23.9.12

Το αγγελόκρουσμα

Θωμάς Κοροβίνης
"Το αγγελόκρουσμα"
Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου

Εκδόσεις Άγρα



Μέσα στο καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν όταν ο Θωμάς Κοροβίνης μας χάρισε -σε μια από τις φορές που συναντιόμαστε στην ταβέρνα της Φρόσως, στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου- ένα από τα αντίτυπα του τελευταίου του βιβλίου, που μόλις του το είχε στείλει ο εκδότης.
Κάτι γι αυτό είχα ακούσει,κάτι περισσότερο μου είχε πει ο ίδιος, καθώς με αγωνία περίμενε να το κρατήσει στα χέρια του. Ήξερα πως είχε να κάνει με την τελευταία νύχτα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Το ίδιο εκείνο βράδυ ξεκίνησα να το διαβάζω. Ολιγοσέλιδο βιβλίο -όλες κι όλες 33 οι σελίδες του.
Αλλά εγώ εκείνο το βράδυ αν και το ξεκίνησα, δεν θέλησα να το τελειώσω.
Μέσα στην μποέμικη ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στον Άγιο Λαυρέντιο τα καλοκαίρια, πως ήταν δυνατόν να μπορέσω να επικοινωνησω με τις σκέψεις ενός ετοιμοθάνατου Παπαδιαμάντη;
Το άφησα στο κομοδίνο και αποφάσισα πως στο Πήλιο κάποια στιγμή θα το διάβαζα -άλλωστε από την αυλή μου μπορώ να διακρίνω τα βουνά της Σκιάθου.
Επιστρέψαμε στην Αθήνα, μπλεχτήκαμε στις προετοιμασίες του χειμώνα, αλλά προχτές καταφέραμε να βρούμε τέσσερις μέρες ελεύθερες για να τρέξουμε πίσω, στο βουνό που φλερτάρει με τη θάλασσα και έτσι όπως οι μέρες μικραίνουν, αφήνεται στα νταχνταρντίσματα όσων στ΄ αλήθεια το αγαπούνε.
Το ολιγοσέλιδο βιβλίο πάντα στο κομοδίνο μου και αποφάσισα πως μέσα σε ένα πρωινό θα το τέλειωνα και μετά -το βραδάκι της ίδιας μέρας- καθώς θα συναντούσα το Θωμά, θα του έλεγα τη γνώμη μου, τις απόψεις μου... Πάντα πίνοντας κρασάκι στο ταβερνάκι της Φρόσως.
Και πάλι όμως δεν πρόλαβα.
Το χωριό όλο συγκλονίστηκε από τον ξαφνικό θάνατο ανθρώπου, ιδιαιτέρως αγαπητού και τόσο νέου.
Όταν βλέπεις τον θάνατο, δεν αντέχεις παράλληλα και γι αυτόν να διαβάζεις.
Πρότεινα στο Θωμά σε άλλο χωριό να συναντηθούμε, κι έτσι κι έγινε. Για πολλά άλλα μιλήσαμε -πότε θα βγούνε τα νέα μας βιβλία, αν θα αντέξουμε να ζήσουμε τα νέα μέτρα, κρίναμε και σχολιάσαμε άλλους συγγραφείς... Δεν είπα τίποτε για τις τελευταίες ώρες του κυρ -Αλέξανδρου.
Εκεί στο κομοδίνο μου πάντα μένανε.
Κι έπειτα, την άλλη μέρα, καθώς όλο το χωριό -άνθρωποι, σπίτια και φύση- προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τον άδικο θάνατο, εγώ άρχισα την ανάγνωση.
Και με την Τέχνη ξόρκισα το κακό!
"Το αγγελόκρουσμα" με την ήρεμη γλώσσα του, την βύθισή του στα κείμενα μα και στη σκέψη του Παπαδιαμάντη, λειτούργησε ως μια σύγχρονη λειτουργία αποχαιρετισμού σε έναν άνθρωπο...
Ίσως όμως και σε μια Φύση... Που οδεύει προς το θάνατό της -είναι τόσο υπέροχα θλιμμένα τα φθινοπωρινά ηλιοβασιλέματα στο Πήλιο!
Είναι σκληρός, είναι ασήκωτος για μας ο ντουνιάς ετούτος  -παρατηρεί ο Παπαδιαμάντης μέσα από τη σκέψη του Κοροβίνη.
Αλλά κάποτε, κάποτε η Τέχνη τον απαλύνει.   

19.9.12

Γκασταρμπαίτερ η οδυνηρή φυγή

Έλενα Αρτζανίδου


"Γκασταρμπάιτερ, η οδυνηρή φυγή"


Manus Scripta

ΓΚΑΣΤΑΡΜΠΑΪΤΕΡ, Η ΟΔΥΝΗΡΗ ΦΥΓΗ
Εκπαιδευτικός η Έλενα Αρτζανίδου, με μια αξιόλογη πορεία στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας, δείχνει πως την ενδιαφέρει πλατύτερα η συγγραφή και η όποια παρέμβαση μπορεί μέσω της λογοτεχνίας να υλοποιηθεί, κι έτσι με το βιβλίο της αυτό –δεύτερο στον τομέα της λογοτεχνίας ενηλίκων– έρχεται να αποδείξει πως πίσω από το κάθε λογοτεχνικό πόνημα υπάρχει πάντα μια ιδεολογική –και γι’ αυτό εντέλει και πολιτική– θέση.

Μοιάζει κάπως ετεροχρονισμένη η διάθεση ενός συγγραφέα του σήμερα να γράψει για κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν πριν από 50 περίπου χρόνια. Αναρωτιέται ο σημερινός αναγνώστης τι άραγε θα τον ενδιέφερε να αναζητήσει στην ιστορία κάποιων ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας του 1960, που η φτώχεια και τα πολιτικά πάθη τούς οδήγησαν στο να μεταναστεύσουν. Σήμερα που τα χωριά σε τίποτε δε μοιάζουν με αυτό που κάποτε ήταν, που ο χωροφύλακας δεν κρατά στα χέρια του την τύχη κάθε απλού πολίτη που τυχαίνει να έχει διαφορετικά πολιτικά πιστεύω, σήμερα που η ανεργία έχει μπει σχεδόν σε κάθε αστική οικογένεια, γιατί θα πρέπει να διαβάζουμε τα πάθη και τις αγωνίες τεσσάρων-πέντε ανθρώπων –νέων αντρών και γυναικών– που βρέθηκαν να εργάζονται σε γερμανικά εργοστάσια ως ανειδίκευτοι εργάτες;

Κάπως έτσι ήταν οι πρώτες μου σκέψεις όταν ξεκίνησα την ανάγνωση του μυθιστορήματος της Αρτζανίδου.

Εγώ ο ίδιος, ως γνήσιο παιδί και έφηβος της πρωτεύουσας, στην ουσία έμαθα για το κύμα μετανάστευσης από την ελληνική ύπαιθρο στις βιομηχανικές πόλεις της Γερμανίας, εκεί γύρω στη δεκαετία του ’80, μέσα από τις σημαντικές μελέτες του Γιώργου Μαντζουράνη –συγγραφέα και δημοσιογράφου– που μελέτησε και ανέλυσε το φαινόμενο και όσους το ζήσανε. Και είχα σχηματίσει μια λίγο-πολύ συγκεκριμένη ιδέα για το πώς ήταν η ζωή των Ελλήνων εργατών σε πόλεις της κεντρικής Ευρώπης. Μια άποψη βασισμένη σε μια αριστερή ανάλυση και καταγγελία.

Και αυτή την ανάλυση και καταγγελία ήμουνα έτοιμος να αντιμετωπίσω ξανά, καθώς θα διάβαζα το μυθιστόρημα της Έλενας Αρτζανίδου. Αλλά όταν τελείωσα την ανάγνωση, η άποψη αυτή είχε κάπως διαφοροποιηθεί. Κάπως, αλλά σε ουσιαστικό βαθμό.

Γιατί η Έλενα Αρτζανίδου, παιδί η ίδια μεταναστών, καθώς έγραψε το μυθιστόρημά της πενήντα και βάλε χρόνια ύστερα από τότε που συνέβησαν όσα εντός του έργου περιγράφονται, διαθέτει από τη μια την πάντα εν ισχύ θέση των μελετών του Μαντζουράνη, αλλά και από την άλλη έχει τη γνώση όσων μεσολάβησαν και των αλλαγών που από τότε μέχρι σήμερα ζήσανε εκείνοι οι φτωχοί κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου. Κι έτσι, οι ήρωές της πέρα από τη φτώχεια και τη βίαιη αποχώρηση από τον τόπο καταγωγής τους, εκφράζουν και μια καθημερινότητα στον νέο τόπο εργασίας, μια καθημερινότητα που δείχνει να έχει όλα τα στοιχεία μιας μετατόπισης από τον άνθρωπο της υπαίθρου στον άνθρωπο της πόλης.

Η μετανάστευση παραμένει ένα τραύμα, από την άλλη όμως: «Σήμερα κλείνω έντεκα μήνες παραμονής στον ξένο τόπο. Τριακόσιες τριάντα πέντε μέρες είμαι κάτοικος αυτής της νέας χώρας που μας χάρισε δουλειά και μας χόρτασε ψωμί. Το δεύτερο ρούχο το γνώρισα εδώ, μαζί και το γεμάτο πορτοφόλι. Με τις οικονομίες μας καταφέραμε τις πρώτες καταθέσεις, χωρίς να στερούμε τη μηνιαία επιταγή στους γονείς μου». Μια θέση της κεντρικής αφηγήτριας που τελικά όχι μόνο διαπερνά όλο το έργο, αλλά και φωτίζει ένα κοινωνικό γεγονός με το φως μιας άλλης πηγής. Και λίγο πιο πριν, μια περιγραφή –«Ομοιόμορφα, περιποιημένα δίπατα σπίτια στολίζουν κάθε δρόμο που τυχαίνει να είναι στον προορισμό μας. Ψάχνω για την ατέλεια, τη λάσπη, τη σκόνη και τη φτώχεια. Αυτός ο τόπος μοιάζει να συνήλθε τόσο γρήγορα από τη φωτιά του πολέμου»– δίνει ίσως μια απάντηση σε γεγονότα που σήμερα μας ταλανίζουν.

Να λοιπόν που ανιχνεύω το ενδιαφέρον που έχει αυτό το μυθιστόρημα. Δεν αναμασά ό,τι ήδη ξέρουμε, αλλά προτείνει μια νέα μείξη συστατικών οικονομίας, πολιτικής, σχέσεων.

Θα ήθελα ακόμα να σταθώ στον απλό τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένο το έργο. Στη γλώσσα που ξέρει με ακρίβεια να περιγράφει και στην έντονη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Από τον πλέον ηρωικό έως τον πιο αριβίστα, από την πιο προσγειωμένη έως την πλέον ανερμάτιστη, τον κάθε άντρα και την κάθε γυναίκα που η Έλενα Αρτζανίδου έβαλε μέσα στο μυθιστόρημά της, τους είδε όλους και όλες με αγάπη και διάθεση κατανόησης.

15.9.12

Στου Χατζηφράγκου



Κοσμάς Πολίτης
"Στου Χατζηφράγκου"
Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας

Μυθιστόρημα

(Εκδόσεις -τότε- Α. Καραβία - Αθήνα)

Το 1963 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Στου Χατζηφράγκου"
Νομίζω το τελεταίο που ο Κοσμάς Πολίτης κυκλοφόρησε, όσο ακόμα ζούσε.
Και μάλλον το καλύτερό του. Και μάλλον ένα από τα πιο καλά νεοελληνικά μυθιστορήματα.
Μόλις έχουν κλείσει 40 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης και ο Κοσμάς Πολίτης που αν και δε γεννήθηκε στη Σμύρνη, έζησε όμως εκεί όλα παιδικά, εφηβικά και πρώτα ώριμα χρόνια του, γράφει από τον Μάιο του 1962 έως τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς (μάλιστα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα!) το έργο του αυτό και οδηγεί την πρωτεύουσα της Μικρασίας μέσα στο πάνθεον των πρωταγωνιστών της ελληνικής λογοτεχνίας.
Γιατί το "Στου Χατζηφράγκου" είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο μια πολιτεία πρωταγωνιστεί. Αλλά όχι η όποια πόλη, μα μια "ντελμπεντέρισα πολιτεία", μιας πολιτεία που ο ουρανός της κάθε Καθαρή Δευτέρα γέμιζε "τσερκένια, που κορωνίζανε, ψηλά, χωμένα μέσα στο γαλάζιο".
Είμαι από πατέρα και μάνα Σμυρνιός.
Μεγάλωσα μέσα στην ανάμνηση αυτής της πόλης, μέσα στον τρόπο με τον οποίο η ίδια και οι κάτοικοί της βλέπανε τη ζωή. Μικρασιατής και δη Σμυρνιός είναι ένα τρόπος ζωής, μια στάση ζωής.
Διάβαζα με μανία κάθε τι που αφορούσε την πόλη - θρύλο.
Και ήταν φυσικό, έτσι καθώς έκλεινα τα 19 μου χρόνια να πάω να αγοράσω το μυθιστόρημα που είχε μάλιστα κερδίσει και το Κρατικό Βραβείο.
Θυμάμαι πάντα το βιβλιοπωλείο Καραβία, εκεί στη γωνία Ακαδημίας και Ιπποκράτους.
Πάντα, όταν με έφερνε από εκεί ο δρόμος μου, σταματούσα στη βιτρίνα του και χάζευα τα βιβλία, ονειρευόμουνα κάποια στιγμή να δω ανάμεσά τους κι ένα δικό μου.
Από εκεί αγόρασα το μυθιστόρημα που αφηγείτο τη λαμπρή περίοδο της πόλης -τη χρονιά του 1902- όχι όμως περιγράφοντας κυρίως τα αρχοντικά τα σπιτικά και τα σαλόνια, αλλά τη ζωή κάποιων απλών,  φτωχών Σμυρνιών που ζούσανε στη λαϊκή συνοικία Χατζηφράγκου.
Ο Κοσμάς Πολίτης χωρίς μεγάλα λόγια έπειθε για τις ιδέες του και έκανε εμένα τον επίδοξο λογοτέχνη να πιστεύω πως μπορεί κανείς να συνδυάσει τη νοσταλγία για το παλιό με την υποστήριξη του νέου.
Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την πρώτη ανάγνωση ήταν μια γενική θετική γνώμη που είχα σχηματίσει. Και βέβαια ποτέ δεν ξέχασα την περιγραφή του ουρανού της Σμύρνης κάθε Καθαρή Δευτέρα, όταν τα τσερκένια λες και πέρνανε μαζί τους, ανάμεσα στα συννεφάκια σπίτια και ανθρώπους. Άλλωστε πάντα κάτι πολύ γλυκό με δένει με τον σμυρναίικο χαρταετό - ο πατέρας κάθε χρόνο μου έφτιαχνε από ένα και μαζί τον αμολούσαμε στα ξέφωτα του Σκοπευτήριου.
Αυτά, λοιπόν, είχαν μείνει στη μνήμη μου από εκείνη την ανάγνωση και άφηνα το βιβλίο πάντα σε περίοπτη θέση στα ράφια της βιβλιοθήκης μου.
Ώσπου εφέτος, καθώς γιορτάζονται τα ενενηντάχρονα της χαμένης πολιτείας, σκέφτηκα να διαβάσω ξανά ότι γράφτηκε  για τα σαραντάχρονά της.
Φοβόμουνα πως ο Πολίτης θα είχε γεράσει. Θα τον είχε ξεπεράσει στην κρίση μου η γραφή πιο σύγχρονων λογοτεχνών -μάλιστα πήρα να τον διαβάζω αμέσως μετά από τη "Γιορτή του τράγου" του Λιόσα.
Και ναι, στις πρώτες σελίδες, κάπου η γλώσσα με απωθούσε. Με κράταγε μακριά της. Κάπου οι περιγραφές... Φλύαρες;...
Αλλά αργά, μα σταθερά η καθαρή λογοτεχνική γραφή του Κοσμά Πολίτη άρχισε να ξεπλένει από πάνω μου τα σημάδια μιας αφήγησης του σήμερα.
Και όταν, στη σελίδα 17, εκεί στο τέλος, διάβασα..."κ'  η λάμπα γίνηκε φεγγάρι στον ουρανό της θάλασσας και μες στο φεγγαρόφωτο γελάει ένα δελφίνι βγάζοντας μπουρμπουλήθρες, κ΄ η κοπέλα σήκωσε τα μπράτσα της να φτιάξει κόστσο τα ξέμπλεκα μαλλιά της, φύσηξε με το στόμα της κι έσβησε το φεγγάρι... και κοριτσίστικες φωνές όξω απ΄ το παράθυρο, στο δρόμο", τότε πια κατάλαβα πως η γραφή και η ματιά και η θέση του Κοσμά Πολίτη παραμένανε σύγχρονες, δυνατές, ολοζώντανες.
Πολλά έχουν γραφτεί και για τον συγγραφέα και για το συγκεκριμένο του μυθιστόρημα. Δεν θέλω έγω τίποτε άλλο να προσθέσω.
Μόνο πως μέσα από τις περιγραφές που αφορούν δυο από τα κεντρικά πρόσωπα του έργου -δυο αγόρια- ο Πολίτης έχει καταγράψει ότι πιο άρτιο, ότι πιο σύγχρονο μπορεί κανείς να διαβάσει κάτω από την ετικέτα 'παιδική λογοτεχνία'.
Αποδεικνύοντας έτσι πως όρια ηλικιακά στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν. Παρά μόνο τα κείμενα από τη μια και οι αναγνώστες από την άλλη.

Και μια προσθήκη:
Οι γραμμές με τις οποίες τελειώνει το μυθιστόρημα
Κάποιες φορές, τη νύχτα, σηκώνεις τη ματιά σου κι αγναντεύεις τ'  'αστρα, περιμένοντας μήπως σταλάξουνε κάποιο βάλσαμο, κάποια παρηγοριά ή ελπίδα. Μα εκείνα λάμπουνε παγερά κι ατσαλένια.
Ωστόσο, κοίτα, να! χάραξε κιόλα η ανατολή κι έρχεται κύματα κύματα το φως για μια παγκόσμια ελπίδα.

Γραφτήκανε τον Σεπτέμβριο του 1962.
Τις αντιγράφω τον Σεπτέμβριο του 2012.
Ποιος λέει πως οι συγγραφείς πεθαίνουν;


17.7.12

Ο πρώτος έλληνας bloger

«Θα δημοσιεύονται σ΄ αυτό κυρίως δικά μου κείμενα* πεζογραφήματα, μεταφράσεις μου, ποιήματα μου ίσως, εντυπώσεις μου από διαβάσματα ή ξαναδιαβάσματα, γνώμες μου για διάφορα θέματα και γεγονότα και, γενικά, πράγματα που θα δίνουν ή θα αντιπροσωπεύουν την πνευματική μου δραστηριότητα και ζωή…»


Την Άνοιξη του 1978 ξεκινά την περίεργη και εντελώς ανορθόδοξη πορεία του ένα περιοδικό με τον τίτλο Φυλλάδιο.

Και το πιο πάνω απόσπασμα είναι από το εισαγωγικό σημείωμα του εκδότη / συγγραφέα του περιοδικού –του Γιώργου Ιωάννου.

Επρόκειτο για ένα πόνημα του Γιώργου Ιωάννου, που ερχότανε να ταράξει τα νερά, σε συνέχεια ίσως του προσωπικού συγγραφικού ύφους με το οποίο έτσι κι αλλιώς ο θεσσαλονικιός πεζογράφος είχε καταφέρει να κερδίσει την μεγάλη αγάπη ενός απαιτητικού αναγνωστικού κοινού.

Ο Ιωάννου λες και ήθελε να σταθεί δίπλα σου και να αρχίζει να σου εξομολογείται, να σου μιλά για τα μυστικά του και να σε κάνει άλλοτε να πιστεύεις πως αυτά που λέει τα έχει ζήσει κι άλλοτε πάλι πως τα έχει με μαεστρία και πονηριά σχεδιάσει.

Όπως και να ήταν, ο Γιώργος Ιωάννου είχε στήσει μια δική του συγγραφική περσόνα, η οποία κάποια στιγμή θέλησε να ολοκληρωθεί χρησιμοποιώντας την ελεύθερη και ελευθεριάζουσα φόρμα μιας περιοδικής έκδοσης.

Το να μπορείς να δημοσιοποιείς αυτά που θες , όποτε το θες και όπως το θες, χωρίς δεσμεύσεις και δίχως συμβιβασμούς, να καταφέρνεις να έρχεσαι σε μια άμεση επαφή με το κοινό σου δίχως την μεσολάβηση κάποιου άλλου –αυτός ήταν ο λόγος που ο Γιώργος Ιωάννου έφτιαξε το περιοδικό του.

Το Φυλλάδιο του σχεδίαζε να το κάνει μέχρι και δίμηνο.

Τελικά κυκλοφόρησαν οκτώ τεύχη (τα έξι τελευταία διπλά) μέχρι το 1985, όπου και πέθανε.

Από τον τρόπο που και σχεδίασε και υλοποίησε τα περιεχόμενα αυτής της περιοδικής έκδοσης, σκέφτομαι πως κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως το Φυλλάδιο ήταν ένα blog, ένας ιστότοπος σε μια εποχή που ο κυβερνοχώρος δεν ήταν ακόμα κτήμα των πολλών.

Ή με άλλα λόγια, ας θεωρήσουμε πως το Φυλλάδιο ήταν ο πρόδρομος των σημερινών βιβλιοφιλικών blogs.

Γιατί, βέβαια, τι διαφορετικό σε πρόθεση και σχεδιασμό και αποτέλεσμα έχει ένας ιστότοπος;

Εγώ –ως κάτοχος ενός blog- μπορώ να δημοσιοποιώ αυτά που θέλω , όποτε το θέλω και όπως το θέλω, χωρίς δεσμεύσεις και δίχως συμβιβασμούς, και καταφέρνω να έρχομαι σε μια άμεση επαφή με το κοινό μου δίχως την μεσολάβηση κάποιου άλλου.

Πολλούς συγγραφείς της γενιάς μου ο Ιωάννου έχει επηρεάσει. Πολλούς αναγνώστες η ματιά του Ιωάννου τους οδήγησε σε μια διαφορετική θέαση του κόσμου.

Και ενώ τα χρόνια πέρασαν, ο Γιώργος Ιωάννου μπορεί και διεκδικεί και μια άλλη πατρότητα.

Αυτή του πρώτου έλληνα μπλόκερ.



9.7.12

Αμαρτίες γονέων

Λίζα Άλθερ
"Αμαρτίες Γονέων"
μυθιστόρημα
μετάφραση: Έφη Φρυδά
Εκδόσεις Γράμματα, 1984


Είναι ριψοκίνδυνο, είναι και ενδιαφέρον να διαβάζει κανείς ένα μυθιστόρημα για δεύτερη φορά και αφού έχουν περάσει κοντά 20 χρόνια από την πρώτη ανάγνωση.


Ριψοκίνδυνο γιατί η νέα ανάγνωση μπορεί να φέρει στην επιφάνεια καταστάσεις που να φανερώνουν διαψεύσεις –άλλοτε των όσων είχε υποσχεθεί το κείμενο κι άλλοτε των όσων είχε ονειρευτεί ο αναγνώστης.

Ενδιαφέρον, πάλι, γιατί η νέα ανάγνωση ίσως να προβάλει με τον δικό της τρόπο το τι έχει αλλάξει στις σκέψεις, το τι έχει διαφοροποιηθεί από τους αρχικούς προγραμματισμούς μιας κοινωνίας που είχε βάλει ρότα για αλλαγές στις ίδιες τις δομές της.

Με τέτοιες σκέψεις ξεκίνησα να διαβάζω και πάλι τους δυο τόμους του μυθιστορήματος της Λίζας Άλθερ «Αμαρτίες Γονέων».

Το βρήκα καθώς μετέφερα βιβλία μου από ένα εξοχικό σπίτι που δεν χρησιμοποιούμε πια, στη μόνιμη κατοικία μου.

Το κράτησα με συγκίνηση στα χέρια μου. Δε θυμόμουνα τίποτε από την υπόθεση του έργου, μα θυμόμουνα ολοκάθαρα τις θετικές κρίσεις που εγώ, μα και οι φίλοι εκείνων των χρόνων, είχαμε για τη συγκεκριμένη συγγραφέα και τα βιβλία της.

Και κάτω από έναν δυνατό ήλιο και απέναντι στην ανταριασμένη θάλασσα του Μυρτώου πελάγου, άρχισα να διαβάζω τις σελίδες που πριν από είκοσι χρόνια είχα πρωτοδιαβάσει.

Το πρώτο κεφάλαιο με κέρδισε με εκείνη την αμεσότητα που περιέγραφε την παιδική ηλικία. Θαύμασα τις τεχνικές αφήγησης που κρατούσαν πολλά από μια παιδική ματιά, τα στασίματα σε μικρές αλλά χαρακτηριστικές λεπτομέρειες μιας φαινομενικά ανέμελης καθημερινότητας και τις κοινωνικές ανατροπές που μπορεί να καταγραφούν αν τα κεντρικά πρόσωπα που τις υλοποιούν είναι άτομα μικρών ηλικιών.

Αλλά ήξερα πως όλα αυτά σήμερα είχα την ικανότητα να τα διακρίνω και να τα θαυμάζω. Τότε, στα πρώτα χρόνια της συγγραφικής μου πορείας, δεν πρέπει να είχα μια τόσο ώριμη ματιά.

Άρα, ότι τότε με είχε συναρπάσει πρέπει στις επόμενες σελίδες να ελλόχευε.

Κι έτσι ήταν.

Η Άλθερ περιγράφει αυτά που πίστεψε η γενιά μου –αυτά που στη συνέχεια πρόδωσε.

Μέσα από τις καταγραφές του τρόπου ζωής στον συντηρητικό αμερικάνικο Νότο από τη μια και στον πρώιμο νέο-φιλελεύθερο Βορά από την άλλη, βγαίνανε τα μηνύματα της ισότητας, του αντιρατσισμού, της μη κατανάλωσης, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της ατομικής αξιοπρέπειας, της ευαίσθητης αντίδρασης. Αλλά και οι ακραίες διεκδικήσεις, οι ασυντόνιστες καλλιτεχνικές επαναστάσεις, οι πρόχειρες ταξινομήσεις.

Ο αμερικάνικος κόσμος της Άλθερ έμοιαζε τόσο ευρωπαϊκός, τόσο αυστηρά αυτοκριτικός, τόσο αυτάρεσκα ενδοσκοπικός.

Ναι, αυτή ήταν η εποχή που μπορούσαμε να πιστεύουμε πως μια νέα αλλαγή ερχότανε και πως αυτή δεν την υποστήριζαν μόνο ψυχές και σώματα της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά και ψυχές και σώματα του Νέου Κόσμου.

Μέσα στον ενθουσιασμό της ανάγνωσης δεν είχα –δεν είχαμε- προσέξει πως η Άλθερ στο τέλος δάκρυζε καθώς έβλεπε τα πέντε εκείνα παιδιά της χαρισάμενης εποχής να έχουν διαψευσθεί και πως πέντε άλλα παίρνανε τη θέση τους στο παιχνίδι των ψευδαισθήσεων.

Μπορεί να βρήκα πως το μυθιστόρημα πλατειάζει αν κανείς το διαβάσει με τα σημερινά στάνταρ αναγνώσεων.

Μπορεί να χρησιμοποιεί δίχως σταθερές αναλογίες άλλοτε τον σαρκασμό κι άλλοτε την πολιτική διδαχή. Μπορεί ακόμα να κατηγορηθεί πως γέρνει προς την πλευρά ενός υπερτροφικού φεμινισμού.

Μπορεί όλα αυτά να είναι οι ρυτίδες του. Αλλά την ίδια στιγμή έχει μια διαχρονική φρεσκάδα καθώς αφήνει νύξεις για την επανάσταση των ομοφυλόφιλων, όσο και την απενοχοποίηση της σεξουαλικής αυτοϊκανοποίησης. Μια φρεσκάδα που μιλά για το δικαίωμα στη χαρά, μα και στη μη θεοποίηση του έρωτα.

Κουρασμένο, αλλά άξιο να διαβαστεί.

Τελικά είχε ενδιαφέρον η ανάγνωσή του. Και όχι για τον κίνδυνο να δω τη διάψευση μιας ζωής… Ε, λοιπόν, όχι!

Η όποια διάψευση μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί και ως μια συνειδητοποιημένη προσαρμογή.

Κι αυτό με βολεύει.


29.6.12

Στη θέση τής απόλαυσης τοποθετήσαμε την κατανάλωση





Τι σχέση έχει ένας συγγραφέας με την οργάνωση της UNICEF; Η φυσική με την λογοτεχνία; Η κριτική τής λογοτεχνίας με έναν σύμβουλο εκδόσεων; Όλα δένουν αρμονικά στο έργο του, καθότι, ενώ σπούδασε φυσικός, σήμερα είναι ένας επιτυχημένος συγγραφέας. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η μεγαλύτερη διάκριση είναι η διάρκεια, στο πρόσωπό του η λογοτεχνία κέρδισε ακόμη έναν πόντο. Ο βραβευμένος συγγραφέας Μάνος Κοντολέων μιλά στα «Πρόσωπα» για τη σχέση του με τη λογοτεχνία, την Τέχνη και τον Πολιτισμό, καθώς και για τη σημασία τού να είσαι Έλληνας.

Συνέντευξη στην ΕΦΗ ΔΟΥΛΗ για την εφημερίδα ΜΕΤΕΩΡΑ



 Όταν αρχίσατε να γράφετε, ποιος ήταν ο σκοπός σας;

Συχνά σε αυτήν την ερώτηση απαντώ πως ήταν μια αυθόρμητη ανάγκη επικοινωνίας που με
έσπρωξε στο γράψιμο. Αλλά αν το ψάξω κάπως πιο βαθιά… Ομολογώ πως δεν μπορώ να είμαι σίγουρος τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να θέλει να εκφρασθεί μέσω της γραφής… Η επικοινωνία; Η αυτοέκθεση; Η εξομολόγηση; Η διάθεση επιβολής των απόψεών σου;… Μερικά πράγματα διατηρούν το μυστήριό τους… Και ίσως γι’ αυτό διατηρούν πάντα τη γοητεία τους. Το να γράφεις είναι κάτι το μαγικό.

Πόσα πονήματά σας έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα;

Νομίζω πως φτάνουν τα 65… Άλλα είναι για παιδιά, άλλα για νέους και άλλα για ενήλικους αναγνώστες.

Ναι, γράφετε στην ουσία για τρεις γενιές: για παιδιά, αλλά και για εφήβους, όπως και για τους γονείς όλων αυτών. Είστε από τους συγγραφείς που έχετε την ικανότητα να απευθύνεστε σε αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών. Όλο αυτό είναι συγκινητικό;

Συγκινητικό γιατί; Με τα γραπτά μου θέλω να επικοινωνώ με τους συνανθρώπους μου. Όπως και με
τα λόγια μου και τις πράξεις μου. Ζω ανάμεσα σε ανθρώπους που άλλοι είναι πιο μεγάλοι από εμένα, άλλοι πιο μικροί, άλλοι έχουν τα δικά μου χρόνια. Με όλους προσπαθώ να βρω ένα τρόπο επικοινωνίας. Άλλοτε προφορικό κι άλλοτε γραπτό. Κι άλλωστε ποτέ δεν ξεχνώ το πώς αισθανόμουνα ως παιδί και ως έφηβος. Ως νέος άντρας. Θυμάμαι όχι τόσο γεγονότα, όσο συγκινήσεις και αντιδράσεις. Και πάνω σε αυτή τη γνώση γράφω.

Ως συγγραφέας πολλών παραμυθιών αλλά και παιδικών βιβλίων, γνωρίζετε καλά την παιδική ψυχολογία. Πώς θα μας συμβουλεύατε να φερόμαστε στα παιδιά;

Με ευθύνη από τη μια, με κατανόηση από την άλλη… Α, και με τη διάθεση να παίρνουμε κάπου κάπου από αυτά μερικά μαθήματα, που ίσως –καθώς έχουμε μεγαλώσει– να τα έχουμε ξεχάσει.

Οι ήρωες των βιβλίων σας έχουν σχέση με πρόσωπα που γνωρίζετε; Η φράση τής γνωστής αμερικανίδας συγγραφέα Τζόαν Ντίντιον, «όταν γράφεις πάντα ξεπουλάς κάποιον», πόσο σας βρίσκει σύμφωνο;

Όχι πάντα. Θα έλεγα σπάνια. Αλλά και όταν δικά μου άτομα γίνονται η βάση που πάνω τους θα
στήσω κάποιους ήρωές μου, ποτέ, μα ποτέ δεν τα ξεπουλώ. Προσπαθώ να τα καταλάβω. Να τα αγαπήσω περισσότερο.

Η σύζυγος σας Κωστία Κοντολέων, επίσης συγγραφέας, πόσο σας επηρεάζει στο έργο σας και πόσο βοηθούν τα κοινά ενδιαφέροντά σας;

Η Κώστια γράφει και μεταφράζει. Η Άννα η κόρη μας έχει κι αυτή ξεκινήσει κάτι παρόμοιο να κάνει. Τα κοινά ενδιαφέροντα μας φέρνουν άλλοτε πιο κοντά κι άλλοτε πάλι μας κάνουν να διαφωνούμε. Με άλλα λόγια, δεν πλήττουμε.

Η Τέχνη και ο Πολιτισμός τι ρόλο παίζουν στη ζωή σας;

Πρώτιστο και ιδιαιτέρως σημαντικό. Η Τέχνη είναι ένας τρόπος να ζεις. Και ο Πολιτισμός είναι
ένας τρόπος να συνυπάρχεις με τους άλλους.

 Έχετε σπουδάσει Φυσικός.  Οι σπουδές σας είναι άσχετες με το γράψιμο ή σας βοήθησαν;

Η Φυσική, ως μια βασική επιστήμη που αναλύει τους νόμους της Φύσης, με βοήθησε να κατανοήσω και να εφαρμόσω στη συνέχεια τους νόμους τής Τέχνης. Διότι –παραποιώντας μα όχι και τόσο αυθαίρετα τη ρήση του Αριστοτέλη– η Τέχνη είναι μίμηση της Ζωής.

Θα ήθελα να μας μιλήσετε και από τη θέση του αντιπροέδρου του ελληνικού τμήματος της UNICEF, τις δραστηριότητες της UNICEF αυτή την περίοδο και την ανταπόκριση των Ελλήνων στο κάλεσμά σας;

Το να σκέφτεσαι και να προσφέρεις την όποια βοήθεια μπορείς στα παιδιά όλου του κόσμου και
κυρίως σε εκείνα που ζούνε σε περιοχές της Γης μας όπου η στέρηση βασικών αγαθών είναι έντονη,
είναι στάση ζωής, είναι υποχρέωση και έκφραση ανθρωπιάς. Δεν είμαι από τους ανθρώπους εκείνους που νοιάζονται μόνο για αυτά που συμβαίνουν στη δικιά τους την αυλή. Δεν μπορώ να αισθάνομαι ευτυχισμένος αν εγώ έχω έστω και τα βασικά αγαθά, ενώ λίγο πιο πέρα κάποια παιδιά
πεθαίνουν από έλλειψη εμβολίων ή καθαρού νερού.

Πώς αισθάνεστε όταν ακούτε στην τηλεόραση για την κρίση χρέους της Ελλάδας;

Η κρίση χρέους… Δεν ξέρω… Θέλω να πω δεν είμαι οικονομολόγος για να αναλύσω τους λόγους που έφεραν ως εδώ τα πράγματα. Εκείνο που μπορώ να ξέρω και εκείνο που θέλω να ξέρω, είναι
πως δεν γίνεται όλα κανείς να τα μετρά με το χρήμα. Ούτε αυτό που ξοδεύει, ούτε αυτό που χρωστά. Ο πολιτισμός μας και κυρίως ο πολιτισμός τής Δύσης στηρίχτηκε πάνω σε άλλες προτεραιότητες. Τις έχουμε αγνοήσει και έτσι έχουμε οδηγηθεί στο σημείο αυτό.

Η ανάμειξη των πολιτισμών τι μπορεί να σημαίνει για τη χώρα μας και πόσο επηρεάζει, κατά τη γνώμη σας, την εξέλιξή της;

Μου αρέσει οι πολιτισμοί να έρχονται σε επαφή. Αλλά κρατώντας ο καθένας τα δικά του χαρακτηριστικά.

Γιατί φτάσαμε ως εδώ;

Επειδή στη θέση τής απόλαυσης τοποθετήσαμε την κατανάλωση.

Τι θα λέγατε σήμερα στους Έλληνες;

Ως Έλληνας κι εγώ, το ίδιο υπεύθυνος με τους άλλους για το κάθε καλό μα και για το κάθε κακό, λέω στον εαυτό μου: Σκέψου πρώτα και μετά πράξε!

Υπάρχουν στις μέρες μας εκπτώσεις αξιών;

Αν υπάρχουν λέει!

Λέτε «όχι» και σε ποια πράγματα;

Τα «όχι» του καθενός, μαζί με τα «ναι» του, είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση. Οι άλλοι μπορούν
να μιλήσουν γι αυτά.

Σας φοβίζει το μέλλον;

Οι γονείς μου ήταν σμυρνιοί. Παιδιά ήταν το 1922. Μεγάλωσα ακούγοντας για τα πάθη των προσφύγων, μα και για την προκοπή τους. Το μέλλον λοιπόν ίσως να με φοβίζει. Αλλά δεν με
τρομάζει.

Ποιος είναι ο ρόλος ενός πνευματικού ανθρώπου στην κοινωνία;

Αν εννοείται ποιος πρέπει να ήταν, θα σας έλεγα… να είναι η συνείδηση της εποχής του.

Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας μία επαναστατική πρόταση;

Αμφισβητείτε!