαμέμνονα, η καταστροφική γοητεία της Ελένης.
Σχεδόν όλα τα πρόσωπα της Ιλιάδας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χρησιμοποιήθηκαν και από τους αρχαίους τραγικούς κι έτσι ακόμα πιο εμφαντικά επιβίωσαν μέσα στους αιώνες, έφτασαν με καλοδιατηρημένα τα κεντρικά χαρακτηριστικά τους έως τις μέρες μας. Δεν έχω στοιχεία για να επιβεβαιώσω τη σκέψη μου αυτή, αλλά είμαι σίγουρος πως ο μέσος νεοέλληνας, ό,τι γνωρίζει για τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές του Τρωικού Πολέμου δεν είναι τόσο από την ανάγνωση του ίδιου του έπους, όσο από αποσπασματικές και περιληπτικές αναφορές σε αυτό κατά τη διάρκεια των σχολικών χρόνων του και κυρίως από τις παραστάσεις των αρχαίων τραγωδιών που αποτελούν ένα από τα κεντρικά πολιτιστικά γεγονότα των ελληνικών καλοκαιριών.
Όλα τα μέλη της γενιάς των Ατρειδών, όλα σχεδόν τα πρόσωπα που πλαισίωναν τον τελευταίο ηγέτη του Ίλιου, είναι γνωστά μας μέσα από τον τρόπο που οι τρεις μεγάλοι αρχαίοι τραγικοί τα χρησιμοποίησαν στα έργα τους. Και όλοι αυτά -τα στην ουσία μυθικά πρόσωπα- με το ότι το καθένα μπορεί να συμβολίζει, επανατοποθετούνται μέσα σε μια σύγχρονη κοινωνία από τον τρόπο που ο κάθε σκηνοθέτης που ανεβάζει μια ή και περισσότερες τραγωδίες, τα πλησιάζει και τα αναλύει. Το θέατρο ως Τέχνη έχει από τη φύση του μια τόλμη - ριψοκινδυνεύει νέες αναλύσεις και αναζητά καινούργιες ερμηνείες. Ίσως γιατί το θέατρο συνδυάζει τη σταθερότητα του Λόγου με το ευμετάβλητο της εικόνας. Ίσως γιατί κατά τη διάρκεια της θεατρικής πράξης είναι δεδομένη η ύπαρξη της μεταμφίεσης - ο ηθοποιός είναι ερμηνευτής και ο σκηνοθέτης ενορχηστρωτής των δικών του προθέσεών.
Σε αντίθεση με την τόλμη του θεάτρου -και υπενθυμίζω πως στην νεοελληνική πραγματικότητα αναφέρομαι- η λογοτεχνία δείχνει πλέον συντηρητική. Προτιμά να δημιουργεί και στη συνέχεια να λογοδοτεί για τους δικούς της ήρωες, παρά να επεμβαίνει και να επανατοποθετείται σε ότι αφορά πράξεις και γεγονότα που έχουν καταγραφεί με το κύρος της Ιλιάδας ή των τραγωδιών. Με διαφορετικά λόγια το εκφράζω: οι σημερινοί έλληνες συγγραφείς δεν δείχνουν να θέλουν να ασχοληθούν με το δράμα όσων κατοικούσαν στις Μυκήνες ή στην Τροία, αλλά ούτε και με το ποιες άλλες προθέσεις μπορεί να κρύβονται πίσω από τις πράξεις εκείνων των αρχαίων προσώπων και που η σύγχρονη ματιά ενός συγγραφέα θα τις φώτιζε από άλλες οπτικές γωνίες. Όμως έτσι κι αλλιώς, μιλάμε για πρόσωπα που κινούνται στα όρια μεταξύ μύθου και ιστορίας και ασφαλώς έχουν γίνει γνωστά σε εμάς μέσα από τον τρόπο που τα ερμήνευσαν προηγούμενοι συγγραφείς.
Το ξέρουμε πως η Ιλιάδα είναι μια βασική πηγή γνώσης γεγονότων που αγγίζουν τον μύθο, αλλά είναι μόνο μια από τις πηγές και γι' αυτό άλλωστε και οι αρχαίοι τραγικοί -και αυτό το ξέρουμε- πολύ συχνά περιγράφουν με αρκούντως διαφορετικές αποχρώσεις τους ήρωες (π.χ. η Ηλέκτρα του Σοφοκλή και η Ηλέκτρα του Ευριπίδη, αλλά και η ίδια η Ελένη σε δυο τραγωδίες του Ευριπίδη). Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, είδαν το φως της δημοσιότητας ποιητικές συνθέσεις βασισμένες σε ηρωίδες και ήρωες του αρχαίου δράματος (πχ. Γιάννης Ρίτσος), και, αν καλά γνωρίζω, ένα θεατρικό (Β. Κατσάνης). Και βέβαια οι ταινίες του Κακογιάννη. Όσο κι αν φρόντισα να ερευνήσω αν έχουν γραφτεί μυθιστορήματα εκείνα τα χρόνια με ήρωες από την Ιλιάδα, δεν μπόρεσα κάποιο να ανακαλύψω. Και αν τελικά οι έρευνές μου είναι ατελείς, πολύ θα ήθελα κάποιος να με ενημέρωνε με σχετικά στοιχεία βιβλιογραφίας. Αλλά και αν έχει υπάρξει, δεν εγκαταστάθηκε με στέρεα θεμέλια στο σώμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ώστε να φτάσει στις μέρες μας.
Και μια παρόμοια κατάσταση συνεχίστηκε και τις δυο πρώτες δεκαετίες του 21ου. Θα είναι το 2018 που θα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα μου «Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο», ενώ το 2020 Χρήστος Α. Χωμενίδης μας δίνει το «Ο βασιλιάς της». Το 2021 εγώ επανέρχομαι με το «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» και εφέτος (2022) ο Kostas Akrivos μας δίνει την «Ανδρωμάχη» του. Μέσα σε τέσσερα χρόνια τέσσερα μυθιστορήματα με κεντρικές ηρωίδες γυναίκες από τις βασικές παρουσίες της Ιλιάδας και των αρχαίων τραγωδιών. Παράλληλα ξέρω πως έχει κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα της Κ. Μέρμηγκα «Τον δέκατο χρόνο» με ηρωίδα της Βρισηίδα και το «Η πολιορκία της Τροίας» του Θ. Καλλιφατίδη, αλλά στο συγκεκριμένο μου κείμενο θέλω να προσεγγίσω τους τρόπους που οι τρεις συγγραφείς (Κοντολέων, Χωμενίδης, Ακρίβος) πλησίασαν και με νέα ματιά προσπάθησαν να δούνε τέσσερεις από τις βασικές κυρίες των γεγονότων του Τρωικού Πολέμου - την Κασσάνδρα, την Κλυταιμνήστρα, την Ελένη και την Ανδρομάχη.
Τέσσερεις ηρωίδες, αλλά τρεις είναι οι εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις, που η κάθε μια τους έχει κάτι ουσιαστικό να καταθέσει και σίγουρα να καλύψει το κενό της απουσίας που πιο πάνω περιγράψαμε.
Θα ξεκινήσω με το «Ο βασιλιάς της» του Χρήστου Χωμενίδη μιας και νομίζω πως είναι εκείνο που περισσότερο από τα άλλα πρωτοτυπεί -αν προτιμάτε και αυθαιρετεί- με την έννοια πως αφηγείται μια εντελώς απελευθερωμένη από την όποια παράδοση ιστορία της σχέσης Μενέλαου και Ελένης.
Ο Χωμενίδης -το έχει επαναλάβει και σε προηγούμενο βιβλίο του, όπου ο ήρωας είναι ο υποτιθέμενος παππούς του Ομήρου- στήνει τον δικό του ομηρικό κόσμο, τον φέρνει στα μέτρα εκείνα που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ίσως και να υπήρξαν. Στην ουσία έχουμε τη γέννηση μιας νέας μυθιστορίας μέσα από τους παλιούς μύθους και έπη. Μια μυθιστορία όπου δεν διεκδικεί να εξηγήσει το ‘τότε’ με τις όποιος δυναμικές του ‘τώρα’, αλλά μήτε και το αμφισβητεί. Απλώς το παρακάμπτει και κρατά όσα στοιχεία θεωρεί πως θα είναι χρήσιμα στην νέα αφήγηση. Ο λόγος εντελώς σύγχρονος, πουθενά κι αυτός δεν ακουμπά στο παρελθόν. Ο Μενέλαος του Χωμενίδη είναι ένας άνδρας που σε τίποτε δεν μοιάζει με τον ομηρικό βασιλιά, ενώ η Ελένη του κι αυτή τίποτε δεν έχει κοινό με την γυναίκα που αιώνες τώρα φέρνει το βάρος μιας καταστροφής. Κι άλλωστε η ίδια αρνιέται -οι τελευταίες φράσεις του μυθιστορήματος το λένε ξεκάθαρα- την πιθανότητα να γίνει η ίδια ένα αιώνιο σύμβολο. Οι μύθοι παραμένουν μύθοι. Καιρός να δημιουργήσουμε νέους. Δικούς μας. Αυτή είναι η συγγραφική στάση του Χρήστου Χωμενίδη απέναντι στα όσα οι αρχαίες αφηγήσεις κατάφεραν να διατηρήσουν ζωντανά έως τις μέρες μας.
Στο ακριβώς αντίθετο άκρο στέκεται ο Κώστας Ακρίβος εξιστορώντας τη ζωή και τα πάθη της Ανδρομάχης. Με την πλούσια φιλολογική κατάρτιση και την εκπαιδευτική του εμπειρία, αποφασίζει να αναδιηγηθεί τη ζωή της Ανδρομάχης. Μένει πιστός στην Ιλιάδα, συλλέγει και ευρήματα από άλλες πηγές κι έτσι προσφέρει περισσότερα γεγονότα απ΄ όσα κάποιος θα συναντήσει στο έπος του Ομήρου και μόνο. Με μια γλώσσα σύγχρονη, αλλά που διατηρεί την τραγικότητα των γεγονότων που καλείται να περιγράψει, η ίδια η Ανδρομάχη μας αφηγείται όσα έζησε και έπαθε.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διαθέτει πάντα το προσόν του να καταφέρνει να ενεργοποιεί το συναίσθημα του αναγνώστη. Από αυτήν την άποψη, η Ανδρομάχη του Ακρίβου μπορεί να αποτελέσει ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια εκείνων των φιλολόγων που θέλουν οι μαθητές του Λυκείου να εισέλθουν στον κόσμο της Ιλιάδας χωρίς τα ‘αγκάθια’ μιας αφήγησης που απαιτεί περισσότερο κάματο εκ μέρους τους. Ο Ακρίβος μένει πιστός στα όσα οι διάφορες πηγές μας έχουν προσφέρει. Και πλησιάζει την ηρωίδα του κάτω από το σκίαστρο του ήδη διαμορφωμένου βιογραφικού της. Αποδέχεται τις αντιφάσεις των μύθων (πχ ο Νεοπτόλεμος δεν ήταν δυνατόν να βρίσκεται στο πάρσιμο της Τροίας μιας και μόλις δέκα χρόνια είχαν περάσει από τη γέννησή του). Για τον Ακρίβο η Ανδρομάχη -αυτή είναι η σύγχρονη ματιά που μας προσφέρει- είναι το θύμα μιας κοινωνίας που οι άνδρες καθορίζουν τη βιαιότητά της. Εξ΄ ου και η αντικατάσταση του ‘ο ‘με το ‘ω’ -Ανδρωμάχη. Όχι αυτή που μάχεται ως άνδρας, αλλά αυτή που είναι θύμα ανδρικών μαχών.
Άφησα τελευταία τα δυο δικά μου μυθιστορήματα γιατί θεωρώ πως συγγραφικά κινήθηκα ανάμεσα στην απόλυτη ελευθερία του Χωμενίδη και στο σεβασμό του Ακρίβου. Για μένα η Κασσάνδρα είναι το διαχρονικό σύμβολο του ανθρώπου που είναι προικισμένος με την απλή λογική και που γι αυτό ακριβώς δεν μπορεί να πείσει όλους τους άλλους που πράττουν σύμφωνα με τα πάθη τους. Ακολουθώντας την ιδιότυπη ψυχοσύνθεσή της επιχειρώ και να προσεγγίσω με μια καινοτομία κάποια άλλα πρόσωπα του έπους -τον Αχιλλέα, κυρίως, μα και την Εκάβη.
Όσον αφορά την Κλυταιμνήστρα -αυτήν την είδα ως τη γυναίκα εκείνη που προσπάθησε να αμφισβητήσει την εξουσία των ανδρών, αλλά τελικά παρασύρθηκε και χρησιμοποίησε τις δικές τους τεχνικές. Θύτης και θύμα η ίδια και ένα διαχρονικό σύμβολο του φύλου της εξουσίας, ενώ σε προσωπικό επίπεδο το δράμα της θεωρώ πως κορυφώνεται όχι τη στιγμή που θανατώνει τον Αγαμέμνονα, αλλά την ώρα που ο γιος της την φονεύει. Για να συνθέσω τα δυο μυθιστορήματα χρησιμοποίησα και τον Όμηρο και τους αρχαίους τραγικούς και άλλες πηγές, αλλά πρόσθεσα τις δικές μου ερμηνείες πάνω στα γεγονότα και στις πράξεις των ηρώων μου. Κατέφυγα στις ψυχαναλυτικές γνώσεις που πλέον κατέχουμε και αναζήτησα τα κρυφά κίνητρα πράξεων που έως τώρα με ένα μόνο συγκεκριμένο τρόπο τα αντιμετωπίζαμε. Και από τις πολλές πληροφορίες που είχα στα χέρια μου και οι οποίες συχνά αντικρουόντουσαν, εγώ ή επέλεξα μια από αυτές ή κατασκεύασα μια δική μου. Χρησιμοποίησα μια γλώσσα κάπως εκκεντρική -να παραπέμπει σε μια εποχή όπου το ατομικό δράμα συμπορεύεται με τη δυναμική της μοίρας.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι ομοιότητες, μα κυρίως οι διαφορές που διαμορφώνουν τους τρεις τρόπους με τους οποίους τρεις σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς «επανάφεραν» στο λογοτεχνικό προσκήνιο κάποιες από τις μεγάλες κυρίες του Τρωικού Πολέμου. Δεν θα πρέπει όμως να μην επανασημειώσω και να επιμείνω στις διαφορές των τρόπων αφήγησης. Γιατί τελικά για λογοτεχνία μιλάμε. Ο Χωμενίδης έχει επιλέξει ένα σχεδόν σύγχρονο ρεαλισμό· ο Ακρίβος μια κλασική λογοτεχνική εκφορά. Εγώ προσπάθησα να προσφέρω στην αφήγησή μου μια αίσθηση μοιραίας εξέλιξης.
Πέρα από όλα αυτά, σημασία έχει πως η λογοτεχνία μας έχει ανοίξει το δρόμο που θα την φέρει να συνομιλεί με τα μεγάλα έργα της αρχαιότητας. Και αναμένω -όσο και εύχομαι- τη συνέχεια.