13.7.25
Αφηγούμαι σημαίνει παραμένω νέος
Αφηγούμαι σημαίνει παραμένω νέος
«Άσε τώρα τα παραμύθια!» λένε αρκετοί και θέλουνε να πούνε με αυτό «Άσε τώρα τα ψέματα!», λες και το παραμύθι είναι ψέμα.
Λοιπόν, όχι! Εγώ στην Άννα, την κόρη μου, λέω πάντα την αλήθεια.
Κάθεται εδώ δίπλα μου, με τον Λούσια τον σκύλο της, ανάμεσα στα πόδια της και με ακούει…
Με ακούει να της αφηγούμαι για νεράιδες και ξωτικά, για ζώα που μπορούν να γελάνε, για λουλούδια που χορεύουν, για πουλιά που αγαπούνε… Και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει η αλήθεια. Μια αλήθεια ντυμένη στα χρώματα της φαντασίας. Και γι’ αυτό πιο ζωντανή, πιο μαχητική, πιο γνήσια.
Στην Άννα και σε μένα αυτή η αλήθεια αρέσει. Το ίδιο και στον Λούσια.
Τους μιλώ, λοιπόν, γι αυτήν, γράφοντας παραμύθια.
Με αυτά τα λόγια προλόγιζα -ήταν το μακρινό 1980- ένα από τα πρώτα μου βιβλία με παραμύθια, το «Η Άννα και το τζιτζίκι» (Εκδόσεις Καστανιώτη).
Λόγια που εξέφραζαν μια άποψη -μια στάση ζωής πρέπει πιο σωστά να πω- που από τότε και μέχρι σήμερα πιστεύω και απόλυτα ακολουθώ.
Γιατί η κάθε αφήγηση είναι ένας μύθος και μέσα από τον κάθε μύθο που αφηγείσαι (προφορικά ή γραπτά) όχι μόνο εκφράζεις την αλήθεια σου, αλλά και την μοιράζεσαι με άλλους. Μικρούς και μεγάλους.
Τελικά είναι η φαντασία που μας κρατά ζωντανούς και νέους.
Μπορεί το σώμα να φθίνει, να ρυτιδιάζει το δέρμα, κάποια όργανα να δυσλειτουργούν, αλλά ο νους παραμένει πάντα νεανικός, δημιουργικός. Θέλει πάντα να ανακαλύπτει κάτι νέο. Πέρασα όλη την ενήλικη ζωή μου αφοσιωμένος στη γραφή.
Είμαι από εκείνους τους ιδιαίτερα παραγωγικούς συγγραφείς.
Πολλά, πάρα πολλά είναι τα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει με την υπογραφή μου. Τα περισσότερα ανήκουν στην κατηγορία της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους. Κι αυτό γιατί αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, θα πρέπει να ομολογήσω πως αναζητώ την επαφή με άτομα μικρών ηλικιών, αναζητώ τις ευκαιρίες να χρωματίσω με ζωηρές αποχρώσεις τις ενήλικες σκέψεις μου, με τα ξαφνιάσματα που έχουν οι σκέψεις των παιδιών.
Και, πιστέψτε με, δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί κάτι παρόμοιο δεν κάνουν και άλλοι συγγραφείς.
Το να μπορείς -χωρίς να αποποιείσαι την εμπειρία σου- να επανανακαλύπτεις τον κόσμο είναι χάρισμα και δώρο.
Χάρισμα και δώρο που κάνεις εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου.
Αλλά όχι μόνο για εμάς τους συγγραφείς. Χάρισμα και δώρο του κάθε ηλικιωμένου.
Όλοι αναγνωρίζουμε το πόσο σημαντική είναι η παρουσία ενός παππού ή μιας γιαγιάς στη σωστή ανάπτυξη του παιδιού.
Μα ξεχνάμε να υπενθυμίσουμε και το πόσο σημαντικό είναι και για τον ίδιο τον ηλικιωμένο να έχει δίπλα του ένα εγγόνι.
Με ρωτάνε συχνά -ιδίως τα παιδιά στις τάξεις που επισκέπτομαι- γιατί γράφω παραμύθια και ιστορίες για μικρούς αναγνώστες.
Τα κοιτώ -κοιτώ γύρω μου καμιά εικοσαριά φρέσκα προσωπάκια, κοιτώ τα ανήσυχα ή τρυφερά βλέμματά τους και τους ζητώ να ρίξουν κι αυτά μια ματιά ολόγυρά τους. Να δούνε τις δικές τους εικόνες, έτσι όπως εγώ τις βλέπω.
Και στη συνέχεια τα ρωτώ: «Λοιπόν, λέτε να μου άρεσε περισσότερο αντί να έχω ολόγυρά μου τα δικά σας φωτεινά πρόσωπα, τις ματιές σας που είναι έτοιμες να ξεκινήσουν ταξίδια, να έχω απέναντί μου πρόσωπα σκυθρωπά, πρόσωπα που έχουν κουραστεί και που κανένα πλέον όνειρο δεν τα ερεθίζει;»
Τα παιδιά, τότε, μου χαμογελούνε. Συμφωνούν μαζί μου.
Και θυμάμαι μια φορά ένα αγόρι -της Τρίτης Δημοτικού πρέπει να ήταν- που στράφηκε και με ενημέρωσε: «Εγώ κ. Κοντολέων, μόλις θα πάω σπίτι μου, θα τρέξω να βρω τον παππού μου και θα του ζητήσω να φτιάξουμε μαζί ένα παραμύθι… Και μετά να το σχεδιάσουμε…»
Έτσι μου δήλωσε εκείνο το αγοράκι.
Κι εγώ του πρότεινα «Και στη συνέχεια να το ζήσετε μαζί… Εσύ ο δεκάχρονος με εκείνο τον εβδομηντάχρονο!»
Το αγόρι κούνησε το κεφάλι και μου χαμογέλασε.
Ελπίζω και εύχομαι ότι μου είπε πως θα έκανε με τον παππού του, να το έκανε.
Το ελπίζω και το εύχομαι… Κυρίως για τον παππού.
https://justanumber.gr/afigoymai-simainei-parameno-neos-m/
6.7.25
«Κόντρα ρόλος» -θα μπορούσε να ήταν και ο τίτλος μιας αυτοβιογραφίας μου
«Κόντρα ρόλος», λοιπόν ο τίτλος του τελευταίου μου μυθιστορήματος που από τις αρχές Ιουλίου του 2025 βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Θα είναι το δέκατο πέμπτο μυθιστόρημά μου που απευθύνεται εκδοτικά σε ενήλικο κοινό. Οι τίτλοι όλων των προηγούμενων από εμένα είχαν επιλεγεί. Και όπως όλοι οι τίτλοι επιχειρούν, έτσι κι εκείνοι περιγράφανε με δυο, τρεις λέξεις το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος ή κάτι σχετικό με την προσωπικότητα του ήρωα ή της ηρωίδας.
Αλλά για πρώτη φορά ο τίτλος ‘Κόντρα ρόλος’ αφορά τόσο τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος όσο και εμένα τον ίδιο.
Ναι, ακριβώς αυτό -μιας και σε ολόκληρη τη ζωή μου ένα ‘κόντρα ρόλο’ ερμηνεύω.
Κι αυτό το συνειδητοποίησα αφού πρώτα είχε γίνει η επιλογή του τίτλου.
Έτσι όπως τον είχα πληκτρολογήσει και τον κοιτούσα, ξαφνικά φαντάστηκα πως θα μπορούσε ο τίτλος αυτός να ήταν και τίτλος μιας αυτοβιογραφίας μου (αν ποτέ αποφασίσω να την γράψω).
Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή.
Οι γονείς μου μου θα θέλανε να είχα γεννηθεί κορίτσι. Ήταν γιατί ο πατέρας μου, περίπου δέκα χρόνια πιο πριν και με τραγικές συνθήκες, είχε χάσει σε δυστύχημα των γυναίκα του και την επτάχρονη κορούλα του.
Μέσα από τον δεύτερο γάμο του είχε την ελπίδα πως μαζί με μια νέα σύντροφο θα αποκτούσε και μια νέα κόρη. Και η νέα του σύντροφος -η μητέρα μου- δεν είχε λόγο να μην έχει την ίδια με εκείνον ελπίδα.
Αλλά εγώ ‘προτίμησα΄ να γεννηθώ αγόρι. Και να ξεκινήσω τη ζωή του με ένα ‘κόντρα ρόλο’: στη θέση ενός επιθυμητού θηλυκού πλάσματος υποκατάστατο ενός άδικα χαμένου κοριτσιού, έπαιξα τον ρόλο ενός αρσενικού διαδόχου και μάλιστα πρωτοεμφανιζόμενου στο οικογενειακό πάλκο.
Και μπορεί να πέρασα την παιδική μου ηλικία παίζοντας με τα αγαπημένα μου μολυβένια στρατιωτάκια και ζητώντας να φοράω στις Απόκριες στολές ιππότη ή καουμπόυ, αλλά απέφευγα να κυλιέμαι στα χώματα παλεύοντας με τα αγόρια της ηλικίας μου. Η μητέρα μου έκανε φιλότιμες, αλλά και ανεπιτυχείς, προσπάθειες να με κάνει να αγαπήσω τις μεταλλικές κατασκευές του Μεκανό, μιας κι εγώ προτιμούσα να σχεδιάζω στα μπλοκ μου τις υποψήφιες Σταρ Ελλάς που τις φωτογραφίες τους έβλεπα στην ‘Απογευματινή’ του έφερνε στο σπίτι ο θείος.
Στο σχολείο οι ώρες της Γυμναστικές ήταν για μένα αγχωτικές -τη μακριά γαϊδούρα ποτέ δεν την πήδηξα και θεωρούσα γελοία τα άλλα παιδιά καθώς κουνούσαν πάνω από κεφάλι τους τα χέρια τους προσπαθώντας να εμποδίσουν τους συμμαθητές τους να σημαδέψουν με την μπάλα το καλάθι κατά τη διάρκεια των αγώνων μπάσκετ.
Μου άρεσαν τα μοναχικά παιχνίδια που μπορούσα να αναπτύσσω μια δημιουργική όσο και προσωπική φαντασία -ένα παλιό βαρέλι γινότανε ο ελέφαντας του Ταρζάν και η κληματαριά ο δράκος που κρατούσε φυλακισμένη την βασιλοπούλα / τσαμπί σταφυλιού που εγώ με το σπαθί μου θα την απελευθέρωνα /έκοβα.
Και βέβαια λάτρευα με πάθος τα βιβλία –όλα τα βιβλία, κάθε μορφής εξιστόρηση. Κι εδώ, στις αναγνωστικές μου επιλογές, ένας ‘κόντρα ρόλος’. Πάντα προτιμούσα τη αγέρωχη βασίλισσα του χιονιού από την γλυκιά Γκέρτα. Και μετέφερα τις προτιμήσεις μου αυτές στην καθημερινή ζωή μου -μου άρεσαν τα δυναμικά κορίτσια περισσότερο από τα τρυφερά και υποταγμένα στους κανόνες των μαμάδων τους.
Μα ενώ ήμουνα μέγας λάτρης της λογοτεχνίας, ήμουνα φοβερά ανορθόγραφος, μισούσα το συντακτικό, οι εκθέσεις μου δεν ικανοποιούσαν τους φιλολόγους μου, ενώ αντίθετα -κι άλλος ‘κόντρα ρόλος’- ήμουνα πολύ καλός στα μαθηματικά και στην τριγωνομετρία.
Τί θα σπούδαζα; Όνειρο μου να γίνω συγγραφέας και κριτικός. Μα επέλεξα την σταθερή λογική της Φυσικής Επιστήμης. Ένα ακόμα ΄κόντρα ρόλος’.
Πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια όχι με την παθιασμένη αναρχία ενός φοιτητή, αλλά με τη συνέπεια ενός μαθητή που δεν έπρεπε να μείνει σε κανένα μάθημα. Και στη βιβλιοθήκη μου -άλλος πάλι ‘κόντρα ρόλος’- δίπλα στη Μηχανική και τον Ηλεκτρισμό, οι ‘Ακυβέρνητες Πολιτείες’ του Τσίρκα και οι ‘Ποιητική Ανθολογία’ του Αποστολίδη.
Στον στρατό κατάφερνα να αποφεύγω την χαρτοπαιξία με τους άλλους δόκιμους αξιωματικούς και βυθιζόμουνα στους ‘Πανθέους’, ενώ σχεδίαζα να φτιάξω μια σταθερή δική μου οικογένεια.
Κι έτσι ενώ μουρμούριζα του στίχους του Καβαδία «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», παντρευόμουνα και έβρισκα εργασία στην Ολυμπιακή Αεροπορία.
Οπότε, να ένας ακόμα ‘κόντρα ρόλος’.
Είχα πλέον μια σταθερή και χωρίς απαιτήσεις εργασία, άρα ήμουνα έτοιμος να εισέλθω στην περιοχή της λογοτεχνικής συγγραφής -κόντρα σε όλα τα προηγούμενα, δεν εγκατάλειπα τα όνειρό μου. Μα αντί για κάτι τέτοιο, πήρα την απόφαση να παίξω έναν άλλον ‘κόντρα ρόλο΄-αυτόν του πατέρα.
Κι όμως εδώ, η τάση μου να επιλέγω ‘κόντρα ρόλους’ με βοήθησε λες και μ΄ έκανε να ανακαλύψω ένα τρόπο συνδυασμού της πατρικής αγάπης με τη λογοτεχνική έκφραση.
Και να πως ξεκινώ να γράφω και να εκδίδω τα πρώτα μου βιβλία που ήταν όλα τους για παιδιά. Αλλά και ως συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας ‘κόντρα ρόλο΄ αποφασίζω να παίξω. Τα παιδικά βιβλία μου μιλάνε για απελευθερωτικούς αγώνες, αντιστάσεις σε αυταρχικά πολιτεύματα, για απεργιακές κινητοποιήσεις.
Πολύ σύντομα, πάντως, θα επιστρατεύσω και την μόνιμη αγάπη μου για τη λογοτεχνία των ενηλίκων και θα εκδοθούν τα πρώτα μου βιβλία και σε αυτό το είδος.
Και η συγγραφική ταυτότητα μου πλέον θα είναι μια δυναμική ενσάρκωση ‘κόντρα ρόλων’.
Ο γνωστός συγγραφέας και ο άσημος υπάλληλος* ο συγγραφέας που γράφει για παιδιά και ο συγγραφέας που γράφει για ενήλικες -όλοι τους ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο ένας σε ‘κόντρα ρόλο΄ ως προς τον άλλον.
Στοιχείο πλέον της ιδιωτικής και δημόσιας ταυτότητάς μου.
Αποδεχτό και από τους άλλους;
Οι ηθοποιοί που επιλέγουν να ερμηνεύσουν ‘κόντρα ρόλους’ δεν είναι εύκολο να γίνουν από ένα πλατύ κοινό αποδεχτοί και με τους δυο ρόλους τους. Η κοινωνία μας, γενικότερα, θέλει ξεκάθαρες τοποθετήσεις. Το κάθε τι που αυτό το ξεκάθαρο δείχνει να το αμφισβητεί, παράλληλα και εισπράττεται ως επικίνδυνο ή ως έκφραση τσαρλατανισμού.
Καιρό τώρα δεν με ξαφνιάζει πως οι περισσότεροι από όσους γράφουν για παιδιά αγνοούν τα βιβλία μου για ενήλικες, όπως και όσοι γράφουν ή κρίνουν την ‘ενήλικη λογοτεχνία’ απαξιώνουν να ασχοληθούν με τα ‘ενήλικα’ μυθιστορήματα και διηγήματά μου.
Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς -η παλιά ρήση πάντα εν ισχύ… Ακόμα και στην εποχή της ΑΙ.
Το ίδιο συμβαίνει, άλλωστε και σε άλλους τομείς. Ένας από αυτούς και εκείνος που έζησε ο ήρωας του τελευταίου μου μυθιστορήματος. Δεν πρόκειται περισσότερα πάνω στην υπόθεση να γράψω (spoiler δεν θα κάνω), αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως λογικό είναι τελικά να οδηγείται στην απομόνωση. Μα και να με οδηγήσει να στηρίξω πάνω του τον τίτλο του τελευταίου μου μυθιστορήματος. Και παράλληλα -η εκδίκηση του δημιουργήματος στον δημιουργό του- να με κάνει να κατανοήσω το γιατί συγγραφικά είμαι κι εγώ απομονωμένος (προσοχή: την λέξη ‘απομονωμένος’ χρησιμοποίησα, όχι κάποια άλλη, ας πούμε ‘απογοητευμένος’ ή ‘αποτυχημένος’).
«Κόντρα ρόλος», λοιπόν, ο τίτλος του τελευταίου μου μυθιστορήματος.
«Κόντρα ρόλος» θα μπορούσε να ήταν και ο τίτλος της αυτοβιογραφίας μου.
Ναι, αν ποτέ αποφασίσω να την γράψω, έτσι και με απόλυτη συνείδηση, αυτόν τον τίτλο θα της δώσω.
Καλό καλοκαίρι
Μάνος Κοντολέων
https://diastixo.gr/en/aprosopo-2/24891-manos-kontoleon-a-prosopo
1.7.25
Αλέξης Πανσέληνος «Ξεχασμένες λέξεις»
Αλέξης Πανσέληνος
«Ξεχασμένες λέξεις»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Θεωρώ πως ο κριτικός λόγος είναι ένας δευτερογενής λόγος. Ή πιο σωστά ένα διαμεσολαβητικός λόγος.
Ο κριτικός -κατά την άποψή μου πάντα- θα πρέπει να λειτουργεί διαμεσολαβητικά ανάμεσα στο λογοτεχνικό έργο και τον αναγνώστη. Και επειδή, βέβαια το λογοτεχνικό έργο έχει πατρότητα, ο κριτικός αξίζει να προσπαθήσει να διακρίνει τις προθέσεις του συγγραφέα στη διαδικασία δόμησης του έργου. Οπότε και η τελική κρίση του θα πρέπει να είναι ένας συνδυασμός συγγραφικών προθέσεων και αναγνωστικών εμπειριών.
Κάτω από αυτό το σκεπτικό επιχειρώ να καταγράφω τις απόψεις μου και βέβαια θα πρέπει να προσθέσω πως τα λογοτεχνικά έργα για τα οποία γράφω τις σκέψεις μου, είναι έργα που θεωρώ ότι για τον ένα ή τον άλλο λόγο η έκδοση τους είχε νόημα μιας και η καλλιτεχνική τους υπόσταση είναι σημαντική. Άλλωστε γιατί κανείς να θελήσει να ασχοληθεί με ένα λογοτεχνικό κείμενο που δεν του αναγνωρίζει αισθητική επάρκεια;
Θεώρησα -καιρό τώρα ήθελα να το κάνω- πως θα έπρεπε να καταθέσω τον τρόπο με τον οποίον πρώτα επιλέγω τα βιβλία για τα οποία θα γράψω ένα ‘κριτικό’ (ας αποδεχτούμε για λόγους πρακτικούς τον όρο) σημείωμα και στη συνέχεια το τι προσπαθώ γι αυτά να καταγράψω.
Και η ευκαιρία μου δόθηκε μετά την ανάγνωση του τελευταίου μυθιστορήματος του Αλέξη Πανσέληνου «Ξεχασμένες λέξεις».
Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Θεωρώ τον Πανσέληνο ως τον πλέον στιβαρό σύγχρονο πεζογράφο μας- (δίπλα του τοποθετώ και τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη, χωρίς να αγνοώ και τα 13 χρόνια που ο πρώτος είναι μεγαλύτερος του δεύτερου).
Ο Αλέξης Πανσέληνος, κυρίως με τα μυθιστορήματά του, έχει συνδέσει το ατομικό στοιχείο με το κοινωνικό, το ελληνικό με το ευρωπαϊκό. Και παράλληλα έχει καταγράψει την ικανότητά του να στήνει ζωντανούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες και να συνθέτει ενδιαφέρουσες πλοκές.
Παρόμοια και τα όσα έχουν προικιστεί οι «Ξεχασμένες λέξεις»;
Απαντώ ναι, αλλά σπεύδω και να σημειώσω πως η δική μου προσωπική ανάγνωση έχει σταθεί κυρίως σε μια άλλη θεματική εστίαση -αυτή της εμπλοκής του ήρωα ‘σε μια υπαρξιακή κρίση που αντανακλά την κλεψύδρα του χρόνου που σώνεται’, όπως εύστοχα έχει σημειώσει στο δικό του κριτικό σημείωμα ο Κώστας Κατσουλάρης ( www.bookpress, 30/4/2025).
Με άλλα λόγια, ο Πανσέληνος (γεννημένος το 1943) αφήνει τον αναγνώστη να υποψιαστεί πως αν και η ζωή του κεντρικού ήρωα και αφηγητή δεν είναι και τόσο ταυτισμένη με τη δική του, εντούτοις η ταύτιση υπάρχει και μάλιστα σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό που έχει να κάνει με τον τρόπο που ένας συγγραφέας αναστοχάζεται πάνω στα όσα οι άνθρωποι της γενιάς του ζήσανε και αυτός ο αναστοχασμός διατηρεί ως κέντρο του το άτομο και βάζει στο περίγυρο τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα.
Οι αλλαγές που οι τόποι υφίστανται καθώς περνούνε τα χρόνια παρακολουθούνται και από τις ατομικές περιπτώσεις κάθε ανθρώπου και ενώ το μέλλον του καθενός μας μετά το στιγμιαίο πέρασμά του από το παρόν, μετατρέπεται σε αμετάκλητο παρελθόν, εκείνο που μας κινητοποιεί την ενδοσκόπηση είναι η αναζήτηση μιας ταυτότητας που καθώς ολοκληρώνεται παράλληλα και αφήνει πίσω της… ξεχασμένες λέξεις.
Με συγγραφική μαεστρία, αυτήν την συνθήκη ο Πανσέληνος την μετατρέπει σε ένα μυθιστόρημα όπου ο ήρωάς του έχει ίδια σχεδόν ηλικία με τη δική του* κι εκείνος όπως και ο ίδιος ζήσανε όλα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη τα τελευταία ογδόντα χρόνια -από την Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο έως την Χούντα, από την Μεταπολίτευση έως την πτώχευση και τη διάψευση μιας ελπίδας δημιουργίας ελληνικού κράτους, ισότιμου με τα άλλα ευρωπαϊκά.
Και μπορεί ο κεντρικός χαρακτήρας να θεωρεί πως με τις αποφάσεις του -από νωρίς είχε βάλει ως στόχο του να σπουδάσει και να εργαστεί στο εξωτερικό- εκείνος κατάφερε να ξεφύγει από τη μιζέρια που του κληροδοτούσε η προηγούμενη γενιά, αλλά τελικά θα ανακαλύψει πως όλα όσα έχουν στη ζωή του συμβεί στηρίχτηκαν πάνω σε ένα ηθικό συμβιβασμό των γεννητόρων.
Υπάρχει η πιθανότητα κάποιον παρόμοιο συμβιβασμό κι αυτός ο ίδιος να μην απέφυγε;
Η ερώτηση και μαζί της η απάντηση δίνεται στις τελευταίες προτάσεις το έργου: «Αλλά για να πω την αλήθεια, η προοπτική μιας δεύτερης ζωής μετά τον θάνατο μου φαίνεται κάπως τρομαχτική. Μία αρκετή είναι. Καλά ήταν ως εδώ».
Έχουμε, λοιπόν, μια ‘πλάγια’ και ‘συμβολική’ αυτοβιογραφία;
Δεν θα το απέκλεια, αν και από την άλλη αναγνωρίζω πως κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει στον αναγνώστη του ο Πανσέληνος.
Προτιμά να περιγράψει μέσω των λέξεων που δεν έχουν ξεχαστεί, το πορτραίτο ενός επιτυχημένου επαγγελματικά άνδρα, που επέλεξε να ζει χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις, που αφέθηκε με εμπιστοσύνη στην εύνοια της τύχης, ενώ παράλληλα ξοδεύει -με συγγραφικό πείσμα και κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι στον ίδιο του τον εαυτό- πολλές σελίδες του μυθιστορήματος του για να αφηγηθεί σαρκικές απολαύσεις που στην ουσία είναι και οι απέλπιδες προσπάθειες του ήρωα να συναντηθεί με ότι σε όλη του τη ζωή είχε προσπαθήσει να αποφύγει -την συντροφικότητα.
Αλλά -να και μια ακόμα διάσταση αναγνωστικής προσέγγισης- κάπως έτσι δεν διαμορφώθηκε η ζωή και ολόκληρης της χώρας από τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο έως τις μέρες μας; Με λέξεις που δεν εγγράφτηκαν στη μνήμη, με υποχρεώσεις που δεν αναγνωρίστηκαν, με πάθη που δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν απογόνους, με συλλογικές παραπλανήσεις και ατομικές αποπλανήσεις.
Εν τέλει το «Ξεχασμένες λέξεις’ μπορεί πολλαπλά να διαβαστεί. Και ως η σε πρώτο πρόσωπο ιστορούμενη βιογραφία ενός έλληνα που υπηρέτησε το ευρωπαϊκό όνειρο χωρίς ποτέ να το κάνει δικό του, αλλά και ως η μόνιμα καρκινοβατούσα πορεία μιας χώρας που δεν θέλησε να σταθεί με ειλικρίνεια απέναντι σε ένα καθρέφτη και να δει λάθη, παραλείψεις, αδιέξοδες επαναστάσεις.
Όλα αυτά ενσαρκωμένα με την επιλεκτική τεχνική ενός μάστορα του γραπτού λόγου, που ασφαλώς και δεν αντέχει όποιες λέξεις ξεχαστήκανε, να έχουν και οριστικά λησμονηθεί.
(920 λέξεις)
https://www.hartismag.gr/hartis-79/biblia/lekseis-poi-diavazontai-pollapla
Subscribe to:
Posts (Atom)