2.5.18

Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια


Πρώτη δημοσίευση:
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/9721-elafra-tragoudia


Καθώς ο 20ος αιώνας ολοένα και περισσότερο αποκτά  τις διαστάσεις (συναισθηματικές όσο και ιστορικές)  μιας παρελθούσης εποχής, τα βιώματα όσων  συγγραφέων  αποφασίζουν να μυθιστορηματοποιήσουν περιόδους του αιώνα εκείνου, αναμφίβολα επεμβαίνουν στη διαμόρφωση της θέσης με την οποία θα γίνει η εξιστόρηση.
Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, στην πλειοψηφία της, όταν αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το παρελθόν, στρέφεται κατά κύριο λόγο σε παλαιότερες εποχές – χαρακτηριστικά παραδείγματα  τα έργα των  Πριοβόλου, Ζουργού, Καλπούζου κ.α.
Τα χρόνια από την εποχή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου έως τη μεταπολίτευση –χρόνια που χαρακτηρίζονται από μια συνεχώς αναπτυσσόμενη αστικοποίηση της χώρας- δεν δείχνουν  να ενεργοποιούν πολλές συγγραφικές προσπάθειες. Και από όλα εκείνα τα χρόνια, η δεκαετία του ’50 μοιάζει να είναι εκείνη που λιγότερο έχει απασχολήσει τους συγγραφικούς προβληματισμούς νέων ή και νεότατων συγγραφέων μας.
Από αυτούς,  άλλοι ως παιδιά τη ζήσανε και κάποια στιγμή δημιουργήσανε μυθιστορηματικά πρόσωπα που κατοικούν στις αθηναϊκές συνοικίες  του τότε -πχ. Πόλυ Μηλιώρη «Ο αιώνας του Περικλή και της Λαβίνιας Πλαγιάννου», Μάρω  Κερασιώτη «Η Μπουγάδα»
Άλλοι, πάλι, αν και έχουν γεννηθεί μετά το ΄60, αναζητάνε στην εποχή του ’50 τα σημάδια που κάποια στιγμή διαμόρφωσαν τη δική τους  ταυτότητα  -πχ. Χρήστος Χωμενίδης «Νίκη», Ηλίας Μαγκλίνης «Πρωινή Γαλήνη»- και με τη σειρά τους κι αυτοί πλάθουν  ή ανασυνθέτουν χαρακτήρες που σε εκείνα τα χρόνια  ζήσανε και έδρασαν.
Όμως και στις δυο αυτές περιπτώσεις, το μυθιστορηματικό στοιχείο υπερισχύει των ιστορικών γεγονότων ακόμα κι αν δείχνει να είναι αυτό που προωθεί την όποια δράση.
Η ίδια η δεκαετία δεν φανερώνει το εύρος της, δεν διεκδικεί  το ποσοστό συμμετοχής της στις εξελίξεις των χρόνων που τη διαδέχτηκαν.
Η δεκαετία του ’50, σφηνωμένη ανάμεσα στην αιματοβαμμένη δεκαετία του ’40 και στην διπρόσωπη του ’60, κάπου ξεχνιέται…  Κάποιοι λες και θέλουν να τοποθετηθεί σε ένα περιθώριο, σε σεντούκι παρόμοιο  με αυτό που κλείνονται οι ενοχές μας.
Γιατί αυτή η δεκαετία ήταν  εκείνη που από τη μια ονειρευότανε και από την άλλη πρόδιδε* από τη μια θρηνούσε και από την άλλη ξεφάντωνε. Η δεκαετία των εκτελέσεων και των τραγουδιών που σε ταξιδεύανε σε μαγικά νησιά.
Λοιπόν, αυτές τις ενοχές έρχεται να ξεσκεπάσει ο Αλέξης Πανσέληνος με το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια»
Ο ίδιος πέρασε την παιδική του ηλικία μέσα στην εποχή του ’50, μέσα σε αθηναϊκούς δρόμους και γειτονιές μεγάλωσε και παρακολούθησε με το ένστιχτο ενός παιδιού (γαλουχημένου μάλιστα από γονείς προοδευτικών απόψεων) αυτόν τον πόλεμο των αντιθέσεων: ανάλαφρα τραγούδια - αγωνία για τον επιούσιο της επόμενης μέρας* παπούτσια με πέταλα στα τακούνια – καπέλα από τσόχα ή βελούδο* πολιτικές εκτελέσεις  -  διοργάνωση καλλιστείων.
Μια εποχή όπου όλοι θέλανε να ξεχάσουν το χτες και αναζητούσαν μοντέλα να δημιουργήσουν το αύριο.
Πώς μπορεί ένας συγγραφέας να περιγράψει αυτά τα χρόνια; Πώς θα καταφέρει να σημειώσει τις πιθανές έντονες σχέσεις των όσων συμβαίνανε τότε, με αυτά που σήμερα μας κατατρέχουν;
Ο Πανσέληνος –έτσι κι αλλιώς συγγραφέας των μεγάλων συνθέσεων- αποφάσισε να ορίσει ως κεντρικό πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός του… την ίδια την εποχή.  Και από τα πολλά χαρακτηριστικά της, διάλεξε στίχους των ελαφρών τραγουδιών να τοποθετεί στην αρχή κάθε κεφαλαίου.
Και έγραψε ένα έργο που μόνο ως τοιχογραφία μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει, χωρίς να μειώσει το βάθος και το εύρος των στόχων  του, αλλά και του τελικού αποτελέσματός.
Όλη η σύνθεση  αποτελείται από σχετικά σύντομα κεφάλαια, τα περισσότερα των οποίων μπορούν και να διαβαστούν με μια σχετικά αυτονομία καθώς αναφέρονται σε καταστάσεις που  χαρακτηρίζανε την καθημερινότητα από το 1950 έως το 1953 (τα χρονικά όρια της εξιστόρησης).
Άλλα πρόσωπα έχουν από τον ίδιο τον συγγραφέα επινοηθεί, άλλα βασίζονται σε πραγματικούς  χαρακτήρες, κάποια  είναι απολύτως αναγνωρίσιμα. Άλλα προλαβαίνουν να γίνουν γνωστά στον αναγνώστη. Άλλα όχι –έρχονται και φεύγουν και ανασαίνουν λίγες μόνο σελίδες.
Στόχος του Πανσέληνου δεν είναι να παρασύρει τον αναγνώστη του σε μια ταύτιση με ένα ή δυο κεντρικούς χαρακτήρες. Αντίθετα θέλει να φωτίσει τις συνθήκες εκείνες που από τη μια αποτελούσανε κατάλοιπα μιας καθαρά ελληνικής τραγωδίας (Κατοχή, Εμφύλιος, Επεμβάσεις Ξένων Δυνάμεων) και από την άλλη μια υποταγή  στο πρότυπο ενός τρόπου ζωής που ερχότανε από τη Δύση.
Είναι χαρακτηριστικό το τέλος του μυθιστορήματος – η ολοζώντανη περιγραφή των καλλιστείων πρώτα και μετά των παραστάσεων ενός φημισμένου ιταλικού θιάσου μαριονέτας , θα συνυπάρξουν με την υποσημείωση για μια σειρά δολοφονιών προσώπων που άλλα από αυτά είχαν κατηγορηθεί για συνεργασία με τους Γερμανούς και άλλα πως είχαν καταδώσει μέλη της Αντίστασης στους Τσολιάδες.
Έτσι όπως χωρίς κάποιο αυθύπαρκτο σκοπό,  μα μήτε και κέρδος η χώρα συμμετείχε στον αμφιλεγόμενο πόλεμο της Κορέας, με τον ίδιο τρόπο προχωρούσε προς το μέλλον της –δενότανε στο άρμα μιας νέας δύναμης, χωρίς προηγουμένως να τακτοποιήσει τις εσωτερικές ισορροπίες της.
Μυθιστόρημα που ενώ έχει σχεδιαστεί με σαφέστατο εγκεφαλικό τρόπο, έχει γραφτεί με  τρυφερή αναπόληση,  αλλά και μια υποδόρια σάτιρα.
Μα κάπως με ένα τέτοιο τρόπο δεν έχει νόημα να διαβάζουμε την Ιστορία μέσα από τη Λογοτεχνία;