13.2.10

Τα είπαμε ευπώλητα και λύσαμε το πρόβλημα



"Ποιος ο λόγος να δημοσιεύονται οι κατάλογοι με τα βιβλία που πουλάνε περισσότερο;" ρωτούσα -χρόνια πριν- το φίλο μου Γιώργο Γαλάντη, εκδότη και τότε όπως και τώρα του "Διαβάζω", αλλά εκείνη την περίοδο και διευθυντή του.
"Μα είναι μια πληροφορία που αναδημοσιεύουν όλες οι εφημερίδες και τα άλλα διάφορα έντυπα κι έτσι έμμεσως διαφημίζεται και το περιοδικό μας" μου είχε απαντήσει.
Σωστή εμπορική κίνηση. Κι αν τους καταλόγους με τα best sellers δεν τους είχε ξεκινήσει το "Διαβάζω" κάποιο άλλο έντυπο θα είχε βρεθεί να φέρει και στην Ελλάδα μια αμερικάνικη, στην αρχή, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, στη συνέχεια, συνήθεια.
Αλλά εγώ, τόσα χρόνια τώρα, εξακολουθώ να αναρωτιέμαι ποιος ο λόγος ύπαρξης αυτών των καταλόγων.
Ως σύμβουλος εκδοτικού οίκου με ενδιαφέρει πολύ να γνωρίζω και το τρόπο που το κοινό αντιδρά στις επιλογές μας.
Αν ήμουνα, δε, και ο ίδιος εκδότης, ασφαλώς και θα ήθελα σε κάποιο συρτάρι του γραφείου μου να έχω αναφορές για τα γούστα της αγοράς. Μα κάτι τέτοιο θα το ήθελα ακόμα κι αν δεν ήμουνα παραγωγός βιβλίων, αλλά και του όποιου άλλου προϊόντος.
Όμως ως αναγνώστης -που σημαίνει ως ένα μέλος αυτού του μεγάλου και ανώνυμου κοινού- δεν θα ήθελα μια τέτοια ενημέρωση.
Δεν θα την ήθελα γιατί έχω μάθει στη λογοτεχνία να θεωρώ πως σημασία δεν έχει η γνώμη των πολλών, αλλά των λίγων και ίσως ούτε καν αυτών των ελαχίστων, μα η δικιά μου και μόνο.
Μετά από κάποια χρόνια, μας έπιασε η μανία μας με την ελληνικότητα και μεταφέραμε τον όρο στη δική μας γλώσσα -Ευπώλητα, τα είπαμε.
Αλλά είτε με την ξενόφερτη ονομασία, είτε με την ελληνική, το φαινόμενο έχει κάνει τη ζημιά του.
Οι αναγνώστες έχουν μετατραπεί σε καταναλωτές και οι συγγραφείς (στην πλειονοτητά τους) αναζητούν με χτυποκάρδι να δούνε αν το τελευταίο τους βιβλίο μπαίνει ή δεν μπαίνει στη λίστα. Κι όταν μπαίνει παριστάνουν τους αδιάφορους μεν, μα θετικά προσκείμενους στο φαινόμενο κι όταν δεν μπαίνει παριστάνουν πάλι τους αδιάφορους, μα τώρα αρνητικά προσκείμενους.



Και στα βιβλιοπώλεια (που όλο πληθαίνουν τα γιγάντια και όλο λιγοστεύουν τα μικρά) μόλις ο υποψήφιος αναγνώστης - αγοραστής εισέλθει, βομβαρδίζεται με τις στοίβες των βιβλίων που είναι στις πρώτες θέσεις κάποιας λίστας ευπωλήτων.
Και σε κάποια, μάλιστα, βιβλιοπωλεία απ΄ όπου περνούν πολλοί υποψήφιοι αγοραστές μυθιστορημάτων, βιβλία που δεν έχουν ένα μίνιμουμ αριθμό πωλήσεων σε συγκεκριμμένο χρονικό διάστημα, αμέσως φεύγουν από τα ράφια.
Ομολογώ πως με τα τούτα και με τα κείνα οι πωλήσεις των βιβλίων έχουν αυξηθεί. Μα πόσο πια σπάνια ανακαλύπτουμε βιβλία νέα που δείχνουν πως προορίζονται να αγνοήσουν το στοίχημα της επικαιρότητας και να αποκτήσουν μια διαχρονική αξία! Κι αν υπάρχουν, αν γράφονται (γιατί στ΄ αλήθεια ακόμα γράφονται) κάτι τέτοια έργα, αδύνατον να τα ανακαλύψεις εύκολα. "Το κακό νόμισμα διώχνει το καλό" έλεγε ένα παλιός φίλος. Και στη εποχή μας με τα έντονα οικονομικά προβλήματα, τον θυμήθηκα και με τρόμο αναλογίστηκα μήπως και "...το κακό βιβλίο διώχνει το καλό;"

11.2.10

Αναζητώντας στον σπαρμένο βάλτο

Η ελληνόγλωσση πεζογραφική αφήγηση στον 19o και στον 20ό αιώνα:

ο προγραμματικός αναχρονισμός και οι φυγόκεντρες αποκλίσεις




ΚΥΚΛΟΣ ΣΕΜΙΝΑΡΙΩΝ από τον Θανάση Τριαρίδη
http://www.triaridis.gr/keimena/keimE031.htm


Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2010





Έχουν προηγηθεί την τελευταία τριετία (από το φθινόπωρο του 2007) άλλοι εφτά κύκλοι σεμιναρίων με θέματα ευρωπαϊκού πολιτισμού και ελληνικής λογοτεχνίας (η ιταλική αναγέννηση * η ενοποιητική αφήγηση της Δύσης * η τραγωδία * η πορνογραφική αφήγηση στη Δύση * η ελληνική ποίηση στον 20ο αιώνα).



Και αυτός ο κύκλος σεμιαναρίων διοργανώνεται από το βιβλοπωλείο ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ (Γιώργος Αλισάνογλου, Εθν. Αμύνης 14, τηλ. 2310 220545) και θα γίνει επί 6 συνεχόμενες Τετάρτες (24 Φεβρουαρίου * 3 Μαρτίου * 10 Μαρτίου * 17 Μαρτίου * 24 Μαρτίου * 31 Μαρτίου 2010) στις 7.00 με 9.00 μμ, στο CAFÉ-BAZAAR στην Πλατεία Άθωνος (Παπαμάρκου 34, τηλ. 2310 241817), στη Θεσσαλονίκη.



Η τιμή συμμετοχής (περιλαμβάνει και τα 6 σεμινάρια και, όπως πάντα, δίνεται απόδειξη) είναι 100 ευρώ – για φοιτητές-σπουδαστές 50 ευρώ – κι αν κάποιος δεν έχει, δεν πειράζει.



Μπορείτε να δηλώσετε συμμετοχή στα τηλέφωνα 6937 160705, 2310 232058, 2310 220545 να μου στείλετε e-mail στο thanasis@triaridis.gr



Ακολουθεί το πρόγραμμα των σεμιναρίων και ένα (μάλλον φλύαρο) συνοδευτικό κείμενό μου…





***



Αναζητώντας στον σπαρμένο βάλτο



Η ελληνόγλωσση πεζογραφική αφήγηση στον 19o και στον 20ό αιώνα:

ο προγραμματικός αναχρονισμός και οι φυγόκεντρες αποκλίσεις





(6 δίωρα σεμινάρια)





1. Ο προγραμματικός αναχρονισμός ως αγωνία αυτοκατάφασης και ως αφηγηματικός Κανόνας.

Η ηθογραφία ως επιλογή φόβου και ως τεκμήριο «ελληνικότητας».



2. Η ελληνόγλωσση αφήγηση στον 19ο αιώνα: σποριές σε κινούμενη άμμο.

(Από τον Ροΐδη μέχρι τον Παπαδιαμάντη)



3. Μια προκάτ αστική «επανάσταση» και οι τυφλές αποκλίσεις.

(Από τον Θεοτόκη ώς τη Γενιά τού ’30)



4. Η λογοτεχνία του βιώματος: ο ατομικός σπασμός πέρα από την ηθογραφία.

(Τσίρκας, Μπεράτης, Χατζής, Φραγκιάς, Ταχτσής, Ιωάννου, Χάκκας)



5. Σύνθεση και αποδόμηση: Μια αφηγηματική παροχέτευση.

(Εμπειρίκος, Πεντζίκης, Καχτίτσης, Γονατάς, Βασιλικός, Μπακόλας, Χειμωνάς, Αλεξάνδρου)



6. Επίλογος: Αναζητώντας στον σπαρμένο βάλτο.



***





Στον κύκλο σεμιναρίων θα εξεταστούν πτυχές και τάσεις της ελληνικής πεζογραφικής αφήγησης από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού. Κεντρικός άξονας η αυτοπεριχαράκωση του ελληνικού αφηγηματικού λόγου τα τελευταία διακόσια χρόνια σε έναν προγραμματικό (ηθογραφικό) αναχρονισμό και η συνακόλουθη αδυναμία του να παραγάγει οποιαδήποτε αφηγηματική πρωτοπορία ή έστω να παρακολουθήσει έγκαιρα και γόνιμα τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές νεωτερικές αφηγηματικές απόπειρες και κατακτήσεις.



Πιο συγκεκριμένα: Ο ελληνικός ποιητικός λόγος τούς δύο τελευταίους αιώνες, πέρα από τους προφανείς εθνοκεντρικούς αναχρονισμούς, είχε να επιδείξει έναν τουλάχιστον πρωτότυπα νεωτερικό (σε παγκόσμιο επίπεδο) ποιητή (Καβάφης), έναν (το ολιγότερο) update ρομαντικό (Σολωμός), έναν ιδιότυπο όσο και μοναδικό επίγονο του σπληνικού μηδενισμού (Καρυωτάκης) και τουλάχιστον τέσσερις μείζονες ποιητές που μπόρεσαν να παρακολουθήσουν έγκαιρα και εξαιρετικά γόνιμα τις ποιητικές πρωτοπορίες (Σεφέρης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Ελύτης). Το αποτέλεσμα είναι πως το ελληνόγλωσσο ποιητικό σώμα των τελευταίων δύο αιώνων, παρά το ότι σαφώς χειραγωγήθηκε προς τη δημιουργία «εθνικού ποιήματος», «εθνικής ποίησης» και «ελληνικής ποίησης», κατάφερε να δώσει υψηλότατα δείγματα γραφής, ιδίως όταν επέλεξε τις προσωπικές ιστορίες έναντι της καθολικής ιστορίας και τα μεικτά ήδη έναντι της φορμαλιστικής νομιμότητας.



Αντίθετα, ο ελληνικός πεζός λόγος βρέθηκε εξαρχής εγκλωβισμένος σε έναν προγραμματικό ηθογραφικό αναχρονισμό – και, σε αντίθεση με τον ποιητικό λόγο, δεν υπήρξε ένας πραγματικά μείζων νεωτερικός πεζογράφος που να μπορέσει να αλλάξει την κατεύθυνση, ή να καταθέσει με το έργο του μια βιώσιμη αντιπρόταση. Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνόγλωσση αφήγηση να μη μπορεί καν να ανεχτεί τις (έτσι κι αλλιώς επισφαλείς) απόπειρες αφηγηματικής πρωτοπορίας. Όπως κάθε θρησκόληπτη, φοβική και βαθιά συντηρητική κοινωνία, η Ελλάδα επικέντρωσε την πεζογραφική της παραγωγή στην ηθογραφία, γυρεύοντας να επιβεβαιώσει την κατασκευασμένη αυτοεικόνα της – και από αυτό το στάδιο δεν ξεκόλλησε ποτέ. Η έλλειψη ουσιαστικής αστικής τάξης (που αναμφίβολα γεννά την ενοποιητική αφήγηση της Δύσης), η ασύνδετη κοινωνία, η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας και η υποκατάστασή της από τη θρησκευτική παρα-λογική, η επί αιώνες και δεκαετίες (ή και μέχρι σήμερα) θλιβερή έλλειψη σοβαρών μεταφράσεων μεγάλων αφηγηματικών έργων της δυτικής γραμματείας (ενδεικτικά: Αυγουστίνος, Δάντης, Βοκάκιος, Ραμπελέ, Αρετίνος, Θερβάντες, Σαντ, Πόε, Προυστ, Τζόις), μπορούν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα ετούτου του αναχρονισμού, όχι όμως και να τον δικαιολογήσουν – πόσο μάλλον να τον δικαιώσουν…



Αυτός ο προγραμματικός αναχρονισμός, συνδυασμένος με τον κυρίαρχο εθνικισμό, με τις στρεβλώσεις και τα τέρατα που αυτός γεννά, εγκλώβισαν την ελληνική πεζογραφία στην αυτιστική αγωνία της ανατροφοδοτούμενης αυτοκατάφασης και της αυτοεκπληρούμενης «ελληνικότητας». Είναι χαρακτηριστικό πως η Γενιά τού ’30, προσπαθώντας να δει το παρελθόν του νεοελληνικού πεζού λόγου, δε θέλησε να βάλει στην αφετηρία του την από κάθε άποψη νεωτερική Γυναίκα της Ζάκυθος, αλλά επέλεξε ως προγραμματική αφετηρία την αφόρητη και φτηνής ποιότητας ηθικολογία των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη.



Ο κάθε αναχρονισμός γεννά έναν επόμενο, ακόμη πιο θεριεμένο, που θα επιβεβαιώσει τον προηγούμενο και θα δικαιώσει τις παρωπίδες όσων προσφεύγουν σε αυτόν. Στη νεοελληνική πεζογραφία κυριάρχησε, περίπου ως απαράβατος Κανόνας, η ηθογραφία της αυτοκατάφασης, εξοβελίζοντας από την ελληνόγλωσση λογοτεχνική παραγωγή κάθε μορφή ριζικής φαντασίας. Για την ελληνική λογοτεχνία, δικαιωμένη αφήγηση λογαριάζονταν (και λογαριάζεται ακόμη) ό,τι επιβεβαιώνει την αυτοκατάφαση του αναγνώστη, ό,τι τον νανουρίζει, και επ’ ουδενί αυτό που μπορεί να τον ταράξει και να του χαλάσει τον ύπνο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως, τον ίδιο καιρό που ο Κάφκα γράφει τη Μεταμόρφωση και τη Δίκη, στην Ελλάδα πεζογραφική πρωτοπορία είναι ο Πατούχας και το Όταν Ήμουν Δάσκαλος (θα μπορούσε να ήταν απλώς κωμικό, αν δεν ήταν πρωτίστως απελπιστικό). Αυτός είναι και ο λόγος που είδη τα οποία ανθούν εδώ και αιώνες στη λογοτεχνία της Δύσης όπως η πορνογραφία, η λογοτεχνία του τρόμου, η λογοτεχνία του φανταστικού, η επιστημονική φαντασία είναι περίπου ανύπαρκτα (ή και υπό διωγμόν) από τους κυρίαρχους κανόνες της υπερσυντηρητικής («αστικής» και «αριστερής») κριτικής.



Έτσι, η υστέρηση (συνδυασμένη συνήθως με τον στείρο και κακοχωνεμένο μιμητισμό) έγινε ο μόνιμος κανόνας του επίσημου Κανόνα της ελληνικής αφήγησης. Ενδεικτικά παραδείγματα: η αστική ηθογραφία του Μπαλζάκ περνάει (όπως και όσο) στην ελληνική πεζογραφία με καθυστέρηση ενός (!) αιώνα, ο νατουραλισμός του Ζολά καταγράφεται μετά από πενήντα χρόνια, ενώ ο μποβαρισμός του Φλομπέρ θα χρειαστεί εβδομήντα (και μόνο για όσο διαπερνά τα πρώτα μυθιστορήματα του Καραγάτση). Την ίδια ώρα ο Πόε θεωρείται παρακμιακός, το ίδιο και ο Ουάιλντ, ο Ντοστογιέφσκι ζωογονεί κάποιες από τις πιο σκοτεινές πτυχές του Παπαδιαμάντη και μετά πέφτει στο κενό (όπως στο κενό έπεσαν και αντίστοιχες παπαδιαμαντικές εξάρσεις, σκεπασμένες από την κοπριά της ηθογραφίας και την αποκρουστική αγιοποίηση), ο Ανατόλ Φραντς, ο Αντρέ Ζιντ, ο Τόμας Μαν είναι ανύπαρκτοι, ο Προυστ παραμένει αδιάβαστος μέχρι τις μέρες μας, και ο Τζόυς φτάνει (όσο φτάνει) στην ελληνόγλωσση αφήγηση με καθυστέρηση σαράντα χρόνων (και μόνο χάρη στην ιδιοφυΐα του Ν. Γ. Πεντζίκη). Κάτι από τον Κάφκα διαβάζουμε μόλις τέσσερις δεκαετίες μετά τον Κάφκα, στις πεζογραφικές δοκιμές του Ε.Χ. Γονατά και του Καχτίτση – για να θεωρηθούν κι αυτές ουσιαστικά «περιθωριακές» και να βρουν συνεχιστές ανάμεσα στους ομοτέχνους τους μόλις στο τέλος του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου…



Στον κύκλο σεμιναρίων θα προσπαθήσουμε να δούμε την ελληνική αφήγηση από το 1850 μέχρι το 1975 εγκλωβισμένη στο τέλμα του προγραμματικού ηθογραφικού αναχρονισμού. Συνάμα θα επιχειρήσουμε να δούμε τις (συνήθως) ασυναίσθητες και (σχεδόν πάντοτε) τυφλές αφηγηματικές αποκλίσεις της περιόδου αυτής ως σπασμούς νεωτερικής έκφρασης μέσα στον κυρίαρχο αισθητικό και ιδεολογικό Κανόνα. Έτσι, εκφάνσεις (προσοχή στη λέξη: εκφάνσεις και όχι το σύνολο) του έργου του Ροΐδη, του Βιζυηνού, του Μητσάκη, του Παπαδιαμάντη, του Θεοτόκη, του Μυριβήλη, του Καραγάτση, του Δούκα, του Βουτυρά, του Εμπειρίκου, του Πολίτη, του Τσίρκα, του Πεντζίκη, του Μπεράτη, του Φραγκιά, του Καχτίτση, του Γονατά, του Χειμωνά, του Χατζή, του Ταχτσή, του Βασιλικού, του Ιωάννου, του Μπακόλα, του Χάκκα, του Αλεξάνδρου και άλλων θα επισημανθούν ως απόπειρες διαφυγής ή παροχέτευσης – ενδεχομένως και ως βάσιμη ελπίδα.



Έτσι ο συγκεκριμένος κύκλος σεμιναρίων μπορεί να παραλληλιστεί με την περιγραφή (: την ιστορία) ενός βάλτου – αλλά και με το κυνήγι ενός θησαυρού μέσα σε αυτόν.

9.2.10

Τα Πολύτιμα Δώρα του Μάνου





Χτες ήταν -8 Φεβρουαρίου 2010. Στο νέο κτήριο (πρώην Γαλλικό Ινστιτούτο Πειραιά)του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.
Χτες ήταν που με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου μου "Πολύτιμα Δώρα" (Εικόνες: Ρίτα Τσιμόχαβα, Εκδ. Πατάκη, 2009), γιορτάστηκαν τα 30 χρόνια συγγραφικής μου παρουσίας.
Ανάμεσα στους ομιλητές και η Αγγελική Γιαννικοπούλου, Καθηγήτρια ΤΕΠΑΕΣ Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ήταν εκείνη που παρουσίασε αναλυτικά τη πιο πρόσφατη συλλογή... Παραμυθιών ή φανταστικών διηγημάτων;


ΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΔΩΡΑ
Το καινούργιο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων τα Πολύτιμα Δώρα είναι ένα εικονογραφημένο βιβλίο που περιλαμβάνει τρία έντεχνα παραμύθια, τρεις πολύτιμες ιστορίες. Τα Πολύτιμα Δώρα τόσο εξαιτίας της φόρμας τους –ανήκει στην ευρύτατη κατηγορία των εικονογραφημένων βιβλίων– όσο και με βάση ειδολογικά κριτήρια –είναι μια συλλογή παραμυθιών– ανήκουν στα βιβλία για παιδιά. Και πραγματικά είναι για παιδιά, αφού η ύπαρξη εικόνων, η έντονη μυθοπλασία και η γλαφυρότητα της αφήγησης το κάνουν ‘παιδικό’.
Όμως, όποιος διάβασε έστω και ένα μικρό απόσπασμα από τα Πολύτιμα Δώρα ευθύς εξ αρχής, από την πρώτη πρώτη παράγραφο, νιώθει να παρασύρεται σε ένα συναρπαστικό αναγνωστικό ταξίδι, καταλαβαίνει ότι κρατά στα χέρια του ένα βιβλίο που θέλει να διαβάσει, ένα βιβλίο που απευθύνεται (και) στον ενήλικο.
Τι πράγματι συμβαίνει; Και τα δύο. Γιατί το βιβλίο ανήκει στη ‘δύσκολη’, θα λέγαμε, κατηγορία των cross-over, δια-συγγραφή, δια-ανάγνωση θα το μεταφράζαμε σε ‘άτσαλα’ ακόμη ελληνικά, αφού το βασικό τους στοιχείο είναι ότι είναι δι-ηλικιακά, καταφέρνουν δηλαδή την ίδια στιγμή που απευθύνονται στον ανήλικο, να μιλούν και στον ενήλικο αναγνώστη. Σε μια προσπάθεια γεφύρωσης δυσθεόρατων χασμάτων το ίδιο βιβλίο κατορθώνει να πραγματοποιήσει μια παραδοξότητα· να ικανοποιήσει εξίσου ένα ιδιαίτερα διευρυμένο ακροατήριο, που εκτείνεται από το μικρό παιδί μέχρι τον έμπειρο ενήλικο. Έτσι ο ενήλικος αναγνώστης διαβάζει χωρίς να νιώθει ότι υποτιμάται ή συγκαταβατικά αποδέχεται κάτι που γράφτηκε για κάποιον, μικρό και άπειρο, αλλά και ο μικρούλης δεν αισθάνεται ότι το βιβλίο δεν είναι ακόμη για αυτόν.
Άλλωστε ο Κοντολέων είναι ένας συγγραφέας ανέκαθεν πολύγραφος (polygraphy), με την έννοια ότι κάποια από τα βιβλία του απευθύνονται σε μικρούς, άλλα σε πολύ μικρούς και άλλα σε ενήλικους. Αυτή τη φορά όμως μας δίνει ένα βιβλίο που διαβάζεται από ένα διττό ακροατήριο ανηλίκων και ενηλίκων αναγνωστών, με κάθε ηλικιακή ομάδα να προσεγγίζει το ίδιο βιβλίο με τρόπο διαφορετικό και λειτουργώντας σε ένα άλλο επίπεδο. Με μια προσέγγιση που θα μπορούσαμε να την πούμε προσέγγιση του κρεμμυδιού κάθε αναγνώστης ‘εισχωρεί’ σε όποιο βάθος επιθυμεί και δύναται σε ένα βιβλίο που εξαιτίας των πολλαπλών επιπέδων του ενθαρρύνει πολλές διαφορετικές αναγνώσεις.
Όμως παρόλο που η σχετική ορολογία crossover είναι τωρινή, η ύπαρξη παρόμοιων βιβλίων δεν είναι σημερινή. Ακόμη και παλιότερα κάποια βιβλία ‘διέσχισαν’ τα σύνορα και ενώ γράφτηκαν για παιδιά έγιναν αποδεκτά και από ενήλικους και τώρα διαβάζονται και αγαπιούνται από όλους. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και ο πολύ αγαπημένος Μικρός Πρίγκιπας απευθύνονται συγχρόνως σε ένα διττό ακροατήριο ενηλίκων και παιδιών, κάτι που στην περίπτωση του τελευταίου φαίνεται να υποστηρίζεται και εκδοτικά, κλασική έκδοση για μεγαλύτερους και η πιο πρόσφατη pop up κυρίως για μικρότερους.




Τι είναι όμως αυτό που κάνει τα Πολύτιμα Δώρα μια κλασική περίπτωση δι-ηλιακιακού βιβλίου, ένα αδιαμφισβήτητο crossover:
♦ Καταρχήν θα έλεγα ότι σε αυτό συντελεί το υψηλό επίπεδο αισθητικής του βιβλίου που σέβεται και ικανοποιεί κάθε αναγνώστη. Και αυτό είναι φανερό σε όλα του τα στοιχεία: Από τη φροντισμένη έκδοση και την εικονογράφηση που αντλεί τη χρωματική της παλέτα από τις λάμψεις των πολύτιμων λίθων –φως διαμαντιών στην πρώτη ιστορία, μαργαριταρένια τρυφερότητα στη δεύτερη και σμαραγδένιες στάλες θάλασσας στην τρίτη– μέχρι τη μαγεία και τη δύναμη του λόγου. Σαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια οι λέξεις των παραμυθιών κλείνουν μέσα την ομορφιά ακέριων των νοημάτων και τη δύναμη των πιο έντονων συναισθημάτων. Γιατί ακόμη και όταν οι φράσεις του δημιουργού έχουν την ίδια (χημική) σύσταση με τις δικές μας, εκείνες κατορθώνουν να κρυσταλλώνονται σε μεγάλο βάθος και αντί για ταπεινός γραφίτης τα λόγια του ποιητή γίνονται πολύτιμα διαμάντια.
♦ Από την άλλη και η εικονογράφηση συντέλεσε στη δημιουργία ενός δι-ηλικιακού αναγνώσματος, ενός βιβλίου της κατηγορίας των crossovers. Τα παιδιά αγαπούν τα βιβλία με εικόνες και αν πιστέψουμε την Αλίκη των Θαυμάτων «τι αξία έχει ένα βιβλίο χωρίς εικόνες;». Αλλά και στην κοινή πρακτική συνήθως κατατάσσουμε ένα βιβλίο ως παιδικό και μάλιστα για παιδιά μικρότερων ηλικιών με κυρίαρχο κριτήριο την ύπαρξη, ή όχι ,πολλών, μεγάλων και πολύχρωμων εικόνων.
Όμως, αν φυλλομετρήσουμε τα Πολύτιμα Δώρα, θα δούμε ότι η εικονογράφησή του εκτός από την υψηλή της αισθητική που ικανοποιεί και έναν απαιτητικό (ενήλικο) αναγνώστη-θεατή, προσφέρει τη δική της εκδοχή των παραμυθικών ιστοριών, επιτείνοντας με τη ομορφιά των χρωμάτων τη μαγεία των λεκτικών κειμένων.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το πρώτο παραμύθι-πολύτιμο δώρο που αναφέρεται στη συγκλονιστική ιστορία μιας μάνας που γέννησε δυο γιους και μια νύχτα πολέμου έχασε τον πρωτότοκό της. Ο μικρός περιμένει να μεγαλώσει για να πάει να της τον φέρει. Η μάνα υπομένει και περιμένει. Όμως ο δεύτερος γιος γύρισε μόνος και το σπίτι, που δεν έγινε για μισο-χαρές αλλά για την ευτυχία ολόκληρη, αποδώ και πέρα θα παραμείνει άδειο. Η μάνα θα ανηφορίσει στο κοιμητήρι κι ο γιος ο μικρός θα φύγει για πάντα, αφού πρώτα φυλάξει κάτω από το μαξιλάρι δυο πέτρες σκληρές και αστραφτερές, δυο διαμάντια, τα πετρωμένα δάκρυα της μάνας.
Τα Διαμάντια αναφέρονται στην αγάπη της μάνας, μια αγάπη ανεκτίμητη, πολύτιμη όσο και αυτά. Αναφέρονται ακόμη και στη μοίρα. Μια μοίρα σκληρή και κοφτερή σα διαμάντι, που πέφτει πάνω στους ανθρώπους και με την ψυχρή της λάμψη διαπερνά τη ζωή τους και σκορπίζει τον πόνο.
Οι εικόνες στα Διαμάντια έχουν ενδιαφέρον έτσι όπως αυστηρές και επιβλητικές σκιαγραφούν, στους χρωματικούς τόνους του διαμαντιού, τις τραγικές φιγούρες της ιστορίας με κυρίαρχη εκείνη της μητέρας. Η πρώτη ολοσέλιδη εικόνα καταλαμβάνεται από μια μνημειακή απεικόνιση της μάνας-Εστίας, της μάνας που προσφέρει στέγη στους γιους της, πρώτα μες στο κορμί της, μετά στο σπίτι που φτιάχνει και για τους δυο τους, και πάντα μες στην ψυχή της. Κρατά τα χέρια σταυρωμένα παραδομένη στο πεπρωμένο και τα μάτια σφαλιστά για να μη δει τη μαύρη μοίρα που ως προάγγελος κακών έχει ήδη καθίσει στον ώμο της. Στις εικόνες αφθονούν οι οπτικές αναφορές στη μοίρα, άλλοτε με τη μορφή μαύρου πουλιού, άλλοτε ως μια αρμαθιά κλειδιά που ξεκλειδώνουν το πεπρωμένο κι άλλοτε ως το πικρό ποτήρι που κάποιο άγνωστο χέρι κερνά. Και ακόμη κλεψύδρες ως το κλασικό σύμβολο ενός χρόνου που κυλά συνεχώς προς τα εμπρός σηματοδοτούν το σκληρό βέλος του χρόνου που πάντοτε προχωρά και ποτέ δε σταματά, ούτε κείνες τις στιγμές που τους πρέπει η αιωνιότητα. Σαν την ευλογημένη ώρα που μια μητέρα καμαρώνει τους δυο της γιους να παίζουν χαρούμενοι στην αυλή του σπιτιού τους.

♦ Και τα τρία παραμύθια-πολύτιμα δώρα λειτουργούν σε πολλά επίπεδα και επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις. Και αυτό είναι που τα κάνει ένα διηληκιακό ανάγνωσμα. Έτσι την ίδια ώρα που τα παιδιά γοητεύονται από μια παραμυθική ιστορία και χαίρονται την παρουσία του υπερφυσικού στοιχείου παραμένοντας στο επίπεδο μιας άρτιας μυθοπλασίας, ο ενήλικος αναγνώστης επιχειρεί καταβάσεις στα βάθη της ψυχής του και περιπλανήσεις στις ομορφιές του κόσμου σε ένα αναγνωστικό ταξίδι που τον μαγεύει και τον ανταμείβει.
Σαν τα πολύτιμα διαμάντια που αφήνουν να τα διαπερνά το λευκό φως για να το γυρίσουν πίσω πολύχρωμο ουράνιο τόξο, έτσι και αυτό το ομώνυμο παραμύθι κλείνει μέσα του κείμενα και μοτίβα γνωστών ακουσμάτων. Οι χαρακτήρες του παραμυθιού, που παρά τη συντομία του, φαντάζουν ολοκληρωμένοι και ολοζώντανοι, φέρνουν ακέρια πάνω τους τα διαμάντια μιας μακράς λογοτεχνικής παράδοσης. Η υπόσχεση στη μάνα, ο αδερφός που αναζητά τον αδερφό αντανακλούν την καθάρια λάμψη των δημοτικών τραγουδιών –πόσο πολύ μας θυμίζει το Τραγούδι του νεκρού αδερφού, όπου ούτε ο θάνατος δεν εμπόδισε τον Κωνσταντή να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στη μάνα του. Άλλα μήπως και τα πρόσωπα της ιστορίας, έτσι όπως έχουν δεθεί με μια μοίρα σκληρή, άτεγκη, δεν μας φέρνουν πίσω στην αρχαία τραγωδία; Καθώς με τραγική αξιοπρέπεια υπομένουν τη σκληρότητα της μοίρας, ακόμη και όταν συντρίβονται κάτω από το βάρος του απόλυτου πόνου, εξακολουθούν να παραμένουν ορθοί και θαυμαστοί, ακόμη ωραίοι, βιώνοντας μια αγάπη που νικήθηκε χωρίς ποτέ να αποτύχει.
Αλλά και τα Μαργαριτάρια επιδέχονται και ενήλικες αναγνώσεις-ερμηνείες πέρα από το πρώτο επίπεδο μιας όμορφης ιστορίας. Τα παιδιά συνήθως παραμένουν σε μια αφήγηση που μιλά για ένα μουσικό που αφουγκραζόταν τους ψιθύρους της φύσης και τους μετέτρεπε σε μουσική, μαργαριτάρια πολύτιμα για τους ανθρώπους.
Τα Μαργαριτάρια μιλούν για την αγάπη. Ο ίδιος ο Μάνος Κοντολέων φαίνεται να υποστηρίζει (σε ένα είδος επιλόγου) ότι πρόκειται για μια αγάπη, απλή, ήσυχη, ανυστερόβουλη, την αγάπη για τον άλλο, τον άνθρωπο που μοιράζεται μαζί μας την ομορφιά της ίδιας πόλης, της κοινής γης. Την αγάπη της κάθε μέρας, της κάθε στιγμής, την αγάπη μιας όμορφης, επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Την αγάπη εκείνη που «σα γύρη του κόσμου» οι φίλοι τη συλλέγουν μέσα στην ξεχασμένη ομορφιά των χιλιοϊδωμένων απλών πραγμάτων.
Όμως, τα Μαργαριτάρια μιλούν για τις ξεχασμένες μελωδίες της φύσης που γίνονται χρώματα στα χέρια του ζωγράφου, μουσική στο δοξάρι του καλλιτέχνη και ολοστρόγγυλες, γυαλιστερές λέξεις στα βιβλία των ποιητών, και όλα μαζί γιορντάνια πολύτιμα στην ψυχή των αναγνωστών.
Διαβάζοντας τα Μαργαριτάρια ένιωσα ότι σε μένα μίλησαν για την αγάπη του δημιουργού, του κάθε καλλιτέχνη. Αγάπη δυνατή και οπωσδήποτε διττή. Γιατί ο δημιουργός, από τη μια αγαπά τον άνθρωπο, τον καθένα χωριστά, τον αναγνώστη, το θεατή. Γι’ αυτό και του προσφέρει να μοιραστεί μαζί του ό,τι πιο πολύτιμο κρατά κρυμμένο μες στην ψυχή του. Από την άλλη είναι η αγάπη του δημιουργού για τον κόσμο γύρω του, ακόμη και για την πιο μονότονη καθημερινότητα, που, καθώς την αφουγκράζεται, νιώθει τη λησμονημένη ομορφιά της και την μεταπλάθει σε τέχνη. Και τότε γίνεται το θαύμα: Το στρείδι ανοίγει και το μαργαριτάρι φανερώνεται, πολύτιμο δώρο για τον αναγνώστη.

Με το σημερινό βιβλίο ο Μάνος μάς χαρίζει για άλλη μια φορά Πολύτιμα Δώρα, όπως άλλωστε το συνηθίζει τα 30 αυτά χρόνια που γράφει για μας, παιδιά και μεγάλους ή ακόμη και παιδιά που τώρα πια μεγαλώσαμε και μεγαλώνουμε τα δικά μας παιδιά. Για όλα αυτά τα δώρα των 30 χρόνων, τα πιο πολύτιμα από τα πολύτιμα, για τις ανεκτίμητες ώρες που τα κρατήσαμε στα χέρια μας, αλλά και για τις χιλιάδες ευλογημένες στιγμές που τα κλείσαμε μέσα στην ψυχή μας. Μάνο Σε Ευχαριστούμε.

7.2.10

Η αρχή
























Αύριο, σε χώρους της Βιβλιοθήκης Λασκαρίδη, θα γιορταστούν -με την ευκαιρία της έκδοσης της συλλογής μου "Πολύτιμα Δώρα" - τα τριάντα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο.
Αλλά σήμερα, θέλησα να θυμηθώ μια άλλη επέτειο -εκείνο το κείμενο από το οποίο όλα ξεκινήσανε.
Πενήντα χρόνια από εκείνη την πρώτη μου εμφάνιση...
Το μοιράζομε μαζί σας.

Στο μικρό γατάκι

Είχα ένα όμορφο γατάκι με δύο όμορφα ματάκια.
Το τρίχωμά του είχε τέτοιες αποχρώσεις, που έμοιαζε σαν ένα παιχνιδιάρικο τιγράκι.
Συχνά κοιμότανε στην αγκαλιά μου ευτυχισμένο από τα χάδια μου, ή έπαιζε μαζί μου χαρούμενο.
Μια μέρα αδιαθέτησε λιγάκι κι έχασε το κέφι του. Και είπαμε όλοι στο σπίτι: «Οι γάτες είναι εφτάψυχες, ας μη φοβόμαστε».
Μα οι μέρες περνούσαν και το γατάκι όλο χειροτέρευε.
Άρχισα τότε να ανησυχώ. Προσπαθήσαμε με διάφορα γιατρικά να το σώσουμε, αλλά ήταν πια αργά. Ώσπου μια μέρα, με τη λύπη ζωγραφισμένη στα ματάκια του, άφησε να πετάξει η ψυχούλα του.
Με πόνο το έθαψα στον κήπο του σπιτιού μου και από πάνω έβαλα μια γλάστρα με βασιλικό για να θυμάμαι το μέρος όπου κείται το μικρό κορμάκι του.
Είμαι τόσο λυπημένος που δε θα ξανακούσω την περίεργη φωνούλα του και δε θα ξαναδώ τα πράσινα ματάκια του!
Όλοι θα σε θυμόμαστε, μικρό μου γατάκι, καλέ μου Ποκοπίκο.


(Περιοδικό Διάπλασις των Παίδων, τ. 25, 21/5/1960, ψευδώνυμο Αρχιδούξ)

"Η κόρη του λοχαγού"





Α. Πούσκιν
Η κόρη του λοχαγού

μετάφραση από το ρωσσικό: Νίκου Σ. Αλεξίου
Κέδρος, Αθήνα 1955


Εδώ και κάποια χρόνια ανήκω σε μια λέσχη ανάγνωσης.
Τη χρονιά αυτή αποφασίσαμε να διαβάσουμε (κάποιοι από εμάς θα ξαναδιαβάζαμε) έργα κλασικά, από αυτά που λέμε πως είναι σταθμοί της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κι έτσι στις δεκαπενθήμερες συγκεντρώσεις μας βρεθήκαμε να συζητάμε άλλοτε για τον Ντοστογιέφσκι, άλλοτε για τον Ντίκενς και για τον Κάφκα, τον Σταντάλ, τον Καμύ...
Πέρα από τις επί μέρους παρατηρήσεις μας, σε εκείνο που όλοι λίγο πολύ συμφωνήσαμε ήταν πως κάποια έργα κλασικά μπορεί σήμερα να δείχνουν γερασμένα, αλλά το ότι την εποχή που γράφτηκαν ήταν πρωτοπορειακά, αυτό τα κάνει να διατηρούν μια αξία ακόμα και μέχρι τις μέρες μας.
Αλλά πέρα από αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς πως τα κλασικά μυθιστορήματα διαθέτουν μια κλασική δομή ανάπτυξης του μύθου τους και μια κάπως ουμανιστική ανάλυση των χαρακτήρων των κεντρικών προσώπων τους.
Αυτά τα δυο στοιχεία τα κάνουν να κρατάνε ακόμα και σήμερα το ενδιαφέρον του αναγνώστη τους.
Μέσα στο κλίμα αυτό, λοιπόν, βρήκα κάπου καταχωνιασμένο στη βιβλιοθήκη μου το μυθιστόρημα του Πούσκιν "Η κόρη του λαχαγού" και ξεκίνησα να το διαβάζω. Δεν το άφησα από τα χέρια μου έως ότου να φτάσω στην τελευταία του σελίδα.
Ομολογώ πως δε θυμάμαι να το είχα στο παρελθόν διαβάσει, μήτε και κανένα άλλο έργο του ρώσσου αυτού συγγραφέα.
Τί ήταν αυτό που με κέρδισε;
Πρώτα απ΄ όλα η πλοκή -α, ναι τα μυθιστορήματα θέλουν δράση, τελικά.
Ο ιδεαλισμός των ηρώων -μήπως έχουμε, στη σημερινή εποχή, ανάγκη από μεγάλες ίδέες; Μεγάλες όχι ως εθνικές αλλά ως ανθρώπινες.
Η απόφαση του συγγραφέα να φωτίζει πολυδιάστατα τους ηρωές του - ο κακός δεν είναι πάντα και δίχως αξιοπρέπεια, ο ηρωϊκός τύπος κάπου , κάπου γίνεται ανθρώπινος και σπάει.
Πίσω από τα γεγονότα τα πολιτικά ζητήματα υπάρχουν -μακρινά πια για ένα σημερινό αναγνώστη, αλλά δοσμένα με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να κατανοήσει όχι τόσο την εποχή, όσο τις αντιδράσεις των ανθρώπων.
Να σταθώ και στη μετάφραση- μεστά ελληνικά.
Πούσκιν, λοιπόν... Αλήθεια, πόσοι από τους νέους φίλους της λογοτεχνίας των ενθέτων και των εκθέσεων, ασχολούνται μαζί του;

ΠΟΥΣΚΙΝ ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΣΕΡΓΚΕΓΕΒΙΤΣ Ο μεγαλύτερος Ρώσος ποιητής. Γεννήθηκε το 1799 στη Μόσχα. Σπούδασε στο αυτοκρατορικό λύκειο Τσαρσκόγιε Σελό και αμέσως μετά διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του ποιητή τον μετέτρεψαν σε κύριο εκφραστή της επαναστατημένης αριστοκρατίας. Τα σατιρικά του συγγράμματα κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και από την σάτιρα του δεν ξέφυγε ούτε ο ίδιος ο Τσάρος. Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια να απομακρυνθεί από τη Μόσχα και να πάει στο Αικατερινοσλάβ. Μιά περιπέτεια με την υγεία του, τον έφερε γιά νοσηλεία στην Κριμαία και τον Καύκασο. Στη συνέχεια πήρε μετάθεση στην Οδησσό γιά να καταλήξει στο χωριό Μιχαϊλόφσκογε. Το 1826 επέστρεψε στη Μόσχα και από το 1831 και μετά εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη. Θαυμαστής του Μπάυρον επηρεάστηκε από το πνεύμα του ρομαντισμού σε όλη την συγγραφική του πορεία. Τις πρώτες του ποιητικές συλλογές τις εξέδωσε την περίοδο της θητείας του στο Υπουργείο Εξωτερικών. Αναγένννηση, Ντορίντα, Ωδή στην λευτεριά, Χωριό, Ο Ρουσλάν και η Λιουντμίλα, κ.α. Την περίοδο της συνεχής μετακίνησης του από το Αικατερινοσλάβ εώς την Οδησσό γράφει: Το στιλέτο, Τους αδερφούς ληστές, Τους Τσιγγάνους και τον Αιχμάλωτο του Καυκάσου. Όταν επέστρεψε στη Μόσχα το 1826 έγραψε τις Στροφές, Στους φίλους μου, το μήνυμα στη Σιβηρία και το Ταξίδι στο Ερζερούμ. Ακολούθησαν τα: Οι δαίμονες, Ο φιλάργυρος Ιππότης, ο Πέτρινος μουσαφίρης, Το αριστούργημα του, Η κόρη του λοχαγού, Ο μπρούντζινος καβαλάρης, Φθινόπωρο και Ευγένιος Ονιέγκιν (η συγγραφή του κράτησε οκτώ χρόνια), κ.α. Πέθανε το 1837 στην Πετρούπολη. Σκοτώθηκε κατά την διάρκεια μονομαχίας του με θαυμαστή της γυναίκας του.

5.2.10

Κρατικά Βραβεία Παιδικής Λογοτεχνίας

Τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Παιδικού Βιβλίου ανακοίνωσε την Τετάρτη το υπουργείο Πολιτισμού.

Το βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου απονέμεται φέτος εξ ημισείας:
· ομόφωνα στην Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου για το βιβλίο της Η προφητεία του κόκκινου κρασιού (εκδ. Πατάκη) και

· κατά πλειοψηφία στην Φωτεινή Φραγκούλη για βιβλίο της Εφτά ορφανά μολύβια... εφτά ιστορίες (εκδ. Ελληνικά Γράμματα).



Το Βραβείο Εικονογράφησης Παιδικού Βιβλίου απονέμεται κατά πλειοψηφία εξ ημισείας:
· ομόφωνα στην Κατερίνα Βερούτσου για το βιβλίο Νεράιδα πάνω στο Έλατο του συγγραφέα Μάνου Κοντολέων (εκδ. Πατάκη) και


· κατά πλειοψηφία στον Θανάση Δήμου για το βιβλίο Μια χειμωνιάτικη ιστορία (εκδ. Πατάκη).






Το Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων για παιδιά απονέμεται:
κατά πλειοψηφία στον Σάκη Σερέφα για το βιβλίο του Ένας δεινόσαυρος στο μπαλκόνι μου (εκδ. Πατάκη)

4.2.10

Συνάντηση 3η

Bernini

Παιδί κιόλας τού υποτάχθηκα.
Μ'όλα του αινίγματος τα αιμοφόρα αγγεία.

Αθηνά Παπαδάκη