20.12.24

Κώστα Λογαράς «Διπλή ζωή»

Κώστα Λογαράς «Διπλή ζωή» Μυθιστόρημα Εκδόσεις Καστανιώτη Με το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημα του, ο δόκιμος πεζογράφος Κώστας Λογαράς επιχειρεί μαζί με την μυθιστορηματική πλοκή να κάνει και μια τολμηρή ανάλυση των ερωτικών -κυρίως- ηθών πάνω στο πως αυτά εκφράζονται σε επίπεδο κοινωνίας ανάλογα με τις εποχές, μα και το πως επίσης ενεργοποιούν ατομικές αντιδράσεις. Για μια κάπως πλέον άμεση προσέγγιση του έργου, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο του Παύλου Παυλή; Είναι εσωστρεφής και απόμακρος, όπως υποστηρίζει η κόρη του; Άνθρωπος με δαίμονες μέσα του που πρέπει κάπως να τους θρέψει, όπως αποδέχεται η γυναίκα του; Είναι ο ιδανικός σύντροφος και εραστής, όπως τον βλέπει η ερωμένη του; Ο υποκριτής που εξαγοράζει με δώρα τη σιωπή των θυμάτων του, όπως καταγγέλλει ο γιος της ερωμένης; Είναι ο ρεαλιστής που θεωρεί πως η κοινωνία αλλάζει και οι σχέσεις πρέπει να αναμορφωθούν; Ή μήπως ο ανήθικος ηδονοθήρας που υπονομεύει τον θεσμό της παραδοσιακής οικογένειας, όπως αποφαίνεται ο εισαγγελέας; Οι έξι διαφορετικές εκδοχές του ίδιου ανθρώπου σχηματίζουν το αντιφατικό πολύπτυχο που συνθέτει το πορτρέτο ενός περίπλοκου, ίσως και αμφιλεγόμενου χαρακτήρα». Κεντρικό, λοιπόν, πρόσωπο του μυθιστορήματος ένας άνδρας (θα τον παρακολουθήσουμε για κοντά 20 χρόνια) που με τον τρόπο που θέλει να συνδυάζει ερωτική και οικογενειακή ζωή, άλλοτε προκαλεί θετικές αντιδράσεις από μέλη του περιβάλλοντός του και άλλοτε αρνητικές. Ο ίδιος -στις σελίδες 194 / 195- θα δηλώσει: «Δεν είναι απάτη να κρατάς μυστική την άλλη σχέση… Όχι όταν υπάρχει συνομολογία. Ήδη πέραν των μονογαμικών σχέσεων λειτουργούν σήμερα οι πολυγαμικές, η πολυπιστία μέσα στην ομάδα, οι παράλληλες σχέσεις διαφόρων μορφών. Η σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων δεν είναι κολάσιμο αμάρτημα, αλλά ελευθερία και δικαίωμα…Είναι ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί ζωντανός και υγιής ο θεσμός της οικογένειας». Αλλά οι απόψεις του ενός έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ζωές των άλλων. Και αυτόν ακριβώς τον αντίκτυπο ο Κώστας Λογαράς περιγράφει μυθιστορηματικά καθώς δίνει φωνή στα πρόσωπα που ζούνε δίπλα στον κεντρικό χαρακτήρα του έργου. Στο κείμενο του οπισθόφυλλο (που πιο πάνω αντέγραψα) τα πρόσωπα αυτά φαίνεται πως το καθένα με τον δικό του τρόπο αντιδρά. Αλλά από ένα σημείο και πέρα, πρακτικές που ίσως επιφέρουν διατάραξη του κοινωνικού status απασχολούν και τη θεσμοθετημένη κοινωνία. Οπότε δίπλα στη σύζυγο, την κόρη, στην ερωμένη και στον γιο της ερωμένης, άποψη θα εκφράσει και ένας δικαστικός λειτουργός. Κι αυτό γιατί οι αντιδράσεις των άλλων απέναντι στις δικές μας πράξεις μπορούν να μετατραπούν και σε ποινικά αδικήματα. Ο ίδιος ο συγγραφέας προσπαθεί να παραμείνει αμέτοχος -όσο αμέτοχος μπορεί να είναι ο δημιουργός μιας ιστορίας. Προτιμά να προσφέρει ανάσες και παλμούς στα πρόσωπα του έργου του και μέσω αυτών να τεθούν τα θέματα -φλέγοντα θέματα όπως όλα όσα επηρεάζουν την καθημερινότητά μας, διαμορφώνουν τις νέες γενιές, υποχρεώνουν το κάθε άτομο να πάρει άλλοτε μια θέση κι άλλοτε να κρατηθεί στο περιθώριο. Αληθινά ενδιαφέρον μυθιστόρημα που φέρνει τη σημερινή ελληνική λογοτεχνική κοινότητα (συγγραφείς όσο και αναγνώστες) μπροστά σε ζητήματα και καταστάσεις που από τη μια επιχειρούν να εμποδίσουν την όποια -θετική ή μη- εξέλιξη και από την άλλη να τη βοηθήσουν να κατανοήσει τις αλλαγές που ήδη έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται. (516 λέξεις) https://www.literature.gr/dipli-zoi-kosta-logaras-ekdoseis-kastanioti/

14.12.24

Μαρία Σκιαδαρέση «Αντιγόνη απ΄το Πουσκάρ»

Μαρία Σκιαδαρέση «Αντιγόνη απ΄το Πουσκάρ» Μυθιστόρημα Εκδόσεις Πατάκη Με μια σειρά βιβλίων που ξεκινούν από το ιστορικό / κοινωνικό μυθιστόρημα και φτάνουν έως σε ιστορικές μονογραφίες για παιδιά, άλλοτε χρησιμοποιώντας το εύρος μιας μυθιστορηματική αφήγησης κι άλλοτε τη συντομία μιας συλλογής διηγημάτων, η Μαρία Σκιαδαρέση από το 1996 όπου μας συστήνεται με την saga «Άτροπος ή Η ζωή και ο θάνατος της Βενετίας Δαπόντε" (Πατάκης) έως και σήμερα έχει κατοχυρώσει μια ξεχωριστή και εντόνως ποιοτική θέση στη σύγχρονη λογοτεχνία μας. Ξεχωριστή και ποιοτική η γραφή της, αλλά πάντα και ικανή να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό που αναζητά να γοητευθεί από μια αφήγηση η οποία μπορεί και στήνει έναν ολόκληρο κόσμο. Τα συνήθως πολυσέλιδα έργα της Σκιαδαρέση δεν ανήκουν (με αυστηρή κατάταξη) στα ιστορικά μυθιστορήματα. Αλλά ‘πατούν’ πάνω στην Ιστορία και οι ήρωές της όσο κι αν ζούνε έντονα μέσα στον μυθιστορηματικό τους χρόνο, εντούτοις δείχνουν πως αποτελούν συνέχεια ενός κοινωνικού παρελθόντος ενώ παράλληλα φωτίζουν και το παρόν τους. Από αυτήν την άποψη είναι έργα φιλόδοξα, καθώς επίσης και τολμούν να θέσουν μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι και μια διαχρονική καταγραφή και εμπλοκή του έρωτα. Στο τελευταίο της αυτό μυθιστόρημα, η Σκιαδαρέση μέσα σε 380 σελίδες αναπτύσσει την ιστορία της και αφήνει τα κεντρικά πρόσωπα να αφηγηθούν την εξέλιξη των γεγονότων. Τόπος όπου όλα θα συμβούν η βοιωτική γη. Αλλά -το έργο αναφέρεται στο παρόν- σε αυτή τη γη πλέον ζούνε και άτομα άλλης κουλτούρας, διαφορετικής καταγωγής. Η παγκοσμιοποίηση διαπερνά όχι μόνο τις οικονομικές συνθήκες, αλλά και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι δίπλα σε χαρακτήρες που οι ρίζες τους φτάνουν έως τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, συναντάμε και άτομα που έχουν άλλα βιώματα και άλλες θρησκευτικές και ιδεολογικές καταβολές. Ο μετανάστης -στο έργο αυτό της Σκιαδαρέση- έχει τη δική του φωνή και τα δικά του ποικίλα πάθη. Και αυτές οι φωνές και αυτά τα πάθη ισότιμα συμπορεύονται με τα αντίστοιχα του ντόπιου πληθυσμού. Πάνω στη συμπόρευση αυτή η συγγραφέας πλάθει τον μύθο της. Και με συνειδητή προσπάθεια αποφασίζει να ενεργοποιήσει το αρχαίο δράμα που στα ίδια χώματα , μα πριν από αιώνες, είχε συντελεστεί. Μυθιστόρημα πολυπρόσωπο και ίσως η προσπάθεια να δοθεί μια περίληψη της υπόθεσης να το αδικούσε. Θα το αποφύγω, άλλωστε στη λογοτεχνία δεν έχει τόση σημασία το τι λέγεται όσο το πως αυτό λέγεται. Κι επίσης -και πάντα συνειδητά- η Σκιαδαρέση δίνει και μια απόχρωση αστυνομικής πλοκής στο έργο της. Αλλά δεν είναι τα κρυμμένα μυστικά αυτά και μόνο που κράτησαν το συγγραφικό της ενδιαφέρον. Θα έλεγα, μάλιστα, πως δεν είναι μήτε και τα ατομικά πάθη. Βαθιά όσο και ουσιαστικά η Μαρία Σκιαδαρέση τοποθετείται πολιτικά απέναντι τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν -η ευρωπαϊκή γεωργική πολιτική, οι μετανάστες και πρόσφυγες, τα νέα ήθη του γεωργικού κόσμου, αποτελούν κομβικής σημασίας σημεία της εξέλιξης των γεγονότων. Κι αυτό είναι ίσως και το σημείο που δίνει στο έργο της -το συγκεκριμένο αλλά και στο γενικότερο- τη δική της σφραγίδα. Μια συγγραφέας που τοποθετείται απέναντι στο κοινωνικό συμβάν. Μα είναι ακόμα και η χρήση της γλώσσας. Το να δομείς όλο το έργο σου σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις αποτελεί μέγιστο ρίσκο. Κάθε φωνή πρέπει να διαθέτει τη δική της χροιά και να ενεργοποιείται από διαφορετικά συναισθήματα. Και η Σκιαδαρέση αυτό το πετυχαίνει εξολοκλήρου. Στα συν του έργου να προστεθεί και η ουσιαστική και ολοζώντανη ανάδειξη του τρόπου σκέψης ανθρώπων που προέρχονται από άλλες κουλτούρες. Και βέβαια οι τόσο σπαρταριστές περιγραφές του τοπίου και των καιρικών φαινομένων -γιατί επαρχία είναι όχι μόνο ή και τόσο οι άνθρωποι, όσο κυρίως η ίδια η Φύση. Ένα σύντομο παράδειγμα: «Ο ήλιος έχει γείρει και δεν καίει, ένα αεράκι δροσερό έρχεται από τη θάλασσα. Παρότι δεν την βλέπουν, ξέρουν καλά πως βρίσκεται εκεί, κάπου ανάμεσα στο στρίφωμα των κάμπων και στα βουνά που ορθώνονται πάνω στο ρόδινο κορμί της Εύβοιας». Μυθιστόρημα σίγουρα πρωτότυπο και ικανό να διεκδικήσει αναγνώσεις από μια ευρύτερη γκάμα αναγνωστών -από εκείνους που αρέσκονται να περιπλανιόνται σε σκοτεινά υπόγεια μη ελεγχόμενων παθών, μα και από εκείνους που στέκονται στοχαστικά πάνω σε λέξεις, φράσεις και παραγράφους. https://www.periou.gr/manos-kontoleon-maria-skiadaresi-antigoni-ap%ce%84to-pouskar-mythistorima-ekdoseis-pataki/ (620 λέξεις) https://www.periou.gr/manos-kontoleon-maria-skiadaresi-antigoni-ap%ce%84to-pouskar-mythistorima-ekdoseis-pataki/

Τζούλια Γκανάσου «Δευτέρα παρουσία»

Τζούλια Γκανάσου «Δευτέρα παρουσία» Μυθιστόρημα Εκδόσεις Καστανιώτη Δυναμική εκπρόσωπος της νέας ελληνικής λογοτεχνικής γενιάς η Τζούλια Γκανάσου, από το 2006 όπου κυκλοφορεί το πρώτο της δικό της έργο, έως σήμερα, είχαμε διαβάσει πέντε δικά της μυθιστορήματα, ενώ παράλληλα την έχουμε συναντήσει και σε διάφορες συλλογικές εκδόσεις. Η θεματική της Γκανάσου αναζητά πάντα ένα εύρημα που πάνω τους θα στηθεί μια κριτική ματιά της σημερινής πολυπλοκότητας έτσι όπως αυτή εκφράζεται στις διαπροσωπικές, μα και στις κοινωνικές σχέσεις. Με το έκτο της και πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της, η συγγραφέας μας κάνει γνωστό και το ενδιαφέρον της για το πως η πολιτική μπορεί να παρέμβει όχι μόνο στην καθημερινότητα απλών ατόμων, αλλά να εισχωρήσει στον ίδιο τον πυρήνα των πολιτιστικών και ηθικών κανόνων που διέπουν την κοινωνία μας. Βάση των προβληματισμών που η Τζούλια Γκανάσου θα χρησιμοποιήσει για τη σύνθεση του τελευταίου της έργου είναι οι πόλεμοι τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Γάζα. Και βασισμένη σε γεγονότα που έχουν καταγραφεί σε δελτία ειδήσεων και στο διαδίκτυο, πλάθει ένα δυστοπικό κείμενο, γεμάτο από περιγραφές που διαπερνούν όλο το φάσμα αφήγησης από τον ρεαλισμό στον συμβολισμό για να φανερώσουν τη φρίκη της βίας που ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργεί. Ο τόπος και ο χρόνος της μυθιστορηματικής σύνθεσης δεν δηλώνεται. Άλλωστε ο ζόφος των καταστροφών και η αγριότητα των πράξεων δεν θα αποδεχόντουσαν να μειώσουν την έντασή τους καθώς θα αποκτούσαν χρονικά και τοπικά όρια. Η αγριότητα του πολέμου θέλει την απόλυτη κυριαρχία της. Και η Τζούλια Γκανάσου της την προσφέρει με πολλά ευρηματικά μοτίβα. Κεντρικά πρόσωπα δυο γυναίκες -γιαγιά και εγγονή. Που σημαίνει παρελθόν και μέλλον. Οι μόνες που επέζησαν από όλη την οικογένεια. Και που για να μπορέσουν να καταφέρουν να επιβιώσουν μετατρέπονται σε ένα διττό σώμα -η μια συμβουλεύει, η άλλη εκτελεί. Η πορεία αυτού του διττού σώματος προς τα εκεί όπου ακόμα υπάρχει η ελευθερία, θα είναι όχι μόνο επώδυνη και επικίνδυνη, αλλά και ιδιαιτέρως ενημερωτική όσον αφορά τις πράξεις των ανθρώπων που άλλοι από αυτούς είναι τα θύματα/άμαχοι και άλλοι οι θύτες/εκμεταλλευτές της πολεμικής βίας. Αλλά μέσα σε μια περίοδο πολέμου δεν συμβαίνουν μόνο μάχες και βομβαρδισμοί. Κάποιοι βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν, ή να πραγματοποιήσουν τα αυταρχικά και ακόμα και ναζιστικής προέλευσης σχέδια τους και δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τον άλλον ως αντικείμενο, να αγνοήσουν το κάθε συναίσθημα, την όποια ηθική που στηρίζει μια ειρηνική κοινωνία. Και η Γκανάσου αρπάζει -λες- τις λέξεις και φτιάχνει φράσεις που δεν φοβούνται το σκοτάδι το οποίο καλούνται να περιγράψουν. Κι όμως η δυστοπία μπορεί να αντιμετωπιστεί. Και μέσα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο αυτή η αντιμετώπιση μορφοποιείται με τη χρήση της διακειμενικότητας. Η Γκανάσου συχνά θα μας θυμίσει φράσεις από του ‘Σατανικούς στίχους’ του Ρουσντί, μα και από την Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας ή και ακόμα από παιδικά τραγουδάκια. Και βέβαια θα αναζητήσει το χάραμα μιας ελεύθερης και αξιοπρεπούς ζωής μέσα από τη σχέση δυο παιδιών. «Θα σου φτιάξω μια χώρα που δε θα σε διώχνει…» είπε το αγόρι. «Θα σου φτιάξω μια χώρα που δε θα σε πληγώνει…» απάντησε το κορίτσι… Σκοτεινό, σκληρό… Κι όμως ιδιότυπα ελπιδοφόρο μυθιστόρημα. (510 λέξεις) https://www.periou.gr/manos-kontoleon-tzoulia-gkanasou-deftera-parousia-mythistorima-ekdoseis-kastanioti/

13.12.24

«Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στη διαμόρφωση της υστεροφημίας των έργων της Πηνελόπης Δέλτα και των επιγόνων της -Ζέη και Σαρή»

«Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στη διαμόρφωση της υστεροφημίας των έργων της Πηνελόπης Δέλτα και των επιγόνων της -Ζέη και Σαρή» https://diastixo.gr/epikaira/pinelopi-delta Η πρώτη μου επαφή με το έργο της Δέλτα έγινε όταν ήμουν στην Ε΄ Δημοτικού, μετά από σύσταση του δασκάλου μου. Ήταν το μυθιστόρημά της Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου. Αν και το μυθιστόρημα αυτό μου άρεσε, εντούτοις δεν συνέχισα να διαβάζω άλλα έργα της Δέλτα. Σε μεγάλη πια ηλικία και για λόγους ενημέρωσης γνώρισα το υπόλοιπο έργο της. Και τότε πια κατάλαβα γιατί ως παιδί δεν είχα θελήσει να ζητήσω από τους γονείς μου να μου αγοράσουν τα άλλα βιβλία της. Από την ηλικία εκείνη κρατούσα μια απόμακρη στάση προς κάθε τι το ακραιφνώς εθνικιστικό. Και μπορεί η πλοκή στο μυθιστόρημα Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου να μου κράτησε το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά κάτι παράλληλα πρέπει να με κρατούσε και σε μια αναγνωστική απόσταση. Ως ενήλικος πλέον κατάλαβα πως ήταν ο έντονος εθνικισμός της συγκεκριμένης συγγραφέως. Αλλά και ως ενήλικος θαύμασα και θαυμάζω την άψογη, εκ μέρους της, χρήση της γλώσσας, όπως και την ικανότητά της να δημιουργεί δυνατούς χαρακτήρες. Δυνατούς μα όχι πολυπρισματικούς. Όπως επίσης και όλα της τα ιστορικά μυθιστορήματα (αυτά θεωρώ άλλωστε πως κυρίως εδραίωσαν τη φήμη της ως εθνικής συγγραφέως) δεν διαθέτουν μια πολυπρισματική προσέγγιση των θεμάτων τους. Αναφέρομαι στα δύο από τα τρία πρώτα της βιβλία: Για την πατρίδα (1909) και Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911). Ενδιάμεσα, και συγκεκριμένα στα 1910, θα κυκλοφορήσει το αλληγορικό μυθιστόρημα Παραμύθι χωρίς όνομα, στο οποίο οι δομές μιας παραμυθιακής αφήγησης υπηρετούν μια αρκετά απλοϊκή άποψη βασιλευόμενης δημοκρατίας. Αλλά στα δυο ιστορικά της μυθιστορήματα οι περιγραφές είναι απολύτως ρεαλιστικές και τα πρόσωπα που κινούνται στο προσκήνιο της υπόθεσης είναι όλα τους εκπρόσωποι της βυζαντινής άρχουσας τάξης, και είναι για την τάξη αυτή και μόνο που ο αναγνώστης μαθαίνει τα πάθη και τα δεινά όσων σε αυτήν ανήκουν, από τις επιθέσεις των Βουλγάρων. Εκπρόσωποι μεσαίας τάξης, ή και κατώτερης, μάλλον διακοσμητικό ρόλο παίζουν. Οι αντίπαλοι, δε, μονοσήμαντοι παρουσιάζονται. Τα δικά τους πάθη, μόνο όσα ως μίσος προς τους Βυζαντινούς γνωρίζουμε. Δεν έχω τον απαιτούμενο χώρο (στο πλαίσιο αυτού του άρθρου) να επεκταθώ περισσότερο, αλλά θα πρέπει να σημειώσω τη βεβαιότητά μου πως η Δέλτα έχει γράψει αυτά τα δύο έργα της απόλυτα επηρεασμένη από τις απόψεις του Ίωνα Δραγούμη. Η ερωτική αυτή και καθοριστική για εκείνη σχέση κράτησε από το 1905 έως το 1908, όσο δηλαδή σχεδόν είχε διαρκέσει ο Μακεδονικός Αγώνας. Με το τέλος αυτού του αγώνα, μα και της σχέσης της με τον Δραγούμη, η Δέλτα εκδίδει τα δυο πρώτα της έργα. Τα υπόλοιπα σημαντικά, τουλάχιστον, έργα που θα ακολουθήσουν θα έχουν να κάνουν κυρίως με τις παιδικές και οικογενειακές της αναμνήσεις. Και θα είναι πολύ αργότερα, το 1937, που θα επιστρέψει στο ιστορικό μυθιστόρημα και θα γράψει Τα μυστικά του βάλτου, που και σε αυτό τα αφηγούμενα γεγονότα στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα διαδραματίζονται. Κι όμως στο ενδιάμεσο διάστημα είχε συμβεί η Μικρασιατική Καταστροφή, για την οποία η Δέλτα συγγραφικά δεν έχει γράψει τίποτε, αν και η κοινωφελής δράση της προς τους πρόσφυγες υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική. Να σημειωθεί πως εκείνη ακριβώς την περίοδο η Δέλτα γράφει το ανολοκλήρωτο τελικό μυθιστόρημα Το γκρέμισμα, που και πάλι με την εποχή του Βυζαντίου ασχολείται. Όπως επίσης δεν φαίνεται –συγγραφικά τουλάχιστον– να ασχολήθηκε με την εξάπλωση του Ναζισμού. Κι όμως, ως άτομο με έντονο πολιτικό ενδιαφέρον και στενή φίλη πολιτικών προσώπων εκείνης της εποχής, θα περίμενε κανείς πως η μυθιστορηματική της φλέβα θα την έκανε να στρέψει την προσοχή της σε γεγονότα που έδειχναν πως θα ήθελαν να υποδουλώσουν και τη χώρα της, μα και να αμφισβητήσουν τα δημοκρατικά ιδεώδη. Γιατί δεν ασχολήθηκε λοιπόν με τα δυο αυτά θέματα; Η απάντηση –εντελώς προσωπική– που δίνω έχει να κάνει με το γεγονός πως η Δέλτα δεν θέλησε να μιλήσει για μια ήττα των Ελλήνων ούτε και για την αποτυχία των σχεδίων του φίλου της Βενιζέλου – στην ουσία την αποτυχία του οράματος της Μεγάλης Ελλάδας. Παράλληλα παρέμενε τόσο αφοσιωμένη στις απόψεις του Δραγούμη που η συγγραφική της έμπνευση μέχρι τέλους από αυτές επηρεάζεται. Η Δέλτα πεθαίνει λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Στην ουσία ο θάνατός της ήταν αποτέλεσμα μιας ακόμα αποτυχημένης προσπάθειάς της να αυτοκτονήσει. Στον τάφο της χαράζεται η λέξη ΣΙΩΠΗ – μια λέξη που ήταν και η τελευταία στο τελευταίο γράμμα που ο μεγάλος της έρωτας της είχε στείλει. Η Δέλτα δημιούργησε το έργο της κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Σε εκείνη την περίοδο η Οθωμανική Αυτοκρατορία έδειχνε με σαφήνεια πως διαλυόταν. Άρα, κίνδυνος για το μέλλον της Ελλάδας δεν ήταν τόσο αυτή όσο η Βουλγαρία, που έδιωχνε κι αυτή από τα εδάφη της τον οθωμανικό ζυγό. Κάπως έτσι ήταν και οι απόψεις του Δραγούμη. Που η Δέλτα τις ενστερνίστηκε και μέχρι την τελευταία στιγμή τις υπερασπίστηκε. Κι όταν πλέον μετά την απελευθέρωση και το τέλος του Εμφυλίου η χώρα βημάτιζε δίπλα στους δυτικούς της συμμάχους, το έργο της Δέλτα και η αυτοκτονία της, καθώς στην Αθήνα ακουγόταν ο ναζιστικός βηματισμός, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βασικό λογοτεχνικό εργαλείο διάπλασης εθνικής συνείδησης των νέων γενεών. Άλλωστε η Δέλτα ανήκε στην άρχουσα τάξη. Η οικογένεια Μπενάκη ήταν από τις οικογένειες εκείνες που ποικιλοτρόπως επηρέαζαν την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Στο πρόσωπο, μα και στο άρτια γλωσσικά δομημένο έργο της Πηνελόπης Δέλτα, η φιλοπατρία θα ενωνόταν με τον αντικομμουνισμό, ακόμα και με την όποια αντιαριστερή ιδεολογία. Κι όπως ομολογουμένως υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες συγγραφείς για να διεκδικήσουν τον ρόλο του ιδρυτή της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, το έργο της Δέλτα –με τη σαφέστατη, επαναλαμβάνω, ενδιαφέρουσα γλωσσική υπόστασή του– μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως αρχή της ποιοτικής λογοτεχνίας για παιδιά. Κάπως έτσι και με μια κάπως, ομολογώ, ανορθόδοξη προσέγγιση, επανατοποθετώ την Πηνελόπη Δέλτα στη θέση που ήδη –αλλά για τους λόγους που προανέφερα– κατέχει. Και αυτές οι σκέψεις μου αυτομάτως με οδηγούν σε ένα άλλο συμπέρασμα: στο πόσο τελικά μπορεί η Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα. Έγραψα –και όχι τυχαία– κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα. Αλλά θα πρέπει να δεχτούμε πως ένα τέτοιο ρεύμα δεν είναι πάντα και αυτό που διοικεί τη χώρα. Στο δεύτερο τουλάχιστον μισό του 20ού αιώνα και κυρίως στα τελευταία είκοσι πέντε με τριάντα χρόνια του, ως κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα νομίζω ότι είναι εκείνο που μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς ως ρεύμα μιας πλατύτερης αστικής προοδευτικής σκέψης που συχνά εισερχόταν και εντός του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς. Δεν χρειάζεται παρά να θυμηθούμε την Άνοιξη του ’60, που, αν και βίαια ακρωτηριάστηκε από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, μετά τη σκοτεινή επταετία επανέρχεται με την εμφάνιση νέων κομμάτων, την απελευθέρωση της παρουσίας αριστερών πολιτικών ομάδων, την άνοδο των Σοσιαλιστών και τις σκέψεις και τα έργα που μέσα σε αυτά τα χρόνια γεννήθηκαν – από κάποιους αμφισβητήθηκαν, από άλλους υποστηρίχθηκαν, τελικά άνθισαν και έδωσαν καρπούς. Να φέρουμε π.χ. στον νου τις μελοποιήσεις στίχων του Ρίτσου και του Λειβαδίτη, τις ιδιόμορφα ανατρεπτικές συνθέσεις του Χατζιδάκι σε στίχους του Γκάτσου, αλλά και γενικότερα τα τραγούδια που στηρίχτηκαν σε ποιήματα μεγάλων ποιητών, Ελλήνων και ξένων, κι ακόμα τις καινοτόμες θεατρικές παραστάσεις, τους ναύτες του Τσαρούχη, τις ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου, το πολιτικά βιβλία που εκδόθηκαν, τα ποικίλα νέα περιοδικά που διαμόρφωναν νέες αντιλήψεις, τα Φεστιβάλ Νεολαίων στα διάφορα άλση της πρωτεύουσας, και διάφορα άλλα παρόμοια. Κι αν θυμηθούμε έτσι γρήγορα αυτά όλα, αμέσως μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τη θέση που πιο πάνω σημείωσα: στο πόσο δηλαδή μπορεί η Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα. Οπότε και κατανοούμε το πώς τη θέση της Πηνελόπης Δέλτα καταλαμβάνουν –χωρίς να την εκδιώκουν από αυτήν– η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή. Όπως η Δέλτα, έτσι κι αυτές γράφουν σε πολύ καλή γλώσσα, περιγράφουν ζωντανά την πολιτική κατάσταση των ημερών τους, συνθέτουν μυθιστορήματα στα οποία μια νέα μορφωμένη μεσοαστική και με στοιχεία προοδευτικών και αστικά αριστερών απόψεων τάξη πρωταγωνιστεί. Κι όπως η Δέλτα είχε στενές σχέσεις με πρόσωπα θρύλους της εποχής της, έτσι η Ζέη και η Σαρή έχουν στενές σχέσεις με πολιτικά και πνευματικά –με την ευρύτερη αλλά και όχι μόνο– πρόσωπα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Μα ας μη μείνει ασχολίαστο και το γεγονός πως στα μυθιστορήματα των Ζέη και Σαρή δεν επισημαίνει κανείς όσα παρατηρήσαμε στα έργα της Δέλτα. Στο Το καπλάνι της βιτρίνας, για παράδειγμα, όπως και στο Όταν ο ήλιος –και σε όλα τα άλλα μυθιστορήματα των δυο συγγραφέων– ο εθνικισμός απουσιάζει και οι ήρωες ζούνε την εποχή στην οποία τα έργα γράφτηκαν και με αξιοσημείωτο πλουραλισμό την εκφράζουν. Θα έλεγα πως μια τέτοια συγγραφική στάση ήταν αναμενόμενη, μιας και από τον μονοσήμαντο εθνικισμό του πρώτου μισού του 20ού αιώνα έχουμε πλέον φτάσει στην εμφάνιση προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων. Μα ας σταθούμε στην αφορμή συγγραφής αυτού του άρθρου και τελικά ας παραδεχτούμε πως κατά τη διάρκεια της δημιουργικής ζωής τους και οι τρεις αυτές γυναίκες συγγραφείς επίδρασαν στη διαμόρφωση των πολιτιστικών και πολιτικών απόψεων της μέσης κοινής γνώμης πολύ περισσότερο από τον όποιον άλλον Έλληνα συγγραφέα δημιούργησε στις αντίστοιχες χρονικές περιόδους. Γεγονός που φωτίζει και μια άλλη δυναμική των κειμένων για παιδιά και νέους, όταν αυτά γράφονται από επαρκέστατους λογοτέχνες. Καθώς ολοκληρώνω αυτή τη σίγουρα σύντομη και –επαναλαμβάνω– εντελώς προσωπική άποψή μου πάνω στη σχέση κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος με την προβολή/επίδραση έργων και δημιουργών της Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας, θέλω να τονίσω και να υπογραμμίσω πως με τίποτε δεν επιχειρώ να μειώσω το κύρος των βιβλίων αυτών των τριών συγγραφέων. Κι αν ως παιδί με κράτησε απόμακρα η Δέλτα, αργότερα χάρηκα όταν διέκρινα πίσω από την εθνική στράτευσή της να σιγοκαίει ένα ερωτικό πάθος. Ως νέος, δε, συγγραφέας θήτευσα, διδάχτηκα, θαύμασα και θαυμάζω τις γραφές των Ζέη και Σαρή. Αλλά από ένα σημείο και μετά αναζητώ υπόγειες διαδρομές σκέψεων, ακόμα κι αν κινδυνεύω να βρεθώ σε αδιέξοδα. Γιατί βέβαια τα λογοτεχνικά έργα και οι δημιουργοί τους διεκδικούν τη διαχρονικότητά τους όταν αποδέχονται τις επαναγνώσεις τους. Μα και μια ακόμα σκέψη οφείλω να καταθέσω – έναν προβληματισμό, πιο σωστά. Καθώς έχουμε ήδη μπει σε εποχές που το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο οι νέοι συγγραφείς γράφουν έχει πάψει να έχει πολιτική ταυτότητα, ποιες ή ποιοι τάχα μπορεί να είναι εκείνοι που θα έρθουν να συγκατοικήσουν με την Πηνελόπη Δέλτα, την Άλκη Ζέη και τη Ζωρζ Σαρή; Θέλω, δηλαδή, να καταθέσω τον προβληματισμό μου στο κατά πόσο οι σημερινοί Έλληνες συγγραφείς παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, που ανάμεσά τους υπάρχουν ιδιαίτερα σημαντικά ταλέντα, θα μπορέσουν να βρεθούν δίπλα στις Δέλτα, Ζέη και Σαρή και το έργο τους να έχει –και να αναγνωριστεί πως έχει– μια δυναμική και πολυδύναμη σχέση με το σύγχρονό του κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Μάλλον δεν θα μπορέσουν, μιας και η εποχή μας δεν καλλιεργεί πολιτικές και ιδεολογικές ταυτότητες. Οπότε, από τη σημερινή γενιά των καλών συγγραφέων, είναι πιστεύω κάπως δύσκολο κάποια ή κάποιος να αναδειχθεί σε εκφραστή της εποχής τους. Κι αυτό δεν είναι θέμα ταλέντου. Καθόλου μάλιστα. Απλούστατα οι σημερινοί συγγραφείς –κάθε κατηγορίας– έχουν μια υπαρξιακή μοναχικότητα. Επομένως, αν κάποιος ή κάποια αναρριχηθεί σε αυτή τη θέση, το πιθανότερο είναι πως θα το πετύχει επειδή θα προέρχεται και θα υποστηρίζεται από τον χώρο της επικοινωνίας. Στην εποχή των Μέσων Μαζικής Δικτύωσης και της Τεχνητής Νοημοσύνης, που ήδη έχει ανατείλει, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ιδεολογίες, μα ούτε και άτομα που να διαθέτουν, πέρα από ένα σημαντικό πολιτικό προφίλ, και μια καλώς εμπεδωμένη κουλτούρα για να συμπορευθούν και να υποστηρίξουν τους δημιουργούς. Θα υπάρχουν –υπάρχουν ήδη– άτομα απλώς ικανά να διαχειρίζονται με επάρκεια την αυτοπροβολή τους. Και από αυτά, λοιπόν, θα προέλθει εκείνο που θα μετατρέψει –ψευτίζοντάς το;– το υπάρχον συγγραφικό τρίγωνο σε τετράγωνο; Ας ελπίσουμε και ας ευχηθούμε, τουλάχιστον, να χειρίζονται καλά την ελληνική γλώσσα… Αν και μάλλον ουτοπικό κάτι τέτοιο θα πρέπει να θεωρηθεί, μιας και η ίδια αυτή γλώσσα υποτιμάται από τον διεθνή χαρακτήρα της σχέσης τεχνολογίας και νέων μορφών αφηγήσεων.

11.12.24

Νίκος Βόπης «Στο φως»

Νίκος Βόπης «Στο φως» Μικρές αφηγήσεις» Κάπα Εκδοτική Ο Νίκος Βόπης είναι Αθηναίος με καλές σπουδές στη ψυχοθεραπεία. Στο σύντομο βιογραφικό του, κάπου προς το κάτω μέρος του οπισθόφυλλου του βιβλίου, διαβάζουμε και πως έχει περιπλανηθεί -η επιλογή της λέξης δική του- σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού. Κι ακόμα, στο ίδιο πάντα βιογραφικό, θα διαβάσουμε πως στηρίζεται πολύ τόσο στην επιστήμη όσο και στη λογοτεχνία. Πιστεύει πως μέσα από τη συνύπαρξη αυτών των δύο, το άτομο οδηγείται σε μια δική του μεν, αλλά και παράλληλα καθολική αλήθεια. Αυτό ακριβώς είναι και το θέμα των δώδεκα αφηγήσεων του συγκεκριμένου τόμου. Αφηγήσεις -όχι διηγήματα. Ο Βόπης επιλέγει να ξεδιπλώνει τις ιστορίες των ανθρώπων / ηρώων του με τη μορφή μιας αποστασιοποιημένης κατανόησης. Στην ουσία καταγράφει περιπτώσεις ανθρώπων που τον εμπιστεύθηκαν ως ψυχοθεραπευτή για να τους οδηγήσει από το αδιέξοδο τους προς μια φωτεινή διέξοδο. Άλλωστε έχει διαμορφώσει και το συγγραφικό του alter ego. Ο επαγγελματίας ψυχοθεραπευτής Πέτρος θα είναι εκείνος που θα υποδέχεται το κεντρικό πρόσωπο της κάθε ιστορίας, ενώ ο ίδιος ο Βόπης κρατά σταθερά τον ρόλο του τριτοπρόσωπου αφηγητή. Έτσι ο αναγνώστης έχει στα χέρια του την εξιστόρηση δώδεκα ιστοριών ανθρώπων που είχαν κάνει τη λάθος επιλογή και που αναζητούσαν την επανεκκίνηση της ζωής τους. Συνήθης τακτική πολλών ανθρώπων που η επαγγελματική τους ενασχόληση με την ψυχή των άλλων τους έδωσε την ευκαιρία να καταγράψουν περιστατικά ψυχοθεραπείας. Και επίσης, συνήθως τέτοια μορφής έργα ‘γέρνουν’ κατά κάποιο τρόπο προς μια αφήγηση κάπως ουδέτερη, ακόμα και εκλαϊκευμένη Ο Νίκος Βόπης όμως μαζί με τη ψυχοθεραπεία θέλει να υπηρετήσει και τη λογοτεχνία. Και αναζήτησε τον δικό του τρόπο αφήγησης για να το επιτύχει αυτό. «Ο Κωνσταντίνος ένιωσε την πιο ηχηρή σφαλιάρα της ζωής του να προσγειώνεται στο πρόσωπό του. Ξαφνικά κενό. Το σακάκι του έμεινε φορεμένο στο ένα του χέρι και το άλλο μισό να κρέμεται. Κρατούσε το τηλέφωνο με το χέρι στο αυτί του και το βλέμμα του χάθηκε. Στην άλλη γραμμή η μητέρα του έκλαιγε και του έλεγε πως πηγαίνουν στο νοσοκομείο γιατί ο πατέρας του είχε πάθει μάλλον εγκεφαλικό». Μια περιγραφή αντίδρασης με λεπτομέρειες που ταιριάζουν σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και που λίγες σελίδες πιο κάτω θα δώσουν τη θέση τους σε μια πλέον ‘επιστημονική’ περιγραφή: «Ίσως ήταν η συνειδητοποίηση της απουσίας των συναισθημάτων που υπήρχε σε πρωτογενές πλάνο σε αυτή τη σχέση πατέρα-γιου» Κάπου εδώ νομίζω πως μπορεί κανείς να εντοπίσει το προσωπικό στοιχείο που ο Νίκος Βόπης φέρνει στη λογοτεχνία μας. Την συνύπαρξη της ταύτισης με την παρατήρηση. Και βέβαια με τη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζει ανθρώπους και περιπτώσεις , προσφέρει μια συλλογή αφηγήσεων οι οποίες κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ παράλληλα και φέρνουν κοντά του δώδεκα περιπτώσεις ανθρώπων της διπλανής πόρτας που αν και μπορεί καθημερινά να τους συναντούμε, στην ουσία τους αγνοούμε μιας και όχι μόνο εμείς δεν δείχνουμε διάθεση να τους προσέξουμε, αλλά και οι ίδιοι -αυτό είναι το βασικό πρόβλημα- επιζητούν να παραμείνουν εγκιβωτισμένοι στο κελί που χωρίς να το καταλάβουν έχουν εγκλωβιστεί. Ενδιαφέρουσα -και μάλιστα πολλαπλά- συλλογή αφηγήσεων… Τελικά και γιατί όχι και διηγημάτων. https://www.fractalart.gr/sto-fos/ (510 λέξεις)

7.12.24

Συνέντευξη στο femalevoice

1. Πόσο δύσκολο ήταν να περιγράψετε την απώλεια με τρόπο που να απευθύνεται σε παιδιά; -Η απώλεια μαζί με την πληγή στην ψυχή φέρνει και μια ενδυνάμωση της μνήμης. Το πρόσωπο που έφυγε από δίπλα μας υπήρξε σημαντικό για εμάς διότι μαζί του μοιραστήκαμε και βιώσαμε μεγάλες στιγμές, καθοριστικές για τη ζωή μας. Μπορείς κανείς, λοιπόν, αυτό ακριβώς να τονίσει σε ένα παιδί που θέλει να του περιγράψει την απώλεια. Συνηθίζω να λέω πως όσο κάποιον τον θυμόμαστε και μιλάμε για αυτόν, στην ουσία παραμένει δίπλα της. Μπορεί να μην τον βλέπουμε, να μην τον αγγίζουμε… Αλλά είναι δίπλα μας… Ακόμα περισσότερο -μέσα μας. 2. Ποια συναισθήματα θέλατε να προκαλέσετε στους αναγνώστες σας μέσα από την ιστορία; - Μα ακριβώς αυτό που πιο πριν σας είπα. Και κάτι ακόμα -το πόσο σημαντικό είναι όχι μόνο για ουσιαστικό λόγο να χαμογελάμε, αλλά και για εξίσου σημαντικό λόγο να δακρύζουμε. Η χαρά και η λύπη -το ‘γεια σου’ και το ‘αντίο’. Η ζωή όλων μας ανάμεσα στα δυο αυτά άκρα κινείται. Ας το μαθαίνουμε από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας. 3. Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που θέλατε να εκφράσετε μέσω του χαρακτήρα της γάτας; - Όχι. Το γατί απλώς είναι το εύρημα για να αισθανθεί ο ήρωας όλα όσα αισθάνθηκε. Στην ουσία αυτό το γατί δεν είναι παρά ο ‘άλλος΄ που μας βοηθά να μετατρέψουμε το ‘εγώ’ στο ‘εμείς’. 4. Πώς επιλέξατε να παρουσιάσετε το παιδί και την αντίδρασή του στην απώλεια; - Εννοείται πως επέλεξα αυτήν την ίδια την ιστορία που αφηγήθηκα; Μα δεν έκανα τίποτε περισσότερο παρά να αφηγηθώ όσα είχα εγώ ο ίδιος ως παιδί είχα ζήσει. Βέβαια τα αφηγήθηκα βασισμένος όχι μόνο στα όσα θυμάμαι πως είχα τότε αισθανθεί, αλλά και με την ερμηνεία που ως ενήλικος πλέον τους δίνω. Να το πω με άλλα λόγια -αφήγηση με τη βοήθεια μιας ενήλικης παιδικότητας. Μόνο αυτήν γράφονται καλά βιβλία για παιδιά… Για παιδιά και όχι μόνο 5. Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος στόχος σας με τη διαδρομή αυτής της σχέσης; - Η σχέση μου με εκείνο το μικρό γατί κράτησε στην ουσία κάποιους μήνες. Αλλά επηρέασε όλη μου την ζωή. Μια διαδρομή που στην ουσία ακόμα συνεχίζεται. Μα πολλούς ακόμα άλλους συνεπιβάτες. 6. Το τέλος της ιστορίας αφήνει περιθώρια για ελπίδα; Πώς αντιμετωπίζει το παιδί την απώλεια; - Δεν είναι τόσο αν αφήνει ή όχι περιθώρια για ελπίδα, όσο το ότι ανοίγει όλα τα παράθυρα στην αισιοδοξία. Γιατί -σκεφτείτε το!- για ποια απώλεια μιλάμε; Έχουν περάσει κοντά εξήντα χρόνια και ακόμα συζητάμε για εκείνο το γατάκι. Στέκεται δίπλα μας και καθορίζει την κουβέντα μας. 7. Ποιος είναι ο ρόλος της αγάπης και των αναμνήσεων στο να ξεπεράσει κανείς την απώλεια; - Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα στον πλανήτη μας που διαθέτει μνήμη. Πάνω σε αυτήν την ιδιότητα χτίστηκε όλος ο πολιτισμός μας. Γιατί μπορεί όλοι μας να φοβόμαστε τον δικό μας θάνατο και τον θάνατο των αγαπημένων άλλων, αλλά επίσης όλοι μας και από τα πρώτα, πρώτα χρόνια της ζωής μας γνωρίζουμε πως θα συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτά τα δυο ακραία συναισθήματα τα συμφιλιώνουν κατά κάποιον τρόπο οι αναμνήσεις. 8. Θεωρείτε ότι η απώλεια ενός ζώου είναι καλή ευκαιρία για να μάθει ένα παιδί για την έννοια του θανάτου; - Πάντα ήταν. Και μάλιστα σε εποχές που ο άνθρωπος από τη μικρή του ηλικία εντάσσονται μέσα στη καθημερινότητα της Φύσης. Τώρα όλοι ζούμε -και μαζί με εμάς και τα παιδιά μας- μέσα στην ψευδαίσθηση ενός κελύφους προστασίας. Λάθος -τόσο εμείς οι ενήλικες μένουμε απροστάτευτοι, μα και τα παιδιά μας τα μεγαλώνουμε χωρίς βασικά εφόδια ουσιαστικής και με περιεχόμενο επιβίωσης. 9. Αν μπορούσατε να γράψετε μια συνέχεια, πώς θα εξελισσόταν η ζωή του παιδιού μετά την απώλεια της γάτας; - Δεν χρειάζεται να τη γράψω. Την έχω ζήσει. 10. Αν η γάτα είχε «φωνή» στην ιστορία, τι πιστεύετε ότι θα ήθελε να πει στο παιδί πριν φύγει; - Πολλές φορές για τα πλέον σημαντικά μας συναισθήματα δεν μιλάμε. Απλώς τα δείχνουμε. https://femalevoice.gr/o-manos-kontoleon/

4.12.24

«H έμπνευση και η γέννηση ενός συγγραφέα»

«H έμπνευση και η γέννηση ενός συγγραφέα» Είναι γνωστό ότι Κοντολέων πολλά χρόνια τώρα δημιουργεί με επιτυχία βιβλία για όλες τις ηλικίες: για ενηλίκους, για εφήβους, για παιδιά. Τονίζω τη λέξη επιτυχία, γιατί έχει αποδειχτεί ότι αναγνωρισμένοι συγγραφείς της «ενήλικης» λογοτεχνίας, στην προσπάθειά τους να γράψουν για παιδιά, μάλλον δεν έχουν την ίδια τύχη. Τούτο δείχνει το πόσο δύσκολο εγχείρημα αποτελεί η σχετική συγγραφή. Αρκετά από τα βιβλία του Κοντολέων είναι διηλικιακά κι είναι εκείνος που, ως υπεύθυνος για την επιλογή νεανικών βιβλίων στις εκδόσεις Πατάκη, είχε προτείνει για μετάφραση σειρά εφηβικών μυθιστορημάτων, τα περισσότερα crossover, ήδη από τη δεκαετία του 90. Μυθιστορήματα που ώθησαν περαιτέρω και την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή με σχετικά βιβλία για εφήβους. Τα δε βιβλία του για πολύ μικρά παιδιά διαβάζονται ευχάριστα από τους ενήλικες κι είναι σαν να «υπαγορεύουν» μια ατμόσφαιρα συνανάγνωσης στην οικογένεια ή στη σχολική τάξη. Το πρόσφατο «Τα Δώρα», στον πυρήνα του, κρύβει την έννοια της έμπνευσης που μπορεί να ξεκινήσει από συγκεκριμένη πηγή γεμάτη αισθήματα και αισθήσεις. Σε πολλά βιβλία του ο Κοντολέων είναι αυτοαναφορικός, κυρίως με την έννοια ότι αποκαλύπτει στοιχεία της συγγραφικής του πορείας αλλά και τα εργαλεία της τέχνης του. Εδώ με έναν αποκαλυπτικό και συνάμα δημιουργικό τρόπο, φανερώνει ίσως το πιο εμβληματικό στοιχείο για έναν δημιουργό: την αφορμή της δημιουργίας του ως συγγραφέας. Βέβαια, δεν μπαίνει καν το ερώτημα αν ο ίδιος θα γινόταν συγγραφέας χωρίς το συγκεκριμένο στοιχείο. Ένα ηφαίστειο ακόμη κι αν εμποδιστεί, θα εκραγεί. Αλλά στο βιβλίο μιλάμε για τον Μάρκο όχι για τον …Κοντολέων. Ή για τη Νεφερτίτη και όχι για τον …Ποκοπίκο, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Είναι το συγγραφικό παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία… Ή ανάμεσα στο «Τίποτα από εμένα δεν φαίνεται», το moto του Κοντολέων. Από τη θεωρία είναι γνωστό ότι ένα βιβλίο λειτουργεί πάντα σε τρία αλληλοσυνδεόμενα περιβάλλοντα: στο πριν της συγγραφής, στη συγγραφή, στο μετά τη συγγραφή. Έτσι, ο Κοντολέων μάς δεικνύει το «πριν» πληροφορώντας μας για την εμπειρία που είχε ο μικρός μοναχικός Μάρκος, η περσόνα του, δηλαδή, με ένα γατάκι, τη Νεφερτίτη, περσόνα του Ποκοπίκο, το οποίο στη συνέχεια μέχρι που έφυγε από τη ζωή τον γέμιζε με δώρα, που αργότερα θα τα βρει στη ζωή του και θα τα αποτυπώσει στα βιβλία του, παράλληλα, προσφέροντάς τα στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες. Γιατί με αφορμή την αναχώρηση της Νεφερτίτης, ο μικρός Μάρκος έγραψε το πρώτο του κείμενο με ήρωα το γατάκι Ποκοπίκο, το οποίο δημοσίευσε, στο μακρινό 1960, με το ψευδώνυμο «Αρχιδούξ» στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται τα κείμενο μαζί με δύο άλλα που είχε δημοσιεύσει στο ίδιο περιοδικό, κείμενα που «προαναγγέλλουν» τον μελλοντικό συγγραφέα. Επίσης, υπάρχει και όλη η ιστορία, τώρα, σε πρώτο πρόσωπο μαζί με άλλες πληροφορίες για το πρώτο συγγραφικό εγχείρημά του. Στις εικόνες της Ιφιγένειας Καμπέρη αναδύονται ωσάν να μιλούν, τα συναισθήματα που προκαλούνται από τη σχέση αγάπης των δύο φίλων, τα οποία αποκρυπτογραφώντας την υπόθεση αυτής της ευαίσθητης ιστορίας και στοχεύοντας προς το μέλλον, μεταβιβάζονται και στον αναγνώστη, όπως: συντροφιά, μέλλον, ανακαλύψεις, φιλία, σχέση, φόβοι, πόνος, προσμονή, ελπίδα, απώλεια, αποχαιρετισμός, μνήμη, απόφαση, ανταπόδοση και τέλος: δημιουργία. Η τελευταία λέξη κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, για το «μετά». Κι όταν βλέπω «ανοιχτά βιβλία» θα πω ότι, παρόλο που το συγκεκριμένο είναι βραχείας έκτασης, εντούτοις παραπέμπει σε πολλές σύνθετες αλλά και απλές χρήσεις. Ας πούμε, στο πανεπιστήμιο σε μαθήματα, όταν τα περικειμενικά-αυτοαναφορικά στοιχεία ξεκλειδώνουν περαιτέρω την κύρια υπόθεση, αλλά και ότι το κάθε βιβλίο, πραγματώνεται πέρα από τις σελίδες του, διαφορετικά από κάθε αναγνώστη και σε κάθε περίπτωση είναι πλουσιότερο από τις ατομικές του πραγματώσεις. Επίσης, το βιβλίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ιδίως στο σχολείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, για παρακίνηση των παιδιών στη δημιουργική γραφή και για την ανάπτυξη της ζωοφιλίας μέσα από τις προτιμήσεις τους για διάφορα ζώα. Όπως επίσης, τα παιδιά, μπορούν να στείλουν επιστολές σε συγγραφείς με το ερώτημα τι τους ώθησε, ώστε να ασχοληθούν με τη συγγραφή. Άλλωστε το συγκεκριμένο ερώτημα είναι σύνηθες των παιδιών προς τους συγγραφείς κατά τις επισκέψεις τους στα σχολεία. Άλλο ένα βιβλίο, λοιπόν, του Κοντολέων με πολλαπλές προεκτάσεις. *Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι συγγραφέας, κριτικός, τ. πανεπιστημιακός https://www.fractalart.gr/manos-kontoleon-ta-dora/