
30.6.09
Ομορφιά και Θλίψη

23.6.09
Ελίτσα ή Παπαρούνα;

15.6.09
Τα νέα της Πόλυς Μηλιώρη
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη, 2009
Η Πόλ

Για χρόνια διευθύντρια και αρθρογράφος του περιοδικού ‘Πάνθεον’, από την αρχή της δεκαετίας του ’80, στρέφεται και στην πεζογραφία και μέχρι τώρα έχει κυκλοφορήσει οκτώ μυθιστορήματα, δυο μυθιστορήματα για νέους, μια συλλογή χρονογραφημάτων, ένα χρονικό του ελληνικού περιοδικού τύπου και ένα βιβλίο σχετικό με την δημιουργική γραφή.
Στα πρώτα της έργα, η δημοσιογραφική ματιά της συνδυαζότανε με την εσωτερική ενατένιση της πεζογράφου, μα σταδιακά το δημοσιογραφικό στοιχείο υποχωρεί και στα τελευταία της
Το μυθιστόρημα «Εγώ θα κλείσω την αυλαία» κλείνει μια τριλογία -οι άλλοι δυο τίτλοι είναι: «Ο κλήρος πέφτει στην Αρήτη» (1999) και «Η Νανά των ανοιχτών λογαριασμών» (2003). Τίτλος της τριλογίας : «Στο θέατρο των ανιόντων»
Μέσα από τα τρία αυτά μυθιστορήματα η Πόλη Μηλιώρη ανατέμνει τον 20ο αιώνα, έτσι όπως αυτός εκφράστηκε από μια μερίδα ελλήνων –αναφέρομαι στους μικρασιάτες πρόσφυγες και την άνοδό κάποιων από αυτούς, από την χορεία των προσφύγων στην τάξη των μεγαλοαστών.
Μέσα από τα πρόσωπα μιας οικογένειας με μικρασιατική καταγωγή, ο αναγνώστης της τριλογίας θα πλησιάσει και θα κατανοήσει διαπροσωπικές σχέσεις, οικογενειακά μυστικά και επιχειρηματικές επεμβάσεις.
Η Μηλιώρη χρησιμοποιεί διαφορετικές τεχνικές αφήγησης στο κάθε μυθιστόρημα της τριλογίας.
Το πρώτο στηρίζεται σε μονολόγους των ηρώων. Το δεύτερο έχει κτιστεί πάνω σε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση με παρεμβολές αφηγήσεων της κεντρικής ηρωίδας.
Στο τρίτο –στο «Εγώ θα κλείσω την αυλαία» - η αφήγηση είναι από την πλευρά ενός μόνο προσώπου και μόνο σε κάποια σημεία ακούγονται οι φωνές κάποιων τρίτων, φωνές που απλώς επιβεβαιώνουν τις απόψεις και της βασικής αφηγήτριας.
Το κάθε μυθιστόρημα λειτουργεί ως αυτοτελές κείμενο, αλλά η συγγραφέας φροντίζει να προσφέρει στοιχεία που ενώνουν το ένα με τα υπόλοιπα.
Ο μυθιστορηματικός άξονας που διαπερνά και τα τρία κείμενα είναι οι σχέσεις δυο αδελφών – μια που ξεκινά από τις αρχές του αιώνα και μια άλλη που τον κλείνει.
Εκείνο που διαφοροποιεί τις δυο αυτές σχέσεις είναι και ότι διαφοροποιεί το τέλος από την αρχή του 20ου αιώνα. Αναφέρομαι όχι στην ποιότητα του δεσμού, αλλά στον τρόπο που αυτός εκφράζεται.
Αλλά δεν θα πρέπει να μην τονισθεί πως η τριλογία έχει και την κεντρική ηρωίδα της. Η Νανά Τρανού –που το όνομά της αναφέρεται στον τίτλο του δεύτερου μέρους της τριλογίας- στην ουσία πρωταγωνιστεί και στα άλλα δύο μυθιστορήματα.
Από τα πλέον σύνθετα πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας, είναι στιγμές που αγγίζει τα όρια μιας τραγικής ηρωίδας της εποχής μας. Τραγικής όσο και αρνητικής.
Μένοντας, πάντως, στο τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα, μπορούμε να ισχυριστούμε πως ίσως είναι το μοναδικό κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας μας, το οποίο περιγράφει την πτώση μιας τάξης επιχειρηματιών –αυτούς που έφτιαξαν την αυτοκρατορία τους αμέσως σχεδόν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια πτώση που δημιουργείται καθώς το κοινωνικό και οικονομικό ήθος μεταλλάσσεται και στη θέση της ατομικότητας βλέπουμε να εισβάλλει η κλίκα –ή αν προτιμάτε τα διάφορα καρτέλ.
Μα μια τέτοια κατάσταση επιδρά και στις διαπροσωπικές σχέσεις, καταρρακώνει και οικογενειακούς δεσμούς. Η Πόλυ Μηλιώρη πάνω σε αυτήν την καταρράκωση στέκεται και αναλύει με ρυθμούς αγχωτικούς τα μικρά και μεγάλα δράματα που κρύβονται μέσα στα μεγαλοαστικά σπιτικά.
Και έτσι βέβαια δικαιολογεί και την απόφασή της να χρησιμοποιήσει την υποκειμενικότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Από τη συνολική ματιά της προσφυγιάς, στην αντικειμενικότητα της οικονομικής αυτάρκειας και τέλος στην υποκειμενικότητα της διαπραγμάτευσης αξιών και συναισθημάτων.
Το μυθιστόρημα «Εγώ θα κλείσω την αυλαία» είναι και περισσότερο φιλόδοξο σε σχέση με τα άλλα δύο της τριλογίας. Κι αυτό γιατί παράλληλα με την αφήγηση των μυθιστορηματικών συμβάντων, η Μηλιώρη θέτει ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη σχέση πραγματικής ζωής και μυθιστορηματικής. Καθώς η βασική αφηγήτρια είναι και η ίδια συγγραφέας θεατρικών έργων, αναζητά τα όρια ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη.
Έργο κι αυτό –όπως και τα άλλα δύο- πολυπρόσωπο. Αλλά η συγγραφέας –και πάλι- με άνεση και ευαισθησία περιγράφει επαρκέστατα κάθε χαρακτήρα, ενώ οι γειτονιές και τα
προάστια της Αθήνας, οι μονοκατοικίες και τα διαμερίσματά της δίνουν και αυτά το στίγμα τους στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από εκείνο της αναπαράστασης του τέλους μιας εποχής.
Έργο εν τέλει πικρό καθώς κλείνει την αυλαία μιας εποχής και μιας οικογένειας, αλλά και τρυφερό μιας και συμπάσχει με τον κάθε θύτη, ξέροντας πως θα είναι ο ίδιος και θύμα του εαυτού του.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ,Ιούνιος, 2009)
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Ψυχογιός
Οι περισσότεροι συγγραφείς διαθέτουν ένα λίγο πολύ συγκεκριμένο στίγμα.

Κάπως έτσι μπορούμε να δούμε συγγραφείς που ασχολούνται με ιστορικά θέματα, άλλους με ζητήματα του έρωτα, άλλους με εκφράσεις της πολιτικής και βέβαια πάμπολλους που έλκονται από την τάση να ψυχαναλύουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Η Πόλυ Μηλιώρη έχει κι αυτή το δικό της συγγραφικό στίγμα.
Μόνο που το δικό της αν και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον και ακόμα περισσότερο σημαντικό, λίγοι, ελάχιστοι, ίσως και ουδείς άλλος το διαθέτει.
Το συγγραφικό στίγμα της Πόλυ Μηλιώρη είναι οι νεοέλληνες αστοί.
Λέγοντας νεοέλληνες αστοί, έχω στο νου εκείνους τους έλληνες που από τα μέσα περίπου του 1920 έως και λίγο πριν το τέλος του 20ου αιώνα, κατάφεραν να αναρριχηθούν κοινωνικά και οικονομικά και στην πλειοψηφία τους να αποτελέσουν τη δεξαμενή από όπου βγήκαν επιστήμονες, έμποροι , επιχειρηματίες και καλλιτέχνες.
Η τάξη αυτή –έτσι όπως τουλάχιστον την ορίζω- σήμερα δεν υπάρχει. Όσοι την εκπροσωπούν είναι οι τελευταίοι –και ίσως φθαρμένοι πλέον- απόγονοι των πρώτων νεοελλήνων αστών.
Οι κοινωνικές δομές αλλάζουν, οι οικονομίες διαφοροποιούνται και οι ταξικές διαφορές ολοένα και περισσότερα δείχνουν να μην έχουν λόγο ύπαρξης.
Αλλά ο κόσμος που εμείς γνωρίσαμε, η ελληνική κοινωνία που εμείς μέσα της μεγαλώσαμε, ήταν γεμάτοι από εκπροσώπους των αστών. Από τον Ωνάση στον Θεοφανίδη, από την Κυβέλη στην Βουγιουκλάκη –άντρες και γυναίκες που διαμόρφωσαν μια κοινωνική δομή –αρχές, αξίες, απαξίες, οράματα και αδιέξοδα.
Η Πόλυ Μηλιώρη εκπροσώπους αυτών των αστών έχει ως ήρωες στα περισσότερα βιβλία της. Και από την εποχή της παντοδυναμίας τους και από τη σημερινή εποχή των τελευταίων αδύναμων επιγόνων τους.
Και με ιδιαίτερη παρατηρητικότητα περιγράφει τους χώρους μέσα στους οποίους ζούνε και εργάζονται.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα –«Πάντοτε είναι αργά», κεντρικά πρόσωπα είναι δυο γυναίκες. Μάνα και κόρη.
Και οι δυο από εκείνους, που πιο πάνω λέγαμε, τους επιγόνους των αστών των μέσων του 20ου.
Η μάνα χήρα συμβολαιογράφου, με κάπως ταπεινή καταγωγή που όμως γρήγορα και αποτελεσματικά εντάχθηκε στην ανώτερη τάξη του συζύγου.
Η κόρη συμβολαιογράφος, μια γυναίκα που πλησιάζει τα σαράντα, όσο κι αν έχει λιγότερο εμφανή τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ομάδας του πατέρα της, εντούτοις με σαφήνεια εκφράζει τα τελευταία κατάλοιπά τους.
Το μυθιστόρημα στηρίζεται πάνω σε ένα οικογενειακό μυστικό.
Η κόρη σε πολύ νεαρά ηλικία –μαθήτρια της τελευταίας τάξης του σχολείου- είχε μείνει έγκυος μετά από μια τυχαία ερωτική της συνεύρεση με γάλλο φοιτητή.
Αποτέλεσμα εκείνης της ερωτικής της πρώτης εμπειρίας ήταν να μείνει έγκυος, ενώ μήτε το επίθετο του περαστικού εραστή της δεν ήξερε.
Η ίδια με το πάθος της επανάστασης του νέου της δεκαετίας του ’80 , είχε αποφασίσει να κρα- τήσει το παιδί.
Αλλά η μητέρα με τη κοινωνική γνώση μιας γυναίκας που μεγάλωσε αμέσως μετά από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και που χρησιμοποίησε το άσπιλο κορμί της για να ανέβει την κοινωνική κλίμακα, δεν μπορεί κάτι τέτοιο να το επιτρέψει.
Ότι σχεδίασε και εφάρμοσε δείχνει πως για είκοσι χρόνια λειτούργησε. Αλλά καθώς ο νέος αιώνας έχει μπει, οι νέες συνθήκες που έχουν επιβληθεί θα επαναφέρουν στο προσκήνιο εκείνη την κρυφή πράξη και θα προκαλέσουν μια καθυστερημένη εκτόνωσή της.
Μια ιστορία που όλοι γνωρίζουμε πως παρόμοιες έχουν συχνά συμβεί –η αστική τάξη ήξερε να σχεδιάζει επιθέσεις και άμυνες για να επιβιώνει.
Μια ιστορία που εύκολα θα μπορούσε να υλοποιηθεί συγγραφικά με τέτοιο τρόπο ώστε το αποτέλεσμά της να χαρακτηρισθεί ως ένα κοινωνικό ρομάντζο.
Αλλά η Μηλιώρη δεν κάνει ροζ λογοτεχνία, κάνει λογοτεχνία κοινωνικών τομών και ψυχογραφικών ανιχνεύσεων.
Η ανεπιθύμητη γέννα θα της προσφέρει την αφορμή να φωτίσει προσωπικότητες και σχέσεις –κυρίως τη σχέση κόρης και μάνας, αλλά και να διεισδύσει στις ψυχολογικές καταστάσεις δυο γυναικών έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται από τις ηλικίες που η κάθε μια τους διανύει.
Μάνα και κόρη ή δυο γυναίκες που η μια τελειώνει το βίο της και η άλλη κάπως καθυστερημένα προσπαθεί να τον ολοκληρώσει.
Η Μηλιώρη δεν γνωρίζει μόνο τα μυστικά των γυναικών ως γυναίκα και η ίδια, μα ξέρει αυτά τα μυστικά να τα φωτίζει με τέτοιο τρόπο ώστε από ατομικές στιγμές να μετατρέπονται σε υπαρξιακές καταθέσεις.
Αλλά οι γυναίκες δεν αυτοπροσδιορίζονται μόνο βλέποντας η μια την άλλη. Μα και μέσα από τον τρόπο που συνυπάρχουν με τους εκπροσώπους του άλλου φύλου.
Ο άντρας ως σύζυγος, ο άντρας ως εραστής, ο άντρας ως συνεταίρος, ο άντρας ως γιος.
Η Μάρθα και η Αφροδίτη –η μάνα και η κόρη- ζούνε δίπλα σε άντρες. Συνυπάρχουν δημιο
υργούν μαζί τους, η μια από αυτές άντρα γέννησε.
Η Πόλυ Μηλιώρη δεν καταγράφει μόνο το πως οι γυναίκες επηρεάζονται από τους άντρες της ζωής τους. Μα και το πως αυτές μπορούν και διαμορφώνουν τα όνειρα όσων αντρών τις πλησιάζουν.
Το σήμερα των ημερών μας έχει τη στάμπα μιας τηλεοπτικής επέμβασης.
Δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως η τηλεόραση πολλαπλά παρεμβαίνει στη ζωή μας.
Αυτή την παρέμβαση η Πόλυ Μηλιώρη με ένα ακόμα εύρημα της την υλοποιεί, και μάλιστα τόσο εύστοχα ώστε αφήνει στο, κατά κάποιο τρόπο ανοιχτό, τέλος να διαφανεί πως μέσα από μια τηλεοπτική εκπομπή θα ολοκληρωθεί η διαφάνεια των σχέσεων και θα αποδοθούνε οι ευθύνες.
Μυθιστόρημα λοιπόν που φλερτάρει με το ύφος και το περιεχόμενο τηλεοπτικών εκπομπών, την ίδια τη στιγμή που πηγαίνει λες πίσω από τα σκηνικά των reality show
και αναδεικνύει τα ανθρώπινα πάθη και –για να επιστρέψουμε εκεί απ΄ όπου αρχίσαμε- υπογραμμίζει πως η αστική τάξη μεταλλάχτηκε ήδη, από φορέας
4.6.09
Συνέντευξη στο "ΔΙΑΒΑΖΩ"

ο Μάνος Κοντολέων συνομιλεί με τον Γιάννη Κοτσιφό
Σε μια περίοδο που πολλοί ομότεχνοί του κινούνται στο θολή γραμμή μεταξύ εκδοτικής συνέπειας και αναγνωστικής ανίας, ο Μάνος Κοντολέων προτιμά να είναι συνεπής στην πρόκληση της συγγραφικής ανανέωσης και επανέρχεται από απροσδόκητους δρόμους σε θέματα που διατρέχουν την πλούσια λογοτεχνική παραγωγή του τα τελευταία χρόνια, φωτίζοντας με αδυσώπητο τρόπο γωνιές που ο αναγνώστης ίσως προτιμούσε να μείνουν στην ασφάλεια της αφάνειας.
Πριν από τρία χρόνια, δοκιμάζοντας για πρώτη φορά τις δυνάμεις του στο είδος του θεάτρου, συμπύκνωσε στο βιβλίο του Τέταρτη Εποχή (εκδ. Πατάκη) τη βία που περιέχει η ανάγκη των ανθρώπων να ξορκίσουν με τον έρωτα τη φθορά σωμάτων και συναισθημάτων και τολμά να την εκτοξεύσει στον αναγνώστη του πολλαπλασιασμένη από την αντιστροφή αυτού του σχήματος: η Κλέα και ο Μενέλαος, οικογενειάρχες, αστοί, επιτυχημένοι επαγγελματικά, αν δεν κάνουν τη φθορά κοινό κτήμα τους δεν θα μπορέσουν να αντέξουν τον έρωτά τους.
Φέτος, ο Μάνος Κοντολέων ξανανοίγει τους συγγραφικούς λογαριασμούς του με το θέμα, μετασχηματίζοντας εκείνο το θεατρικό έργο σε μυθιστόρημα, έχοντας όμως θέσει στον εαυτό του μια σειρά από δεσμεύσεις: ίδιοι ήρωες, ίδιος αφηγηματικός χρόνος, ίδιοι διάλογοι. Μέσα από τέτοια στοιχήματα τεχνικής αναδύθηκε η Λεβάντα της Άτκινσον, και μοιραία από αυτά εκκινεί και η συζήτησή μας γι’ αυτήν.
- Αναρωτιέμαι τι βάρυνε στο ζύγισμα μεταξύ της πρόκλησης σε επίπεδο τεχνικής και του φόβου για ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να μυρίζει εργαστήριο. ¨Ή κάποια άλλη άδηλη ανάγκη υπερέβαινε παρόμοια διλήμματα;
*Είναι γεγονός πως οι πειραματισμοί με ελκύουν. Και στο πλαίσιο ενός πειραματισμού έγραψα το θεατρικό Η Τέταρτη Εποχή - ήθελα να διαπιστώσω αν μπορώ να εγκαταλείψω την άνεση του πεζογράφου και να γράψω κάτω από την συμπιεσμένη τεχνική ενός θεατρικού συγγραφέα. Αλλά όταν το θεατρικό τελείωσε, διαπίστωσα πως τα πρόσωπα του έργου εξακολουθούσαν να υπάρχουν μέσα και γύρω μου. Λες και μου ζητούσαν να χαρίσω και σε αυτά τον άνετο χώρο έκφρασης που είχα στο παρελθόν προσφέρει στους άλλους ήρωές μου. Κι εγώ τους άκουσα, τους έκανα το χατίρι. Αλλά επειδή, όπως είπαμε, πάντα οι πειραματισμοί με ελκύουν, αποφάσισα το μυθιστόρημα που θα έγραφα να είχε κάποιους περιοριστικούς κανόνες. Μυθιστορηματικός χρόνος αφήγησης ίδιος με αυτόν του θεατρικού και οι διάλογοι του μυθιστορήματος μόνο αυτοί που ήταν και μέσα στο θεατρικό έργο. Με άλλα λόγια συνέχισα να ανιχνεύω τεχνικές αφήγησης και να πειραματίζομαι σε νέες δομές.
- Και μέσα σε αυτές η Κλέα και ο Μενέλαος έρχονται εκ νέου αντιμέτωποι με τη φθορά του έρωτά τους ή μήπως με τη φθορά του ίδιου του εαυτού του ο καθένας;
* Ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι για δύο. Αν παρουσιάσει σημάδια φθοράς, αυτό συμβαίνει γιατί ο ένας ή και οι δυο παίχτες έχουν φθαρεί. Η φθορά των ατόμων , αλλά και των σχέσεων, έχει να κάνει και με τον χρόνο, αλλά και με το πόσο ο καθένας –μα και οι δύο– άφησαν τον εαυτό τους να καταρρεύσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των ηρώων του μυθιστορήματός μου, η φθορά γίνεται κάποια στιγμή αντιληπτή και από τους δύο και γι’ αυτό αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν και τον χρόνο και την κατάρρευση των ίδιων των προσωπικοτήτων τους. Αλλά η αντιμετώπιση της φθοράς είναι πράξη κουραστική… Ή μάλλον επώδυνη. Κάτι σαν μια θεραπεία δύσκολη. Αλλά αν θέλεις να ζήσεις ως ερωτικό ον, πρέπει να την ακολουθήσεις. Ο Μενέλαος και η Κλέα είναι ερωτικά όντα. Άρα…
- Η έννοια της φθοράς τόσο σε αυτό όσο και σε προηγούμενα μυθιστορήματά σας μοιάζει να χρειάζεται την εστία της οικογένειας είτε για να αναπτυχθεί είτε για να αποσοβηθεί. Πώς αντιλαμβάνεστε την οικογένεια ως θεσμό και ως δεσμό;
* Ναι, η οικογένεια είναι και θεσμός και δεσμός. Για μένα όμως είναι κυρίως κάτι άλλο. Είναι φιλοξενία σχέσεων. Μέσα σε μια οικογένεια –αλλά προσέξτε: σε μια κλειστή, σχεδόν κυτταρική οικογένεια– αναπτύσσονται συναισθήματα, δημιουργούνται εντάσεις, προκαλούνται φθορές, γεννιούνται όνειρα. Τα μέλη μιας οικογένειας αξίζει να βιώνουν τις μεταξύ τους σχέσεις, όχι με τρόπους προκαθορισμένους –π.χ. άντρας-γυναίκα, γονείς-παιδιά κτλ. – αλλά ελεύθερους και κάθε φορά διαμορφωμένους από τα ίδια τα άτομα που την αποτελούν. Τα μέλη μιας οικογένειας ζούνε τον έρωτα, ζούνε την αγάπη, ζούνε τη φιλία, ζούνε την κατανόηση και τη συμπαράσταση, όπως επίσης ζούνε και τη μοναξιά, την καταπίεση, την εξάρτηση ή την προδοσία. Με άλλα λόγια ζούνε επικινδύνως ολοκληρωμένα, αλλά μέσα σε συνθήκες ασφαλείς.
- Αν η Ερωτική Αγωγή, το μυθιστόρημά σας του 2003, αντιμετώπιζε τον έρωτα και τον ερωτισμό στη δημόσια, πολιτική και κοινωνική διάστασή του, η Λεβάντα της Άτκινσον μοιάζει να σκάβει βαθύτερα στο σκοτεινό πεδίο της ιδιωτικής δοκιμασίας. Κλείνει ένας κύκλος γι’ αυτό το θέμα;
* Εδώ και χρόνια με απασχολεί ο έρωτας στις διάφορες μορφές με τις οποίες εκφράζεται, ως μνήμη παιδική (Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας), ως μνημονική ζήλια (Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο), αλλά και το πώς συνδυάζεται με την εξουσία (Ιστορία Ευνούχου), ή το πώς συνδέεται με τις κοινωνικές αλλαγές (Ερωτική Αγωγή), κι άλλοτε πάλι πώς παρουσιάζεται μέσα στην καθημερινότητα (Σχεδόν Έρωτας). Τώρα θέλησα να τον δω ως καταλυτικό στοιχείο στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος πως ο κύκλος έχει κλείσει… Νομίζω πως έχει μείνει κάτι που δεν το έχω συγγραφικά αντιμετωπίσει. Τον έρωτα με τον ίδιο τον εαυτό μας…
- Ελπίζω όχι σαν κι αυτόν που αναπτύσσουν ομότεχνοί σας στο συγγραφικό σταρ σύστεμ. Αλήθεια, έπειτα από 11 βιβλία για ενηλίκους και δεκάδες έργα που –τώρα πια μπορούμε να το πούμε- διαμόρφωσαν νέους αναγνώστες, πώς θα προσδιορίζατε τη θέση σας;
* Όταν κάτι δεν το πιστεύεις, κι αυτό σε αγνοεί. Αποφάσισα πως θέλω να γίνω συγγραφέας από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια. Και το αποφάσισα όχι γιατί θεωρούσα τους συγγραφείς που διάβαζα –και ήθελα να τους μοιάσω– ως μέλη ενός σταρ σύστεμ, αλλά ως άτομα που επικοινωνούσαν με πολλούς ανθρώπους: τους αναγνώστες τους. Ο σταρ δεν επικοινωνεί. Θα έλεγα πως ζητά από τη μια να επιβληθεί στους πολλούς και από την άλλη υποκύπτει στων πολλών την εξουσία. Αυτός που μέσα από τη γραφή επιζητά την επαφή, ζητά κάτι εντελώς διαφορετικό. Καταθέτει τον υποκειμενικό λόγο του και ελπίζει αυτός ο λόγος να συναντηθεί με την υποκειμενικότητα ενός άλλου. Αλλά στη δική μου περίπτωση έχει συμβεί και κάτι ακόμη: Επειδή ένα μεγάλο μέρος του έργου μου ανήκει σε ό,τι εκδοτικά αναφέρεται ως λογοτεχνία για παιδιά και νέους, είναι δύσκολο να γίνω αποδεκτός από εκείνους που σχεδιάζουν τα όρια του συγγραφικού σταρ σύστεμ. Είμαι, μάλλον, ο μόνος έλληνας συγγραφέας (μαζί, ίσως, με τον Παντελή Καλιότσο) που έχει μια συνεχή, για τριάντα τόσα χρόνια, παρουσία στους χώρους τόσο της ενήλικης, όσο και της παιδική / νεανικής πεζογραφίας. Και από αυτή τη σκοπιά –την ηλικία των αναγνωστών μου που απευθύνομαι, δηλαδή-, θα έλεγα πως δεν έχω τυποποιήσει τους τρόπους επικοινωνίας μου μαζί τους. Θέλω άλλοτε νάναι παιδιά ή έφηβοι κι άλλοτε ενήλικες. Αλλά το κάθε σύστημα απαιτεί τυποποίηση. Το δικό μου συγγραφικό προφίλ δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο.
- Αφήνοντας τον Μενέλαο και την Κλέα να δοκιμάσουν την αντοχή όσων τους συνδέουν στη μυθιστορηματική πια Τέταρτη Εποχή τους, κι έχοντας σε προσωπικό επίπεδο παρακολουθήσει από κοντά τον περιπετειώδη λογοτεχνικό δρόμο που ακολουθείτε την τελευταία δεκαετία, αναρωτιέμαι πόσο ισχύει εκείνο το παλιό μότο που συναντάει κανείς ακόμη στην ιστοσελίδα σας: Τίποτε από μένα δεν φαίνεται.
* Ισχύει και κάθε μέρα προσπαθώ να συνεχίζεται η ισχύς του. Γιατί αλίμονο αν όλα γίνουν φανερά σε ένα δημιουργό. Τότε θα σταματήσει να δημιουργεί. Ένα έργο τέχνης δεν ξαφνιάζει μόνο τον αποδέκτη του, αλλά και τον ίδιο τον δημιουργό του. Θέλω να ελπίζω πως αυτά που έχω μέχρι σήμερα δείξει στους αναγνώστες μου, μα και στον ίδιο τον εαυτό μου, είναι πολύ λιγότερα από αυτά που ακόμα δεν έχουν φανεί.
(Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουνίου 2009, του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ)
30.5.09
Λεβάντα της Άτκινσον - και τα εξώφυλλα που δεν εγκρίθηκαν
29.5.09
Από το μυθιστόρημα εφηβείας σε εκείνα για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και τώρα στα cross over

Διάλεξα αυτόν τον τίτλο για την εισήγησή μου θέλοντας να κάνω ξεκάθαρο από την αρχή πως ένα από τα θέματα που θα με απασχολήσουν θα έχει να κάνει με το πώς συνδέεται η εκδοτική ταξινόμηση της συγγραφικής δημιουργίας με τις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες που σε κάθε εποχή επικρατούν. Αλλά και με το δεύτερο θέμα –αυτό της συγγραφής λογοτεχνικών βιβλίων για νέους- ο τίτλος θα μας συνδέσει.
Αυτά που θα καταθέσω συνδέονται άμεσα τόσο με τη συγγραφική μου ιδιότητα, όσο και με την εμπειρία που απέκτησα επιλέγοντας βιβλία –ελλήνων και ξένων συγγραφέων- για να εμπλουτίσουν μια σειρά λογοτεχνίας για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες.
****************
Ανάμεσα στους ορισμούς «Λογοτεχνία για νέους» ή «Εφηβική Λογοτεχνία», που συχνά συνυπάρχουν ή εμπεριέχονται στους διάφορους ορισμούς της «Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας» , προτιμώ την ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά του Literature for Young Adults ως «Λογοτεχνία για Νεαρούς Ενήλικες Αναγνώστες».
Σε μια τέτοια κατηγορία εντάσσω λογοτεχνικά κείμενα που στοχεύουν σε ένα αναγνωστικό κοινό από 14 χρονών και άνω – και αυτό το άνω, τονίζω πως δεν έχει όριο.
Όταν γύρω στο 1992, ανέλαβα να εμπλουτίσω και να επαυξήσω τις σειρές λογοτεχνικών βιβλίων των Εκδόσεων Πατάκη, ως συγγραφέας είχα γράψει αρκετά βιβλία τόσο για παιδιά όσο και για ενήλικες. Και μόλις είχαν δει το φως της δημοσιότητας οι πρώτες μου προσπάθειες σύνθεσης μυθιστορημάτων που θα απευθυνόντουσαν σε ένα κοινό –κυρίως, αν όχι και μόνο- εφηβικό. Αναφέρομαι στα μυθιστορήματά μου «Το ταξίδι που σκοτώνει» και «Το 33».
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να ανοίξω μια παρένθεση και να επισημάνω πως για μένα το καλό λογοτεχνικό βιβλίο για παιδιά δεν θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αγαπηθεί μόνο από παιδιά, αλλά να μπορεί να συγκινήσει και αναγνώστες ενήλικες.
Αλλά, άλλο ο ενήλικος αναγνώστης και άλλο ο έφηβος. Ο τελευταίος με τίποτε δεν αποδέχεται –με την αδικία που το πάθος για το πρωτόγνωρο υποδαυλίζει- κάτι που εκπέμπει ‘μυρωδιά’ της ηλικίας που μόλις εγκατέλειψε.
Είχα, λοιπόν, κι εγώ ξεκινήσει να γράφω βιβλία που θα απευθυνόντουσαν κυρίως σε εφήβους. Μα αν η παιδικότητα μπορεί να ξυπνήσει το παιδί που κρύβει μέσα του κάθε ενήλικος και άρα το παιδικό βιβλίο μπορεί να συνομιλήσει και με έναν μεγάλης ηλικίας αναγνώστη, κάτι αντίστοιχο δεν συμβαίνει με την εφηβικότητα, αν αυτή ο συγγραφέας θελήσει να την αναπτύξει μέσα στα πλαίσια των ίδιων προδιαγραφών συγγραφής.
Ο έφηβος διακρίνεται από μια συνεχή μετακίνηση, μια ρευστότητα, μια τάση φυγής και ανασφάλειας.
Όλα αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να αποδοθούν μέσα από τις αυτοελεγχόμενες –και βέβαια όχι αυτολογοκρινόμενες- τεχνικές συγγραφής βιβλίων για παιδιά.
Αλλά είναι παράλληλα τόσο ενδιαφέρουσες καταστάσεις και τόσο συγγραφικά ριψοκίνδυνες.
Πώς μπορούν να αποδοθούν μέσα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, κι αν αυτό γίνει, τότε σε ποια κατηγορία θα το εντάξει κανείς;
Θέλω, με άλλα λόγια να σας πω, πως τα δυο εκείνα πρώτα μου «εφηβικά» βιβλία δεν αισθανόμουνα πως ήταν και τόσο εφηβικά… Λες και δεν τολμούσαν να εγκαταλείψουν τον ασφαλή και ασφαλισμένο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας, που όμως και από την άλλη τα έκανε να ασφυκτιούν.
Και τότε, καθώς μελετούσα το ποιες μπορεί να ήταν οι νέες σειρές στις Εκδόσεις Πατάκη, άρχισα να γνωρίζω συγγραφείς και κείμενα από το εξωτερικό που οι εκδότες τους τα είχαν εκδώσει κάτω από τον τίτλο Literature for Young Adults.
Ο Κόρμιερ με τον «Πόλεμο της Σοκολάτας» (μυθιστόρημα που είχε κυκλοφορήσει κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 70 και που στην Ελλάδα είχε τη φήμη του πολύ άγριου για να εκδοθεί) μου άνοιξε το δρόμο τόσο για τη δημιουργία της σειράς «Παρουσίες», όσο και για τα δικά μου συγγραφικά τολμήματα.
Καθώς, από τη μια, λοιπόν, εμπλούτιζα τις «Παρουσίες» και από την άλλη έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα που θα το έβαζα κι αυτό στη σειρά αυτή, άρχισα να συνειδητοποιώ πως αυτό που παρουσιαζότανε ως Literature for Young Adults, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια μετεξέλιξη αυτού που στο παρελθόν είχαμε γνωρίσει και διαβάσει ως μυθιστόρημα εφηβείας.
Δίχως να θέλω να εισέλθω σε αυστηρά και αρκούντως περιοριστικά πεδία φιλολογικών ορισμών, απλώς υπενθυμίζω πως το μυθιστόρημα εφηβείας, όπως και τα απολύτως συγγενικά είδη της ανάπτυξης, της μαθητείας κ. α., είναι είδη αφηγηματικού λόγου που παρουσιάστηκαν πρώτα στη Γερμανία από τον 18ο αιώνα. Αλλά θα έλεγα πως άνθισαν προς το τέλος του 19ου αιώνα και εκεί στις αρχές έως τα μέσα του 20ου. Στο επίκεντρό τους δεν βρίσκεται γενικώς η εφηβεία, αλλά η διαδικασία της ενηλικίωσης και της ωρίμασης. Πολύ συχνά και στα πρώτα δείγματα του είδους, επικρατούσε μάλιστα η αντίληψη, ότι κατ’ εξοχήν στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος οι συγγραφείς χρησιμοποιούν στοιχεία της βιογραφίας τους.
Πολλές ίσως οι -λογοτεχνικές και μη- διαφορές που χωρίζανε τον «Πόλεμο της Σοκολάτας» από τον «Μεγάλο Μωλν», αλλά είχαν τον ίδιο στόχο και την ίδια εσωτερική πορεία ο ήρωας του καθενός ακολουθούσε. Στόχος η αναζήτηση της εφηβικής ψυχοσύνθεσης και η πορεία αυτής προς την αυτογνωσία και την ωρίμανση.
Και βέβαια την ίδια λογοτεχνική αρτιότητα.
Αν κάτι ήταν διαφορετικό στα δυο αυτά βιβλία, ήταν ο τρόπος αφήγησης. Το ένδυμα, δηλαδή. Το σώμα, το εφηβικό σώμα, παρέμενε ίδιο.
Κάποια στιγμή, μάλιστα, πέρασε από τη σκέψη μου η ερεθιστική ιδέα να συμπεριλάβω στην ίδια αυτή σειρά, μυθιστορήματα του Κόρμιερ και του Μπέρτζες, με έργα όπως ο «Ντέμιαν» του Έσσε και ο «Λεωνής» του Θεοτοκά και ακόμα με τα νέα μυθιστορήματα που είχαν δώσει η Λίτσα Ψαραύτη, η Τούλα Τίγκα κι εγώ.
Αλλά οι νόμοι της αγοράς δεν αφήνουν και τόση ελευθερία σε ερεθιστικές, μεν, συγγραφικά, αλλά και παράτολμες, δε, οικονομικά ιδέες.
Και έτσι άρχισα πια να βλέπω το πως από τα μυθιστορήματα εφηβείας / ανάπτυξης / μαθητείας του 19ου αιώνα και του πρώτου μισού του 20ου , βρεθήκαμε στα έργα για Νεαρούς Ενήλικες Αναγνώστες των δεκαετιών από το 1970 έως περίπου το 2000 τόσο.
**********
Η εφηβεία άρχισε να αντιμετωπίζεται με άλλον τρόπο από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Πιο πριν –από τα τέλη του 19ου αιώνα, έως τα μέσα περίπου του 20ου -οι ενήλικοι συγγραφείς (και οι συγγραφείς σχεδόν πάντα είναι ενήλικοι) έγραφαν στηριγμένοι σε έφηβους ήρωες αναζητώντας την πορεία προς την αυτογνωσία απευθυνόμενοι σε συνομηλίκους τους.
Μέσα στα πλαίσια των παιδαγωγικών αντιλήψεων εκείνων των καιρών, οι έφηβοι δεν μπορούσαν να έχουν μια αυτόνομη αναγνωστική σχέση με έργα που μιλούσαν για τους ίδιους δίχως να συνοδεύονται από περιοριστικούς όρους παιδαγωγικών απόψεων. Η λογοτεχνία που τους δινότανε ήταν στεγνή και δίχως επικίνδυνες αναζητήσεις.
Αν ένας έφηβος γινότανε η έμπνευση ενός συγγραφέα, αυτός ο συγγραφέας ήξερε πως με συνομηλίκους του αναγνώστες θα συνομιλούσε και σε αυτούς θα κατέγραφε την πορεία προς την αυτογνωσία που και οι ίδιοι οι αναγνώστες του σε κάποια φάση της εφηβικής ζωής τους θα είχαν ίσως ζήσει.
Αλλά στο δεύτερο, περίπου, μισό του 20ου αιώνα, η παιδαγωγική και η ψυχολογία αντιμετωπίζουν με άλλες προϋποθέσεις τον έφηβο. Και οδηγούν την κοινωνία να στραφεί προς αυτούς με άλλες παραμέτρους προσέγγισης. Μια από αυτές έχει να κάνει και με την εμπορικότητα.
Ο έφηβος «Επαναστάτης χωρίς αιτία» του Νίκολας Ρέι, προσφέρει ένα πολύ συγκεκριμένο πρότυπο –αυτό του Τζέημς Ντην. Και η αγορά δεν διστάζει να το μετατρέψει και αυτή (και για τους δικούς της λόγους) σε εμπορικό σύμβολο. Μόλις τέσσερα χρόνια πιο πριν, το 1951, έχει κυκλοφορήσει ο περίφημος «Φύλακας της Σίκαλης» του Σάλινγκερ, έχοντας καταθέσει την νέα άποψη του μυθιστορήματος εφηβείας, που όμως δειλά, δειλά στην αρχή, αρχίζει πλέον να ονομάζεται Μυθιστόρημα για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες.
Ο δρόμος έχει ανοίξει και εκεί προς τα χρόνια του ‘70 εκδότες, συγγραφείς, κριτικοί ανακαλύπτουν και αναλύουν αυτό το είδος της λογοτεχνίας.
Στη συνέχεια –πρέπει να είμαστε κάπου στα μέσα στης δεκαετίας του ’90- η βιομηχανία του θεάματος –κι όταν στην εποχή μας λέμε θέαμα, εννοούμε βασικά κινηματογράφο- η βιομηχανία του θεάματος, λοιπόν, ανακαλύπτει την χρυσοφόρο πηγή της λογοτεχνίας. Ο νεοφερμένος Χάρυ Πότερ από τη μια και ο επανακάμψας Άρχοντας των Δαχτυλιδιών από την άλλη, οδηγούν ένα πλατύ ηλικιακά κοινό προς τα βιβλιοπωλεία. Και με συνετή συνέπεια ο εκδότες προσφέρουν σε αυτό το ευρύ ηλικιακά κοινό νέους τίτλους –πχ την περίφημη Τριλογία του Πούλμαν.
Αλλά αν η τάση αυτή ξεκίνησε και στηρίχτηκε στην αρχή με μυθιστορήματα φαντασίας, δεν μπορούσε μόνο σε αυτά να συνεχίσει να υπάρχει. Κι έτσι τα κείμενα εκείνα που φυσιολογικά θα είχαν χαρακτηρισθεί ως for young adults, βαφτίστηκαν ως cross over, υπονοώντας πως είναι έργα που διαπερνούν τις ηλικίες των αναγνωστών.
Να σημειώσω στο σημείο αυτό, πως ο όρος cross over, αρχικά αναφερόταν σε λογοτεχνικά έργα που ήρωες από άλλα κείμενα άλλων συγγραφέων υπεισέρχονται μέσα στην πλοκή τους.
Αλλά τώρα έχει επικρατήσει μια άλλη ερμηνεία το ορισμού.
Σημασία πάντως έχει, πως αυτή η εμπορική και εκδοτική τάση, βοήθησε τους συγγραφείς να αναζητήσουν ακόμα πιο προχωρημένες προεκτάσεις των θεμάτων τους (πχ «Λίγο πριν πεθάνω» της Ντάουναμ, «Το πρόσωπο της Σάρας» του Μπέτζες) ή και ακόμα πιο προχωρημένες τεχνικές αφήγησης (πχ «Η κλέφτρα των βιβλίων» του Ζούσακ)
Κι έτσι τα έργα που απευθύνονται σε νεαρούς ενήλικες αναγνώστες κατοχύρωσαν απόλυτα την άμεση κληρονομική σχέση που έχουν με τα εκείνα τα παλιά μυθιστορήματα εφηβείας.
Συνοψίζοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των τριών αυτών γενεών μυθιστορηματικής ανασύνθεσης της εφηβείας, θα έλεγα πως:
-στα μυθιστορήματα εφηβείας έχουμε μια εξιστόρηση ενήλικου συγγραφέα προς ενήλικες αναγνώστες, άρα τα όσα περιγράφονται δεν απευθύνονται σε αναγνώστες αντίστοιχης ηλικίας με τους ήρωες του έργου, μα αντιθέτως αναπτύσσουν σκέψεις και συναισθήματα ατόμων που έχουν πλέον φύγει από την εφηβική περίοδο της ζωής τους
-στα έργα για Νεαρούς Ενήλικες Αναγνώστες, ο ενήλικος συγγραφέας ενδύεται κατά κάποιο τρόπο της ψυχοσύνθεση του εφήβου και αυτόν στην ουσία «κοιτά» καθώς γράφει το κείμενό του. Με αυτόν πρωτίστως επιζητά να συνομιλήσει.
Και ίσως ακόμα θέλει να κρυφοκοιτάξει το όποιον άλλον ενήλικο αναγνώστη που θέλει να διατηρεί μέσα στη ματιά του, το νεανικό στοιχείο.
-στα Cross Over, τέλος παρατηρούμε μια συγγραφική τάση να συνυπάρχουν γωνίες όρασης και δομές αφηγηματικές, έτσι ώστε το αναγνωστικό κοινό να μην ταξινομείται κατά ηλικίες.
Άρα, από την πλευρά του συγγραφέα αν δω μόνο το θέμα, θεωρώ πως οι συγγραφείς απελευθερώνονται από τις όποιες δεσμεύσεις και αφήνονται σε μια ευρύτερη ανάπτυξη των εμπνεύσεών τους.
******
Θέλω και πάλι να σας υπενθυμίζω πως μιλώ και ως συγγραφέας που κάποια από τα έργα του απευθύνονται σε νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και ως δντης σειράς που τέτοια έργα μέχρι τώρα περιλαμβάνει.
Και με αυτές τις δυο μου ιδιότητες θα προσπαθήσω να εξηγήσω το πώς γράφω και επιλέγω βιβλία αυτού του είδους. Και με αυτές τις δυο ιδιότητες θα σας εκφράσω μελλοντικούς σχεδιασμούς μου για μυθιστορήματα της κατηγορίας των cross over.
Για να γίνω στην αρχή τουλάχιστον πιο σαφής, θα ήθελα να χρησιμοποιήσω ως παραδείγματα τα δικά μου έργα.
Λοιπόν, από τα μυθιστορήματά μου εκείνα που εντάσσω στον χώρο «για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες» είναι τα «Γεύση Πικραμύγδαλου», «Μάσκα στο φεγγάρι», «Ροκ Ρεφρέν» και τη συλλογή διηγημάτων «Μαγική Μητέρα»
Ενώ στην κατηγορία για εφήβους τα : «Το 33». «Το ταξίδι που σκοτώνει», «Μια ιστορία του Φιοντόρ» και με κάποιες προϋποθέσεις τον «Δομήνικο»
Κι αυτό γιατί τα κείμενα που κατά την άποψή μου εντάσσονται στην κατηγορία «για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες» θα πρέπει να διαθέτουν και μια προχωρημένη τεχνική αφήγησης και μια όσο πιο βαθιά γίνεται ανάπτυξη του θέματός τους.
Η ύπαρξη μόνο ενός από τα δυο αυτά στοιχεία δεν είναι ικανή για να ενταχθεί το έργο στην κατηγορία αυτή.
Να, γιατί «Το 33» αν και με πολύ προχωρημένη τεχνική (για παιδικό / εφηβικό βιβλίο) δεν το θεωρώ για νεαρούς ενήλικες, όπως και λόγω μη βαθιάς και πολυπρισματικής ανάπτυξης του θέματός του, «Το ταξίδι που σκοτώνει» επίσης δεν το εντάσσω.
Αν σταθώ τώρα, στη σειρά που διευθύνω, θα ήθελα να υπενθυμίσω πως με το όνομα «Παρουσίες» δεν υπάρχει πλέον. Έχει αντικατασταθεί με τη σειρά «Σύγχρονη Λογοτεχνία για Νέους»
Ο λόγος της αλλαγής της ονομασίας ήταν απόφαση του εκδότη στην προσπάθειά του να βοηθήσει τη σειρά να αναπτυχθεί εμπορικά.
Και να, που αγγίζω πλέον και μια άλλη παράμετρο της λογοτεχνίας για νέους ή για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες έτσι όπως εμφανίζεται στην Ελλάδα. Είναι αυτή που έχει να κάνει με την περιορισμένη αποδοχή της εκ μέρους του ελληνικού κοινού.
Χαρακτηριστικό είναι πως τα βιβλία της σειράς «Παρουσίες» οι βιβλιοπώλες δεν ήξεραν σε ποια μεριά –εκείνης της ενήλικης λογοτεχνίας ή στην άλλη την παιδική- να τα τοποθετήσουν. Και γι αυτό προτιμούσαν κάπου σε θέση ουδέτερη να τα καταχωνιάσουν.
Γιατί στην Ελλάδα δεν έχει εδραιωθεί η λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες;
Γιατί είναι και λίγοι οι συγγραφείς μας που γράφουν αυτού του είδους έργα, αλλά και όσα γράφονται γιατί δεν έχουν την θεματική ποικιλία, μα και νέες προτάσεις τεχνικών αφήγησης;
Γιατί το κοινό αυτών των βιβλίων είναι σε αναλογία με άλλα λογοτεχνικά είδη, περιορισμένο;
Αντιμετώπισα τούτα τα ερωτήματα από τον πρώτο καιρό που ασχολήθηκα με το είδος αυτό, τόσο ως δημιουργός όσο και ως εκδοτικός σύμβουλος.
Και πολύ γρήγορα διαπίστωσα την άμεση σχέση που έχει το κοινωνικό προφίλ με τις συγγραφικές εκφράσεις και τις αναγνωστικές συνήθειες.
Σε προηγούμενο άρθρο μου είχα επισημάνει… – ναι, θα ήθελα να σας το μεταφέρω γιατί αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που γράφτηκε, δυστυχώς οι επισημάνσεις του, εξακολουθούν να ισχύουν
Έγραφα, λοιπόν, πως «Συχνά τίθεται το ερώτημα, γιατί ένας ενήλικος γράφει λογοτεχνικά κείμενα με στόχο να απευθυνθεί στο παιδί. Νομίζω πως η απάντηση περιλαμβάνει δυο κατηγορίες συγγραφέων για παιδιά. Εκείνους που θέλουν μέσα από τα έργα τους να «διδάξουν» τον αναγνώστη τους πάνω σε θέματα κοινωνικών αξιών ή ιδεολογικών απόψεων και σε εκείνους που γράφουν ωθούμενοι από το δικό τους εσωτερικό κόσμο, ένα κόσμο που δεν έχει τελειώσει τη υπαρξιακή σχέση του με την παιδική ηλικία. Παρακάμπτω την όποια ποιοτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των δυο τάσεων και απλώς τονίζω πως η πρώτη κατηγορία είναι αδύνατον να γράψει άρτια λογοτεχνικά έργα για εφήβους ή αν θέλετε να διατυπώσω διαφορετικά την άποψή μου, πιστεύω πως το όποιο έργο που θέλει να απευθυνθεί σε έφηβο και το οποίο διακατέχεται από κάποιο έστω και ελάχιστο διδακτισμό, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένο σε μια μη επικοινωνία με τον αναγνώστη του. Ο έφηβος αμφισβητεί ακόμα και την πιο απλή συμβουλή, πόσο μάλλον το κείμενο που βάζει σαν στόχο του να τον διδάξει.
Οι συγγραφείς της δεύτερης κατηγορίας και εφ' όσον κρατούν σε εγρήγορση τις ατομικές τους ανησυχίες που είχαν τα χρόνια της δικιάς τους εφηβείας, μπορούν να μεταγγίσουν μέσω του έργου τους, μηνύματα και στάσεις μιας προσωπικής εμπειρίας, σε άτομα που τώρα αυτά διανύουν την ίδια περίοδο, που τώρα αυτά βιώνουν τα ίδια συναισθήματα.
Αλλά αν κάποτε , τον καιρό της εφηβείας μας, τολμούσαμε την επανάσταση και την αμφισβήτηση, αν εκείνο τον καιρό είχαμε την τόλμη να ζητάμε τα πράγματα να λέγονται με το όνομα τους, τώρα που μεγαλώσαμε έχουμε την ίδια στάση, τολμάμε να διατυπώσουμε τις ίδιες αμφισβητήσεις; Το κοινωνικό status μάλλον ορθώνεται και εμποδίζει μια τέτοια τολμηρότητα. Και είναι εύκολο να κατηγορηθούμε πως οδηγούμε τη νεολαία σε ακρότητες. Θέσεις μια κοινωνίας που δεν έχει απαλλαγεί από τα κατάλοιπα μιας πολυδύναμης ηθικής συντηρητικότητας.
'Έτσι και οι λογοτέχνες που έχουν ως βάσει ενός έργου τους την εφηβεία, προτιμούν να δώσουν τέτοια μορφή στο δημιούργημά τους ώστε αυτό να απευθύνεται κυρίως σε άλλους ενήλικες (που τέλος πάντων δεν πρόκειται να κληθούν να υλοποιήσουν την ανατροπή, απλώς και μόνο να την αναγνωρίσουν ως μια εκ των προτέρων μη υλοποιούμενη καταγγελία) και όχι σε εφήβους του σήμερα, οι οποίοι ίσως αποδειχτούν ΄επικίνδυνοι΄ μύστες μιας εφηβικής τελετουργίας.
Θέμα λοιπόν καθαρά κοινωνικό είναι το αν δημιουργούνται η όχι λογοτεχνικά βιβλία για εφήβους. Και είναι χαρακτηριστικό το ότι αυτό το είδος των βιβλίων όπου σήμερα ανθεί, η ανθοφορία του συντελέστηκε μετά από μια αρκετά μακριά πορεία μέσα από τους χώρους της παιδικής λογοτεχνίας στην αρχή, της νεανικής μετέπειτα και παράλληλα μέσα στην αγκαλιά μιας κοινωνίας που ολοένα και πιο πολύ αποδεχόταν ή και δημιουργούσε τις κοινωνικές πρωτοπορίες.
Η δικιά μας κοινωνία, μα και η δικιά μας παιδική-νεανική λογοτεχνία δεν έχουν φτάσει σε τόσο προχωρημένα στάδια»
Αυτά σημείωνα πριν από μερικά χρόνια και νομίζω πως ακόμα τα ίδια ισχύουν.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Η ελληνική κοινωνία ποτέ δεν θέλησε να συνομιλήσει με ό,τι μπορεί να συμβολίζει η περίοδος της εφηβείας. Κι όταν το έκανε ή το κάνει, αυτό είναι αν όχι περιστασιακό, πάντως εκτός κανόνα.
Έτσι λοιπόν, παρατηρούμε πως:
-τα ελληνικά μυθιστορήματα εφηβείας υπάρχουν ως αναφορές στο γενικότερο έργο των συγγραφέων που τα δημιούργησαν και ποτέ δεν αποτέλεσαν ένα διακριτό είδος στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
-τα μυθιστορήματα για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες γράφονται από ελάχιστους έλληνες συγγραφείς και προς το παρόν, τουλάχιστον, εξετάζονται μέσα στα ασαφή πλαίσια της λογοτεχνίας για μεγάλα παιδιά ή εφήβους και ούτε καν αναφέρονται σε μια ιστορία λογοτεχνίας ως συνεχιστές των πάλαι ποτέ μυθιστορημάτων εφηβείας.
-και βέβαια, μυθιστορήματα που θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ως cross over ακόμα δεν έχουμε γράψει.
Την εφηβεία μπορεί να την υφίσταται η κοινωνία μας, να την μελετά η ψυχολογία και η παιδαγωγική, να την εκμαυλίζουν τα ΜΜΕ, πάνω της να στηρίζεται μεγάλο μέρος της οικονομίας, αλλά η πιο βαθιά, η πιο γνήσια, η πιο τολμηρή ανάλυσή της δεν έχει γίνει από εκείνους που εξ αντικειμένου το μπορούν –ίσως και να το οφείλουν. Τους συγγραφείς εννοώ.
(Εισήγηση μου στο Συνέδριο για την Εφηβική Λογοτεχνία που έγινε 22 και 23 Μαϊου, 2009, στο Τμήμα Παιδαγωγικών Σπουδών του Α. Π. Θ.)