23.3.18

Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο - 22/3/2018


Έψαχνα  πάντα τις λέξεις.
Πρώτα εκείνες που θα πείθανε… Τους άλλους.
Μετά όσες θα μπορούνε να παρηγορήσουνε…  Εμένα.
Πάντα λέξεις έψαχνα.
Λέξεις που μου κρυβόντουσαν…
Κι έτσι μήτε για τους άλλους δεν κατάφερνα να τις βρω, μήτε  και για τον ίδιο μου τον εαυτό δεν αξιώθηκα ποτέ  να τις ανακαλύψω.
Κι άφηνα τον καιρό να αποφασίζει…
Και τώρα κι εγώ πεθαίνω…
Η Κασσάνδρα εγώ είμαι.

             *******************************************
Η Κασσάνδρα… Μετά.
Μετά από μια πτώση. Και ακόμα πιο πολύ μετά… Ίσως ως το σήμερα.
Την καταστροφή μιας ομαδικής παράκρουσης και το αδιέξοδο ενός ατομικού πάθους μέσα από την αφήγηση μιας γυναίκας που τα χνάρια της από το τότε φτάνουν  ως τις μέρες μας.
Το μυθιστόρημα «Κασσάνδρα» ανασκαλεύει τους μύθους, αναζητά στιγμές από αρχαίες τραγωδίες και με μια απροσδόκητη  αυθαιρεσία δημιουργεί το πορτραίτο ενός ατόμου που επιλέγει  τη μοίρα του, την ώρα που ένας ολάκαιρος κόσμος χάνεται και στη θέση του γεννιέται  ένα νέος.
Ένας πολιτικός και ερωτικός προβληματισμός του χτες έτσι όπως αντανακλάται στο σήμερα.

22.3.18

Γιατί να διαβάζουμε -και να ξαναγράφουμε- τους κλασικούς









του Δημήτρη Κόκκινου, ΕΔΙΠ Παιδαγωγικού Τμήματος Παν/μίου Αιγαίου 

Αφού συγχαρώ το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών για την αποψινή εκδήλωση και ευχαριστήσω τα μέλη του για την ευγενική τους πρόκληση, θα ξεκινήσω, χωρίς περιστροφές, από μια διαπίστωση: είναι μια ευτυχής συγκυρία για το χώρο του παιδικού βιβλίου στην Ελλάδα όταν συγγραφείς όπως ο Μάνος Κοντολέων και εικονογράφοι όπως ο Βαγγέλης Παυλίδης συναντιούνται δημιουργικά με αφορμή κάποιο έργο. Κι απόψε έχουμε τη χαρά να παρουσιάζουμε δυο τέτοια έργα. Για την ακρίβεια τις διασκευές δυο βιβλίων που συνιστούν την επιτομή του κλασικού στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Του Δον Κιχώτη και του Γαργαντούα.
Ο Ίταλο Καλβίνο στο γνωστό του δοκίμιο: «Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς» παίζει -όπως συνήθιζε- με τη γραφή παραθέτοντας και σχολιάζοντας κάποιους ορισμούς του κλασικού στη λογοτεχνία. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρει: «κλασικά είναι εκείνα τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια μας κουβαλώντας τα ίχνη των αναγνώσεων που έχουν προηγηθεί της δικής μας και σέρνουν πίσω τους τα ίχνη που άφησαν στην κουλτούρα ή στις κουλτούρες που διέτρεξαν». Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι υπάρχουν επιμέρους διαφοροποιήσεις στην αίσθηση του κλασικού, ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο. Ωστόσο, καθοριστικά κριτήρια παραμένουν η καταξίωση και η επιδραστικότητα ενός κειμένου στο αναγνωστικό κοινό μέσα στον χρόνο, η διάδοση του σε διαφορετικούς τόπους και πολιτισμούς και οι εξωκειμενικές διαστάσεις που προσλαμβάνει. Κοντολογίς, κλασικό είναι ένα κείμενο που γονιμοποιεί ως ιδέα, ως αναφορά, ως απόσπασμα ή ως σχόλιο μεταγενέστερα κείμενα καθώς και άλλες πολιτισμικές εκφάνσεις όπως για παράδειγμα το θέατρο, τον κινηματογράφο, τον χορό ή ακόμη και την pop κουλτούρα. Ένα κλασικό βιβλίο συνομιλεί αδιάκοπα μέσω των αναγνωστών του με όσα κείμενα προηγήθηκαν και με όσα θα το ακολουθήσουν. Αυτή την ώσμωση στη θεωρία της λογοτεχνίας την ονομάζουμε διακειμενικότητα. Πέρα όμως από αυτήν την αλληλεπίδραση, διαπερνώντας τα στεγανά που θέλουν την τέχνη ως μια αποστειρωμένη πνευματική λειτουργία για λίγους εκλεκτούς, τα κείμενα, με τους χαρακτήρες, τις ιστορίες και τις ιδέες τους επηρεάζουν όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής και της έκφρασης του ανθρώπου.  
Τα παραπάνω ισχύουν και για τα δυο βιβλία που επέλεξε να διασκευάσει ο Μάνος Κοντολέων. Πιο συγκεκριμένα, ο Δον Κιχώτης θεωρείται, όπως τονίζει ο θεωρητικός Χάρολντ Μπλουμ, η απαρχή της τέχνης του μυθιστορήματος στην ιστορία της λογοτεχνίας. Και οι περιπέτειες του Ιππότη της Ελεεινής Μορφής από τη Μάντσα, εδώ και τετρακόσια και πλέον χρόνια, έχουν επηρεάσει όσο ελάχιστα κείμενα τη σκέψη και το έργο μεταγενεστέρων στοχαστών. Αναφέρουμε επιγραμματικά ανάμεσά τους: τον Ουγκώ, τον Φλωμπέρ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Φρόυντ, τον Κάφκα και τον Μπόρχες.  
Στην γλώσσα μας η εμφάνιση του Δον Κιχώτη γίνεται με σημαντική καθυστέρηση, εξελίσσεται με αργό ρυθμό και είναι διαμεσολαβημένη. Η πρώτη μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά προέρχεται από κύκλους λογίων Φαναριωτών  στην περιοχή της Μολδοβλαχίας,  γύρω στο 1730, είναι σε αποσπασματική και χειρόγραφη μορφή, ενώ δεν βασίζεται στο ισπανικό πρωτότυπο αλλά σε ιταλική μετάφραση[1]. Ακολουθεί το 1852 η πρώτη έντυπη μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά που τυπώνεται σε τυπογραφείο της Σμύρνης και στηρίζεται αυτή τη φορά σε μια γαλλική διασκευή του κειμένου[2]. Λίγα χρόνια μετά, το 1860 εκδίδεται στην Αθήνα η πρώτη ελληνική διασκευή από άγνωστους δημιουργούς. Υπάγεται στη σειρά «Βιβλιοθήκη των παίδων», γεγονός που συνδέει για πρώτη φορά το έργο με το χώρο των παιδικών αναγνωσμάτων. Ακολουθούν οι δυο μεταφράσεις που γνώρισαν στους Έλληνες τον Δον Κιχώτη. Εκείνη του Σκυλίσση το 1864, βασισμένη πάλι σε γαλλική διασκευή, ενώ το 1921, για πρώτη φορά από το ισπανικό πρωτότυπο, κυκλοφορεί η αυθεντική μετάφραση του Καρθαίου, η οποία κυριάρχησε στις προθήκες των ελληνικών βιβλιοπωλείων κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Η Αλεξάνδρα Σαμουήλ στην εξαιρετική μελέτη της με τίτλο «Ιδαλγός της Ιδέας» μελετά με μεγάλη εμβρίθεια την περιπλάνηση του βιβλίου του Θερβάντες στην ελληνική λογοτεχνία και τις μεταφραστικές του περιπέτειες. Από τα στοιχεία που συνήγαγε προκύπτει ότι μετά τον Καρθαίο έχουμε έξι μεταφραστές[3] που ανέλαβαν το εγχείρημα να αποδώσουν τα δύο βιβλία είτε μέρος αυτών στα ελληνικά. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο έχουμε τουλάχιστον δεκαοκτώ παιδικές διασκευές του. Με σημαντικότερες αυτες του Γρηγορίου Ξενόπουλου (1912),  του Κώστα Βάρναλη (1956), της Γεωργίας Δεληγιάννη-Αναστασιάδη (1968), της Μαρίας Αγγελίδου (2003), της Αγαθής Δημητρούκα (2005) και φυσικά του Μάνου Κοντολέοντος (2017) που παρουσιάζουμε απόψε. Πέρα από τον εντυπωσιακό αριθμό των παιδικών διασκευών που επιβεβαιώνουν τον κλασικό χαρακτήρα του έργου, μια δεύτερη διαπίστωση που μπορεί να κάνει κάποιος, είναι η διεισδυτικότητα που παρουσιάζουν τα κείμενα αυτά στον χώρο του παιδικού βιβλίου, πολλές φορές προτού καν ακόμη μεταφραστεί αυτούσιο το πρωτότυπο κείμενο.
Με ανάλογη λογοτεχνική βαρύτητα, τα βιβλία του Ραμπελαί και ιδιαίτερα τα δυο πρώτα ο Πανταγκριέλ και ο Γαργαντούας δημιούργησαν μεγάλη αίσθηση (και τις συνακόλουθες αντιδράσεις) ήδη από τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας τους καλλιεργώντας με ανατρεπτικό πνεύμα τις αξίες της Αναγέννησης και του Ανθρωπισμού. Πολλοί ήταν οι δημιουργοί που επηρεάστηκαν από το έργο του μεταξύ των οποίων ο Βολταίρος, ο Ντιντερό, ο Λώρενς Στερν, και ο Μπαλζακ. Και όπως συνέβη και με τον Δον Κιχώτη, η ζωή των αφηγηματικών ηρώων  του Φρανσουά Ραμπελαί μεταλαμπαδεύτηκε στους χώρους του θεάτρου, της όπερας, της μουσικής, του κινηματογράφου και των εικαστικών τεχνών. Ενώ η πραγματεία με τον τίτλο «Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του» που έγραψε για το έργο του ο Ρώσος θεωρητικός Μιχαήλ Μπαχτίν -και που μόλις πρόσφατα αποδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά- αποτελεί ένα από τα κείμενα που καθόρισαν τη θεωρητική σκέψη του 20ου αιώνα μέσα από την ανάλυση του περίφημου καρναβαλικού πνεύματος που υπονομεύει και ανατρέπει την καθεστηκυία τάξη, το φόβο και τη σοβαροφάνεια.   
Όπως φαίνεται και από διάφορες μελέτες[4], σχετικά με τα παιδικά αναγνώσματα στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, το έργο του Ραμπελαί στη χώρα μας το τυλίγε για αιώνες ένα μεγάλο πέπλο σιωπής. Η πρώτη διστακτική απόπειρα μετάφρασης κάποιων αποσπασμάτων από το πρωτότυπο γίνεται το 1950 από τον Σπ. Σκιαδαρέση. Ωστόσο το πλήρες κείμενο του Γαργαντούα αποδόθηκε για πρώτη φορά ολόκληρο στη γλώσσα μας από τον Φίλιππο Δρακονταειδή μέσα από έναν μεταφραστικό άθλο το 1988[5], δηλαδή με καθυστέρηση περίπου 450 χρόνων. Πως εξηγείται όμως αυτή η μακραίωνη σιωπή;
Κατά τη Σεσιλ Ιγγλέση Μαργέλου βασίζεται σε δυο κυρίως στοιχεία: Το πρώτο σχετίζεται με τη γλώσσα, με το δυσνόητο και δυσμετάφραστο λογοτεχνικό ιδίωμα του Ραμπελαί που αναμειγνύει τη λόγια και τη δημοτική γλώσσα της εποχής του με στοιχεία από «ντοπιολαλιές, επαγγελματικά ιδιόλεκτα, λογοπαίγνια, νεολογισμούς, λατινισμούς κι ελληνισμούς». Αυτή η πολυγλωσσία καθιστά τη μετάφραση του κειμένου ένα εγχείρημα σχεδόν ακατόρθωτο. Το δεύτερο συνδέεται με ένα πηγαίο πνεύμα υπερβολής και ελευθεριότητας συνοδευόμενο από μια «χυμώδη αθυροστομία» που απενοχοποιεί το ανθρώπινο σώμα και τις ανάγκες του μέσα από ένα καλοκάγαθο και γάργαρο απελευθερωτικό γέλιο. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά εξηγούν -νομίζω ξεκάθαρα- για ποιον λόγο απέναντι στις 19 συνολικά εκδόσεις αυθεντικών μεταφράσεων του Δον Κιχώτη στην ελληνική γλώσσα μπορούμε να αντιτάξουμε μία μονάχα πλήρη μετάφραση του Γαργαντούα. Και παράλληλα σε σχέση με τις επίσης 19 παιδικές διασκευές του βιβλίου του Θερβάντες έχουμε μόνο τέσσερις του βιβλίου του Ραμπελαί: του Γιάννη Σφακιανάκη (1948), της Αργυρώς Κοκορέλη (2003), του Χάρη Σακελλαρίου (2004) και του Μάνου Κοντολέοντος (2017). Γεγονός που εξηγείται εύλογα από την φήμη που συνοδεύει αιώνες τώρα τη γραφή του ως αιρετική και ακατάλληλη για παιδιά.    
Μιλήσαμε πρωτύτερα για την έννοια του κλασικού στη λογοτεχνία. Τι είναι όμως αυτό που κάνει ένα κείμενο να ζει ανά τους αιώνες και να διασπείρεται σε διαφορετικούς τόπους και πολιτισμούς επιδρώντας πάνω τους με πολλαπλούς τρόπους; Στην μαθητεία της όποιας τέχνης είναι κοινό μυστικό ότι το μονοπάτι που οδηγεί στην αυθεντική έκφραση και την πνευματική δημιουργία είναι βαθύτατα προσωπικό. Πρόκειται λοιπόν για ένα σύνθετο ερώτημα που αγγίζει ποικίλες πτυχές της θεωρίας και της ιστορίας της λογοτεχνίας. Κι ακόμη συνδέεται άμεσα με θέματα που άπτονται των ερευνητικών τομέων της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας. Θα μπορούσαμε, παραφράζοντας τον ορισμό του Καλβίνο, να αναφέρουμε ότι κλασικό είναι ένα αφήγημα του οποίου γνωρίζει κάποιος τους ήρωες ή την ιστορία προτού ακόμη το διαβάσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον χώρο του παιδικού βιβλίου, όπου, εκτός από τα παιδιά-μαθητεύομενους αναγνώστες, έχουμε και τους ενήλικους συναναγνώστες τους, συνήθως τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, που τους μυούν σε αυτό. Έτσι ένα σημαντικό μέρος των παιδιών και των ενηλίκων του πλανήτη μας,  γνωρίζει τον Πινόκιο και κάποιες από τις περιπέτειες του χωρίς να έχει διαβάσει -ακόμη τουλάχιστον- το βιβλίο του Κάρλο Κολόντι. Εστιάζοντας λοιπόν σε αμιγώς ενδοκειμενικά στοιχεία -γιατί για την τύχη ενός βιβλίου παίζουν παράλληλα ρόλο και εξωκειμενικοί παράγοντες- θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: Στις περισσότερες περιπτώσεις δυο αναγκαίες συνθήκες συναρτώνται: Ένας αφηγηματικός χαρακτήρας με αρχετυπικό υπόβαθρο και συμβολικές προεκτάσεις συνδυάζεται με μια ιστορία που έχει πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα πλοκή.
Ο Ουμπέρτο Έκο στο δοκίμιό του «Σχετικά με ορισμένες λειτουργίες της λογοτεχνίας» αναφέρει ότι οι λογοτεχνικοί ήρωες των κλασικών κειμένων «βρίσκονται ανάμεσά μας. […] κομμάτι της συλλογικής μνήμης […] Πλάστηκαν από τη λογοτεχνία και τράφηκαν από τα δικά μας πάθη, είναι πια εκεί και πρέπει να λογαριαστούμε μαζί τους. […] Μετακινούνται από κείμενο σε κείμενο (και μέσα από προσαρμογές σε ποικίλες μορφές, από το βιβλίο στο φιλμ ή στο μπαλέτο, από την προφορική παράδοση στο βιβλίο).
Στην περίπτωση των βιβλίων που παρουσιάζουμε απόψε οι δυο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες συνιστούν σύμβολα που ενσαρκώνουν ψυχικές ποιότητες και συγκρούσεις που ενυπάρχουν σε κάθε ανθρώπινο όν. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Στην περίπτωση του Δον Κιχώτη έχουμε το αρχέτυπο του ιδεαλιστή και ονειροπόλου ανθρώπου που συγκρούεται με την ωμή πραγματικότητα και αυτή τον τσακίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά, ώσπου να ξανασταθεί στα πόδια του και να ριχτεί και πάλι σε νέες περιπέτειες. Ένας ήρωας κωμικός όπως τον έβλεπαν οι αναγνώστες κατά τον 16 και 18 αιώνα αλλά και τραγικός όπως τον αντιλήφθηκαν οι αναγνώστες του 19 και του 20 αιώνα. Στην περίπτωση του Γαργαντούα έχουμε το αρχέτυπο του ανθρώπου που ζει καθ’υπερβολη, συμφιλιωμένος με το σώμα του και τις αισθήσεις του, απολαμβάνοντας τις χαρές της ζωής και της γνώσης, ικανοποιώντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, απελευθερωμένος από φόβους κι ενοχές. Κατά πόσο οι συγκεκριμένοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, που θέλησε να ξαναζωντανέψει μέσα από το δικό του λόγο ο Μάνος Κοντολέων και μέσα από τις δίκες του εικόνες ο Βαγγέλης Παυλίδης, μπορούν να μιλήσουν στο σύγχρονο ελληνικό αναγνωστικό κοινό -παιδικό ή ενήλικο- και να του προσφέρουν ένα όραμα ζωής στα χρόνια της κρίσης που ζούμε είναι κάτι που μπορεί καθεμία και καθένας εύκολα να το αντιληφθεί.
Και στο σημείο αυτό προκύπτει το ακόλουθο εύλογο ερώτημα: Γιατί άραγε αντί να ανατρέξουμε στο πρωτότυπο ή σε κάποια από τις γνήσιες μεταφράσεις του εμείς και τα παιδιά μας να προτιμήσουμε να διαβάσουμε μια διασκευή; Ας ξεκινήσουμε από μια θεμελιώδη διαπίστωση: η διαδικασία του να παίρνει κάποιος ένα πρωτότυπο κείμενο και να το μεταμορφώνει ξαναγράφοντας το είναι μια πάγια πρακτική στην ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας -και όχι μόνο- όπως δείχνουν σχετικές μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε τι αποσκοπεί; Συνήθως στο να γίνει πιο προσιτό, πιο ελκυστικό, πιο σύγχρονο για κάποιο συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό. Ωστόσο η επέμβαση αυτή στο πρωτότυπο κειμενικό σώμα δεν γίνεται χωρίς ρίσκο και χωρίς τίμημα.
Η Αλεξάνδρα Ζερβού στο βιβλίο της «Στη χώρα των θαυμάτων», τονίζει τους κινδύνους που ενέχει το εγχείρημα της διασκευής ενός κλασικού κειμένου. Άλλοτε αφαιρώντας κι άλλοτε πάλι προσθέτοντας στοιχεία, η ευθύνη που αναλαμβάνει ο διασκευαστής είναι μεγάλη και δυστυχώς είτε στο όνομα του κέρδους είτε στο όνομα μιας ηθικοπλαστικής και διδακτικής αντίληψης της λογοτεχνικής εμπειρίας πολλά και σημαντικά βιβλία έχουν κυριολεκτικά κατακρεουργηθεί από τις βίαιες επεμβάσεις και τις αλλοιώσεις που δέχτηκαν στο κειμενικό τους σώμα. Βιβλία που, χάνοντας το ύφος και το πνεύμα τους, απέμειναν με ένα άψυχο και άνευρο κέλυφος, αυτό της στεγνής παράθεσης μιας διαδοχής περιπετειών σε μια απρόσωπη γλώσσα, όπως διαπιστώνει ο Γάλλος θεωρητικός Ζεράρ Ζενέτ, ο οποίος υποστηρίζει ότι σε πολλές περιπτώσεις έχουμε μια ξεκάθαρη λογοκρισία που επενεργεί σε οτιδήποτε κρίνεται ότι μπορεί να δυσκολέψει, να κουράσει, να ξενίσει και να ταράξει ένα παιδί.
Είναι όμως πάντοτε ζημιογόνες οι διασκευές του αυθεντικού κειμένου; Μάλλον όχι. Στην περίπτωση ενός υπεύθυνου και επαρκούς συγγραφέα παρέχουν τη δυνατότητα να δουλέψει κανείς πάνω σε ένα υπάρχον αφηγηματικό μοτίβο όπου μπορεί να χτίσει κάτι νέο και ολοκληρωμένο με τα υλικά της δικής του γλώσσας και του δικού του ψυχισμού, ανανεώνοντας έτσι τον λογοτεχνικό χαρακτήρα και τις περιπέτειές του. Κατά τον ίδιο τρόπο που πάνω σε ένα γνωστό μουσικό θέμα κάποιος νεότερος δημιουργός χτίζει μια δική του σύνθεση με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Βασική προϋπόθεση, να έχεις μελετήσει καλά το αυθεντικό κείμενο, οι χαρακτήρες του να αντλήσουν από μέσα σου το απαιτούμενο ψυχικό υλικό, τις εμπειρίες της ζωής σου για να τραφούνε και να ζωντανέψουν. Κι ακόμη, να μην αφήσεις να σε απορροφήσει το πρωτότυπο, να μην είσαι ένας αδιάφορος μιμητής αλλά αυθεντικός δημιουργός που κρατώντας ζωντανό το πνεύμα του κειμένου να καταφέρεις να το αποδώσεις με τα δικά σου σύγχρονα μέσα και με το δικό σου ύφος προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του δικού σου καιρού.
Και τούτο το μεγάλο στοίχημα, μπροστά στο οποίο οι περισσότερες διασκευές καταποντίζονται, οι δυο δημιουργοί που μας τιμούν απόψε με την παρουσία τους το έχουν ξεκάθαρα κερδίσει. Ο Βαγγέλης ο Παυλίδης με το βαθιά προσωπικό του στυλ και με μια λιτή στο πνεύμα αλλά εξαιρετικής ποιότητας εικονογράφηση συνομιλεί με τη δουλειά του αυτή με τις εικονογραφήσεις ξακουστών δημιουργών της ζωγραφικής τέχνης όπως ο Γκυστάβ Ντορέ, ο Φρανσίσκο Γκόγια, ο Σαλβαντόρ Νταλί και ο Πάμπλο Πικάσο. Με ανάλογο τρόπο ο Μάνος Κοντολέων, στο μετερίζι της δικής του τέχνης, επέλεξε να αναμετρηθεί με δυο ιερά τέρατα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και κατόρθωσε να αναστήσει με τα δικά του πνευματικά και αφηγηματικά υλικά δυο τόσο εμβληματικές αφηγηματικές περσόνες όπως ο Δον Κιχώτης και ο Γαργαντούας αποδίδοντας τες στο εδώ και στο τώρα. Στην περίπτωση του, διακρίνει κανείς έναν συγγραφέα κυρίαρχο των τεχνικών του μέσων ο οποίος παρέχει στον εαυτό του την απαιτούμενη απόσταση, τις απαραίτητες ελευθερίες ώστε να δημιουργήσει από το παλιό κάτι νέο. Με αυτή την λογική τον βλέπουμε και να μεταθέτει την αφηγηματική φωνή, στα δυο βιβλία, σε πρόσωπα που δεν υπάρχουν στα πρωτότυπα βιβλία: Στη διασκευή του Γαργαντούα αφηγητής είναι ένα επινοημένο πρόσωπο που αφιερώνει τη ζωή του στην ανατροφή και την φροντίδα του χαρούμενου γίγαντα. Ενώ στη διασκευή του Δον Κιχώτη, αφηγητής είναι ένας πανέξυπνος και λαλίστατος σκύλος, ο Τριστάνος που ακολουθεί τον ήρωα σε όλες του τις περιπέτειες και τον καταλαβαίνει καλύτερα από ότι όλοι οι άνθρωποι γύρω του. Ο Τριστάνος δεν είναι παρά ένα αφηγηματικό προσωπείο του Μάνου Κοντολέοντος που αποτίει ένα φόρο τιμής στον πιο αρχετυπικό ονειροπόλο, ο οποίος «ότι φαντάστηκε το έζησε σαν αλήθεια και ότι ονειρεύτηκε το αφήνει κληρονομιά στους άλλους». Με αυτό τον τρόπο ξαναδιαβάζει με σεβασμό τον αρχικό λογοτεχνικό μύθο και τον επανερμηνεύει μέσα από τη δική του ματιά διεκδικώντας το σημαντικότερο στοιχείο σε κάθε δημιουργία: την αυθεντικότητα. Διατηρώντας ζωντανό το πνεύμα του πρωτότυπου κειμένου και ακολουθώντας το προσωπικό του ύφος γραφής, τη δική του ζωντανή και ρέουσα γλώσσα κατορθώνει να ζωντανέψει τους δυο κλασικούς λογοτεχνικούς ήρωες και τις περιπέτειές τους αναβαπτίζοντας τους στα ταραγμένα νερά της δικής μας εποχής με τους δικούς της αναγνώστες και τα δικά της χαρακτηριστικά.
Επέλεξα να μην φορτώσω την αποψινή παρουσίαση με αφηγηματικές αναλύσεις. Σας προτρέπω να ανακαλύψετε τους αναγνωστικούς θησαυρούς που κρύβουν τα βιβλία διαβάζοντας τα εσείς και τα παιδιά σας. Τότε είναι πολύ πιθανόν και να συμβεί αυτό που μας δείχνει, σε τελική ανάλυση, πότε μια διασκευή είναι επιτυχημένη: να σας αγγίξουν τόσο, που να νιώσετε την ανάγκη να ανατρέξετε κάποια στιγμή και στην ανάγνωση των ίδιων των κλασσικών κειμένων του Ραμπελαί και του Θερβάντες. Κλείνοντας, θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ μαζί σας μια προσωπική εντύπωση. Διαβάζοντας τα δυο βιβλία που διασκεύασε ο Μάνος Κοντολέων και εικονογράφησε με τόση μαεστρία ο Βαγγέλης Παυλίδης αισθάνεσαι ότι διαπνέονται από μια ιδιαίτερη αφηγηματική πνοή, έναν άνεμο ξεσηκωτικό, απελευθερωτικό που παρακινεί τον αναγνώστη να ζήσει την μοναδική ζωή που του δόθηκε με ελευθερία, αξιοπρέπεια, χαρά και όνειρο. Να απελευθερωθεί από τα συντηρητικά στερεότυπα, τις αναστολές και τους φόβους που τον καταδικάζουν σε μια σκυμμένη και θλιμμένη ζωή. Και μόνο για αυτή τους την προσφορά, εδώ και δεκαετίες, γενιές και γενιές παιδιών τους οφείλουν πολλά. Για αυτό το ανεκτίμητο δώρο σε ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει μια κοινωνία: των μυαλά των μελλοντικών γενεών, τους ευχαριστούμε μέσα από την καρδιά μας κι ευχόμαστε να είναι καλά και να συνεχίζουν να μας χαρίζουν απλόχερα την ομορφιά, την μαγεία και την ελευθερία της δημιουργίας, που τόσο έχουμε ανάγκη στις μέρες μας.

Ρόδος, 16 Μαρτίου 2018



[1] Του Λορέντσο Φραντσοζίνι, (1677).
[2] Ζαν Πιερ ντε Φλοριάν, σε μετάφραση Θεόδωρου Κατραμίζ (1798).
[3] Ιουλία Ιατρίδη, Κώστα Κουλουφάκος, Ηλίας Ματθαίου, Δημήτρης Ρήσος, Αγαθή Δημητρούκα, Μελίνα Παναγιωτίδου.
[4] Βλ. Ντενίση, Ντελόπουλος
[5] Ενώ επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις της Εστίας το 2004 συμπληρωμένο από το πρώτο βιβλίο, εκείνο του Πανταγκρυέλ.

17.3.18

Από την παρουσίαση των Δον Κιχώτη και Γαργαντούα στη Ρόδο

htt



ps://iporta.gr/κληρονομιά-ανεκτίμητη-τα-βιβλία-των-κ/

Τέσσερα καλά βιβλία για παιδιά και νέους



 Τέσσερα πανέμορφα σε μορφή, και ουσιαστικά ως προ το περιεχόμενό τους βιβλία -για παιδιά, για εφήβους, για κάθε ηλικίας αναγνώστη- έφτασαν στα χέρια μου τις τελευταίες μέρες κι έτσι όπως έχουμε πλέον εισέλθει στην περίοδο όπου πολλές εκδηλώσεις και αφιερώματα γύρω από τα βιβλία θα γίνονται στα σχολεία, σκέφτηκα να μοιραστώ και με άλλους αναγνώστες βιβλίων αυτής της κατηγορίας, τη χαρά μου  και την ικανοποίησή μου από το διάβασμά τους.
                                         ********************
Και ξεκινώ με το «Η μικρή πολύχρωμη γιαγιά μου» της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου.
Οι ολόφρεσκες (τόσο ανοιξιάτικα τα χρώματά τους!) εικόνες είναι της Ελίζας  Βαβούρη.
Η Πέτροβιτς είναι μια συγγραφέας που όλοι αναγνωρίζουμε ως μία από τις σημαντικότερες παρουσίες της λογοτεχνίας για παιδιά και εφήβους, ως ένα τα τέσσερα, πέντε μεγάλα ονόματα της παιδικής λογοτεχνίας που άνθισε στα μεταπολιτευτικά μας χρόνια και που συνεχίζει να δίνει καλά κείμενα μέχρι τις μέρες μας.
Κι αν με τα εφηβικά της μυθιστορήματα έχει περιγράψει σχεδόν όλες τις καίριες ιστορικές περιόδους της νεώτερης ιστορίας, με τα εικονογραφημένα βιβλία της για μικρότερης ηλικίας αναγνώστες έχει χαρίσει σελίδες όπου άλλοτε η φαντασία  κι άλλοτε ο ρεαλισμός περιγράφουν συναισθήματα, ιδέες και σχέσεις.
Μια σχέση πρωταγωνιστεί κα σε αυτό το πρόσφατο βιβλίο της που έχει εκδοθεί από τον πατρινό εκδοτικό οίκο «Κόκκινη Κλωστή Δεμένη» και έχει εικονογραφηθεί με ολόφρεσκες εικόνες από την Ελίζα Βαβούρη.
Οι  καθημερινές στιγμές μιας γιαγιάς και μιας εγγονής αποτελούν τον άξονα της αφήγησης.
Οι δυο πρωταγωνίστριες συναγωνίζονται με νεανική ευρηματικότητα στο να ανακαλύπτουν τρόπους για να γεφυρώνουν ηλικίες και να αμφισβητούν διαχωρισμούς.
Δυο – γιατί το δύο είναι πιο όμορφο από το ένα- φιλενάδες αχώριστες, με τη μια να δίνει το κέφι της και με την άλλη να προσφέρει την εφευρετικότητά της.
                                        **********************
Αλλά και η Μαρία Παπαγιάννη το ίδιο φαίνεται πως πιστεύει –πως, δηλαδή, το δύο είναι πιο όμορφο από το ένα- κι έτσι ζήτησε τη συντροφιά της Έφης Λαδά και μαζί φτιάξανε ένα πανέμορφο βιβλίο –το «Τουλάχιστον δύο»- που έχει την σφραγίδα της συνέπειας των Εκδόσεων Πατάκη.
Πανέμορφο, αληθινά, βιβλίο που δείχνει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο το πως πρέπει να συνεργάζονται οι λέξεις με τα χρώματα και το πως τα χρώματα να υπηρετούν τις λέξεις. Τόσο η Παπαγιάννη όσο και η Λαδά είναι γνωστές για τον ποιητικό τρόπο που τους αρέσει να εκφράζονται.
Εδώ απολαμβάνουμε μια χαμηλόφωνη εξιστόρηση της πορείας του μικρού φεγγαριού στις γειτονιές της γης όπου και αναζητά μια συντροφιά. Κι όταν η μοναξιά θα το κουράσει, όταν ακόμα και θα τον φοβίσει, τότε μια πυγολαμπίδα θα σταθεί δίπλα του και να που το ένα φως γίνονται δύο και τότε ο φόβος εξαφανίζεται, αλλά βρίσκεται και ο τρόπος επιστροφής του μικρού φεγγαριού στην δική του γειτονιά.
Εκεί που η θάλασσα ενώνεται με τον ουρανό –διαχρονική διπλή σχέση- το φεγγαράκι θα ανακαλύψει το πως οι φόβοι του θα εξαφανιστούν.
Γιατί στη ζωή πάντα το δύο είναι πιο ουσιαστικό από το ένα
                                              ***********************
Μα και στη Γη το ένα στην ουσία δεν υπάρχει. Αναζητά συνέχεια να συνομιλήσει με κάποιο άλλο ένα –να γίνουν δύο και τρία και να γίνουν ο κόσμος όλος.
Ένας κόσμος όπου τα όνειρα διεκδικούν την ενσάρκωσή τους και η αλήθεια θέλει να ντυθεί με τα σχήματα των ονείρων.
Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη –από τις σχετικά νεώτερες φωνές της λογοτεχνίας εκείνης που αρνείται να την περιορίσουν με ενδείξεις του τύπου ‘για παιδιά’ ή ‘για νέους’ – αποφάσισε να δώσει στο φως της δημοσιότητας την καταγραφή μια σειράς ονειρικών εμπειριών ενός κοριτσιού που διαμόρφωσαν την ενήλικη  ψυχοσύνθεση της.
Μέσα στο κλίμα ενός καλοκαιριού σε κάποιο νησί, με τη θάλασσα να στέλνει το αλάτι της και ένα ηφαίστειο να αφήνει να ξεφεύγουν από τα σπλάχνα του τα βογκητά του πάθους του, η Φραγκεσκάκη αφήνεται να γίνει το χαρτί όπου πάνω του θα χαραχτούν πλάσματα από άλλη διάσταση –νεράιδες ή όντα από άλλους πλανήτες.
Η εφηβεία ξυπνά μαζί με τη Φύση, οι φυλετική ταυτότητα αναγνωρίζεται από τον τρόπο που την περιγράφει άλλοτε το νερό κι άλλοτε η λάβα.
«Στο Ηφαίστειο» - Κείμενο εσωτερικών ανασκαφών, αλλά και περίτεχνων περιγραφών του φυσικού περιβάλλοντος.  Που βέβαια είχε την τύχη –τη μεγάλη τύχη- να το συνοδεύουν πίνακες ζωγραφικής  εμπνευσμένοι από τις δικές του εσωτερικές ανάσες. Η Μαρία Μπαχά υπογράφει όλες εκείνες τις εικόνες που αναζητούν και τελικά συλλαμβάνουν τους εφηβικούς παλμούς ενός κοριτσιού καθώς αντιμετωπίζει την ενηλικίωση.
Κι όλα αυτά μέσα σε αιγαιοπελαγίτικα απομεσήμερα.
Η έκδοση –από τις πλέον υψηλού αισθητικού επιπέδου- διαθέτει τόλμη στη σύνθεση του εξωφύλλου και ακόμα την αξιοπιστία των Εκδόσεων Καλειδοσκόπιου.
                                ************************

Το τέταρτο βιβλίο αυτού του σημειώματος  μπορεί να μην έχει την εντυπωσιακή μορφή των άλλων τριών, αλλά μας αναπτύσσει κι αυτό ένα ιδιαιτέρως ουσιαστικό θέμα.
Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Τ΄ άλλο μισό του κόσμου» που το έγραψε η Τούλα Τίγκα και κυκλοφορεί  κι αυτό από τις Εκδόσεις Πατάκη, στη σειρά Σύγχρονη Λογοτεχνία για Νέους.
Αυτού του είδους τα λογοτεχνικά κείμενα δεν έχουν αποκτήσει την προσοχή που θα τους άξιζε εκ μέρους των αναγνωστών στους οποίους απευθύνονται.
Την εφηβεία είναι δύσκολο να τη διαχειριστεί ένα κοινωνικό status που αποφεύγει από την μια την αμφισβήτησή του και  από την άλλη διακρίνεται από μια συντηρητικότητα.
Την ίδια στιγμή και οι ίδιοι οι έφηβοι έχουν εγκλωβιστεί σε μια κατά μεγάλο βαθμό στείρα αναζήτηση συγκεκριμένων γνώσεων και έτσι δεν μαθαίνουν να αγαπούν τους ελεύθερους δρόμους που η λογοτεχνία συνήθως προτείνει.
Κι όμως υπάρχουν πολύ αξιόλογα κείμενα που φωτίζουν τις στιγμές μετάβασης από την εφηβεία στη νεανικότητα και παράλληλα είναι κείμενα ολοζώντανα καθώς διαθέτουν αληθινούς νέους και νέες ως ήρωές των αφηγουμένων ιστοριών τους.
Η Τούλα Τίγκα είναι μια από τις πλέον αξιόλογες και συνεπείς παρουσίες στο χώρο αυτό της λογοτεχνίας μας. Τα νεανικά της μυθιστορήματα έχουν διακριθεί για τη γνησιότητα των ψυχολογικών τους επισημάνσεων και για την ευθύτητα με την οποία καταγράφουν τα προβλήματα των νέων.
Το είδος αυτό της συγγραφής απαιτεί τόλμη  την ίδια στιγμή που χρειάζεται και σύνεση. Η Τίγκα και σε αυτό το τελευταίο της μυθιστόρημα αποδεικνύει πως γνωρίζει να κρατά ισορροπίες. Επιλέγει ένα από θέματα που ακόμα σε ένα μεγάλο ποσοστό είναι κοινωνικό ταμπού –το αυτοπροσδιορισμό της φυλετικής ταυτότητας και μάλιστα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη- και το διαχειρίζεται με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία. Και πέρα από τη ολότελα σύγχρονης άποψης λύση που καταθέτει, παίρνει και το ρίσκο να χρησιμοποιήσει μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση (ο ήρωάς της είναι ένας έφηβος). Και το θεωρώ ρίσκο κάτι τέτοιο γιατί είναι αληθινά παρακινδυνευμένο να μπορέσεις να κρατήσεις από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα όλη εκείνη τη δομή μιας προφορικής  αφήγησης ενός νεαρού αγοριού. Η Τούλα Τίγκα το πέτυχε. Κι έτσι μας πρόσφερε ένα δυνατό, σύγχρονό, καθαρόαιμο μυθιστόρημα για νέους.

Πρώτη ανάρτηση :  https://iporta.gr/%CF%84%CE%AD%CF%83%CF%83%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AC-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%AC-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BD%CE%AD%CE%BF/


Συνέντευξη με την Πόλυ Χατζημάρκου "Στο Κόκκινο" της Ρόδου

«Γράφοντας, αλλά και διαβάζοντας, κάνεις μια πολιτική πράξη»

Ο αγαπημένος συγγραφέας μικρών και μεγάλων, Μάνος Κοντολέων, μιλάει Στο Κόκκινο Ρόδου 103.7 και την Πόλυ Χατζημάρκου με αφορμή την παρουσίαση των δύο νέων βιβλίων του στη Ρόδο: «Νομίζω ότι κάθε συγγραφέας, μια ή δυο εμμονές τις υπηρετεί. Στην ουσία, γράφει το ίδιο ξανά και ξανά είτε αλλάζει τα πρόσωπα είτε τις εποχές. Σε όλα τα βιβλία που έχω γράψει τόσα χρόνια, εκείνο που με απασχολεί ιδιαίτερα είναι η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον «Άλλον» και το κατά πόσο έχουμε στα χέρια μας τη δυνατότητα να ορίσουμε το αύριο».
 15 Μαρτίου 2018 18:05:42
- Στα δύο νέα σας βιβλία ("Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης" και "Το βιβλίο της ζωής του Μεγάλου Γαργαντούα" σε εικονογράφηση του Βαγγέλη Παυλίδη), έχετε επιλέξει δύο εμβληματικές φυσιογνωμίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ποιοι ήταν λόγοι τους επιλέξατε; 

«Ο Γαργαντούας και ο Δον Κιχώτης είναι δύο μυθιστορηματικοί ήρωες που έχουν διαπεράσει τους αιώνες και φθάνουν ως τις μέρες μας. Σκέφτηκα ότι αυτοί οι ήρωες αξίζει να παραμένουν ζωντανοί. Είναι μεγάλη η χαρά για έναν συγγραφέα του σήμερα να τους «συναντά», να προσδοκεί να συνδιαλλαγεί μαζί τους, να τους παρουσιάσει στα γραπτά του φέρνοντάς τους κοντά στις σημερινές συνθήκες –συνθήκες μέσα από τις οποίες ένας νεαρός αναγνώστης θέλει να γνωρίσει πρόσωπα και κείμενα της παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας-.

Τα δύο μυθιστορήματα γράφτηκαν για να σχολιάσουν ή να καυτηριάσουν συνθήκες που επικρατούσαν στην εποχή τους. Ενώ οι συνθήκες αυτές έχουν αλλάξει, τα δύο κεντρικά πρόσωπα παραμένουν ζωντανά για κάποιο λόγο που ξεφεύγει από τις συνθήκες που τα δημιούργησαν. Ποιοι είναι οι λόγοι; Αυτό προσπάθησα να ανακαλύψω καθώς έγραφα τα δύο βιβλία. Ακολουθούσα τα πατήματα των πρωτοτύπων αλλά προσαρμοσμένα στον τρόπο με τον οποίο διαβάζει ο σύγχρονος άνθρωπος, και μάλιστα ο νέος. Κυρίως, θέλησα να βάλω το δικό μου αποτύπωμα καθώς δημιούργησα δύο αφηγητές που λένε –άρα και χαρακτηρίζουν- τις ιστορίες δημιουργώντας τις σύγχρονες διασκευές. Προς Θεού, δεν θεωρώ τον εαυτό μου εφάμιλλο του Ραμπελαί και του Θερβάντες! Απλώς, σαν «μαθητής» τους που αγάπησε τους ήρωές τους, θέλησα να τους φέρω κοντύτερα στους σημερινούς αναγνώστες για να τους αγαπήσουν και εκείνοι».

-       Πώς άραγε ο Γαργαντούαςκαι ο Δον Κιχώτης «συνομιλούν» με τη σημερινή εποχή; 

«Ο Γαργαντούας είναι ένας καλοκάγαθος γίγαντας, όλα τα κάνει στο ‘υπέρ’. Γλεντάει, τρώει πολύ, χαίρεται πολύ τη ζωή αλλά συγχρόνως με ένα έντονο τρόπο υπερασπίζεται το δίκαιο και φωτίζει τις αδικίες που μπορεί να συμβαίνουν και σήμερα καθώς και τον τρόπο που τις αντιμετωπίζουμε. Συγχρόνως έχει χιούμορ και μας προκαλεί να γελάμε και να χαιρόμαστε καθώς τον προσεγγίζουμε και «μιλάμε» μαζί του. Ο Δον Κιχώτης, από την άλλη, φαίνεται να είναι ανόητος και φαντασμένος, αλλά τελικώς δεν είναι έτσι. Είναι ένας χαρακτήρας που αποφασίζει να πει ότι ‘εγώ θα συνεχίσω να πιστεύω ότι αυτό που ονειρεύτηκα, μπορεί να γίνει πραγματικότητα’. Κι αν ακόμα δε μπορεί να γίνει, το ότι προσπάθησε να το μετατρέψει σε πραγματικότητα, έχει σημασία και αξία. Κι όταν στους άλλους δίνεις τη δυνατότητα να ονειρευτούν ένα καλύτερο αύριο και μια καλύτερη εικόνα του εαυτού τους, τους κάνεις πιο ευτυχισμένους. Αυτό κάνει ο Δον Κιχώτης: προσφέρει στους άλλους το όνειρο, την ευτυχία να πιστεύουν ότι είναι καλύτεροι. Ότι μπορούν να γίνουν καλύτεροι απ’ αυτό με το οποίο η καθημερινότητα τους ορίζει και τους πιέζει».

-  Έχετε ένα, κατά κάποιο τρόπο, επαναλαμβανόμενο θεματικό μοτίβο στο έργο σας, πατώντας πάνω σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση του «εγώ» και την αποδοχή του «άλλου»… 

«Νομίζω ότι κάθε συγγραφέας, μια ή δυο εμμονές τις υπηρετεί. Γράφει το ίδιο ξανά και ξανά είτε αλλάζει τα πρόσωπα είτε τις εποχές. Σε όλα τα βιβλία που έχω γράψει τόσα χρόνια, εκείνο που με απασχολεί ιδιαίτερα είναι αυτό που είπατε. Η ταυτότητα, η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον «Άλλον» και το κατά πόσο έχουμε στα χέρια μας τη δυνατότητα να ορίσουμε το αύριο. Ο άνθρωπος απέναντι στη μοίρα και τον εαυτό του, ο άνθρωπος δίπλα στους άλλους ανθρώπους. Αυτό είναι σαφέστατα μια πολιτική θέση, έτσι το βλέπω. Γενικά πιστεύω ότι κάθε μορφή τέχνης είναι πολιτική. Και όταν γράφεις, αλλά και όταν διαβάζεις, κάνεις μια πολιτική πράξη».

-  Γράφετε μυθιστορήματα με τον τρόπο cross-over, δηλαδή εκείνο τον τρόπο που «διατρέχει» ηλικίες και λογοτεχνικά είδη...

«Ποτέ δεν πίστεψα στις «ταμπέλες». Το κείμενο υπάρχει. Δεν πάει αυτό να συναντήσει τον αναγνώστη, φορώντας ρούχα παιδικά ή μεγαλίστικα. Υπάρχει. Και είναι ο αναγνώστης που, ανάλογα με τις ανάγκες του, τις δυνατότητες και τις διαθέσεις του, θα το συναντήσει.  Υπάρχουν κλασικά κείμενα παιδικής λογοτεχνίας –ας θυμηθούμε τον Άντερσεν ή τα παραμύθια του Όσκαρ Ουάιλντ-, τα οποία μπορεί κανείς να διαβάσει είτε είναι 5, 15 ή 55 χρονών. Ανάλογα με τις δυνατότητες που η κάθε ηλικία του δίνει –αλλά και η συναισθηματική του φόρτιση- μπορεί να τα ξαναδιαβάσει με ένα διαφορετικό τρόπο. Ασφαλώς έναν αναγνώστη που είναι μικρότερης ηλικίας και δεν έχει ακόμα γνωρίσει/κατοχυρώσει κάποιες προσλαμβάνουσες, δεν τον αγγίζει ένα κείμενο που δεν «ακουμπά» πάνω του. Μπορεί όμως το ίδιο να μην αγγίξει ακόμα και έναν αναγνώστη μεγαλύτερης ηλικίας που δεν έχει κάνει την πορεία για να φτάσει σε εκείνη τη μορφή σκέψης. Ποτέ δεν ξέρει κανείς πώς λειτουργεί μέσα μας η ανάγνωση ενός κειμένου. Αυτό που φαίνεται να μην έχουμε καταλάβει, τελικά μετά από χρόνια, κάποια στιγμή, μπορεί να το βρούμε μπροστά μας.

Παράδειγμα, σε ένα σχολείο της Ρόδου η δασκάλα μου λέει: «Ξέρετε, συνειδητοποίησα πολλά χρόνια μετά, ότι, από την ανάγνωση του μυθιστορήματος σας, είχα συνδέσει τη γεύση του πικραμύγδαλου με μια συγκεκριμένη σειρά συναισθημάτων». Συμβαίνει σε όλους μας αυτό. Δεν ξέρουμε πότε θα βγει στην επιφάνεια αυτό που διαβάζουμε. Και πόσες φορές έχει λειτουργήσει υπόγεια, χωρίς να το καταλάβουμε! Γιατί λοιπόν να υπάρχουν τέτοιου είδους διαχωρισμοί; Το έργο τέχνης, γενικότερα, δεν είναι βιομηχανική κατασκευή. Δεν είναι small ή XL ρούχο, δεν είναι ένα ζευγάρι παπούτσια νο.23 που θα φορεθεί από έναν άνθρωπο».

-       Η προσέγγιση των παιδιών μέσα από τη λογοτεχνία χρειάζεται κατανόηση του κόσμου τους, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εσείς «βουτήξατε» σ’ αυτό τον κόσμο και αναρωτιέμαι ποια είναι τα «μαθήματα» που πήρατε από αυτή τη βουτιά ετών; 

«Θα απαντούσα με μία φράση: ενήλικη παιδικότητα. Η παιδικότητα είναι, ως τρόπος σκέψης και αντίδρασης στον κόσμο, μία αξία. Και δεν εννοώ τον μπεμπεκισμό ή την αμάθεια. Εννοώ το ξάφνιασμα. Τη διάθεση να κατανοήσεις, να αλλάξεις κάτι. Ακόμα και τον φόβο. Το να κρατάει κανείς, όσο μεγάλος κι αν είναι, αυτή την αίσθηση της μονίμου συνδιαλλαγής με τον περιβάλλοντα κόσμο αλλά και τον εσωτερικό του κόσμο, την ονομάζω ενήλικη παιδικότητα. Και είναι πολύ βασική και για κάποιον που θέλει να γράφει αλλά και για κάποιον που θέλει να ζει με έναν δημιουργικό τρόπο την καθημερινότητα.

Μία από τις φράσεις που με χαρακτηρίζουν είναι η εξής: όταν είμαι χαρούμενος γράφω για παιδιά, όταν θέλω να επαναστατήσω γράφω για εφήβους, όταν είμαι φοβισμένος ή τρομαγμένος γράφω για ενήλικες. Τα τελευταία χρόνια είναι λογικό να είμαι φοβισμένος. Και ενώ από τη μια ζητάω το στήριγμα αυτής της ενήλικης παιδικότητας – το κέφι ενός παιδιού και την επαναστατικότητα ενός εφήβου-, από την άλλη ο τρόμος του ενήλικα έρχεται συχνότερα και με κάνει να γράφω βιβλία για πιο μεγάλους αναγνώστες. Για μένα η γραφή είναι τρόπος ζωής. Ζω γιατί γράφω και γράφω γιατί ζω. Είναι λογικό οι περίοδοι της ζωής μου να καταγράφονται μέσα από τα είδη λογοτεχνίας που έχω γράψει, καθώς και από τον τρόπο που τα έχω γράψει. Πάντα όμως διαχειρίζομαι τα ίδια θέματα που αναφέραμε».

-  Εικονογράφηση: η δύναμη της εικόνας δίπλα στο κείμενο. Έχετε συνεργαστεί με εξαιρετικούς εικονογράφους. Τώρα συναντάτε ξανά τον «δικό μας» Βαγγέλη Παυλίδη.

«Με τον Βαγγέλη Παυλίδη είχαμε ξανασυνεργαστεί σε ένα παλαιότερο και αγαπημένο βιβλίο μου, «Τα φαντάσματα της Σοφίτας». Για τα δυο νέα βιβλία μου, κουβεντιάζοντας και με τους ανθρώπους από τις εκδόσεις Πατάκη, δεν είχαμε άλλον στο μυαλό μας παρά τον Βαγγέλη. Είναι ο μοναδικός έλληνας εικονογράφος που θα μπορούσε να περιγράψει με τα μολύβια του αυτές τις δύο προσωπικότητες. Σε όλη την πορεία που έχει κάνει και ως γελοιογράφος, έχει μια εκρηκτικότητα την οποία διακρίνω και στους δυο χαρακτήρες -τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους-, τον Δον Κιχώτη και τον Γαργαντούα. Και ήταν καταπληκτικός ο τρόπος που αντιμετώπισε τους δυο ήρωες και τα γεγονότα που περιγράφονται».

-  Μιλήσατε για τον "τρόμο και φόβο" του ενήλικα. Πώς αισθάνεστε ότι πάνε τα πράγματα, ιδιαίτερα στον εκδοτικό χώρο; 

«Ζούμε σε μια ανακατεμένη περίοδο απ’ όλες τις πλευρές. Η όποια τάξη πραγμάτων υπήρχε, έχει καταστραφεί. Υπάρχει ένας κοχλασμός, ανακατεύονται τα πάντα: οι σκέψεις, οι αξίες, οι οικονομίες, τα συναισθήματα, οι ιδέες, οι ζωές. Λογικό είναι να ανακατεύεται και η τέχνη η οποία προσπαθεί να τα περιγράψει, ιδιαίτερα η λογοτεχνία. Σαφέστατα υπάρχουν έντονες διαφορές από την περίοδο που ξεκίνησα να γράφω, μετά την Μεταπολίτευση, όπου τα πράγματα είχαν μια αισιοδοξία.
Ζητούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο και  μας έλεγαν ότι μπορούμε να το κάνουμε. Πλέον βλέπω ότι ο κόσμος όχι απλώς δεν άλλαξε, αλλά γυρίζει προς τα πίσω, έχουμε χάσει τον βηματισμό μας. Αν είμαι αισιόδοξος; Πιστεύω ότι η ζωή συνεχίζεται, διαφορετικά δεν θα είχε νόημα και να γράφουμε. Η πράξη της συγγραφής όπως και η πράξη της ανάγνωσης είναι δυο αισιόδοξες πράξεις. Η δημιουργία είναι πάντα στραμμένη προς το αύριο. Είμαι όμως προβληματισμένος για το πόσο γρήγορα αυτό το αύριο θα ξαναβρεί το βηματισμό του και ο άνθρωπος θα είναι το κέντρο όλων των αποφάσεων που ο ίδιος παίρνει...»

AKOYΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΔΩ 

https://www.mixcloud.com/Kokkino_Rhodes/o-%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AD%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%BF-%CF%81%CF%8C%CE%B4%CE%BF%CF%85_14-3-18/



Info της εκδήλωσης:
Ο ΔΟΠΑΡ του Δήμου Ρόδου, το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου και οι Εκδόσεις Πατάκη, στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος «Βιβλιοπεριπέτειες», παρουσιάζουν την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018, στις 19.30, στη Νέα Πτέρυγα του Νεστοριδείου Μελάθρου, τα βιβλία "Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης" και "Το βιβλίο της ζωής του Μεγάλου Γαργαντούα" του Μάνου Κοντολέων σε εικονογράφηση του Βαγγέλη Παυλίδη.
Ομιλητές: Πέτρος Σπανός, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου – Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρόδου
Δημήτρης Κόκκινος, ΕΔΙΠ Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Τζίνα Δαβιλά, Δημοσιογράφος
Αποσπάσματα από τα βιβλία θα διαβάσουν παιδιά της Ε΄ τάξης των Εκπαιδευτηρίων «Ροδίων Παιδεία». Στο χώρο της εκδήλωσης θα υπάρχει έκθεση με τις εικόνες από την εικονογράφηση των βιβλίων.

4.3.18

Φιλαράκια στο ...Litterature




Γράφει ο Κώστας Στοφόρος

Από τους αγαπημένους συγγραφείς ο Μάνος Κοντολέων, με βιβλία που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα της παιδικής, νεανικής και ενήλικης λογοτεχνίας, αν και συχνά αποδεικνύονται αυτοί οι διαχωρισμοί απολύτως ανακριβείς. Γιατί, τι να πεις για ένα βιβλίο όπως τα «Φιλαράκια» που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός με εικονογράφηση της Μυρτώς Δεληβοριά; Όπως γράφεται, απευθύνεται σε αναγνώστες από 7 ετών, αλλά πραγματικά αξίζει να το διαβάσουμε όλοι μας. Είναι ένα μυθιστόρημα σε τρία κεφάλαια, όπου δένονται με αρμονικό τρόπο βιβλία που κυκλοφόρησαν παλιότερα και εστιάζουν στη σχέση παππού και εγγονού. Ο μικρός Μάνος και ο παππούς Μάνος. Και δεν είναι μόνο το όνομα κοινό με τον συγγραφέα. Ο παππούς γράφει ιστορίες που διαβάζει πρώτος ο εγγονός, ο οποίος συχνά διαλέγει και τους τίτλους. Να λοιπόν ένα κόκκινο καραβάκι κι ένα κόκκινο ποδήλατο, όπου με έξοχο τρόπο, με λεπτές παρατηρήσεις, με ευαισθησία μοναδική, ο Μάνος Κοντολέων μιλά για πολλά πράγματα που όλοι τα βρίσκουμε μπροστά μας. Ως παιδιά ή ως γονείς. Η ζήλια, η προσκόλληση μας σε αντικείμενα, η τάση μας να θεωρούμε τα πράγματα «δικά μας». Όμως η προσέγγιση του συγγραφέα διαφοροποιεί το βιβλίο αυτό από άλλα αντίστοιχα, με μια σπάνια ενσυναίσθηση και σε βάθος κατανόηση του κόσμου των παιδιών. Η εικόνα με το μικρό καραβάκι στο δέντρο, που το παιδί κρεμά με θλίψη, είναι από τις πολύ δυνατές στιγμές της λογοτεχνίας μας… Και αν θα αρκούσε αυτή η ιστορία, ο συγγραφέας συνεχίζει να μας ταξιδεύει στον κόσμο των παιδιών, πηγαίνοντάς μας στο νησί της Ροδιάς. Για να περάσουμε ένα ξεχωριστό καλοκαίρι με την παρέα δεκατεσσάρων παιδιών που φιλοξενούνται εκεί. Παιδιά ορφανά, προσφυγόπουλα… Όλα μαζί. Και η ιστορία μιας γυναίκας που αποφάσισε να μείνει στο νησί της, να μεγαλώσει το δικό της παιδί ενώ ο άντρας της είχε χαθεί στον πόλεμο, να αγκαλιάσει και άλλα παιδιά. Να δώσει μάχες. Να φυτεύει μια ροδιά για κάθε παιδί κι εκείνα να γίνουν τα «Σποράκια της Ροδιάς». Και ο μικρός Μάνος, με τη διακριτική καθοδήγηση του παππού του θα ανακύψει όλη αυτή την ομορφιά της προσφοράς. Οι σελίδες είναι γεμάτες καλοκαίρι, θάλασσα και μυρωδιές, άμμο, παιχνίδια, παραμύθια, γεύσεις… Όλα τόσο ζωντανά, που διαβάζεις και θα ‘θελες να είσαι κι εσύ σε αυτή την  παρέα. Τα διδάγματα της ζωής μπορεί να είναι τόσο διασκεδαστικά… «Αχ, τι όμορφη που είναι η ζωή!» λέει το κλαδί που γελάει, σε μια ακόμη από τις γοητευτικές ιστορίες που μιλούν για τον κύκλο της ζωής… Δυστυχώς έρχεται και ο χειμώνας. Και σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο που το διάβαζα με έναν κόμπο στο λαιμό (ο καθένας θυμάται εκείνη την ώρα τις δικές του απώλειες), ο παππούς είναι άρρωστος. Αλλά συνεχίζει να δίνει τα μικρά του μαθήματα στον εγγονό του τον Μάνο. Με τόση τρυφερότητα και διακριτικότητα. Με πραγματική ευγένεια ψυχής. Έχει το νου ακόμη και σε όσα συμβαίνουν στο σχολείο και του γράφει για την «καρδιά ενός μαρουλιού»… Και βεβαίως ακολουθεί το τέλος. Αλλά με μια γαλήνη. Με λουλούδια στο περβάζι κι ένα αστέρι στον ουρανό. Κι ένα παιχνίδι -κρυφτό- που δεν τελειώνει ακόμη κι όταν φεύγει ο παππούς… Πόσα και πόσα συναισθήματα κατάφερε ο Μάνος Κοντολέων να χωρέσει σ’ αυτό το βιβλίο… Θα σας πρότεινα όχι μόνο να το χαρίσετε στα παιδιά σας, όχι μόνο να το διαβάσετε οι ίδιοι, αλλά και να το μοιραστείτε με γιαγιάδες και παππούδες. Είναι ένα δώρο για όλους μας.

https://www.literature.gr/vivlia-monadika-grafei-o-kostas-stoforos/

1.3.18

Φιλαράκια στο Think Free




Η Έλενα Αρτζανίδου στο:


2/2/2018

«Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο», σας θυμίζει κάτι; Ή το άλλο, «Στο νησί της ροδιάς» και το «Ένα συρτάρι γεμάτο όνειρα»!

Σωστά, είναι τίτλοι βιβλίων μόνο, που ο δημιουργός τους, αποφάσισε να τα φέρει κοντά και να φροντίσει να δεθούν με περίτεχνη τεχνική και να συστηθούν ξανά με τον τίτλο, «Φιλαράκια».

Ο Μάνος Κοντολέων, τολμηρός και ευφάνταστος, αποφασίζει με αυτή τη δουλειά του να δώσει σε τρία βιβλία που έχουν καιρό πριν κυκλοφορήσει, διαβαστεί και αγαπηθεί, μια νέα αναγνωστική, λογοτεχνική υπόσταση και το πετυχαίνει.

Κεντρική ιδέα στο μεγάλο κουβάρι που ξετυλίγεται ρυθμικά «Ο νέος και ο παλιός». Οι δυο τους συμβολίζουν την ζωή, την εξέλιξη, τις αξίες και είναι το μέλλον.

Ο νέος, ο εγγονός Μάνος, με τις ανασφάλειες, τις ζήλιες του διεκδικεί τον χώρο του, τα πράγματά του, την ζωή του. Ο μεγάλος, ο Μάνος, που είναι και συγγραφέας στην ιστορία είναι εκεί, με την ηρεμία, την εμπειρία της ζωής να τον οδηγήσει, να τον ακούσει, να του δείξει και να βρει τη δύναμη όταν φτάσει η ώρα να τον αποχαιρετήσει με ένα μοναδικό τρόπο χωρίς ποτέ του να ξεχαστεί.

Μια ιστορία συγκινητική, τρυφερή και λυτρωτική.

Η αφηγηματική  τεχνική, οι διάλογοι, τα τοπία και ο χώρος δράσης  μαζί με την φωνή της αφήγησης προκαλούν τον αναγνώστη να ρουφήξει την ιστορία που γεννά συναισθήματα άλλοτε ζήλιας, άλλοτε χαράς, άλλοτε ντροπής, άλλοτε πίκρας αλλά πάντα με πολλή αγάπη.

Ο μικρός Μάνος είναι αυτός που ζηλεύει το νέο μέλος που πρόκειται να γεννηθεί. Είναι αυτός που δε θέλει να μοιραστεί το κόκκινο καράβι με άλλους, είναι αυτός που δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να περάσει τον χρόνο των διακοπών του δίχως τη μαμά και τον μπαμπά παρέα αλλά με τον παππού και τη γιαγιά και τέλος να ωριμάσει για να αποδεχτεί τον αποχαιρετισμό του πιο αγαπημένου προσώπου , του παππού Μάνου.

Ο παππούς Μάνος, με τη σειρά του είναι αυτός που πιάνει το χέρι του από την πρώτη στιγμή που ήρθε στον κόσμο και τον οδηγεί αβίαστα. Ο εγγονός κρατά αυτό το έμπειρο χέρι και σιγά σιγά μπορεί να κατανοήσει, μπορεί να αντιληφθεί τη δύναμη και την αξία της μοιρασιάς και τέλος όταν θα φτάνει η ώρα του αποχωρισμού του μεγάλου από τον μικρό Μάνο, ο εγγονός πονά, αλλά είναι προετοιμασμένος και μπορεί να δεχτεί αυτό το αντίο που όμως είναι ένα αντίο όπου οι μυρωδιές, οι λέξεις, οι ιστορίες θα μένουν ριζωμένες γύρω του, μέσα του, παντού.

Πραγματικά τρία βιβλία σε ένα, με μια διαφορετική ανάγνωση που καθηλώνουν και γεννούν ανάμεικτα συναισθήματα, εικόνες και σκηνές που εντάσσουν τον αναγνώστη και τον κάνουν συνοδοιπόρο σε αυτό το ταξίδι ζωής και αξιών του Μάνου, μικρού και μεγάλου. Με τον παφλασμό της θάλασσας και το θρόισμα της ροδιάς να συντροφεύει τον αναγνώστη και τέλος με τη μυρωδιά του κίτρινου τριαντάφυλλου που θα είναι εκεί και θα θυμίζει τον υπέροχο παππού.

Κλείνοντας ο Μάνος Κοντολέων, για μια ακόμη φορά καθηλωτικός και τολμηρός, καθώς αποφασίζει να  αποχαιρετήσει τον εγγονό ευφάνταστα μέσα από μικρές ιστορίες που κρύβουν ζωή, δύναμη εξέλιξη.

…Τέλειωσε την ιστορία του που έλεγε ο μεγάλος Μάνος. Η φωνή του είχε γίνει πια ακόμη πιο σιγανή. Μιλούσε ακόμα πιο αργά. Λέξη τη λέξη. Μα το χαμόγελο εκεί…Στα χείλη του πάνω ζωγραφισμένο. Και η ματιά του πάντα πάνω στο πρόσωπό του μικρού Μάνου.

«Σου άρεσε αγόρι μου, αυτή  τελευταία ιστορία μου;» είπε.

Ο μικρός Μάνος έπιασε μέσα στην παλάμη του τα δάχτυλα του παππού του. «Φιλαράκι…η πιο όμορφη που έχεις γράψει!…Η πιο όμορφη!» είπε και έσκυψε κι αγκάλιασε τον γέροντα και τον φίλησε στο κούτελο…

Δεν είναι μόνο αυτή η ωραιότερη ιστορία του Μάνου Κοντολέων, απλά είναι τόσο δυνατή,  τόσο λυτρωτική τόσο προχωρημένη που, παρόλο που δε συνηθίζεται μέσα από τέτοια στήλη, σου στέλνω Μάνο το δικό μου φιλί, σκουπίζω το δάκρυ και ανοίγω την αγκάλη μου.

Το εξώφυλλο αισιόδοξο από την Μυρτώ Δεληβοριά.