4.6.18

Ο Κώστας Καλημέρης στο literature.gr για την Κασσάνδρα και την Κουπέλα


Η Κασσάνδρα και η Μαύρη Άμμος του Μάνου Κοντολέων και  Ο Άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα του Θανάση Τριαρίδη είναι δύο μυθιστορήματα  που με διαφορά δεκαοκτώ χρόνων (το δεύτερο κυκλοφόρησε σε 1η έκδοση το 2000)  ανταλλάσσουν τις αξίες τους και φωτίζουν μια κρυφή αμφισημία, που διατρέχει τις δυο κορυφαίες ηρωίδες, την μυθική Κασσάνδρα της Τροίας και  την δασκάλα Δομένικα, μια νέα γυναίκα που βγαίνει απ’ το κουκούλι της μαγείας για να υποστηρίξει την ανάγκη να μάθουμε να μπαίνουμε στο μύθο, αναλαμβάνοντας το ρίσκο και τις ευθύνες .
Αυτή η Νέα Κασσάνδρα του Κοντολέων ,τραγική ηρωίδα, αφού εκπαιδευμένη και αφοσιωμένη μάντισσα στο θεό Απόλλωνα, δεν του δίνεται ερωτικά  και ζει μια μαρτυρική ζωή, ζει ρήξεις και ανοίγματα παρόμοια με την αλυσοδεμένη  συμβολικά Δομένικα, που παλεύει να σπάσει τα δεσμά  μιας ζωής προκαθορισμένης.
Και οι δυο ηρωίδες κουβαλούν το Μαγικό Δέρμα του Μπαλζάκ, τη ρητή δηλαδή εντολή να ζήσουν και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους, με τέτοιο μοιραίο τρόπο, ώστε δέρματά τους εκπληρώνοντας τις επιθυμίες τους ,να συρρικνώνονται και να συντομεύουν ταυτόχρονα τις ζωές τους.
Ένα άρωμα της ταινίας Χορωδία ελευθερώνεται στην αίθουσα διδασκαλίας της Δομένικας, όπου το καθοριστικό στοιχείο είναι η αποπλάνηση που προκαλεί στους μαθητές της η δασκάλα, δημιουργώντας ένα ξυπόλυτο τάγμα μυθοποίησης και περιπέτειας, αφού τελικά η φαντασία των μαθητών  ταιριάζει με την προβολή των φαντασιώσεων των νάνων, που ανοίγοντας την κουρτίνα του μυθικού κόσμου, βρίσκουν αυτό που ήδη ήθελαν να ανακαλύψουν και είχαν ήδη τοποθετήσει πίσω της, την ανάγκη για την ύπαρξη της Χιονάτης.
Και τα δύο μυθιστορήματα ασχολούνται με την είσοδο του υποκειμένου στον αντικειμενικό κόσμο, ώστε μέσα σε ένα κόσμο ασύμμετρο και ρευστό, η ζωή μοιάζει με την Μαύρη Άμμο ,δηλαδή  αυτή την επικίνδυνη ζώνη  μέσα στην οποία αντικαθρεφτισμοί  παίζουν με το απροσδόκητο, το αναπάντεχο, το απρόβλεπτο. 
Δεν υπάρχει αληθινή ζωή  που να μην κρύβει ένα βαρύ καυμό, όπως λέει ο Ποντάλις, που να μη στιγματίζεται από άγχος αποχωρισμού και μια αδιάκοπη εργασία έρωτα, πένθους και απώλειας.
Τα δύο αυτά μυθιστορήματα που παίζουν ανάμεσα στον μαγικό και ποιητικό ρεαλισμό, που σε κάθε σελίδα τους παραμονεύει η έξοδος απ’ την ίδια την αφήγηση προς κάτι  Άλλο,  που σε αιφνιδιάζουν με ξαφνικές αντανακλάσεις του φανταστικού, μας δίνουν την εντύπωση πως ίσως, αν παραβλέψει κανείς την δραματική νεοελληνική ιστορία και τις ματωμένες σελίδες της που δέσμευσαν την λογοτεχνία μακριά απ’ το υπερπραγματικό ,  δημιουργώντας ένα πολιτικό, ηθογραφικό χρονικό το οποίο δεν έπρεπε να ξεφύγει απ’ τον ρεαλισμό, ίσως , λοιπόν, αυτό να είναι το μυθιστορηματικό είδος που χάθηκε στον δρόμο, δημιουργώντας μία πεζότητα η οποία είχε πάρει εντολή να μη συναντηθεί με τον μύθο. Ο φόβος της ψευδαίσθησης, η ψευδομαρξιστική αντίληψη πως  η ιδεολογία είναι ψευδής συνείδηση και κατακριτέα, απομάκρυνε την λογοτεχνία από τον αινιγματικό και μυστηριώδη τρόπο  με τον οποίο κείμενα, άνθρωποι και ζωή συνδέονται.
Η Κασσάνδρα και η Μαύρη Άμμος του Κοντολέων  θυμίζει Σολάρις  του Ταρκόφσκι. Είναι ένας χυλός  ενός πανάρχαιου αισθήματος μιας αγεφύρωτης σχέσης μέσα στην καρδιά της ύπαρξης, είναι ένα νοήμον Πεδίο, που μοιάζει με το συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο χρόνια τώρα αφουγκράζεται συνταρακτικά παραληρήματα, απύθμενου βάθους ανθρώπινο σπαραγμό. Η Μαύρη Άμμος είναι μια Βιβλιοθήκη  ενοράσεων και προαισθημάτων, μια ριζική διαμάχη γνώσης, κατανόησης, τέχνης  της πειθούς, διάλογου με τα θύματα των τύψεών μας, τις Ερινύες μας, τα είδωλά μας, με ό,τι δεν θέλουμε να συναντηθούμε, με αυτά που θέλουμε να ξεχάσουμε. Είναι τα πάθη, οι αδυναμίες μας, οι δαίμονές μας, η μάχη μας να εξημερώσουμε το θηρίο μέσα μας. Αυτό είναι και το νήμα που συνδέει την Κασσάνδρα με την Κουπέλα ,  γιατί αυτός ο τεράστιος εσωτερικός  πλανητικός πόνος δεν μπορεί να εξορθολογιστεί πλήρως,  αλλά θα υπάρχει μέσα σε διχασμένους και ερειπωμένους ανθρώπινους κόσμους, μη κατορθώνοντας να συναντηθεί με την ιστορική συνείδηση, η οποία θα μένει πάντα μια ημιτελής ιστορία αγάπης.
Και η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο και  ο Άνεμος  σφυρίζει στην Κουπέλα αναζητούν αυτό που ο Ταρκόφσκι ονόμασε «εσώτερη έννοια του ανήκειν». Αυτή η επιστροφή του ψυχικού παράγοντα στο σώμα, μας υπενθυμίζει και στα δύο μυθιστορήματα πως το αόρατο δεν μπορεί ποτέ να γίνει ορατό χωρίς σωματοποίηση. Κι αυτή την ανάληψη ευθύνης του ρίσκου, αναλαμβάνουν αυτές οι δύο ηρωίδες, σύγχρονες γυναίκες, σημερινές, τονίζοντας τη σχέση που υπάρχει στον προσδιορισμό της θηλυκότητας ανάμεσα στην μάντισσα και δασκάλα. Αυτό δεν είναι μόνο  απόδοση τιμής στην  βασανισμένη γυναίκα , αλλά και μια κριτική του εικονικού, του κορέκτ και της  ασυναισθησίας που κατατρύχουν τους σύγχρονους άνδρες και γυναίκες.
Ο έρωτας, το πάθος, η απώλεια των αναστολών, μας σπρώχνει να μάθουμε να μπαίνουμε στον μύθο, να μη φοβόμαστε την παραμυθία, να μην αγαπάμε εκ του ασφαλούς, να μπαινοβγαίνουμε στον συλλογικό χώρο, να αντιμετωπίζουμε τον αφόρητο κοινωνικό έλεγχο.
Η Κουπέλα είναι ο λόφος  του μύθου, των δαιμόνων και των θαυμάτων, της  εξιχνίασης  του ανορθολογικού, είναι όμως κι ένα αχετυπικό νησί, μια Σπιναλόγκα, ένα ιστιοφόρο που ένα τεράστιο κύμα έριξε πάνω στο βουνό, μαζί με τα αγκαλιασμένα κουφάρια των λεπρών. Είναι ένας Ανεμοδαρμένος Λόφος, που θυμίζει τον Χίθκλιφ της Έμιλυ Μπροντέ,  για τον οποίο ο Καμύ κι ο Τέρι Ήγκλεντον είπαν πως συμβολίζει την κρυμμένη απογοήτευση, την χαμένη επανάσταση,  την  σύγκρουση ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό. Γι’ αυτό παραμένει επίκαιρο το ερώτημα του Ταρκόφσκι, «θα κρυφτούν οι άνθρωποι ή θα μείνουν αληθινοί στους εαυτούς τους?»
Και  το Η Κασσάνδρα  στη Μαύρη Άμμο και το Άνεμος σφυρίζει στηη Κουπέλα είναι μελέτες πάθους, τελετουργιών μετάβασης, ένα οδυνηρό ρέκβιεμ  του απόλυτου και κλειστού «για πάντα», που ανατρέπουν όλες τις ισορροπίες. Οι δυο ηρωίδες ίναι ιέρειες –αμαζόνες που εξεγείρονται ενάντια στη συστημική βία, τον απόλυτο εξορθολογισμό, αποιδεαλιστικοποιούν την κοινότητα, αλλά και το δόγμα, αναλύουν την τρέλα και την  τυμπανοκρουσμένη, υπόγεια υστερία , που βγαίνει πιο μπροστά απ’ το κοινωνικό κατεστημένο, είναι διχασμένες γυναίκες που αποκαλύπτουν τη βία της γλώσσας και την ειλικρινή σχέση με τη γνώση και τη μη-γνώση.  Το πνεύμα τους έχει ενσαρκωθεί. Δείχνει τον κατασκευασμένο και ενδεχομενικό χαρακτήρα της ζωής. Κι όλο αυτό συμβαίνει και με τους ίδιους του συγγραφείς που χωρίς κανένα διδαχτισμό, κρατούν αποστάσεις απ’ τον εξουσιαστικό λόγο.
Και τα δύο μυθιστορήματα είναι τόποι δυνητικής λογοτεχνίας, που ξέρει να πηγαίνει εκεί που από πάντα κάτι της θυμίζει για να ψάξει το Αλλού. Την Διπλή Φλόγα του Οκτάβιο Πας, αλλά και την αληθινή Σπιναλόγκα, την δικαιοσύνη του λόφου-νησιού των αγκαλιασμένων λεπρών,  «γιατί στα χρόνια που ακολούθησαν… στη γούβα της Φωλίτσας  (πάνω στο λόφο της Κουπέλας), ερωτευμένοι γύρεψαν παράφορα αγκαλιάσματα, στερνά φιλιά, επιθανάτιους ρόγχους, προδότες και προδομένοι ξεψύχησαν μαζί,  επαναστάτες έκαναν στάχτη τα μυστικά της ήττας και της μελαγχολίας τους, δολοφόνοι νοστάλγησαν τα δάχτυλα της μάνας τους, κωφάλαλοι ληστές έθαψαν στο χώμα κλειστές κασέλες, τρελοί κι αλαφροίσκιωτοι  έβαλαν το κεφάλι τους μέσα σε τενεκέδες με αναμμένα κάρβουνα, κι έβγαλαν τα μάτια τους με τα ίδια τους τα δάχτυλα………» (Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα).
Αυτές ακριβώς τις εικόνες βλέπει και η Κασσάνδρα, στερημένη τη σεξουαλικότητά της, αλλά και την τέχνη της πειθούς, τον Λόγο, Προνόμιο Αντρικό, υποχρεωμένη να μιμείται παραληρηματικά μια γλώσσα που δεν είχε γεννηθεί ακόμα. «Το μέλλον»,  λέει η Κασσάνδρα, «μοιάζει με ένα άγραφο πάπυρο που ανθρώπινο χέρι δε μπορεί να γράψει τίποτα πάνω του». Και κάπου αναφέρει κάτι που μπορούσε να το πει καθαρά  και η  Δομενίκη, «αγνοούσα ακόμα  πως θα με κούραζε κάθε νόμιμο».
Ο μύθος είναι εργασία πάνω στη διαφορά, είναι αναμετασχηματισμός, ενώ η λογοτεχνία  τα νοσταλγεί  αυτά γιατί είναι η μήτρα της.
Κώστας Καλημέρης

Κριτικός λογοτεχνίας



Πρώτη ανάρτηση:
https://www.literature.gr/o-kostas-kalimeris-grafei-gia-tin-kassandra-sti-mayri-ammo-manos-kontoleon-amp-gia-to-o-anemos-sfyrizei-stin-koypela-thanasis-triaridis/