15.9.12

Στου Χατζηφράγκου



Κοσμάς Πολίτης
"Στου Χατζηφράγκου"
Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας

Μυθιστόρημα

(Εκδόσεις -τότε- Α. Καραβία - Αθήνα)

Το 1963 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Στου Χατζηφράγκου"
Νομίζω το τελεταίο που ο Κοσμάς Πολίτης κυκλοφόρησε, όσο ακόμα ζούσε.
Και μάλλον το καλύτερό του. Και μάλλον ένα από τα πιο καλά νεοελληνικά μυθιστορήματα.
Μόλις έχουν κλείσει 40 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης και ο Κοσμάς Πολίτης που αν και δε γεννήθηκε στη Σμύρνη, έζησε όμως εκεί όλα παιδικά, εφηβικά και πρώτα ώριμα χρόνια του, γράφει από τον Μάιο του 1962 έως τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς (μάλιστα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα!) το έργο του αυτό και οδηγεί την πρωτεύουσα της Μικρασίας μέσα στο πάνθεον των πρωταγωνιστών της ελληνικής λογοτεχνίας.
Γιατί το "Στου Χατζηφράγκου" είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο μια πολιτεία πρωταγωνιστεί. Αλλά όχι η όποια πόλη, μα μια "ντελμπεντέρισα πολιτεία", μιας πολιτεία που ο ουρανός της κάθε Καθαρή Δευτέρα γέμιζε "τσερκένια, που κορωνίζανε, ψηλά, χωμένα μέσα στο γαλάζιο".
Είμαι από πατέρα και μάνα Σμυρνιός.
Μεγάλωσα μέσα στην ανάμνηση αυτής της πόλης, μέσα στον τρόπο με τον οποίο η ίδια και οι κάτοικοί της βλέπανε τη ζωή. Μικρασιατής και δη Σμυρνιός είναι ένα τρόπος ζωής, μια στάση ζωής.
Διάβαζα με μανία κάθε τι που αφορούσε την πόλη - θρύλο.
Και ήταν φυσικό, έτσι καθώς έκλεινα τα 19 μου χρόνια να πάω να αγοράσω το μυθιστόρημα που είχε μάλιστα κερδίσει και το Κρατικό Βραβείο.
Θυμάμαι πάντα το βιβλιοπωλείο Καραβία, εκεί στη γωνία Ακαδημίας και Ιπποκράτους.
Πάντα, όταν με έφερνε από εκεί ο δρόμος μου, σταματούσα στη βιτρίνα του και χάζευα τα βιβλία, ονειρευόμουνα κάποια στιγμή να δω ανάμεσά τους κι ένα δικό μου.
Από εκεί αγόρασα το μυθιστόρημα που αφηγείτο τη λαμπρή περίοδο της πόλης -τη χρονιά του 1902- όχι όμως περιγράφοντας κυρίως τα αρχοντικά τα σπιτικά και τα σαλόνια, αλλά τη ζωή κάποιων απλών,  φτωχών Σμυρνιών που ζούσανε στη λαϊκή συνοικία Χατζηφράγκου.
Ο Κοσμάς Πολίτης χωρίς μεγάλα λόγια έπειθε για τις ιδέες του και έκανε εμένα τον επίδοξο λογοτέχνη να πιστεύω πως μπορεί κανείς να συνδυάσει τη νοσταλγία για το παλιό με την υποστήριξη του νέου.
Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την πρώτη ανάγνωση ήταν μια γενική θετική γνώμη που είχα σχηματίσει. Και βέβαια ποτέ δεν ξέχασα την περιγραφή του ουρανού της Σμύρνης κάθε Καθαρή Δευτέρα, όταν τα τσερκένια λες και πέρνανε μαζί τους, ανάμεσα στα συννεφάκια σπίτια και ανθρώπους. Άλλωστε πάντα κάτι πολύ γλυκό με δένει με τον σμυρναίικο χαρταετό - ο πατέρας κάθε χρόνο μου έφτιαχνε από ένα και μαζί τον αμολούσαμε στα ξέφωτα του Σκοπευτήριου.
Αυτά, λοιπόν, είχαν μείνει στη μνήμη μου από εκείνη την ανάγνωση και άφηνα το βιβλίο πάντα σε περίοπτη θέση στα ράφια της βιβλιοθήκης μου.
Ώσπου εφέτος, καθώς γιορτάζονται τα ενενηντάχρονα της χαμένης πολιτείας, σκέφτηκα να διαβάσω ξανά ότι γράφτηκε  για τα σαραντάχρονά της.
Φοβόμουνα πως ο Πολίτης θα είχε γεράσει. Θα τον είχε ξεπεράσει στην κρίση μου η γραφή πιο σύγχρονων λογοτεχνών -μάλιστα πήρα να τον διαβάζω αμέσως μετά από τη "Γιορτή του τράγου" του Λιόσα.
Και ναι, στις πρώτες σελίδες, κάπου η γλώσσα με απωθούσε. Με κράταγε μακριά της. Κάπου οι περιγραφές... Φλύαρες;...
Αλλά αργά, μα σταθερά η καθαρή λογοτεχνική γραφή του Κοσμά Πολίτη άρχισε να ξεπλένει από πάνω μου τα σημάδια μιας αφήγησης του σήμερα.
Και όταν, στη σελίδα 17, εκεί στο τέλος, διάβασα..."κ'  η λάμπα γίνηκε φεγγάρι στον ουρανό της θάλασσας και μες στο φεγγαρόφωτο γελάει ένα δελφίνι βγάζοντας μπουρμπουλήθρες, κ΄ η κοπέλα σήκωσε τα μπράτσα της να φτιάξει κόστσο τα ξέμπλεκα μαλλιά της, φύσηξε με το στόμα της κι έσβησε το φεγγάρι... και κοριτσίστικες φωνές όξω απ΄ το παράθυρο, στο δρόμο", τότε πια κατάλαβα πως η γραφή και η ματιά και η θέση του Κοσμά Πολίτη παραμένανε σύγχρονες, δυνατές, ολοζώντανες.
Πολλά έχουν γραφτεί και για τον συγγραφέα και για το συγκεκριμένο του μυθιστόρημα. Δεν θέλω έγω τίποτε άλλο να προσθέσω.
Μόνο πως μέσα από τις περιγραφές που αφορούν δυο από τα κεντρικά πρόσωπα του έργου -δυο αγόρια- ο Πολίτης έχει καταγράψει ότι πιο άρτιο, ότι πιο σύγχρονο μπορεί κανείς να διαβάσει κάτω από την ετικέτα 'παιδική λογοτεχνία'.
Αποδεικνύοντας έτσι πως όρια ηλικιακά στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν. Παρά μόνο τα κείμενα από τη μια και οι αναγνώστες από την άλλη.

Και μια προσθήκη:
Οι γραμμές με τις οποίες τελειώνει το μυθιστόρημα
Κάποιες φορές, τη νύχτα, σηκώνεις τη ματιά σου κι αγναντεύεις τ'  'αστρα, περιμένοντας μήπως σταλάξουνε κάποιο βάλσαμο, κάποια παρηγοριά ή ελπίδα. Μα εκείνα λάμπουνε παγερά κι ατσαλένια.
Ωστόσο, κοίτα, να! χάραξε κιόλα η ανατολή κι έρχεται κύματα κύματα το φως για μια παγκόσμια ελπίδα.

Γραφτήκανε τον Σεπτέμβριο του 1962.
Τις αντιγράφω τον Σεπτέμβριο του 2012.
Ποιος λέει πως οι συγγραφείς πεθαίνουν;


5 comments:

Δέσποινα said...

Συμφωνώ απόλυτα, είναι εξαιρετικό το βιβλίο και η γραφή του συγγραφέα,παρόλο που πρώτη φορά το διάβασα επειδή το διδαχτήκαμε στη σχολή,ούτε ως μάθημα δεν έχασε τη μαγεία του...η περιγραφή του ουρανού της Σμύρνης την Καθαρά Δευτέρα πρέπει να'ναι από τις πιο διάσημες και δυνατές περιγραφές του.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μάνο, το βιβλίο ξεφεύγει από τα άλλα έργα του Πολίτη και μαζί ξεφεύγει, χωρίς να αλλοιώνει, κι από τη συνήθη γραμμή των λοιπών μυθιστορημάτων για το '22.
Κι αυτές οι φλύαρες περιγραφές που λες είναι μάλλον το καλύτερο υπόβαθρο μιας πανοραμικής τοιχογραφίας, η οποία μάλλον μετράει περισσότερο από τα πρόσωπα ή τα γεγονότα. Γι' αυτό και σε κέρδισαν σταδιακά...
Πατριάρχης Φώτιος

Μάνος Κοντολέων said...

Δέσποινα, συμφωνώ για τη δυναμη εκείνων των σελίδων. Μια ζωή τις κουβαλούσα μέσα μου. Μα τώρα που το διάβασα ξανά, πέρα από αυτές τις σελίδες΄κι όλες οι άλλες έχουν κάτι το μοναδικό. Αλλά, οι πιο δυνατές,οι πιο αναπανάληπτες αυτές που περιγράφουν τα συναισθήματα των δυο παιδιών όταν βλέπουν το νεκρό σώμα της κοπέλας που έχει πνιγεί. Πουθενά αλλού ο έρωτας και ο θάνατος δεν έχουν τόσο δημιουργικά συνυπάρξει.

Μάνος Κοντολέων said...

Πατριάρχη Φώτιε και με σένα θα συμφωνήσω. Αλλά ο αληθινά δημιουργικός δημιουργός έτσι πρέπει κάθε φορά -να ξεφεύγει από το ίδιο του το έργο. Ο Πολίτης υπήρξε αστός που έγινε αριστερός. Και με αυτές τις δυο ιδιότητες περιγράφει τη Σμύρνη του. Και με την παρατήρησή σου αυτή, με κάνεις τώρα να μπω και πάλι στο post και να προσθέσω τις τελευταίες αράδες του μυθιστορήματος.
Πενήντα χρόναι έχουν περάσει από τότε που γραφτήκανε. Και παραμένουν τόσο επίκαιρες...
Ξέρεις, όπως και οι γονείς μου, έτσι κι εγώ δεν θέλω να επισκεφθώ τη Σμύρνη τη σημερινή. Δε με αφορά. Δεν ξέρω από που είναι η καταγωγή σου, αλλά είναι περίεργο -και πολύ πιο ουσιαστικό- η πατρίδα σου να είναι μόνο μια ιδέα.

Mayra Selbessi said...

Μάνο κι εγώ διάβασα το βιβλίο 2η φορά χωρίς να το ξέρω. Το κατάλαβα όταν έφτασα εκεί που ο παπά Νικόλας πάει κρυφά στο σπίτι του Εβραίου ν'ακούσει ούτι. Μοναδική για μένα ήταν η λιτή αναφορά στην καταστροφή με συγκίνησε η ιστορία του Γιακουμή και της Κατερίνας χάρη στις εκφράσεις και τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Πολίτης.
Μιά νοσταλγική ματιά στη γειτονιά μιάς πόλης που ζει πια μόνο στις αφηγήσεις και στις καρδιές αυτών που την αγάπησαν
( Ούτε ο Κωστής θέλησε να επισκεφτεί ποτέ το Αϊδινι και είχε συμπεριλάβει στην άρνηση του όλες τις Τουρκόφωνες περιοχές παρ' ότι δεν είχε γεννηθεί εκεί.)