23.12.10

Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες







Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες

του Κωστή Α. Μακρή

Ομιλία του Μάνου Κοντολέων

στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου

στις 14 Δεκεμβρίου 2010

στο Βιβλιοπωλείο Πατάκη, Ακαδημίας 65, Αθήνα

[…

–Έχω μια δουλειά πάνω, είπε η κυρα-Τίνα Μεθέλη και την κοπάνησε αμέσως, σχεδόν τρέχοντας κι αφήνοντας τις δουλειές της στη μέση.

Ήξερε από πείρα ότι τα παιδιά είχαν πέσει σε ναρκοπέδιο και δεν ήθελε να είναι μπροστά όταν θα άρχιζαν οι εκρήξεις. Η Εγομόνη κοίταζε τα παιδιά ένα ένα με βλέμμα κοφτερό και αυστηρό.

Ο Ιμεγός, η Οποσίπα και η Πεσκιάλα κλάσανε μέντες. Θα μπορούσαμε να πούμε «φοβήθηκαν», «τρομοκρατήθηκαν», χέστηκαν από το φόβο τους» ή κάτι άλλο αντίστοιχο. Το «κλάνω μέντες», όμως, το λέγανε τα ίδια τα παιδιά –μαζί και ο Πιοζ Νάμε– όταν ήθελαν να αποδώσουν με απόλυτη ακρίβεια κάποια απερίγραπτα συναισθήματα τρόμου, απόλυτης απειλής και παγίδευσης. Σαν αυτά που τους δημιουργούσε η αμείλικτη ματιά της Εγομόνης. Που έκρυβε μια βαθιά απειλή. Όχι μαλώματος. Ούτε φωνών και βρισιών. Αλλά κάτι πιο φοβερό και παραλυτικό, μαζί με την παγερή και αδυσώπητη απειλή εκδίωξης και απομάκρυνσης από τον παράδεισο της εύνοιάς της. Που θα σήμαινε και τον τερματισμό –για πάντα!– της φιλοξενίας τους στο σπίτι της οδού Πέρα Κότας 8. Κι αυτό ήταν η απόλυτη απειλή για τα τρία παιδιά. Το να τα εξώσουν από τον παράδεισο του λόφου Ελίκωπα. Τα παιδιά κοιτούσαν με ξεραμένο το σάλιο τους την αποτρόπαιη ματιά της Εγομόνης. Η Εγομόνη, βλέποντας τον ανείπωτο τρόμο στα γουρλωμένα μάτια τους, χαμογέλασε. Όχι από κακία. Αλλά γιατί κατάλαβε ότι το είχε παρακάνει. Ήξερε πολύ καλά η Εγομόνη τις εκφραστικές της δυνάμεις και δυνατότητες. Και ήξερε πότε και πώς να τις χρησιμοποιεί.

– Τι ακριβώς θέλεις να μάθεις, Πεσκιάλα μου; Ρώτησε η Εγομόνη γλυκαίνοντας τη φωνή της, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σαν να ήθελε απλώς να επιβεβαιώσει τις απορίες του κοριτσιού.

Η Πεσκιάλα όμως κατάλαβε πολύ καλά ότι η επανάληψη της ερώτησης θα τους οδηγούσε σε νέες και πιο επικίνδυνες χαράδρες. Και το χαμόγελο της Εγομόνης δε σήμαινε καθόλου ότι ο κίνδυνος είχε περάσει. Κάθε άλλο…

– Τίποτα…, ψέλλισε. Απλώς αναρωτιόμασταν…

– Τι αναρωτιόσασταν πουλάκι μου; Ρώτησε η Εγομόνη με ένα γλυκό αλλά και άκαμπτο ύφος, λες και μιλούσε σε ένα διανοητικά καθυστερημένο που όμως έπρεπε να του επιβάλλει ατσαλένια πειθαρχία.

– Ο Ιμεγός αισθάνθηκε πολύ άσχημα που άφηναν μόνη της την Πεσκιάλα να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα.

Ξύπνησε ο ήρωας μέσα του κι αποφάσισε να βοηθήσει τη φίλη του.

…]

(Σελ. 334 από «Έχω μια δουλειά πάνω» έως σελ 335 μέχρι το τέλος «…να βοηθήσει τη φίλη του»)

Μια και μισή σελίδα μόλις σας διάβασα από το μυθιστόρημα για παιδιά «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες» του Κωστή Μακρή.

Δεν την διάλεξα τυχαία, αλλά θα μπορούσα και να είχα επιλέξει κάποιες άλλες από τις σελίδες του πολυσέλιδου αυτού μυθιστορήματος.

Στόχος της επιλογής να εδραιώσω την άποψή μου για το τι εννοώ όταν λέω καλό παιδικό βιβλίο (όπως είναι ο Πιοζ Νάμε), αλλά και ακόμα πιο βαθιά γιατί αυτό το μυθιστόρημα το θεωρώ πως είναι ένα καθαρόαιμο μυθιστόρημα για παιδιά.

Λοιπόν…

1. Ένα λογοτεχνικό έργο για παιδιά πρέπει να έχει απλό τρόπο αφήγησης. Απλό, αλλά και ζωντανό* καθημερινό εν τέλει –«Έχω μια δουλειά πάνω, είπε η κυρά Τίνα Μεθέλη και την κοπάνησε αμέσως.»

Αυτό το ‘την κοπάνησε’ προσέξατε πως ενώνει τη λογοτεχνία με την καθημερινότητα;

2. Ένα λογοτεχνικό έργο για παιδιά πρέπει να ξέρει το τι σημαίνει ασεβές παιχνίδι με τις λέξεις –«Ο Ιμεγός, η Οποσίπα και η Πεσκιάλα κλάσανε μέντες…» και θυμηθείτε ακόμα όλες τις άλλες εκφράσεις που την ίδια αντίδραση δηλώνουν.

3. Ένα λογοτεχνικό έργο για παιδιά πρέπει να κρατά το ενδιαφέρον με τρόπους έντονους ακόμα κι όταν περιγράφει συνηθισμένες στιγμές – «…η αμείλικτη ματιά της Εγομόνης»

4. Ένα καλό λογοτεχνικό έργο για παιδιά πρέπει να διαθέτει πλούσιο λεξιλόγιο. Τις λέξεις και τα νοήματά τους τα μαθαίνουμε και από τη λογοτεχνία –μακάρι κύρια και πρώτιστα από τη λογοτεχνία να έφτιαχνε ένα παιδί το λεξιλόγιό του… Πόσες λέξεις νέες και πόσες –κυρίως αυτό – νέες χρήσεις γνωστών λέξεων μέσα σε μια και μισή σελίδα!

5. Ένα καλό λογοτεχνικό έργο –αν είναι για παιδιά η για μεγάλους εδώ δεν έχει και τόση σημασία- πρέπει να έχει κάτι που να αγγίζει τα όρια της προσωπικής δημιουργίας. Ο συγγραφέας του να μας πείθει πως έχει φτιάξει τον δικό του κόσμο και πως έχει στήσει τους δικούς του ήρωες. Κι εδώ έχουμε ήρωες όχι μόνο ξεχωριστούς ως προς την προσωπικότητά τους, αλλά και εντελώς ξεχωριστούς στα ονόματά τους. Σας θυμίζω κάποια από αυτά που ακούσαμε: Εγομόνη, Πεσκιάλα, Τίνα Μεθέλη…

Πολλά θα είχα να πω για το μυθιστόρημα αυτό του Κωστή Μακρή.

Είναι το πρώτο έργο ενός συγγραφέα, που ο ίδιος δεν είναι και τόσο νέος. Αυτό το γεγονός δεν το καταγράφω με διάθεση ληξιαρχική, αλλά γιατί τόσο η ηλικία του συγγραφέα όσο -και κυρίως- η βαθιά παιδεία του φαίνονται ξεκάθαρα μέσα στο έργο.

Παιδεία λογοτεχνική. Όταν ένας ενήλικος αναγνώστης με καλές γνώσεις λογοτεχνίας, διαβάσει τον Πιοζ Νάμε, θα καταλάβει αμέσως πως ο δημιουργός του έχει ουσιαστικά εντρυφήσει σε έργα κλασικά και διαχρονικά.

Και τίποτε δεν τον εμποδίζει να βάλει τον κεντρικό του ήρωα να συνομιλεί με τον Καββαδία –μήτε μια φορά δεν απαξιώνει ο Κωστής Μακρής τον αναγνώστη του κι έτσι να φροντίσει με κάποιο τρόπο να τον ενημερώσει για το ποιος είναι ο ασυρματιστής του πλοίου. Όχι, ο Μακρής ακολουθεί μια διαφορετική πορεία –φροντίζει στο νεαρό άτομο που τον εμπιστεύθηκε και πήρε να διαβάσει το βιβλίο του, να του γνωρίσει ένα ποιητή διαχρονικής αξίας και έτσι να τον προετοιμάσει για την μελλοντική ουσιαστική γνωριμία με την ποίηση του Κόλια. Με άλλα λόγια πρώτα θα γνωρίζει ο νεαρός έναν ήρωα του βιβλίου και αργότερα, κάποτε –το πότε είναι άλλου έργο- θα γνωρίσει και το Μαραμπού και τον Μαραμπού.

Το μυθιστόρημα είναι πολυσέλιδο και το διακρίνει μια χαλαρή διάθεση αφήγησης. Αλλά δεν κουράζει –δεν κουράζει γιατί διαθέτει εναλλαγή καταστάσεων και κυρίως χιούμορ.

Ακόμα υπάρχει ένα νοηματικός πυρήνας που ενεργοποιεί τη δράση και καθορίζει την ύπαρξη των προσώπων και τους ρόλους που το καθένα από αυτά θα παίξει.

Ο νοηματικός αυτός πυρήνας έχει μια ουσιαστική οικολογική διάσταση, που τον κάνει να πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τα διάφορα οικολογικά σλόγκαν με τα οποία βομβαρδίζονται τα παιδιά μας.

Ο Κωστής Μακρής τοποθετεί τον άνθρωπο μέσα στο οικολογικό σύστημα και δεν πέφτει στο λάθος να τον ανακηρύξει ως εχθρό του.

Θέλω ακόμα να σημειώσω τον τρόπο με τον οποίο ο Κωστής Μακρής διαλέγει –πιο σωστά κατασκευάζει- τα ονόματα των ηρώων του.

Στο απόσπασμα που προηγήθηκε φαίνεται ξεκάθαρα πως το όνομα κάθε προσώπου στην ουσία εκφράζει το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής του.

Θα μπορούσαμε να τα πούμε και παρατσούκλια, αν όμως εμβαθύνουμε κάπως περισσότερο το νόημα των ονομάτων, θα δούμε πως πάρα πολλά οφείλονται σε μια αντίστοιχη σχέση με συνθήκες και καταστάσεις.

Καλλιόπη –αυτή που έχει ωραία μάτια

Αλέξανδρος –αυτός που αποδιώχνει τους εχθρούς

Ευμορφία – αυτή που έχει όμορφη μορφή

Ιάσων –αυτός που θεραπεύει.

Να, λοιπόν, πως ο Κωστής Μακρής βάφτισε

τον Πιοζ Νάμε –αυτός που αναρωτιέται ποιος να είναι

την Εγομόνη -αυτή που αποφάσισε να είναι μόνη της

τον Ιμεγό –αυτός που πιστεύει στον εαυτό του κλπ

Φαντασία, χιούμορ, γλώσσα πλούσια, καμιά παραχώρηση σε ανόητες δήθεν παιδικότητες, πλοκή, ανατροπές, συναίσθημα.

Ο Κωστής Μακρής ξεκινά τη λογοτεχνική διαδρομή του με ένα έργο που αμέσως ξεχωρίζει.-

11.12.10

Βραβείο αναγνωστών -σκέψεις και συναισθήματα


Όταν κάτι δεν περιμένεις ότι θα σου συμβεί, και πολύ πιο ήρεμα το αντιμετωπίζεις, μα και περισσότερο αντικειμενικά το κρίνεις -και το γεγονός και τη συμμετοχή σου σε αυτό.
Το ότι το μυθιστόρημα μου για νέους "Ανίσχυρος άγγελος" θα ήταν ανάμεσα στα 15 που Λέσχες Ανάγνωσης επέλεξαν ως τα πλέον δημοφιλή βιβλία του 2010, ήταν κάτι που ειλικρινά δεν το περίμενα.
Κι αυτό γιατί : α. Μέχρι τώρα ανάμεσα σε μυθιστορήματα που διεκδικούσαν το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ, δεν ήταν κανένα που να κυκλοφορεί σε σειρά νεανικής λογοτεχνίας και β. Γιατί αν και ξέρω πόσο αναγνωρίσημος ως συγγραφέας είμαι, το βασικό κοινό μου δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνη που συμμετέχει σε τέτοιου είδους δημοσκοπήσεις.
Δεν περίμενα λοιπόν αυτή τη διάκριση και ομολογώ πως πολύ τη χάρηκα. Γιατί; Μα ακριβώς γιατί ήταν -επιτέλους- μια μορφή αναγνώρισης του είδους εκείνου της λογοτεχνίας (αναφέρομαι στη λογοτεχνία για νέους ή όπως τώρα τελευταία λέγεται -cross over) που με πάθος και με όλες μου τις δυνάμεις προσπάθησα να καθιερώσω και στη χώρα μας -τόσο επιλέγοντας τίτλους από άλλες γλώσσες, όσο και αναζητώντας τους έλληνες εκείνους συγγραφείς που θα έγραφαν συνειδητά μυθιστορήματα αυτής της κατηγορίας.
Βέβαια, τα περισσότερα κρατικά βραβεία παιδικής / νεανικής λογοτεχνίας των τελευταίων είκοσι περίπου χρόνων έχουν δοθεί σε μυθιστορήματα αυτού του είδους -κάτι που σημαίνει πως η ελληνική παραγωγή δίνει υπέροχους καρπούς. Αλλά και οι περισσότεροι από τους αναγνώστες της λογοτεχνίας εν γένει, δεν έχουν κατανοήσει πως ένα μυθιστόρημα για νέους σε τίποτε δεν διαφέρει από το όποιο άλλο μυθιστόρημα για ενήλικες, παρά στο ότι είναι εστιασμένο στην εφηβεία κυρίως. Κρίνεται ως καλό ή κακό με τα ίδια κριτήρια που κρίνουμε κάθε άλλο έργο.
Η ύπαρξη, λοιπόν, του 'Ανίσχυρου αγγέλου' μου στα 15 υποψήφια για το Βραβείο Αναγνωστών, σήμαινε πως κάποιοι είχαν κατανοήσει όλα αυτά και είχαν ψηφίσει αυτό το μυθιστόρημα ως το πιο αγαπημένο τους για το 2010.
Και μόνο αυτή η διάκριση με χαροποίησε και μαζί με μένα χαροποίησε και όλους εκείνους που ασχολούνται με αυτό το είδος λογοτεχνίας.
Δεν περίμενα να κερδίσω το Βραβείο. Οι αλλαγές στη νοοτροπία γίνονται σταδιακά. Μακάρι και στα επόμενα χρόνια κάποιο άλλο έργο της νεανικής λογοτεχνίας να μπει στη βραχεία λίστα και κάποια στιγμή να κερδίσει και το Βραβείο.
Από εκεί και πέρα, κράτησα και γι αυτή τη χρονιά κάποιους προβληματισμούς μου πάνω στην ίδια την ουσία αυτού καθαυτού του Βραβείου Αναγνωστών.
Όπως για παράδειγμα : Το βραβείο αναγνωστών δε θα πρέπει να θεωρηθεί πως το δικαιούται το μυθιστόρημα εκείνο που μέσα στη χρονιά είχε τις περισσότερες πωλήσεις;
Ή Αυτοί που στέλνουν την ψήφο τους με τη μέθοδο των sms πως ελέγχονται ότι έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα που ψηφίζουν και δεν είναι απλώς φίλοι κλπ του συγγραφέα;
Ή Πόσο τελικά η ύπαρξη αυτού του βραβείου βοηθά στην αύξηση (όχι των πωλήσεων του νικητή, αυτό είναι δεδομένο, αλλά δεν νομίζω και το ζητούμενο εκ μέρους τουλάχιστον του ΕΚΕΒΙ) μα γενικότερα στην αγορά λογοτεχνικών έργων ποιότητας;
Μετά από τόσο χρόνια στο λογοτεχνικό χώρο, γνωρίζω πως ένα βραβείο για τον κάθε δημιουργό δεν είναι τίποτε περισσότερο στην ουσία από μια μεγάλη χαρά.
Αλλά ο διοργανωτής ενός λογοτεχνικού διαγωνισμού δεν έχει βέβαια ως στόχο να προσφέρει χαρά στον εκάστοτε βραβευόμενο. Φαντάζομαι πως οι στόχοι του είναι περιπλοκότεροι και σίγουρα στρέφονται προς ένα πλατύτερο κοινό. Μπορώ να φανταστώ τους στόχους του ΕΚΕΒΙ όταν δημιουργούσε τον θεσμό του Βραβείου Αναγνωστών -άλλωστε ως διοργάνωση έχει περάσει από διάφορα στάδια μέχρις ότου καταλήξει σε αυτό όπoυ εμπλέκονται οι Λέσχες Ανάγνωσης και τα sms. Ίσως στο μέλλον να πρέπει να σχεδιάσει και ένα ακόμα τρόπο ανακάλυψης του beloved novel μιας χρονιάς, μιας και όταν μια μέθοδος γίνει γνωστή κάποιοι ανακαλύπτουν τρόπους να την φέρνουν στα μέτρα και στα σταθμά τους.
Με την ευκαιρία πάντως αυτού του σημειώματος θα ήθελα να ευχαριστήσω εκείνους που αγάπησαν τον "Ανίσχυρο άγγελο", να συγχαρώ τους υπόλοιπους συγγραφείς της δεκαπεντάδας και να φιλήσω την φίλη μου Ελένη Πριοβόλου για την επιτυχία της.
Και του χρόνου πάντα με εκπλήξεις και ανατροπές.

10.12.10

"'Ωρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρας στα πανιά σου..."

Βασίλης Κρεμμυδάς

"'Ωρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρας στα πανιά σου...",

Τυπωθήτω, 2010

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι γνωστός ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιστορικούς με ενδιαφέροντα προσανατολισμένα στις οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες του τέλους της Τουρκοκρατίας και του ελληνικού 19ου αιώνα και σε ζητήματα της Επανάστασης του 1821 και των πρώτων δεκαετιών του βίου του ελληνικού κράτους.

Τα επιστημονικά έργα που έχει γράψει είναι και πολλά και ιδιαιτέρως τεκμηριωμένα.

Τα τελευταία δε χρόνια, μέρος αυτής της πλούσιας γνώσης του, θέλησε να την μοιραστεί και με αναγνώστες μικρών ηλικιών.

Έτσι το 2006 από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Καθημερινές ιστορίες για τα καράβια» και μάλιστα απέσπασε και το Κρατικό Βραβείο για παιδικά βιβλία γνώσεων.

Μέσα στο 2010 ο Βασίλης Κρεμμυδάς προσφέρει στα παιδιά ένα ακόμα ανάγνωσμα που αναφέρεται στα καράβια. Αυτή τη φορά από τις Εκδόσεις Τυπωθείτο κυκλοφορεί το βιβλίο με τίτλο «Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρας στα πανιά σου».

Στην ουσία και στα δυο βιβλία εκείνο που αποτελεί τον κεντρικό στόχο του συγγραφέα είναι το να δείξει στο παιδί – αναγνώστη το πώς κάποτε κατασκευάζονταν ένα καράβι, το πως εξοπλίζονταν για ένα ταξίδι, τους κινδύνους που τυχόν θα αντιμετώπιζε στα ταξίδια του, αλλά και τις χαρές και τα πλούτη που θα προσέφερε στο πλήρωμά και στον ιδιοκτήτη του.

Αλλά αν στο πρώτο βιβλίο όλα αυτά δινόντουσαν με την ουδετερότητα της πληροφορίας τόσο των λέξεων όσο και των εικόνων, στο δεύτερο βιβλίο οι εικόνες απουσιάζουν και οι όποιες πληροφορίες που παρέχονται περνάνε μέσα από το φίλτρο της σχέσης ενός παππού και του εγγονού του.

Έτσι το συγκεκριμένο κείμενο μπορεί να διαβαστεί και ως βιβλίο γνώσεων, αλλά και ως το χρονικό μιας σχέσης ανάμεσα σε δυο γενιές που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσα από μια καθημερινότητα που την εμπλουτίζει μεταξύ των άλλων και η προσφορά γνώσης του μεγάλου προς τον μικρό.

Είναι ένα κείμενο που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον και από ένα ενήλικο –θα έλεγα μάλιστα πως για τον ενήλικο εκείνον που αγνοεί κάθε τι σχετικό με την παλιά ναυσιπλοία, ο Βασίλης Κρεμμυδάς γίνεται ένας απολαυστικός συνομιλητής.

Πέρα όμως από τα διάφορα στάδια κατασκευής των καραβιών και των παραμέτρων που καθόριζαν τα ταξίδια τους, το συγκεκριμένο έργο, έτσι όπως στηρίζεται στη σχέση παππού και εγγονού, γίνεται και το μέσο να καταθέσει ο συγγραφέας του τις απόψεις του για τους τρόπους με τους οποίους ένας ενήλικος μπορεί και πρέπει να μεταδίδει τις γνώσεις του σε ένα παιδί.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς διαθέτει μεγάλη πείρα δασκάλου. Δείχνει να γνωρίζει τις ικανότητες πρόσληψης της γνώσης από ένα παιδί και πώς αυτές διαφοροποιούνται καθώς το παιδί μεγαλώνει.

Με έναν άνετο συγγραφικό τρόπο περνάει αυτήν τη γνώση του και στον ενήλικο αναγνώστη του βιβλίου του.

Οι απόψεις του τεκμηριωμένες και γι αυτό σεβαστές, ακόμα κι αν κάποιος θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει ως ακαδημαϊκές.

Θα ήθελα ακόμα να σημειώσω το διάχυτο στοιχείο μιας συγκρατημένης τρυφερότητας που διαπερνά τις σελίδες.

Τελικά πέρα από τις γνώσεις γύρω από τα καράβια, πέρα από τις απόψεις τι σχετικές με τον τρόπο μεταβίβασης της γνώσης σε ένα παιδί, εκείνο που κάνει αυτό το βιβλίο αξιαγάπητο είναι η σχέση παππού και εγγονού.

Ιδιαιτέρως προσεγμένη η όλη έκδοση και απόλυτα ταιριαστή με το ήθος του κειμένου.

11.11.10

"Ανίσχυρος άγγελος" -υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών 2010

Ενημερωτικό Δελτίο Τύπου από τις Εκδόσεις Πατάκη



Αγαπητοί φίλοι και συνεργάτες,
Για έκτη χρονιά οι αναγνώστες παίρνουν το λόγο και ψηφίζουν το αγαπημένο τους μυθιστόρημα μέσα από το Διαγωνισμό που οργανώνει το ΕΚΕΒΙ για την ανάδειξη του αγαπημένου ελληνικού μυθιστορήματος της χρονιάς.
Είμαστε στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσουμε ότι στη «βραχεία λίστα» των 15 βιβλίων που κατήρτισαν με την ψήφο τους μέλη Λεσχών Ανάγνωσης από τις 280 που λειτουργούν στην Ελλάδα και την Κύπρο συμπεριλαμβάνεται το βιβλίο Ανίσχυρος άγγελος (Εκδ. Πατάκη) του καταξιωμένου συγγραφέα Μάνου Κοντολέων.
Ο Ανίσχυρος άγγελος είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την ευθύνη. Τη συλλογική, μα και την ατομική. Μα ακόμα μιλά και για τις ενοχές – αυτές που μας δημιουργούν οι δικές μας πράξεις, αλλά και όσες τυχόν φτάνουν σ’ εμάς μέσα από τις πράξεις των άλλων, δικών μας ή τρίτων. Γραμμένο με τρόπο ρεαλιστικό, με δομή που θυμίζει κινηματογραφική ταινία, με χρήση εξωκειμενικών αναφορών, ο Ανίσχυρος άγγελος κεντρίζει το συναίσθημα του αναγνώστη, μα κυρίως τον μυεί σε έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης της καθημερινότητας.

(SMS : ΒΑ 5 στο 54160)

Λίγα λόγια για το συγγραφέα και το έργο του:
Ο Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, θέατρο, μικρές ιστορίες και παραμύθια. Παράλληλα ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Συνεργάτης περιοδικών, εφημερίδων καθώς και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Κάποια έργα του έχουν διασκευαστεί και παρουσιαστεί στο θέατρο και στην τηλεόραση, ενώ κάποια άλλα έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ταϋλάνδη.
Βιβλία του έχουν κερδίσει πολλές διακρίσεις από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, την Διεθνή Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ), ενώ ακόμα έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημά του «Μάσκα στο φεγγάρι». Υπήρξε υποψήφιος για τα Διεθνή Βραβεία Άντερσεν και Άστριντ Λίντγκρεν.
Είναι αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, ενώ κατά διαστήματα υπήρξε Πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Κύπρου και μέλος των επιτροπών Ελληνικών Κρατικών Βραβείων και του Περιοδικού Διαβάζω.

http://www.kontoleon.gr/
manoskontoleon2.blogspot.com
manoskontoleon.blogspot.com
manoskontoleonbibliography.blogspot.com

9.11.10

Περί... "Ταπείνωσης"


Στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, δημοσιεύτηκαν δυο κριτικά σημειώματα για το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ "Η ταπείνωση".
Το ένα, κάπου στις αρχές του καλοκαιριού (12/6/2010), το υπογράφει ο Θόδωρος Γρηγοριάδης -αναδημοσιεύται και στη δνση:
Το άλλο, πριν από λίγες μέρες δημοσιεύτηκε και έχει την υπογραφή του Δημοσθένη Κούρτοβικ.
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4602919&enthDate=06112010
Δεν είναι η πρώτη φορά που δυο άνθρωποι δημοσιοποιούν τις εντελώς αντίθετες απόψεις τους για ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και ασφαλώς κάτι τέτοιο όχι μόνο το θεωρώ φυσιολογικό, αλλά και πολύ ενδιαφέρον.
Αν κάτι με έσπρωξε να καταθέσω τις δικές μου απόψεις γι αυτό το το μυθιστόρημα του Ροθ, στο δικό μου blog, είναι γιατί με ξάφνιασε η θέση που εκφράζει ο Κούρτοβικ.
Όλοι, βέβαια, γνωρίζουμε πως ο συγκεκριμένος κριτικός χαρακτηρίζεται συχνά από κυκλοθυμικές ακρότητες ως προς αυτά που πρεσβεύει, αλλά κανείς δεν του αμφισβητεί την ικανότητα να κρίνει με διάθεση μια σύγχρονης κριτικής αντιμετώπισης.
Οι απόψεις του για την 'Ταπείνωση" μου θύμισαν απόψεις αναγνωστών μιας άλλης εποχής.
Έτυχε να διαβάσω αυτό το έργο, το καλοκαίρι που μας πέρασε, με συνθήκες κάπως ιδιόμορφες -σε δημόσιο νοσοκομείο, σχεδόν αδύναμος να κινηθώ μόνος μου, με πόνους, με ένα σώμα που λες και μου έλεγε πως με τις πράξεις μου το είχα ταπεινώσει.
Στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα μπόρεσα να βρω στοιχεία της δικής μου ταπείνωσης. Και έτσι να αισθανθώ περισσότερο τα αδιέξοδα του.
Γεράματα, φόβος θανάτου, ανίσχυρη υπεροψία, σεξουαλική ψευαίσθηση, ατελής προσφορά... Ο ήρωας του Ροθ κινείται μέσα στις συνθήκες του σήμερα και ο ίδιος ο συγγραφέας μας κάνει να υποψιαστούμε πως αν και δεν μας αφηγείται περιστατικά της ίδιας της ζωής του, μας παρουσιάζει τις παραμέτρους που μπορεί να την καθόρισαν και μαζί με τη δική του ζωή να έχουν καθορίσει και τον τρόπο που ζήσανε και ζούνε πολλοί, μα πάρα πολλοί από τους σημερινούς (και δικούς μας) αστέρες.
Βρήκα ευρηματικό τον τρόπο που συνδέονται τα πρόσωπα του έργου μεταξύ τους -ο εραστής και ο πατέρας, ο εραστής και η ερωμένη, ο ένας σύζυγος και η μια σύζυγος, ο άλλος σύζυγος και η άλλη σύζυγος... Και βέβαια το τέλος -αν και αναμενόμενο, πάντα ουσιαστικό. Η Τέχνη μόνο υπάρχει και σου είναι πιστή.
Στην αρχή αυτού του σημειώματος σημειώσα την ηλεκτρονική δνση που μπορεί κανείς να βρει το κριτικό σημείωμα του Θόδωρου Γρηγοριάδη. Δεν είναι η μόνη θετική κριτική που γράφτηκε για την "Ταπείνωση"
Αλλά δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ.
Πέντε μήνες μετά ο Κούρτοβικ δημοσιεύει τη δική του.
Μπορεί αυτό το γεγονός να έχει τη δική του σημασία, μπορεί να είναι εντελώς τυχαίο. Εγώ πάντως το είδα ως ένα γεγονός που θα μπορούσε να το είχε εφεύρει ο ίδιος ο Ροθ και να το είχε τοποθετήσει μέσα σε ένα από τα τελευταία του ολιγοσέλιδα μυθιστορήματα, αυτά που ανιχνεύουν τα αδιέξοδα ενός σημερινού τρόπου ζωής και σκέψης.

20.10.10

Για τον "Ανίσχυρο άγγελο" στο www.newstrap.gr


συνέντευξη στην Κωστούλα Τωμαδάκη




Σάββατο βράδυ, λίγο πριν τα Χριστούγεννα.Στο κέντρο της πόλης.Ένας αστυνομικός πυροβολεί ένα μαθητή Λυκείου.
Και με αυτό το γεγονός ξεκινά η ιστορία..Η ιστορία της Αγγέλας, που ο πατέρας της ήταν...
Ο ''Ανίσχυρος άγγελος'', (εκδόσεις Πατάκη), δεν καταγράφει αντιδράσεις πραγματικών προσώπων αλλά μυθιστορηματικών χαρακτήρων'.
Ο Μάνος Κοντολέων δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός που συγκλόνισε όλους μας.
Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την ιστορία προσπαθώντας να κατανοήσει την αλήθεια των ηρώων του.
Ο Ανίσχυρος Άγγελος είναι ένα τρυφερό και στοχαστικό μυθιστόρημα ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές του.
Ο ''Ανίσχυρος Άγγελος'', διαδραματίζεται το Δεκέμβριο του 2008 στην Αθήνα με τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις .
Γιατί επιλέγετε να εστιάζετε στις ατομικές αντιδράσεις;
-Συγγραφέας είμαι. Με άλλα λόγια με ενδιαφέρουν τα άτομα κυρίως και το πως αυτά αντιδρούν σε κοινωνικά γεγονότα. 'Ένα μυθιστόρημα έχει κεντρικά πρόσωπα, που μέσα από τις δικές τους πράξεις και αντιδράσεις φωτίζεται, με τρόπο κάπως πλέον ευαίσθητο από εκείνον της δημοσιογραφικής περιγραφής, το συμβάν και γίνεται προσπάθεια ερμηνείας των κοινωνικών καταστάσεων.
Το βιβλίο σας δεν ακολουθεί όσα συνέβηκαν μετά τη δολοφονία του 17χρονου αγοριού. Συχνά τα αναστρέφει ή και τα παραποιεί, (όπως επισημαίνετε στον πρόλογο). Πώς ισορροπήσατε πάνω σε ένα τέτοιο 'επικίνδυνο' θέμα;
-Αναστρέφω με την έννοια πως περιγράφω από μια οπτική γωνία που κανείς δεν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει και παραποιώ με την έννοια πως δεν καταγράφω αντιδράσεις πραγματικών προσώπων, αλλά μυθιστορηματικών χαρακτήρων. Το επικίνδυνο ήταν στο να θελήσω να εκμεταλλευτώ το πραγματικό γεγονός. Το απέφυγα με τον πιο απλό τρόπο –με τον σεβασμό.
Στέκεστε ιδιαίτερα στο θέμα της ατομικής ευθύνης.
-Ασφαλώς. Γιατί πιστεύω πως είναι βασικό ζήτημα της σημερινής κοινωνίας μας. Μιας κοινωνίας που μας έχει μάθει στην κατανάλωση όχι μόνο αντικειμένων μα και συναισθημάτων. Όσο όμως περισσότερο καταναλωτής γίνεσαι, τόσο και πιο πολύ χάνεις την προσωπική σου ταυτότητα και γίνεσαι ένα μέρος μιας μάζας . Και αποκτά συνείδηση μάζας. Αλλά εγώ πιστεύω σε μια κοινωνία που θα την απαρτίζουν άτομα με συνείδηση από τη μιας της ατομικότητάς τους και από την άλλη του μέλους μιας ομάδας. Η ατομική ευθύνη είναι το έλλειμμα πιστεύω της εποχής μας.
Ας μιλήσουμε για τη σύγκρουση των ηρώων που είναι έντονη στο μυθιστόρημα σας. Πώς λύνεται η σύγκρουση των δύο κόσμων;
-Δε λύνεται. Απλώς μέσα από τη σύγκρουση δύο κόσμων απελευθερώνεται μια μορφή δημιουργικής ενέργειας.
Η Αγγέλα, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, καθώς βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους –και οι δυο δικοί της- αποφασίζει κάποια στιγμή όχι να τους συνδυάσει, αλλά να ακολουθήσει στις αρχές του ενός και να καταλογίσει ευθύνες στον άλλον. Δύσκολη απόφαση. Αλλά σωστή. Νομίζω πως όλο το εργο την πορεία της Αγγέλας προς αυτή την απόφαση περιγράφει.
''Έχει μια λέξη που έχασε το νόημα της-πατέρας.'' Πότε οι λέξεις χάνουν το νόημα τους;
-Όταν αυτό που περιγράφουν παύει να υφίσταται.
Δύσκολα τα πρέπει των αγγέλων;
- Σε ποιους αγγέλους αναφέρεστε; Αν στον δικό μου, ναι δύσκολα τα πρέπει του, γιατί έχουν να κάνουν με τη παρηγοριά των ανθρώπων.
''οι άνθρωποι που προχωρούν προς το απρόσμενο επέκεινα τους βγάζουν μια μυρωδιά γλυκιά.... κάτι σαν ζαχαρωμένο ιδρώτα..''
Φοβάστε το θάνατο;
-Τον τρέμω... Τόσο πολύ ώστε δε θέλω ούτε να τον σκέφτομαι. Το ξέρω πως είμαι εγωιστής...
Η εκπαίδευση σκοτώνει τη φαντασία;
-Ανάλογα με το πώς εφαρμόζεται.
Σε ποιον ανήκει ένα βιβλίο στον συγγραφέα ή στον αναγνώστη, κύριε Κοντολέων;
- Νομίζω και στον συγγραφέα και στον κάθε αναγνώστη του... Άλλα ξέρετε ο καθένας από όλους αυτούς –συγγραφέας και αναγνώστες- δεν μοιράζονται το ίδιο βιβλίο. Για τον καθένα άλλο βιβλίο είναι κι ας έχει τον ίδιο τίτλο και τους ίδιους ήρωες.
ευχαριστώ θερμά
-Κι εγώ σας ευχαριστώ

Σχόλια

0 Κωστής Μακρής 20-10-2010 11:12
Το ζητούμενο της ισορροπίας ανάμεσα στην ατομική ευθύνη και την υπευθυνότητα απέναντι στην ομάδα υπηρετείται με θάρρος και τόλμη στον "Ανίσχυρο άγγελο". Συγχαρητήρια στον κύριο Μάνο Κοντολέων που είχε το θάρρος να κολυμπήσει σε τόσο ταραγμένα νερά.

8.10.10

Φθινοπωρινό φύλλο


Ήταν τότε, εκείνον τον καιρό που έδινα ονόματα στις Εποχές.
Την Πρώτη την Εποχή, τότε -που όλα γύρω μα και μέσα μου- είχαν αρχίσει να γεννιούνται, την είχα πει Άνοιξη… Πώς αλλιώς, άλλωστε, να πει κανείς την Εποχή που όλα –δέντρα και λουλούδια- ανοίγουν;
Την επόμενη Εποχή –αυτή με τον ήλιο τον καυτό και τις νύχτες που η θάλασσα γίνεται καθρέφτης για το φεγγάρι- την καλή την εποχή, ε, Καλοκαίρι την είχα πει.
Μα το ήξερα πως κι αυτή η Εποχή πια τέλειωνε…
Το έβλεπα να συμβαίνει…
Να, το φύλλο έπεσε μπροστά μου.
Ήταν εκείνος ο ξαφνικός άνεμος που σηκώθηκε –ναι, αυτός ο άνεμος ήταν που το τράβηξε από το κλαρί του δέντρου και το πέταξε μπροστά μου.
Ένα κίτρινο φύλλο.
Το κοίταξα –κοίταξα τις ζαρωμένες άκρες του και το κοτσάνι του το μισοσπασμένο και το λυπήθηκα.
«Α!» σκέφτηκα, «Πώς κατάντησε έτσι! Κάποτε θυμάμαι πως ήταν…»
«Ναι, κάποτε ήμουνα…» το φύλλο λες και διάβασε τη σκέψη μου και τη συνέχισε με μια τρεμουλιαστή, μα και συνάμα ήρεμη φωνή, λίγο βραχνή, αφάνταστα ζεστή, «… Κάποτε ήμουνα… Εσύ με είχες φτιάξει να είμαι ένα καταπράσινο φύλλο, με τρυφερό κοτσάνι και χυμούς να κυκλοφορούν μέσα στις νευρώσεις μου… Και πιο πριν ακόμα, εσύ πάντα με είχες φτιάξει να είμαι ένα μικρό φυλλαράκι, πράσινο πάντα, που μόλις κι είχε σκάσει στην άκρη του κλαριού»
«Όμορφα ήταν τότε!» θυμήθηκα εγώ τα παιχνίδια της Άνοιξης.
«Πάντα θα είναι όμορφα!» μου απάντησε εκείνο και με τόση σιγουριά μίλησε που ακόμα κι εγώ ξαφνιάστηκα
«Πάντα;… Ακόμα και τώρα που…» δεν τόλμησα να πω περισσότερα από όσα ήξερα πως θα του συμβούνε.
«Ναι! Ακόμα και τώρα που είμαι κίτρινο, μισοξεραμένο, πεταμένο μπροστά σου»
«Γιατί το λες αυτό;» θέλησα να μάθω.
«Γιατί όλα έχουν την αξία τους» το μισοξεραμένο φύλλο –και πάντα με ήρεμη φωνή, ζεστή, λίγο βραχνή- είπε και συνέχισε «Όταν ήμουνα ένα μικρό πράσινο φυλλαράκι ήταν όμορφα γιατί όλα γύρω μου ήταν καινούργια για μένα. Έβλεπα, άκουγα, μύριζα! Μάθαινα. Και ρούφαγα τους χυμούς και μεγάλωνα. Είναι όμορφο να μεγαλώνεις!..» αναστέναξε το φύλλο κι εγώ χάρηκα που τα πλάσματα στα οποία είχα δώσει ζωή, ξέρανε τόσο πολύ να τη χαίρονται.
Μα εκείνο είχε κι άλλα να πει.
Κι έτσι δεν το διέκοψα, μα άφησα να συνεχίζει…
«Κι όταν έφτασα πια να είμαι ένα μεγάλο φύλλο, ήταν και πάλι όμορφα, γιατί είχα τα ζουζούνια να περπατάνε πάνω μου και τις δροσοσταλίδες να με στολίζουν και τον ήλιο να με χαϊδεύει, το φεγγαράκι να ρίχνει πάνω μου τις σκιές του και τον αέρα να με λικνίζει…»
Μιλούσε το φύλλο και μέσα από τα λόγια του εγώ ξαναζούσα το Καλοκαίρι που πια τέλειωνε…
«Κι όταν πια κιτρίνισα, πάλι όμορφα ήταν!» το φύλλο δεν είχε σταματήσει να μονολογεί και να θυμάται τις χαρές της ζωούλας του, «Ίσως γιατί αγάπησα το νέο μου χρώμα. Ίσως γιατί χαιρόμουνα που είχε χάσει το κορμί μου τη γυαλάδα και τη στιλπνάδα του και πάνω του μπορούσαν να κάνουν μια στάση και να ξεκουραστούν τα μερμηγκάκια… Μα ίσως να ήταν και τα σύννεφα που όλο και πιο συχνά μαζεύονταν στον ουρανό και τις μέρες παίζανε με τον ήλιο και τις νύχτες παίζανε με το φεγγάρι και –αχ, τι όμορφα σχήματα και χρώματα
έβλεπα στον ουρανό!... Ώρες περνούσα να τα χαζεύω!»
«Όμως, τώρα…» θέλησα να το διακόψω.
«Τώρα είναι και πάλι όμορφα, ίσως γιατί είμαι ελεύθερο. Γιατί τίποτε δεν με κρατά πάνω στο κλαρί. Γιατί περιμένω τον άνεμο να με σύρει σε άλλα μέρη και τη βροχή να με στείλει σε βιαστικά ρυάκια, που κι αυτά θα με οδηγήσουμε σε κάποια ποτάμια, ίσως στη θάλασσα… Ίσως σε μια λίμνη… Μπορεί και σε ένα βάλτο!»
Το άκουγα το μισοξεραμένο φυλλαράκι και αισθανόμουνα θλίψη… Τύψεις… Μπορεί να μην τα είχα όλα φτιάξει με τρόπο σωστό… Μπορεί να είχα κάνει κι εγώ κάποιο λάθος.
Με είδε εκείνο που είχα σκυθρωπιάσει.
«Α, μα και τότε θα είναι όμορφα!» είπε, «Κάθε τι το καινούργιο είναι όμορφο. Και δεν το φοβάμαι. Γιατί το ξέρω –το ξέρεις κι εσύ- πως δεν πρόκειται να χαθώ. Τίποτε που εσύ έχεις φτιάξει δε χάνεται! Όλα αυτά θα τα ξαναζήσω… Θα είμαι και πάλι φύλλο… Κάποτε… Μα μπορεί να γίνω μια μικρή μέλισσα… Μπορεί μια παπαρούνα… Ίσως, κάποτε κι ένα τριζόνι… Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να το πει;… Ακόμα κι εσύ κάτι τέτοιο δεν το ξέρεις. Κι ανυπομονώ να έρθει η νέα Άνοιξη … Με φαντάζεσαι να τριγυρνώ σα μια χρυσόμυγα ή να μοσχομυρίζω σαν ένα χαμομήλι;… Άσε που μπορεί να έχω χωθεί μέσα σε καμιά πολύχρωμη πεταλούδα ή σε μια πανύψηλη φασολιά… Μπορεί… Όλα αυτά μπορεί να συμβούνε…»
Χαμογέλασα
«Κι άνθρωπος ακόμα μπορεί κάποτε να γίνεις…» είπα και το εννοούσα.
Το ξερό, κίτρινο φύλλο αφέθηκε στο ξαφνικό φύσημα του αγέρα και πήρε να σέρνεται πάνω στις πέτρες του μονοπατιού κι έπειτα οι πρώτες στάλες της βροχής το μουσκέψανε κι έπειτα παντού απλωθήκανε τα νερά κι έπειτα… το έχασα.
Εξαφανίστηκε πίσω από τον κορμό ενός δέντρου.
Η βροχή πήρε να δυναμώνει.
Το χώμα είχε βραχεί και μύρισε.
Κι εγώ ανάσανα βαθιά
«Φθινόπωρο!» ψιθύρισα, «Φθινόπωρο!» -το όνομα αυτής της εποχής των ξερών φύλλων.

13.9.10

Πολύτιμα Δώρα X 2




















Υπάρχουν μερικά βιβλία που αφού τα κλείσεις συνεχίζεις να τα αγαπάς, να τα χαϊδεύεις, να τα μυρίζεις, να βλέπεις τις εικόνες και να διαβάζεις τυχαία προτάσεις και λέξεις. Γιατί έχουν την ικανότητα να αναδίδουν με το «σώμα» τους την αίσθηση που έχει δημιουργήσει το κείμενο. Ένα τέτοιο βιβλίο-κόσμημα είναι και τα «Πολύτιμα Δώρα». Οι ζωγραφιές, η γραμματοσειρά, η «ταπετσαρία» (οι ολοσέλιδες ζωγραφιές που κοσμούν τις δυο κενές σελίδες στην αρχή και το τέλος), ανακαλούν τη λάμψη αλλά και την εύθραυστη ομορφιά των πολύτιμων λίθων που «πρωταγωνιστούν» στο έργο.
Το βιβλίο γράφτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων προσφοράς του συγγραφέα στην παιδική, νεανική αλλά και ενήλικη λογοτεχνία. Οι τρεις ιστορίες που περιλαμβάνονται στη συλλογή με τίτλο «Διαμάντια», «Μαργαριτάρια» και «Σμαράγδια» αντιστοιχούν σε τρεις άξονες της ζωής του συγγραφέα. Όπως γράφει και ο ίδιος στο τέλος:
«Οι γονείς μου φέρανε ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ από τη Σμύρνη και μου τα χάρισαν. Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα μαζεύοντας στις ξεχασμένες γειτονιές της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ. Κι έπειτα γνώρισα αυτούς που θ’ αγαπούσα για όλη μου τη ζωή – και τους χαρίζω με τη σειρά μου ΣΜΑΡΑΓΔΙΑ.»
Δεν πρόκειται όμως για αυτοβιογραφικά σημειώματα. Τρεις «μύθοι» για τον τρόπο που σχηματίστηκαν οι πολύτιμοι λίθοι συνιστούν το κέλυφος για να εξερευνήσει ο συγγραφέας την ουσία της συναισθηματικής τοπιογραφίας της ζωής του αλλά και της ζωής κάθε ανθρώπου. Τα δάκρυα της μάνας που βγαίνουν από τον καημό για το παιδί της πέτρωσαν σε διαμάντια. Τα δάκρυα του ευαίσθητου ανθρώπου που έχει το δώρο να βλέπει και να ακούει αυτά που οι άλλοι προσπερνούν, τα δάκρυα της μοναξιάς που συνοδεύει τη δημιουργία, μεταμορφώθηκαν σε μαργαριτάρια. Και τα πολύτιμα δώρα που ο ερωτευμένος φέρνει στο αγαπημένο πρόσωπο θυσιάζοντας τον ίδιο του τον εαυτό έγιναν τα πράσινα σμαράγδια. Είναι τα πολύτιμα δώρα που προσφέρουμε και μας προσφέρουν. Είναι το βασικό υλικό, η μαγιά της ζωής. Είναι δώρα φτιαγμένα από πόνο και αγάπη. Αυτό τα κάνει πολύτιμα.
Η ατμοσφαιρική αφήγηση, η προσεκτική επιλογή της κάθε λέξης, και κυρίως ο ρυθμός κάνουν τα κείμενα αυτά να μοιάζουν με πεζά ποιήματα. Σαν καλοδουλεμένα γλυπτά είναι σμιλεμένες οι ιστορίες. Κάθε λέξη βρίσκει το στόχο της. Θυμηθήκαμε με τον καλύτερο τρόπο ότι τα πολύτιμα δώρα που ανταλλάσσουμε στη ζωή μας είναι αυτά που δεν πλήττονται από καμία οικονομική κρίση.
Εξαιρετικές οι ζωγραφιές της Ρίτας Τσιμόχοβα δένουν με την ευαισθησία και την ατμόσφαιρα του κειμένου. Η φύση, η υφή των πραγμάτων, οι αρχετυπικές φιγούρες που κινούνται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα και τα απαλά χρώματα και περιγράμματα βρίσκονται σε άμεση αντιστοιχία με το ύφος και την ατμόσφαιρα του κειμένου.
Ο Μάνος Κοντολέων σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα παιδικά του χρόνια. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια και κριτικά σημειώματα. Συνεργάτης πολλών εφημερίδων, περιοδικών, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef. Είναι μέλος του Δ,Σ. της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1998. Μυθιστόρημά του έχει αναγραφεί στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ, ενώ ήταν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν για το 2002. Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία και στις ΗΠΑ. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει πάνω από 40 βιβλία του
ΕΛΕΝΗ ΣΒOΡΩΝΟΥ



Στον τόμο περιέχονται τρία παραμύθια όπου ο γνωστός συγγραφέας, με ύφος που φέρνει στο νου παλιούς παραμυθάδες, αλλά με εικόνες και λέξεις περισσότερο ποιητικές και εντόνως περιγραφικές, μιλά για πολύτιμες ή αξετίμητες αγάπες ανθρώπων οι οποίοι, λόγω αυτών των ανεκτίμητων, σπάνιων αισθημάτων, καθαγιάστηκαν, τυλιγμένοι στη φλόγα και στον πόνο τους. Και στις τρεις ιστορίες υπάρχει η έως θανάτου αγάπη και στις τρεις υπάρχει και ο πόνος της. Πόνος όχι αβάσταχτος, μια και η αγάπη είναι «Μείζων» και «Πάντα στέγει»· και τους καημούς και τους χαμούς. Τα δε «Πολύτιμα δώρα» της τα προορίζει για τους ολίγους, τους εκλεκτούς της.
Στην πρώτη ιστορία ο πατέρας, διορατικός πάντα, κατάλαβε τον πόλεμο να πλησιάζει. Δεν μας διευκρινίζεται το «πότε και το πού», αλλά μήπως και στα λαϊκά παραμύθια το ίδιο δεν συμβαίνει; Ισως γιατί πρέπει εμείς να σκεφτούμε πως «παντού και πάντα» όλα αυτά θα συντελούνται. Ο πατέρας, λοιπόν, σαν είδε τον πόλεμο να προβάλει απειλητικός, «ζήτησε από τη μητέρα να προσέχει τους γιους και το σπίτι κι έφυγε μαζί με άλλους άντρες προς τα εκεί που άρχιζαν τα βουνά». Επειτα έφυγε και ο ένας από τους δύο γιους, ο μεγάλος. «Πήραν τον αδελφό σου!», τρόμαξε η μάνα. Και πόνεσε. Και ο πατέρας αγωνιούσε κι όλο ρωτούσε. Ωσπου, «Με τον καημό του χαμένου μας παιδιού πέθανε ο πατέρας σου», απευθύνθηκε η μάνα στον μικρότερο. Κι εκείνος, χαϊδεύοντάς τη, «Θα τον βρούμε», «Θα τον βρω εγώ! Περίμενε μόνο να μεγαλώσω λίγο ακόμα!» Και όταν μεγάλωσε έφυγε. Τον αναζητούσε, και πού δεν τον γύρεψε τον αδελφό του. Μέρες, μήνες, χρόνους. Τα βρέφη στο σπίτι απέναντι από το πατρικό του μεγάλωσαν, το αγοράκι πήγε σχολείο· η μάνα περίμενε τους γιους της τις νύχτες στο ύψωμα, κοιτώντας διαρκώς στη δημοσιά για δυο ίσκιους. Τους ίσκιους των παιδιών της. Εντέλει είδε έναν μόνον. «Δεν τον βρήκα», της είπε ο μιρκότερος γιος, άντρας πια, κουρασμένος και λυπημένος. Τα δάκρυά της -τα τελευταία- πέτρωσαν κι έγιναν διαμάντια· όλο φως και ιριδίσματα.
Στη δεύτερη ιστορία, «Μαργαριτάρια», ένας νέος λαμβάνει -εκ γενετής- το θείο χάρισμα της ακρόασης και του παραμικρού ήχου, του πιο ανεπαίσθητου, του πιο σιγανού. Ακουγε τις φωνές του χώματος, τους ψιθύρους της πέτρας, την ανάσα των λουλουδιών· αργότερα όλα αυτά τα έκανε τραγούδια και οι πάντες γύρω του ευφραίνονταν· μα και παραξενεύονταν. Οταν δακρυσμένος έφυγε από κοντά τους -ακολουθώντας τη γυναίκα που ονομαζόταν Σελήνη- τα δάκρυά του έσταξαν σε λευκές, θαμπές, στρογγυλές πέτρες· τα μαργαριτάρια.
Στα «Σμαράγδια» ο ερωτευμένος νέος ψάχνει στον κόσμο να βρει κάτι, οτιδήποτε, που να πλησιάζει στο χρώμα των ματιών τής αγαπημένης του. Για να της το προσφέρει. «Πήγαινε στο μέρος της θάλασσας που τα κύματα δεν υπάρχουν», τον συμβούλεψε ένας γέρος ναυτικός. Δηλαδή στο απλησίαστο, στο πιο βαθύ σημείο του ωκεανού. Και πήγε. Κι εκεί βρήκε το χρώμα των ματιών της· σμαραγδί...
Ωραίες εικόνες, σεβασμός στην ιερότητα των αισθημάτων. Ιστορίες για μικρούς, μα και για μεγαλύτερους.
Επίσης, ιδιαίτερα όμορφες οι ζωγραφιές της Ρίτας Τσιμόχοβα, από τη Λευκορωσία (1962), με πολλά βραβεία στο ενεργητικό της.
Ελένη Σαραντίτη
Ελευθεροτυπία, 21/6/2010

11.9.10

Μια ιστορία του Φιοντόρ


Μια διεισδυτική ματιά στο θέμα της μετανάστευσης, του ξένου και της αποδοχής του «Άλλου» μέσα από ένα μυθιστόρημα υψηλής ποιότητας και λογοτεχνικής αξίας. Σε ένα ελληνικό χωριό που δεν κατονομάζεται φτάνει η Λιούμπα, ένα κορίτσι στην αρχή της εφηβείας από τη Ρωσία. Την υποδέχεται η μάνα της, εγκατεστημένη ήδη στο χωριό εδώ και πολλά χρόνια. Η μάνα έχει προσαρμοστεί πλήρως ή, πιο σωστά, έχει αφομοιωθεί. Το πρώτο πράγμα που λέει στην κόρη της είναι:«Λοιπόν, να μάθεις πως εδώ δεν με φωνάζουνε Ελόνα, μα Ελένη, κι εσένα –πρόσεξε!- αντί για Λιούμπα θα σε λέω Αγάπη». Κι ύστερα:«Αυτός είναι ο κυρ Θανάσης. Ο νέος μου άντρας!» της είπε και σχεδόν την εξανάγκασε να τον χαιρετήσει.» Αυτή είναι η «δέση του δράματος». Η Λιούμπα αρνείται όχι μόνο την αφομοίωση αλλά και τη στοιχειώδη προσαρμογή. Δεν αλλάζει το όνομά της, δε μιλά ελληνικά, δε χαμογελά, δεν πλησιάζει κανέναν, διαρκώς συγκρίνει και απορρίπτει. Ζει με το όνειρο της επιστροφής. Ο νους και η καρδιά της είναι στο πατρικό σπίτι, στον παππού της, στα τοπία της Ρωσίας, στην αγαπημένη γλώσσα. Είναι μια βίαια ξεριζωμένη ύπαρξη. Η ακραία συμπεριφορά της τροφοδοτεί τα αρνητικά σχόλια της μικρής κοινωνίας. Η κακία, το κουτσομπολιό, οι προκαταλήψεις των συγχωριανών βρίσκουν εύφορο έδαφος να ανθίσουν. Η Λιούμπα περιφέρεται σαν ξωτικό ανάμεσά τους. Ώσπου μια μέρα τη στέλνει η μάνα της να καθαρίσει ένα σπίτι. Εκεί θα συναντήσει τον Μήτια, θα μιλήσουν ρωσικά, μια ελπίδα, μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι που γρήγορα διαψεύδεται όταν ο Μήτια μιλά ελληνικά. Η σωτηρία φαίνεται να έρχεται από ένα μπουλούκι τσιγγάνων από τη Ρωσία, έναν περιπλανώμενο θίασο, που έρχεται να δώσει μια παράσταση στο χωριό. Η Λιούμπα θα εμπιστευτεί τον στιβαρό αλλά σκοτεινό Νικόλκα, θεωρώντας ότι είναι ο δρόμος προς την επιστροφή. Οι ελπίδες διαψεύδονται, η Λιούμπα επιστρέφει για να καταντήσει ένα κυνηγημένο αγρίμι. Η λύση –όχι το χάπυ έντ—θα έρθει από το πρόσωπο στο οποίο συναντώνται οι δυο πατρίδες, από τον Μήτια που είναι γεννημένος από ρωσίδα μάνα και έλληνα πατέρα. Εξαιρετική ευαισθησία χαρακτηρίζει τη ματιά του συγγραφέα. Αριστοτεχνικά αποδίδει τις λεπτές αποχρώσεις της νοσταλγίας αλλά και της νεύρωσης στην οποία οδηγείται η ηρωίδα του. Εξίσου πειστικά αποδίδεται η Ελένη, μια γυναίκα που έχει σκληρύνει από την ανάγκη επιβίωσης και προσαρμογής, που έχει γίνει μια άλλη γυναίκα από την ανάγκη να γίνει αποδεκτή. Ο Μήτια, με την αριστοκρατική του καταγωγή, τη μόρφωση και την ιδιαίτερη ψυχική ευγένεια, φωτίζει ακόμη πιο έντονα την αδιαφορία και τη σκληρότητα της τοπικής κοινωνίας. Μια κοινωνία που είναι επιφανειακά μόνο εκμοντερνισμένη. Και τέλος, τα παιδιά του χωριού που παρακολουθούν, σχολιάζουν, κατακρίνουν, καταδικάζουν και στο τέλος, μέσα από την καταλυτική «ιστορία του Φιοντόρ», μεταμορφώνονται. Απολαυστική είναι η γλώσσα που διακρίνεται από μουσικότητα, με τη χαρακτηριστική συνήθεια του συγγραφέα να βάζει το ρήμα στο τέλος της πρότασης, εύστοχες παρεμβολές στίχων ρωσικής και ελληνικής ποίησης, και καλοδουλεμένες προτάσεις. Πιάνεις τον εαυτό σου να ξαναδιαβάζει μια φράση για να θαυμάσει τη μαστοριά της. Η αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος είναι καλοζυγισμένη, σαν αρχαία δράμα, με πρόλογο, κορύφωση της περιπέτειας και έξοδο. Βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1998 και υποψήφιος για το Βραβείο Άντερσεν το 2002, ο Μάνος Κοντολέων είναι ένας καταξιωμένος συγγραφέας με πάνω από 40 μυθιστορήματα και διηγήματα (για παιδιά, εφήβους και ενήλικες) στο ενεργητικό του. Αρκετά έργα του έχουν κυκλοφορήσει και στο εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ελένη Σβορώνου

10.9.10

Κρυφός κυνηγός συναισθημάτων


Γιώργος Μαρκόπουλος
ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ
Ποιήματα
Κέδρος

Πρέπει να ήταν κάπου προς το τέλος του πρώτου μισού της δεκαετίας του '80.
Το καθημερινό "ΤΟ ΒΗΜΑ" είχε αναθέσει σε μια ολιγομελή ομάδα νέων (ακόμα τότε) λογοτεχνών να γράφουν ένα είδος σχόλιου, κάτι σαν σύντομο χρονογράφημα, δυο περίπου φορές το μήνα ο καθένας τους.
Η στήλη είχε το όνομα Σημασίες.
Δεν θυμάμαι όλα τα ονόματα όσων γράφαμε τις Σημασίες.
Αλλά σίγουρα εκτός από εμένα, γράφανε και οι: Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Ερρίκος Μπελιές, Γιάννης Υφαντής, Αθηνά Παπαδάκη, Νένη Ευθυμιάδη, Αντώνης Φωστιέρης...
Όλοι μας, λίγο πολύ της ίδια ηλικίας (ίσως ο πιο μεγάλος να ήμουνα εγώ) όλοι μας έχοντας κάνει τα πρώτα μεν, αλλά ουσιαστικά βήματα της λογοτεχνικής μας καριέρας.
Και με το πάθος της ηλικίας μας, αλλά και μέσα στο γενικότερο κλίμα εκείνων των χρόνων, φροντίσαμε να γνωριστούμε και με περισσότερο προσωπικό τρόπο.
(θα θυμάμαι, πάντα, εκείνο το βράδυ στο σπίτι του Βαρβέρη, όπου πίνοντας λευκό κρασί και μασουλώντας παρμεζάνα, ακούγαμε γαλλικά τραγούδια του νέου κύματος και θυμόμαστε ποιητές σχεδόν ξεχασμένους)
Μετά ο καθένας ακολούθησε τους δρόμους του, κάποιοι κρατήσαν στενή επαφή, κάποιοι χαθήκανε, με τους περισσότερους επικοινωνώ μέσα από τα βιβλία μας.
Ανάμεσα τους -όχι, δεν θέλω να το κρύψω- ο Γιώργος Μαρκόπουλος ήταν εκείνος που περισσότερο τον είχα αισθανθεί πιο κοντά μου. Δεν γίναμε ποτέ αυτό που αθα έλεγε κανείς "φίλοι". Φίλος είμαι με την Παπαδάκη, φίλος ήμουνα με την Νένη... Τον Βαρβέρη τον καμαρώνω τόσο στα ποιήματα του, όσο και στις κριτικές του. Με τον Γιώργο, όμως, κάτι άλλο με δένει. Και το τελευταίο του βιβλίο με εκανε να κατανοήσω το είδος του δεσμού.
Η αισθαντικότητά του που συνδιαλέγεται με αισθητική ματιά. Και εκείνος ο λυγμός της γνώσης που όλο θέλει να μένει κρυφός, κι όλο κάπου φανερώνεται -
Όσο γι΄ αυτά που έκανα τα πλήρωσα όλα,
πιστέψτε με, ακριβά, μια ζωή μένοντας μόνος.
Τα ποιήματα δεν μπορώ να τα κρίνω -δεν ξέρω τους κώδικες κατασκευής τους. Απλώς υπάροχουν ποιήματα που με συγκινούν και ποιητές που με βοηθούν να δω το μέσα του κόμσου -του δικού μου και των άλλων.
Ο Μαρκόπουλος ένας από αυτούς.
Το τελετείο του βιβλίο το διάβασα μετά από την προσωπική μου περιπέτεια. Ίσως και γι αυτό όταν τον πήρα τηλέφωνο για να του πως πόσο και πάλι με συγκίνησε, η φωνή μου έσπασε από ένα λυγμό.
Μα πως αλλιώς;... Αφού ο 'Κρυφός Κυνηγός' τεειώνει με τις πιο κάτω αράδες:
Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα περα, κάποιος θα προβάλλει, που όμως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι.
Νομίζω πως κάτι τέτοιο υποψιάστηκα κι εγώ πως συμβαίνει την ώρα τη στερνή.
Ο Μαρκοπουλος περιέγραψε με λέξεις την υποψία μου.
Λοιπόν, αυτή είναι η ποίηση - Μάτια γυναίκας που κλείνουν, για να σου δείξουν ότι ήρθε η ώρα να τα φιλήσεις
'Η - Δυο παιδάκια, παραμονή Χριστουγέννων, που λένε τα κάλαντα στον τάφο του πατέρα τους.

6.9.10

Ο Ανίσχυρος άγγελος στο Διαβάζω


Ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αξιοπρόσεχτο και πρωτοπόρο, τόσο για το θέμα του, όσο και για τη γραφή του.
Το υλικό «στηρίχτηκε» στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, όταν η νεότητα ψηλάφισε δραματικά το καινούργιο, η Αθήνα κάηκε και το σημαίνον τραγικό: ένα παιδί δολοφονήθηκε από αστυνομικό.
Ο συγγραφέας, έχοντας υπόψη του τους κινδύνους που εμφιλοχωρούν και για να μη διολισθήσει σε επικαιρότητες, αλλά μόνο να διεισδύσει στον πυρήνα της αλήθειας, έδωσε ένα μυθιστόρημα με τελείως φανταστικά πρόσωπα.
Οι διαφορετικές εστιάσεις στο θέμα και το εύρημα του πανταχού παρόντος (ανίσχυρου0 αγγέλου ως συνδετικού κρίκου και δείκτη της ανθρώπινης περιπέτειας, αναδεικνύουν την κεντρική ηρωίδα -κόρη του αστυνομικού- ως «εκπρόσωπο» της νέας γενιάς που προσπαθεί με αντικειμενικά αποσπασματικές αλλά βαθιά ανθρώπινες κινήσεις, εν μέσω δύσκολων συνθηκών, να εξηγήσει το γεγονός και βέβαια να ανιχνεύσει τα ατομικά της όρια.
Η πλευρά της αφήγησης με τα επιπλέον διακειμενικά και εξωκειμενικά σπαράγματα εξηγεί, προσθέτει, ανατρέπει, πάντα προσφέροντας δημιουργικά κενά στον αναγνώστη, ενέχοντας στον πυρήνα της στοιχεία για πολλαπλές αναγνώσεις

Γιάννης Σ. Παπαδάτος
«Διαβάζω», τεύχος 509

22.8.10

Το καλοκαίρι της Σοκολάτας


Την συνάντησα για πρώτη φορά ένα απομεσήμερο Σαββάτου, εκεί προς τα μέσα του Ιούνιου.
Μόλις ειχε σταματήσει να βρέχει και μαζί με μερικούς φίλους ξεκινήσαμε για μια βόλτα στα χωράφια του Κορινθιακού κάμπου.
Ήταν μικροσκοπική, βρεγμένη, λασπωμένη, με μύρια αγκάθια μπλεγμένα στο τρίχωμά της.
Προτίμησε εμένα από τους άλλους της συντροφιάς, λες κι ήξερε πως μετά από 30 τόσο χρόνια ήταν η μοναδική περίοδος που δεν είχα στη ζωή μου τη συντροφιά ενός σκύλου.
Περπατούσε δίπλα μου, κι εγώ αποφάσισα πως αν θα ερχότανε μέχρι την αυλή του φιλικού σπιτιού που μας φιλοξενούσε, θα την κρατούσα.
Ήρθε. Αμέσως την είπα Σοκολάτα, αμέσως την έλουσα και πέρασα όλο το βράδυ να βγάζω ένα, ένα τα αγκαθάκια από το τρίχωμά της. Κι εκείνη κοιμότανε στα πόδια μου δίπλα.
Το επόμενο πρωινό, οι δυο μας μόνοι, κάναμε μια μικρή βόλτα στους αγρούς. Την παρατηρούσα που δεν απομακρυνότανε από κοντά μου και σκέφτηκα πως είχα αποφασίσει να κρατήσω για συντροφιά ένα ολότελα μπάσταρδο σκύλο - έδειχνε άσκημη, ατσούμπαλη... Έδειχνε να μου έχει ήδη αναγνωρίσει πως την είχα σώσει από τις κακουχίες.
Λένε πως η αγαπή μεταμορφώνει ακόμα και τον πιο άσχημο πλάσμα, στο πιο όμορφο. Μπορεί. Την αγάπησα και ίσως η αγάπη μου να την έκανε κάθε μέρα όλο και πιο όμορφη. Μπορεί και το καλό φαγητό. Μπορεί και το συχνό βούρτσισμα, μπορεί και τα γλυκόλογα του της έλεγα στα φουντωτά αυτιά της.
Έγινε όμορφη. Και μέσα σε ένα μήνα είχε γνωρίσει τρία σπίτια, είχε κάνει κάμποσα ταξίδια, είχε πάει σε θερινό σινεμά, είχε αποκτήσει φανατικό αντίζηλο (την άλλη μου αγάπη, τον γάτο τον Δαμιανό).
Ξεκινήσαμε και μαθήματα εκπαίδευσης εκεί, καθώς οι δυο μας, τα απογεύματα του Ιουλίου περπατούσαμε στο Πήλιο.
Είχαμε μπροστά μας ένα καλοκαίρι να βρούμε ερημικές παραλίες και να πιούμε τσίπουρα στην πλατεία του χωριού.
Σε δυο μέρες κλείνει ένας μήνας που ξαφνικά χωρίσαμε...
Η τελευταία μου κίνηση (ίσως η μοιραία) προτού πέσω στο γκρεμό, ήταν να τη βάλω στο αυτοκίνητο.
Οι άνθρωποι που με αγαπούν και με φροντίζουν, φροντίζουν κι αυτή.
Και πλησιάζει, πολύ κοντά, πολύ, πολύ κοντά είναι η μέρα που θα συναντηθούμε και πάλι.
Είναι προκλητικά αισιόδοξο να αποφασίζεις να υιοθετείς κουτάβι, όταν εσύ πια πλησίαζεις τα 65 χρόνια.
Αλλά κάθε τι το αισιόδοξο μόνο προκλητικό μπορεί να είναι.
Το καλοκαίρι του 2010, θα το λέω το Καλοκαίρι της Σοκολάτας.
Γιατί πέρα από το ότι άλλο, αυτό το σκυλάκι των χωραφιών της Κορίνθου, έφερε μαζί του και κάποια ακόμα παρουσία.
Μια παρουσία ζωής, ελπίδας, χαράς... Το μέλλον.
Ναι, μπορεί κανείς ακόμα και στα 65 χρόνια του να υιοθετεί ένα κουτάβι.
Η ζωή πάντα συνεχίζεται.
Και αυτός ο Αύγουστος τελειώνει -πια!
Ωραίοι οι δρόμοι της Κηφισιάς τους μήνες του Φθινοπώρου.
Μαζί με τη Σοκολάτα θα τους σεργιανίσω.
Μαζί με τη Σοκολάτα θα περιμένουμε τη νέα τη χρονιά... Κι αυτό που μαζί της θα έρθει.

16.8.10

Ανίσχυρος άγγελος στο diavasame.gr


e.svoronou@diavasame.gr
ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Συγγραφέας
Μάνος Κοντολέων
Εκδοτικός Οίκος
ΠΑΤΑΚΗΣ
Κατηγορία
Παιδικό/Εφηβικό
Σελίδες
129
ISBN
978-960-16-3600-9

Μια διεισδυτική και ευαίσθητη ματιά στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 ή, ακριβέστερα, σε όλα τα ξεσπάσματα βίας στις σύγχρονες πόλεις, κυρίως των νέων, είναι ο «Ανίσχυρος άγγελος». Παρακολουθούμε λεπτό προς λεπτό τη νύχτα της δολοφονίας ενός 15χρονου αγοριού από την πλευρά ενός κοριτσιού, της Αγγέλας, κόρης αστυνομικού. Η Αγγέλα θα συναντήσει τυχαία τον 15χρονο, λίγο πριν συμβεί το μοιραίο, στον Ηλεκτρικό. Η Αγγέλα στέκεται απέναντι από τον νεαρό. Ο νεαρός τείνει το ένα από τα ακουστικά του στην Αγγέλα για να μοιραστούν το MP3 του. Η συνάντησή τους θα διαρκέσει για ένα μόνο τραγούδι. Ύστερα θα συμβεί ό,τι είναι να συμβεί. Ο νεαρός θα βγει να συναντήσει τη μοίρα του. Η Αγγέλα θα πάει στο ραντεβού της για να δεχτεί σε λίγο ένα απεγνωσμένο μήνυμα στο κινητό της. Πρέπει να γυρίσει σπίτι επειγόντως. Ο πατέρας της κρατείται στη φυλακή. Σκότωσε έναν νεαρό.
Η δεύτερη αφηγηματική φωνή είναι αυτή ενός αγγέλου. Ενός «ανίσχυρου», όπως παραδέχεται και ο ίδιος, αγγέλου. Ένας άγγελος που παρακολουθεί, συντρέχει, προσπαθεί να αποτρέψει το κακό, να οδηγήσει τους ανθρώπους στα σωστά μονοπάτια, αλλά δύσκολα αλλάζει τα μεγάλα γεγονότα. Κι όμως αποδεικνύεται ένας πολύτιμος φύλακας, ένας (συμ)παραστάτης σε αυτούς που τον χρειάζονται χωρίς να το γνωρίζουν. Σχεδόν ακούμε το φτεροκόπημά του δίπλα μας. Η ματιά του είναι καθοριστική. Αίρει την αφήγηση πέρα και πάνω από την καθημερινότητα. Πέρα και πάνω από την αλήθεια των ΜΜΕ, από την πραγματικότητα που βιώνουν οι ήρωες. Υπάρχουν τα γεγονότα, η ιστορία, που είναι δουλειά του ιστορικού, του κοινωνιολόγου, του ψυχολόγου, του επιστήμονα να αναλύσει. Υπάρχει όμως και η μελαγχολική ματιά αυτού που ξέρει, αυτού που βλέπει, γνωρίζει κίνητρα, κατανοεί την ανθρώπινη κατάσταση και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τείνει μια φτερούγα παρηγοριάς.
Το θέμα, όμως, του μυθιστορήματος είναι η αναζήτηση της ταυτότητας, η ενηλικίωση, η άρθρωση ενός ανεξάρτητου λόγου, πέρα από τα δεσμά της οικογένειας, πέρα από τα στερεότυπα, στερεότυπα που κατασκευάζουν και οι ίδιοι οι νέοι φτάνοντας μάλιστα στο φανατισμό. Το «μπάτσοι- γουρούνια-δολοφόνοι», εκτοξευόμενο από εφηβικά χείλη αδιακρίτως κατά παντός ενστόλου, ακόμη και κατά της Αγγέλας, ως κόρης δολοφόνου, δείχνει τόσο φανατισμό όσο και η τυφλή βία που υιοθετούν αυτοί που φωνάζουν το σύνθημα. Η Αγγέλα απεχθάνεται τον πατέρα της, που τράβηξε όπλο, αλλά απεχθάνεται και αυτούς που τη βρίζουν και την απειλούν χωρίς να φταίει. Σύμμαχοί της στη δύσκολη πορεία ο «φύτουλας» της τάξης και ο νονός της. Με τη βοήθειά τους θα βγει από το μετεωρισμό ανάμεσα στις επιταγές της οικογένειας και στις επιταγές της παρέας. Ανάμεσα στο παιδί και τη γυναίκα.
Ο Μάνος Κοντολέων έχει σημαντική παρουσία στο χώρο της παιδικής, νεανικής και ενήλικης λογοτεχνίας, Έχει γράψει σενάρια τηλεοπτικών προγραμμάτων για παιδιά, ενώ υπήρξε και συνεργάτης του Γ’ Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Με τη λογοτεχνία ασχολείται από τα παιδικά του χρόνια, δημοσιεύοντας μικρά κείμενα στο περιοδικό "Διάπλασις των Παίδων". Υπήρξε κατά διαστήματα μέλος των ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, της Εταιρείας Συγγραφέων και του Ελληνικού Τμήματος Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ). Είναι αντιπρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Unicef.

Ελένη Σβορώνου


e.svoronou@diavasame.gr

15.8.10

ΒΙΒΛΊΑ ΕΝΟΣ ΣΚΛΗΡΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ












ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΙΑΒΑΣΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΛΑΥΡΈΝΤΙΟ, ΑΛΛΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ, ΕΝΑ ΡΟΘ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ, ΤΗΝ ΑΤΓΟΥΝΤ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΚΕϊΓΚ ΣΤΟ ΥΓΕΙΑ.
ΟΛΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΣΥΝΡΟΦΙΑ
ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΑΚΡΙΒΗ Η ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΑΥΤΟΎ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΠΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ.
ΠΟΙΟ ΘΑΝΑΙ; ΠΟΤΕ;



26.6.10

Μέρες καλοκαιριού στον Άγιο Λαυρέντη

Πρωϊνός καφές στην αυλή


Και μετά ένας περίπατος έως το εξωκκλήσι της Παναγιάς της Σουραβλούς


Περπατώντας μέσα σε δρόμους που τους σκιάζουν οι καστανιές


Και μετά, διάβασμα στο μπαλκόνι με τη θέα να σου τραβά τη ματιά από τις αράδες του βιβλίου



Βραδιάζει πια. Ας πιάσουμε κουβέντα καθώς στο βάθος η θάλασσα αλλάζει το χρώβμμα της.
ΥΓ.
Τα βιβλία που λέω να διαβάσω αυτό το καλοκαίρι στον Άγιο Λαυρέντη, κάπου στο Πήλιο, τα έχουν γράψει οι:
Μισέλ Τουρνιέ, Φίλιπ Ροθ, Άμος Οζ, Ντόρις Λέσινγκ.
-



2.6.10

Μια χρονιά σε Λέσχη Ανάγνωσης


Κατά την περίοδο 2009 -2010, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της Βιβλιοθήκης Καίτης Λασκαρίδη, στον Πειραιά, λειτούργησαν δυο ομάδες Λέσχων Ανάγνωσης.

Η κάθε μια είχε περίπου 15 άτομα και οι συναντήσεις κάθε ομάδας γινόντουσαν μια φορά το μήνα.

Υπεύθυνος και για τις δυο ομάδες ήμουνα εγώ και στα μέλη των δυο ομάδων συμμετείχαν και γυναίκες και άνδρες και άτομα νεαρής ηλικίας, αλλά και πιο ώριμης. Όλα τους είχαν μια επαρκή αναγνωστική εμπειρία μέσου αναγνώστη λογοτεχνικών έργων.

Ο άξονας που καθόρισε τις επιλογές των βιβλίων ήταν η γυναικεία παρουσία. Η γυναίκα σε διάφορες εποχές, σε διάφορους πολιτισμούς, με διάφορες δραστηριότητες...

Διαβάστηκαν μυθιστορήματα ξένων συγγραφέων (Ράσελ Μπανκς, Καλέντ Χοσεϊνί, Γιασμίν Κράουθερ), και ελλήνων (Παπαδιαμάντης, Κουμανταρέας, Καλιότσος, Δούκα, Σωτηροπούλου, Φακίνου, Μηλιώρη, Πριοβόλου, Κερασιώτη, Κοντολέων).

Υπήρξαν κάποιες συναντήσεις όπου τα μέλη των ομάδων γνώρισαν από κοντά και συζήτησαν με τους συγγραφείς ή τους μεταφραστές των βιβλίων που είχαν διαβάσει.

Νομίζω πως η χρονιά πέρασε με ένα τρόπο ευχάριστο και αναγνωστικά επικοδομητικό.

Τα μέλη των ομάδων γνώρισαν συγγραφείς και έργα που καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα τεχνικών αφήγησης και ύφους. Συζήτησαν διεξοδικά για τον τρόπο σκέψης και τις αντιδράσεις των χαρακτήρων. Και πάνω απ΄ όλα ευχαριστήθηκαν -άλλοτε περισσότερο, άλλοτε πιο λίγο- την ανάγνωση καλών έργων.

Εγώ, όμως, πιστεύω πως υπήρξα περισσότερο κερδισμένος. Γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να επικοινωνήσω άμεσα, αυθόρμητα και συχνά με πάθος, με τους αναγνώστες -τους εκπροσώπους, με άλλα λόγια, του είδους εκείνου των ανθρώπων που τελικά δίνουν υπόσταση σε ένα συγγραφέα.

Εκείνοι δείχνανε να με ακούνε προσεχτικά. Αλλά περισσότερο προσεχτικά τους άκουγα εγώ. Και καθώς μέρα τη μέρα και μήνα το μήνα ξετυλιγόντουσαν οι αναγνωστικές τους αντιδράσεις, εγώ ολοένα και πιο βαθιά διαισθανόμουνα τι περιμένει ο αναγνώστης από τον συγγραφέα, τι αυτός πρέπει να έχει στο νου όταν γράφει.

Όχι, δεν μιλώ για τρόπους που θα με κάνουνε συγγραφέα βιβλίων με μεγάλη εμπορική επιτυχία -αυτού του είδους τα βιβλία, τα μέλη και των δυο ομάδων από την άρχη δήλωσαν πως δεν τους ενδιαφέρουν.

Με βοήθησαν να κατανοήσω πως ο μέσος έλληνας αναγνώστης αναζητά κάτι που ενώ υπάρχει, πολύ δύσκολα το ανακαλύπτει.

Αναζητά τον εαυτό του, όχι όμως ως καρικατούρα, ούτε ως μέλος ενός πλήθους ανώνυμου. Όχι, θέλει να τον συναντήσει να κυκλοφορεί ευκρινώς μέσα στις σελίδες των βιβλίων που διαβάζει.

Ο μέσος έλληνας αναγνώστης της λογοτεχνίας αναζητά απαντήσεις σε ζητήματα της καθημερινότητάς του -ζητήματα που συχνά είναι διαχρονικά, συχνά όμως έχουν μια επικαιρότητα.

Πολύ σημαντικές υπήρξαν οι εμπειρίες μου από τις δυο λέσχες ανάγνωσης που στους ζεστούς χώρους του νεοκλασικού κτηρίου της Βιβλιοθήκης Καίτης Λασκαρίδη φιλοξενηθήκανε.

Καλό Καλοκαίρι και ενδιαφέρουσες αναγνώσεις -ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλο.

Και -δεν τους ρώτησα, αλλά έτσι νομίζω- πως οι συγγραφείς που περισσότερο αγάπησαν ήταν ο Παπαδιαμάντης και ο Καλιότσος.

29.5.10

Η θλίψη της λέαινας

Βασίλης Τσιρώνης

"Η θλίψη της λέαινας"

Εκδόσεις ΑΛΔΕ

Είναι ένα ερώτημα που συχνά με απασχολεί. Τα λογοτεχνικά βιβλία που εκδίδονται από μικρούς και μάλιστα περιφερειακούς εκδοτικούς οίκους, ποιοι τα διαβάζουν; Κι όταν μάλιστα το όνομα του συγγραφέα είναι σχεδόν άγνωστο (που τις περισσότερες φορές είναι) πως θα μπορέσει το βιβλίο να βρει τρόπους επικοινωνίας με κάποιον αναγνώστη;

Στα βιβλιοπωλεία -στα μικρά κυρίως- σχεδόν ποτέ δεν θα βρεις βιβλία από μικρούς εκδοτικούς οίκους. Στα μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, μπορεί να τα συναντήσεις σε κάποιο πάγκο ή συχνότερα σε κάποιο από τα ράφια τους. ΑΛλά και πάλι γιατί να σταματήσεις σε αυτά, γιατί να ξεκινήσεις τη διαδικασία επιλογής τους, όταν κανείς δεν έχει γι αυτά κάτι γράψει, όταν κανείς γι αυτά κάπως δεν έχει μιλήσει;

Ξέρουμε δα το πως επιλέγουν οι δημοσιογράφοι / κριτικοί των μεγάλων εφημερίδων και περιοδικών τους συγγραφείς και τους τίτλους -με κριτήρια που καθόλου δεν τα χαρακτηρίζει η διάθεση μιας πλουραλιστικής ενημέρωσης των αναγνωστών.

Κι όμως, πολύ συχνά ανάμεσα στις εκδόσεις μικρών εκδοτικών οίκων, ανακαλύπτει κανείς ενδιαφέροντες συγγραφείς.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Βασίλης Τσιρώνης.

Εντελώς τυχαία βρέθηκε το μυθιστόρημά του στα χέρια μου (ο έκδότης του μου το είχε προσφέρει όταν γνωριστήκαμε στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης).

Και μια από αυτές τις μέρες, είπα να το ξεφυλλίσω.

Με κέρδισε, το έφτασα ως το τέλος τους.

Ο Βασίλης Τσιρώνης έχει γράψει -διάβασα στο βιογραφικό του - και δυο νουβέλες, που κι αυτές κυκλοφορούν από την κερκυραϊκή ΑΛΔΕ.

Η Θλίψη της Λέαινας είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

Φιλόδοξο όσο και πρωτότυπο.

Ο συγγραφέας οραματίζεται τρεις ιστορίες που έχουν ως κεντρικό τους πρόσωπο την Μήδεια.

Η μια αφορά την ίδια την έμπνευση συγγραφής της τραγωδίας από τον Ευριπίδη. Οι άλλες δυο είναι σύγχρονες και μάλιστα διαδραματίζονται ταυτόχρονα.

Η σουηδέζα Σιμπίλα που έχει παντρευτεί έλληνα, μαζί του έχει αποκτήσει δυο παιδιά, ξαφνικά βιώνει την προδοσία του άντρα της και οι αντιδράσεις της συγκλίνουν προς αυτές της Μήδειας.

Η Ιφιγένεια, μια μεγάλη ηθοποιός, ετοιμάζεται να ερμηνεύσει στην Επίδαυρο τον τελευταίο της ρόλο -τη Μήδεια. Η ίδια είναι ετοιμοθάνατη καθώς ο καρκίνος της τρώει τα σπλάχνα, αλλά παράλληλα κουβαλά τις τύψεις της για τον θάνατο, πριν χρόνια, του μοναδικού παιδιού της.

Τρεις ιστορίες που φωτίζουν από τρεις διαφορετικές πλευρές τα πάθη της Μήδειας, αλλά και την διαχρονικότητα αυτών των παθών.

Σαφέστατα φιλόδοξο τόλμημα.

Ομολογώ όχι απόλυτα ολοκληρωμένο. Ένα από τα βασικά πρόσωπα –αυτός της Σουηδέζας- δείχνει αμήχανο σε ότι ο δημιουργός του το βάζει να εκτελεί. Επίσης, ο συγγραφέας θα μπορούσε να κρατηθεί σε μια απόσταση από κλισέ κάπως τηλεοπτικής ματιάς.

Αυτά όμως δεν κάνουν το έργο του να υστερεί από άλλα που ιδιαιτέρως έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ.

Η Θλίψη της Λέαινας είναι ένα μυθιστόρημα που διαθέτει πρωτοτυπία θέματος και άνετη αφηγηματική ροή.

Αλλά ο εκδοτικός οίκος θα μπορούσε να είχε σε κάποια σημεία προφυλάξει τις συγγραφικές απειρίες (μια σωστή επιμέλεια είναι πάντα βασικό στοιχείο).

Μα αν μια έκδοση από μικρό εκδοτικό οίκο, γραμμένη από σχεδόν άγνωστο συγγραφέα δεν θα μπορέσει να βγάλει σχεδόν ούτε τα έξοδά της, πώς να ζητήσουμε επιμέλειες που θα ανεβάσουν το κόστος της έκδοσης; Κι αν κάποιοι δεν θα σκύψουν πάνω από αυτά τα βιβλία και καταθέσουν τις κρίσεις τους (αρνητικές ή θετικές), τότε πως ο δημιουργός τους θα κατανοήσει όσα έχει πετύχει μα και τα όσα τυχόν κάπως παρανόησε;

Ας ανοιγόμαστε, λοιπόν, σε επιλογές που δεν θα τις κατευθύνουν κέντρα ποικίλα. Και ας δίνουμε την ευκαιρία σε νέους συγγραφείς να επικοινωνούν μαζί μας.

Η δημοκρατία δεν έχει να κάνει μόνο με την πολιτική -έτσι δεν είναι;

27.5.10

Λογιών, λογιών χωράφια


















Ήταν τότε που άλλαζε ο αιώνας. Εργαζόμουνα ακόμα στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στη Διεύθυνση Δημοσίων Σχέσεων, υπεύθυνος ήμουνα για το in flight magazine ΚΙΝΗΣΗ / ΜΟΤΙΟΝ και γενικώς για τα έντυπα του –ακόμα κρατικού – αερομεταφορέα.
Ιδέα μου ήταν να γιορτάσει η ΟΑ την αλλαγή του αιώνα, προσφέροντας στους επιβάτες των τελευταίων πτήσεων του αιώνα που έφευγε και των πρώτων του νέου, μια ειδική έκδοση ποιημάτων των δυο ελλήνων ποιητών που μέσα στα χρόνια του 20ου είχαν τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία – Σεφέρη και Ελύτη.
Πράγματι, η ιδέα μου άρεσε στη Διοίκηση και προχώρησα στην υλοποίησή της.
Σε στενή συνεργασία με τις Εκδόσεις Ίκαρος και τους κληρονόμους των δυο ποιητών, έκανα μια ανθολόγηση ποιημάτων του Σεφέρη και του Ελύτη και το τομίδιο που τελικά κυκλοφόρησε (εκτός εμπορίου) ήταν στ΄ αλήθεια ένα κομψό βιβλίο, αληθινό συλλεκτικό εκδοτικό εγχείρημα.
Μοιράστηκε όχι μόνο στους επιβάτες εκείνων των πτήσεων, αλλά και σε επιλεγμένους φίλους ή συνεργάτες της Ολυμπιακής.
Και για να κλείσει κάπως πιο πανηγυρικά η συμμετοχή της ΟΑ στις γιορτές για τη νέα χιλιετηρίδα, αποφασίστηκε να δοθεί και μια συναυλία με τραγούδια βασισμένα σε ποιήματα των Σεφέρη και Ελύτη.
Ο Γιώργος Κουρουπός διεύθυνε την ολιγομελή ορχήστρα, ο Σπύρος Σακάς τραγούδησε και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου απάγγειλε τους στοίχους των τραγουδιών.
Την όλη εκδήλωση προλόγισε ο Μάνος Στεφανίδης.
Η συναυλία αποφασίστηκε να γίνει στο κομψό θέατρο του νέου (τότε) κτηρίου του Υπουργείου Μεταφορών.
Μέγα το πλήθος των θεατών και βέβαια ανάμεσά τους ο τότε Υπουργός Μεταφορών Τάσος Μαντέλης, ο Πρόεδρος της ΟΑ, ο Διευθύνων Σύμβουλος (αληθινά έχω ξεχάσει ποιοι ήταν στις θέσεις αυτές εκείνη την περίοδο), άλλοι διευθυντές, συνδικαλιστές, αρκετοί άνθρωποι της μουσικής και της λογοτεχνίας και βέβαια πολλοί υπάλληλοι της ΟΑ, μαζί με φίλους τους.
Μια ιδιαιτέρως επιτυχημένη βραδιά, μια βραδιά που δεν θα περίμενε κανείς πως είχε σχεδιαστεί και υλοποιηθεί από μια από τις πλέον αμαρτωλές ή συκοφαντημένες ΔΕΚΟ.
Το ήξερα από τότε, άσχετα αν κανείς δεν το ομολόγησε (παρά μόνο ο Μάνος Στεφανίδης) πως όλα αυτά –βιβλίο και συναυλία- ήταν δικά μου έργα.
Δικά μου –εγώ ο Μάνος Κοντολέων που για 26 τόσα χρόνια υπήρξα ένας αφανής υπάλληλος μιας κρατικής εταιρείας, ξαφνικά και για μια και μόνη βραδιά, άλλαζα ταυτότητα, έπαιρνα εκείνη του γνωστού συγγραφέα και επέβαλα την δική μου αισθητική (πάει να πει και πολιτική) στην ηγεσία κράτους και εταιρείας.
Και δεν το κρύβω, πως κατά τη διάρκεια ενός τραγουδιού και την ώρα που όλο το ακροατήριο σιγομουρμούριζε τους στοίχους του Ελύτη, δάκρυσα, καθώς θυμήθηκα όλο τον εργασιακό βίο μου (που παρόμοιος ήταν και όλων των άλλων εργαζομένων), ένα βίο που ξαφνικά φτερούγιζε στο όραμα μιας άλλης έκφρασης.
Ποιος έχει πει και μας έχει κάνει να πιστέψουμε πως η Τέχνη δεν είναι κάτι το καθημερινό και άξια να γίνει κτήμα των πολλών;
Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά;
Μα οι αποκαλύψεις του Μαντέλη μου τα φέρανε στο νου. Ήταν τότε ο Υπουργός, στην ουσία ο οικοδεσπότης της εκδήλωσης.
Λοιπόν, αφού τελείωσε η συναυλία και ενώ ο κόσμος κυκλοφορούσε στο φουαγιέ τσιμπολογώντας και πίνοντας, μια στενή και παλιά φίλη, που παράλληλα ήταν (και είναι σημαντικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και τότε –όπως και τώρα- κατείχε σημαντική θέση στη δημόσια διοίκηση) είδε την σύζυγο του υπουργού, μας σύστησε και η κυρία Μαντέλη, μέσα στο κλίμα –υποθέτω- της όλης καλλιτεχνικής ευφορίας, μας πρότεινε να μας ξεναγήσει σε ειδικούς χώρους του κτηρίου, όπου είχε εκτεθειμένα παλιά και όμορφα έπιπλα που τα είχαν βρει σε αποθήκες να σαπίζουν.
Και καθώς την ακολουθούσαμε, η παλιά και καλή φίλη, γύρισε και είπε «Τώρα είμαστε στα δικά μου χωράφια!» εννοώντας φαντάζομαι πως εκείνη με τη σειρά της θα με ξεναγούσε στην ποιότητα και στην ευαισθησία της πολιτικής εξουσίας, όπως εγώ λίγο πιο πριν την είχα σεργιανίσει στην αισθητική της ποίησης.
Είδαμε, πραγματικά, πολύ όμορφα έπιπλα. Και από τότε, πιάνω συχνά τον εαυτό μου να αναρωτιέται ποια τάχα να υπήρξε η τύχη τους.
Αλλά, δεν τα θυμήθηκα όλα αυτά για να καταθέσω την ανησυχία μου για την τύχη μερικών παλιών γραφείων ενός υπουργείου.
Μα για να εκφράσω την ιδιόμορφη και ιδιότυπη απαισιοδοξία μου.
Ο Σεφέρης και ο Ελύτης όχι μόνο την Ολυμπιακή δε σώσανε, αλλά μήτε να αλλάξουν την όλη μορφή των εργασιακών σχέσεων δεν καταφέρανε (α, μη μου πείτε πως δεν ήταν δική τους δουλειά κάτι τέτοιο, γιατί θα σας έλεγα να το ξανασκεφτείτε).
Και οι αντίκες της κυρίας Μαντέλη δεν αλλάζουνε τις αποκαλύψεις για τις ημέρες και τα έργα του συζύγου της υπουργού.
Άλλα τα χωράφια που εγώ καλλιεργώ, άλλα εκείνη της παλιάς και καλής μου φιλενάδας.
Απλώς –σκέπτομαι- τα δικά μου έστω και ανίσχυρα, μου θυμίζουν όμως το στοίχο του Ελύτη «θα πιάσουμε το σύννεφο, θα βγούμε από τη συμφορά του κόσμου» και παίρνω –πάρτε!- κουράγιο.
Μα τα χωράφια της φίλης μου –αχ, τι άδικο, τι έγκλημα, τι κρίμα!- φέρνουν στο νου άλλο στοίχο –του Σεφέρη, τώρα, που ισχυρίζεται πως… «στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι, θέλουν να χτίσουν ένα πύργο που γκρεμίζει».
Λογιών, λογιών χωράφια.
Τον τελευταίο λόγο, μάλλον, τον έχουν οι καλλιεργητές τους. Λέω.

25.5.10

Πολύτιμα Δώρα ... και πάλι

Ως τα απώτατα όρια της ανθρώπινης αντοχής

Μάνος Κοντολέων
Πολύτιμα δώρα
Εικονογράφηση: Ρίτα Τσιμόχοβα
Εκδόσεις Πατάκη, 2009
σελ. 30


Ο συγγραφέας ανήκει σ’ εκείνη τη μεταπολιτευτική γενιά η οποία στο πεδίο της λογοτεχνικής πράξης πρόσφερε και προσφέρει ένα ικανό σώμα βιβλίων γα παιδιά και εφήβους. Θα σημείωνα δε ότι με το «Δομήνικο», από τα πρώτα μυθιστορήματα μαγείας και φαντασίας –πολύ προτού κατακλύσουν την αγορά τα άλλα, τα χαρυποτεριανής επίδρασης–, «εγκαινίασε» επιπλέον ένα ιδιάζον ποιητικό ύφος στην πεζογραφία. Σήμερα νομίζω, ότι μπορούμε να μιλάμε για μια ομάδα ορισμένων συγγραφέων που γράφουν για (ή και για) παιδιά οι οποίοι/ες εμποτίζουν τα πεζογραφικά τους κείμενα με μια απλή, αλλά έντονη και ουσιαστική ποιητικότητα. Εκκινώντας από τη φαντασία χρησιμοποιούν κατάλληλα την ιστορική μνήμη, ιδίως τη μνήμη της παράδοσης την οποία μεταλλάσσουν σε ρεαλιστικά σημαινόμενα στο επίπεδο της οραματικής πραγματικότητας ή της συμβολιστικής πρακτικής. Ας έλθουμε όμως στο παρόν βιβλίο:
Ιστορία πρώτη («Διαμάντια»): Ο υπέρτατος ανθρώπινος πόνος. Ένας πατέρας πεθαίνει με τον πόνο του χαμού του μεγάλου του γιού. Ο μικρότερος, στα λογοτεχνικά χνάρια των παραλογών του δημοτικού μας τραγουδιού, υποσχέθηκε να τον βρει. Μάταιος κόπος. Τα δάκρυα της μάνας, λίγο προτού φύγει, έγιναν δύο λείες πέτρες που αντανακλούσαν τη δύναμη της απόλυτης ήττας.
Ιστορία δεύτερη («Μαργαριτάρια»): Η κατασκευή ονείρων. Κάποιος είχε ένα Όργανο που έβγαζε μελαγχολικές ή χαρούμενες μελωδίες και που ανάλογα κανόνιζε τις διαθέσεις της φύσης. Ήθελε να το μοιραστεί με τους ανθρώπους μα εκείνοι το αρνήθηκαν. Έμεινε αφόρητα μόνος. Κι έφυγε δακρυσμένος ένα βράδυ ακολουθώντας τη Σελήνη. Κι άνθρωποι βρήκαν το Όργανο πλάι σε λαμπερές πέτρες που αντανακλούσαν το θρίαμβο του ενός, την θετική ουτοπία εκείνη που οραματίζεται να αλλάξει τον κόσμο.
Ιστορία Τρίτη («Σμαράγδια»): Ο απόλυτος έρωτας. Ένα αγόρι έψαχνε να χαρίσει στο κορίτσι του κάτι που να ταιριάζει στο χρώμα των ματιών του. Το έψαχνε ως τα βάθη της θάλασσας. Σ’ ένα δοχείο ήταν αυτό που ζητούσε. Μα η θάλασσα δε χαρίζει κι εκδικήθηκε. Μέρες αργότερα κάποιοι βρήκαν πέτρες στην ακτή που λαμπύριζαν την ήττα του απόλυτου έρωτα.
Στις μέρες μας, όπου τα οράματα βρίσκονται μάλλον εν υπνώσει κι η τεχνολογία μάς έχει αφήσει ενεούς μπροστά στο άγνωστο και το επίφοβο κι όπου ο ανθρωπισμός πολλαπλώς δοκιμάζεται, έχουμε ανάγκη, νομίζω, από κείμενα στα οποία ο άνθρωπος επιστρέφει μέσω της μεταμόρφωσης, της μαγείας, της ομορφιάς και της μνήμης στον εαυτό του για να αναψηλαφήσει τα όρια της ανθρώπινης μοίρας. Κι αν η νίκη κάθε απόλυτης αναζήτησης βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την ήττα, επειδή ακριβώς τα ανθρώπινα όρια φτάνουν στο έσχατο σημείο της αντοχής τους, τότε η ήττα ενίοτε είναι ίσως προτιμότερη, προκειμένου να διαφυλαχτεί ως συμβολισμός η ουσία του οράματος μέσα από τη εναγώνια αναζήτηση, την ανείπωτη ομορφιά, τον απόλυτο έρωτα.
Ο λόγος του βιβλίου είναι συγκρατημένα λυρικός. Το συναίσθημα τροχιοδρομεί υποβόσκον στην ταχύτητα των ημερών μεταλλασσόμενο σε απλή, αφαιρετική ποίηση. Ο καθένας άλλωστε έχει διακείμενες εμπειρίες, δικές του, των άλλων, της συλλογικής συνείδησης στο διάβα της ιστορίας. Μια τέτοια ρέουσα αφήγηση αποτελούν οι τρεις ιστορίες, στην ουσία αφήγηση του ανθρώπου, του πολιτισμού και των ορίων τους.
Ένα ξεχωριστό βιβλίο που θα το απολαύσουν τα μεγάλα παιδιά, οι έφηβοι αλλά και οι ενήλικες.
Γιάννης Σ. Παπαδάτος
(Ο Γιάννης Παπαδάτος διδάσκει παιδική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω, τεύχος Μαϊου 2010)