9.4.18

Βαγγέλης Παυλίδης: Με τη μεγάλη καρδιά ενός Γαργαντούα και το πάθος ονείρων ενός Δον Κιχώτη




Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’70 κυκλοφορεί το περιοδικό για παιδιά «Το Ρόδι» και σηματοδοτεί με τον τρόπο του την ύπαρξη μιας άτυπης ομάδας νέων συγγραφέων και εικονογράφων –είναι εκείνοι που τα επόμενα χρόνια και μέχρι ακόμα στις μέρες μας, θα διαμορφώσουν τον βασικό κορμό της περίφημης ανανέωσης της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας για παιδιά.
Νέοι άνθρωποι, νέες ιδέες, νέες τεχνικές τόσο στην αφήγηση με τη βοήθεια των λέξεων, όσο και στην αισθητική των εικόνων που καλούνται να εικονογραφήσουν την πλοκή.
Μια από τις ενδιαφέρουσες ιδέες της εκδότριας του περιοδικού , της Δροσούλας Βασιλείου – Έλιοτ, ήταν  να αναθέσει πολλά από τα λογοτεχνικά κείμενα να τα εικονογραφήσουν νέοι γελοιογράφοι – σκιτσογράφοι που ήδη είχαν κατακτήσει τις θέσεις τους στον καθημερινό τύπο. Και θεωρώ ενδιαφέρουσα την ιδέα εκείνη της Δροσούλας, γιατί η αμεσότητα των γραμμών και της ματιάς που διακρίνει τα έργα ενός γελοιογράφου μπορεί να κερδίσει το ενδιαφέρον ενός παιδιού που καθώς διαβάζει μια ιστορία θέλει με τρόπο παραστατικό αλλά και χαρούμενο να συναντήσει, με τη βοήθεια της εικόνας,  τους ήρωες και τις περιπέτειές τους.
Σε μια εποχή όπου ελάχιστοι ήταν στην Ελλάδα εκείνοι που γνώριζαν σε βάθος τον τρόπο να εικονογραφούν ένα βιβλίο για παιδιά, η παρουσία της έμπειρης ματιάς καλλιτεχνών που σε καθημερινή βάση κερδίζανε το στοίχημα της επικοινωνίας με το πλατύ κοινό μιας εφημερίδας, ήταν πολύτιμη.
Στο «Ρόδι», λοιπόν, είδαμε για πρώτη φορά το πως ένας γελοιογράφος μπορεί να μετατραπεί σε εικονογράφο. Πρόχειρα θυμάμαι τον Αντώνη Καλαμάρα, τον Σπύρο Ορνεράκη… Τον Βαγγέλη Παυλίδη.
Ναι, εκεί μέσα στις σελίδες ενός πρωτοποριακού περιοδικού για παιδιά μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω προσωπικά τον σκιτσογράφο που με θαυμασμό παρακολουθούσα τους εύστοχους εικαστικούς σχολιασμούς του  στο ΒΗΜΑ.
Κι όπως ανήκαμε στην ίδια γενιά, κι όπως λίγο πολύ είχαμε τις ίδιες οικογενειακές και κοινωνικές προσλαμβάνουσες, τις ίδιες πολιτικές επισημάνσεις, δεν δίστασα –μετά από κάποια χρόνια- να του προτείνω να εικονογραφήσει την επανέκδοση της συλλογή διηγημάτων μου «Γάντι σε ξύλινο χέρι» (Εκδόσεις Πατάκη, 1994).
Οι αναμνήσεις ενός αγοριού της μεσοαστικής τάξης από τα χρόνια του ’50, βρήκαν με τρόπο ιδανικό την εικαστική τους ενσάρκωση στις εικόνες του Παυλίδη.
Ο Βαγγέλης Παυλίδης σκιτσάριζε ακριβώς όπως και ο ίδιος ζούσε. Με διάθεση από τη μια να παίζει και από την άλλη να κριτικάρει. Αλλά αυτό ακριβώς αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λιθάρι της ‘ενήλικης παιδικότητας’ που πρέπει να διακρίνει κάθε έργο  (λόγου ή εικόνας) που απευθύνεται στα παιδιά.
Όταν θέλουμε εμείς οι ενήλικες να επικοινωνήσουμε με ένα ανήλικο άτομο, δε θα πρέπει να χαμηλώσουμε, να φτωχύνουμε πιο σωστά τις ιδέες μας, αλλά να βρούμε τρόπους αυτές οι ίδιες ακριβώς ιδέες να ενσαρκωθούν έτσι ώστε και ένα ανήλικο κοινό να τις χαρεί και να τις κατανοήσει ακριβώς όπως τις υποδέχεται και μια ομάδα ενηλίκων.
Δεν έχει κανείς παρά να διατρέξει την ιστοσελίδα του Βαγγέλη Παυλίδη (http://www.pavlidiscartoons.com) για να κατανοήσει αυτό που πιο πάνω επισημαίνω.
Αλλά πέρα από τον καλλιτέχνη, θέλω να σταθώ και στον άνθρωπο. Γιατί  -κι αυτό σημαντικό- ο Βαγγέλης δεν ήξερε μόνο να εικονογραφεί με τρόπο επιτυχημένο βιβλία για παιδιά. Μα το ίδιο καλά και ο ίδιος -με τον αυθορμητισμό, το ήθος, μα και τα  πείσματα ενός παιδιού-  επικοινωνούσε με τους φίλους του.
Έτσι δεν μπορώ να ξεχάσω το πόσο άμεσα και με τι χαρά δέχτηκε να εικονογραφήσει –αυτός ο καλλιτέχνης που σε καθημερινή βάση διαμόρφωνε τη γνώμη μερικών χιλιάδων αναγνωστών της εφημερίδας που έστελνε τα σκίτσα του- το πρώτο κείμενο της κόρης μου (Άννα Κοντολέων «Ένας πλανήτης στο πλυντήριο», Εκδόσεις Δελφίνι, 1993). Κι όχι μόνο το εικονογράφησε, αλλά αντιμετώπισε τη νεοτάτη συγγραφέα με  τρόπο πατρικό όσο και επαγγελματικό.
Μας συνδέανε κι άλλα. Εξώφυλλα, μα και διεθνείς βραβεύσεις. Έμελλε να συνδεθούμε και με ένα ακόμα τρόπο… Πικρό – να είναι για δικά μου κείμενα οι τελευταίες του εικονογραφήσεις.
Μαζί μου, δίπλα μου –σε τιμητική εκδήλωση στην αγαπημένη του Ρόδο- χάρηκε, ίδια με παιδί,  το δώρο που του κάνανε οι αναγνώστες των βιβλίων –μια συλλογή πορτραίτων του φτιαγμένων από τα παιδιά ενός ροδίτικου σχολείου.
Τελικά –σκέφτομαι τώρα καθώς γράφω αυτές τις λίγες γραμμές- πως υπάρχει ένας συμβολισμός στο γεγονός πως Γαργαντούας και Δον Κιχώτης είναι οι τελευταίοι ήρωες που ο Βαγγέλης Παυλίδης εικονογράφησε. Είχε τη μεγάλη καρδιά του ενός  και το πάθος ονείρων του άλλου.
Γι αυτό –μήτε που μπορούσα να το υποψιαστώ όταν το έγραφα!- τόσο του ταιριάζουν ως κατευόδιο οι τελευταίες αράδες από το βιβλίο του Δον Κιχώτη.
«Εδώ κοιμάται τον ύπνο τον αιώνιο
Ένας εραστής των ονείρων.
Ό,τι φαντάστηκε το έζησε σαν αλήθεια
Κι ό,τι ονειρεύτηκε το αφήνει κληρονομιά στους άλλους…»

Μάνος Κοντολέων

Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου – Κυριακή του Πάσχα, 8 Απριλίου 2018