18.4.19

Βασίλης Γκουρογιάννης «Αναψηλάφηση»




Ο Βασίλης Γκουρογιάννης (1951) έγραψε ένα βιβλίο για να σχολιάσει την εποχή που σφράγισε τη γενιά του.
Το νέο του αυτό μυθιστόρημα βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα από την περίοδο της χούντας και της μεταπολίτευσης  μέχρι και τις μέρες μας. Και αυτά όλα τα γεγονότα τα περιγράφει μέσα από τη ματιά του κεντρικού του ήρωα -ενός ηλικιωμένου, πλέον, φιλολόγου, που κατά τη διάρκεια της Χούντας και αφού είχε συλληφθεί για συμμετοχή του σε αντιστασιακή ομάδα και είχε βασανισθεί, στη συνέχεια  κατέφυγε στη Βαρκελώνη όπου και έζησε προσπαθώντας να ξεχάσει τα τραύματα που άφηνε πίσω του.
Αλλά τα 50 χρόνια απουσίας είναι πολλά και τον έχουν κάνει να αισθάνεται ως ένας άνθρωπος που δεν έχει που να πατήσει. Η Ισπανία ποτέ δεν έγινε η πατρίδα του και η Ελλάδα -στην οποία επιστρέφει- μοιάζει τόσο διαφορετική από εκείνη που είχε αφήσει.
Όλοι οι σύντροφοί του έχουν ή συμβιβαστεί με ένα μικροαστικό τρόπο ζωής ή έχουν υποταχτεί σε μια κούρσα κερδοσκοπίας ή και έχουν αφεθεί σε μια άνευ νοήματος αναπόληση ενός παρελθόντος που κανείς δεν του αναγνωρίζει την όποια ουσιαστική αξία.
Η χώρα όλη έχει αλλάξει. Και ο άνθρωπος αυτός -που πέρασε όλη του τη ζωή, ως φιλόλογος, χωμένος μέσα στη μητρική του γλώσσα- ανακαλύπτει πως ακόμα και αυτή ή ίδια η ελληνική γλώσσα που είχε διδαχτεί και είχε μάθει να χρησιμοποιεί, έχει αλλοιωθεί, έχει παραμορφωθεί… Μαζί με τους ανθρώπους και τα ήθη τους και η γλώσσα τους  ακολουθεί  μια πτωτική πορεία προσαρμογής σε περιπτωσιακές καταστάσεις .
Το μυθιστόρημα δομείται σε ολιγοσέλιδα, κατά το πλείστον, κεφάλαια που, με συνεχείς εναλλαγές, οδηγούν τον αναγνώστη από το χτες στο σήμερα. Κι έτσι με τρόπο που ακριβώς επειδή συνδέει αυτό που στο παρόν βιώνεται με ότι στο παρελθόν συνέβη, ο ήρωας ξεδιπλώνει με πειστικότητα τα πάθη του και ο ίδιος ο Γκουρογιάννης βρίσκει την ευκαιρία από τη μια με καίριες επισημάνσεις να στιγματίζει την πτώση, αλλά και από την άλλη με περιγραφές καθηλωτικές να αναστήσει τα βασανιστήρια και τους αρχιβασανιστές.
Θεωρώ πως είχε έρθει η εποχή να καταγραφεί στη ελληνική λογοτεχνία αυτή η εσωτερική σχέση της Επταετίας των Συνταγματαρχών με το  σήμερα μιας χώρας που σέρνεται μέσα στην καθημερινότητα μιας  παγκοσμιοποιημένης  οικονομικής αναλγησίας.
Ο Βασίλης Γκουρογιάννης ασφαλώς και δεν έδωσε τυχαία τον τίτλο «Αναψηλάφηση» στο μυθιστόρημά του. Θέλησε να ξαναδεί την Ιστορία κάτω από το φως των πλέον πρόσφατων στοιχείων. Η περίοδος της Χούντας και της όποιας αντίστασης προς αυτήν έχει πλέον διανύσει την μεγαλόστομη περίοδο της και χρειάζεται να φωτιστεί το πως από εκείνο το  ένα ιστορικό συμβάν φτάσαμε σε ένα άλλο* πως οι ιδεολογίες  αντικατασταθήκανε από τις ιδεοληψίες.
Ο Γκουρογιάννης ενώ περιγράφει με ενδελεχείς λεπτομέρειες την αυτό-αναψηλάφηση του ήρωα  του, την ίδια στιγμή κάνει μια ακόμα πιο τολμηρή κίνηση και φέρνει δίπλα του τον βασικό βασανιστή του και τον αφήνει να ξεδιπλώσει τον παρανοϊκό του λόγο που -όπως το βλέμμα του φιδιού μαγνητίζει το θύμα του- μπορεί να καταφέρνει, αν και νικήθηκε,  να επεμβαίνει στις αντιδράσεις των πάλαι ποτέ θυμάτων του, και να ευνουχίζει τις σκέψεις τους. Με άλλα λόγια διατυπωμένο – υπάρχουν πολλοί τρόποι να βασανίζουν οι λίγοι τους πολλούς και κάποιοι από αυτούς δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των επίσημων απαγορεύσεων.
Λέξεις όπως : δημοκρατία, ελευθερία, θεσμοί, δείχνουν να έχουν χάσει το αρχικό και βασικό τους περιεχόμενο. Και το κυριότερο δεν υπάρχει κανείς να το αναζητήσει.
Τα όνειρα έχουν διαψευσθεί, το πολίτευμα έχει μεταλλαχθεί, το αυθαίρετο επιβάλλεται και η ασυδοσία επιβραβεύεται. Η γλώσσα εκχυδαΐζεται. Εκείνοι που αντιστάθηκαν είναι έτοιμοι να καταθέσουν την όποια συνέχιση αντίδρασης. Το αδιέξοδο δεν είναι σημείο, αλλά κατάσταση.
Όλα αυτά θέλησε ο συγγραφέας του «Ασημόχορτο ανθίζει» και του «Κόκκινο στην πράσινη γραμμή» να τα μετατρέψει σε ένα μυθιστόρημα όπου κυριαρχεί η άψογη τεχνική αφήγησης και η διάθεση να δοθεί μια νέα πρόταση πολιτικού  μυθιστορήματος.


Πρώτη ανάρτηση:
https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/gkourogiannis-basilis-metaichmio-anapsilafisi-kontoleon

17.4.19

Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο


Μάνος Κοντολέων, Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο


  Το πήρα χαμπάρι με καθυστέρηση ενός μηνός, ότι από τις 3 έως 9 του Μάρτη ήταν η εβδομάδα «διάβασε ένα ebook». Η «Ανοικτή βιβλιοθήκη», συμμετέχοντας, έθετε στη διάθεση των αναγνωστών της διηγήματα, ενός συγγραφέα κάθε μέρα, τα οποία θα μπορούσαν να κατεβάσουν και να τα διαβάσουν. Εγώ, λάτρης του ηλεκτρονικού βιβλίου (έχω διαβάσει ένα σωρό στο tablet μου) αποφάσισα να συμμετάσχω αναδρομικά, διαβάζοντας τα διηγήματα τεσσάρων συγγραφέων, οι οποίοι με ενδιέφεραν.
  Ο πρώτος συγγραφέας ήταν ο Τουργκένιεφ με το διήγημά του «Ο σκύλος». Σειρά είχε ο Τολστόι με το διήγημά του «Οι τελευταίες στιγμές ενός κατάδικου». Στη συνέχεια ο Ροΐδης, με δυο διηγήματα, «Η ιστορία ενός σκύλου» και «Η ιστορία μιας γάτας». Και τέλος ο Μάνος Κοντολέων με την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1982.
  Ξεκινάω ανορθόδοξα παραθέτοντας δυο αποσπάσματα από ένα κείμενο οιονεί εισαγωγή.
  «…και χαρακτηρίζουν τις συγγραφικές του εμμονές».
  Πρόσφατα έγραψα για την τελευταία ταινία της Naomi Kawase «Κάθε χίλια χρόνια» ότι «Τελικά με την Kawase διαπιστώνω ακόμη μια φορά ότι πάρα πολλοί σκηνοθέτες έχουν τις θεματικές και/ή υφολογικές εμμονές τους. Η εμμονή της Kawase είναι κυρίως υφολογική, και οι ερωτικές της ιστορίες είναι απλά το στημόνι για να υφάνει τον υφολογικό της καμβά». Για τις συγγραφικές εμμονές του Μάνου Κοντολέοντα θα έλεγα ότι είναι θεματικές και υφολογικές.
  Για τις θεματικές του εμμονές διαβάζουμε (ίσως το γράφει ο ίδιος) ότι «Τα κείμενα της συλλογής δημιουργούν μικρά πορτραίτα ανθρώπων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, μέσα στα όρια μιας αστικής περιοχής…». Αυτό που δεν γράφει είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι μοναξιασμένοι, ότι ζουν μια περιφερειακή και δυστυχισμένη ζωή. Όσο για τις υφολογικές, αυτό που παρατηρούμε είναι η «παραμυθική» αφήγηση στην οποία ο διάλογος σπανίζει, όπως και τα λογοτεχνικά μπιχλιμπίδια που βλέπουμε σε άλλα πεζογραφήματα.
  Στο πρώτο διήγημα «Εγώ κι εκείνος ή εκείνος κι εγώ» βλέπουμε τον μοναξιασμένο ήρωα για τον οποίο λέει ο τριτοπρόσωπος αφηγητής ότι «Η δική του ζωή ήταν ολάκερη μια υποταγή με ασφυχτικά, οδυνηρά, επώδυνα “δεν”. Δε χόρτασε, δε σπατάλησε, δεν τόλμησε, δεν αγάπησε, δεν ερωτεύτηκε, δεν έκανε έρωτα, δε γάμησε-ούτε καν αυτό». Αντιστικτικά έχουμε τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή με τις κατακτήσεις του και την ειρωνεία του, στην οποία σιγοντάρει και η συνάδελφός τους στη δουλειά.
  Στο διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή ο ήρωάς μας δεν είναι μόνος, όμως νιώθει εξίσου μοναξιασμένος μέσα στην οικογένειά του. Θυμάται ευτυχισμένες στιγμές των πρώτων ερώτων με τη γυναίκα του. Τώρα η σιδερώστρα και η τηλεόραση είναι τα κύρια αξεσουάρ της οικογενειακής του «ευτυχίας».
  Στο «Όσα ξέρει ο νοικοκύρης» η εγκαταλειμμένη εδώ και χρόνια από το σύζυγό της γυναίκα μιλάει για τη ζωή της και κυρίως για το γιο της που είναι ομοφυλόφιλος. Δεν την πειράζει, ένας άντρας στο σπίτι (το γιο της προφανώς δεν τον θεωρεί για άντρα) είναι μια ασφάλεια, προσφέρει μια προστασία. Και όταν πηγαίνουν διακοπές, το τρίο είναι πάντα μαζί.
  «Οι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια δεν έχουν φύλο». «Μοιάζουν με τους αγγέλους. Το ίδιο κι αυτοί, μήτε αρσενικοί είναι, μήτε θηλυκοί…Κανείς δεν τις προσέχει, κι αυτές σε κανένα δε δίνουν σημασία». Κάποτε, στα νιάτα τους, η ζωή τους ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Όμως η βιοπάλη συνέτριψε τους συζύγους, και αυτές εκλιπαρούσαν για μια θέση στα δημόσια ουρητήρια.
  Υπάρχουν άραγε ακόμη; Στην Ιεράπετρα, στη θέση των ουρητηρίων που το επόπτευαν η κουτσο-Μαρία με την κόρη της κτίσθηκε το δημαρχείο, που τώρα πια στεγάζει μόνο κάποιες υπηρεσίες του. Τι να έγιναν άραγε; Θα ζει τουλάχιστον η κόρη; Είχαν και ένα γλάρο συντροφιά. Τι μου θύμισες, Μάνο Κοντολέων.
  «Πάμε να φάμε σήμερα στο Καβούρι;».
  Απηυδισμένος από τη δουλειά στο γραφείο το θεωρεί σαν απόδραση, σαν διαφυγή από το ζοφερό περιβάλλον της εργασίας, όμως κανείς δεν φαίνεται να συγκινείται από την πρότασή του, ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Ακόμη και εκείνος που βρίσκεται τυχαία δίπλα του στο φανάρι, στον οποίο απευθύνει απελπισμένα την ίδια ερώτηση.
  «Έτσι…».
  Στην πραγματικότητα το διήγημα θα έπρεπε να τιτλοφορείται «Έξω». «Έξω!» λέει στα πεθερικά του, στα αδέλφια του, στους γονείς του. Έδιωξε και τη γυναίκα του. Στο τέλος έδιωξε και τα παιδιά του. Ο Κοντολέων δεν μας λέει, σε αυτό το σύντομο διήγημα, αν κατάφερε να διώξει και το νοσοκομειακό από το Δρομοκαΐτειο. 
   «Με την ευκαιρία της άφιξης της θείας από το Λος Άντζελες, ή το ανάποδο».
   Για να είμαι ειλικρινής αυτό το ανάποδο δεν το κατάλαβα. Και κανείς δεν ένοιωθε δυστυχισμένος με την άφιξή της, ούτε κατά την τελετή του αποχαιρετισμού στα «Εφτά αδέλφια». Μόνο ο αφηγητής, μικρό παιδί, νομίζει ότι νιώθει τη στενοχώρια της μητέρας του, κοντή και καθόλου όμορφη, ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναικάρες τις μικρασιάτισσες. Και ένας που τη χόρεψε, νόμισε ότι το έκανε από οίκτο. Το κατάλαβε και ο ίδιος ότι ήταν υπερβολικός, γιατί το διήγημα τελειώνει: «Καλά! Βλακείες, ανοησίες, χαζομάρες! Ήθελα να ’ξερα [«ήθελα και να κάτεχα» λέμε στην Κρήτη, θυμήθηκα τώρα] μέχρι πότε θα μένω έτσι παιδί! Έτσι ανήλικος! Φαντασιόπληχτος! Έτσι μαλάκας! Μέχρι πότε – γαμώ το! Μέχρι πότε!». Και, στην ηλικία του αφηγητή, θυμάμαι πόσο ζήλεψα που η μητέρα μου χόρεψε με κάποιον πολύ μικρότερό της στον αρραβώνα της Μαρικούλας, μιας γειτόνισσας. 
  «Η εφηβεία της… τα νιάτα της… τόσα χρόνια μοναξιάς». Ο λόγος για μια δασκάλα σε ένα διήγημα με ένα τίτλο μακρινάρι που βαριέμαι να τον γράψω. Δύσκολη η ζωή του εκπαιδευτικού, είτε είναι δάσκαλος είτε είναι καθηγητής.
  Μου το είπε η συναδέλφισσα η Ζοζεφίνα, που το έλεγε κάποια δασκάλα. «Όταν είμασταν μαθητές, μας πήδαγαν οι δάσκαλοί μας [εγώ έφαγα άγριο ξύλο από τον συγχωρεμένο τον Κατσιδονιώτη, δάσκαλο, και τον επίσης συγχωρεμένο Μιχαλάκη, μαθηματικό]. Τώρα που είμαστε δάσκαλοι μας πηδάνε οι μαθητές μας [μην τολμήσεις και αγγίξεις μαθητή, θα καθίσεις στο σκαμνί του κατηγορουμένου]. Καλά, εμείς πότε θα πηδήξουμε;
  Στην άλλη ζωή ίσως, μπορεί να έχει και ο Παράδεισος σχολεία, αν είμαστε εννοείται από τους τυχερούς.
  Το διήγημα αυτό έχει ενδιαφέρον γιατί κάποια στιγμή μιλάει ο ίδιος ο συγγραφέας, όχι σαν αφηγητής πια, για τον εαυτό του. «Τελικά αποφάσισα να την κάνω δασκάλα. Έτσι, αυθαίρετα! Μια αυθαιρεσία απόλυτα-νομίζω-δικαιολογημένη σ’ ένα συγγραφέα. Κάτι τέτοιες αυθαιρεσίες με κάνουν να αισθάνομαι – όταν γράφω – πως είμαι ένας μικρός θεός, ένας πλάστης συγκεκριμένων ανθρώπων». Εγώ πάλι, σαν κριτικός, νοιώθω σαν ένας δικαστής πάνω στην έδρα που κρίνει αν ένα έργο αν είναι καλό ή κακό. Εν τάξει, τον κακό συγγραφέα/σκηνοθέτη δεν τον στέλνω και στη φυλακή. 
  Να και ένας σύντομος τίτλος, «Η εκδρομή».
  «Μέσα στη θάλασσα με 40 παιδιά κι ένα νέο, άπειρο δάσκαλο. Ναι, αυτό ήταν! Η ευθύνη». Δεν ξέχασα ποτέ τις σαράντα τόσες μαθήτριες που πνίγηκαν στην Κρήτη, δεν είχα διορισθεί ακόμη, και γι’ αυτό μόνο σε μονοήμερες εκδρομές συμμετείχα.
  Το ειδύλλιο προσημαίνεται, χωρίς να δηλώνεται με σαφήνεια, με τον νεαρό καθηγητή. 
  Στο επόμενο διήγημα ο αφηγητής ξεκινάει με τη λαχτάρα που είχε από μικρός να αποκτήσει ένα σκυλί [εγώ ποτέ]. Αυτό το σκυλί ήταν η αιτία να χάσει την αρραβωνιαστικιά του. Με ένα σκυλί, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, δεν ξέρεις ποτέ τι σου ξημερώνει.
  Και η «Φανή» επίσης θυμάται τα νιάτα της, τους έρωτές της. Έχουν περάσει σαράντα χρόνια, το κορμί της πλαδάρεψε. Άθλια γερατειά!!!
  «Πώς και γιατί δεν έγραψα ένα διήγημα».
  Σκέφτηκα να γράψω ένα διήγημα με ηρωίδα μια πόρνη… Μα αγνοώ το θέμα, δεν έχω πια προσωπική εμπειρία. Έχω να πατήσω το πόδι μου σε οίκο ανοχής από τον καιρό που ήμουνα έφηβος, κοντεύουν-τι κοντεύουν!-περάσανε είκοσι χρόνια από τότε. Υποθέτω πως τα πράγματα θα έχουν διαφοροποιηθεί».
  Δεν έχω διαβάσει άλλο έργο του Κοντολέοντα, ίσως τελικά να έγραψε αυτό το διήγημα και να βρίσκεται σε άλλη συλλογή.
  Όμως μπορεί και όχι. «Μα για την ηλικία μου, για τη φήμη μου, για την οικογενειακή και κοινωνική μου θέση, μια τέτοια απόπειρα εισόδου θα είναι μια πολύ, μα πολύ παράτολμη πράξη».
  Πρωτοκλασάτος συγγραφέας, ναι, θα ήταν μια πολύ, μα πολύ παράτολμη πράξη.
  «Τα στερνά», ένα διήγημα που δημοσιεύτηκε σε συλλογικό τόμο το 1969 από τις εκδόσεις «Κάλβος», δίνει το στίγμα των διηγημάτων αυτής της συλλογής, ίσως και των μεταγενέστερων έργων του Κοντολέοντα. Η έφηβη γεμάτη αισιοδοξία για το μέλλον, ο συμβιβασμός για ένα γάμο που δεν ήταν ακριβώς αυτός που ονειρευόταν, και στο τέλος η ματαίωσή του λόγω ενός ατυχήματος και της μικρής προίκας, μια τυπική ιστορία για πολλές κοπέλες, αλλά και πολλούς άνδρες.
  Ποια είναι η «Χίμαιρα»;
  Το να αντιστρατεύεσαι τις εξελίξεις. Κάποιοι έτριβαν τα χέρια τους δίνοντας το παλιόσπιτό τους για αντιπαροχή, άλλοι όμως ήσαν εντελώς απρόθυμοι, καθώς ήταν δεμένο με τις αναμνήσεις τους. Το ίδιο και η ηρωίδα του Κοντολέοντα. Το ίδιο και μια φίλη μου. Και αρκετοί άλλοι, φαντάζομαι. «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Χαμένος κάθε χρόνος που είναι πια παρελθόν. Το να τον αναζητάς είναι μια χίμαιρα. Ή μήπως όχι;
  Πολύ μου άρεσαν τα διηγήματα αυτά του Μάνου Παντολέοντα (πήγα να το διορθώσω αλλά το μετάνιωσα. Ας μείνει σαν ανάμνηση του συγχωρεμένου Βαγγέλη Παντολέοντα, πολύ καλού συνάδελφου, επίσης φιλόλογου, στο 61ο λύκειο στην Γκράβα όπου υπηρέτησα για έξι ολόκληρα χρόνια). 

Αναρτήθηκε από Babis Dermitzakis στις Sunday, April 14, 2019
https://hdermi.blogspot.com/2019/04/blog-post_14.html?fbclid=IwAR2eR48NiI_cbHAwqxvFF4ZunGU96uKKaW0jOVZgafioYydDHETzMHzwhxk

4.4.19

Χριστίνα Φραγκεσκάκη: «Υπόγεια εκδρομή»

Τα βιβλία γνώσης για παιδιά αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία της εκδοτικής παρουσίας, που δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής γνώσεων σε άτομα μικρών ηλικιών. Στην ουσία, πρόκειται για βιβλία που προσφέρουν τη γνώση, αλλά με τη διάθεση αυτή η προσφορά να γίνεται με ελκυστικό όσο και τεκμηριωμένο μα καθόλου ακαδημαϊκό τρόπο. Κατηγορία βιβλίων που παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθηση τα τελευταία χρόνια και η οποία καταθέτει μια απρόσμενη αντίθεση ως προς την κυρίαρχη τάση των αντίστοιχων ετών, έτσι όπως τη βλέπουμε αυτήν να καθορίζει το περιεχόμενο των λογοτεχνικών κειμένων για παιδιά.
Ενώ οι ιστορίες για παιδιά (σε έναν τουλάχιστον βαθμό) ολοένα και γέρνουν προς έναν νεοδιδακτισμό, τα βιβλία γνώσεων ολοένα και πιο έντονα αναζητούν το όποιο περιεχόμενό τους να το προσφέρουν απαλλαγμένο από έναν στείρο διδακτισμό. Αυτό το επιτυγχάνουν από τη μια με καταγραφές της πληροφορίας άλλοτε με τρόπο απλό κι άλλοτε με τρόπο σαφώς λογοτεχνικό και από την άλλη με την υποστήριξη ενός ιδιαιτέρως αισθητικά αναπτυγμένου layout των σελίδων, όπου ή εικονογραφήσεις ή φωτογραφίες προσφέρουν μαζί με την τεκμηρίωση και μια αισθητική αγωγή. Το φαινόμενο σαφώς ερμηνεύεται από την ολοένα και πιο έντονη ανάπτυξη της τεχνολογίας, αλλά και με την επίσης έντονη διάθεση εικονογράφων μας να επιβεβαιώσουν την εποικοδομητική συνύπαρξη του ταλέντου τους με τις καλές, εξειδικευμένες σπουδές τους.

Αν θέλουμε με έναν άλλο τρόπο να ερμηνεύσουμε αυτό το φαινόμενο διαφοροποίησης μεταξύ βιβλίων αφήγησης και εκείνων της γνώσης, μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι εικαστικοί είναι περισσότερο ικανοί να επιβάλουν την ελευθερία της Τέχνης τους στους εκπαιδευτικούς, απ’ ό,τι οι συγγραφείς έχουν τη διάθεση να εκφράσουν μια αντίστοιχη ανεξαρτητοποίηση. Περίεργο –εκ πρώτης όψεως– κάτι τέτοιο, αλλά πάντα η Τέχνη του Λόγου όσο κι αν προχωρεί σε βαθύτερους προβληματισμούς, σε σχέση με τις Εικαστικές Τέχνες, παραμένει περισσότερο εξαρτημένη από μια διστακτική έως και συντηρητική στάση απέναντι σε άτομα νεαρής ηλικίας.

Σκέψεις όλα τα παραπάνω, που δημιουργήθηκαν από την ανάγνωση του βιβλίου Υπόγεια εκδρομή της Χριστίνας Φραγκεσκάκη.

Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη θεωρώ πως είναι μια ιδιότυπη παρουσία στον χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά. Κι όχι μόνο γιατί και λογοτεχνία ενηλίκων έχει γράψει, αλλά κυρίως γιατί ακόμα και τα πλέον «παιδικά» κείμενά της τα διακρίνει μια γνήσια λογοτεχνική ταυτότητα, έτσι ώστε με έναν δικό της τρόπο –θα τον χαρακτήριζα «ποιητική πρόζα»– να γεφυρώνει τις λογοτεχνικές αφηγήσεις ως προς το αν απευθύνονται σε μικρούς ή μεγάλους αναγνώστες.

Αυτό συμβαίνει και σε τούτο το βιβλίο – σαφώς βιβλίο γνώσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η παροχή πληροφοριών έχει να κάνει με το ποια εικαστικά έργα μπορεί κανείς (μικρός αλλά και μεγάλος) να δει σε 19 στάσεις του μετρό της Αθήνας. Η ιδέα είναι πρωτότυπη, καθώς έρχεται να τεκμηριώσει την ύπαρξη καλλιτεχνημάτων που στο σύνολό τους, τουλάχιστον, δεν είναι στους περισσότερους χρήστες του μετρό γνωστά.

Η Φραγκεσκάκη δημιουργεί με αχνό, ποιητικό τρόπο μια λογοτεχνική ηρωίδα –τη μικρή Νεφέλη– και της χαρίζει τη συντροφιά μιας λέξης – «Έλα». Λέξη μελωδική και φιλική. Λέξη που προσκαλεί, σε αυτή τη διαδρομή από τη μια στάση στην άλλη, τον αναγνώστη (επαναλαμβάνω, μικρό και μεγάλο) να γνωρίσει τα έργα που κοσμούν τις υπόγειες στάσεις, αλλά παράλληλα και να ενημερωθεί για την ιστορία όσων έχουν συμβεί ή και συμβαίνουν στην επιφάνεια.
Και για μια ακόμα φορά η Φραγκεσκάκη αδιαφορεί για προκαθορισμένες τεχνικές αφήγησης και αναζητά τον προσωπικό της τρόπο έκφρασης. Και να πώς αμέσως κιόλας –από την πρώτη τη σελίδα– ξεκινά:

Και ξαφνικά σηκώνεται αεράκι, τι αεράκι δηλαδή, αέρας δυνατός, βοριάς, κι αρχίζουν οι σελίδες του βιβλίου να γυρίζουν, να γυρίζουν, να φεύγουν από τα δάχτυλα της Νεφέλης, να γυρίζουν και να μη σταματούν. Και δε φτάνει αυτό, τώρα οι λέξεις σαλεύουν, έτοιμες είναι να πέσουν, δεν πέφτουν όμως, ισορροπούν και χορεύουν, ναι, καλά ακούσατε, χορεύουν και τραμπαλίζονται. Τα γράμματα ξεκολλούν από τις λέξεις τους, σηκώνονται, ελαφροζυγίζονται, δίνουν μια κι αρχίζουν να πετούν!

Το όλο εγχείρημα ολοκληρώνεται με μια σειρά παιχνιδιών δράσης (υπεύθυνη για αυτά η Καλλιόπη Κύρδη), τα οποία όμως δεν έχουν τη συνηθισμένη, σε τέτοιου είδους συμπληρώματα μιας ιστορίας, απλοϊκή ή και απλοποιημένη μορφή κουίζ πολλαπλών απαντήσεων, αλλά είναι προεκτάσεις της περιγραφόμενης εκδρομής του λογοτεχνικού κειμένου και, βέβαια, η εικονογράφησή τους απόλυτα έχει εναρμονιστεί με το όλο κλίμα και ύφος των σελίδων που έχουν προηγηθεί.

Αλλά όλα τούτα αποκτούν μια εξαίσια εκδοτική παρουσία από τις εικόνες της Ευαγγελίας Γουτιάνου. Εικόνες που καταφέρνουν να συνδυάσουν με εικαστική ελευθερία χρώμα, σχέδια και φωτογραφίες σε ένα τελικό αποτέλεσμα όπου, χωρίς να προδίδεται η αντικειμενικότητα της πληροφορίας, παράλληλα προσφέρεται και η ευκαιρία να πιστέψει ο αναγνώστης (σε αυτή την περίπτωση, κυρίως ο μεγάλος) πως εντέλει η Αθήνα διαθέτει κάποιες ομορφιές, κάποια κρυφά σημεία όπου η πεζή καθημερινότητα στολίζεται με στάσεις εικαστικής αισθητικής.

frageskΜια ακόμα άψογη έκδοση του Καλειδοσκόπιου, που ίσως κάποιοι να τη θεωρήσουν «δύσκολη» για παιδιά. Θα είναι εκείνοι που ξεχνούν πως η αληθινά ουσιαστική γνώση είναι αυτή που τελικά οδηγεί στην καλλιέργεια πνεύματος και συναισθημάτων. Και πως κάτι τέτοιο θα το δούμε να ανθίζει όχι την επόμενη μέρα, μα σε βάθος χρόνου και με συνεχή υπονόμευση του φθηνού και του εύκολου.


Ισμήνη Χ. Μπάρακλη «Το χελιδόνι του Βορρά»





Το μυθιστόρημα «Το χελιδόνι του Βορρά» είναι  το πέμπτο μυθιστόρημα (έχει ακόμα γράψει και τρία παιδικά) της Ισμήνης Χ. Μπάρακλη.
Αλλά είναι το πρώτο που εγώ διάβασα. Και που αμέσως θέλησα να γράψω γι’ αυτό μιας και νομίζω πως πέρα από την ίδια την δική του μυθιστορηματική οντότητα, φέρνει στην επιφάνεια και ένα ακόμα ζήτημα που συνέχεια πλανάται στο χώρο αναγνωστών και κριτικών, αλλά που κανείς δε θέλει να αναφερθεί  σε αυτό ξεκάθαρα.
Αλλά ας δούμε πρώτα το ίδιο το έργο όπως και την έως τώρα εκδοτική παρουσία της Μπάρακλη.
Τα προηγούμενα βιβλία της, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που θα βρει κανείς στη βάση της Βιβλιονέτ, πρέπει να τα διακρίνει μια ματιά που αν και αφορά τις εμπειρίες γυναικών, μάλλον ξεφεύγουν από το να περιγράψουν γεγονότα και σκέψεις κοντινές με το είδος εκείνο που χαρακτηρίζει την κλασική ηρωίδα ενός ‘γυναικείου’ μυθιστορήματος.
Έτσι, μπορώ να θεωρήσω πως και το κεντρικό πρόσωπο σε αυτό το μυθιστόρημα, η Δάφνη, με την ανεξάρτητη ιδιοσυγκρασία της, το πείσμα της και την κοινωνική της τόλμη αποτελεί μια ακόμα έκφραση μυθιστορηματικής περσόνας του κόσμου της συγκεκριμένης συγγραφέα.
Υποθέτω, λοιπόν – και πάνω σε αυτή την υπόθεση στήριξα την ανάγνωσή μου- πως η Ισμήνη Μπάρακλη έχει μια σταθερή συγγραφική ταυτότητα τόσο στη σύλληψη της ιδέας του κάθε έργου της, όσο και στην εκτέλεση του που θα ακολουθήσει.
Στο τελευταίο αυτό μυθιστόρημα το κεντρικό πρόσωπο μπορεί και πάλι να είναι μια γυναίκα, αλλά η ζωή της άμεσα καθορίζεται από δύο άνδρες, ηλικιακά μεγαλύτερούς της. Από τον πατέρα της και από τον πιο στενό του φίλο. Στην ουσία έχουμε τρεις πρωταγωνιστές που ο καθένας τους εμπλέκεται στις ζωές των άλλων.
Η εξιστόρηση -ο λεγόμενος μυθιστορηματικός χρόνος- ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα και τελειώνει καθώς στο προσκήνιο έρχεται ο 21ος.  Αυτή η εξιστόρηση δε γίνεται με τρόπο γραμμικό. Το όλο μυθιστόρημα είναι δομημένο σε μάλλον ολιγοσέλιδα κεφάλαια που οδηγούν τον αναγνώστη άλλοτε προς τα εμπρός, άλλοτε προς τα πίσω. Άλλοτε εστιάζονται στον ένα από τα τρία κεντρικά πρόσωπα, άλλοτε σε κάποιο άλλο.
Δεν είναι εύκολο να προσπαθήσει κάποιος να συνθέσει μια περίληψη της υπόθεσης του έργου. Τα γεγονότα είναι πολλά, οι τρεις κεντρικοί ήρωες διεκδικούν ο καθένας το δικό του μερίδιο. Κι άλλωστε ενώ τα όσα διαδραματίζονται κρατούν σε αδιάκοπη εγρήγορση το ενδιαφέρον του αναγνώστη -κάποια, μάλιστα, από αυτά είναι ιδιαιτέρως έντονα-  τελικά οι ζωές αυτών των ανθρώπων δεν ξεφεύγουν από εκείνες των απλών ‘δικών’ μας,  συναρμολογούνται  από τα πάθη εκείνα  που η Ιστορία δε θα γράψει γι αυτά,  μιας και πάνω τους η ίδια απλώνει τις ρίζες της.
Με αυτόν τον τρόπο φανερώνεται η τάση της Μπάρακλη να αναζητά τις επεμβάσεις από τη μια της μοίρας και από την άλλη τις ατομικές ευθύνες του κάθε ανθρώπου ως προς τη διαμόρφωση της δικιάς του ζωής. Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα δηλώνουν τη δυναμική τους, αλλά όλο το έργο θα το αδικούσε κάποιος αν το χαρακτήριζε ως ιστορικό. Περιλαμβάνει τις  καταγραφές των ζωών απλών ανθρώπων που βρεθήκανε μέσα στο ρου της Ιστορίας.
Ανήκει με άλλα λόγια στο είδος εκείνο των λογοτεχνικών συνθέσεων, και που προσωπικά θα τα χαρακτήριζα «αφηγηματική λογοτεχνία», δηλαδή στην κατηγορία εκείνη των λογοτεχνικών κειμένων που θέλουν (και καλά γνωρίζουν να το εκτελούν) να αφηγηθούνε τις πράξεις πρωτίστως και δευτερευόντως τις σκέψεις.
Νομίζω πως αυτή ακριβώς είναι και η ταυτότητα των έργων της κλασικής λογοτεχνίας, μόνο που στην περίπτωση της Μπάρακλη, τα συνεχή forward και rewind προσφέρουν ένα ιδιαίτερο φωτισμό του αίτιου και του αιτιατού, δίνουν μεγαλύτερο βάρος στα συναισθήματα, αλλά  και απαιτούν μια συνεχή εγρήγορση εκ μέρους του αναγνώστη.
Αληθινά ενδιαφέρον μυθιστόρημα που προσωπικά μου σύστησε μια συγγραφέα που θα θελήσω να την παρακολουθήσω και στο μέλλον.
Αλλά την ίδια στιγμή και καθώς έφτανα στην τελευταία σελίδα, μου δημιουργήθηκε η διάθεση να θέσω ένα ζήτημα που όπως και πιο πριν ανέφερα συνέχεια πλανάται στο χώρο αναγνωστών και κριτικών, αλλά που κανείς δε θέλει να αναφερθεί σε αυτό ξεκάθαρα.
Έχει να κάνει με τη συχνά άδικη και ανερμάτιστη κατηγοριοποίηση κάποιων έργων -κυρίως, αν όχι και μόνο, μυθιστορημάτων- που για διαφόρους λόγους αποκτούν -χωρίς πρώτα να αναγνωστούν- το στίγμα άλλοτε του «ποιοτικού έργου»  κι άλλοτε εκείνο της «ελαφράς λογοτεχνίας».

Ισμήνη Χ. Μπάρακλη

Είναι γεγονός πως πάμπολλα πλέον είναι το μυθιστορήματα που εκδίδονται, όπως επίσης είναι γεγονός πως η πλήρης ανάπτυξη του διαδικτύου έχει πάρει την απόλυτη εξουσία ενημέρωσης από τα χέρια των καθιερωμένων κριτικών του έντυπου τύπου, όπως επίσης και από την επικράτεια των έγκυρων βιβλιοφιλικών ιστοσελίδων. Αλλά την ώρα που η απόλυτη ισχύς των ολίγων τραυματίζεται, την ίδια ώρα αναπτύσσεται και μια ανεξέλεγκτη κατάθεση απόψεων από ανθρώπους που έχουν αποφασίσει να κρίνουν τα λογοτεχνικά έργα σύμφωνα με το δόγμα ‘Μου αρέσει – Δε μου αρέσει’ και τις κρίσεις τους αυτές μπορούν να βρούνε φιλόξενους διαδικτυακούς χώρους να τις αναρτήσουν.
Έχω την αίσθηση πως ανάμεσα στους συντάκτες των δυο πρώτων  κατηγοριών και της τρίτης δεν υπάρχει -ίσως και μην μπορούσε να υπάρξει- επικοινωνία και πόσο μάλλον ταύτιση απόψεων.
Αλλά και την ίδια στιγμή, στον ευρύτερο εκδοτικό χώρο αυτό το ‘ρήγμα’ αποτελεί ένα είδος διαμόρφωσης επιχειρηματικού σχεδιασμού και εμπορικής  εκμετάλλευσης.
Υπάρχουν εκδότες που επιλέγουν τα προς έκδοση βιβλία σύμφωνα με το προφίλ που ήδη οι συγγραφείς τους έχουν δημιουργήσει ή προσφέρονται να δημιουργήσουν* υπάρχουν ακόμα και βιβλιοπωλεία που αποφεύγουν να έχουν στα ράφια τους βιβλία που θα μπορούσε το βασικό κοινό τους να τα χαρακτηρίσει ‘εμπορικά’ ή αντίστοιχα ‘δύσκολα’.
Ασφαλώς δικαίωμα κάθε επιχείρησης να επιλέξει τον τρόπο λειτουργίας της, αλλά κατά πόσο έχει το ηθικό δικαίωμα ένας κριτικός με εμπειρία και θέληση να διαμορφώσει ένα πλουραλισμό στις επιλογές όσων τον διαβάζουν, να επιλέγει -σχεδόν αβασάνιστα- τα προτεινόμενα από αυτόν έργα με βάση όχι την ίδια τους την ποιοτική κλπ. οντότητα, αλλά εξωτερικά στοιχεία;
Θέμα, θεωρώ, μεγάλο και το οποίο διαμορφώνει μια αρρωστημένη κατάσταση στο χώρο γενικότερα του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου και επηρεάζει αρνητικά όλους όσους εμπλεκόμαστε σε μια διαδικασία συγγραφής, έκδοσης, ανάγνωσης και κριτικής. Απλώς το έθεσα και ασφαλώς δεν θεωρώ πως ολοκληρώθηκε ο προβληματισμός του.
Επιστρέφω τώρα στο «Το χελιδόνι του Βορρά», για να τονίσω πως σου κρατά το ενδιαφέρον, πως διαθέτει μια αντικειμενική θεώρηση των ιστορικών γεγονότων, πως η δημιουργός του το έχει προικίσει με έντονους χαρακτήρες και το έγραψε με μια στιβαρή γλώσσα. Αλλά ας μου επιτραπεί επίσης να εκφράσω την διαφωνία μου με το εξώφυλλο. Δεν θέλω να σχολιάσω την αισθητική του (άλλωστε αυτό δεν ήταν που με ενόχλησε). Αναφέρομαι στο ύφος του -τόσο τρυφερό για να καλύψει τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα και που η Ισμήνη Μπάρακλη τα επέλεξε για να μας πει πως σημάδεψαν και τις ζωές εκείνων που πάνω τους στήριξε το συγκεκριμένο έργο της.