20.10.10

Για τον "Ανίσχυρο άγγελο" στο www.newstrap.gr


συνέντευξη στην Κωστούλα Τωμαδάκη




Σάββατο βράδυ, λίγο πριν τα Χριστούγεννα.Στο κέντρο της πόλης.Ένας αστυνομικός πυροβολεί ένα μαθητή Λυκείου.
Και με αυτό το γεγονός ξεκινά η ιστορία..Η ιστορία της Αγγέλας, που ο πατέρας της ήταν...
Ο ''Ανίσχυρος άγγελος'', (εκδόσεις Πατάκη), δεν καταγράφει αντιδράσεις πραγματικών προσώπων αλλά μυθιστορηματικών χαρακτήρων'.
Ο Μάνος Κοντολέων δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός που συγκλόνισε όλους μας.
Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την ιστορία προσπαθώντας να κατανοήσει την αλήθεια των ηρώων του.
Ο Ανίσχυρος Άγγελος είναι ένα τρυφερό και στοχαστικό μυθιστόρημα ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές του.
Ο ''Ανίσχυρος Άγγελος'', διαδραματίζεται το Δεκέμβριο του 2008 στην Αθήνα με τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις .
Γιατί επιλέγετε να εστιάζετε στις ατομικές αντιδράσεις;
-Συγγραφέας είμαι. Με άλλα λόγια με ενδιαφέρουν τα άτομα κυρίως και το πως αυτά αντιδρούν σε κοινωνικά γεγονότα. 'Ένα μυθιστόρημα έχει κεντρικά πρόσωπα, που μέσα από τις δικές τους πράξεις και αντιδράσεις φωτίζεται, με τρόπο κάπως πλέον ευαίσθητο από εκείνον της δημοσιογραφικής περιγραφής, το συμβάν και γίνεται προσπάθεια ερμηνείας των κοινωνικών καταστάσεων.
Το βιβλίο σας δεν ακολουθεί όσα συνέβηκαν μετά τη δολοφονία του 17χρονου αγοριού. Συχνά τα αναστρέφει ή και τα παραποιεί, (όπως επισημαίνετε στον πρόλογο). Πώς ισορροπήσατε πάνω σε ένα τέτοιο 'επικίνδυνο' θέμα;
-Αναστρέφω με την έννοια πως περιγράφω από μια οπτική γωνία που κανείς δεν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει και παραποιώ με την έννοια πως δεν καταγράφω αντιδράσεις πραγματικών προσώπων, αλλά μυθιστορηματικών χαρακτήρων. Το επικίνδυνο ήταν στο να θελήσω να εκμεταλλευτώ το πραγματικό γεγονός. Το απέφυγα με τον πιο απλό τρόπο –με τον σεβασμό.
Στέκεστε ιδιαίτερα στο θέμα της ατομικής ευθύνης.
-Ασφαλώς. Γιατί πιστεύω πως είναι βασικό ζήτημα της σημερινής κοινωνίας μας. Μιας κοινωνίας που μας έχει μάθει στην κατανάλωση όχι μόνο αντικειμένων μα και συναισθημάτων. Όσο όμως περισσότερο καταναλωτής γίνεσαι, τόσο και πιο πολύ χάνεις την προσωπική σου ταυτότητα και γίνεσαι ένα μέρος μιας μάζας . Και αποκτά συνείδηση μάζας. Αλλά εγώ πιστεύω σε μια κοινωνία που θα την απαρτίζουν άτομα με συνείδηση από τη μιας της ατομικότητάς τους και από την άλλη του μέλους μιας ομάδας. Η ατομική ευθύνη είναι το έλλειμμα πιστεύω της εποχής μας.
Ας μιλήσουμε για τη σύγκρουση των ηρώων που είναι έντονη στο μυθιστόρημα σας. Πώς λύνεται η σύγκρουση των δύο κόσμων;
-Δε λύνεται. Απλώς μέσα από τη σύγκρουση δύο κόσμων απελευθερώνεται μια μορφή δημιουργικής ενέργειας.
Η Αγγέλα, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, καθώς βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους –και οι δυο δικοί της- αποφασίζει κάποια στιγμή όχι να τους συνδυάσει, αλλά να ακολουθήσει στις αρχές του ενός και να καταλογίσει ευθύνες στον άλλον. Δύσκολη απόφαση. Αλλά σωστή. Νομίζω πως όλο το εργο την πορεία της Αγγέλας προς αυτή την απόφαση περιγράφει.
''Έχει μια λέξη που έχασε το νόημα της-πατέρας.'' Πότε οι λέξεις χάνουν το νόημα τους;
-Όταν αυτό που περιγράφουν παύει να υφίσταται.
Δύσκολα τα πρέπει των αγγέλων;
- Σε ποιους αγγέλους αναφέρεστε; Αν στον δικό μου, ναι δύσκολα τα πρέπει του, γιατί έχουν να κάνουν με τη παρηγοριά των ανθρώπων.
''οι άνθρωποι που προχωρούν προς το απρόσμενο επέκεινα τους βγάζουν μια μυρωδιά γλυκιά.... κάτι σαν ζαχαρωμένο ιδρώτα..''
Φοβάστε το θάνατο;
-Τον τρέμω... Τόσο πολύ ώστε δε θέλω ούτε να τον σκέφτομαι. Το ξέρω πως είμαι εγωιστής...
Η εκπαίδευση σκοτώνει τη φαντασία;
-Ανάλογα με το πώς εφαρμόζεται.
Σε ποιον ανήκει ένα βιβλίο στον συγγραφέα ή στον αναγνώστη, κύριε Κοντολέων;
- Νομίζω και στον συγγραφέα και στον κάθε αναγνώστη του... Άλλα ξέρετε ο καθένας από όλους αυτούς –συγγραφέας και αναγνώστες- δεν μοιράζονται το ίδιο βιβλίο. Για τον καθένα άλλο βιβλίο είναι κι ας έχει τον ίδιο τίτλο και τους ίδιους ήρωες.
ευχαριστώ θερμά
-Κι εγώ σας ευχαριστώ

Σχόλια

0 Κωστής Μακρής 20-10-2010 11:12
Το ζητούμενο της ισορροπίας ανάμεσα στην ατομική ευθύνη και την υπευθυνότητα απέναντι στην ομάδα υπηρετείται με θάρρος και τόλμη στον "Ανίσχυρο άγγελο". Συγχαρητήρια στον κύριο Μάνο Κοντολέων που είχε το θάρρος να κολυμπήσει σε τόσο ταραγμένα νερά.

8.10.10

Φθινοπωρινό φύλλο


Ήταν τότε, εκείνον τον καιρό που έδινα ονόματα στις Εποχές.
Την Πρώτη την Εποχή, τότε -που όλα γύρω μα και μέσα μου- είχαν αρχίσει να γεννιούνται, την είχα πει Άνοιξη… Πώς αλλιώς, άλλωστε, να πει κανείς την Εποχή που όλα –δέντρα και λουλούδια- ανοίγουν;
Την επόμενη Εποχή –αυτή με τον ήλιο τον καυτό και τις νύχτες που η θάλασσα γίνεται καθρέφτης για το φεγγάρι- την καλή την εποχή, ε, Καλοκαίρι την είχα πει.
Μα το ήξερα πως κι αυτή η Εποχή πια τέλειωνε…
Το έβλεπα να συμβαίνει…
Να, το φύλλο έπεσε μπροστά μου.
Ήταν εκείνος ο ξαφνικός άνεμος που σηκώθηκε –ναι, αυτός ο άνεμος ήταν που το τράβηξε από το κλαρί του δέντρου και το πέταξε μπροστά μου.
Ένα κίτρινο φύλλο.
Το κοίταξα –κοίταξα τις ζαρωμένες άκρες του και το κοτσάνι του το μισοσπασμένο και το λυπήθηκα.
«Α!» σκέφτηκα, «Πώς κατάντησε έτσι! Κάποτε θυμάμαι πως ήταν…»
«Ναι, κάποτε ήμουνα…» το φύλλο λες και διάβασε τη σκέψη μου και τη συνέχισε με μια τρεμουλιαστή, μα και συνάμα ήρεμη φωνή, λίγο βραχνή, αφάνταστα ζεστή, «… Κάποτε ήμουνα… Εσύ με είχες φτιάξει να είμαι ένα καταπράσινο φύλλο, με τρυφερό κοτσάνι και χυμούς να κυκλοφορούν μέσα στις νευρώσεις μου… Και πιο πριν ακόμα, εσύ πάντα με είχες φτιάξει να είμαι ένα μικρό φυλλαράκι, πράσινο πάντα, που μόλις κι είχε σκάσει στην άκρη του κλαριού»
«Όμορφα ήταν τότε!» θυμήθηκα εγώ τα παιχνίδια της Άνοιξης.
«Πάντα θα είναι όμορφα!» μου απάντησε εκείνο και με τόση σιγουριά μίλησε που ακόμα κι εγώ ξαφνιάστηκα
«Πάντα;… Ακόμα και τώρα που…» δεν τόλμησα να πω περισσότερα από όσα ήξερα πως θα του συμβούνε.
«Ναι! Ακόμα και τώρα που είμαι κίτρινο, μισοξεραμένο, πεταμένο μπροστά σου»
«Γιατί το λες αυτό;» θέλησα να μάθω.
«Γιατί όλα έχουν την αξία τους» το μισοξεραμένο φύλλο –και πάντα με ήρεμη φωνή, ζεστή, λίγο βραχνή- είπε και συνέχισε «Όταν ήμουνα ένα μικρό πράσινο φυλλαράκι ήταν όμορφα γιατί όλα γύρω μου ήταν καινούργια για μένα. Έβλεπα, άκουγα, μύριζα! Μάθαινα. Και ρούφαγα τους χυμούς και μεγάλωνα. Είναι όμορφο να μεγαλώνεις!..» αναστέναξε το φύλλο κι εγώ χάρηκα που τα πλάσματα στα οποία είχα δώσει ζωή, ξέρανε τόσο πολύ να τη χαίρονται.
Μα εκείνο είχε κι άλλα να πει.
Κι έτσι δεν το διέκοψα, μα άφησα να συνεχίζει…
«Κι όταν έφτασα πια να είμαι ένα μεγάλο φύλλο, ήταν και πάλι όμορφα, γιατί είχα τα ζουζούνια να περπατάνε πάνω μου και τις δροσοσταλίδες να με στολίζουν και τον ήλιο να με χαϊδεύει, το φεγγαράκι να ρίχνει πάνω μου τις σκιές του και τον αέρα να με λικνίζει…»
Μιλούσε το φύλλο και μέσα από τα λόγια του εγώ ξαναζούσα το Καλοκαίρι που πια τέλειωνε…
«Κι όταν πια κιτρίνισα, πάλι όμορφα ήταν!» το φύλλο δεν είχε σταματήσει να μονολογεί και να θυμάται τις χαρές της ζωούλας του, «Ίσως γιατί αγάπησα το νέο μου χρώμα. Ίσως γιατί χαιρόμουνα που είχε χάσει το κορμί μου τη γυαλάδα και τη στιλπνάδα του και πάνω του μπορούσαν να κάνουν μια στάση και να ξεκουραστούν τα μερμηγκάκια… Μα ίσως να ήταν και τα σύννεφα που όλο και πιο συχνά μαζεύονταν στον ουρανό και τις μέρες παίζανε με τον ήλιο και τις νύχτες παίζανε με το φεγγάρι και –αχ, τι όμορφα σχήματα και χρώματα
έβλεπα στον ουρανό!... Ώρες περνούσα να τα χαζεύω!»
«Όμως, τώρα…» θέλησα να το διακόψω.
«Τώρα είναι και πάλι όμορφα, ίσως γιατί είμαι ελεύθερο. Γιατί τίποτε δεν με κρατά πάνω στο κλαρί. Γιατί περιμένω τον άνεμο να με σύρει σε άλλα μέρη και τη βροχή να με στείλει σε βιαστικά ρυάκια, που κι αυτά θα με οδηγήσουμε σε κάποια ποτάμια, ίσως στη θάλασσα… Ίσως σε μια λίμνη… Μπορεί και σε ένα βάλτο!»
Το άκουγα το μισοξεραμένο φυλλαράκι και αισθανόμουνα θλίψη… Τύψεις… Μπορεί να μην τα είχα όλα φτιάξει με τρόπο σωστό… Μπορεί να είχα κάνει κι εγώ κάποιο λάθος.
Με είδε εκείνο που είχα σκυθρωπιάσει.
«Α, μα και τότε θα είναι όμορφα!» είπε, «Κάθε τι το καινούργιο είναι όμορφο. Και δεν το φοβάμαι. Γιατί το ξέρω –το ξέρεις κι εσύ- πως δεν πρόκειται να χαθώ. Τίποτε που εσύ έχεις φτιάξει δε χάνεται! Όλα αυτά θα τα ξαναζήσω… Θα είμαι και πάλι φύλλο… Κάποτε… Μα μπορεί να γίνω μια μικρή μέλισσα… Μπορεί μια παπαρούνα… Ίσως, κάποτε κι ένα τριζόνι… Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να το πει;… Ακόμα κι εσύ κάτι τέτοιο δεν το ξέρεις. Κι ανυπομονώ να έρθει η νέα Άνοιξη … Με φαντάζεσαι να τριγυρνώ σα μια χρυσόμυγα ή να μοσχομυρίζω σαν ένα χαμομήλι;… Άσε που μπορεί να έχω χωθεί μέσα σε καμιά πολύχρωμη πεταλούδα ή σε μια πανύψηλη φασολιά… Μπορεί… Όλα αυτά μπορεί να συμβούνε…»
Χαμογέλασα
«Κι άνθρωπος ακόμα μπορεί κάποτε να γίνεις…» είπα και το εννοούσα.
Το ξερό, κίτρινο φύλλο αφέθηκε στο ξαφνικό φύσημα του αγέρα και πήρε να σέρνεται πάνω στις πέτρες του μονοπατιού κι έπειτα οι πρώτες στάλες της βροχής το μουσκέψανε κι έπειτα παντού απλωθήκανε τα νερά κι έπειτα… το έχασα.
Εξαφανίστηκε πίσω από τον κορμό ενός δέντρου.
Η βροχή πήρε να δυναμώνει.
Το χώμα είχε βραχεί και μύρισε.
Κι εγώ ανάσανα βαθιά
«Φθινόπωρο!» ψιθύρισα, «Φθινόπωρο!» -το όνομα αυτής της εποχής των ξερών φύλλων.

13.9.10

Πολύτιμα Δώρα X 2




















Υπάρχουν μερικά βιβλία που αφού τα κλείσεις συνεχίζεις να τα αγαπάς, να τα χαϊδεύεις, να τα μυρίζεις, να βλέπεις τις εικόνες και να διαβάζεις τυχαία προτάσεις και λέξεις. Γιατί έχουν την ικανότητα να αναδίδουν με το «σώμα» τους την αίσθηση που έχει δημιουργήσει το κείμενο. Ένα τέτοιο βιβλίο-κόσμημα είναι και τα «Πολύτιμα Δώρα». Οι ζωγραφιές, η γραμματοσειρά, η «ταπετσαρία» (οι ολοσέλιδες ζωγραφιές που κοσμούν τις δυο κενές σελίδες στην αρχή και το τέλος), ανακαλούν τη λάμψη αλλά και την εύθραυστη ομορφιά των πολύτιμων λίθων που «πρωταγωνιστούν» στο έργο.
Το βιβλίο γράφτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων προσφοράς του συγγραφέα στην παιδική, νεανική αλλά και ενήλικη λογοτεχνία. Οι τρεις ιστορίες που περιλαμβάνονται στη συλλογή με τίτλο «Διαμάντια», «Μαργαριτάρια» και «Σμαράγδια» αντιστοιχούν σε τρεις άξονες της ζωής του συγγραφέα. Όπως γράφει και ο ίδιος στο τέλος:
«Οι γονείς μου φέρανε ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ από τη Σμύρνη και μου τα χάρισαν. Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα μαζεύοντας στις ξεχασμένες γειτονιές της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ. Κι έπειτα γνώρισα αυτούς που θ’ αγαπούσα για όλη μου τη ζωή – και τους χαρίζω με τη σειρά μου ΣΜΑΡΑΓΔΙΑ.»
Δεν πρόκειται όμως για αυτοβιογραφικά σημειώματα. Τρεις «μύθοι» για τον τρόπο που σχηματίστηκαν οι πολύτιμοι λίθοι συνιστούν το κέλυφος για να εξερευνήσει ο συγγραφέας την ουσία της συναισθηματικής τοπιογραφίας της ζωής του αλλά και της ζωής κάθε ανθρώπου. Τα δάκρυα της μάνας που βγαίνουν από τον καημό για το παιδί της πέτρωσαν σε διαμάντια. Τα δάκρυα του ευαίσθητου ανθρώπου που έχει το δώρο να βλέπει και να ακούει αυτά που οι άλλοι προσπερνούν, τα δάκρυα της μοναξιάς που συνοδεύει τη δημιουργία, μεταμορφώθηκαν σε μαργαριτάρια. Και τα πολύτιμα δώρα που ο ερωτευμένος φέρνει στο αγαπημένο πρόσωπο θυσιάζοντας τον ίδιο του τον εαυτό έγιναν τα πράσινα σμαράγδια. Είναι τα πολύτιμα δώρα που προσφέρουμε και μας προσφέρουν. Είναι το βασικό υλικό, η μαγιά της ζωής. Είναι δώρα φτιαγμένα από πόνο και αγάπη. Αυτό τα κάνει πολύτιμα.
Η ατμοσφαιρική αφήγηση, η προσεκτική επιλογή της κάθε λέξης, και κυρίως ο ρυθμός κάνουν τα κείμενα αυτά να μοιάζουν με πεζά ποιήματα. Σαν καλοδουλεμένα γλυπτά είναι σμιλεμένες οι ιστορίες. Κάθε λέξη βρίσκει το στόχο της. Θυμηθήκαμε με τον καλύτερο τρόπο ότι τα πολύτιμα δώρα που ανταλλάσσουμε στη ζωή μας είναι αυτά που δεν πλήττονται από καμία οικονομική κρίση.
Εξαιρετικές οι ζωγραφιές της Ρίτας Τσιμόχοβα δένουν με την ευαισθησία και την ατμόσφαιρα του κειμένου. Η φύση, η υφή των πραγμάτων, οι αρχετυπικές φιγούρες που κινούνται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα και τα απαλά χρώματα και περιγράμματα βρίσκονται σε άμεση αντιστοιχία με το ύφος και την ατμόσφαιρα του κειμένου.
Ο Μάνος Κοντολέων σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα παιδικά του χρόνια. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια και κριτικά σημειώματα. Συνεργάτης πολλών εφημερίδων, περιοδικών, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef. Είναι μέλος του Δ,Σ. της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1998. Μυθιστόρημά του έχει αναγραφεί στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ, ενώ ήταν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν για το 2002. Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία και στις ΗΠΑ. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει πάνω από 40 βιβλία του
ΕΛΕΝΗ ΣΒOΡΩΝΟΥ



Στον τόμο περιέχονται τρία παραμύθια όπου ο γνωστός συγγραφέας, με ύφος που φέρνει στο νου παλιούς παραμυθάδες, αλλά με εικόνες και λέξεις περισσότερο ποιητικές και εντόνως περιγραφικές, μιλά για πολύτιμες ή αξετίμητες αγάπες ανθρώπων οι οποίοι, λόγω αυτών των ανεκτίμητων, σπάνιων αισθημάτων, καθαγιάστηκαν, τυλιγμένοι στη φλόγα και στον πόνο τους. Και στις τρεις ιστορίες υπάρχει η έως θανάτου αγάπη και στις τρεις υπάρχει και ο πόνος της. Πόνος όχι αβάσταχτος, μια και η αγάπη είναι «Μείζων» και «Πάντα στέγει»· και τους καημούς και τους χαμούς. Τα δε «Πολύτιμα δώρα» της τα προορίζει για τους ολίγους, τους εκλεκτούς της.
Στην πρώτη ιστορία ο πατέρας, διορατικός πάντα, κατάλαβε τον πόλεμο να πλησιάζει. Δεν μας διευκρινίζεται το «πότε και το πού», αλλά μήπως και στα λαϊκά παραμύθια το ίδιο δεν συμβαίνει; Ισως γιατί πρέπει εμείς να σκεφτούμε πως «παντού και πάντα» όλα αυτά θα συντελούνται. Ο πατέρας, λοιπόν, σαν είδε τον πόλεμο να προβάλει απειλητικός, «ζήτησε από τη μητέρα να προσέχει τους γιους και το σπίτι κι έφυγε μαζί με άλλους άντρες προς τα εκεί που άρχιζαν τα βουνά». Επειτα έφυγε και ο ένας από τους δύο γιους, ο μεγάλος. «Πήραν τον αδελφό σου!», τρόμαξε η μάνα. Και πόνεσε. Και ο πατέρας αγωνιούσε κι όλο ρωτούσε. Ωσπου, «Με τον καημό του χαμένου μας παιδιού πέθανε ο πατέρας σου», απευθύνθηκε η μάνα στον μικρότερο. Κι εκείνος, χαϊδεύοντάς τη, «Θα τον βρούμε», «Θα τον βρω εγώ! Περίμενε μόνο να μεγαλώσω λίγο ακόμα!» Και όταν μεγάλωσε έφυγε. Τον αναζητούσε, και πού δεν τον γύρεψε τον αδελφό του. Μέρες, μήνες, χρόνους. Τα βρέφη στο σπίτι απέναντι από το πατρικό του μεγάλωσαν, το αγοράκι πήγε σχολείο· η μάνα περίμενε τους γιους της τις νύχτες στο ύψωμα, κοιτώντας διαρκώς στη δημοσιά για δυο ίσκιους. Τους ίσκιους των παιδιών της. Εντέλει είδε έναν μόνον. «Δεν τον βρήκα», της είπε ο μιρκότερος γιος, άντρας πια, κουρασμένος και λυπημένος. Τα δάκρυά της -τα τελευταία- πέτρωσαν κι έγιναν διαμάντια· όλο φως και ιριδίσματα.
Στη δεύτερη ιστορία, «Μαργαριτάρια», ένας νέος λαμβάνει -εκ γενετής- το θείο χάρισμα της ακρόασης και του παραμικρού ήχου, του πιο ανεπαίσθητου, του πιο σιγανού. Ακουγε τις φωνές του χώματος, τους ψιθύρους της πέτρας, την ανάσα των λουλουδιών· αργότερα όλα αυτά τα έκανε τραγούδια και οι πάντες γύρω του ευφραίνονταν· μα και παραξενεύονταν. Οταν δακρυσμένος έφυγε από κοντά τους -ακολουθώντας τη γυναίκα που ονομαζόταν Σελήνη- τα δάκρυά του έσταξαν σε λευκές, θαμπές, στρογγυλές πέτρες· τα μαργαριτάρια.
Στα «Σμαράγδια» ο ερωτευμένος νέος ψάχνει στον κόσμο να βρει κάτι, οτιδήποτε, που να πλησιάζει στο χρώμα των ματιών τής αγαπημένης του. Για να της το προσφέρει. «Πήγαινε στο μέρος της θάλασσας που τα κύματα δεν υπάρχουν», τον συμβούλεψε ένας γέρος ναυτικός. Δηλαδή στο απλησίαστο, στο πιο βαθύ σημείο του ωκεανού. Και πήγε. Κι εκεί βρήκε το χρώμα των ματιών της· σμαραγδί...
Ωραίες εικόνες, σεβασμός στην ιερότητα των αισθημάτων. Ιστορίες για μικρούς, μα και για μεγαλύτερους.
Επίσης, ιδιαίτερα όμορφες οι ζωγραφιές της Ρίτας Τσιμόχοβα, από τη Λευκορωσία (1962), με πολλά βραβεία στο ενεργητικό της.
Ελένη Σαραντίτη
Ελευθεροτυπία, 21/6/2010

11.9.10

Μια ιστορία του Φιοντόρ


Μια διεισδυτική ματιά στο θέμα της μετανάστευσης, του ξένου και της αποδοχής του «Άλλου» μέσα από ένα μυθιστόρημα υψηλής ποιότητας και λογοτεχνικής αξίας. Σε ένα ελληνικό χωριό που δεν κατονομάζεται φτάνει η Λιούμπα, ένα κορίτσι στην αρχή της εφηβείας από τη Ρωσία. Την υποδέχεται η μάνα της, εγκατεστημένη ήδη στο χωριό εδώ και πολλά χρόνια. Η μάνα έχει προσαρμοστεί πλήρως ή, πιο σωστά, έχει αφομοιωθεί. Το πρώτο πράγμα που λέει στην κόρη της είναι:«Λοιπόν, να μάθεις πως εδώ δεν με φωνάζουνε Ελόνα, μα Ελένη, κι εσένα –πρόσεξε!- αντί για Λιούμπα θα σε λέω Αγάπη». Κι ύστερα:«Αυτός είναι ο κυρ Θανάσης. Ο νέος μου άντρας!» της είπε και σχεδόν την εξανάγκασε να τον χαιρετήσει.» Αυτή είναι η «δέση του δράματος». Η Λιούμπα αρνείται όχι μόνο την αφομοίωση αλλά και τη στοιχειώδη προσαρμογή. Δεν αλλάζει το όνομά της, δε μιλά ελληνικά, δε χαμογελά, δεν πλησιάζει κανέναν, διαρκώς συγκρίνει και απορρίπτει. Ζει με το όνειρο της επιστροφής. Ο νους και η καρδιά της είναι στο πατρικό σπίτι, στον παππού της, στα τοπία της Ρωσίας, στην αγαπημένη γλώσσα. Είναι μια βίαια ξεριζωμένη ύπαρξη. Η ακραία συμπεριφορά της τροφοδοτεί τα αρνητικά σχόλια της μικρής κοινωνίας. Η κακία, το κουτσομπολιό, οι προκαταλήψεις των συγχωριανών βρίσκουν εύφορο έδαφος να ανθίσουν. Η Λιούμπα περιφέρεται σαν ξωτικό ανάμεσά τους. Ώσπου μια μέρα τη στέλνει η μάνα της να καθαρίσει ένα σπίτι. Εκεί θα συναντήσει τον Μήτια, θα μιλήσουν ρωσικά, μια ελπίδα, μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι που γρήγορα διαψεύδεται όταν ο Μήτια μιλά ελληνικά. Η σωτηρία φαίνεται να έρχεται από ένα μπουλούκι τσιγγάνων από τη Ρωσία, έναν περιπλανώμενο θίασο, που έρχεται να δώσει μια παράσταση στο χωριό. Η Λιούμπα θα εμπιστευτεί τον στιβαρό αλλά σκοτεινό Νικόλκα, θεωρώντας ότι είναι ο δρόμος προς την επιστροφή. Οι ελπίδες διαψεύδονται, η Λιούμπα επιστρέφει για να καταντήσει ένα κυνηγημένο αγρίμι. Η λύση –όχι το χάπυ έντ—θα έρθει από το πρόσωπο στο οποίο συναντώνται οι δυο πατρίδες, από τον Μήτια που είναι γεννημένος από ρωσίδα μάνα και έλληνα πατέρα. Εξαιρετική ευαισθησία χαρακτηρίζει τη ματιά του συγγραφέα. Αριστοτεχνικά αποδίδει τις λεπτές αποχρώσεις της νοσταλγίας αλλά και της νεύρωσης στην οποία οδηγείται η ηρωίδα του. Εξίσου πειστικά αποδίδεται η Ελένη, μια γυναίκα που έχει σκληρύνει από την ανάγκη επιβίωσης και προσαρμογής, που έχει γίνει μια άλλη γυναίκα από την ανάγκη να γίνει αποδεκτή. Ο Μήτια, με την αριστοκρατική του καταγωγή, τη μόρφωση και την ιδιαίτερη ψυχική ευγένεια, φωτίζει ακόμη πιο έντονα την αδιαφορία και τη σκληρότητα της τοπικής κοινωνίας. Μια κοινωνία που είναι επιφανειακά μόνο εκμοντερνισμένη. Και τέλος, τα παιδιά του χωριού που παρακολουθούν, σχολιάζουν, κατακρίνουν, καταδικάζουν και στο τέλος, μέσα από την καταλυτική «ιστορία του Φιοντόρ», μεταμορφώνονται. Απολαυστική είναι η γλώσσα που διακρίνεται από μουσικότητα, με τη χαρακτηριστική συνήθεια του συγγραφέα να βάζει το ρήμα στο τέλος της πρότασης, εύστοχες παρεμβολές στίχων ρωσικής και ελληνικής ποίησης, και καλοδουλεμένες προτάσεις. Πιάνεις τον εαυτό σου να ξαναδιαβάζει μια φράση για να θαυμάσει τη μαστοριά της. Η αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος είναι καλοζυγισμένη, σαν αρχαία δράμα, με πρόλογο, κορύφωση της περιπέτειας και έξοδο. Βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1998 και υποψήφιος για το Βραβείο Άντερσεν το 2002, ο Μάνος Κοντολέων είναι ένας καταξιωμένος συγγραφέας με πάνω από 40 μυθιστορήματα και διηγήματα (για παιδιά, εφήβους και ενήλικες) στο ενεργητικό του. Αρκετά έργα του έχουν κυκλοφορήσει και στο εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ελένη Σβορώνου

10.9.10

Κρυφός κυνηγός συναισθημάτων


Γιώργος Μαρκόπουλος
ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ
Ποιήματα
Κέδρος

Πρέπει να ήταν κάπου προς το τέλος του πρώτου μισού της δεκαετίας του '80.
Το καθημερινό "ΤΟ ΒΗΜΑ" είχε αναθέσει σε μια ολιγομελή ομάδα νέων (ακόμα τότε) λογοτεχνών να γράφουν ένα είδος σχόλιου, κάτι σαν σύντομο χρονογράφημα, δυο περίπου φορές το μήνα ο καθένας τους.
Η στήλη είχε το όνομα Σημασίες.
Δεν θυμάμαι όλα τα ονόματα όσων γράφαμε τις Σημασίες.
Αλλά σίγουρα εκτός από εμένα, γράφανε και οι: Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Ερρίκος Μπελιές, Γιάννης Υφαντής, Αθηνά Παπαδάκη, Νένη Ευθυμιάδη, Αντώνης Φωστιέρης...
Όλοι μας, λίγο πολύ της ίδια ηλικίας (ίσως ο πιο μεγάλος να ήμουνα εγώ) όλοι μας έχοντας κάνει τα πρώτα μεν, αλλά ουσιαστικά βήματα της λογοτεχνικής μας καριέρας.
Και με το πάθος της ηλικίας μας, αλλά και μέσα στο γενικότερο κλίμα εκείνων των χρόνων, φροντίσαμε να γνωριστούμε και με περισσότερο προσωπικό τρόπο.
(θα θυμάμαι, πάντα, εκείνο το βράδυ στο σπίτι του Βαρβέρη, όπου πίνοντας λευκό κρασί και μασουλώντας παρμεζάνα, ακούγαμε γαλλικά τραγούδια του νέου κύματος και θυμόμαστε ποιητές σχεδόν ξεχασμένους)
Μετά ο καθένας ακολούθησε τους δρόμους του, κάποιοι κρατήσαν στενή επαφή, κάποιοι χαθήκανε, με τους περισσότερους επικοινωνώ μέσα από τα βιβλία μας.
Ανάμεσα τους -όχι, δεν θέλω να το κρύψω- ο Γιώργος Μαρκόπουλος ήταν εκείνος που περισσότερο τον είχα αισθανθεί πιο κοντά μου. Δεν γίναμε ποτέ αυτό που αθα έλεγε κανείς "φίλοι". Φίλος είμαι με την Παπαδάκη, φίλος ήμουνα με την Νένη... Τον Βαρβέρη τον καμαρώνω τόσο στα ποιήματα του, όσο και στις κριτικές του. Με τον Γιώργο, όμως, κάτι άλλο με δένει. Και το τελευταίο του βιβλίο με εκανε να κατανοήσω το είδος του δεσμού.
Η αισθαντικότητά του που συνδιαλέγεται με αισθητική ματιά. Και εκείνος ο λυγμός της γνώσης που όλο θέλει να μένει κρυφός, κι όλο κάπου φανερώνεται -
Όσο γι΄ αυτά που έκανα τα πλήρωσα όλα,
πιστέψτε με, ακριβά, μια ζωή μένοντας μόνος.
Τα ποιήματα δεν μπορώ να τα κρίνω -δεν ξέρω τους κώδικες κατασκευής τους. Απλώς υπάροχουν ποιήματα που με συγκινούν και ποιητές που με βοηθούν να δω το μέσα του κόμσου -του δικού μου και των άλλων.
Ο Μαρκόπουλος ένας από αυτούς.
Το τελετείο του βιβλίο το διάβασα μετά από την προσωπική μου περιπέτεια. Ίσως και γι αυτό όταν τον πήρα τηλέφωνο για να του πως πόσο και πάλι με συγκίνησε, η φωνή μου έσπασε από ένα λυγμό.
Μα πως αλλιώς;... Αφού ο 'Κρυφός Κυνηγός' τεειώνει με τις πιο κάτω αράδες:
Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα περα, κάποιος θα προβάλλει, που όμως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι.
Νομίζω πως κάτι τέτοιο υποψιάστηκα κι εγώ πως συμβαίνει την ώρα τη στερνή.
Ο Μαρκοπουλος περιέγραψε με λέξεις την υποψία μου.
Λοιπόν, αυτή είναι η ποίηση - Μάτια γυναίκας που κλείνουν, για να σου δείξουν ότι ήρθε η ώρα να τα φιλήσεις
'Η - Δυο παιδάκια, παραμονή Χριστουγέννων, που λένε τα κάλαντα στον τάφο του πατέρα τους.

6.9.10

Ο Ανίσχυρος άγγελος στο Διαβάζω


Ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αξιοπρόσεχτο και πρωτοπόρο, τόσο για το θέμα του, όσο και για τη γραφή του.
Το υλικό «στηρίχτηκε» στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, όταν η νεότητα ψηλάφισε δραματικά το καινούργιο, η Αθήνα κάηκε και το σημαίνον τραγικό: ένα παιδί δολοφονήθηκε από αστυνομικό.
Ο συγγραφέας, έχοντας υπόψη του τους κινδύνους που εμφιλοχωρούν και για να μη διολισθήσει σε επικαιρότητες, αλλά μόνο να διεισδύσει στον πυρήνα της αλήθειας, έδωσε ένα μυθιστόρημα με τελείως φανταστικά πρόσωπα.
Οι διαφορετικές εστιάσεις στο θέμα και το εύρημα του πανταχού παρόντος (ανίσχυρου0 αγγέλου ως συνδετικού κρίκου και δείκτη της ανθρώπινης περιπέτειας, αναδεικνύουν την κεντρική ηρωίδα -κόρη του αστυνομικού- ως «εκπρόσωπο» της νέας γενιάς που προσπαθεί με αντικειμενικά αποσπασματικές αλλά βαθιά ανθρώπινες κινήσεις, εν μέσω δύσκολων συνθηκών, να εξηγήσει το γεγονός και βέβαια να ανιχνεύσει τα ατομικά της όρια.
Η πλευρά της αφήγησης με τα επιπλέον διακειμενικά και εξωκειμενικά σπαράγματα εξηγεί, προσθέτει, ανατρέπει, πάντα προσφέροντας δημιουργικά κενά στον αναγνώστη, ενέχοντας στον πυρήνα της στοιχεία για πολλαπλές αναγνώσεις

Γιάννης Σ. Παπαδάτος
«Διαβάζω», τεύχος 509

22.8.10

Το καλοκαίρι της Σοκολάτας


Την συνάντησα για πρώτη φορά ένα απομεσήμερο Σαββάτου, εκεί προς τα μέσα του Ιούνιου.
Μόλις ειχε σταματήσει να βρέχει και μαζί με μερικούς φίλους ξεκινήσαμε για μια βόλτα στα χωράφια του Κορινθιακού κάμπου.
Ήταν μικροσκοπική, βρεγμένη, λασπωμένη, με μύρια αγκάθια μπλεγμένα στο τρίχωμά της.
Προτίμησε εμένα από τους άλλους της συντροφιάς, λες κι ήξερε πως μετά από 30 τόσο χρόνια ήταν η μοναδική περίοδος που δεν είχα στη ζωή μου τη συντροφιά ενός σκύλου.
Περπατούσε δίπλα μου, κι εγώ αποφάσισα πως αν θα ερχότανε μέχρι την αυλή του φιλικού σπιτιού που μας φιλοξενούσε, θα την κρατούσα.
Ήρθε. Αμέσως την είπα Σοκολάτα, αμέσως την έλουσα και πέρασα όλο το βράδυ να βγάζω ένα, ένα τα αγκαθάκια από το τρίχωμά της. Κι εκείνη κοιμότανε στα πόδια μου δίπλα.
Το επόμενο πρωινό, οι δυο μας μόνοι, κάναμε μια μικρή βόλτα στους αγρούς. Την παρατηρούσα που δεν απομακρυνότανε από κοντά μου και σκέφτηκα πως είχα αποφασίσει να κρατήσω για συντροφιά ένα ολότελα μπάσταρδο σκύλο - έδειχνε άσκημη, ατσούμπαλη... Έδειχνε να μου έχει ήδη αναγνωρίσει πως την είχα σώσει από τις κακουχίες.
Λένε πως η αγαπή μεταμορφώνει ακόμα και τον πιο άσχημο πλάσμα, στο πιο όμορφο. Μπορεί. Την αγάπησα και ίσως η αγάπη μου να την έκανε κάθε μέρα όλο και πιο όμορφη. Μπορεί και το καλό φαγητό. Μπορεί και το συχνό βούρτσισμα, μπορεί και τα γλυκόλογα του της έλεγα στα φουντωτά αυτιά της.
Έγινε όμορφη. Και μέσα σε ένα μήνα είχε γνωρίσει τρία σπίτια, είχε κάνει κάμποσα ταξίδια, είχε πάει σε θερινό σινεμά, είχε αποκτήσει φανατικό αντίζηλο (την άλλη μου αγάπη, τον γάτο τον Δαμιανό).
Ξεκινήσαμε και μαθήματα εκπαίδευσης εκεί, καθώς οι δυο μας, τα απογεύματα του Ιουλίου περπατούσαμε στο Πήλιο.
Είχαμε μπροστά μας ένα καλοκαίρι να βρούμε ερημικές παραλίες και να πιούμε τσίπουρα στην πλατεία του χωριού.
Σε δυο μέρες κλείνει ένας μήνας που ξαφνικά χωρίσαμε...
Η τελευταία μου κίνηση (ίσως η μοιραία) προτού πέσω στο γκρεμό, ήταν να τη βάλω στο αυτοκίνητο.
Οι άνθρωποι που με αγαπούν και με φροντίζουν, φροντίζουν κι αυτή.
Και πλησιάζει, πολύ κοντά, πολύ, πολύ κοντά είναι η μέρα που θα συναντηθούμε και πάλι.
Είναι προκλητικά αισιόδοξο να αποφασίζεις να υιοθετείς κουτάβι, όταν εσύ πια πλησίαζεις τα 65 χρόνια.
Αλλά κάθε τι το αισιόδοξο μόνο προκλητικό μπορεί να είναι.
Το καλοκαίρι του 2010, θα το λέω το Καλοκαίρι της Σοκολάτας.
Γιατί πέρα από το ότι άλλο, αυτό το σκυλάκι των χωραφιών της Κορίνθου, έφερε μαζί του και κάποια ακόμα παρουσία.
Μια παρουσία ζωής, ελπίδας, χαράς... Το μέλλον.
Ναι, μπορεί κανείς ακόμα και στα 65 χρόνια του να υιοθετεί ένα κουτάβι.
Η ζωή πάντα συνεχίζεται.
Και αυτός ο Αύγουστος τελειώνει -πια!
Ωραίοι οι δρόμοι της Κηφισιάς τους μήνες του Φθινοπώρου.
Μαζί με τη Σοκολάτα θα τους σεργιανίσω.
Μαζί με τη Σοκολάτα θα περιμένουμε τη νέα τη χρονιά... Κι αυτό που μαζί της θα έρθει.