29.9.24

Βασιλική Πέτσα «Δεν θ΄αργήσω»

Βασιλική Πέτσα «Δεν θ΄αργήσω» Εκδόσεις Πόλις
Στις 15 Απριλίου του 1989, συνέβη η μεγαλύτερη αθλητική τραγωδία της Μεγάλης Βρετανίας, στο γήπεδο Χίλσμπορο του Σέφιλντ, όταν κατά τη διάρκεια του ημιτελικού αγώνα Λίβερπουλ - Νότιγχαμ Φόρεστ για το Κύπελλο Αγγλίας, 96 φίλαθλοι ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου και 766 τραυματίστηκαν. Πάνω σε αυτό το γεγονός που είχε συνταράξει σε πολλαπλά επίπεδα την αγγλική κοινωνία, η Βασιλική Πέτσα στήριξε το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της. Το μυθιστορηματικό παρόν είναι είκοσι χρόνια μετά από το τραγικό συμβάν και η αφήγηση γίνεται από ένα πρόσωπο που ως έφηβος είχε -μαζί με δυο φίλους του- παρευρεθεί στο στάδιο εκείνη τη μέρα. Ο αφηγητής είναι πια ένας άντρας που έχει φτιάξει την δική του οικογένεια. Αλλά που ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από την ένταση των συναισθημάτων που γνώρισε εκείνη τη μέρα. Και που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον χαμό ενός από τους φίλους του. Πέρασε αυτά τα είκοσι χρόνια ζώντας στην ουσία δίπλα σε ένα άλλο πρόσωπο -τον ίδιο του τον εαυτό- που την τύχη του να επιζήσει δεν την προσέλαβε ως δώρο ζωής αλλά ως κάτι το λαθραίο, μια προδοσία. Ίσως και ως μια παράταση επιβίωσης που κάποια στιγμή θα τελείωνε. Στη θέση ή και μαζί με τον φίλο που ποδοπατήθηκε θα έπρεπε να ήταν αυτός ή και αυτός. Στην ουσία η Βασιλική Πέτσα επέλεξε αυτό το τραγικό συμβάν γιατί συνέβη στα 1989, σε μια περίοδο, δηλαδή, όπου η αγγλική εργατική τάξη έχανε όλα τα δικαιώματα της κάτω από τις πολιτικές εφαρμογές του νεοφιλελευθερισμού της Θάτσερ. Ο αφηγητής, λοιπόν, και τα υπόλοιπα πρόσωπα -αγόρια και κορίτσια- που αποτελούσαν την νεανική παρέα εκείνων των χρόνων, συνέχισαν να ζούνε τοποθετώντας σε αποθήκες μνήμης τα όσα έζησαν και κάπως έτσι δημιούργησε ο καθένας το όποιο μέλλον του. Αλλά στην επέτειο των είκοσι χρόνων, ένας από αυτούς -που είχε μεταναστεύσει προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να ξεφύγει από την ασφυξία των αναμνήσεων- ειδοποιεί πως επιστρέφει και αυτό θα είναι η αφορμή για τους νεανικούς του φίλους να αναζητήσουν ένα τρόπο ξεπεράσματος του τραύματος, στην ουσία μια καθυστερημένη επανεκκίνηση της ζωής τους. Μα ο αφηγητής δεν είναι ικανός -μήτε και θέλει- να σχεδιάσει την όποια νέα αρχή. Αισθάνεται πως όλα αυτά τα χρόνια τα είχε περάσει φυλακισμένος -όπως τα καναρίνια στο γκαράζ του σπιτιού του. Και κατά τη διάρκεια εκείνου το πρωινού, μέσα στο ίδιο το γκαράζ θα κλειστεί κι αυτός και ενώ θα ανοίξει την πόρτα του κλουβιού και θα παρακολουθεί το καναρίνι να μην είναι ικανό να αρπάξει την ευκαιρία απελευθέρωσής του, θα ξεκινήσει την αναπόληση -αναδρομή όλης της ζωής του. Για τον ίδιο -όπως και για όλα τα παιδιά της κοινωνικής τάξης του- το ποδόσφαιρο ήταν ένας τρόπος έκφρασης συναισθημάτων και αυτοαναγνώρισης. Και το γεγονός πως αυτός ο τρόπος από όνειρο ζωής έγινε εφιάλτης θανάτου και μάλιστα λόγω ανεπάρκειας ή και αδιαφορίας πολιτικής και κοινωνικής μέριμνας, αποτελεί μια επιβεβαίωση της μη ύπαρξής του. Η μνήμη του χαμένου φίλου δείχνει να αποκτά τη δυναμική συμβόλου. Και τα σύμβολα αξίζει να τα μιμούμεθα. Υπόγεια, αλλά ουσιαστικά πολιτικό, λοιπόν, το μυθιστόρημα αυτό και η Βασιλική Πέτσα με τη γραφή της υπηρετεί αυτή τη διάσταση του έργου. Η αφήγηση αν και πρωτοπρόσωπη δεν υποκύπτει στο μιμητισμό μιας γλώσσας ανθρώπων της εργατικής τάξης. Ο αφηγητής ενώ αναλυτικά αφηγείται τις λεπτομέρειες, παράλληλα ακολουθεί σκέψεις διαχρονικής εμβάθυνσης: «Έκρυβα, αυτό έκανα, προστάτευα ό,τι μπορούσα να σώσω, σε σημεία που θεωρούσα απρόσβλητα: στο μαύρο κουτί της μνήμης. Νόμιζα ότι όλα τα είχα συγκρατήσει, ότι υπάρχουν όλα τα κομμάτια του εαυτού μου, ότι σαν παζλ, όποτε ήθελα, θα μπορούσα να ξανασυναρμολογηθώ, να γίνω ενιαίος. Κοίταζα τη φωτογραφία μας και δεν θυμόμουν πότε την είχαμε βγάλει, δεν θυμόμουν σε ποιον αγώνα, τι είχαμε πει πριν ή μετά, τι είχαμε πιει, αν είχαμε φάει κάτι. Νόμιζα πως με είχα καταχωνιάσει σ΄ένα παρελθόν μονωμένο, όμως η υγρασία σιγά σιγά με έλιωνε, με κατάτρωγε ο σκόρος, έγινα μια τρύπια κουβέρτα και τώρα κρυώνω. ‘Another me’, γι αυτό πάλευα για χρόνια ολόκληρα. Ονειρευόμασταν κάποτε να γίνουμε κάτι, μετά από το Χίλσμπορο θέλησα να είμαι ένας άλλος, έχοντας πάντα για έρμα μου, έτσι νόμιζα, τον προηγούμενο εαυτό μου. Όμως το πλοίο βούλιαζε σιγά σιγά, νερά πλημμύρισαν τα αμπάρια, έγειραν επικίνδυνα τα κατάρτια μου, και τότε μόνο ξεβούλωσα τ΄ αυτιά μου στις Σειρήνες που πίστευα ότι έφταιγαν. Κι έγινα ο Κανένας» Η Βασιλική Πέτσα από ένα σημείο και μετά χωρίς να αδιαφορεί για την ρεαλιστική αναπαράσταση μιας εποχής, παράλληλα προσεγγίζει το θέμα της με στοιχεία υπαρξιακού δράματος. Ως εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια έχει την γλώσσα. Άλλοτε με αγγλικές εκφράσεις του τύπου Come on, mate, now ή Fuck mate , fuck, fuck, fuck κι άλλοτε με παραπομπές στην ελληνική μυθολογία ή στην Οδύσσεια, αναζητά να δει τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης μοίρας, μα και του υπαρξιακού αδιεξόδου. Σίγουρα ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων ετών και αναντίρρητα και από τα λιγότερα ελληνοκεντρικά. (800 λέξεις) Βιβλιοδρόμιο Νέων (29/9/2024)