30.3.21

 


Ποιος είναι ο Καπιτάνο;

Ήρωας ένα παλιού, ξεχασμένου κόμικ -ένας σκληρός, άκαρδος δικαστής που ανελέητα τιμωρεί κάθε ένα που τολμά να τον αμφισβητήσει.

Ποιος είναι ο Φιλ;

Ένα νεαρό αγόρι που οι γονείς του τον αφήσανε να ζει μαζί με τον απόμακρο και αδιάφορο παππού του* που οι φοβίες του τον κάνουν  να μη μιλάει καθαρά και έτσι οι συμμαθητές του να τον περιγελούνε.

Ποια είναι η Λάουρα;

Η αλλόκοτη ιδιοκτήτρια μιας περίεργης ιστοσελίδας και η οποία συνηθίζει τα λόγια της να  τα στολίζει με στίχους παλιών ποιητών.

Και ποια η σχέση που θα συνδέσει αυτούς τους τρεις;

 

Μια απρόβλεπτη ιστορία μυστηρίου όπου οι καθημερινοί άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι  με τους υπόγειους φόβους τους και τις κρυμμένες ενοχές τους.


29.3.21

Η δια βίου εκμάθηση του Έρωτα

 

Η δια βίου εκμάθηση του Έρωτα

 


Με τον Μ. είμαστε σχεδόν όλη μας τη ζωή στενοί φίλοι. Γνωριστήκαμε από τα γυμνασιακά μας χρόνια, βρεθήκαμε να φοιτούμε μαζί στην ίδια πανεπιστημιακή σχολή της ίδιας πόλης. Μοιραζόμαστε το ίδιο δωμάτιο. Στενοί φίλοι, με τις ίδιες ιδέες. Φλερτάραμε κι οι δυο με συμφοιτήτριες μας που τις διακρίνανε οι πρώιμες –για εκείνη την εποχή– φεμινιστικές ιδέες.

Μα είχαμε και τις διαφορές μας – κυρίως ως προς τις ποικίλες μορφές των Τεχνών που ανοιγόντουσαν μπροστά μας.

Φανατικός αυτός του Θεάτρου Τέχνης* εγώ δεν είχα χάσει καμιά παράσταση του Εθνικού. Εκείνος είχε στολίσει τον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του με αφίσα της Γκουέρνικα του Πικάσο* εγώ τον δικό μου με τα Ηλιοτρόπια του Βαν Γκονγκ. Προσπαθούσα να τον πείσω πως ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης της εποχής μας ήταν ο Μπέργκμαν, αλλά ο Μ. προτιμούσε να θαυμάζει τον Αντονιόνι.

Εγώ άκουγα με μανία τα τραγούδια των Μπητλς, ενώ εκείνος έκλεινε τα μάτια και απομονωνότανε καθώς έβαζε τους δίσκους της Τζόαν Μπαέζ και των Πλάτερς. Στα φοιτητικά στέκια εγώ διέπρεπα στο σκάκι* εκείνος στο τάβλι. Άσσος εγώ στο πινκ πονκ* πρώτη στέκα στο μπιλιάρδο εκείνος.

Κοινά τα γούστα μας ως προς τους μυθιστοριογράφους. Κι οι δυο λατρεύαμε τον Καραγάτση και τον Σόμερσετ Μωμ. Μα οι προτιμήσεις μας διαχωρίζονταν στα ποιήματα. Εγώ ονειρευόμουνα τον Έρωτα μέσα από τους στίχους του Ρίτσου – η “Εαρινή Συμφωνία” του ήταν το ευαγγέλιο μου:

 

Αγαπημένη

δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής

τη ζωή και το φτερούγισμα.

Πόσο είμαι νέος.

Πόσο είμαι νέος

κάτω απ’ τα βλέφαρά σου.

Αγαπημένη

τι προετοιμάζεται για μας

μέσα στο βλέμμα των θεών

πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;

 

Και ο Μ. με άκουγε και χαμογελούσε – ένα χαμόγελο που κάτι λες και γνώριζε, μα που δεν ήθελε να μου το φανερώσει. Και στη συνέχεια μου διάβαζε τους δικούς αγαπημένους στοίχους -ήταν από την “Αγάπη” του Μαλακάση:

 

Ας μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω.

Κάλλιο μια τέτοια θύμηση για πάντα να χαθή,

Ποιος ξέρει, τώρα θάτανε γραφτό να σ’ αγαπήσω,

Και τόσο που καμμιά ποτέ δεν έχει αγαπηθή.

Κι αν έφυγεν η νιότη σου, που θλίβεσαι για δαύτη,

Ως για πουλί που πέταξε μάλλα μαζί πουλιά,

Περσότερο από μια άνοιξη τον έρωτά μου ανάφτει

Του χινοπώρου τάγγιγμα στα ωραία σου τα μαλλιά.

Κι ακόμα φτάνω ν’ αγαπώ σ’ εσέ μιαν άλλη εικόνα,

– Τ’ ορκίζομαι στα μάτια σου που τόσο λαχταρώ, –

Τον ήμερο κι ανέφελο και το γλυκό χειμώνα,

Που στο χλωμό σου πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.

Και μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,

Και τις φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,

Μήτε στις τρέλλες τ’ Απριλιού κανένας θα τις εύρη,

Μήτε και στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές.

 

Αγνοούσα το χαμόγελό του και τον πείραζα. «Μα τι κάθεσαι και λες; Νέοι είμαστε κι εσύ μιλάς για χινοπώρου άγγιγμα;» Ομολογώ πως δεν τον καταλάβαινα. Είχαμε, πια, κι οι δυο ζευγαρώσει και τα ταίρια μας ήταν ολόδροσα όπως μπουμπούκια ανοιξιάτικα.

Δεν μου απαντούσε. Κρατούσε μυστικό την αιτία του χαμογέλιου του.

 

Αυτά τότε… Μετά περάσανε τα χρόνια, πάντα στενοί φίλοι μέναμε, σχεδόν παρόμοιες και οι επαγγελματικές μας δραστηριότητες… Με εκείνες τις πρώτες κοπέλες μας φτιάξαμε τις οικογένειές μας. Παιδιά πρώτα. Πλέον και εγγόνια – από δυο ο καθένας μας.

Κι όπως είχαμε εισέλθει στην ηλικία της πλήρους ωριμότητας, μπορούσαμε να συμφωνούμε πως ο Πικάσο είναι το ίδιο μέγας όσο και ο Βικέντιος, πως οι ταινίες του Μπέργκαν αφήσανε βαρύ αποτύπωμα στην Έβδομη Τέχνη, το ίδιο βαρύ με αυτό του Αντονιόνι… Ανακαλύπταμε τους ίδιους πάντα μεγάλους πεζογράφους – Ροθ και Παλόμας…

 

Σε κάτι όμως διαφέρουμε… Και μάλιστα ουσιαστικά. Στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον Έρωτα. Για μένα η ολόδροση κοπέλα των φοιτητικών μου χρόνων έχει γίνει μια πολύτιμη σύντροφος και καλή φίλη. Αλλά παρατηρώ πως για τον Μ. η δική του ολόδροση κοπέλα εκείνης της εποχής, παραμένει πάντα ερωτική σύντροφος. Αλλά και αυτός για εκείνη. Το βλέπεις αυτό και στην όλη τους εμφάνιση. Συνομήλικοι και οι τέσσερεις είμαστε, αλλά οι περισσότεροι γνωστοί τον Μ. και τη γυναίκα του τους θεωρούν νεότερους από εμένα και τη δική μου γυναίκα.

 

Ώσπου –πριν από κανένα χρόνο πρέπει να ήταν– βρεθήκαμε να περνάμε οι δυο μας το απόγευμά σε μπαράκι κάπου στο κέντρο και η συζήτηση έφερε στη μνήμη τα φοιτητικά μας χρόνια και δεν άντεξα και τον ρώτησα με όλο το μέγιστο θάρρος της πολύχρονης στενής φιλίας μας. «Πώς τα καταφέρνεις, ρε συ, και τόσα χρόνια είσαι με το ίδιο πάθος ερωτευμένος με την ίδια γυναίκα;»

Κι ο Μ. χαμογέλασε – να το πάλι το παλιό εκείνο χαμόγελο. «Θυμάσαι το ποίημα του Μαλακάση που εγώ αγαπούσα κι εσύ με κορόιδευες;»

«Ναι… Και θυμάμαι πως εσύ χαμογελούσες κάπως περίεργα…Όπως χαμογελάς και τώρα…»

«Είναι γιατί εγώ από την ποίηση διδασκόμουνα και πάντα διδάσκομαι… Τη χρησιμοποιούσα και τη χρησιμοποιώ ως μια διαδικασία δια βίου εκμάθησης του Έρωτα. Ναι, αυτό αποφάσισα και έτσι είδα την ανάγνωση ποιημάτων – μια μαθητεία στον Έρωτα. Κι έτσι κάποια στιγμή έπεσα σε άλλον δάσκαλο -ποιητή που τον ‘άκουσα’ να λέει:

 

Προτιμώ τις ρυτίδες σου, Φίλιννα

απ΄ τους χυμούς των εφήβων.

Ποθώ με τις φούχτες ν΄ αδράξω

τα βαριά, γερτά μήλα του στήθους σου,

παρά τ΄ όρθιο βυζί μιας παρθένας.

Το φθινόπωρό σου καλύτερο

απ΄ την άνοιξη άλλης

κι η χειμωνιά σου πιο θερμή

από άλλης καλοκαίρι. (1)

 

Και πριν από λίγα χρόνια, όχι και τόσα πολλά, κι άλλος δάσκαλος-ποιητής με συμβούλεψε να δω με άλλο μάτι το αντικείμενο το Έρωτά μου… Άκου τι διάβασα:

 

Είτε μαύρα, καταμέλανα μαλλιά ριχτά

είτε ξανθές ολόχρυσες πλεξούδες έχεις,

τη στιλπνή τη χάρη σου εγώ το ίδιο τήνε βλέπω.

Μαύρα… ξανθά – πώς λάμπεις, φως μου!

Αλλά και άσπρη σαν θα ‘χεις κεφαλή,

πάλι στων μαλλιών σου θα ΄ρθει τη φωλιά

να κατοικήσει ο ωραίος Έρως. (2)

Κατάλαβες, τώρα;» πάντα με το ίδιο χαμόγελο ο Μ. τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό μου.

Ανασήκωσα τα φρύδια μου. Είχα καταλάβει. Και αποφάσισα πως ποτέ δεν είναι αργά να ξεκινήσει κανείς της δια βίου εκμάθηση του Έρωτα. Το αποφάσισα. Το ξεκίνησα… Έκανα προόδους… Χτες τηλεφώνησα στον Μ. και του διάβασα…

 

«…Από τα γηρατειά το κορμί μου όλο

…και πάλευκα από μαύρα τα μαλλιά

…και γόνατα που δεν στηρίζουν

…μα εγώ το αγαπώ

αυτό το πλάσμα το θεϊκό…

που μου χάρισε

το φωτεινό πάθος του ήλιου

και την ομορφιά». (3)

 

Από το τηλέφωνο τα λέγαμε. Δεν τον έβλεπα* δε με έβλεπε κι εκείνος. Άρα δεν με είδε να χαμογελώ με τον ίδιο χαμόγελο, το δικό του.

 

(1) Παύλος Σιλεντάριος (Παλατινή Ανθολογία, μτφρ. Ανδρέας Λεντάκης)

 

(2) Ανωνύμου, Παλατινή Ανθολογία, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής

 

(3) Πάπυρος Οξυρύγχου

 

https://slpress.gr/politismos/i-dia-vioy-ekmathisi-toy-erota/?fbclid=IwAR1CMAoOUq7ZPSL-Pvwny_5hGSuk69C0GPMfF7ciYsdMmmwUA4BKhV_eaqQ

27.3.21

Μάγια Αγγέλου «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί»

 Μάγια Αγγέλου

«Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί»

Μετάφραση: Ιωάννα Καρατζαφέρη

Εκδόσεις Πατάκη

 

         


        

 

Η Μάγια Αγγέλου (1928 – 2014) είναι μια αμερικανίδα ποιήτρια, πεζογράφος, χορεύτρια και ηθοποιός,  αλλά και ηγετική φυσιογνωμία του αντιρατσιστικού κινήματος και η οποία με τα πεζογραφικά βιβλία της διερευνά θέματα ρατσισμού, πολιτικής και φεμινισμού έτσι όπως αυτά έχουν καταγραφεί κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ.

Η Αγγέλου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της  παιδικής της ηλικία στο σπίτι της γιαγιάς της, σε μια περιοχή  των Νότιων Πολιτειών. Αργότερα, γύρω στα οχτώ της χρόνια και καθώς πλέον ζει μαζί με τον αδελφό της στο σπίτι της μητέρας της, στην Καλιφόρνια, βιάζεται από τον πατριό της και το γεγονός αυτό την τραυματίζει ψυχολογικά και έτσι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αρνείται να μιλήσει.

Αυτή την περίοδο στην ουσία περιγράφει και στο πρώτο της βιβλίο, ενώ θα ακολουθήσουν και άλλα έξι , όλα τους αυτοβιογραφικά και όλα τους να καταγράφουν τις προσπάθειες κατοχύρωσης  μιας ανεξάρτητης κι χειραφετημένης ταυτότητας των μαύρων κατοίκων των ΗΠΑ.

I Know Why the Caged Bird Sings» (1969) -στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1993 από τις Εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί», σε μετάφραση της Ιωάννας Καρατζαφέρη και ακολούθησαν: Gather Together in My Name (1974) -στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1995 από τις Εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο «Τα δυνατά πουλιά της επαγγελίας», σε μετάφραση της Κώστιας Κοντολέων-  «Singinand Swinginand GettinMerry Like Christmas» (1976), «The Heart of a Woman» (1981), «All Gods Children Need Traveling Shoes» (1986), «A Song Flung Up to Heaven» (2002), «Mom & Me & Mom» (2013).

Με αυτά τα έργα της, η Μάγια Αγγέλου μετατρέπει τον ίδιο της τον εαυτό σε μια μυθιστορηματική ηρωίδα, την ίδια ακριβώς  στιγμή που όλο της αυτό το έργο αποτελεί και ένα ντοκουμέντο της προσπάθειας χειραφέτησης μιας έγχρωμης αμερικανίδας του 20ου αιώνα.

Η ζωή της υπήρξε έτσι και αλλιώς μυθιστορηματική -έφηβη ακόμα  απέκτησε ένα παιδί χωρίς να αναζητήσει να το αναγνωρίσει ο έτσι κι αλλιώς περαστικός από τη ζωή της πατέρας του* έγινε η πρώτη μαύρη εισπράκτορας σε τραμ* εργάστηκε ως μαγείρισσα, μετά σε οίκο ανοχής, στη συνέχεια σπουδάζει χορό, περιοδεύει στην Αμερική, στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική άλλοτε ως χορεύτρια ή ηθοποιός, άλλοτε ως μέλος διαφόρων αντιρατσιστικών οργανώσεων ή ως δημοσιογράφος. Πρωταγωνιστεί στο έργο του Ζαν Ζενέ «Οι νέγροι», συμμετέχει στο καστ της ταινίας «The roots», γράφει τα επεισόδια μιας τηλεοπτικής παραγωγής, σκηνοθετεί η ίδια στο θέατρο, διδάσκει ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε αμερικάνικα πανεπιστήμια. Τέλος το 1993, απαγγέλει ποίημά της  στην ορκωμοσία του Προέδρου Μπιλ Κλίντον και έτσι γίνεται η πρώτη ποιήτρια που απήγγειλε ποίημά της σε ορκωμοσία Προέδρου των ΗΠΑ μετά τον Robert Frost στην ορκωμοσία του Προέδρου John F. Kennedy το 1961.

Όλη αυτή έντονη ζωή έχει περάσει μέσα στο επτάτομο πεζογραφικό της έργο, το οποίο πέρα από λογοτεχνικά βραβεία, της έχει χαρίσει και μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στις γυναίκες συγγραφείς της Αμερικής.

Πολύ συχνά η Μάγια Αγγέλου τοποθετείται δίπλα στην Τόνι Μόρισον  -στην ουσία και οι δυο έζησαν την ίδια περίοδο , όπως επίσης και οι δυο αφιέρωσαν όλο  ο έργο τους στο να φωτίσουν πάθη, όνειρα και αγώνες των αφροαμερικάνων γυναικών.

Μα  θεωρώ πως έχουν και βασικές διαφορές. Η Μόρισον -με μια εντελώς διαφορετική ζωή, περισσότερο θα την χαρακτήριζα προγραμματισμένη- αναφέρεται κυρίως, με μια καθαρή λογοτεχνική γραφή, σε πρόσωπα (βασικά γυναίκες) που προσπαθούσαν να υπάρξουν μέσα σε μια νέα και εχθρική πατρίδα.

Αντίθετα η Αγγέλου είναι περισσότερο μαχητική, η γραφή της συχνά είναι ένα μείγμα λογοτεχνίας και μαρτυρίας και σαφώς πολύ πιο ξεκάθαρα πολιτικοποιημένη. Ατενίζει όχι το παρελθόν, μα το παρόν και το μέλλον.

Αυτά τα στοιχεία είναι ολοφάνερα και στο «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί».

Η μικρή Ριτ (το πραγματικό όνομα της Μάγια Αγγέλου ήταν Μάργκαριτ Τζόνσον και ήταν μετά από το γάμο της με άνδρα ελληνικής καταγωγής που επέλεξε να διατηρήσει το δικό του επίθετο) μεγαλώνοντας σε μια Νότια Πολιτεία των ΗΠΑ αναζητά, από τα πρώτα χρόνια της ζωής της, να κατανοήσει το πως μπορεί να ερμηνευθούν οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις  ανάμεσα σε ένα μαύρο και ένα λευκό και ποιοι είναι εκείνοι που όχι μόνο μπορούν να τις επιβάλλουν,  αλλά και ποιοι εκείνοι που μπορούν να  τις αμφισβητήσουν.

Γράφει σε μια σελίδα του έργου: Τί διαφοροποιεί μια πόλη του Νότου από μια άλλη, ή από μια πόλη ή ένα χωριουδάκι του Βορρά, ή από μια μεγαλούπολη; Η απάντηση πρέπει να είναι η εμπειρία που μοιράζεται η αδαής πλειοψηφία (το σύνολο) από τη μειονότητα που ξέρει (εσένα)

Το άτομο -λοιπόν. Κι άλλωστε και η ίδια η μικρή Ριτ, καθώς είχε την τύχη να μεγαλώσει δίπλα σε δυο δυναμικές γυναίκες  -γιαγιά και μητέρα- πολύ γρήγορα  αποφασίζει να γίνει η γνωρίζουσα μειονότητα και αμέσως μετά να μεταφέρει αυτή την ατομική της γνώση στην λίγο ή πολύ αγνοούσα ‘πολύχρωμη’ πλειοψηφία του τόπου της.

Στις περιγραφές της κοινωνίας των μαύρων απουσιάζει η αυτολύπηση και οι δομές που καθορίζουν την καθημερινότητα των μελών της φανερώνουν την ύπαρξη μιας παράλληλης, με αυτή των λευκών, ζωής. Οι δυο κοινότητες αποδέχονται η μια την άλλη αλλά όχι και με τις ίδιες διαθέσεις.

Οι λευκοί αν δεν αγνοούν τους ‘άλλους’ σαφέστατα τους υποτιμούν. Μα αυτοί οι ‘άλλοι’ όχι μόνο δεν δέχονται την υποτίμηση, μα και πολύ συχνά την αμφισβητούν. Σημειώνω το κεφάλαιο όπου η γιαγιά της Ριτ απαιτεί από τον οδοντογιατρό των λευκών να απαλύνει τους πόνους της εγγονής της. Ενώ, επίσης, ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η σκιαγράφηση της μητέρας της, μιας γυναίκας που ζει με καθαρά αστικό τρόπο και έχει όνειρα για τα παιδιά της παρόμοιας υφής με αυτά της όποιας άλλης δυναμικής λευκής μητέρας.

Η παρουσία στη ζωή της μικρής Ριτ αυτών των δυο γυναικών θα τονώσει την έμφυτη αξιοπρέπειά της μα και την μαχητικότητά της κι έτσι είναι λογικό στην μετέπειτα ζωή της να εκφράζει μια ταύτιση των διεκδικήσεων του φεμινισμού με τον αντιρατσισμό.

Αλλά δίπλα στις οικογενειακές εμπειρίες και η ίδια -από την παιδική της ηλικία- θα διαθέτει ένα πολυπρισματικό τρόπο ερμηνείας των όσων αισθάνεται και βιώνει. Ιδιαίτερος  είναι και ο τρόπος που η οχτάχρονη Ριτ θα αντιμετωπίσει την εμπειρία από τον βιασμό της -θύτης και θύμα  αποτελούν μια ενότητα που χωρίς ούτε μια στιγμή να μην φωτίζεται και να καταγγέλλεται η απάνθρωπη συμπεριφορά του ενός, επίσης και υποσημειώνεται η ενοχική -και ασφαλώς υπόγεια-  διάθεση του θύματος να κατηγορήσει τον ίδιο τον εαυτό του, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την μακρόχρονη αφωνία.

Όσα, λοιπόν, θα της συμβούν κατά τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας, επειδή ήταν και κορίτσι και μαύρη, θα αποτελέσουν τη βάση για να στηθεί η αυτόνομη προσωπικότητα και ταυτότητα του ενεργού μαύρου πολίτη.

Σύμφωνα με μια τέτοια μορφή ανάγνωσης, θεωρώ το «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί» ως ένα διαχρονικό παράδειγμα έργου ενηλικίωσης και μαθητείας (ή με ένα πλέον σύγχρονο ορισμό ως μυθιστόρημα cross over). Δηλαδή λογοτεχνικού έργου που από τη μια στηρίζεται στην ανάπτυξη ενός χαρακτήρα που αναζητά το ατομικό του αποτύπωμα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο και από την άλλη ως κείμενο που έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών.

Αυτή η συλλογιστική με ώθησε και να προτείνω την έκδοσή του στις Εκδόσεις Πατάκη το 1992 -αναζητώ πάντα έργα που να γεφυρώνουν χάσματα και να προτείνουν δυναμικούς τρόπους συνειδητοποίησης του ατομικού όσο και του ομαδικού ‘εγώ’.

Αν το άτομο αποκτήσει πρώτα συνείδηση της ισότητας του με τα άλλα άτομα, τότε αυτή η αυτογνωσία  μπορεί να μεταγγισθεί στην ομάδα και στη φυλή. 

Χαρακτηριστικά θα αναφέρω μια πρόταση που υπάρχει στο επόμενο έργο της Αγγέλου  -«Τα δυνατά πουλιά της επαγγελίας»- όπου η αφήγηση ξεκινά αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Εκεί, λοιπόν, η Αγγέλου θα γράψει: Η φυλετική προκατάληψη έχει πεθάνει. Ήταν Ένα Λάθος που έγινε από μια νεαρή χώρα. Θα τους το συγχωρούσαμε, όπως θα συγχωρούσαμε κάποιο μεθυσμένο φίλο που μας φέρθηκε άσχημα.

Σαφέστατα η προκατάληψη μήτε είχε τότε πεθάνει, ίσως να μην έχει ολότελα πεθάνει ακόμα και τώρα. Αλλά η αυτοεκτίμηση μιας και γεννήθηκε δεν πεθαίνει – εκείνο το θα τους το συγχωρούσαμε έτσι και ειπωθεί δεν ξεχνιέται και ασφαλώς καταγράφεται ως απόλυτα επαναστατική θέση.

Εδώ νομίζω πως είναι και η αξία τόσο του συγκεκριμένου βιβλίου όσο και όλου του έργου της Μάγιας Αγγέλου.

Η αξιοπρέπεια της συγχώρεσης και όχι η εκμαίευση της συμπάθειας -με άλλα λόγια η ενεργητική πράξη και όχι η παθητική..

Μια στάση που σαφέστατα μπορεί να μην γίνεται και τόσο αναγνωρίσιμη στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, σίγουρα πάντως και στο ελληνικό.

Από αυτή -αν και όχι μόνο- τη σκοπιά θα έλεγα πως είναι σημαντική η απόφαση της επανέκδοσης αυτού μυθιστορήματος, αλλά επίσης σημαντική θα είναι και η επανέκδοση του δεύτερου έργου, όπως και της μετάφρασης στη γλώσσα μας όλων των πεζογραφικών αυτοβιογραφικών έργων της Μάγια Αγγέλου.

Η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία στην όποια έχουμε ενταχθεί έχει ως ένα από τα βασικά στοιχεία  της επιζητούμενης και αναγκαίας διατήρησης της ταυτότητας ενός εκάστου έθνους, την ικανότητα της αυτοεπιβεβαίωσης μέσω της συγνώμης προς τις πράξεις  των… μεθυσμένων άλλων.

 

(Βιβλιοδρόμιο Νέων, 27/3/2021

20.3.21

William Melvin Kelley Ένας διαφορετικός τυμπανιστής

 

William Melvin Kelley

Ένας διαφορετικός τυμπανιστής



 

Μετάφραση: Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης

 

Μεταίχμιο

 

 

                                    

Η μετά θάνατον πλατιά αναγνώριση του έργου ενός καλού συγγραφέα ο οποίος την εποχή που ζούσε δεν προσέχθηκε όσο θα του άξιζε, ασφαλώς είναι ένα γεγονός που βοηθά τη λογοτεχνία να προχωρεί πιο πέρα τις αισθητικές, δομικές και θεματικές  επιλογές της.

Όπως επίσης προσφέρει και στους αναγνώστες την ευκαιρία να γνωρίσουν κείμενα που θα διευρύνουν τους αναγνωστικούς τους ορίζοντες.

Αλλά στον ίδιο, βέβαια, τον συγγραφέα το γεγονός της …ανάστασης των έργων του καθόλου δεν τον ενδιαφέρει.

Η υστεροφημία για την οποία σχεδόν όλοι -και κάθε είδους- καλλιτέχνες πασχίζουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, είναι μια συνθήκη την οποία οι ίδιοι δεν θα την απολαύσουν.

Παραλλάσσοντας κάπως τη ρήση του Σαρτρ μπορεί κάποιος συγγραφέας να ισχυριστεί πως η υστεροφημία του έργου μου δεν με αφορά* αφορά τους άλλους.

Σκέψεις οι πιο πάνω που αυθόρμητα δημιουργούνται από την ανάγνωση του μυθιστορήματος  «Ένας διαφορετικός τυμπανιστής»  και τη γνωριμία με τον συγγραφέα του  William Melvin Kelley.

Ο Kelley γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1937 και πέθανε στην ίδια πόλη το 2017.

Πέντε όλα κι όλα ήταν τα βιβλία που έγραψε από το 1962 που κυκλοφόρησε το «Ένας διαφορετικός τυμπανιστής» έως το θάνατό του.

Με το πρώτο του έργο εντυπωσίασε.

Αλλά ο πρώτος εντυπωσιασμός δεν είναι πάντα βέβαιο πως προσφέρει και την συνέχεια μιας  αναγνώριση στα επόμενα έργα.

Το βιβλίο ξάφνιασε καθώς είχε την ιδιαιτερότητα να είναι γραμμένο από ένα έγχρωμο και να σχολιάζει βασικά τον τρόπο ή καλύτερα τους τρόπους που οι λευκοί βλέπουν τους έγχρωμους.

Μετά το πρώτο ξάφνιασμα πολλοί ήταν οι αναγνώστες εκπρόσωποι της λευκής φυλής που δεν δεχόντουσαν να αναλύονται από ένα μη λευκό. Την ίδια στιγμή και οι έγχρωμοι δεν ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν κρίση γι αυτούς  από λευκούς -έστω και ως ήρωες ενός μυθιστορήματος.

Ήταν η εποχή της μαζικοποίησης και πολιτικοποίησης του κινήματος των μαύρων, ήταν η εποχή του Λούθερ Κινγκ και κάθε αντίδραση προς το κατεστημένο όφειλε να είναι κάτω ή εντός ενός μαζικού  και απόλυτα σχεδόν προγραμματισμένου προγράμματος διεκδίκησης.

Αντίθετα ο Kelley με το μυθιστόρημά του αυτό  θέτει το ζήτημα όχι της μαζικής αντίδρασης και από τις δυο πλευρές, αλλά  φωτίζει το ατομικό σθένος που αξίζει να υψωθεί και να διεκδικήσει την ανθρώπινη υπόστασή του και άρα να αγωνιστεί για την εδραίωση μιας αυτοεκτίμησης.

Η ιστορία που αφηγείται είναι απλή.

Σε μια περιοχή του Νότου των ΗΠΑ, ένας μαύρος αγρότης αφού πρώτα αγοράζει ένα μέρος γης από την οικογένεια στην οποία όλοι οι προγονοί του υπήρξαν σκλάβοι της, στη συνέχεια  σπέρνει με αλάτι το χωράφι,  βάζει φωτιά στην αγροικία του  και μαζί με την οικογένειά του φεύγει.

Πράξη που οι λευκοί κάτοικοι της περιοχής στην αρχή αδυνατούν να την κατανοήσουν και στη συνέχεια -καθώς παρατηρούν πως το ίδιο αρχίζουν να κάνουν και όλοι οι υπόλοιποι  μαύροι κάτοικοι του τόπου τους-   αισθάνονται πως αμφισβητείται η κατοχυρωμένη κοινωνική ιεραρχία.

Η αντίδρασή τους θα είναι βίαια -όσο βίαιη και απάνθρωπη μπορεί να είναι η όποια μαζική έκφραση φόβου μπροστά σε ότι αμφισβητεί.

Πάνω σε αυτόν τον καμβά ο Kelley στήνει ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα. Οι αφηγητές είναι κυρίως μέλη της σημαντικότερης και ιστορικότερης οικογένειας της περιοχής που είχε στην κατοχή της ολόκληρες εκτάσεις.

Μέσα από τις δικές τους αφηγήσεις ο Kelley βρίσκει την ευκαιρία να περάσει το μήνυμά του – η ατομική  αξιοπρέπεια πρέπει να προηγείται της όποιας μαζικής αντίδρασης. Διαφορετικά τα άτομα παραμένουν  εξαρτημένα και δεν μετατρέπονται σε ξεχωριστούς όσο και συνειδητούς εκφραστές ιδεών και απόψεων.

Σήμερα το μήνυμα αυτό είναι όχι μόνο επίκαιρο, αλλά και πάντα επικίνδυνο για την -όποια τοπική ή παγκοσμιοποιημένη- άρχουσα τάξη.

Και τότε φαίνεται πως ήταν.

Άλλωστε ο ίδιος ο Kelley ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Θέλησε να δημιουργήσει μέσα σε συνθήκες που ο ίδιος θα καθόριζε, έφυγε από την Νέα Υόρκη μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά τους, ζήσανε κάποια  χρόνια στο Παρίσι, περάσανε στη συνέχεια στη Σενεγάλη αναζητώντας τις ρίζες τους και στο τέλος επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη, όπου ο Kelley δίδαξε δημιουργική γραφή σε κολεγιακό επίπεδο έως τη μέρα που πέθανε αφού παράλληλα αντιμετώπιζε και σοβαρά προβλήματα υγείας.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του και αφού είχαν ήδη κυκλοφορήσει και τα υπόλοιπα βιβλία του, βραβεύτηκε για τη συνολική του προσφορά.

Στην ουσία το όλο εκδοτικό – αναγνωστικό κύκλωμα τον είχε αγνοήσει.

Σήμερα και με τις ραγδαίες εξελίξεις που έχουν φέρει οι νέες συνθήκες πολιτικών πρακτικών, το έργο του και η στάση του επανέρχονται στην επικαιρότητα.

Άλλωστε φαίνεται πως η εποχή μας δεν είναι έτοιμη να κυοφορήσει -και ασφαλώς μήτε και να γεννήσει- συγγραφείς που θα ανατρέπουν με τις ιδέες τους κοινωνικές καταστάσεις. Στην Αμερική τουλάχιστον αυτό ή κάτι περίπου σαν αυτό συμβαίνει. Όμως τα άτομα βιώνουν την ανάγκη μιας εσωστρεφούς αναζήτησης ταυτότητας κι έτσι ανατρέχουν σε όσους  συγγραφείς πριν από κάποια χρόνια είχαν κάτι προτείνει που δεν είχε προσεχθεί όσο θα του άξιζε.

Απόηχος αυτής της τάσης φτάνει και σε εμάς κι έτσι πριν από δυο χρόνια, για παράδειγμα,  είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε το «Ο κύριος Στόουνερ» του John Williams, αλλά και άλλα μυθιστορήματα συγγραφέων που όσο ζούσανε κυκλοφορούσαν εκδοτικά στη σκιά των άλλων, γνωστών … γιγάντων.

Επανερχόμενοι στο «Ένας διαφορετικός τυμπανιστής» θα πρέπει να σημειώσουμε την απλή γλώσσα με την οποία είναι γραμμένο και η οποία καταφέρνει να μεταδώσει όλη την διαχρονική -εν τέλει- ατμόσφαιρα του αμερικάνικου νότου.

Το έργο καταλήγει σε μια περιγραφή άγριου μαζικού λιντσαρίσματος που σε καθηλώνει χωρίς μήτε μια στιγμή να ζητά τη βοήθεια του εύκολου εντυπωσιασμού.

Η απόδοση όλων αυτών των στοιχείων στη γλώσσας μας ευτύχησε να έχει υλοποιηθεί με την πείρα του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη.

 

(Βιβλιοδρόμιο Νέων -20/3/2021)

13.3.21

Με τη διπλή ιδιότητα συγγραφέα και κριτικού...

 

 

 


1.     Σε ποιους απευθύνεται σήμερα η κριτική, ποιοί την διαβάζουν και πως την διαβάζουν;

-Ασφαλώς σε κάποιους βιβλιόφιλους. Αλλά το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι το πόσοι σήμερα μπορεί να θεωρηθούν βιβλιόφιλοι που αναζητούν τον κριτικό λόγο ως έναν ενδιάμεσο λόγο ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη του. Φοβάμαι πως οι περισσότεροι που διαβάζουν βιβλία -οι περισσότεροι, το τονίζω- αναζητούν από τον κριτικό να επιλέγει ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο. Σε κάθε περίπτωση είναι χαρακτηριστικό πως οι βιβλιοφιλικές σελίδες των παραδοσιακών εντύπων ολοένα και συρρικνώνονται, ενώ οι διαδικτυακές είναι άμεσα ή έμμεσα εξαρτώμενες από τα οικονομικά οφέλη που τυχόν έχουν ανάγκη και τα οποία εκφράζονται μέσα από τις διαφημίσεις.

2. Διαβάζετε κριτικές δικών σας βιβλίων; Τί αποκομίσατε από αυτές;

- Ασφαλώς και τις διαβάζω. Προσέχω τι λένε, αλλά πιστέψτε με έχω πάντα υπεράνω  κάθε άλλης κρίσης την κρίση του εαυτού μου ως αναγνώστη και κριτή του ίδιου του έργου. Έχω γράψει τόσα πολλά βιβλία και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους ώστε να είμαι εξασκημένος στο να διακρίνω ακόμα και τις πλέον αόρατες σε άλλους θετικές ή και αρνητικές λεπτομέρειες τους. Το ότι αυτές τις τελευταίες δεν στάθηκα ικανός να τις διορθώσω κατά τη διάρκεια της δημιουργία του έργου, αυτό ακριβώς σημαίνει. Πως αν και τις πρόσεξα δεν ήταν εφικτό να διορθωθούνε. Αναγνωρίζω πως το τέλειο έργο δεν υπάρχει και έχω αποδεχτεί πως είμαι ένα απλώς καλός συγγραφέας ανάμεσα σε άλλους καλούς συγγραφείς.

3. Ένας κριτικός λογοτεχνίας ασκεί κριτική πιο εύκολα ή πιο δύσκολα εάν ο ίδιος φέρει τη συγγραφική ιδιότητα;

-Προσωπική η απάντησή μου. Νομίζω πως η βαθιά πείρα μου στη συγγραφή με έχει κάνει να είμαι και πιο ώριμος κριτικός και να έχω αποδεχτεί πως ο κριτικός λόγος είναι ένας δευτερογενής λόγος και όπως και πιο πάνω σημείωσα ένας ενδιάμεσος λόγος.

4. Πιστεύετε πως η κριτική επιδρά ενθαρρυντικά ή μη, στη λογοτεχνική παραγωγή;

-Τα καλά λόγια πάντα βοηθούνε τον δημιουργό. Αλλά αν είναι πάρα πολλά και με απότομο τρόπο και στην αρχή της συγγραφικής ( αν και όχι μόνο) καριέρας μαζεμένα, μπορεί να προκαλέσουν ή μπλοκάρισμα σε μια νέα δημιουργία ή και να παραπλανήσουν.

5. Θεωρείτε πως η κριτική στην Ελλάδα μένει ανεπηρέαστη απέναντι σε καταξιωμένα ονόματα συγγραφέων ή στα κελεύσματα των εκδοτικών συμφερόντων;

-Νομίζω πως από τις προηγούμενες απαντήσεις μου κάπως το έχω απαντήσει αυτό το ερώτημα. Σίγουρα πάντα υπήρχαν οι διαπροσωπικές  σχέσεις, οι σύνδεσμοι μεταξύ ομάδων όπως και αντίστοιχα οι αντιθέσεις που και προκαλούσαν συγκρούσεις ή συνεργασίες συμφερόντων. Στις μέρες μας αυτά εκφράζονται με πιο ασαφή τρόπο καθώς οι όποιων μορφών εξουσίες έχουν γίνει κτήμα πολλών και εύκολα δημοσιοποιούνται.

6. Η εποικοδομητική κριτική μπορεί να επηρεάσει τα κριτήρια ανάγνωσης του αναγνωστικού κοινού; Ποιος ο ρόλος του κριτικού λογοτεχνίας;

-Για τον ρόλο έχω απαντήσει. Να φωτίζει τους δρόμους που ο δημιουργός επέλεξε να χρησιμοποιήσει και να επισημαίνει πόσο καλά ή όχι στρωθήκανε αυτοί οι δρόμοι. Να μην κρίνει το έργο έτσι όπως αυτός θα ήθελε να είχε γραφτεί, αλλά να κρίνει αν το ίδιο το έργο -και πάντα κατά την άποψή του-  έχει σε ικανοποιητικό βαθμό επιτύχει τους στόχους του. Από εκεί και πέρα στις μέρες μας ο επηρεασμός του κοινού γίνεται με άλλους τρόπους ενός πλέον επιστημονικοφανούς marketing. Το πρόσωπο του συγγραφέα, εννοώ το ‘δημόσιο’  πρόσωπο του που σκιτσάρεται από τον ίδιο ή από κάποια κέντρα που για πολλούς και διαφόρους λόγους ενεργοποιούνται, πολύ συχνά δεν έχει και τόση σχέση με την ποιότητα του έργου του.

7. Μπορεί η κριτική να είναι αντικειμενική; Τι πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ένας βιβλιοκριτικός για να διασφαλίσει τη νομιμοποιητική ισχύ των κρίσεών του έναντι των επικριτών του;

-Ας μην το αναλύσουμε περισσότερο. Αντικειμενικός κανείς  και σε απόλυτο βαθμό δεν μπορεί να είναι. Αν αυτή είναι η βαθιά -θα έλεγα και εν τέλει ηθική- άποψη του κριτικού, νομίζω πως απαντά στους επικριτές του.

8. Οι Έλληνες σε σύγκριση με το παρελθόν, διαβάζουν περισσότερο, λιγότερο ή στον ίδιο βαθμό; Που κατά τη γνώμη σας οφείλεται αυτό;

-Αναμφίβολα περισσότερα. Σήμερα έχει μηδενιστεί σχεδόν ο αναλφαβητισμός. Τώρα το τι διαβάζεται σε ποιοτική σύγκριση με ότι στο παρελθόν διαβαζότανε δεν χρειάζεται νομίζω να το αναλύσει κανείς. Ποτέ η αύξηση της ποσότητας δεν συμβαδίζει με την αντίστοιχη αύξηση της ποιότητας.

 

9. Τα βιβλία που απαντώνται στις λίστες των ευπώλητων αποτελούν συχνότερα προτάσεις βιβλιοπαρουσιάσεων, προτάσεις των επώνυμων, ανώνυμων ή ψευδώνυμων σχολιαστών των βιβλιοφιλικών ιστολογίων ή πρόκειται για βιβλία που απέσπασαν τις θετικές κριτικές των βιβλιοκριτικών; Πως το εξηγείτε;

-Είμαι ολότελα αντίθετος με την κατάρτιση τέτοιων καταλόγων. Και μπορεί -το ομολογώ- και να χαίρομαι και να κοινοποιώ το γεγονός αν κάποια στιγμή ένας βιβλίο μου εντάχθηκε σε ένα τέτοιο κατάλογο, αλλά το κάνω εξαναγκασμένος από την εξάρτησή μου από την εμπορικότητα των βιβλίων μου που έχει το αποτέλεσμα με μια λίγο ή πολύ μεγαλύτερη  άνεση να εκδίδω νέα βιβλία. Αλλά στην ουσία διαφωνώ. Η σχέση του λογοτεχνικού έργου με τον αποδέκτη του είναι μη μετρήσιμη. Και τελικά με ποια αδιάβλητα και αντικειμενικά κριτήρια καταρτίζονται οι κατάλογοι αυτοί;

10. Εσείς πως επιλέγετε να επικοινωνείτε τα λογοτεχνήματά σας στο αναγνωστικό κοινό;

-Μα δεν μπορώ να μην το κάνω. Αν ήμουνα ένας συγγραφέας των ολίγων βιβλίων θα είχα την πολυτέλεια να κρατώ μια πλέον ‘αριστοκρατική’ στάση. Αλλά δεν είμαι… Και ακριβώς επειδή δεν είμαι σκεφτήκατε κι εσείς να μου αποστείλετε αυτό το τόσο ενδιαφέρον ερωτηματολόγιο.

11. Ποια η γνώμη σας για τη συνεισφορά του θεσμού απονομής λογοτεχνικών βραβείων στον κόσμο του βιβλίου; Είναι αναγκαία;

-Κάθε βράβευση είναι μια χαρά. Αλλά αναρωτιέμαι καθώς πλέον τόσοι πολλοί τίτλοι εκδίδονται κατά τη διάρκεια ενός  έτους, πως είναι δυνατόν ομάδες πέντε ή επτά ατόμων να μπορούν όλα να τα έχουν διαβάσει. Εδώ είναι που ότι πιο πριν έχω επισημάνει πάνω στη δυναμική του σύγχρονου  marketing βρίσκει την εφαρμογή του. Πολλά βραβεία υπάρχουν, οι επιτροπές τους προτού καταλήξουν στο ένα, καταγράφουν τις μικρέ λίστες των υποψηφιοτήτων και -θαυμάστε!- όλες τους σχεδόν τα ίδια βιβλία περιέχουν. Κι αν τύχει κάποιος από τους απλώς αναγνώστες να έχει διαβάσει ένα καλό βιβλίο, μένει έκπληκτος που δεν το συναντά σε καμιά λίστα. Όχι, η διαδικασία βραβεύσεων πρέπει να αναθεωρηθεί. Αλλά αυτό είναι μια δουλειά συλλογικού προβληματισμού που μάλλον δεν πρόκειται ποτέ να γίνει.

12. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έκαναν την εμφάνισή τους τα blogs, τα βιβλιοφιλικά ιστολόγια και γενικά η επώνυμη, ανώνυμη ή ψευδώνυμη βιβλιοκριτική, η οποία μάλιστα γνώρισε ιδιαίτερης αποδοχής από τους χρήστες του Διαδικτύου. Θεωρείτε πως το αναγνωστικό κοινό εμπιστεύεται τους παραδοσιακούς βιβλιοκριτικούς ή τους ψηφιακούς σχολιαστές και γιατί;

- Μεγάλο θέμα θέτετε. Εντάσσεται κι αυτό μέσα στο γενικότερο προβληματισμό του ‘εκδημοκρατισμού΄ της πληροφορίας. Έχει θετικά αποτελέσματα, έχει και αρνητικά. Η προσωπική μου εμπειρία ως προς την απήχηση των κριτικών σημειωμάτων μου, με κάνει να πιστεύω πως ακόμα η έντυπη μορφή της κριτικής έχει πιο σωστούς αποδέχτες από εκείνους που διατρέχουν τα ποικίλα ιστολόγια κλπ

13. Ποια η γνώμη σας για τα ιστολόγια, στα οποία σχολιάζεται την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή; Εσείς έχετε ξεχωρίσει κάποιο/α βιβλιοφιλικό/α μπλογκ και γιατί;

-Νομίζω πως απάντησα ήδη

14. Τα βιβλιοφιλικά ιστολόγια αποτελούν κατά τη γνώμη σας μια δημιουργική επανάσταση για την κριτική, λειτουργώντας ως τόπος διάδρασης με άλλους αναγνώστες, συγγραφείς και κριτικούς βιβλίων ή ο εκδημοκρατισμός της κριτικής με την εισβολή των bloggers είναι συνώνυμος της παρακμής της όπως υποστήριξε ο Morris Dickstein;

- Μου ζητάτε μια πιο βαθιά απάντηση από εκείνη που έδωσα στην ερώτηση Νο 12. Αλλά όχι  δεν θέλω να απαντήσω μιας και από ένα σημείο και μετά ξέρω πως όλοι μας και η όποια σχέση μας με τον βιβλίο εισέρχεται -έχει ήδη εισέλθει- σε μια νέα εποχή. Μπορεί να έχω τις υποψίες μου για τις εξελίξεις, αλλά δεν είναι εδώ η ευκαιρία να τις αναπτύξω. Άλλωστε ποτέ δεν έγραψα κείμενο επιστημονικής  φαντασίας

15. Ποιο πιστεύετε πως θα είναι το μέλλον της κριτικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα;

-Μα σας είπα πως δεν έγραψα και ούτε σκοπεύω να γράψω κείμενο που να εντάσσεται στο τομέα της επιστημονικής φαντασίας

 

Σας ευχαριστώ θερμά για την πολύτιμη συμβολή σας στην παρούσα έρευνα!

-        Εγώ σας ευχαριστώ θερμά για την ευκαιρία που μου προσφέρατε να απλώσω κάποιες σκέψεις μου γύρω από την κριτική και τη συγγραφή. Καλή επιτυχία στην έρευνα σας


Οι απαντήσεις  δοθήκανε μετά από την παρακάτω επιστολή που έλαβα: 

Ονομάζομαι Θρασκιά Μαρία και είμαι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης του Τμήματος Δημοσιογραφίας κατά το στάδιο εκπόνησης της διπλωματικής εργασίας με θέμα: «Η κριτική βιβλίου στο Διαδίκτυο και ο πολιτισμικο-κοινωνικός ρόλος του κριτικού: η ελληνική περίπτωση».

Η  διπλωματική επιχειρεί να διασαφηνίσει βασικές έννοιες περί βιβλιοκριτικής, ενώ διερευνά την παρουσία και τα ειδικά χαρακτηριστικά της κριτικής στο Διαδίκτυο, όπως αυτή συναντάται σε ιστολόγια, ιστότοπους και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, πάντα σε σύγκριση με την παραδοσιακή κριτική στον έντυπο Τύπο.

Η παρούσα μελέτη εστιάζει στην ελληνική, λογοτεχνική βιβλιοπαραγωγή και στο ελληνικό ιντερνετικό τοπίο, εξετάζοντας αν και σε ποιο βαθμό η διαδικτυακή βιβλιοκριτική σηματοδοτεί την παρακμή της παραδοσιακής κριτικής ή τη μετεξέλιξή της. Ανιχνεύει, επίσης, τις πρακτικές, την επαγγελματική επάρκεια και τη θέση στο γενικότερο πολιτιστικό πεδίο των κριτικών που αρθρογραφούν στα ψηφιακά μέσα, σε μια απόπειρα να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα ποιος είναι τελικά ο ρόλος του σύγχρονου βιβλιοκριτικού μέσα στο νέο και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της εποχής μας. Με βάση συγκεκριμένα παραδείγματα των τελευταίων χρόνων, θα μελετηθεί παράλληλα η κειμενική ταυτότητα των κριτικών δημοσιευμάτων και θα αναλυθούν οι δομικές, υφολογικές και ιδεολογικές συνιστώσες τους.

Τέλος, η έρευνα θα ασχοληθεί με την πρόσληψη της διαδικτυακής κριτικής, ιχνηλατώντας τη δυναμική της επιρροής της στην αγορά του βιβλίου, αλλά και στην προώθηση της φιλαναγνωσίας.

Θα ήταν μεγάλη μου χαρά και τιμή εάν μου αφιερώνατε λίγο από τον πολύτιμο χρόνο σας απαντώντας στις ερωτήσεις που ακολουθούν.

Με τιμή,

Μαρία Θρασκιά

Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΑΠΘ


9.3.21

Τζόναθαν Κόου «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ»

 

Τζόναθαν Κόου

«Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ»

Μετάφραση: Άλκιστις Τριμπέρη

Εκδόσεις Πόλις

      

Από τους πλέον γνωστούς σε παγκόσμιο επίπεδο αγγλόφωνους συγγραφείς ο Τζόναθαν Κόου (Μπέρμιγχαμ, 1961). Μα και από τους πλέον ανήσυχους -τα μυθιστορήματά του άλλοτε αναζητούν τα πολιτικά και πολιτιστικά αίτια που διαμορφώνουν την κοινωνική ζωή κι άλλοτε ή με το χιούμορ ή και με την τρυφερότητα αναμοχλεύουν βασικές ανθρώπινες ανησυχίες.

Όλα αυτά τα στοιχεία συνυπάρχουν στο τελευταίο του αυτό έργο.

Δύο τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος -εντελώς ανόμοια το ένα από το άλλο. Που όμως με μαεστρία και ευρηματικότητα ο Κόου τα φέρνει κοντά και τελικά δημιουργεί μια ιστορία όπου το πραγματικό συνυπάρχει με τη μυθοπλασία και η ζωή μιας διασημότητας καταγράφεται ισότιμα με την καθημερινότητα ενός απλού  ανθρώπου.

Η Καλλιστώ -μια κοπέλα που ανάμεσα στο προγόνους της από διάφορες ευρωπαϊκές εθνικότητες υπάρχει και κάποιος με ελληνική ρίζα- θα αφήσει για ένα σύντομο διάστημα τους γονείς της στο μεσοαστικό διαμέρισμά τους της οδού Αχαρνών, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, για να κάνει ένα σύντομο οδοιπορικό στις ΗΠΑ. Εκεί θα βρεθεί εντελώς τυχαία καλεσμένη του πασίγνωστου σκηνοθέτη Μπίλυ Γουάιλντερ και κατά τη διάρκεια ενός γεύματος θα πάρει μια πρώτη γεύση ενός κόσμου όπου κινείται ανάμεσα στην Τέχνη και στην επιχειρηματικότητα.

Ολιγόωρη συνάντηση που όμως θα της αλλάξει όλη τη ζωή, καθώς, ένα χρόνο αργότερα, ο ίδιος ο Γουάιλντερ θα της προτείνει να είναι μέλος του συνεργείου του καθώς θα γυρίζει το νέο του φιλμ –‘Φεντόρα’.

Το σενάριο έχει να κάνει με τη ζωή μιας πανέμορφης και διάσημης γυναίκας που δεν μπορεί να αντέξει την έλευση του γήρατος. Τα γυρίσματα γίνονται τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Γερμανία και το Παρίσι.

Η Καλλιστώ θα ακολουθεί το συνεργείο, θα μυείται στη γοητεία της Έβδομης Τέχνης, θα αποφασίσει να οδηγήσει τις μουσικές της ανησυχίες προς τη σύνθεση μουσικής για τον κινηματογράφο, θα γνωρίσει τον έρωτα, αλλά παράλληλα θα έρθει σε επαφή και με την πικρή διαδικασία της πτώσης ενός ειδώλου.

Η καριέρα του Γουάιλντερ βρίσκεται στη δύσης της.  Οι νόμοι των χολιγουντιανών παραγωγών δεν επιτρέπουν τις εμπορικές αποτυχίες, στη βιομηχανία του θεάματος τα είδωλα είναι αναλώσιμα. Ο ίδιος ο πασίγνωστος και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης καθώς βιώνει το τέλος της κυριαρχίας του θα αναζητήσει τα ιστορικά γεγονότα που τον έστειλαν από το κέντρο της Ευρώπης, στη Μέκκα του κινηματογράφου και παράλληλα θα αναμοχλεύσει τις τύψεις του από τις προσωπικές του προδοσίες.

Χρόνια μετά -κάπου στα 2013- η Καλλιστώ, ώριμη πλέον γυναίκα,  αφηγείται την οικογενειακή της κατάσταση και καταθέτει τους προβληματισμούς της πάνω στο τρόπο που θα μπορέσει εκείνη να αντιμετωπίσει την επερχόμενη φθορά σώματος μα και σχέσεων με τους δικούς της.

Με λογική συνέπεια και συναισθηματική φόρτιση, το γεγονότα του τώρα  θα τις φέρουν στο νου εκείνα τα χρόνια της ‘Φεντόρα’ και η λύση που εντέλει θα επιλέξει θα διαθέτει όλα τα εφόδια που θα την βοηθήσουν να μην αναλωθεί στο κυνήγι μιας εκ των προτέρων χαμένης προσπάθειας αμφισβήτησης των νόμων της Φύσης.

Στην ουσία, λοιπόν, έχουμε ένα μυθιστόρημα που μιλά για την καλλιτεχνική δημιουργία και το πόσο αυτή επηρεάζεται από το βιωμένο παρελθόν του δημιουργού.

Αλλά πέρα από το περιεχόμενο του έργου, αξίζει κανείς να σταθεί και στη δομή του.

Οι αφηγήσεις του παρελθόντος με τα όσα συνέβαιναν κατά τα γυρίσματα της ταινίας, εμπλέκονται με τις σκέψεις και τις πράξεις του ‘τώρα’ της αφηγήτριας. Και κάποια στιγμή αυτές οι δυο καθαρά πεζογραφικές εξιστορήσεις αφήνουν για λίγο τη θέση τους σε μια άλλη μορφής αφήγηση. Ευρηματική η ιδέα ο ίδιος ο Γουάιλντερ να ενημερώνει για τον οικογενειακό του και απολύτως προσωπικό του παρελθόν, με μια αφήγηση γραμμένη με τη μορφή σεναρίου.

Ο Κόου αποδεικνύει τη μαστοριά του ως μυθιστοριογράφου καθώς στην ουσία ενώνει ένα υπαρκτό πρόσωπο με ένα δικό του δημιούργημα και με αυτόν τον τρόπο υποστηρίζει -υπόγεια είναι αλήθεια- πως εκεί όπου η ζωή συμβιβάζεται, η μίμησή της μπορεί και αντιστέκεται.

Αλλά και επίσης κάτι άλλο αποδεικνύεται – ο σεβασμός προς το πρόσωπο που σου έχει εμπνεύσει τη μυθιστορηματική σύνθεση.

Με άλλον τρόπο διατυπωμένο -ο Κόου έγραψε ένα μυθιστόρημα στηριγμένο στη ζωή του Γουάιλντερ, που αν ήταν ταινία θα είχε την υπογραφή του ήρωά του.

Στο μέρος εκείνου της έκδοσης όπου υπάρχουν οι ευχαριστίες του συγγραφέα, ο Κόου αναφέρει μεταξύ των άλλων και την βοήθεια που η Άλκιστις Τριμπέρη του πρόσφερε στα σημεία εκείνα που έχουν να κάνουν με τα εν Ελλάδι δρώμενα του έργου. Αν γνώριζε ελληνικά ασφαλώς θα την ευχαριστούσε για την μεταφορά του κειμένου του στη γλώσσα μας, αλλά και για  τον τόσο κατατοπιστικό κατάλογο των ταινιών που αναφέρονται μέσα στις σελίδες.


8.3.21

 


Παύλος Μεθενίτης: «Άδειο άλογο»

Το έκτο λογοτεχνικό βιβλίο του δημοσιογράφου Παύλου Μεθενίτη κυκλοφορεί μέσα σε μια περίοδο όπου το θέμα του και ο τρόπος που ο συγγραφέας το διαχειρίστηκε αντανακλούν απόλυτα το όλο κοινωνικό κλίμα που χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο. Αυτό της ασφυξίας και της κοινωνικής αποξένωσης.

Ένας μονόλογος είναι το έργο. Το πρόσωπο που αφηγείται, ο Ηλίας Πανταζής, μπορεί να θεωρηθεί ως μια χαρακτηριστική περίπτωση Έλληνα ανδρός που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στη Χούντα, ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια των χρόνων της μεταπολίτευσης και πλησιάζει πλέον την ηλικιακή του ωρίμανση όντας κοινωνικό θύμα της εποχής των μνημονίων. Χωρίς εργασία και κατεστραμμένος οικονομικά από τις ανάλγητες και ατελέσφορες πολιτικές των μνημονίων, με τον καλύτερο παιδικό του φίλο να του έχει ξελογιάσει τη γυναίκα και το παιδί του, βιώνει όλη αυτή την κατάσταση μέσα σε ένα ατομικό αδιέξοδο και αναζητά να ταξινομήσει σκέψεις και συναισθήματα με έναν λόγο παραληρηματικό και ιδιαιτέρως προκλητικό, ενώ τελικά θα αποφασίζει την εκδίκηση.

Όπως και στα προηγούμενα έργα του, έτσι και σε αυτό ο Μεθενίτης επιχειρεί να στήσει την ιστορία του ήρωά του σε συνάρτηση με τον κοινωνικό ιστό. Από ένα σημείο και μετά θα μπορούσα και να ισχυριστώ πως ο Ηλίας Πανταζής είναι μια συμπυκνωμένη απεικόνιση μιας μερίδας Νεοελλήνων της μεταπολιτευτικής περιόδου και που άνετα μπορεί αυτή η απεικόνιση να συμπληρωθεί με τον Χρυσοβαλάντη, τον ήρωα στο μυθιστόρημα του Μάκη Τσίτα Μάρτυς μου ο Θεός. Πανταζής και Χρυσοβαλάντης καταγγέλλουν σκιαγραφώντας τις δυο πλευρές του νομίσματος της νεοελληνικής κοινωνικής παράνοιας.

Η συχνά ιδιαιτέρως αθυρόστομη αφήγηση του Πανταζή περιγράφει τις μεταλλάξεις των ατόμων έτσι όπως οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες τις προκαλέσανε. Ενώ, για παράδειγμα, ο ίδιος θέλοντας να διατηρήσει τις αρχές ενός ήθους που το κοινωνικό γίγνεσθαι το καταρράκωνε, έχανε συνεχώς σε όλα τα πεδία, ο παιδικός του φίλος, αυτός που στο τέλος και θα τον προδώσει, συνεχώς ανέβαινε κοινωνικά, επαγγελματικά, οικονομικά, μιας και είχε ολότελα ενδώσει στους νέους κανόνες συμπεριφοράς και χρήσης του άλλου.

Η διάρκεια της όλης αφήγησης κρατά μία νύχτα απόλυτης και οδυνηρής αϋπνίας. Πάνω στο λευκό ταβάνι του δωματίου, ο Ηλίας Πανταζής βλέπει να καταγράφονται εν είδει ντοκιμαντέρ όλες οι στιγμές της δικής του ζωής – η ζωή ως παιδί δίπλα στους γονείς του, τα χρόνια της εφηβείας και του κτισίματος της σεξουαλικής ταυτότητας, η εποχή της νεότητας, οι ψευδαισθήσεις του έρωτα, ο εξευτελισμός της εξ ανάγκης εργασίας, η ασφυξία να μην μπορεί να υλοποιήσει την πατρική του έγνοια. Και αυτές τις στιγμές –μαζί με τα ασφυκτικά αδιέξοδα του παρόντος του– θα τις καταγράφει με μια γλώσσα βουτηγμένη στον θυμό και στην ύβρι· στο απόλυτο αδιέξοδο μιας ζωής που ξεγελάστηκε από όλους.

p methenitisΑκόμα κι αν τη ζεις έτσι την αγάπη, σαν τη λάμψη του τύφλωσε τον Παύλο καθώς πήγαινε στη Δαμασκό, ακόμα κι έτσι, εάν νιώθεις κάποια στιγμή πως είσαι γεμάτος από αυτή, κάθε κύτταρό σου να είναι πλημμυρισμένο από αγάπη, πως είσαι και εσύ ο ίδιος αγάπη και όχι ένα κύμβαλο αλαλάζον, ακόμα και τότε, ω Θεέ μου, αυτή η αγάπη θα χαθεί, θα εξατμισθεί, μαζί με όλα τα υπόλοιπα.

Μυθιστόρημα ασυνήθιστο, συχνά έντονα βίαιο, με τον δικό του τρόπο εν τέλει τρυφερό, καθώς πάλλεται από μια αγχωμένη διάθεση κατανόησης της πορείας που οδηγεί προς την κοινωνική απεξάρτηση.

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/15897-adeio-alogo