13.12.24
«Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στη διαμόρφωση της υστεροφημίας των έργων της Πηνελόπης Δέλτα και των επιγόνων της -Ζέη και Σαρή»
«Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στη διαμόρφωση της υστεροφημίας των
έργων της Πηνελόπης Δέλτα και των επιγόνων της -Ζέη και Σαρή»
https://diastixo.gr/epikaira/pinelopi-delta
Η πρώτη μου επαφή με το έργο της Δέλτα έγινε όταν ήμουν στην Ε΄ Δημοτικού, μετά από σύσταση του δασκάλου μου. Ήταν το μυθιστόρημά της Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου.
Αν και το μυθιστόρημα αυτό μου άρεσε, εντούτοις δεν συνέχισα να διαβάζω άλλα έργα της Δέλτα.
Σε μεγάλη πια ηλικία και για λόγους ενημέρωσης γνώρισα το υπόλοιπο έργο της.
Και τότε πια κατάλαβα γιατί ως παιδί δεν είχα θελήσει να ζητήσω από τους γονείς μου να μου αγοράσουν τα άλλα βιβλία της.
Από την ηλικία εκείνη κρατούσα μια απόμακρη στάση προς κάθε τι το ακραιφνώς εθνικιστικό. Και μπορεί η πλοκή στο μυθιστόρημα Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου να μου κράτησε το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά κάτι παράλληλα πρέπει να με κρατούσε και σε μια αναγνωστική απόσταση.
Ως ενήλικος πλέον κατάλαβα πως ήταν ο έντονος εθνικισμός της συγκεκριμένης συγγραφέως.
Αλλά και ως ενήλικος θαύμασα και θαυμάζω την άψογη, εκ μέρους της, χρήση της γλώσσας, όπως και την ικανότητά της να δημιουργεί δυνατούς χαρακτήρες. Δυνατούς μα όχι πολυπρισματικούς.
Όπως επίσης και όλα της τα ιστορικά μυθιστορήματα (αυτά θεωρώ άλλωστε πως κυρίως εδραίωσαν τη φήμη της ως εθνικής συγγραφέως) δεν διαθέτουν μια πολυπρισματική προσέγγιση των θεμάτων τους.
Αναφέρομαι στα δύο από τα τρία πρώτα της βιβλία: Για την πατρίδα (1909) και Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911).
Ενδιάμεσα, και συγκεκριμένα στα 1910, θα κυκλοφορήσει το αλληγορικό μυθιστόρημα Παραμύθι χωρίς όνομα, στο οποίο οι δομές μιας παραμυθιακής αφήγησης υπηρετούν μια αρκετά απλοϊκή άποψη βασιλευόμενης δημοκρατίας.
Αλλά στα δυο ιστορικά της μυθιστορήματα οι περιγραφές είναι απολύτως ρεαλιστικές και τα πρόσωπα που κινούνται στο προσκήνιο της υπόθεσης είναι όλα τους εκπρόσωποι της βυζαντινής άρχουσας τάξης, και είναι για την τάξη αυτή και μόνο που ο αναγνώστης μαθαίνει τα πάθη και τα δεινά όσων σε αυτήν ανήκουν, από τις επιθέσεις των Βουλγάρων. Εκπρόσωποι μεσαίας τάξης, ή και κατώτερης, μάλλον διακοσμητικό ρόλο παίζουν.
Οι αντίπαλοι, δε, μονοσήμαντοι παρουσιάζονται. Τα δικά τους πάθη, μόνο όσα ως μίσος προς τους Βυζαντινούς γνωρίζουμε.
Δεν έχω τον απαιτούμενο χώρο (στο πλαίσιο αυτού του άρθρου) να επεκταθώ περισσότερο, αλλά θα πρέπει να σημειώσω τη βεβαιότητά μου πως η Δέλτα έχει γράψει αυτά τα δύο έργα της απόλυτα επηρεασμένη από τις απόψεις του Ίωνα Δραγούμη.
Η ερωτική αυτή και καθοριστική για εκείνη σχέση κράτησε από το 1905 έως το 1908, όσο δηλαδή σχεδόν είχε διαρκέσει ο Μακεδονικός Αγώνας. Με το τέλος αυτού του αγώνα, μα και της σχέσης της με τον Δραγούμη, η Δέλτα εκδίδει τα δυο πρώτα της έργα.
Τα υπόλοιπα σημαντικά, τουλάχιστον, έργα που θα ακολουθήσουν θα έχουν να κάνουν κυρίως με τις παιδικές και οικογενειακές της αναμνήσεις. Και θα είναι πολύ αργότερα, το 1937, που θα επιστρέψει στο ιστορικό μυθιστόρημα και θα γράψει Τα μυστικά του βάλτου, που και σε αυτό τα αφηγούμενα γεγονότα στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα διαδραματίζονται.
Κι όμως στο ενδιάμεσο διάστημα είχε συμβεί η Μικρασιατική Καταστροφή, για την οποία η Δέλτα συγγραφικά δεν έχει γράψει τίποτε, αν και η κοινωφελής δράση της προς τους πρόσφυγες υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική. Να σημειωθεί πως εκείνη ακριβώς την περίοδο η Δέλτα γράφει το ανολοκλήρωτο τελικό μυθιστόρημα Το γκρέμισμα, που και πάλι με την εποχή του Βυζαντίου ασχολείται. Όπως επίσης δεν φαίνεται –συγγραφικά τουλάχιστον– να ασχολήθηκε με την εξάπλωση του Ναζισμού. Κι όμως, ως άτομο με έντονο πολιτικό ενδιαφέρον και στενή φίλη πολιτικών προσώπων εκείνης της εποχής, θα περίμενε κανείς πως η μυθιστορηματική της φλέβα θα την έκανε να στρέψει την προσοχή της σε γεγονότα που έδειχναν πως θα ήθελαν να υποδουλώσουν και τη χώρα της, μα και να αμφισβητήσουν τα δημοκρατικά ιδεώδη.
Γιατί δεν ασχολήθηκε λοιπόν με τα δυο αυτά θέματα; Η απάντηση –εντελώς προσωπική– που δίνω έχει να κάνει με το γεγονός πως η Δέλτα δεν θέλησε να μιλήσει για μια ήττα των Ελλήνων ούτε και για την αποτυχία των σχεδίων του φίλου της Βενιζέλου – στην ουσία την αποτυχία του οράματος της Μεγάλης Ελλάδας. Παράλληλα παρέμενε τόσο αφοσιωμένη στις απόψεις του Δραγούμη που η συγγραφική της έμπνευση μέχρι τέλους από αυτές επηρεάζεται.
Η Δέλτα πεθαίνει λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Στην ουσία ο θάνατός της ήταν αποτέλεσμα μιας ακόμα αποτυχημένης προσπάθειάς της να αυτοκτονήσει. Στον τάφο της χαράζεται η λέξη ΣΙΩΠΗ – μια λέξη που ήταν και η τελευταία στο τελευταίο γράμμα που ο μεγάλος της έρωτας της είχε στείλει.
Η Δέλτα δημιούργησε το έργο της κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Σε εκείνη την περίοδο η Οθωμανική Αυτοκρατορία έδειχνε με σαφήνεια πως διαλυόταν. Άρα, κίνδυνος για το μέλλον της Ελλάδας δεν ήταν τόσο αυτή όσο η Βουλγαρία, που έδιωχνε κι αυτή από τα εδάφη της τον οθωμανικό ζυγό.
Κάπως έτσι ήταν και οι απόψεις του Δραγούμη. Που η Δέλτα τις ενστερνίστηκε και μέχρι την τελευταία στιγμή τις υπερασπίστηκε.
Κι όταν πλέον μετά την απελευθέρωση και το τέλος του Εμφυλίου η χώρα βημάτιζε δίπλα στους δυτικούς της συμμάχους, το έργο της Δέλτα και η αυτοκτονία της, καθώς στην Αθήνα ακουγόταν ο ναζιστικός βηματισμός, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βασικό λογοτεχνικό εργαλείο διάπλασης εθνικής συνείδησης των νέων γενεών.
Άλλωστε η Δέλτα ανήκε στην άρχουσα τάξη. Η οικογένεια Μπενάκη ήταν από τις οικογένειες εκείνες που ποικιλοτρόπως επηρέαζαν την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Στο πρόσωπο, μα και στο άρτια γλωσσικά δομημένο έργο της Πηνελόπης Δέλτα, η φιλοπατρία θα ενωνόταν με τον αντικομμουνισμό, ακόμα και με την όποια αντιαριστερή ιδεολογία.
Κι όπως ομολογουμένως υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες συγγραφείς για να διεκδικήσουν τον ρόλο του ιδρυτή της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, το έργο της Δέλτα –με τη σαφέστατη, επαναλαμβάνω, ενδιαφέρουσα γλωσσική υπόστασή του– μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως αρχή της ποιοτικής λογοτεχνίας για παιδιά.
Κάπως έτσι και με μια κάπως, ομολογώ, ανορθόδοξη προσέγγιση, επανατοποθετώ την Πηνελόπη Δέλτα στη θέση που ήδη –αλλά για τους λόγους που προανέφερα– κατέχει.
Και αυτές οι σκέψεις μου αυτομάτως με οδηγούν σε ένα άλλο συμπέρασμα: στο πόσο τελικά μπορεί η Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα.
Έγραψα –και όχι τυχαία– κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα. Αλλά θα πρέπει να δεχτούμε πως ένα τέτοιο ρεύμα δεν είναι πάντα και αυτό που διοικεί τη χώρα. Στο δεύτερο τουλάχιστον μισό του 20ού αιώνα και κυρίως στα τελευταία είκοσι πέντε με τριάντα χρόνια του, ως κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα νομίζω ότι είναι εκείνο που μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς ως ρεύμα μιας πλατύτερης αστικής προοδευτικής σκέψης που συχνά εισερχόταν και εντός του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς.
Δεν χρειάζεται παρά να θυμηθούμε την Άνοιξη του ’60, που, αν και βίαια ακρωτηριάστηκε από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, μετά τη σκοτεινή επταετία επανέρχεται με την εμφάνιση νέων κομμάτων, την απελευθέρωση της παρουσίας αριστερών πολιτικών ομάδων, την άνοδο των Σοσιαλιστών και τις σκέψεις και τα έργα που μέσα σε αυτά τα χρόνια γεννήθηκαν – από κάποιους αμφισβητήθηκαν, από άλλους υποστηρίχθηκαν, τελικά άνθισαν και έδωσαν καρπούς. Να φέρουμε π.χ. στον νου τις μελοποιήσεις στίχων του Ρίτσου και του Λειβαδίτη, τις ιδιόμορφα ανατρεπτικές συνθέσεις του Χατζιδάκι σε στίχους του Γκάτσου, αλλά και γενικότερα τα τραγούδια που στηρίχτηκαν σε ποιήματα μεγάλων ποιητών, Ελλήνων και ξένων, κι ακόμα τις καινοτόμες θεατρικές παραστάσεις, τους ναύτες του Τσαρούχη, τις ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου, το πολιτικά βιβλία που εκδόθηκαν, τα ποικίλα νέα περιοδικά που διαμόρφωναν νέες αντιλήψεις, τα Φεστιβάλ Νεολαίων στα διάφορα άλση της πρωτεύουσας, και διάφορα άλλα παρόμοια. Κι αν θυμηθούμε έτσι γρήγορα αυτά όλα, αμέσως μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τη θέση που πιο πάνω σημείωσα: στο πόσο δηλαδή μπορεί η Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα.
Οπότε και κατανοούμε το πώς τη θέση της Πηνελόπης Δέλτα καταλαμβάνουν –χωρίς να την εκδιώκουν από αυτήν– η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή.
Όπως η Δέλτα, έτσι κι αυτές γράφουν σε πολύ καλή γλώσσα, περιγράφουν ζωντανά την πολιτική κατάσταση των ημερών τους, συνθέτουν μυθιστορήματα στα οποία μια νέα μορφωμένη μεσοαστική και με στοιχεία προοδευτικών και αστικά αριστερών απόψεων τάξη πρωταγωνιστεί.
Κι όπως η Δέλτα είχε στενές σχέσεις με πρόσωπα θρύλους της εποχής της, έτσι η Ζέη και η Σαρή έχουν στενές σχέσεις με πολιτικά και πνευματικά –με την ευρύτερη αλλά και όχι μόνο– πρόσωπα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Μα ας μη μείνει ασχολίαστο και το γεγονός πως στα μυθιστορήματα των Ζέη και Σαρή δεν επισημαίνει κανείς όσα παρατηρήσαμε στα έργα της Δέλτα. Στο Το καπλάνι της βιτρίνας, για παράδειγμα, όπως και στο Όταν ο ήλιος –και σε όλα τα άλλα μυθιστορήματα των δυο συγγραφέων– ο εθνικισμός απουσιάζει και οι ήρωες ζούνε την εποχή στην οποία τα έργα γράφτηκαν και με αξιοσημείωτο πλουραλισμό την εκφράζουν.
Θα έλεγα πως μια τέτοια συγγραφική στάση ήταν αναμενόμενη, μιας και από τον μονοσήμαντο εθνικισμό του πρώτου μισού του 20ού αιώνα έχουμε πλέον φτάσει στην εμφάνιση προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων.
Μα ας σταθούμε στην αφορμή συγγραφής αυτού του άρθρου και τελικά ας παραδεχτούμε πως κατά τη διάρκεια της δημιουργικής ζωής τους και οι τρεις αυτές γυναίκες συγγραφείς επίδρασαν στη διαμόρφωση των πολιτιστικών και πολιτικών απόψεων της μέσης κοινής γνώμης πολύ περισσότερο από τον όποιον άλλον Έλληνα συγγραφέα δημιούργησε στις αντίστοιχες χρονικές περιόδους. Γεγονός που φωτίζει και μια άλλη δυναμική των κειμένων για παιδιά και νέους, όταν αυτά γράφονται από επαρκέστατους λογοτέχνες.
Καθώς ολοκληρώνω αυτή τη σίγουρα σύντομη και –επαναλαμβάνω– εντελώς προσωπική άποψή μου πάνω στη σχέση κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος με την προβολή/επίδραση έργων και δημιουργών της Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας, θέλω να τονίσω και να υπογραμμίσω πως με τίποτε δεν επιχειρώ να μειώσω το κύρος των βιβλίων αυτών των τριών συγγραφέων.
Κι αν ως παιδί με κράτησε απόμακρα η Δέλτα, αργότερα χάρηκα όταν διέκρινα πίσω από την εθνική στράτευσή της να σιγοκαίει ένα ερωτικό πάθος. Ως νέος, δε, συγγραφέας θήτευσα, διδάχτηκα, θαύμασα και θαυμάζω τις γραφές των Ζέη και Σαρή.
Αλλά από ένα σημείο και μετά αναζητώ υπόγειες διαδρομές σκέψεων, ακόμα κι αν κινδυνεύω να βρεθώ σε αδιέξοδα. Γιατί βέβαια τα λογοτεχνικά έργα και οι δημιουργοί τους διεκδικούν τη διαχρονικότητά τους όταν αποδέχονται τις επαναγνώσεις τους.
Μα και μια ακόμα σκέψη οφείλω να καταθέσω – έναν προβληματισμό, πιο σωστά.
Καθώς έχουμε ήδη μπει σε εποχές που το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο οι νέοι συγγραφείς γράφουν έχει πάψει να έχει πολιτική ταυτότητα, ποιες ή ποιοι τάχα μπορεί να είναι εκείνοι που θα έρθουν να συγκατοικήσουν με την Πηνελόπη Δέλτα, την Άλκη Ζέη και τη Ζωρζ Σαρή; Θέλω, δηλαδή, να καταθέσω τον προβληματισμό μου στο κατά πόσο οι σημερινοί Έλληνες συγγραφείς παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, που ανάμεσά τους υπάρχουν ιδιαίτερα σημαντικά ταλέντα, θα μπορέσουν να βρεθούν δίπλα στις Δέλτα, Ζέη και Σαρή και το έργο τους να έχει –και να αναγνωριστεί πως έχει– μια δυναμική και πολυδύναμη σχέση με το σύγχρονό του κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.
Μάλλον δεν θα μπορέσουν, μιας και η εποχή μας δεν καλλιεργεί πολιτικές και ιδεολογικές ταυτότητες. Οπότε, από τη σημερινή γενιά των καλών συγγραφέων, είναι πιστεύω κάπως δύσκολο κάποια ή κάποιος να αναδειχθεί σε εκφραστή της εποχής τους. Κι αυτό δεν είναι θέμα ταλέντου. Καθόλου μάλιστα. Απλούστατα οι σημερινοί συγγραφείς –κάθε κατηγορίας– έχουν μια υπαρξιακή μοναχικότητα.
Επομένως, αν κάποιος ή κάποια αναρριχηθεί σε αυτή τη θέση, το πιθανότερο είναι πως θα το πετύχει επειδή θα προέρχεται και θα υποστηρίζεται από τον χώρο της επικοινωνίας.
Στην εποχή των Μέσων Μαζικής Δικτύωσης και της Τεχνητής Νοημοσύνης, που ήδη έχει ανατείλει, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ιδεολογίες, μα ούτε και άτομα που να διαθέτουν, πέρα από ένα σημαντικό πολιτικό προφίλ, και μια καλώς εμπεδωμένη κουλτούρα για να συμπορευθούν και να υποστηρίξουν τους δημιουργούς.
Θα υπάρχουν –υπάρχουν ήδη– άτομα απλώς ικανά να διαχειρίζονται με επάρκεια την αυτοπροβολή τους. Και από αυτά, λοιπόν, θα προέλθει εκείνο που θα μετατρέψει –ψευτίζοντάς το;– το υπάρχον συγγραφικό τρίγωνο σε τετράγωνο; Ας ελπίσουμε και ας ευχηθούμε, τουλάχιστον, να χειρίζονται καλά την ελληνική γλώσσα… Αν και μάλλον ουτοπικό κάτι τέτοιο θα πρέπει να θεωρηθεί, μιας και η ίδια αυτή γλώσσα υποτιμάται από τον διεθνή χαρακτήρα της σχέσης τεχνολογίας και νέων μορφών αφηγήσεων.
Subscribe to:
Posts (Atom)