19.6.13

Για τα γενέθλια μιας μεγάλης παρουσίας στο χώρο της παιδικής -και όχι μόνο- λογοτεχνίας

Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη: μια χειμαρρώδης και ακούραστη δημιουργός



γράφει η Λότη Πέτροβιτς  
Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη ανήκει στα πρόσωπα που, όταν τα συναντήσεις μια φορά, δεν τα ξεχνάς ποτέ. Χειμαρρώδης, ανήσυχη, εκδηλωτική, φιλική, γενναιόδωρη, με μια ιδιαίτερη αίσθηση χιούμορ κι έτοιμη πάντα για δράση, τραβά την προσοχή και γίνεται το κέντρο του ενδιαφέροντος σε κάθε είδους σύναξη, επαγγελματική συνάντηση ή κοινωνικό γεγονός, όπου τυχαίνει να είναι παρούσα.
     Το ίδιο συμβαίνει και με τα βιβλία της. Ανήκουν κι αυτά στα λογοτεχνήματα που όταν τα διαβάσεις μια φορά, δεν τα ξεχνάς ποτέ, είτε σε ενηλίκους απευθύνονται, είτε σε παιδιά. Γιατί το ίδιο χειμαρρώδης, ανήσυχη, φιλική και γενναιόδωρη είναι και ως συγγραφέας η Γαλάτεια. ΄Ετσι τα βιβλία της έχουν πάντα κάτι το ουσιαστικό, το βαθύτερο, το σημαντικό να σου πουν και να σε συναρπάσουν, και μαζί μ’ αυτό βρίσκουν τρόπο να σου μιλήσουν με θέρμη για την Ελλάδα και την ιστορία της ή να σε φέρουν σ’ επαφή με την Ορθοδοξία, πάντα με τα νόμιμα μέσα της Τέχνης.
     Απ’ όλα τα παραπάνω, να σταθώ σε κείνο το «γενναιόδωρη». Η Γαλάτεια, έχει «αγαπητική» σχέση με τους αναγνώστες της. Γράφει από έγνοια γι’ αυτούς κι από αγάπη, μια αγάπη ατέλειωτη – το δηλώνει αυτό άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου της Τέλος δεν έχει η αγάπη. Προσφέρει λοιπόν απλόχερα πνευματική τροφή, ανοίγει ορίζοντες, προβληματίζει και ταυτόχρονα δίνει ένα κομμάτι από την ψυχή της για να πετύχει ένα τίμιο και γόνιμο «δούναι και λαβείν», μια γνήσια επικοινωνία με τον αποδέκτη του έργου της. Ευλογήθηκε με το «δώρημα» το απαραίτητο γι’ αυτή τη δουλειά, το ταλέντο του συγγραφέα, και δεν το εκμεταλλεύτηκε ποτέ για να κολακέψει ή να προσελκύσει το πλατύ και συχνά ανίδεο αναγνωστικό κοινό των ενηλίκων με θέματα δήθεν πρωτοποριακά, δήθεν ανατρεπτικά, δήθεν τολμηρά. Δεν το ξόδεψε ποτέ χωρίς περίσκεψη απλά για να εντυπωσιάσει, ή φιλάρεσκα για να περιγράψει τα του εαυτού της, σε παιδικά και νεανικά βιβλία.
΄Οταν κάποτε ρωτήθηκε γιατί γράφει για παιδιά, απάντησε:«Γιατί εμένα με νοιάζει να ζήσουμε σ’ ένα σπιτικό χωρίς ρύπανση – τη Γη μας, γι’ αυτό γράφω για την προστασία του περιβάλλοντος. Εμένα με νοιάζει όταν απειλούνται τα παιδιά από τα ναρκωτικά, τη βία, την όποια εκμετάλλευση, γι’ αυτό αντλώ τα θέματά των μυθιστορημάτων μου από τη σημερινή ζωή και τις δυσκολίες που συναντούν οι νέοι άνθρωποι. Εμένα με νοιάζει όταν τα παιδιά δεν μαθαίνουν για τις ρίζες τους, την ιστορία τους, τον πολιτισμό τους, γι’ αυτό γράφω ιστορικά μυθιστορήματα και διηγήματα. Αν ονειρευόμαστε πραγματικά την παγκόσμια ειρήνη, χρειαζόμαστε ανθρώπους που να σέβονται τους άλλους αλλά πρώτ’ απ’ όλα τη δική τους εθνική ταυτότητα, τη δική τους παράδοση, το δικό τους πολιτισμό. Γι’ αυτό αντλώ θέματα από τον ελληνικό πολιτισμό και την Ορθοδοξία. Γιατί εμένα με νοιάζει ο κόσμος μας να γίνει κόσμημα».
      Για να πετύχει έναν τόσο υψηλό στόχο, η Γαλάτεια καταπιάστηκε με λογοτεχνικό έργο που έχει τρεις άξονες: Πρώτος, η ελληνική ιστορία. Γύρω του κινούνται με λόγο ρωμαλέο, ειλικρινή και συγκλονιστικό τα ιστορικά της μυθιστορήματα και διηγήματα, καθώς και οι μυθιστοριοποιημένες βιογραφίες (Ο μικρός μπουρλοτιέρης, Στις ρίζες της λευτεριάς, Το δαχτυλίδι του αυτοκράτορα, Ρήγας Φεραίος, Καπετάν Κώττας,  Μνήμες της Σμύρνης κ.ά). Πραγματική πνευματική τροφή τα έργα της αυτά για τα ελληνόπουλα, που μέρα νύχτα βάλλονται ποικιλότροπα, για να απεμπολήσουν κάθε δεσμό τους με τις μνήμες αυτού του τόπου, να λησμονήσουν ό,τι έχει σχέση με τις ρίζες τους, να θάψουν το λαμπρό ιστορικό τους παρελθόν.
     Δεύτερος άξονας του έργου της Γαλάτειας, η σύγχρονη κοινωνία και τα προβλήματά της. Εδώ εντάσσονται τα κοινωνικά της πεζογραφήματα, που διαπραγματεύονται με  αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και τρόπο βαθιά ανθρώπινο θέματα καυτά, όπως η μετανάστευση (Παιχνίδι χωρίς κανόνες), η βία στα γήπεδα (Πριν από το τέρμα), ο πόλεμος (Τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου), η καταστροφή του περιβάλλοντος (Εμένα με νοιάζει), η μοναξιά (Είναι κανείς εδώ;), η προσπάθεια για αρμονική συμβίωση στην οικογένεια (Τα δώδεκα φεγγάρια) και πλήθος άλλα. Στην εποχή μας, όπου οι μεγάλοι σπάνια ή καθόλου δεν έχουν χρόνο ή διάθεση να μιλήσουν με τα παιδιά για τα θέματα που καθημερινά τ’ απασχολούν ή τα απειλούν, για ζητήματα όπου χρειάζονται έγκυρους οδοδείκτες για ν’ αποφύγουν τα αδιέξοδα, τα κείμενα της Γαλάτειας, με την ολοζώντανη, ελκυστική και γλωσσικά πλούσια γραφή, διαδραματίζουν καθαρτήριο ρόλο, συντροφεύουν, συμβουλεύουν, τέρπουν και παιδαγωγούν, χωρίς αντιπαθητικούς και στείρους διδακτισμούς. Εξάλλου, όπως έλεγε ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος: «Οπωσδήποτε και αν ορίσουμε τη λογοτεχνία, δεν είναι δυνατό να της αφαιρέσουμε την πανάρχαια υποχρέωσή της έμμεσα να διδάσκει πάντοτε τους ανθρώπους».
     Τρίτος άξονας η παράδοση. Κι εδώ βασίζονται τα παραμύθια και οι μικρές ιστορίες της Γαλάτειας (Ο Αλέξης με το ξύλινο άλογο, Συντροφιά με τον άνεμο, Κατερίνα–για μια θέση στον Παράδεισο, Τρελοβάπορο χωρίς τιμόνι, Φουρφουρής ο κότσυφας, Οι μάγοι της κασέτας, Χορεύοντας στο δάσος, Το φεγγάρι, το γραμματόσημο κι εγώ, Το τσίρκο μας, και άλλα, με κορυφαίο το εκπληκτικό παραμύθι Ο σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο, που με τρόπο συναρπαστικό θίγει την ανάγκη διατήρησης της παράδοσης, και για το οποίο κέρδισε τον έπαινο του Πανευρωπαϊκού Βραβείου του Πανεπιστημίου της Πάντοβα. Στον τομέα αυτόν η Γαλάτεια, με γραφή σαγηνευτική, λόγο παρηγορητικό και στάση ελπιδοφόρα, τρέφει «εξ απαλών ονύχων»  τα ελληνόπουλα και τα ετοιμάζει για τον αγώνα του αύριο. «Εμένα με νοιάζει να αγωνιστείς να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο» λέει κάπου απευθυνόμενη σε μικρό αναγνώστη, «εμένα με νοιάζει να ξέρεις πως τέλος δεν έχει η αγάπη, να μη χάνεις την ελπίδα και να μην ξεχνάς πως, ναι, υπάρχουν Λύκοι, Δράκοι, Μάγισσες, μα, αν κοπιάσεις, θα βρεις το αθάνατο νερό».
Δεν θ’ αναφερθώ εδώ διεξοδικά σε όλους ανεξαιρέτως τους τίτλους των βιβλίων της και στους τρεις αυτούς άξονες, ούτε ν’ απαριθμήσω τα πάμπολλα βραβεία που έχει κερδίσει επάξια, με σημαντικότερα το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της, την αναγραφή του βιβλίου της Εμένα με νοιάζει στον Τιμητικό Πίνακα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα, και την υποψηφιότητά της για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν το 1992. Αυτά μπορεί να τα βρει εύκολα κάθε αναγνώστης στα βιογραφικά σημειώματα που συνοδεύουν τα βιβλία της, ή κάθε μελετητής στα θεωρητικά πονήματα που έχουν εκδοθεί για την παιδική και νεανική λογοτεχνία. Εκείνο που οφείλω να πω είναι πως η Γαλάτεια, είναι βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος. Η βαθιά χριστιανική της πίστη διαφαίνεται σε όλα τα λογοτεχνικά της έργα – το γράφεις ό,τι είσαι και είσαι ό,τι γράφεις είναι ρήση γνωστή και αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, ούτε για μια στιγμή δεν ολισθαίνουν προς το διδακτισμό, ούτε σε μια παράγραφο δεν παύουν να είναι πρώτα απ’ όλα λογοτεχνία.
     Ως θρησκευόμενος άνθρωπος η Γαλάτεια λοιπόν, προσεύχεται για όλους και για όλα. Και τις περισσότερες φορές οι προσευχές της έχουν αποτέλεσμα! ΄Οσο απίστευτο κι αν ακούγεται, συχνά παίρνει ό,τι ζητήσει, είτε αφορά κάτι με σημασία εξαιρετική, είτε κάτι συνηθισμένο∙ είτε πρόκειται για λύση σε πρόβλημα σοβαρό, είτε για την αντιμετώπιση μιας απλής δυσκολίας, όπως η ίδια βεβαιώνει τους φίλους της, θρησκευόμενους και μη. Θ’ αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, ένα εύθυμο κι ένα σοβαρό, που θα φανούν απολύτως κατανοητά στους πρώτους, απλές συμπτώσεις ή ακόμα κι ευτράπελα στους δεύτερους. Το πρώτο αφορά μια μικρή αναποδιά:
     Κάποιο βράδυ εδώ και χρόνια, αφού περάσαμε καλά σ’ ένα ταβερνάκι σε μακρινό προάστιο της Αθήνας, με νόστιμα μεζεδάκια, ρετσίνα, γέλιο, τραγούδι, αλλά κουβέντα και διφωνίες – για τι άλλο; - για την παιδική και τη νεανική λογοτεχνία, μας βρήκε κάτι απρόοπτο.  Αφού έφυγαν οι περισσότεροι φίλοι, το μόνο αυτοκίνητο της παρέας που είχε απομείνει για να πάμε στα σπίτια μας δεν ξεκινούσε με τίποτα. Χειμώνας, μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και όλες οι προσπάθειες για κλήση ραδιοταξί – εκείνης της εποχής – αποδείχτηκαν μάταιες. Η Γαλάτεια κρύωνε, δεν αισθανόταν καλά. Είχαν αρχίσει και κάτι προβλήματα με την καρδιά της λίγο καιρό πριν…
     «Αχ, Θε’ μου!» αναστέναξε. «Χρειαζόμαστε ένα ταξί. Είμαι ψόφια από την κούραση κι έχω αύριο πολλή δουλειά. Να βγούμε στο δρόμο, μήπως περάσει κανένα..»
     «Ταξί περαστικό είναι το τελευταίο πράγμα που μπορούμε να βρούμε τέτοια ώρα σε τούτη την ερημιά» της αποκρίθηκα ολότελα απελπισμένη.
     Πραγματικά η περιοχή φαινόταν έρημη μέσα στη νύχτα.
     «Αχ, Θε’ μου, χρειαζόμαστε ένα ταξί», ξανάπε η Γαλάτεια.
     Και τότε άξαφνα φάνηκε να έρχεται από το πουθενά ένα ταξί!

Γιώργος Σουρέλης
«Ο Μεγαλοδύναμος έχει μια ειδική υπηρεσία για τη Γαλάτεια», χαμογέλασε χαριτολογώντας ο άντρας της, ο αλησμόνητος Γιώργος Σουρέλης, που τόσο νωρίς μας έφυγε και τόσο παλεύουμε να πιστέψουμε πως έπαψε να είναι ανάμεσά μας.
      Ξανάκουσα το Γιώργο να λέει το ίδιο – κι αυτό είναι το δεύτερο παράδειγμα -όταν τον Αύγουστο του 1990 κάτι απίστευτο έσωσε τη Γαλάτεια από μια καρδιακή προσβολή. Βρισκόταν για μια υπαίθρια εκδήλωση σ’ ένα μικρό, απομονωμένο χωριό της Λέσβου και ξαφνικά ένιωσε πολύ άσχημα. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω της ενώ εκείνη έσβηνε, ο πόνος στην καδιά αφόρητος και σίγουρα θα  πέθαινε, αν η «ειδική υπηρεσία» του Μεγαλοδύναμου δε φρόντιζε να βρεθεί τάχιστα ένας γιατρός.  ΄Οντως εκείνη ακριβώς τη στιγμή, συνέπεσε να περάσει  με το αυτοκίνητό του από το συγκεκριμένο σημείο σ’ εκείνο το χωριουδάκι , ένας καρδιολόγος! Κι έκανε αμέσως ό,τι έπρεπε. «Τύχη βουνό είχε η Γαλάτεια» είπαν μερικοί φίλοι. Κι εγώ σκέφτομαι χαμογελώντας πως ίσως κάποια παρόμοια περιστατικά έχουν κάνει το λαό μας να λέει «τύχη είναι το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί ο Θεός όπου δε θέλει να βάλει την υπογραφή του».
     Στις δύσκολες μέρες που περνάει τώρα η Γαλάτεια, εμείς οι φίλοι της προσευχόμαστε ή ευχόμαστε, ανάλογα καθένας με τις πεποιθήσεις του, να συνεχίσει να λειτουργεί η ειδική εκείνη θεία υπηρεσία, για να της δίνει κουράγιο αλλά και έμπνευση και την απαραίτητη δύναμη για να συνεχίσει το πολύτιμο, το «θρεπτικό» του νου και της ψυχής έργο της, το απαραίτητο όσο ποτέ άλλοτε σε μικρούς και μεγάλους, στους πονηρούς κι επικίνδυνους καιρούς που ζούμε.

Το κείμενο αναρτήθηκε στο ιστολόγιο της Λότης Πέτροβιτς: