9.6.20

Ευγενία Φακίνου «Γράμματα στη Χιονάτη»


Ευγενία Φακίνου
«Γράμματα στη Χιονάτη»
Εκδόσεις Καστανιώτη

            


Μια ηλικιωμένη γυναίκα φτάνει σε ένα μικρό χωριό, το οποίο οι κάτοικοί του σύντομα θα αναγκαστούν να το εγκαταλείψουν λόγω κατολισθήσεων.
Η γυναίκα (ποτέ δε θα μάθουμε το όνομά της) είχε σε μακρινό παρελθόν επισκεφθεί και πάλι το ίδιο μέρος και τώρα το επιλέγει ξανά καθώς κάτι σοβαρό έχει συμβεί στη ζωή της και θέλει…
Αλήθεια, τί να ζητά αυτή η γυναίκα με το ξυρισμένο κεφάλι και τα φρύδια; Από ποια μεγάλη στεναχώρια –όπως η ίδια δηλώνει- θέλει να αναρρώσει ή να ξεφύγει;
Βρίσκει στην άκρη του χωριού  ένα σπίτι για να νοικιάσει και εκεί εγκαθίσταται.
Πολύ σύντομα θα μας αφήσει να μάθουμε πως είναι η ίδια συγγραφέας, πως πιο πριν είχε ασχοληθεί με τη ζωγραφική, πως αν και έχει στην κατοχή της έχει δικό της σπίτι σε μέρος επίσης απομονωμένο, εντούτοις επέλεξε αυτό τον τόπο, από τον οποίο κρατά αναμνήσεις μιας νεότητας.
Δεν θα αναμειχθεί στην καθημερινότητα των άλλων κατοίκων του χωριού, όσο τουλάχιστον εκείνοι δεν θα έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους.
Αλλά αμέσως μετά την αναχώρησή τους, θα κυκλοφορήσει στους έρημους δρόμους, θα έχει κάποιες περίεργες συναντήσεις με άτομα που ίσως είναι υπαρκτά, ίσως όμως και δημιουργήματα της φαντασίας της, θα συνεχίζει να ζει μέσα στην απόλυτη μοναξιά και ενώ ο χειμώνας έρχεται με βαριές χιονοπτώσεις, έξω από το σπίτι της θα δει ένα μικρό κορίτσι, αμίλητο και  βρώμικο, να κάθεται κάτω από τις νιφάδες που της στολίζουν το σώμα.
Θα το περιμαζέψει, θα αναζητήσει τρόπους να κερδίσει την εμπιστοσύνη του, να το κάνει να μιλήσει. Θα το ονομάσει Χιονάτη. Μα η μόνη λέξη που αυτό το κορίτσι κάποια στιγμή θα προφέρει είναι ο ήχος από τη συνύπαρξη τριών γραμμάτων, ένα μαμ…
Κι όπως ξαφνικά το κορίτσι παρουσιάστηκε, το ίδιο ξαφνικά θα χαθεί και πάλι και η γυναίκα θα μείνει μόνη ξανά, αλλά έχοντας μέσα της δεμένα ένα όνομα -Χιονάτη- και μια ιδιότητα -μαμά.
Αυτή είναι, σε πολύ γενικές γραμμές, η κεντρική υπόθεση του τελευταίου μυθιστορήματος της Ευγενίας Φακίνου.
Η Φακίνου έχει συχνά χρησιμοποιήσει στοιχεία ενός μαγικού ρεαλισμού (αν και μόνο ένα της μυθιστόρημα, το ‘Τρένο των νεφών’,  θα μπορούσε πλήρως να ενταχθεί σε αυτό το είδος). Όποτε το έχει κάνει, χρησιμοποιεί το μαγικό στοιχείο για να φωτίσει την εσωτερική στιγμή που καθορίζει την κεντρική απόφαση ενός ανθρώπου.
Ανθρώπου, έγραψα, αλλά μάλλον θα έπρεπε να γράψω: γυναίκας. Η Φακίνου σχεδόν πάντα ηρωίδες έχει πλάσει  και μέσα από αυτές αναζητά το μαγικό στοιχείο που διαπερνά το κάθε πλάσμα που μπορεί να γεννήσει -ένα άλλο πλάσμα, μια άλλη ζωή, μια άλλη στάση και ιδέα. Η Φακίνου αναζητά και ανασυνθέτει το θήλυ.
Τα μυθιστορήματά της σαφώς μπορεί κανείς να τα εντάξει κάτω από τον χαρακτηρισμό ‘θηλυκή λογοτεχνία’ -όρος αδόκιμος, το ξέρω, αλλά και η χρήση του όρου ‘γυναικεία’ όχι μόνο θα αδικούσε, αλλά και θα παραπλανούσε.
Γιατί αυτό που η Ευγενία Φακίνου καταφέρνει να κάνει γράφοντας είτε τη «Μεγάλη Πράσινη» είτε την «Αστραδενή» (για να αναφέρω δυο από τα πλέον γνωστά της, αλλά και τα πλέον χαρακτηριστικά της έργα) δεν είναι να φωτίσει τον εσωτερικό κόσμο γυναικών, αλλά την ίδια την υπόσταση θηλυκών όντων.
Η πρόταση μου, με άλλα λόγια, είναι πως τέτοια μυθιστορήματα πρέπει και αξίζει να διαβάζονται ως καθρέφτες εσωτερικών χαρακτηριστικών που κάθε πλάσμα που συναισθάνεται μπορεί -γνωρίζοντας τα ή όχι- να τα διαθέτει. Άλλωστε μέσα σε κάθε αρσενικό ενυπάρχει  το θηλυκό, όπως και εντός του θήλεος θα βρούμε το άρρεν.
Πέρα όμως από αυτό το γενικό όσο και κεντρικό χαρακτηριστικό -μα και πάντα κάτω από τη δικιά του σκιά-  το «Γράμματα στη  Χιονάτη» στέκεται και σε συγκεκριμένα θέματα όπως αυτά της μοναξιάς που μπορεί να φέρνουν μαζί τους το γήρας, η αρρώστια και ασφαλώς ο επικείμενος θάνατος. Αλλά ακόμα και στη λειτουργία της μνήμης, της επιστροφής σε κατακτήσεις που πάνω τους στήθηκε ο τρόπος σκέψης και ζωής και βέβαια στην βασική σχέση που συνδέει παιδί με γονιό.
Η ηρωίδα της Φακίνου δεν έχει όνομα γιατί επιστρέφει στην εποχή της ενδομήτριας ζωής της. Και το κορίτσι που θα το φέρει το χιόνι, με την απόλυτη λευκότητα του -χωρίς μνήμη, και λέξεις- θα προσπαθήσει να σχηματίσει το όνομα που περιγράφει την πλέον βασική σχέση -τη μητρότητα.
Επιστρέφουμε από εκεί που ξεκινήσαμε -αυτό είναι το τελικό συμπέρασμα που κρατά ο αναγνώστης του έργου.
Όπως σχεδόν σε όλα τα άλλα της έργα, έτσι και σε αυτό η γραφή της Φακίνου αν και απλή, καταφέρνει να σκάβει στη σκέψη, να φέρνει στο φως κρυμμένες αποχρώσεις ιδεών και συναισθημάτων, να περιγράφει με λεπτομέρειες το πως το άψυχο μπορεί να πάρει τη μορφή μιας έμψυχης κατάθεσης και τελικά να αφηγηθεί μια ιστορία που ακουμπά στο παραμύθι και είναι γαντζωμένη στην πραγματικότητα.


(bookpress 9/6/2020)