12.12.16

‘Αμαρτωλή πόλη’ -κριτική της Μάριον Χωρεάνθη στο diastixo.gr


Μάνος Κοντολέων, ‘Αμαρτωλή πόλη’ -κριτική της Μάριον Χωρεάνθη

Η Στεφανία είναι ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι μεγαλωμένο μέσα σε μια οικογένεια τυπική των ανώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης, που με την πρώτη ματιά θα τη χαρακτήριζε κανείς σχεδόν ιδανική. Πατέρας καλλιεργημένος και με καλλιτεχνικές καταβολές, μητέρα αριστοκρατική και φινετσάτη (αν και όχι χωρίς επιτήδευση), μικρός, ζηλιάρης πλην χαριτωμένος, αδελφός. Κι ένα καλόγουστο σπίτι με όλες τις ανέσεις και κάποιες επιπλέον πολυτέλειες χάρη στα έσοδα από μια επιτυχημένη ιδιωτική επιχείρηση. Σε μια ηλικία όπου ‘το μέλλον’  φαντάζει ακόμα πολύ μακρινό, η Στεφανία αναγκάζεται να προσγειωθεί απότομα και οδυνηρά σε μια σκληρή, στερημένη καθημερινότητα, για την οποία τίποτα στην ως τότε ζωή της δεν την είχε προετοιμάσει...
Η Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων αυτοπροσδιορίζεται ως ‘μυθιστόρημα ενηλικίωσης’ (bildungsroman), απευθυνόμενο τόσο σε παιδιά που βγαίνουν από την εφηβεία και νεαρούς ενήλικες, όσο και στους μεγάλους. Ο προκλητικός για τη σκέψη τίτλος παίζει ευφυώς με τις λέξεις, φέρνοντας εσκεμμένα ή συμπτωματικά στο νου τη σειρά νεο-νουάρ κόμικ και ταινιών με παρόμοιο τίτλο (Sin City) του Αμερικανού Frank Miller – συνειρμός τον οποίο, άλλωστε, υποβάλλει και η αισθητική της φιλοτεχνημένης από τον Φώτη Πεχλιβανίδη εικόνας του εξωφύλλου.
Συνεκδοχή της ευρύτερης έλλογης κοινωνίας, η πόλη αποτελεί ένα ιδιόμορφο οικοσύστημα όπου οι φυσικοί νόμοι έχουν παρερμηνευθεί από εμάς τους ανθρώπους και προσαρμοστεί με ‘προκρούστειο’ τρόπο στη δική μας (χρωματισμένη από συναισθηματισμό, ίδιον συμφέρον και μεγάλη ιδέα για το είδος μας) αντίληψη της φύσης. Σε αντίθεση όμως με τα υπόλοιπα ζωντανά πλάσματα, που όσο μικροσκοπικά και αν είναι ή όσο αδύναμα και αν φαίνονται, διαθέτουν «όπλα» και μηχανισμούς ώστε να ξεγελούν τους κινδύνους του περιβάλλοντός τους, ο άνθρωπος έχει μείνει κυριολεκτικά γυμνός, ανυπεράσπιστος απέναντι στους ομοίους του. Ο μόνος τρόπος να αμυνθεί είναι να παραστήσει τον κυρίαρχο με ό,τι μέσα διαθέτει, να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους πως έχει την κατάσταση στα χέρια του.
Σ’ έναν τέτοιο στρεβλό μικρόκοσμο δίχως σαφείς γεωγραφικές συντεταγμένες, μια ανώνυμη πόλη στο έλεος της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, όπου η αποσύνθεση του κοινωνικού υποστρώματος δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρυφτεί, η οικογένεια της Στεφανίας είναι από κείνες που τους λαχαίνει να ‘λουστούν’ ανηλεώς τις παρενέργειες. Ανήμποροι να αντιμετωπίσουν με σύμπνοια τις δυσκολίες, οι γονείς της χωρίζουν. Ο πατέρας της αφήνεται να βουλιάξει στην κατάθλιψη, το σπίτι τους αδειάζει από φως και ζωή για να γεμίσει μούχλα και σκόνη. Προτού καλά καλά προλάβει να γνωρίσει τον εαυτό της, ούτε πια παιδί αλλά ούτε ακόμα γυναίκα, η Στεφανία υποχρεώνεται να σηκώσει φορτίο για ώμους πολύ πιο ‘ψημένους’  απ’ τους δικούς της, ενώ τα στερνά απομεινάρια του παιδικού της εγω(κεντρ)ισμού ξεθυμαίνουν μπροστά στη συνειδητοποίηση της γενικευμένης δυστυχίας. Ώσπου άξαφνα, στον αδιέξοδο βάλτο της απελπισίας και της μιζέριας, κάνει τη θεαματική του εμφάνιση ο Τονίνο.
Αν και η προφανής ηρωίδα του βιβλίου είναι η Στεφανία –η οποία βέβαια λειτουργεί ως κεντρικός άξονας και διαρκές, άμεσο και έμμεσο σημείο αναφοράς– η Αμαρτωλή Πόλη είναι στην ουσία ένα σπονδυλωτό αφήγημα μοιρασμένο ακριβοδίκαια στις ζωές των προσώπων του, ακολουθώντας την πορεία της καθεμιάς στις τεθλασμένες της παλινδρομήσεις μέσα στο χρόνο. Όπως η Στεφανία, έτσι και ο Τονίνο βρέθηκε «από τα ψηλά στα χαμηλά», να αντιστέκεται στην ταπείνωση της ανέχειας. Γιος έκπτωτης καλλιτέχνιδας του πενταγράμμου, «διαφορετικός» με τον τρόπο εκείνο που εξακολουθεί να σκανδαλίζει τις καθωσπρέπει κοινωνίες, έχει βαλθεί να πολεμήσει την κακοδαιμονία μαζί με τους δυο μόνιμους «συμμάχους» του: το σαμποτάζ και το καμουφλάζ. Καμουφλάρεται για να σαμποτάρει και σαμποτάρει για να καμουφλαριστεί, ποθώντας να ‘πριονίσει’ από μέσα τα ήδη σκεβρά θεμέλια ενός αποτυχημένου συστήματος. Όχι ότι αποσιωπά την ιδιαιτερότητά του, κάθε άλλο μάλιστα –εξάλλου, η πιο αποτελεσματική μέθοδος για να κάνεις κάτι αόρατο είναι να το δείχνεις τόσο επίμονα και απροκάλυπτα ώστε να πάψει να τραβά την προσοχή–, αλλά την επιβάλλει «αναίμακτα», καλυπτόμενος πίσω απ’ το προσωπείο του αιώνιου παιδιού, χρησιμοποιώντας αντί για το κανονικό του όνομα ένα αστείο υποκοριστικό που τον βοηθά να υποδύεται πειστικά τον ακίνδυνο «γελωτοποιό της παρέας». Άλλο αν στο τέλος, απ’ την πολλή σιγουριά για το «καμουφλάζ» του, αντί να υπονομεύσει προς δικό του όφελος τη στημένη και βρόμικη παρτίδα, θα πιαστεί και ο ίδιος στα γρανάζια της, παίρνοντας σχεδόν άθελά του και τη Στεφανία στο λαιμό του. Και θα κοντέψουν κι οι δυο να πληρώσουν την αστοχασιά αυτή με τη ζωή τους.
Δεν συμβαίνουν τυχαία ή επιπόλαια όλα αυτά: δεν πρόκειται για απλά τεχνάσματα πλοκής που υπηρετούν νοηματικά και δομικά τη μυθιστορηματική νομοτέλεια. Η Αμαρτωλή Πόλη είναι ένα σύμπαν λαβυρινθωδώς πολυεπίπεδο, όπου πέρα απ’ την ιστορία που εκτυλίσσεται σε πρώτο πλάνο (δυο ‘παιδιά της κρίσης’ από διαλυμένες οικογένειες παίρνουν τον κακό δρόμο, παρασυρμένα σε λάθος επιλογές από την αγωνία τους για το αύριο) ο συγγραφέας ξεδιπλώνει έναν συναρπαστικό χάρτη ‘κρυμμένου θησαυρού’, κατάστικτο από κλεισίματα του ματιού προς τον διαβασμένο και παρατηρητικό αναγνώστη – με πρώτο και κύριο το θέμα των Επτά Θανάσιμων Αμαρτημάτων (κατά τα Magna Moralia του Πάπα Γρηγορίου του Α'), που, ξεκινώντας απ’ τον τίτλο, διατρέχει άλλοτε εμφανώς και άλλοτε υπογείως τις σκέψεις και τις πράξεις του κάθε προσώπου: ‘Πάθος, δύναμη, θυμός, αγωνία – όλα παιδιά της αμαρτίας’.
Άκρως ενδιαφέρουσες είναι επίσης οι παραπομπές σε ταινίες όπως Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο του Δαλιανίδη, Μάμα Ρόμα του Παζολίνι ή Ο Ρόκο και τα αδέλφια του τού Βισκόντι (ή ίσως ακόμα Η γέφυρα της αμαρτίας του Λιρόι και Θα κοιμηθώ όταν πεθάνω του Χότζες) και φυσικά, το σημειολογικό παιχνίδι των ονομάτων: ο πατέρας και ο πρώτος έρωτας της Στεφανίας έχουν κι οι δυο ονόματα που αρχίζουν από ‘Κ’ και σκιαγραφούν τους αντίστοιχους, αντίθετους χαρακτήρες τους (Κλεάνθης και Κωνσταντής – φιλόδοξος και ευάλωτος συναισθηματικά ο πρώτος, σταθερός και ακέραιος ο δεύτερος), ενώ τα ονόματα του ‘καλλιτεχνικού πράκτορα’ Θεοφάνη και της Ρωσίδας ‘μαντάμ’  κυρίας Βέρα φέρουν ειρωνικά θετικές αλληλουχίες – για να παραθέσουμε λίγα μονάχα παραδείγματα.
Τολμηρά έως σπαρακτικά ειλικρινής, «σπασμένη» σε φράσεις που κυλούν με αβίαστα μελωδική ποιητικότητα, η αφήγηση ακολουθεί το λεγόμενο ‘ρεύμα συνείδησης’ (stream of consciousness), θυμίζοντας πότε παραληρηματικό μονόλογο και πότε σκόρπιους και ανάκατους στίχους τραγουδιών – σαν να αφουγκραζόμαστε αδιάκοπα, σε πραγματικό χρόνο, τα όσα βιώνουν, στοχάζονται και αναπολούν τα μυθιστορηματικά πρόσωπα: φόβους, ελπίδες, εμμονές, νεογέννητα ή τσακισμένα όνειρα, μυρωδιές, υφές, χρώματα, παλιές και καινούργιες πληγές. Σπαρακτική τόλμη και ειλικρίνεια, ωστόσο, δεν σημαίνει αθεράπευτος μηδενισμός: πάντα ύστερα απ’ την μπόρα βγαίνει ο ήλιος, η ομορφιά εξορκίζει την ασχήμια, η καλοσύνη και η αλληλοκατανόηση σβήνουν τη μαυρίλα της οδύνης και εξαγνίζουν τα στοιχειωμένα απ’ την έσχατη ‘αμαρτία’ –τον εξευτελισμό της απόγνωσης– σπίτια, σώματα και ψυχές.
Το τέλος είναι μια άλλη αρχή. ‘Σούρουπο. Μιας νέας άνοιξης είναι...’.

Πρώτη ανάρτηση: www.diastixo.gr  -http://diastixo.gr/kritikes/efivika/6136-amartoli-poli-kontolewn