3.3.16

«Μανόλο, Μανολίτο και Μανουήλ» Ή Όταν ο συγγραφέας συναντά το παιδί που ήταν κάποτε…




Μικρός όταν ήμουνα υπήρχαν δυο ποιήματα που μου είχαν κεντρίσει ένα παράξενο συναίσθημα.
Κάτι ανάμεσα σε γαλήνη και φόβο. Αργότερα, πολύ αργότερα, θα συνειδητοποιούσα πως αυτό το απροσδόκητο μείγμα δυο τόσο αντιθετικών συναισθημάτων, μόνο η Τέχνη μπορεί να χαρίσει.
Ένα παιδί αισθάνεται πως ο κόσμος του όλος είναι το σπίτι του, οι γονείς του –ο πατέρας, η μητέρα του κυρίως. Η προστασία του πατέρα, η αγκαλιά της μάνας.
Εγώ μοναχοπαίδι ήμουνα. Λογικό να θεωρώ πως οι δυο γονείς μου  ήταν η αρχή και το τέλος του μικρού μου κόσμου.
Θεωρούσα… Όχι! Ένα μικρό παιδί δεν ξέρει από θεωρίες. Μόνο συναισθήματα κατανοεί… Προσπαθεί, πιο σωστά, να κατανοήσει.
Κι εκείνα τα δυο ποιήματα με σπρώχνανε προς κατανόηση αυτής της σχέσης που με έδενε με τον πατέρα και τη μητέρα του.
Το ένα ποίημα ήταν του Γεώργιου Ζαλοκώστα – ‘Ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει’
Κι εκείνοι οι στίχοι του…
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου...
Ένα το ΄χω, δεν μ΄ έμεινεν άλλο
σώσε μου το και πάρ΄ την ψυχή μου.
Α, πόσο με κάνανε από τη μια να τρέμω –μπορεί κι εγώ κάποια στιγμή να γίνω αυτό το άρρωστο παιδί;- κι από την άλλη με γαληνεύανε –η αγάπη της μητέρας ποτέ δε θα με εγκατέλειπε.
Κι έτσι μπορούσα να ανατριχιάζω καθώς αναλογιζόμουνα
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει;
Αλλά ήταν μια ανατριχίλα τόσο τρυφερή… Δυο στίχοι.
Το άλλο ποίημα, πάλι για ένα αποχωρισμό μιλούσε.
Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάννα, σα φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Αλλά τώρα τον χωρισμό τον αντιστρατευότανε μια υπόσχεση – Μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ!
Περάσανε πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως ο ποιητής αυτού του ποιήματος ήταν ο Γεώργιος Βιζυηνός. Αυτός ο πλέον ιδιότυπος από τους έλληνες πεζογράφους, ο τρελός των Γραμμάτων μας είχε γράψει σε στίχο την απόφαση κάθε ανθρώπου που αναζητά την μόνιμη σύνδεση με το πρόσωπο που λατρεύει -… μην κλαις, θα ξαναρθώ!
Όταν πια μεγάλος διάβασα όλο το έργο του Βιζυηνού, με την αυθαιρεσία που διακρίνει κάθε αναγνώστη, αποφάσισα να συνδέσω αυτό το ποίημα με ένα του  διήγημα –Το μόνο της ζωής του ταξείδιον.
Γιατί άραγε; Ποια υπόγεια σύνδεση ανακάλυπτα ανάμεσα σε ένα ποίημα που μιλά για μια μάνα και ένα γιο και σε ένα διήγημα που στηρίζεται στη σχέση ενός παππού με το εγγόνι του;
Μερικά πράγματα τα αφήνεις να υπάρχουν  μέσα σε ένα υποκειμενικό μυστήριο και περιμένεις την ώρα που από μόνα τους θα αποφασίσουν να φωτιστούνε.
Έτσι έγινε και μετά από πολλά πλέον χρόνια (ας μην με υποχρεώσετε να τα μετρήσω) βρέθηκε ένα πρωινό να κάθομαι στο γραφείο μου και να ξεκινώ ένα καινούργιο βιβλίο που στηριζότανε στη σχέση ενός παιδιού κι ενός ηλικιωμένου.
Και αυτή η σχέση να αποκτά ανταύγειες από εκείνο… Το μόνο της ζωής του ταξείδιον!
Υπόγειες διαδρομές.
Το παιδί που κάποτε ήμουνα και που έτρεμε τον αποχωρισμό από τη μάνα του, τώρα είχε για τα καλά ανδρωθεί, πλησίαζε το τέρμα του δρόμου του και στρεφότανε προς το πλάσμα  που είχε ξεκινήσει να βαδίζει τον δικό του νέο δρόμο και ζητούσε να του προσφέρει την εμπειρία του δικού  του μοναδικού ταξιδιού.
Οι αναγνώσεις μου –παιδικές και ενήλικες- γινόντουσαν εμπειρίες ζωής. Και το συγγραφικό μου Εγώ, ήρθε η ώρα να καταθέσει τον σεβασμό προς τον συγγραφέα που τον είχε διαμορφώσει.
Ανατριχιάζω. Οι δικοί μου ήρωες -ο Μανόλο και ο Μανολίτο- συναντήθηκαν με τον Γιωργάκη και τον πάππο του.
Ανατριχιάζω. Το παιδί – αναγνώστης και ο ηλικιωμένος συγγραφέας συναντιόνται κάτω από την ίδια ευλογημένη προστασία ενός μεγάλου δημιουργού.
Ο Βοριάς δεν παγώνει πια τα αρνάκια. Ο Αποχωρισμός καταργήθηκε.
Η Λογοτεχνία για μια ακόμα φορά έκαμε το θαύμα της.