30.6.18

Με πρωταγωνιστή τη… σιωπή



Μάκης Τσίτας
«Δώρο Γενεθλίων»
Εικονογράφηση: Νίκος Γιαννόπουλος

  



Όταν αμέσως μετά την Μεταπολίτευση ξεκίνησε η άνθηση στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας για παιδιά, οι μελετητές εκείνης της εποχής εστιάσανε  με ιδιαίτερη ευαισθησία την προσοχή τους σε μια νέα φόρμα αφήγησης.
Μικρές Ιστορίες, λοιπόν, ονομάστηκαν εκείνα τα κείμενα που δεν διέθεταν τα στοιχεία που θα τα κατηγοριοποιούσαν ως σύγχρονα παραμύθια (με άλλα λόγια ο ρεαλισμός υπερτερούσε σχεδόν ολοκληρωτικά του μαγικού στοιχείου, ενώ άφηνε χώρο στην ύπαρξη του φανταστικού).
Οι Μικρές Ιστορίες ήταν ολιγοσέλιδες, αλλά εκδίδονταν όλες μαζί σε μια ενιαία μορφή βιβλίου, κάτω από το όνομα συγκεκριμένου, κάθε φορά,  συγγραφέα.
Ήταν ακόμα η εποχή όπου τα βιβλία για παιδιά ίσως να αποκτούσαν πια μια καλοδουλεμένη και με αισθητικές απαιτήσεις εικονογράφηση, αλλά παρέμεναν (ή και προσπαθούσαν να παραμείνουν)  πάντα  και πρώτιστα λογοτεχνικά βιβλία και δευτερευόντος εικονογραφημένα.
Με την είσοδο του 21ου αιώνα και καθώς  η παρουσία της λογοτεχνίας στα σχολεία έτυχε της υποστήριξης  ενδοσχολικών προγραμμάτων Φιλαναγνωσίας, τα βιβλία που θέλανε από το παράλληλο εκπαιδευτικό σύστημα  να χρησιμοποιηθούνε,  άρχισαν από τη μια να προσαρμόζουν το λεξιλόγιό τους σε μια άποψη που είχε να κάνει με το ποιες μπορεί (αλλά και πρέπει) να είναι οι γνωστές λέξεις κάθε παιδιού ανάλογα με την ηλικία του, άρα και την τάξη του και από την άλλη να εστιάζουν το θέμα τους κάθε φορά με μια όσο γίνεται περισσότερο έκκεντρη στόχευση. Με άλλα λόγια η ελεύθερη λογοτεχνική έκφραση, υπέκυπτε στις δεσμεύσεις της παιδαγωγικής.
Για παράδειγμα βιβλία που λένε μια ιστορία (με τη χρήση λίγων λέξεων)  με θέμα τον ενδοσχολικό εκφοβισμό* άλλα που  έχουν να κάνουν με την καλή κοινωνική συμπεριφορά ή με τον υγιεινό τρόπο διατροφής κλπ. Όλα αυτά ήταν και είναι από τους πλέον ζητούμενους τίτλους  βιβλίων για παιδιά  -τα προτείνουν εκπαιδευτικοί, τα προτιμούν γονείς. Είναι εύκολη η ανάγνωσή τους, απλός ο σχολιασμός τους, συνήθως χαμηλή η τιμή τους.  Και –ας το τονίσουμε κι αυτό- εύκολα βρίσκονται κι εκείνοι που θα τα συγγράψουν και στη συνέχεια με την προσωπική τους παρουσία μέσα στην τάξη θα τα υποστηρίξουν, όχι τόσο με αναλύσεις και διαπροσωπικές επαφές,  όσο κυρίως με φαντεζί εμψυχώσεις. Ο συγγραφέας  μετατρέπεται σε εξάρτημα του βιβλίου του.
Με άλλα λόγια το επιζητούμενο ‘ λογοτεχνικό’ βιβλίο, τουλάχιστον για τις πρώτες (μέχρι την Τετάρτη) τάξεις του Δημοτικού, φαίνεται να είναι μια ολιγοσέλιδη Μικρή Ιστορία, αλλά στην ουσία είναι ένα εκπαιδευτικό εγχειρίδιο ενδεδυμένο με λογοτεχνικό ένδυμα και υποστηριζόμενο από μια πλούσια  εικονογράφηση και  παράλληλες δημιουργικές δραστηριότητες.
Ήταν αναμενόμενο  - οι μελετητές πρώτα, οι εκδότες στη συνέχεια και στο τέλος οι ίδιοι οι συγγραφείς, εγκατέλειψαν τον όρο Μικρή Ιστορία και πλέον ομιλούν για Μικρή Φόρμα.
Εκ πρώτης όψεως, καθόλου κατακριτέο κάτι τέτοιο. Έτσι κι αλλιώς το διήγημα που στις μέρες μας γράφεται δεν έχει το μέγεθος που είχε την εποχή του Παπαδιαμάντη, αλλά και επίσης αυτή η μικρή φόρμα (συχνά φτάνει στα όρια  της μιας παραγράφου ή των 100 λέξεων) μπορεί να διεκδικήσει το ρόλο του συνομιλητή της λογοτεχνίας με την εικόνα.
Παρόλα αυτά –για να επανέλθουμε στην περιοχή του παιδικού βιβλίου-  οι εκδόσεις με κείμενα που χαρακτηρίζονται από το πόσες πρέπει να είναι οι λέξεις τους και από το κατά πόσο είναι απολύτως εστιασμένα σε ένα συγκεκριμένο στόχο, μπορεί να  συνεχίζουν από τη μια να χρησιμοποιούνται από εκπαιδευτικούς και άλλους ενήλικες, αλλά από την άλλη, να μη λησμονούμε πως εθίζουν τον μικρό αναγνώστη στην ανάγνωση ιστοριών επίπεδων και χωρίς πολυπλοκότητα στον αναστοχασμό.
Ο κίνδυνος αν όχι του θανάτου της παιδικής λογοτεχνίας , σίγουρα πάντως του τραυματισμού της είναι ορατός –ίσως και να έχει επιτελεσθεί.
Τελικά αποδεικνύεται πως είναι μάλλον εύκολο να γράψει κανείς 1000 λέξεις χωρίς στην ουσία να λέει κάτι το λογοτεχνικά ουσιώδες, αφού αυτές οι λέξεις θα συνοδεύονται (συχνά και θα καλύπτονται) από πλούσιες και ευρηματικές εικόνες και θα υποστηρίζονται από παιχνίδια και άλλες κατασκευές.
                                              ********************
Δεν είμαι καθόλου αντίθετος με τα λογοτεχνικά κείμενα που καταφέρνουν με λίγες λέξεις να αφηγηθούνε μια ολοκληρωμένη σκέψη και ένα πλήρες συναίσθημα. Και μάλιστα θεωρώ πως είναι ιδιαίτερα απαιτητικός αυτός ο τρόπος λογοτεχνικής  κατάθεσης.
Απλώς επισημαίνω τους κινδύνους από την αστόχαστη έκδοση – και προώθηση- έργων που δεν βοηθούν στην εδραίωση μιας λογοτεχνικής αναγνωστικής ταυτότητας, αλλά αντίθετα  επιβάλλουν την μετατροπή του λογοτεχνικού λόγου σε δημοσιογραφικό, του συγγραφέα από δημιουργό σε διασκεδαστή, του δε αναγνώστη από άτομο που θα αποδεχότανε κάτι αφού προηγουμένως το κρίνει,  σε άτομο που απλώς θα καταναλώνει  γεγονότα.
Καθόλου, λοιπόν, δεν είμαι αντίθετος στη συγγραφή και ανάγνωση Μικρών Ιστοριών, και χαίρομαι όποτε μου δίνεται η ευκαιρία να διαβάσω  ένα καλό βιβλίο που έχει μεν εκδοθεί κάτω από αυτές τις συνθήκες που πιο πριν ανέφερα, αλλά που στην ουσία τις αμφισβητεί και ολοκληρώνει την εκδοτική του παρουσία με ένα καθαρό κι ειλικρινή τρόπο.
Υπάρχουν μάλιστα και κάποιοι –αρκετοί ίσως- συγγραφείς που με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο συνηθίζουν να γράφουν τέτοιες Μικρές Ιστορίες (αν θέλετε ας τις πούμε και Μικρές  Φόρμες).
Ένας από αυτούς –ίσως ο πλέον σημαντικός – είναι Μάκης Τσίτας.
Ο Τσίτας στα βιβλία του αυτά συνήθως περιγράφει διαπροσωπικές σχέσεις (οικογενειακές, σχολικές, φιλικές). Τα κεντρικά του πρόσωπα είναι παιδιά παρόμοιας ηλικίας μ ‘ αυτά που θα διαβάσουν τούτες τις ιστορίες.
Με άλλα λόγια χρησιμοποιεί, εκ πρώτης όψεως, όλες τις συνηθισμένες προδιαγραφές  παρόμοιων ιστοριών. Όλες, εκτός από μία.
Ο Μάκης Τσίτας … δεν τα λέει όλα. Δεν εξηγεί τα πάντα. Στην ουσία δεν ενδιαφέρεται ούτε να υποστηρίξει, μήτε και να καταγγείλει. Αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν και κρατά κάπου κρυμμένες τις προθέσεις των ηρώων του. Κι έτσι  βέβαια καταφέρνει με 1500 λέξεις να κάνει λογοτεχνία.
Γιατί τελικά η αξία της Τέχνης του Λόγου είναι …η σιωπή.
Από τα πλέον επιτυχημένα βιβλία του και αυτό το «Δώρο γενεθλίων»
Δυο παιδιά –αδελφή και αδελφός-  μαζεύουν χρήματα για να αγοράσουν ένα ακριβό δώρο για τον πατέρα τους. Ο καθένας τους  τοποθετεί σε κοινό κουτί τις οικονομίες του, αλλά θα είναι η αδελφή που ως μεγαλύτερη θα αναλάβει την αγορά του δώρου. Θα επιστρέψει  με το δυσάρεστο νέο πως έχασε τα χρήματα.  Μα αργότερα θα αποδειχτεί η πλεκτάνη. Και ο μικρός  αδελφός θα αναζητήσει τρόπους εκδίκησης. 
Η όλη εξιστόρηση καταλήγει σε ένα αίσιο τέλος –ο δράστης αναγνωρίζει ο σφάλμα του.
Αλλά ο Μάκης Τσίτας έχει στο ενδιάμεσο καταφέρει να σκιαγραφήσει με απόλυτη πληρότητα τους χαρακτήρες.  Όχι μόνο των δυο αδελφιών, αλλά και του πατέρα τους –αυτού, του τελευταίου μάλιστα με ένα τόσο… σιωπηλό τρόπο που αξίζει να χρησιμοποιείται ως παράδειγμα  στα διάφορα σεμινάρια δημιουργικής γραφής.
Η εικονογράφηση του Νίκου Γιαννόπουλου είναι εκρηκτική χωρίς να θέλει –και πολύ σωστά- να αναζητήσει τρόπους  φωτισμού των σημείων όπου η σιωπή πρωταγωνιστεί.

 Πρώτη ανάρτηση:
 https://www.literature.gr/me-protagonisti-ti-siopi-grafei-o-manos-kontoleon-doro-genethlion-makis-tsitas/