18.10.16

Αμαρτωλή Πόλη - Ενηλικίωση στην εποχή της χαμένης αθωότητας

Ενηλικίωση στην εποχή της χαμένης αθωότητας, της Τέσυ Μπάιλα 





Τέσσερις άνθρωποι αναζητούν τον τρόπο να ισορροπήσουν σε μια δύσκολη εποχή. Και η υπόγεια παρακμή που διαπερνάει τα πρόσωπα, τη δύναμή  και, εν τέλει τη μοίρα τους, σαρώνοντας διαβρωτικά κάθε τους όνειρο, σε μια πόλη που προσπαθεί κι αυτή να μη χαθεί. Απουσίες που «χωρούν μέσα σε ένα μόνο βότσαλο», άνθρωποι που σκαρφαλώνουν στο μέλλον τους χωρίς να διανοούνται ότι κάποιοι έχουν φτάσει πλέον στον γκρεμό». Αποφάσεις που γκρεμίζουν ψυχές και αναπόδραστοι πόθοι, εγκλωβισμένοι σε κατακόκκινες τούφες μαλλιών, που ξεθωριάζουν στο χρόνο, όπως τα ματωμένα χαμόγελα των ανεξέλεγκτων παθών, είναι το βασικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Μάνος Κοντολέων στήνει το νέο του αφηγηματικό κόσμο. Κι όλα αυτά σε μια χώρα που στροβιλίζεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης, μιας κρίσης που καθορίζει τις συμπεριφορές των κατοίκων της και τις προσωπικές τους υποχωρήσεις. Τους φόβους και τις δεσμεύσεις. Τον ηθικό εκφυλισμό των αξιών τους και τελικά την τύχη τους. Ο Κλεάνθης, η Στεφανία, ο Τονίνο και η Χρύσα, αντιπροσωπευτικοί ήρωες της εποχής μας, αγωνίζονται να επιβιώσουν στην Ελλάδα της αποσύνθεσης και ταυτόχρονα να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Εκπλήσσονται και οι ίδιοι με τις αντοχές και τις ανοχές τους, απεκδύονται την παρθενικότητα των αισθήσεών τους και τελικά ενηλικιώνονται μέσα σε μια κοινωνία που συνθλίβει κάθε τους όνειρο για το μέλλον. Κάποιοι από αυτούς επιλέγουν να αποσυρθούν, να ζήσουν ισορροπώντας στην ψευδαίσθηση, όπως ο Κλεάνθης. Άλλοι μαθαίνουν να επιβιώνουν μέσα το συμβιβασμό, όπως η Χρύσα. Μερικοί κατρακυλούν ολοένα και περισσότερο. Όλοι τους όμως οδηγούνται σε ακραίες πράξεις και καταστάσεις. Όλοι τους ματώνουν. Άραγε μπορεί να μείνει κανείς αθώος σε μια τέτοια διαδικασία; Ο συγγραφέας αναρωτιέται: «Με ποιο δικαίωμα κρατά κάποιος την αθωότητά του;» όταν όλα γύρω του ευτελίζονται και παρακμάζουν;   Η Στεφανία μοιάζει να γίνεται βορά στη μανιώδη φύση της αμαρτίας, ωστόσο κρύβει βαθιά στην ψυχή της τη δική της αθωότητα. Η ανάμνησή της αθωότητας αυτής βρίσκεται μέσα στο μικρό βότσαλο που έχει στο σακίδιό της. Το βότσαλο που θα ακουμπήσει «ανάμεσα σε άνθη, κεριά και αποχαιρετιστήρια σημειώματα» μπροστά από το καμένο κτήριο στο κέντρο της πόλης. Σπονδή μιας αθωότητας που βιάστηκε και συναίσθηση του χαμένου χτες μπροστά στο φλεγόμενο παρόν της πόλης που χάνεται. Τι ρόλο μπορεί να παίξει η διαφορετικότητα στη ζωή; Μπορεί μια αισιόδοξη σκέψη να σαμποτάρει τη μαυρίλα που γιγαντώνεται πρώτα μέσα μας αλλά και ολόγυρά μας; Να τρομάξει την αμαρτωλή πόλη και να διώξει μακριά την αμαρτία; Ο Τονίνο μοιάζει να γνωρίζει καλά πόσο μπορεί να καμουφλαριστεί η ανάγκη να υπάρχεις διαφορετικός αλλά ανθρώπινος. Και είναι εκείνος ο ήρωας του βιβλίου που τελικά θα κλέψει την παράσταση δίνοντας μια δραματική ένταση στις αποφάσεις που ρυθμίζουν τις ζωές. Όλοι όμως οι ήρωες δοκιμάζονται και πάσχουν, ο καθένας στο βαθμό που του αναλογεί. Ο συγγραφέας δε χαρίζεται σε κανέναν. Παρακολουθεί τις ανάσες τους και καταγράφει ρεαλιστικά κάθε τους αντίδραση. Όλοι τους θα νιώσουν στο πετσί τους πόσο μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο, τα δεδομένα της ζωής του και τα όρια των συμβιβασμών του μια μακρόχρονη και βαθιά οικονομική κρίση. Και πώς το αβέβαιο μέλλον μπορεί να σηματοδοτήσει ένα παρόν βουτηγμένο στην υποχώρηση και στο κοινωνικό τέλμα. Η αμαρτία ανοίγεται σαν την άβυσσο κάτω από τα πόδια των ηρώων κι εκείνοι χάνουν την ισορροπία τους. Γκρεμίζονται. Αλλά πριν από αυτούς μια πόλη, μια ολόκληρη χώρα έχει γκρεμιστεί, επειδή έχει πρώτα αμαρτήσει και η ίδια. Οι πολίτες της έμαθαν να επιβιώνουν μέσα στον πυρήνα της δικής της καταστροφής. «Αμαρτία άλλοτε όμορφη ως έρωτας των αστεριών. Αμαρτία άλλοτε ζέουσα ως βιασμός κάποιου γαλαξία! Μέσα στην αμαρτία ζει η Στεφάνια. Στην καρδιά της…». Αλλά, «οι αμαρτίες των ανθρώπων πάντα παρόμοιες, ίδιες. Οι πόλεις οι αμαρτωλές είναι που κάθε φορά αλλάζουν». Ο Μάνος Κοντολέων βρίσκει την ευκαιρία να καταγράψει, για μια ακόμη φορά, μια προσωπική καταγγελία για όλα όσα εξεγείρουν τη συνείδησή του. Να επικοινωνήσει στους αναγνώστες προβληματισμούς οικείους που μας παρουσίασε και στο «Μέλι κόλλησε στα χείλη». Και το κάνει με τη γνωστή τρυφερή εκφορά του λόγου του. Με μια γλώσσα βελούδινη καταφέρνει να περιγράψει την αιχμηρή σκληρότητα της εποχής. Χωρίς καμιά λογοκρισία αποτυπώνει καλειδοσκοπικά τη σύγχρονη πραγματικότητα και καλεί τον αναγνώστη του να εντοπίσει μέσα στο σύμπαν της αφήγησής του όλα όσα καθορίζουν την ανθρώπινη αναζήτηση μιας ταυτότητας, τόσο της προσωπικής όσο και της κοινωνικής. Επειδή, αν υπάρχουν δύο πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζει το μυθιστορηματικό του οικοδόμημα ο Κοντολέων αυτοί δεν είναι άλλοι από την αναζήτηση της σεξουαλικής και προσωπικής ταυτότητας και η αγάπη, ο έρωτας με την αναγεννητική του δύναμη, άλλοτε σαρκοβόρος και επιθετικός, άλλοτε τρυφερός μα πάντοτε ακραίος. Πυλώνες που μπορεί ο αναγνώστης να εντοπίσει και στις προηγούμενες δουλειές του Μάνου Κοντολέων, καθώς πάνω τους ο συγγραφέας ακουμπά τις προσωπικές του ανησυχίες και όλα όσα ταλανίζουν τη σκέψη του. Ένα σύγχρονο, cross over, μυθιστόρημα για την ενηλικίωση και την απώλεια σε μια εποχή χαμένης αθωότητας και βιασμένων συνειδήσεων. Ένα μυθιστόρημα για την ελευθερία και τις επιλογές της σε μια περίοδο ανελεύθερων ονείρων.

Πρώτη δημοσίευση:http://www.literature.gr/