Το έργο του Μάνου Κοντολέων είναι πλούσιο και αποτέλεσμα δουλειάς σε μακρά
διάρκεια χρόνου, αφού γράφει με επαγγελματική ευσυνειδησία από παιδί. Κάθε
βιβλίο του ξαφνιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη γιατί επιλέγει θέματα που
απασχολούν και προβληματίζουν την πλειονότητα των σύγχρονων ανθρώπων, πάντα
σωστά δοσμένα στο μέτρο που αφορούν τον καθένα μας είτε απευθύνονται σε
ενήλικες είτε σε παιδιά ή εφήβους. Θα έλεγα πως δύο είναι οι πυλώνες του έργου
του Κοντολέων στην ολότητά του· θεματικά
ένας βαθύς ανθρωποκεντρισμός και εκφραστικά
η στιβαρότητα του ύφους συνδυασμένη με έναν ρεαλισμό που δε φοβάται να
ξαφνιάσει, επιστεγασμένα με μιαν αισθαντικότητα
που προσδίδει στο έργο του μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στην αδρότητα και την
ευαισθησία.
Και για να έρθουμε στην Κασσάνδρα, θα έλεγα εξ αρχής ότι το θεωρώ το πιο
βαθύ, το πιο φιλοσοφικό και συγχρόνως το πιο τρυφερό μυθιστόρημα του Κοντολέων
εξαιτίας του υπαρξιακού πόνου που το κατακλύζει. Σίγουρα το όλο έργο προβάλλει
τον συγγραφέα στην πιο καλή του ώρα.
Το βιβλίο αυτό θέτει ζητήματα που άπτονται διαχρονικά των περισσότερων
κοινωνικών και ατομικών εκφάνσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς και
δραστηριότητας. Οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, σχέσεις οικογενειακές
–όπως μάνας και παιδιών, διαφορετικές αυτές με τα αγόρια από εκείνες με τα
κορίτσια, σχέσεις αδελφικές, σχέσεις δυσλειτουργικές και άλλες πολλές. Επίσης,
η εξουσία και η διαχείρισή της στην ειρήνη και στον πόλεμο, η προδοσία, η
αφοσίωση στο καθήκον, η στάση του ηγεμόνα στη δόξα του αλλά και τη στιγμή της
κατάρρευσης, ο έρωτας, ο σκοτεινός, ο αδικαίωτος, ο δύσκολος έρωτας με παγίδες
και διλήμματα, η σύγκρουση του συναισθήματος με τη λογική -θυμός και λόγος-, η
βία που σήμερα και πάλι βιώνουμε σε έξαρση και που συχνά πυκνά διαβάζοντας το
βιβλίο αυτό πιάνουμε τον εαυτό μας να κάνει αυτόματους συνειρμούς του τότε και
του σήμερα, όπως και το εξαιρετικά επίκαιρο, η κατάσταση του ανθρώπου που
εγκαταλείπει βίαια την πατρίδα του –για όποιο λόγο- τότε και τώρα, πάντα με την
ίδια δοκιμασία για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Πλαίσιο του έργου ο τρωικός πόλεμος και κεντρική ηρωίδα η πριγκίπισσα της
Τροίας και μάντισσα Κασσάνδρα. Ένας καμβάς κατά κύριο λόγο προσχηματικός ώστε
να απλώσει ο συγγραφέας όλους τους προβληματισμούς που προαπαρίθμησα.
Από όλα αυτά τα πάμπολλα στοιχεία που διαπερνούν το έργο, θα ήθελα να μείνω
σε ένα που, στην ουσία, στηρίζει σαν ραχοκοκκαλιά όλη τη δράση του βιβλίου μιας
και εκλαμβάνεται ως κύρια αιτία της τελικής καταστροφής. Στο γεγονός ότι η
Κασσάνδρα αρνείται την πρόταση του Απόλλωνα να ζευγαρώσει μαζί του και να τον
ακολουθήσει στον Όλυμπο, απαρνούμενη την ανθρώπινη ιδιότητά της με το να γίνει
ημίθεη.
Η άρνησή της επιφέρει την τιμωρία να κρατήσει μεν την ικανότητα τής
προφητείας αλλά να μην εισακούεται από κανέναν.
Στην ουσία δηλαδή, ο θιγμένος θεός καταδικάζει την Κ. να γίνει μια φωνή
«βοώντος εν τη ερήμω».
- Όταν η Κ. ωριμάζει βιολογικά και γίνεται γυναίκα, σύμφωνα με τα ανθρώπινα
(παρότι ιέρεια του θεού, είναι και λογίζεται άνθρωπος όπως όλοι όσοι
συναναστρέφεται) ερωτεύεται κρυφά –απαγορευμένα κατά τους νόμους των ανθρώπων-
τον αδελφό της Έκτορα, σφάλμα που, a priori, την κρατά δεμένη στη θνητότητά
της. Μέσα απ’ αυτόν τον έρωτα αλλά και τους δεσμούς της με την οικογένεια και
τους αγαπημένους της, επιλέγει να αρνηθεί τον θεό και την πρότασή του να την
περάσει στην ημιαθανασία. Έτσι, τη στιγμή εκείνη η Κ. είναι ένας άνθρωπος που
αρνείται το θεϊκό χρίσμα και γι’ αυτό τιμωρείται. Φαίνεται λοιπόν πως ο
άνθρωπος φέρει μια νομοτελειακή ρύθμιση να αρνείται το χρίσμα του θεού, να
αμφισβητεί τα θέσφατα, γεγονός που προκαλεί την τιμωρία του, ήτοι τη θνητότητά
του.
Άραγε ο Κρόνος είχε διαβλέψει αυτήν την αχαριστία των τέκνων του (αν
δεχτούμε πως οι άνθρωποι είναι τέκνα του θεού) είχε δηλαδή διαβλέψει την
μελλοντική τους άρνηση να δεχτούν το χρίσμα –την παντοδύναμη εξουσία του θεού
στην προκειμένη περίπτωση- και προλάβαινε, τρώγοντας τα παιδιά του, να
σταματήσει την ύβρι πριν καν αυτή εκδηλωθεί; Μήπως ο Θεός δεν αντέχει αυτή την
αμφισβήτηση και γι’ αυτό προβαίνει στη συμπαντική σχέση –ύβρις, άτη, νέμεσις-
τίσις; Εδώ, οι Τρώες φτάνουν στην Ύβρι (αλαζονεία) μέσα από τη βεβαιότητά τους
για την αδιαμφισβήτητη δύναμη της πόλης τους. Έτσι ο θεός στέλνει την Άτη – το
θόλωμα, την τύφλωση του νου- και οι Τρώες αδυνατούν να πιστέψουν την Κ. όταν
προβλέπει τα οικεία κακά. Η Άτη, με τη σειρά της οδηγεί σε νέα σφάλματα –τη
συναισθηματική αποδοχή του Έκτορα στην πρόκληση να βγει και να μονομαχήσει έξω
από τα τείχη, την εξίσου αλαζονική στάση της πόλης να δεχτεί το δώρο-παγίδα των
Αχαιών, σίγουρη ότι αξίζει τέτοιο δώρο, και σε μια σειρά άλλων λαθών- που
επιφέρουν τη Νέμεσι, δηλαδή την οργή και την εκδίκηση του θεού που έτσι θα
στείλει την Τίσι, την τιμωρία που είναι η καταστροφή της Τροίας και η σφαγή ή ο
εξανδραποδισμός των κατοίκων της.

Με λίγα λόγια ο θεός καταδικάζει την ύβρι και την τιμωρεί με καταστροφές. Η
Κασσάνδρα μάλιστα είναι καταδικασμένη να δεχτεί διπλά την τιμωρία του θεού: Για
την προσωπική της ύβρι δέχεται την πρωτογενή τιμωρία να μην πιστεύουν οι άνθρωποι
τους χρησμούς της. Για την ύβρι των συμπατριωτών της βλέπει την πατρίδα της να
καταστρέφεται και τους δικούς της να πεθαίνουν ενώ η ίδια γίνεται σκλάβα και
παλλακίδα του ηγεμόνα των Αχαιών. Έτσι, πέρα απ’ όλα τα άλλα, μια βαθιά ενοχή
γιατί αρνήθηκε να δεχτεί την πρόταση-χρίσμα του θεού, την κυνηγάει ως το τέλος
της ζωής της.
Αν θέλαμε να διακρίνουμε έναν συμβολισμό πίσω απ’ όλον αυτόν τον μύθο, θα
λέγαμε πως ο Απόλλων, ερωτευόμενος την Κασσάνδρα, της μεταδίδει την ικανότητα
του σκέπτεσθαι. Γιατί, τι άλλο είναι ο άνθρωπος ο ικανός να προφητεύει τα
μέλλοντα, αυτός δηλαδή που “βλέπει μακριά” ήτοι αυτός που λειτουργεί δια της
σκέψης, του λόγου, και όχι δια του θυμού, του συναισθήματος;

Παρόλα αυτά ακόμα και ο νουν-εχής άνθρωπος έχει στιγμές αδυναμίας, και η
σημαντικότερη είναι η επίγνωση της ικανότητάς του να διαβλέπει αυτά που
αδυνατούν να δουν οι υπόλοιποι. Αυτό από μόνο του υποκρύπτει μιαν αλαζονεία,
μια υπερβολική πίστη στον εαυτό του, άρα και αυτός, ως άνθρωπος, διαπράττει την
ύβρι που του αναλογεί.
- Υπ’ αυτή την έννοια ο Κοντολέων βάζει εδώ ένα μεγάλο ζήτημα για την
ανθρώπινη ύπαρξη:
Ο άνθρωπος δεν είναι αλάνθαστος και τα λάθη στις επιλογές του είναι αυτά
που συντηρούν τη θνητότητά του. Η ίδια η φύση του ανθρώπου, μέσα από την
ενσυναίσθηση του άφευκτου τέλους του, τον καθιστά μια δύσκολη και περίπλοκη
ύπαρξη έτσι όπως το εντοπίζει πολύ σωστά ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη του «πολλά τα
δεινά κ’ ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει...» Η Κασσάνδρα είχε την ευκαιρία να
αποτινάξει την ανθρώπινη ιδιότητα από πάνω της μαζί με όσα δεινά αυτή
συμπαρομαρτεί. Δεν το κάνει. Έτσι νομοτελειακά βιώνει και αυτή τον πόνο, την
απώλεια και τον θάνατο. Καταλήγοντας, θα λέγαμε πως η Κ. σε σχέση με τη
σοφόκλεια ρήση, είναι δυο φορές «δεινότερη» από τον μέσο άνθρωπο μιας και αυτός
δεν εκλήθη να επιλέξει τη μοίρα του αλλά απλώς του δόθηκε.
Ευτυχώς λοιπόν που δε γνωρίζουμε το μέλλον μας. Θα είμασταν τα πιο δυστυχή
πλάσματα που πλανήτη. Ήδη, όπως προείπαμε, η γνώση της θνητότητας μάς δίνει την
επίγνωση του τέλους μας, πράγμα που διαρκώς ξορκίζουμε για να μην το
σκεφτόμαστε. Φανταστείτε να γνωρίζαμε και το πότε ακριβώς θα επέλθει αυτό το
τέλος!
(από την παρουσίαση του
βιβλίου στο Βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση, της Λειβαδιάς, 12 Νοε. 2018)