22.7.20

Ο Περικλής Σφυρίδης στην παρουσίαση της Ερωτικής Αγωγής

 

Περικλής Σφυρίδης

 

Μάνος Κοντολέων

ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Πατάκη

Αθήνα, 2003, σελ.522.

 

Το κλείσιμο κάθε αιώνα είναι συνήθως το κίνητρο για να αρχίσουν διάφορες αποτιμήσεις των πεπραγμένων του, π.χ. ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές, κ.ο.κ. Φυσικά στη σκυτάλη αυτή των αποτιμήσεων δεν μένει απ’ έξω η λογοτεχνία, ιδίως όταν πρόκειται για τον 20ο αιώνα με τα τόσο σημαντικά γεγονότα και αλλαγές, που σημάδεψαν τον κόσμο και τον τόπο μας ειδικότερα. Μόνο που στη λογοτεχνία, η αποτίμηση δεν βασίζεται σε «αντικειμενικά» κριτήρια, αλλά στην προσωπική οπτική γωνία του κάθε συγγραφέα, που επιλέγει το θέμα και τον τρόπο με τον οποίο θα καταθέσει τις δικές του απόψεις και εμπειρίες, για να μεταδώσει στον αναγνώστη τον προβληματισμό και τη συγκίνηση, που ο ίδιος δέχτηκε από τα πεπραγμένα του αιώνα που εξιστορεί. Έκρινα ότι η μικρή και κοινότοπη αυτή εισαγωγή ήταν απαραίτητη για να μπούμε στο πνεύμα του καινούργιου μυθιστορήματος του Μάνου Κοντολέων  ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, που θα σας παρουσιάσουμε σήμερα.

            Στο βιβλίο του αυτό ο Κοντολέων επιλέγει ως θέμα τις αλλαγές της ερωτικής συμπεριφοράς στον τόπο μας, από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Τις περιγράφει και τις σχολιάζει ταυτόχρονα ως παντογνώστης αφηγητής. Και μέσα από αυτή την περιγραφή και τον σχολιασμό αφήνει τον αναγνώστη να κρίνει κατά πόσο η αλλαγή της ερωτικής συμπεριφοράς υπήρξε αποτέλεσμα των διαφόρων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών ή κι άλλων αλλαγών του αιώνα αυτού ή μήπως η πορεία της σεξουαλικής δραστηριότητας( την οποία όλοι λίγο ως πολύ, ενώ τη γνωρίζουμε ή τη ζούμε, θέλουμε και  την κρατούμε στη σκιά), συνέβαλε κι αυτή στη δημιουργία των αλλαγών που καθόρισαν την φυσιογνωμία του αιώνα. Αλλά επειδή μιλάμε για μυθιστόρημα, ο Κοντολέων επιλέγει δύο κεντρικά πρόσωπα, δύο μυθιστορηματικούς ήρωες, τον Χρήστο Βαλλή  και το γιο του Άρη και αφηγείται τη ζωή τους, όχι μόνο την κοινωνική αλλά κυρίως την ερωτική, μέσα από την οποία επιδιώκει, όχι μόνο να εξιστορήσει τα διάφορα γεγονότα-σταθμούς του 20ου αιώνα στον τόπο μας και στο διεθνή χώρο κατ’ επέκταση, αλλά και να τα ερμηνεύσει από την σκοπιά με την οποία επέλεξε να τα εξετάσει. Εγχείρημα δύσκολο, κάτι όμως που φαίνεται να υπήρξε από παλιά στην επιθυμία και στις προθέσεις του συγγραφέα, διότι κάτι ανάλογο μας παρουσίασε το 1986, με το μυθιστόρημα του «Τα φώτα!» είπε. Σ’ αυτό, καταγράφει τη σταδιοδρομία τριών φίλων που γεννήθηκαν μετά τον Εμφύλιο, για να επισημάνει τις αλλαγές που σημειώθηκαν στην ελληνική αστική οικογένεια –στις διάφορες εκδοχές της – , στήνοντας τον καμβά του μυθιστορήματός του πάνω σε συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. Η πρόθεση μπορεί να είναι η ίδια, διαφέρει όμως η οπτική γωνία, που στο μυθιστόρημα αυτό είναι κυρίως πολιτική. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι τρεις από τους ήρωες του βιβλίου αυτού, ο Άρης, ο Λεωνίδας και η Έλενα, επανεμφανίζονται και στο καινούργιο του μυθιστόρημα, σε ρόλους όμως που, παράλληλα με τη ζωή τους, το βάρος πέφτει στη σεξουαλική τους δραστηριότητα.

            Ποιο είναι το σημαντικότερο κοινωνικό γεγονός  - όχι ιστορικό ή πολιτικό – στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα; Ασφαλώς η βίαιη, απρογραμμάτιστη και ατελής αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας, από αγροτική σε μπάσταρδη αστική και η εσωτερική μετανάστευση του αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις. Έτσι ο Χρήστος Βαλλής από κει που παιδί έβοσκε πρόβατα σ’ ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου και ικανοποιούσε τις πρώιμες ερωτικές του ορμές με κτηνοβασίες, βρέθηκε μαθητής γυμνασίου  στα Γιάννενα – με αιματηρές οικονομικές θυσίες της οικογένειάς του, που αποφάσισε να τον σπουδάσει – να εκτονώνει την έντονη σεξουαλική του παρόρμηση με ίδια μέσα και ενίοτε σε φτωχικούς οίκους ανοχής της εποχής εκείνης, όταν κατόρθωνε να εξοικονομήσει το αντίτιμο μιας πληρωμένης συνεύρεσης. Αργότερα θα συνδεθεί ερωτικά με τη χήρα και ευκατάστατη σπιτονοικοκυρά του, η οποία θα του λύσει όχι μόνο το σεξουαλικό αλλά και το οικονομικό του πρόβλημα. Μετά το γυμνάσιο, μαζί με τη χήρα μετακομίζουν στην Αθήνα, όπου ο Χρήστος εγγράφεται φοιτητής στη Νομική Σχολή και βρίσκει δουλειά ως κατώτερος υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδας για να βελτιώσει την πενιχρή οικονομική του κατάσταση. Κάπως έτσι ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της αστοποίησης του πατέρα Βαλλή, στην οποία σημαντικό ρόλο είχαν παίξει οι σεξουαλικές του επιδόσεις. Για την συνέχεια της κοινωνικής και οικονομικής του αναρρίχησης, ο δεσμός του με τη σπιτονοικοκυρά ήταν όχι μόνο άχρηστος αλλά και βάρος. Ας δούμε τώρα πως ο Κοντολέων περιγράφει και σχολιάζει το τέλος αυτού του δεσμού, για να μπείτε – όσοι δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο – στο προσωπικό ύφος εξιστόρησης του συγγραφέα. Γράφει στη σελ. 41: Άλλωστε το κορμί της γυναίκας που είχε  μαζί της φτάσει στην πρωτεύουσα γερνούσε με γρήγορο και μη αναστρέψιμο ρυθμό. Η ίδια όσο έβλεπε το δικό της σφρίγος να υποχωρεί, σε αντίθεση με τη λάμψη που από μήνα σε μήνα ολοένα και επισωρευόταν στο σώμα του εραστή της, έφτανε να χάνει και την τελευταία ρανίδα της αξιοπρέπειάς της. Πρόσφερε σκιμπόδιον, απαιτούσε το αναστύψαι, ικέτευε για μια πράξη τρυφερότητας, εξεβίαζε για μια κίνηση ερωτικής έλξης. Ο υποσυνείδητος φεμινισμός της υποχωρούσε μπροστά στη συνειδητοποιημένη θέση πως όταν η γυναίκα γερνάει, ερωτικά παύει πια να μετράει. Όταν οι επαναστάσεις συντελούνται βασισμένες κυρίως στο ένστικτο κι όχι στη λογική, μπορεί να διαθέτουν προς στιγμήν ένα σφρίγος και μια αποτελεσματικότητα, αλλά στο πέρασμα του χρόνου ξεπέφτουν και από απελευθερωτικές αρνήσεις μετατρέπονται σε δεσμευτικές και καταπιεστικές καταφάσεις. Όλοι το βλέπουν – όλοι οι άλλοι. Όχι και οι ίδιοι οι παρορμητικοί επαναστάτες. Το τέλος, λοιπόν, του δεσμού τους ήταν πλέον ορατό – όχι όμως για κείνη. Μια γυναίκα που είχε το θάρρος να υποδυθεί την  Ιοκάστη, αλλά που ούτε καν σκέφτηκε να μεταπηδήσει στον ρόλο της Μήδειας.

            Το απόσπασμα αυτό είναι, πιστεύω, χαρακτηριστικό για να αντιληφθείτε τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας σκηνοθετεί και ταυτόχρονα σχολιάζει – όπου και όταν το κρίνει σκόπιμο – την εξέλιξη της πλοκής στο έργο του. Επόμενο βήμα για τον Βαλλή, η σεξουαλική απόλαυση αυτή καθ’ εαυτή: αποσπασματικές συνευρέσεις με δουλικά στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ολοκληρωμένα ερωτικά ραντεβού σε ξενοδοχεία των προαστίων με γυναίκες της αστικής τάξης, που αναζητούσαν στο σώμα ενός νεαρού εραστή την απόλαυση που δεν μπορούσαν να βρουν στους πλούσιους συζύγους ή εργοδότες τους κ.ο.κ. Ο Χρήστος Βαλλής μάθαινε, γράφει ο Κοντολέων, πώς μπορεί κάποιος να κερδίζει, όταν αφήνεται να τον χρησιμοποιούνε.

            Μια ελαφρά χωλότητα βοήθησε τον Βαλλή να αποφύγει τις κακουχίες του Αλβανικού Έπους και το δυνατό ένστικτό του της αυτοσυντήρησης τον οδήγησε να τα φτιάξει με μια αφράτη γερμανίδα νοσοκόμα και να μην πεινάσει τον τραγικό χειμώνα του ’40-41. Η γερμανίδα φοράδα φρόντιζε να του κρατά ακμαίο το σεξουαλικό του ταμπεραμέντο, ταΐζοντας τον με κονσέρβες, δημητριακά, μπίρες και μπισκότα, μας πληροφορεί πάλι ο Κοντολέων και συνεχίζει: Ο Χρήστος δεν αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί παραμάνα για να συγκρατεί το παντελόνι  γύρω από τη μέση. Και για να πνίγει τις κάποιες τύψεις για το  ότι ο ίδιος καλοπερνούσε την ώρα που κάποιοι άλλοι πεθαίνανε από την πείνα μέσα στους δρόμους, φρόντιζε να κερνά κάποιες  γειτονοπούλες του μερικά από τα πεσκέσια της Γερμανίδας.

            Το παράδειγμα αυτό μας βοηθάει να κατανοήσουμε την αφηγηματική μέθοδο με την οποία ο Κοντολέων εισάγει και την ιστορία μέσα στο κείμενό του, ενώ ταυτόχρονα, επεισόδιο με επεισόδιο, χτίζει τον χαρακτήρα ενός νεοέλληνα αριβίστα, που από χωριάτης μετατρέπεται σε αστό, που δεν τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο, παρά μόνο να αναρριχηθεί στα σκαλοπάτια της αστικής κοινωνίας που διαμορφώνεται, με μοναδικό εφόδιο τον ερωτισμό του. Τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του, αν δεν τον αγγίζουν άμεσα, όπως π.χ. ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος, τον αφήνουν αδιάφορο. Χαρακτηριστική η παράγραφος που θα σας διαβάσω: Κι έπειτα γιατί θα έπρεπε να πάρει απάνω του την όποια υπόθεση αντίστασης στα γεγονότα; Άλλοι ήταν που αποφάσισαν τον πόλεμο – κάποιος που του ήρθε να πει ένα «Όχι», κάποιοι που τους καύλωσε να διατάξουν ένα «Πυρ!». Ε, αυτοί και ας βγάζανε τώρα τα κάστανα από τη φωτιά.

            Επόμενος σταθμός στη ζωή του Χρήστου υπήρξε η Λέλα, μια νεαρή ηθοποιός και ταυτόχρονα πόρνη πολυτελείας. Με τον Βαλλή συνδέθηκε για ένα εξάμηνο γιατί τον γούσταρε. Θεωρώ το δεσμό αυτό σαν τη συνάντηση της θηλυκιάς με την αρσενική πόρνη, μόνο που η θεατρίνα ήταν πιο προχωρημένη στο επάγγελμα και θέλησε να κάνει ξεφτέρι και τον Χρήστο. «Άσε με να σε μάθω εγώ ν’ αρέσεις στις γυναίκες!» - η Λέλα ίδια με παιδάκι τον αντιμετώπιζε και γινόταν η καθηγήτριά του.

Στο κρεβάτι επάνω του έδειξε τους δρόμους της υπομονής – ο έρωτας, ακόμα και στα γρήγορα αν γίνεται,(γράφει ο Κοντολέων), είναι ποτό που πρέπει να το πίνεις με τέχνη και τεχνική. Οι λοβοί των αυτιών προκαλούν το ρίγος, οι θηλές του στήθους φέρνουν τις ανατριχίλες, δαγκωματάκια στο μέσα μέρος των μηρών, απαλές νυχιές εκεί που φυτρώνουν τα στήθια, πιπίλισμα των ακροδακτύλων των ποδιών, λίγο αγριωπές μαλάξεις των οπισθίων, η γλώσσα από το βάθος της στοματικής κοιλότητας να τρέχει κατά μήκος του στέρνου και να φτάνει στον κύριο στόχο της – την κλειτορίδα που αναμένει. Κι έπειτα η ώρα των διεισδύσεων – τότε που πρέπει το πέος άλλοτε να έχει το κύρος ενός φαλλού κι άλλοτε τη φτήνια μιας ψωλής. Η εκσπερμάτωση, που πρέπει να αναμένει τον οργασμό. Και τελικά ο τρόπος να λατρεύεις το αιδοίο – ωσάν πιστός κι ωσάν βέβηλος· και τα δυο ταυτόχρονα. Ο εκπορθητής που γίνεται υπηρέτης.

            Στο απόσπασμα που μόλις σας διάβασα, θα ήθελα να προσέξετε, εκτός από το μάθημα ερωτικής τεχνικής της κυρίας Λέλας και τον τρόπο γραφής. Ο Κοντολέων χρησιμοποιεί μια κάπως λόγια γλώσσα, με πολλές αρχαίες ή βυζαντινές «ερωτικές» λέξεις και ξαφνικά «πετάει μέσα» λέξεις της καθομιλουμένης βαριάς αργκό, δημιουργώντας αντιθέσεις, που δίνουν κάποιο σκωπτικό τόνο στα εξιστορούμενα. Αλλά ας γυρίσουμε πάλι στον Χρήστο Βάλλη, που εν τω μεταξύ έχει τελειώσει τη νομική κι έχει προωθηθεί στην ιεραρχία της τράπεζας. Για να φύγει από τη μιζέρια του δωματίου μιας λαϊκής μονοκατοικίας, που νοίκιαζε στην περιοχή του Θησείου, και να μετακομίσει σε νεοκλασικό της Φωκίωνος Νέγρη, που γρήγορα θα γινόταν πενταόροφη πολυκατοικία, χρειάστηκε να παντρευτεί με συνοικέσιο την Ελένη, δεύτερη κόρη  του εκ Κωνσταντινουπόλεως πλουσίου εργολάβου οικοδομών Αριστείδη Τσιμένογλου. Μόνο που η Ελένη δεν ήταν ο τύπος της γυναίκας εκείνης που θα μπορούσε να εκτιμήσει τις ερωτικές επιδόσεις του περπατημένου συζύγου της, γι’ αυτό και τον απέπεμψε από τη συζυγική κλίνη μόλις έμεινε έγκυος. Η αδελφή της, η Πολυξένη, χήρα κι ωραία, εξέπεμπε σήματα ότι ήταν διατεθειμένη να αναπλυρώσει τα συζυγικά καθήκοντα της εγκυμονούσης αδελφής της, κάτι όμως που είχε τον κίνδυνο να χάσει ο Χρήστος ό,τι με τόσο κόπο είχε αποκτήσει, γι’ αυτό προτίμησε να αποπλανήσει το δουλικό του σπιτιού, τη Μέλπω, και να την μεταμορφώσει από υπηρέτρια σε πόρνη και συνέταιρό του επιχειρηματία. Γιατί μετά τη γέννηση του Άρη, κάποιο βράδυ η Ελένη συνέλαβε επ’ αυτοφώρω τον σύζυγό της να πηδάει τη δούλα, η οποία τα μάζεψε κι έφυγε από το σπίτι, όχι όμως κι από τη ζωή του Βαλλή. Ο Χρήστος έτυχε άφεσης αμαρτιών για χάρη του νεογέννητου. Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1952 κατά το οποίο για πρώτη φορά ψήφισαν στις εκλογές και οι γυναίκες και η Ελένη Βαλλή, αφού πρώτα εκπλήρωσε τα εκλογικά της καθήκοντα, πήγε να δει πώς προχωρούσαν οι δουλειές στο πατρικό τους που το είχαν δώσει αντιπαροχή και από απροσεξία γκρεμίστηκε από τον πέμπτο όροφο και σωριάστηκε νεκρή στη Φωκίωνος Νέγρη. Τον Άρη θα μεγαλώσει η θεία του Πολυξένη, η οποία, σε αντίθεση με την αδελφή της, ήξερε να εκτιμάει και να απολαμβάνει τα ερωτικά προσόντα του γαμπρού και κρυφού εραστή της, μέχρι που στην αρχή της εφηβείας του ο Άρης έπιασε στα πράσα τον πατέρα με τη θεία του, που αναγκάστηκαν να επισημοποιήσουν μ’ ένα δεύτερο γάμο τον παράνομο δεσμό τους, για να αποκατασταθεί η νομιμότητα στην αστική τάξη των πραγμάτων. Παράλληλα ο Βαλλής διατηρούσε και τον ερωτικό δεσμό του με τη Μέλπω, με την οποία ανέπτυξε και επιχειρηματικές δραστηριότητες αγοράζοντας φτηνά ισόγεια διαμερίσματα σε παλιά σπίτια – αργότερα κι ένα ξενοδοχείο –  τα οποία νοίκιαζε ακριβά σε πόρνες ως οίκους ανοχής, λαμβάνοντας ενίοτε, όποτε του γυάλιζε κάποια, και αμοιβή σε είδος. Τέλος, στη Μέλπω θα οδηγήσει και τον Άρη για να την πρώτη σεξουαλική του εμπειρία.

            Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο τιτλοφορείται Από την εποχή του πατέρα, και το δεύτερο, Στην εποχή του γιου. Το πρώτο σας το περιέγραψα σε γενικές γραμμές, δεν θα κάνω όμως το ίδιο με την ερωτική πορεία του γιου, κατά την οποία παρακολουθούμε την μετεξέλιξη του ερωτισμού, από ανάγκη και πάθος σε καταναλώσιμο αγαθό μιας ενίοτε χρήσης. Γιατί, όπως γράφει και ο Κοντολέων στη σελ.459, ο ερωτισμός ανθεί όπου υπάρχει στέρηση. Από τις πολλές θνησιγενείς ερωτικές εμπειρίες του Άρη, μια είναι εκείνη που θα του σημαδέψει τη ζωή: ο έρωτας του για τη γυναίκα του στενού φίλου του Λεωνίδα, την Έλενα, που θα γίνει ερωμένη του. Όταν όμως της ζητάει να χωρίσει για να παντρευτούν, εκείνη αρνιέται κατηγορηματικά, γιατί δεν διακινδυνεύει όσα κατέχει, υποβαθμίζοντας σε λογιστική σχέση κέρδους-χασούρας τον ερωτικό δεσμό τους. Χαρακτηριστικός ο διάλογος ανάμεσα στον Άρη και στην Έλενα. Γράφει ο Κοντολέων: Όμως ο ανδρικός εγωισμός πάντα υπάρχει κι έχει και τα όριά του, και έτσι ο θυμός κυρίευσε τον Άρη και γύρισε και της είπε: «Τελικά ο επιχειρηματίας – ο Λεωνίδας– σε γαμάει ή όχι;». Και η Έλενα δεν έδειξε να θυμώνει, μόνο σαν να χαμογέλασε και, «Χρυσέ μου, οι γυναίκες της εποχής μας δεν παντρεύονται για να γαμηθούν… Γι’ αυτή τη δουλειά έχουν άλλους κι όχι τους συζύγους τους!».(σελ.438).

            Μπορεί το δεύτερο αυτό μέρος να είναι αφιερωμένο στη ζωή του γιου, πλην όμως η προσωπικότητα του πατέρα εξακολουθεί να παραμένει σημαντική αν όχι κυρίαρχη. Όταν το γερασμένο πλέον σώμα του δεν προσφερόταν για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του επιθυμίες, διοχετεύει το ερωτικό του λίμπιντο στην τέχνη και γίνεται μέγας συλλέκτης ερωτικών αντικειμένων: προφυλακτικά, βιβλία, αφίσες, καρτ-ποστάλ, χαρακτικά, πίνακες, αγγελίες σε ελληνικές και γαλλικές εφημερίδες, φωτογραφίες με γυμνές γυναίκες και άντρες σε ερωτικά συμπλέγματα, κεραμικά κι αγαλματίδια σε σχήμα φαλλού κι ό,τι μπορεί να φαντασθεί ο νους του ανθρώπου, που επινόησαν κάποια άλλα μυαλά, που τα πυρπολούσε κάποτε το ερωτικό πάθος. Σ’ αυτή τη συλλεκτική μανία, ο πατέρας θα μυήσει και το γιο κι αρχίζουν ταξίδια στο εξωτερικό για να εμπλουτίσουν τη συλλογή τους. Στο Παρίσι θα συναντήσουν έναν άλλο μανιώδη συλλέκτη, που εκτός από πολλές χρήσιμες πληροφορίες που τους έδωσε για να γνωρίσουν το πλέον φιλήδονο Παρίσι της τέχνης, τους σύστησε να επισκεφτούν και μια ζωντανή ιέρεια του πληρωμένου έρωτα, όπου οι δυο Βαλλήδες, πατέρας και γιος μαζί, θα συλλειτουργήσουν στο ναό της Αφροδίτης.  Επόμενο ταξίδι η Νέα Υόρκη – πλην όμως το τελευταίο για τον Χρήστο Βαλλή, που θα αφήσει την τελευταία πνοή στα χέρια του γιου του σ’ ένα ξενοδοχείο της μεγαλούπολης. Ο Άρης θα αποτεφρώσει το σώμα του πατέρα του και γυρνώντας στην Αθήνα, θα ειδοποιήσει τη Μέλπω και μαζί θα σκορπίσουν τη στάχτη του στα ρείθρα των πεζοδρομίων των οδών που τη νύχτα μετατρέπονται σε σημεία ερωτικής πλάνης. Εκεί που κάποτε λειτουργούσε το ξενοδοχείο του Χρήστου Βαλλή και στα γύρω μισοσκότεινα δρομάκια, όπως γράφει ο Κοντολέων. 

            Θα ολοκληρώσω την παρουσίαση του βιβλίου με κάποιες παρατηρήσεις:

  1. Το βιβλίο αυτό, παρόλο που θα φέρει κάποιους αναγνώστες με τις πρώτες του σελίδες σε αμηχανία, δεν είναι πορνογραφικό. Επιχειρεί, θα έλεγα, μια ανατομία της ελληνικής κοινωνίας του 20ου αιώνα με βάση τις αλλαγές στη σεξουαλική συμπεριφορά του κόσμου. Ολοκληρώνει χαρακτηριστικούς τύπους ανδρών και γυναικών και σχολιάζει τη δράση τους στον κύκλο της ζωής τους.
  2. Όλοι σχεδόν οι ήρωες του μυθιστορήματος έχουν δύο πρόσωπα: ένα με το οποίο εμφανίζονται στον κοινωνικό τους περίγυρο κι ένα καλά κρυμμένο της ιδιωτικής τους ζωής. Π.χ. Ο Χρήστος είναι ο ευυπόληπτος προσωπάρχης τραπέζης και ταυτόχρονα ιδιοκτήτης οίκων ανοχής. Η Μέλπω εμφανίζεται ως επιχειρηματίας αλλά είναι παράλληλα και πόρνη. Η Πολυξένη παριστάνει τη στοργική θεία που αφοσιώνεται να μεγαλώσει τον ορφανό της ανιψιό, ενώ ταυτόχρονα είναι και η φιλήδονη μαιτρέσα του γαμπρού της. Η Έλενα παραμένει τρυφερή σύζυγος ενώ ως ερωμένη του Άρη απολαμβάνει την σεξουαλική της απελευθέρωση σε ξενοδοχεία που νοικιάζουν με την ώρα τα δωμάτιά τους. Γιατί, λοιπόν, αυτή η διπλοπροσωπία, όλων των ηρώων του βιβλίου; Γιατί αυτό είναι το παιχνίδι της ζωής. Έτσι είναι δομημένη η κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε. Γιατί – γράφει ο Κοντολέων στη σελ. 430 – Ο ερωτισμός ανθεί και θάλλει μέσα σε συνθήκες παρανομίας και μυστικισμού. Και ασφαλώς θεριεύει και φουντώνει, όταν για να εκτονωθεί και να γίνει πράξη αντιμετωπίζει εμπόδια και στον δρόμο του συναντά αντίξοες συνθήκες. Κι αλλού, στη σελ.244 παρατηρεί: Η μοιχεία είναι πράξη μη κοινωνικά αποδεκτή, ακριβώς γιατί είναι πράξη επαναστατική. Κι αν μάλιστα αυτός που την εκτελεί είναι γυναίκα, τότε πια έχουμε μια πράξη που οδηγεί ακόμα και στη μεταμόρφωση του ατόμου που την έχει συντελέσει. Γιατί η προσωπικότητα του καθενός μας, την ώρα που προχωρεί σε μια ουσιαστική ανάπτυξή της, σχεδόν πάντοτε περνά μέσα από μια θυσία, θυσία εν είδει συμβολικού θανάτου. Η συνειδητοποιημένη προδοσία προκαλεί στην ψυχή πένθος, και μετά από έναν θάνατο τίποτα δεν παραμένει ως είχε. Γίνεται φανερό ότι η σεξουαλική απελευθέρωση των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, αφαίρεσε από τον έρωτα τον πόθο και την αγωνία και τον μετέτρεψε σε καταναλωτικό προϊόν – κατά τον Κοντολέων τον σκότωσε. Γράφει: Αλλά πλέον και ο ερωτισμός πέθαινε. Και πέθαινε δίχως γνήσιους απογόνους. Το μπάσταρδο τέκνο του άκουγε στο όνομα σεξουαλισμός ή ηδονισμός, και βέβαια μια τέτοια κατάσταση μόνο σε αδιέξοδο φέρνει τον μύστη της. Και η ιεροτελεστία, με τη σειρά της, έδινε τη θέση της στη μίμηση. (σελ. 362).
  3. Τις αλλαγές της ερωτικής συμπεριφοράς δεν τις καταγράφει και τις σχολιάζει ο Κοντολέων μόνο μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις και δεσμούς, αλλά επεκτείνει τις παρατηρήσεις και τα σχόλιά του σε πολιτικά και πολιτιστικά κυρίως γεγονότα, που συνέβησαν κατά τη διάρκεια όλου του 20ου αιώνα.  Οι αναφορές στα γεγονότα αυτά και η συσχέτισή  τους με αντίστοιχες αλλαγές στις σεξουαλικές συμπεριφορές και συνήθειες παρουσιάζουν – κατά τη γνώμη μου – εξαιρετικό ενδιαφέρον. Είναι δε πολλές και διάσπαρτες σ’ όλο το κείμενο και αφορούν τόσο τον τόπο μας όσο και τον διεθνή χώρο. Θα περιοριστώ σ’ ένα μόνο παράδειγμα: από τη σελ. 347 επιχειρεί να συσχετίσει τις αλλαγές της σεξουαλικής συμπεριφοράς με τις αντίστοιχες αλλαγές στις χορευτικές προτιμήσεις των νεοελλήνων. Γράφει: Και το πιο περίεργο, το πιο θαυμαστό στην ερωτική ιεροτελεστία του χορού είναι πως αυτό το καθαρώς σεξουαλικό κάλεσμα γίνεται αποδεκτό από την ομάδα· η μόνη περίπτωση που η κάθε μορφής κοινωνία – αγροτική ή αστική, προλεταρίων ή μεγαλοαστική – δέχεται να παρακολουθήσει τη σεξουαλική συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν είναι η ώρα του χορού. Και ακολουθούν οι περιγραφές και τα σχόλια  των χορών αυτών, από τους δημοτικούς χορούς της αγροτικής ελληνικής κοινωνίας των αρχών του αιώνα μέχρι τα μπλουζ και τα ροκ των τελευταίων δεκαετιών του. Ακούστε τις περιγραφές δύο χαρακτηριστικών χορών, ενός αρσενικού κι ενός θηλυκού. Το ζεϊμπέκικο είναι ο χορός της καύλας της αρσενικής, του νταλκά που μόνο όποιος διαθέτει ακούραστο τροφωτήρα μπορεί να πει μέχρι πού μπορεί να σε οδηγήσει – να λοιπόν από πού πηγάζουν τα σπασίματα της μέσης και τα χτυπήματα των πελμάτων και το τι σημαίνουν τα μπράτσα που ανοίγουν σε ικεσία και οι ώμοι που υποκλίνονται στον σεβντά. Το τσιφτετέλι δίνει αντίστοιχες ευκαιρίες στις γυναίκες. Εδώ πρωταγωνιστούν οι λειμώνες, που τολμούν να προταθούν πέρα από τα επιτρεπτά όρια, οι μαστοί, που επινοούν τρόπους να αποδείξουν την εύπλαστη κατασκευή τους, και οι γλουτοί, που καταδεικνύουν την υπόγεια διάθεση των κατόχων τους να μετατραπούν σε δωσιπύγους. Κι όλα αυτά, τα σε άλλη περίπτωση μη δημοσιοποιήσιμα, μέσω του χορού γίνονται έμπροσθεν πολλών ατόμων, και μάλιστα τα άτομα αυτά εκφράζουν τον θαυμασμό τους και τη συμμετοχή τους με παλαμάκια και ποικίλες κραυγές – όπα! και άλα της! και μπράβο! 
  4. Η γλώσσα: Μπορώ να ισχυριστώ ότι ο Κοντολέων χρησιμοποιεί ένα επιτηδευμένο γλωσσικό εργαλείο που είναι χαρμάνι λόγιας πρόζας και λαϊκής κουβέντας. Μέσα σ’ αυτό έχει ενσωματώσει αφ’ ενός αρχαίες ή βυζαντινές λέξεις που αφορούν τον έρωτα και τα παρεπόμενά του και αφ’ εταίρου μόρτικες λέξεις και εκφράσεις της καθομιλουμένης αργκό, σε μια προσπάθεια – πιστεύω – να αποδείξει τη διαχρονικότητα της λογοτεχνικής καταγραφής της σεξουαλικής εμπειρίας. Ανοίγοντας π.χ. το βιβλίο στη σελ.424 διαβάζουμε: Και ποιος σκέφτεται να μιλά για πόρνες και όσους αυτές ακολουθούν – πελάτες, νταβατζήδες, τσατσάδες και σαλάκωνες; Τώρα βασίλευαν οι εξώμιες τραβεστί της Συγγρού, και οι πορνότριβες πλέον δεν εμφανίζονταν, στη θέση τους εποχούμενοι σάθωνες, με τόσο έντονη φλεγμονή που δεν είχαν τον χρόνο να αναμένουν την όποια τελετή, έτρεχαν να εκτονωθούν σε μισοσκότεινες γωνιές, εντός των αυτοκινήτων τους, φορώντας το πουκάμισο και το σακάκι, ίσα που είχαν ανοίξει το φερμουάρ του παντελονιού τους. Θα σας διαβάσω και δυο μικρά αποσπάσματα από την αμέσως επόμενη σελίδα για να αντιληφθείτε ότι ο τρόπος αυτός της γραφής δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Γράφει: Όταν κάθε πρωί επιβεβαιώνεις ότι είσαι ένας ανδροσάθων και ξέρεις παράλληλα το πόσοι ύσσακοι υπάρχουν και το πόσες λειμώνων ψαύσεις έχεις τη δυνατότητα να χαρείς, γιατί να χολοσκάς για ιδέες ασαφείς ή για ιδεολογίες που όσους τους πάρουν από κάτω τούς οδηγούν στα αδιέξοδα του νου, στις στρεβλώσεις της ψυχής και τελικώς στην αγαμία; Και λίγο παρακάτω συνεχίζει: Η εποχή του υιού – του Άρη – είχε το άρωμα του Diorissimo, που πήγαζε από τα τριζάτα μιμαίκυλα της Έλενας. Σταχυολόγησα και κάποιες ακόμα λέξεις για την τέρψη σας: σμόρδωμα, κήδαλον, πύνθος, οίφολον, λειχήνορας, χαλάνδριον, κύθημα, ευμέζεον, ανασυρτόλις, κύσθος, ιθύφαλλον, τερπέκελον, φιλομείραξ, βάμβαλον, οιφόλης κ.λ. Γίνεται αμέσως φανερό ότι ο αναγνώστης είναι αδύνατο να γνωρίζει τη σημασία όλων αυτών των λέξεων, ούτε πάλι ένα γλωσσάρι συνάδει με τη δομή ενός μυθιστορήματος. Η έννοια πάντως των λέξεων αυτών προκύπτει  - τις περισσότερες φορές –  από τα συμφραζόμενα, κι όποιος τέλος πάντων είναι περίεργος και μερακλής, ας ανατρέξει και στα λεξικά, στα οποία εντρύφησε προφανώς επισταμένως και ο συγγραφέας.
  5. Όλες οι σελίδες του βιβλίου είναι διαποτισμένες μ’ ένα ιδιόμορφο χιούμορ, διακριτικό, που πηγάζει όχι μόνο απ’ αυτά που εξιστορούνται αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο λέγονται. Καταλαβαίνετε, τώρα, ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και οι ολοζώντανοι διάλογοι των ηρώων – όπου αυτοί υπάρχουν –  παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία ενός διασκεδαστικού κειμένου, που καταγράφει και ταυτόχρονα διακωμωδεί σοβαρά γεγονότα και καταστάσεις της εποχής μας.
  6. Ο τίτλος τώρα του βιβλίου: ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ . Μου φάνηκε ουδέτερος, ψυχρός για ένα τέτοιο βιβλίο. Τίτλος που θα ταίριαζε σε εγχειρίδιο σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης μαθητών γυμνασίου. Αλλά επειδή ο Κοντολέων δεν είναι κάποιος αδαής – το εναντίον μάλιστα, είναι βαθιά μπασμένος στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και πιάτσα – υπέθεσα ότι ο επίπεδος αυτός τίτλος υπονομεύει χιουμοριστικά το περιεχόμενο. Πάλι όμως δεν με ικανοποιούσε η εξήγηση που εγώ έδινα, γι’ αυτό του τηλεφώνησα ν’ ακούσω τη δική του εκδοχή. Μου είπε, λοιπόν, ότι θεωρεί το βιβλίο του ως μία συνομιλία με το βιβλίο του Φλωμπέρ ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ  (1869), που εγώ δεν έχω διαβάσει, γιατί και τα δύο βιβλία αναφέρονται στα ερωτικά ήθη της εποχής τους. Προσωπικά ικανοποιήθηκα από την απάντησή του, αλλά εξακολουθώ να αναρωτιέμαι πόσοι από τους αναγνώστες μπορούν να γνωρίζουν τη λεπτομέρεια αυτή, αφού δεν υπάρχει ούτε και στο σημείωμα που ο συγγραφέας παραθέτει στο τέλος του βιβλίο του;

                                                                        

 Σημ. Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά τη διάρκεια της παρουσίαση του μυθιστορήματος στη Θεσσαλονίκη, στο βιβλιοπωλείο Παρατηρητής (4/12/2003)