13.5.18

Κ. Π.Καβάφης και εφηβεία


Κι αυτός τους κλείνει το μάτι.               

Ανήκω στη γενιά εκείνη – πιο σωστά σε μια από τις γενιές των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα-  που γνωρίσανε τον Καβάφη μέσα από τα σχολικά βιβλία.
Ότι μας έδινε η σχολική καθημερινότητα με τη μορφή Τέχνης μας φαινότανε κουραστικό  ή αδιάφορο ή γλυκερό ή τέλος πάντων  -αυτό το υποψιαζόμαστε- κάτι που ήθελε να μετατρέψει το ελεύθερο συναίσθημα σε ελεγχόμενη ιδέα.
Γι αυτό αποδεχόμαστε, μεν,  το μέγεθος ενός Σολωμού, ενός Παλαμά,  ενός Σικελιανού, αλλά δεν μπορούσαμε να το κάνουμε δικό μας.
Η εφηβεία μας έμενε ορφανή από την Ποίηση.
Κι όμως κάπου μέσα στις σελίδες των Ανθολόγιων, κάτι αισθανόμαστε να σπαρταρά…
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος
Γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις…
Στίχοι –κι αυτοί;- που μπορούσαν να υπηρετήσουν τις προτροπές του συστήματος.
Τους αποστηθίζαμε, τους αναλύαμε αλλά ενώ είμαστε και έτοιμοι να τους  βάλουμε στην άκρη, κάτι μας έκανε να διστάζουμε. Κάτι ακόμα υπήρχε, υποψιαζόμαστε. Κάτι κρυμμένο… Που όμως εξέπεμπε το σήμα του
… και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής
Όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά
Οι αποκλεισμένοι στίχοι φτάναν ως εμάς ως υποψία.  Υποψία μιας ποιητικής τόνωσης της εφηβικής ανησυχίας μας.
Κ. Π. Καβάφης -αυτός ο ποιητής λες και μας έκλεινε ραντεβού σε  μια ιδιότυπη καφετέρια, σε μια μυστική πλατεία.
Κι έτσι τον αγαπήσαμε. Γιατί  ο Καβάφης αμφισβητεί  κοινωνικές συμβάσεις ενώ δείχνει πως υποτάσσεται σ’  αυτές.
Κι έτσι από τη μια ξεγελά την κεντρική εξουσία της εκπαίδευσης και την κάνει να πιστέψει πως βρήκε στο έργο του ένα σύμμαχο να περάσει τις ιδέες της…
Τιμή σ΄ εκείνους όπου στην ζωή των
Ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες
Και από την άλλη  ο ίδιος πάλι κλείνει το μάτι στους αναγνώστες που το εκπαιδευτικό σύστημα τους αναγκάζει μονόπατα να τον γνωρίσουν και με αυτό το σινιάλο σαλπίζει την υπόγεια αμφισβήτηση του κατεστημένου…
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται ή δεν μπορώ
Να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως να είναι μια νέα τυραννία.
Ναι. Μπορούσαμε να τον εμπιστευθούμε. Να εμπιστευθούμε τις ενοχές και τα όνειρά μας.
Οι πολλά γνωρίζοντες –ενήλικες πάντα- υποστηρίζανε πως ήταν μεγάλος ποιητής γιατί στοχαζότανε πάνω στα παιχνίδια της Ιστορίας.
Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
Κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί…
Αλλά εμείς ξαναμμένοι από του έρωτα τα πάθη –καθόλου δε διαχωρίζαμε αυτά τα πάθη με τους κανόνες μιας κοινωνικής  ηθικής που θέλει να αγνοεί τις απαιτήσεις της σάρκας-  θέλαμε να μοιραστούμε το όνειρο ή την απογοήτευση  από τη στάση της καλής  ή του καλού μας και μουρμουρίζαμε, παρακαλούσαμε…
Διαβάτη αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή
Του βίου μας* τι θέρμη έχει* τι ηδονή υπέρτατη.
                     **************
Ναι, ο Καβάφης ίσως είναι ο πιο κοντινός ποιητής  στη ψυχοσύνθεση των εφήβων –αγοριών και κοριτσιών.
Νομίζουμε –όταν πλέον έχουμε  ενηλικιωθεί-  πως ο αναστοχασμός  πάνω στην ερωτική επιθυμία είναι συνήθεια ενήλικων ατόμων.
Μα τι πλάνη ! Θέλουμε να ξεχάσουμε την αγωνία πριν από το πρώτο ραντεβού, το αβέβαιο μιας πρώτης σεξουαλικής επαφής, το αδιέξοδο μιας απόρριψης…  Και ξεχνάμε αυτό που στ΄ αλήθεια βλέπαμε, αυτό που συναισθανόμαστε καθώς η εικόνα του άλλου που θέλαμε να τον έχουμε δίπλα μας, πολύ δίπλα μας, μόνο με κάτι τέτοιους στίχους μπορούσε  να περιγραφεί-
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα*
Πάντα έμορφα κι αχτένιστα σαν είναι
Και πέφτουν λίγο επάνω στ΄ άσπρα μέτωπα.
Λοιπόν… Προσωπικά το έχω αποδεχτεί. Και το χαίρομαι.
Ως σύμβολο της εφηβείας από την ποίηση παρμένο, κάποιο ποίημα του Καβάφη θα διάλεγα. Σχεδόν το όποιο ποίημα… Την όποια στροφή…
Γιατί; -αναρωτιέστε! Πώς γίνεται και κάτι τέτοιο  δύναται να ισχύει; Ο γέροντας ο αμαρτωλός να γράφει τον στίχο που θα συντροφεύσει το συναίσθημα ενός εφήβου;
Ναι, λοιπόν! Γιατί όχι. Ας το σκεφτούμε.
Ο γέροντας που τολμά να περιγράφει το νεανικό πάθος που ποτέ δεν έχει ξεχάσει. Και από νοσταλγία το μετατρέπει σε επανάσταση -
Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
Που ηύρα και που κράτησα την ηδονή ως την ήθελα
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
Την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.
Ρουτίνα!
Και ο έφηβος  -το παλικαράκι και η κοπελιά-  αρπάζει τις λέξεις αυτές και τις συμπληρώνει με κάποιες ακόμα-
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
Μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη
Το προσέξατε; Από τον ίδιο ποιητή το πάθος του έρωτα και ο τρόμος της επιβολής της τάξης.
Και οι αναγνώστες – παραλήπτες του μηνύματος;  Ποιοι;… Μα οι έφηβοι και όσοι δεν έχουν πάψει ως έφηβοι να στοχάζονται, να ζουν και να πεθαίνουν.
Αυτοί που ποτέ δεν αποδέχτηκαν ότι-
οι βάρβαροι ήσαν μια κάποια λύσις
Αυτοί –όσοι, έστω- μπορούν να τολμήσουν την υιοθεσία κάποιων στίχων, όπως…
Ήλθε για να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά
δυο, τρία βιβλία· ιστορικοί και ποιηταί.
Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά,
και τα παραίτησε. Στον καναπέ
μισοκοιμάται. Ανήκει πλήρως στα βιβλία —
αλλ’ είναι είκοσι τριώ ετών, κι είν’ έμορφος πολύ·
και σήμερα το απόγευμα πέρασ’ ο έρως
στην ιδεώδη σάρκα του, στα χείλη.
Στη σάρκα του που είναι όλο καλλονή
η θέρμη πέρασεν η ερωτική·
χωρίς αστείαν αιδώ για την μορφή της απολαύσεως…
Ναι, οι έφηβοι αναγνώστες αναγνωρίζουν  τον εαυτό τους στην περιγραφή που κάνει ένα γέροντας.
Αισθάνονται ως και να τους κλείνει –συνωμοτικά- το μάτι.
Λογικό δεν είναι να τον λατρέψουν;



(ΙΑΝΟΣ, Αφι΄ρωμα στον Καβάφη -10/5/2018)
Πρώτη ανάρτηση: https://www.literature.gr/i-efiveia-strefetai-pros-ton-kavafi-ki-aytos-tis-kleinei-synomotika-to-mati-grafei-o-manos-kontoleon/

2.5.18

Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια


Πρώτη δημοσίευση:
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/9721-elafra-tragoudia


Καθώς ο 20ος αιώνας ολοένα και περισσότερο αποκτά  τις διαστάσεις (συναισθηματικές όσο και ιστορικές)  μιας παρελθούσης εποχής, τα βιώματα όσων  συγγραφέων  αποφασίζουν να μυθιστορηματοποιήσουν περιόδους του αιώνα εκείνου, αναμφίβολα επεμβαίνουν στη διαμόρφωση της θέσης με την οποία θα γίνει η εξιστόρηση.
Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, στην πλειοψηφία της, όταν αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το παρελθόν, στρέφεται κατά κύριο λόγο σε παλαιότερες εποχές – χαρακτηριστικά παραδείγματα  τα έργα των  Πριοβόλου, Ζουργού, Καλπούζου κ.α.
Τα χρόνια από την εποχή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου έως τη μεταπολίτευση –χρόνια που χαρακτηρίζονται από μια συνεχώς αναπτυσσόμενη αστικοποίηση της χώρας- δεν δείχνουν  να ενεργοποιούν πολλές συγγραφικές προσπάθειες. Και από όλα εκείνα τα χρόνια, η δεκαετία του ’50 μοιάζει να είναι εκείνη που λιγότερο έχει απασχολήσει τους συγγραφικούς προβληματισμούς νέων ή και νεότατων συγγραφέων μας.
Από αυτούς,  άλλοι ως παιδιά τη ζήσανε και κάποια στιγμή δημιουργήσανε μυθιστορηματικά πρόσωπα που κατοικούν στις αθηναϊκές συνοικίες  του τότε -πχ. Πόλυ Μηλιώρη «Ο αιώνας του Περικλή και της Λαβίνιας Πλαγιάννου», Μάρω  Κερασιώτη «Η Μπουγάδα»
Άλλοι, πάλι, αν και έχουν γεννηθεί μετά το ΄60, αναζητάνε στην εποχή του ’50 τα σημάδια που κάποια στιγμή διαμόρφωσαν τη δική τους  ταυτότητα  -πχ. Χρήστος Χωμενίδης «Νίκη», Ηλίας Μαγκλίνης «Πρωινή Γαλήνη»- και με τη σειρά τους κι αυτοί πλάθουν  ή ανασυνθέτουν χαρακτήρες που σε εκείνα τα χρόνια  ζήσανε και έδρασαν.
Όμως και στις δυο αυτές περιπτώσεις, το μυθιστορηματικό στοιχείο υπερισχύει των ιστορικών γεγονότων ακόμα κι αν δείχνει να είναι αυτό που προωθεί την όποια δράση.
Η ίδια η δεκαετία δεν φανερώνει το εύρος της, δεν διεκδικεί  το ποσοστό συμμετοχής της στις εξελίξεις των χρόνων που τη διαδέχτηκαν.
Η δεκαετία του ’50, σφηνωμένη ανάμεσα στην αιματοβαμμένη δεκαετία του ’40 και στην διπρόσωπη του ’60, κάπου ξεχνιέται…  Κάποιοι λες και θέλουν να τοποθετηθεί σε ένα περιθώριο, σε σεντούκι παρόμοιο  με αυτό που κλείνονται οι ενοχές μας.
Γιατί αυτή η δεκαετία ήταν  εκείνη που από τη μια ονειρευότανε και από την άλλη πρόδιδε* από τη μια θρηνούσε και από την άλλη ξεφάντωνε. Η δεκαετία των εκτελέσεων και των τραγουδιών που σε ταξιδεύανε σε μαγικά νησιά.
Λοιπόν, αυτές τις ενοχές έρχεται να ξεσκεπάσει ο Αλέξης Πανσέληνος με το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια»
Ο ίδιος πέρασε την παιδική του ηλικία μέσα στην εποχή του ’50, μέσα σε αθηναϊκούς δρόμους και γειτονιές μεγάλωσε και παρακολούθησε με το ένστιχτο ενός παιδιού (γαλουχημένου μάλιστα από γονείς προοδευτικών απόψεων) αυτόν τον πόλεμο των αντιθέσεων: ανάλαφρα τραγούδια - αγωνία για τον επιούσιο της επόμενης μέρας* παπούτσια με πέταλα στα τακούνια – καπέλα από τσόχα ή βελούδο* πολιτικές εκτελέσεις  -  διοργάνωση καλλιστείων.
Μια εποχή όπου όλοι θέλανε να ξεχάσουν το χτες και αναζητούσαν μοντέλα να δημιουργήσουν το αύριο.
Πώς μπορεί ένας συγγραφέας να περιγράψει αυτά τα χρόνια; Πώς θα καταφέρει να σημειώσει τις πιθανές έντονες σχέσεις των όσων συμβαίνανε τότε, με αυτά που σήμερα μας κατατρέχουν;
Ο Πανσέληνος –έτσι κι αλλιώς συγγραφέας των μεγάλων συνθέσεων- αποφάσισε να ορίσει ως κεντρικό πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός του… την ίδια την εποχή.  Και από τα πολλά χαρακτηριστικά της, διάλεξε στίχους των ελαφρών τραγουδιών να τοποθετεί στην αρχή κάθε κεφαλαίου.
Και έγραψε ένα έργο που μόνο ως τοιχογραφία μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει, χωρίς να μειώσει το βάθος και το εύρος των στόχων  του, αλλά και του τελικού αποτελέσματός.
Όλη η σύνθεση  αποτελείται από σχετικά σύντομα κεφάλαια, τα περισσότερα των οποίων μπορούν και να διαβαστούν με μια σχετικά αυτονομία καθώς αναφέρονται σε καταστάσεις που  χαρακτηρίζανε την καθημερινότητα από το 1950 έως το 1953 (τα χρονικά όρια της εξιστόρησης).
Άλλα πρόσωπα έχουν από τον ίδιο τον συγγραφέα επινοηθεί, άλλα βασίζονται σε πραγματικούς  χαρακτήρες, κάποια  είναι απολύτως αναγνωρίσιμα. Άλλα προλαβαίνουν να γίνουν γνωστά στον αναγνώστη. Άλλα όχι –έρχονται και φεύγουν και ανασαίνουν λίγες μόνο σελίδες.
Στόχος του Πανσέληνου δεν είναι να παρασύρει τον αναγνώστη του σε μια ταύτιση με ένα ή δυο κεντρικούς χαρακτήρες. Αντίθετα θέλει να φωτίσει τις συνθήκες εκείνες που από τη μια αποτελούσανε κατάλοιπα μιας καθαρά ελληνικής τραγωδίας (Κατοχή, Εμφύλιος, Επεμβάσεις Ξένων Δυνάμεων) και από την άλλη μια υποταγή  στο πρότυπο ενός τρόπου ζωής που ερχότανε από τη Δύση.
Είναι χαρακτηριστικό το τέλος του μυθιστορήματος – η ολοζώντανη περιγραφή των καλλιστείων πρώτα και μετά των παραστάσεων ενός φημισμένου ιταλικού θιάσου μαριονέτας , θα συνυπάρξουν με την υποσημείωση για μια σειρά δολοφονιών προσώπων που άλλα από αυτά είχαν κατηγορηθεί για συνεργασία με τους Γερμανούς και άλλα πως είχαν καταδώσει μέλη της Αντίστασης στους Τσολιάδες.
Έτσι όπως χωρίς κάποιο αυθύπαρκτο σκοπό,  μα μήτε και κέρδος η χώρα συμμετείχε στον αμφιλεγόμενο πόλεμο της Κορέας, με τον ίδιο τρόπο προχωρούσε προς το μέλλον της –δενότανε στο άρμα μιας νέας δύναμης, χωρίς προηγουμένως να τακτοποιήσει τις εσωτερικές ισορροπίες της.
Μυθιστόρημα που ενώ έχει σχεδιαστεί με σαφέστατο εγκεφαλικό τρόπο, έχει γραφτεί με  τρυφερή αναπόληση,  αλλά και μια υποδόρια σάτιρα.
Μα κάπως με ένα τέτοιο τρόπο δεν έχει νόημα να διαβάζουμε την Ιστορία μέσα από τη Λογοτεχνία;

24.4.18

Η Τέσυ Μπάίλα στο www.culturenow.gr




ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ γράφει στο:

https://www.culturenow.gr/h-kassandra-sti-mayri-ammo-kritiki-vivlioy-toy-manoy-kontoleon/


Πού καταφεύγει ένας άνθρωπος μετά την πτώση; Πού οδηγεί τα βήματά του η παρακμή; Είναι η μνήμη το σίγουρο καταφύγιό του, εκεί όπου θα συνειδητοποιήσει την προσωπική του πορεία στον δρόμο της αυτογνωσίας και ενδεχομένως θα αναγνωρίσει τον εαυτό του, τα αίτια και τα αιτιατά των εσωτερικών του παλινδρομήσεων, συγκρούσεων και αντιφάσεων;

Για τον Μάνο Κοντολέων και την Κασσάνδρα του «Η μνήμη δεν είναι καταφύγιο. Χώρος εκτελέσεων είναι». Ένας χώρος στον οποίο καταδικάζονται και εκτελούνται οι βουλές των άλλων, οι οποίες καθόρισαν τη μοίρα μιας γυναίκας και προσδιόρισαν το τέλος της. Ο συγγραφέας με αυτή τη μόνη φράση μάς δίνει το κλειδί, για να ξεκλειδώσουμε τους συμβολισμούς του νέου του βιβλίου και ταυτόχρονα να διαισθανθούμε τη δύναμη της λογοτεχνίας να αγγίζει διαχρονικά τα μεγάλα θέματα.

Ο έρωτας και η απαγορευμένη ενσάρκωσή του, οι θεϊκές δυνάμεις της Κασσάνδρας και ο τραγικός περιορισμός της εξουσίας τους, η εσωτερικότητα της και οι επιθυμίες της σε πλήρη αντίφαση με το «πρέπει» που της όρισαν, οι ανάγκες, τις οποίες έπρεπε να εκπληρώσει, οι έμφυλες διακρίσεις που αντιμετώπισε, οι προσταγές που ακολούθησε, ο ρόλος της ως μάντισσα αλλά κυρίως ως γυναίκα, το πάθος, η Μαύρη Άμμος των πνιγηρών οραμάτων της  και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο θα εισδύσει τον τόπο του δικού της θανάτου, θα φτάσει στο τέλος για να λυτρωθεί, να δικαιωθεί ή απλώς να αντιμετωπίσει τη μοίρα της, ως έναν τρόπο για να κρίνει, εν τέλει, τις δικές της πράξεις μοιάζουν να είναι το θέμα αυτού του βιβλίου.

Ο Κοντολέων δεν καταπιάνεται να ξαναγράψει τη δική του εκδοχή σε ένα γνωστό θέμα. Διόλου τυχαία επιλέγει την Κασσάνδρα και επεμβαίνει επάνω της, όπως και στους υπόλοιπους ήρωες, την Εκάβη, τον Έλενο, την Ελένη, τον Αχιλλέα, ασφαλώς και τον Αγαμέμνονα, ήρωες όλοι αυτοί οι οποίοι κινούνται δορυφορικά γύρω της. Χωρίς να κάνει αυτά τα πρόσωπα να χάσουν τα γνώριμα χαρακτηριστικά τους, τα κληροδοτημένα σε εμάς από τον Όμηρο– στην περίπτωση της Κασσάνδρας και από τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη —  στρέφει τον αφηγηματικό του προβολέα προς το ήθος αυτών των προσωπικοτήτων. Μιλά απερίφραστα για τα πάθη τους αλλά και  προσπαθεί να τα ερμηνεύσει με μια φρέσκια ματιά. Κυρίως όμως, τονίζει τη μεγαλοσύνη και τη διαχρονικότητα αυτών των ηρώων, οι οποίοι μπορούν ακόμα να εμπνέουν μεγάλους δημιουργούς.

Στην πραγματικότητα όμως ο Μάνος Κοντολέων παίζει κι ένα παιχνίδι με τον αναγνώστη του. Στήνει ξανά το αρχαίο σκηνικό για να παρουσιάσει τη σύγχρονη πτώση της ελληνικής κοινωνίας. Μας ανασυστήνει την αρχαία Κασσάνδρα και βρίσκει την αφορμή στο πρόσωπο της να δείξει τον τρόπο με τον οποίο αλλάζει μια κοινωνία, όταν οι οικονομικές και κυριαρχικές τάσεις καθορίζουν τον τρόπο επιβολής μιας επικράτειας και κυρίως τη μοίρα των ανθρώπων.

Ο συγγραφέας δεν υποδηλώνει με υπαινιγμούς τη σχέση ανάμεσα στο ιστορικό παρελθόν και το σύγχρονο συσχετισμό του. Ο Δούρειος Ίππος της πένας του είναι ο ίδιος ο Τρωικός πόλεμος και με αυτόν θα εισβάλει στην ηρεμία μιας φαινομενικά ανήμπορης σύγχρονης κοινωνίας, για να δείξει σε ποιο βαθμό μπορεί να επηρεαστεί από τον τρόπο με τον οποίο εξαναγκάζεται να αλλάξει τα δεδομένα της. Ο Τρωικός πόλεμος είναι  απλώς το δικό του όχημα, το πρόσχημα για να φτάσει ο συγγραφέας στο επιθυμητό του αποτέλεσμα. Η πτώση της Τροίας έφερε την ανάγκη νέων καταστάσεων και η πτώση των δικών μας αξιακών μέτρων, πολιτισμικών και οικονομικών αναλογιών έχουν μια σαφή παραλληλία, την οποία αξίζει να εντοπίσουμε για να δούμε την εξελικτική μας πορεία ανά τους αιώνες και τον ρόλο μας σ’ αυτή την εξέλιξη.

Ο Κοντολέων δεν ψάχνει τις λέξεις, οι οποίες θα πείσουν, ούτε εκείνες τις παρηγορητικές που θα ηρεμήσουν τον ίδιο και τον αναγνώστη του. Σκύβει μέσα στη γλωσσική φαρέτρα της αρχαιότητας και συναρμολογεί φράσεις ζυμωμένες με την σημερινή χρήση της γλώσσας. Αρπάζει καίριες λέξεις, λέξεις πύρινες και αιχμηρές, κι ενώ τις βουτά στην ηδύτητα της γραφής του, τις εξαπολύει κατεναντίον μας, για να μας εισάγει, χωρίς κανέναν ενδοιασμό στις περιοχές της δικής μας ενδοσκόπησης και να συνδηλώσει παράλληλα τις προσωπικές του ανησυχίες, βλέποντας τον κόσμο να αλλάζει ξανά. Και μέσα από την δεξαμενή των ανεξάντλητων ελληνικών μύθων εκείνος επιλέγει την Κασσάνδρα για να υψώσει τη δική του φωνή απέναντι στις πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που βιώνει ο κόσμος σήμερα. Χωρίς θυμό. Μονάχα με τη σύνεση και τη φρόνηση ενός ανθρώπου που η γνώση των επερχόμενων τον συντάραξε.

Ο συγγραφέας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Η Μαύρη Άμμος της Κασσάνδρας προείπε και στη δική μας εποχή τα μελλούμενα αλλά κανείς δεν τα άκουσε. Κανείς δεν είδε το μέλλον ούτε όταν οι Κασσάνδρες επέμεναν να καταδεικνύουν τα αποτελέσματα όλων όσων ζούσαμε στην ανεξέλεγκτη ουτοπία μιας επίπλαστης ευμάρειας. Άραγε η Κασσάνδρα δε βρήκε τις κατάλληλες λέξεις ή εμείς εθελοτυφλούσαμε βολεμένοι στις προσωπικές μας διαδρομές και γι’ αυτό τον λόγο την αγνοήσαμε;

Ο συγγραφέας μάς καλεί να κοιτάξουμε, έστω και τώρα, στη Μαύρη άμμο. Μια ανάγκη να γνωρίσουμε τον πραγματικό μας εαυτό και τις δυνατότητές μας είναι περισσότερο απαραίτητη από ποτέ και η Κασσάνδρα του Κοντολέων γίνεται η αφορμή. Επειδή, αν υπάρχει μια αξία στην Ιστορία ή στους μύθους που προέπλασαν τον κόσμο είναι η δύναμή να αντιλαμβανόμαστε, μέσα από τις δικές της επιταγές, όλα όσα βιώνουμε στις μέρες μας.

Ο Κοντολέων κρίνει το παρελθόν και την αναγωγή του στο παρόν, στηριζόμενος στο ομηρικό μύθο αλλά μέσα από μια σημερινή ματιά. Βλέπει ό,τι προηγήθηκε και αναλαμβάνοντας ο ίδιος τον ρόλο μιας άλλης  Κασσάνδρας δίνει τους δικούς του πολιτικούς, κοινωνικούς και αισθητικούς προβληματισμούς επειδή το μέλλον διαγράφεται ακόμα. Ή τουλάχιστον μπορεί ακόμα να ελπίζει ότι θα αλλάξει. Ίσως επειδή πιστεύει ότι η ολοκληρωτική πτώση δεν έχει ακόμα συντελεστεί. Το σίγουρο είναι ότι στη δική του μνήμη έχουν ήδη «εκτελεστεί» όλοι όσοι συνέβαλαν σε αυτήν.

13.4.18

Για την Κασσάνδρα στο Presspublica.gr





-Πως θα χαρακτηρίζατε το νέο σας βιβλίο  "Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο";

Όταν σε ένα μυθιστόρημα περιγράφεις με όσο πιο εσωτερικό τρόπο δύνασαι την πορεία της ζωής μιας γυναίκας που άλλοι καθόρισαν τη μοίρα της, που η ίδια βίωσε τον έρωτα με τον πλέον απαγορευμένο τρόπο, που ενώ εκείνη κατανοούσε την ομαδική παράκρουση δεν μπορούσε να την αποτρέψει, που της χαρίστηκε μια θεϊκή εξουσία μα της στερήσανε τις δυνατότητες του φύλου της  και που εν τέλει αντιμετωπίζει το τέλος της από τη μια ως μια ευκαιρία ενδοσκόπησης και από την άλλη ως μια έκφραση δίκαιης τιμωρίας… Τότε πώς να χαρακτηρίσεις αυτό το μυθιστόρημα; Μόνο με το όνομα της ηρωίδας – Κασσάνδρα.

-Και γιατί στη Μαύρη Άμμο;

Τα οράματα που δεν είναι παρά οι εικόνες αυτών που θα δημιουργήσουν οι άφρονες πράξεις των ανθρώπων μόνο πάνω σε κάτι το ερεβώδες μπορείς να τα δει σαν σχηματίζονται. Μαύρη Άμμος, λοιπόν – ο χώρος όπου γεννιούνται οι εφιάλτες. Των άλλων… Των δικών μας.  Της Κασσάνδρας.

-Η αφήγηση της πτώσης μιας  κοινωνίας μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας;

Ναι. Αν και δεν μπορώ να ισχυριστώ πως το μυθιστόρημα μου αυτό είναι μια εξιστόρηση του Τρωικού Πολέμου, εντούτοις κάτω από τη δικιά του σκιά όλα όσα περιγράφω έχουν συντελεστεί. Ο Τρωικός Πόλεμος είχε ως πρόσχημα την αρπαγή της πιο όμορφης γυναίκας του κόσμου. Στην ουσία ήταν κι αυτός ένας πόλεμος  που τον γέννησε από τη μια η διάθεση οικονομικής ισχύος και από την άλλη η τάση επικράτησης μιας ηγεμονίας πάνω σε μια άλλη.  Πάντα μετά από έναν τέτοιας εμβέλειας πόλεμο, όπως ο Τρωικός, οι κοινωνίες αλλάζουν. Πολλές οι αλλαγές, αλλά και ακόμα περισσότεροι οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να αξιολογήσει αυτές τις αλλαγές. Αλλιώς αξιολογεί ο νικητής, αλλιώς ο νικημένος. Αλλιώς ο ηγέτης κι αλλιώς ο στρατιώτης. Αλλιώς ο πολεμιστής κι αλλιώς ο άμαχος. Διαφορετικά ένας άνδρας και διαφορετικά μια γυναίκα. Κι όταν μάλιστα η γυναίκα αυτή είχε τις ιδιότητες που η Κασσάνδρα είχε (μάντισσα –πριγκίπισσα / θύτης  - θύμα / φορέας εξουσίας – μοίρα σκλάβας) τότε οι αλλαγές της κοινωνίας μέσα από την δική της οπτική έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τουλάχιστον μυθιστορηματικό.

-Επικαλείστε και στιγμές από αρχαίες τραγωδίες;

Δε γινότανε διαφορετικά. Η ίδια η Κασσάνδρα έχει φτάσει ως εμάς  κυρίως μέσα από την παρουσία της σε δυο τραγωδίες –τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και τις Τρωάδες του Ευριπίδη. Αλλά δεν ήταν μόνο οι τραγωδίες που με συντρέξανε. Ήταν και το ίδιο το Ομηρικό Έπος. Όσο, όμως,  και αν τα κεντρικά πρόσωπα του δικού μου μυθιστορήματος έχουν φτάσει ως εμάς από τον τρόπο που ο Όμηρος τα παρουσίασε, εγώ τα είδα αρκούντως έως πολύ διαφορετικά.  Δεν γινότανε παρά να επέμβω. Κι άλλωστε το ήθελα κάτι τέτοιο. Νομίζω πως τα μεγάλα κείμενα και οι διαχρονικοί ήρωες είναι μεγάλα και διαχρονικοί αντίστοιχα,  γιατί επιδέχονται να επεμβαίνουν πάνω τους εκπρόσωποι των μελλοντικών γενεών. Τόσο οι αρχαίες τραγωδίες, όσο και τα Ομηρικά Έπη, μπορεί να είναι μια κιβωτός της ελληνικής γλώσσας, αλλά παράλληλα περιγράφουν πάθη ανθρώπων. Και είναι μια πρόκληση τόσο συγγραφική όσο και αναγνωστική να αναζητήσεις τις ερμηνείες αυτών των παθών βασισμένος σε σύγχρονες εμπειρίες και απόψεις.

-Μιλάτε για έναν ιδιότυπο πολιτικό προβληματισμό του χτες, έτσι όπως αντανακλάται στο σήμερα – ιδιότυπα πάντα;

Ναι, το υπαινίχτηκα και σε μια προηγούμενη απάντησή μου. Η ανάγνωση που επέλεξα να κάνω των όσων πράττουν τα πρόσωπα στην Ιλιάδα, αλλά και στις δυο τραγωδίες όπου παρουσιάζεται η Κασσάνδρα, είχε μια ιδιοτυπία. Είδα αυτούς τους χαρακτήρες όχι ως πρωταγωνιστές ενός έπους και με μια απόμακρη ταυτότητα ημιθέων, αλλά ως άτομα που θα μπορούσαν –χωρίς να αποφεύγουν τις καταγωγές τους- να συνομιλούν με τις προσλαμβάνουσες ενός σημερινού ανθρώπου. Με άλλα λόγια –προσπάθησα να συγγράψω με τον τρόπο που κάποιοι άνθρωπου του θεάτρου σκηνοθετούν. Αναζητούν την ουσία που από το παρελθόν φτάνει στο σήμερα. Κράτησα τα ενδύματα μιας εποχής, ζήτησα και τη βοήθεια λέξεων εκείνων των χρόνων, αλλά η ματιά μου  επέμενε να είναι η ματιά ενός ανθρώπου που γεννήθηκε στον 20ο αιώνα και ζει στον 21ο.

-Όλα αυτά  την ώρα που ένας ολάκερος κόσμος χάνεται και στη θέση του γεννιέται ένας νέος;

Μα εδώ ακριβώς είναι που είδα την αντιστοίχηση της εποχής όπου η Τροία έπεφτε με τα δικά μας χρόνια. Και η Κασσάνδρα αφού προσπάθησε να πείσει για μια ομαλή διαδοχή καταστάσεων, αφού πρώτη εκείνη είδε την ανέλπιστη προδοσία, αφέθηκε στη μοίρα της και αποδέχτηκε την κυριαρχία της Μαύρης Άμμου. Από χώρος οραμάτων, πεδίο πράξεων.
Ναι, μια παρόμοια εποχή ζούμε. Και υπάρχει πάντα μια Κασσάνδρα –ίσως και όχι μόνο μία. Αλλά όπως τότε τη θεωρούσανε μάντισσα ανόητων, αβάσιμων φόβων, έτσι και τώρα επικαλούνται το όνομά  και τις ιδιότητές της καγχάζοντας και σε στιγμές εθελοτυφλίας.


http://www.presspublica.gr/manos-kontoleon-i-kassandra-sti-mayri-ammo/




9.4.18

Βαγγέλης Παυλίδης: Με τη μεγάλη καρδιά ενός Γαργαντούα και το πάθος ονείρων ενός Δον Κιχώτη




Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’70 κυκλοφορεί το περιοδικό για παιδιά «Το Ρόδι» και σηματοδοτεί με τον τρόπο του την ύπαρξη μιας άτυπης ομάδας νέων συγγραφέων και εικονογράφων –είναι εκείνοι που τα επόμενα χρόνια και μέχρι ακόμα στις μέρες μας, θα διαμορφώσουν τον βασικό κορμό της περίφημης ανανέωσης της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας για παιδιά.
Νέοι άνθρωποι, νέες ιδέες, νέες τεχνικές τόσο στην αφήγηση με τη βοήθεια των λέξεων, όσο και στην αισθητική των εικόνων που καλούνται να εικονογραφήσουν την πλοκή.
Μια από τις ενδιαφέρουσες ιδέες της εκδότριας του περιοδικού , της Δροσούλας Βασιλείου – Έλιοτ, ήταν  να αναθέσει πολλά από τα λογοτεχνικά κείμενα να τα εικονογραφήσουν νέοι γελοιογράφοι – σκιτσογράφοι που ήδη είχαν κατακτήσει τις θέσεις τους στον καθημερινό τύπο. Και θεωρώ ενδιαφέρουσα την ιδέα εκείνη της Δροσούλας, γιατί η αμεσότητα των γραμμών και της ματιάς που διακρίνει τα έργα ενός γελοιογράφου μπορεί να κερδίσει το ενδιαφέρον ενός παιδιού που καθώς διαβάζει μια ιστορία θέλει με τρόπο παραστατικό αλλά και χαρούμενο να συναντήσει, με τη βοήθεια της εικόνας,  τους ήρωες και τις περιπέτειές τους.
Σε μια εποχή όπου ελάχιστοι ήταν στην Ελλάδα εκείνοι που γνώριζαν σε βάθος τον τρόπο να εικονογραφούν ένα βιβλίο για παιδιά, η παρουσία της έμπειρης ματιάς καλλιτεχνών που σε καθημερινή βάση κερδίζανε το στοίχημα της επικοινωνίας με το πλατύ κοινό μιας εφημερίδας, ήταν πολύτιμη.
Στο «Ρόδι», λοιπόν, είδαμε για πρώτη φορά το πως ένας γελοιογράφος μπορεί να μετατραπεί σε εικονογράφο. Πρόχειρα θυμάμαι τον Αντώνη Καλαμάρα, τον Σπύρο Ορνεράκη… Τον Βαγγέλη Παυλίδη.
Ναι, εκεί μέσα στις σελίδες ενός πρωτοποριακού περιοδικού για παιδιά μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω προσωπικά τον σκιτσογράφο που με θαυμασμό παρακολουθούσα τους εύστοχους εικαστικούς σχολιασμούς του  στο ΒΗΜΑ.
Κι όπως ανήκαμε στην ίδια γενιά, κι όπως λίγο πολύ είχαμε τις ίδιες οικογενειακές και κοινωνικές προσλαμβάνουσες, τις ίδιες πολιτικές επισημάνσεις, δεν δίστασα –μετά από κάποια χρόνια- να του προτείνω να εικονογραφήσει την επανέκδοση της συλλογή διηγημάτων μου «Γάντι σε ξύλινο χέρι» (Εκδόσεις Πατάκη, 1994).
Οι αναμνήσεις ενός αγοριού της μεσοαστικής τάξης από τα χρόνια του ’50, βρήκαν με τρόπο ιδανικό την εικαστική τους ενσάρκωση στις εικόνες του Παυλίδη.
Ο Βαγγέλης Παυλίδης σκιτσάριζε ακριβώς όπως και ο ίδιος ζούσε. Με διάθεση από τη μια να παίζει και από την άλλη να κριτικάρει. Αλλά αυτό ακριβώς αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λιθάρι της ‘ενήλικης παιδικότητας’ που πρέπει να διακρίνει κάθε έργο  (λόγου ή εικόνας) που απευθύνεται στα παιδιά.
Όταν θέλουμε εμείς οι ενήλικες να επικοινωνήσουμε με ένα ανήλικο άτομο, δε θα πρέπει να χαμηλώσουμε, να φτωχύνουμε πιο σωστά τις ιδέες μας, αλλά να βρούμε τρόπους αυτές οι ίδιες ακριβώς ιδέες να ενσαρκωθούν έτσι ώστε και ένα ανήλικο κοινό να τις χαρεί και να τις κατανοήσει ακριβώς όπως τις υποδέχεται και μια ομάδα ενηλίκων.
Δεν έχει κανείς παρά να διατρέξει την ιστοσελίδα του Βαγγέλη Παυλίδη (http://www.pavlidiscartoons.com) για να κατανοήσει αυτό που πιο πάνω επισημαίνω.
Αλλά πέρα από τον καλλιτέχνη, θέλω να σταθώ και στον άνθρωπο. Γιατί  -κι αυτό σημαντικό- ο Βαγγέλης δεν ήξερε μόνο να εικονογραφεί με τρόπο επιτυχημένο βιβλία για παιδιά. Μα το ίδιο καλά και ο ίδιος -με τον αυθορμητισμό, το ήθος, μα και τα  πείσματα ενός παιδιού-  επικοινωνούσε με τους φίλους του.
Έτσι δεν μπορώ να ξεχάσω το πόσο άμεσα και με τι χαρά δέχτηκε να εικονογραφήσει –αυτός ο καλλιτέχνης που σε καθημερινή βάση διαμόρφωνε τη γνώμη μερικών χιλιάδων αναγνωστών της εφημερίδας που έστελνε τα σκίτσα του- το πρώτο κείμενο της κόρης μου (Άννα Κοντολέων «Ένας πλανήτης στο πλυντήριο», Εκδόσεις Δελφίνι, 1993). Κι όχι μόνο το εικονογράφησε, αλλά αντιμετώπισε τη νεοτάτη συγγραφέα με  τρόπο πατρικό όσο και επαγγελματικό.
Μας συνδέανε κι άλλα. Εξώφυλλα, μα και διεθνείς βραβεύσεις. Έμελλε να συνδεθούμε και με ένα ακόμα τρόπο… Πικρό – να είναι για δικά μου κείμενα οι τελευταίες του εικονογραφήσεις.
Μαζί μου, δίπλα μου –σε τιμητική εκδήλωση στην αγαπημένη του Ρόδο- χάρηκε, ίδια με παιδί,  το δώρο που του κάνανε οι αναγνώστες των βιβλίων –μια συλλογή πορτραίτων του φτιαγμένων από τα παιδιά ενός ροδίτικου σχολείου.
Τελικά –σκέφτομαι τώρα καθώς γράφω αυτές τις λίγες γραμμές- πως υπάρχει ένας συμβολισμός στο γεγονός πως Γαργαντούας και Δον Κιχώτης είναι οι τελευταίοι ήρωες που ο Βαγγέλης Παυλίδης εικονογράφησε. Είχε τη μεγάλη καρδιά του ενός  και το πάθος ονείρων του άλλου.
Γι αυτό –μήτε που μπορούσα να το υποψιαστώ όταν το έγραφα!- τόσο του ταιριάζουν ως κατευόδιο οι τελευταίες αράδες από το βιβλίο του Δον Κιχώτη.
«Εδώ κοιμάται τον ύπνο τον αιώνιο
Ένας εραστής των ονείρων.
Ό,τι φαντάστηκε το έζησε σαν αλήθεια
Κι ό,τι ονειρεύτηκε το αφήνει κληρονομιά στους άλλους…»

Μάνος Κοντολέων

Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου – Κυριακή του Πάσχα, 8 Απριλίου 2018



2.4.18

Βάλθηκε να πετύχει όλους τους πειραματισμούς του...




Ο Απόστολος Πάππος γράφει στο elniplex



Βάλθηκε να πετύχει όλους τους πειραματισμούς του ο Μάνος Κοντολέων τα τελευταία χρόνια. Ο εκ των κορυφαίων Ελλήνων λογοτεχνών, μετά την ανάταξη κι εκ νέου ανάδυση των κλασικών, παίρνει τρία δικά του βιβλία και τα σμίγει εις σάρκαν μίαν, δημιουργώντας κάτι πέρα από μια τυπική εκδοτική συρραφή: έναν σφιχτοδεμένο εσωτερικό διάλογο τριών βιβλίων του που τέμνονται πάνω από τα δυο καλοκρατημένα χέρια ενός παππού κι ενός εγγονού, μιας θριαμβευτικής αυγής της ζωής και ενός πολύχρωμου σούρουπού της.

«Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο», «Στο νησί της ροδιάς» και «Ένα συρτάρι γεμάτο όνειρα» συναντιούνται στα καινούρια «Φιλαράκια» των εκδόσεων Ψυχογιός και συνθέτουν μαστόρικα έναν ιστό όπου το παλιό και το νέο, το φεγγάρι και ο ήλιος φωτίζουν και φωτίζονται, συνομιλούν και διαλογίζονται, στροβιλίζονται κι αναλογίζονται, αληθεύουν και επαληθεύουν και, κυρίως, χύνουν σε ένα καλούπι όλους τους άρρητους νόμους κι αλγορίθμους της σχέσης παππού-εγγονού ή διπλοπατέρα-διπλοπαιδιού, αν προτιμάτε.

Στο Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο, ο επτάχρονος Μάνος πάει στην Α΄δημοτικού και παραμονές Χριστουγέννων στολίζει μαζί με τους γονείς του το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η μητέρα του Μάνου είναι έγκυος και ο Μάνος φοβάται πως ο ερχομός της αναμενόμενης αδερφής του θα κάνει τους γονείς του να πάψουν να τον αγαπούν. Παραμονή Χριστουγέννων έρχεται σπίτι, όπως πάντα ο παππούς, μα το δώρο του αυτήν τη φορά είναι διαφορετικό. Ανήμερα των Χριστουγέννων, όταν ο Μάνος θα επισκεφθεί ένα καταυλισμό προσφύγων στους πρόποδες ενός βουνού, τότε ένα χάρτινο καραβάκι και ένα κόκκινο ποδήλατο θα γίνουν, εκτός από τίτλος του βιβλίου του παππού, και το διαβατήριο για τη μεγάλη αγάπη που δίνεις και παίρνεις.

Στο Νησί της Ροδιάς, ο μικρός Μάνος έχει τελειώσει τη Β’ δημοτικού και προετοιμάζεται για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Με ανάμικτα συναισθήματα έχει υποδεχτεί τη νεογέννητη αδερφούλα του στο σπίτι και τη φροντίδα των γονιών του πάνω της.

Ό Μάνος λοιπόν εξαιτίας της μικρής νεοφερμένης στην οικογένεια, θα περάσει τις διακοπές μόνος με τον παππού και τη γιαγιά στο Νησί. Κι ενώ οι διακοπές ξεκινούν και έχουν όλα αυτά που περιμένει κανείς ήλιο, παιχνίδι, ξεγνοιασιά, στο Νησί ο Μάνος θα ζήσει μια εμπειρία μοναδική. Αν αναρωτιέστε ποιο Νησί, δεν θα πάρετε απάντηση. Το νησί που περιγράφει ο συγγραφέας δεν υπάρχει στα αλήθεια. Το δημιούργησε θέλοντας να μιλήσει με τον δικό του τρόπο για τα Παιδικά Χωριά SOS. Εκεί όπου ο Μάνος θα συναντήσει παιδιά μικρότερα και μεγαλύτερα, δεκατέσσερις καινούριους φίλους, δεκατέσσερα σποράκια. Κι αυτά θα του αποκαλύψουν ένα-ένα την ιστορία τους. Πως έχασε το καθένα τους γονείς του, πως βρέθηκε στο Νησί να το φροντίζει η Ρήγισσα, στο Νησί της Ροδιάς. Με τον πάντα αριστοτεχνικό τρόπο του Μάνου Κοντολέων, ένας εσωτερικός πόλεμος στα αυτονόητα στήνεται και θριαμβεύει.

Ο Απόστολος Πάππος γράφει στο elniplex

Στο Ένα συρτάρι γεμάτο όνειρα, που δένεται δεξιοτεχνικά με τα δύο προηγούμενα, ο μικρός Μάνος ανησυχεί που έχει να δει στο σπίτι τον παππού μια εβδομάδα. Όταν ο παππούς βγαίνει από το νοσοκομείο, τα δυο Φιλαράκια σμίγουν ξανά και ο παππούς διαβάζει στον εγγονό του, τον πρώτο του αναγνώστη τις ιστορίες του. Πρώτα το αστέρι που έγινε λουλούδι και λίγο αργότερα το Ένα συρτάρι γεμάτο όνειρα. Και μετά την Καρδιά του μαρουλιού. Κι ύστερα του είπε για Ένα κλαρί που γελάει. Και το μεγάλο φιλαράκι συνέχισε να λέει ιστορίες στον μικρό συνωνόματό του.

Ενθουσιάζει η λογοτεχνική ισορροπία με την οποία οι τρεις ιστορίες διεγείρουν το συναίσθημα ταυτοχρόνως σε παιδιά 8-10 ετών, εφήβους, ενηλίκους κάθε στράτας, παππούδες/γιαγιάδες.

Και θέλω να κλείσω με τούτο: για να δώσεις ένα τέτοιο τέλος στο βιβλίο σου, στη σχέση παππού-εγγονού και τη ζωή του ίδιου του παππού, πρέπει να έχεις κάτι παραπάνω από σθένος. Πρέπει να έχεις υπερβεί και να κοιτάς από απόσταση το φόβο του μεγάλου ανεξύπνητου ύπνου, του υπέρτατου συμπαντικού νόμου του τέλους της ύπαρξης και ταυτόχρονα να κοιτάς με γενναιοδωρία ό,τι μένει πίσω σου.
Πρώτη δημοσίευση: http://www.elniplex.com/%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CF%89%CE%BD/

29.3.18

Ο έτερος εχθρός


«Ο έτερος εχθρός»
Ελισάβετ Χρονοπούλου
Πόλις 2017
          
 
Τα ιστορικά γεγονότα τόσο την εποχή που συμβαίνουν, όσο και τα αμέσως επόμενα χρόνια συνήθως καταγράφονται στη συλλογική μνήμη με τον τρόπο που η πολιτειακή βούληση θέλει να τα χρησιμοποιήσει.
Η γενιά που έζησε ένα γεγονός, όπως και οι δυο ή και τρεις επόμενες της,  αντιμετωπίζουν αυτό το συμβάν, στοχάζονται πάνω σε αυτό με την ψευδαίσθηση πως το έχουν αντικειμενικά γνωρίσει.
Αλλά συνήθως η Ιστορία δεν γράφεται χωρίς προγραμματισμό και κάθε τι ατομικό που ξεφεύγει από το όρια του συλλογικού που έχει επιβληθεί, παραμένει αφανές, συχνά και ως ενοχή αποκρύπτεται.
Καθώς ο 21ος αιώνας πλησιάζει στο τέλος του πρώτου τέταρτου του και το μισό το 20ου φτάνει να απέχει από τους σημερινούς ανθρώπους κοντά ένα αιώνα, η λογοτεχνία αποκτά εκείνους τους συγγραφείς που θα θελήσουν με τη δική της ευαισθησία να επαναπροσδιορίσουν συναισθήματα, να επανατοποθετήσουν αποφάσεις και να αναζητήσουν νέα όρια ανάμεσα στις θέσεις και τις αντιθέσεις όσων έζησαν μέσα σε εκείνα τα παλαιά-πλέον- γεγονότα.
Κι αυτή η αναζήτηση δεν έχει στόχο της να καταδικάσει, μήτε και να αγιοποιήσει. Αντίθετα ψάχνει τα ανθρώπινα πάθη σε όλη τους της γκάμα –από τα πλέον θετικά έως τα πλέον αρνητικά.  Γιατί αυτός ήταν και είναι πάντα ο λόγος ύπαρξης της κάθε Τέχνης και ασφαλώς της λογοτεχνίας.
Αυτή η λογοτεχνική τάση –εστιασμένη σε μια πολυσήμαντη ανίχνευση των χρόνων από το 1935 έως το 1945 περίπου-  δείχνει να  απλώνεται σε όλη την Ευρώπη. Λογικό μιας και η Γηραιά Ήπειρος είναι ο χώρος όπου το μέγιστο γεγονός του 20ου αιώνα –ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος- έδειξε τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να εκφρασθεί ο άνθρωπος – από κτήνος έως ήρωας.
Αλλά ανάμεσα στα δυο αυτά άκρα είναι που οι περισσότεροι ευρωπαίοι κινήθηκαν. Και οι θέσεις τους, εκείνες οι πλέον εσωτερικές θέσεις σπάνια σχολιάστηκαν, σπανίως φωτίστηκαν με μια διάθεση όχι τόσο αυτοκριτικής, όσο αυτοκατανόησης.
Στη Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλές τέτοιες λογοτεχνικές προσπάθειες. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μόνο μια  αυτή την ώρα μπορώ να σκεφτώ –είναι το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Αλλά σε εκείνη τη συλλογή διηγημάτων, η άλλη μάτια αφορούσε μια ακόμα παλαιότερη ιστορική περίοδο -το ’22. Προσωπικά θεώρησα πως εκείνη η τόσο ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων, μάλλον είχε αργήσει να γραφτεί. Η στάση των ελλήνων στρατιωτών στην Μικρασιατική Εκστρατεία μπορεί να μην ήταν ευρέως γνωστή, σίγουρα όμως ήταν καταγεγραμμένη στις μνήμες και εκείνων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συμμετείχαν στα γεγονότα, όσο και των απογόνων τους. Η επίσημη αποσιώπηση έπρεπε  να περάσουν πάνω από ενενήντα χρόνια για να αμφισβητηθεί λογοτεχνικά. Και έτσι η έκδοση του «Γκιακ» απετέλεσε ένα συγγραφικό γεγονός λόγω ποιότητας γλώσσας και ρεαλισμού περιγραφών, αλλά δεν θα μπορούσε να ενεργοποιήσει αντιδράσεις πάνω στα όσα ο έλληνας του 21ου αιώνα βιώνει.
Όμως επανέρχομαι στην άποψη πως λογοτεχνικές προσπάθειες νέων ελλήνων συγγραφέων με άξονα τα γεγονότα της Κατοχής και κυρίως των χρόνων ’40 –‘ 43, δεν έχω συναντήσει.
Οπότε και με μέγιστο ενδιαφέρον διάβασα τα διηγήματα της συλλογής «Ο έτερος εχθρός» της Ελισάβετ Χρονοπούλου.
Κινηματογραφίστρια η Χρονοπούλου, μόλις πριν τέσσερα χρόνια είχε κυκλοφορήσει το πρώτο της λογοτεχνικό έργο –συλλογή διηγημάτων κι εκείνο- και ιδιαιτέρως προσέχτηκε από την κριτική.
Ως καλλιτέχνης που έχει μάθει να εκφράζεται με την εικόνα και να χρησιμοποιεί τη δομή μιας σεναριακής ανάπτυξης του αφηγούμενου μύθου, δίνει ιδιαίτερη σημασία στον κεντρικό χαρακτήρα της κάθε ιστορίας της.
Ο χρόνος που όλα τα διηγήματα περιγράφουν είναι τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής κυρίως αλλά και του Εμφύλιου* χώρος η Αθήνα. Όλα τα πρόσωπα απολύτως αντιηρωικά και όλα τους αντιμέτωπα με τον… έτερο εχθρό. Ποιος είναι αυτός;
Αν αποδεχτούμε πως σε μια περίοδο κατοχής από εχθρικά στρατεύματα ο εχθρός έχει συγκεκριμένο πρόσωπο, αν αποφασίσουμε πως σε μια εμπόλεμη περίοδο  ο απέναντι μας άλλος είναι ο εχθρός, τότε αν κάποιον θα πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε ως έτερο εχθρό, αυτός δεν είναι παρά  ο ίδιος μας ο εαυτός.
Ο εαυτός μπροστά το φόβο του θανάτου* μπροστά στην πάση θυσία επιβίωση* ενώπιον της ίδια της ανάγκης μας να συνεχίσουμε να ζούμε. Αλλά και εκείνος που μας εξαναγκάζει σε συμβιβασμούς, εξευτελισμούς, σε αποσιωπήσεις, σε υπεκφυγές.
Ο έτερος εχθρός είμαστε εμείς σε μια στιγμή αδύναμη. Που όμως… Ναι, ο έτερος εχθρός, ο εαυτός μας δηλαδή, πάντα μας ακολουθεί, δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτόν. Μήτε –πόσο μάλλον- να τον καταγγείλουμε. Κι έτσι όχι μόνο αποδεχόμαστε, αλλά και με όλη μας τη δύναμη συντηρούμε την μνήμη του άλλου –του πρώτου εχθρού που γέννησε το έτερό του ήμισυ.
Η Ελισάβετ Χρονοπούλου καθώς με γρήγορους κινηματογραφικούς ρυθμούς ‘τρέχει’ πάνω στα πρόσωπα  -ήρωες των διηγημάτων της, καταφέρνει να μας παρασύρει και έτσι να αποδεχτούμε πως εν τέλει αυτά τα πρόσωπα που εκεί γύρω στα μέσα του 20ου υπέκυψαν στον έτερο εχθρό τους, ακόμα και αν τα ίδια μπορεί πλέον να μη ζούνε, οι άμεσοι, πρώτοι  και δεύτεροι απόγονοί τους  - οι σημερινοί κάτοικοι αυτής της πόλης που με ανάλογο  τρόπο ζει σε συνθήκες μιας άλλης κατοχής- μπορεί να αντιμετωπίζουν το δικό τους έτερο εχθρό… Σαφώς με άλλα ενδύματα, κάτω από άλλες  -φαινομενικά- συνθήκες, αλλά πάντα ο έτερος… Αυτός που δεν θέλουμε να δεχτούμε πως συγκατοικεί με τον άλλον.
Αισθαντικά, αυθεντικά, πρωτότυπα κείμενα.

Πρώτη ανάρτηση: https://www.literature.gr/o-eteros-echthros-elisavet-chronopoyloy/