Μάνος Κοντολέων
Ημερολόγιο συγγραφικών περιπλανήσεων
22.2.25
Αλεχάντρο Παλόμας «Ένας τόπος με το όνομά σου»
Αλεχάντρο Παλόμας
«Ένας τόπος με το όνομά σου»
Μετάφραση : Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου
Εκδόσεις Opera
Ο Αλεχάντρο Παλόμας (Βαρκελώνη 1967)vσπούδασε Αγγλική Φιλολογία και ολοκλήρωσε τις σπουδές του μ’ ένα Master in Poetics στο New College του Σαν Φρανσίσκο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μετέφρασε έργα σημαντικών συγγραφέων όπως, μεταξύ πολλών άλλων, η Κάθριν Μάνσφιλντ, ο Όσκαρ Ουάιλντ, η Γερτρούδη Στάιν και ο Τζακ Λόντον. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες.
Από τις εκδόσεις Οpera κυκλοφορούν στα ελληνικά τα βιβλία του: Ένας γιος (Εθνικό Βραβείο Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας της Ισπανίας), Ένα μυστικό, Ένας σκύλος, Μια μητέρα (Βραβείο Nadal) και τώρα το «Ένας τόπος με τ΄όνομά σου»
Ομολογώ πως έχοντας διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία, θεωρώ τον Παλόμας ως ένα από τους πλέον ικανούς συγγραφείς της εποχής μας στο να καταγράφει τις διαπροσωπικές σχέσεις. Και κυρίως αυτές που συνδέουν τα μέλη μιας οικογένειας.
Στο τελευταίο του αυτό μυθιστόρημα, η ικανότητά του αυτή ξεδιπλώνεται και περιλαμβάνει πολλά ζεύγη σχέσεων, τα οποία και παράλληλα συνδέει μεταξύ τους.
Μια εβδομηνταπεντάχρονη γυναίκα που η σύντροφός της αν και νεκρή πλέον, παραμένει δίπλα της και συνομιλεί μαζί της* μια σαραντάχρονη κόρη που έχει επιλέξει να εργάζεται σε διαφορετικά γεωγραφικά μήκη και πλάτη μιας και δεν τολμά να ξεκαθαρίσει τις σχέσεις της με τη μητέρα της* ένας κτηνίατρος υπεύθυνος για τους ελέφαντες ενός ζωολογικού πάρκου που δεν τολμάει να αποδεχτεί τον θάνατο της αδελφής του* ένα μικρό κορίτσι που προσπαθεί να κατανοήσει τις αντιδράσεις μιας κακοποιημένης ελεφάντινας -αυτοί είναι τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Πρόσωπα που το καθένα από αυτά κινείται σε μοναχικούς ατραπούς, μα την ίδια στιγμή και καταφέρνουν να μεταφέρουν τα συναισθήματα του ενός προς τους άλλους.
Με μια κάπως γεωμετρική προσέγγιση θα έλεγα πως τα δυο σημεία που ορίζουν μια ευθεία, εμπλουτίζονται με ένα τρίτο και δημιουργούν ένα τρίγωνο, που όμως κι αυτό με τη σειρά του προσκαλεί ένα τέταρτο σημείο και δημιουργείται ένα τετράπλευρο. Κι όλοι αυτοί οι σχηματισμοί πάνω σε ένα επίπεδο -άλλωστε μιλάμε για γεωμετρία και όχι στερεομετρία.
Κι αυτό ίσως γιατί ο Παλόμας έχει επιλέξει όλα να εξελίσσονται σε καθορισμένο τόπο, που αν και ξεχασμένος για χρόνια από την εξέλιξη ξαφνικά θα υποστεί τις συνέπειες της οικονομικής εκμετάλλευσή του.
Οπότε όλα ανατρέπονται -άνθρωποι και ζώα επιλέγουν ή εξαναγκάζονται σε μετοικίσεις και έτσι όμως κατακερματίζεται η όποια συνήθεια έχει επιβληθεί, ο καθένας από αυτούς θα πρέπει να επιλέξει μια νέα ζωή που υποστηρίζεται από το πλέον βαθιά κρυμμένο όνειρό του.
‘Ένα τόπος με το όνομά σου’ -ο τίτλος του μυθιστορήματος υποδηλώνει πως είναι ο άνθρωπος που δίνει ταυτότητα σε ένα τόπο, μια ταυτότητα που αν δεν της δοθεί η ευκαιρία να καταγραφεί και αναγνωριστεί θα παραμένει πάντα μετέωρη, ευάλωτη και ημιθανής.
Οπότε με το τελευταίο του αυτό έργο, ο Παλόμας τις διαπροσωπικές σχέσεις τις προεκτείνει σε ένα φυσικό περιβάλλον, στην ουσία συνδέει το άτομο με την ίδια τη Φύση. Και όπως το κάθε άτομο είναι μοναδικό, εντελώς διαφορετικό από το κάθε άλλο, έτσι και οι φυσικοί τόποι αποκτούν μια αυτοτέλεια σε κατευθείαν όμως συσχέτιση με τη ματιά και το περιεχόμενο που ο καθένας μας τους δίνει.
«Είμαστε ένας μικρός πλανήτης* ένας πλανήτης-τραπέζι με τα φωτεινά του σημεία, τα πιάτα του που πρέπει να μαζευτούν, τα μισογεμάτα ποτήρια της σαμπάνιας και δυο γατιά ξαπλωμένα σε μιαν άκρη, κοιμισμένα πάνω στο τραπεζομάντιλο.»
Μυθιστόρημα που δεν στηρίζεται στη δράση, αλλά στα συναισθήματα και στις αναπολήσεις όσων έχουν επιτελεστεί. Οι χαρακτήρες του λες και ξεφεύγουν από το πλήθος και αποφασίζουν να υποστηρίξουν την ιδιαιτερότητά τους.
«Κινούνταν ανάμεσα στα ερείπια σαν να ήταν τα δωμάτια ενός μεγάλου αρχοντικού που κατοικούσαν όντα με τα οποία μοιραζόταν τον χώρο και την εγκατάλειψη: Νυχτερίδες, σπουργίτια, φωλιές ασβών, χορτάρια παντός είδους… Η Έντιθ ήταν εμποτισμένη με αυτό που της ανήκε, και καθώς το μοιραζόταν μαζί μου, μου έλεγε πράγματα για την ίδια, για τη ζωή της εκεί με την Αντρέα, για τις αρχές και τα φινάλε που ακόμα δεν είχαν έρθει»
Ένας στοχαστικός συγγραφέας του καιρού μας και παράλληλα ένας διαχρονικός στοχαστής -αυτός είναι ο Αλεχάντρο Παλόμας που ξέρει να φιλοσοφεί με απλότητα, να προσεγγίζει τον άλλον με τολμηρή κατανόηση και κυρίως να επιμένει πως ουσία έχει ο απόλυτος αυτοσχεδιασμός της ζωής, την ίδια όμως στιγμή kai πως δε θα πρέπει να λησμονούμε πως –‘πρέπει να γυρίζουμε πίσω* στο σπίτι.»
Δύσκολα μπορώ να θυμηθώ άλλον σύγχρονο συγγραφέα που έχει ασχοληθεί τόσο βαθιά -με ρεαλισμό όσο και με μαγεία- με τις διαπροσωπικές και κατ΄ επέκταση και με τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και το πως εντέλει ο άνθρωπος ήταν, είναι και πρέπει να παραμείνει μέρος της ιδίας της Φύσης.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτό το σημείωμα πάνω σε ένα τόσο απλό όσο και βαθιά στοχαστικό έργο, με ένα ακόμα απόσπασμα, που νομίζω πως δίνει και το στίγμα όλου μυθιστορήματος: « Με αυτόν τον τρόπο, δείχνοντας μπροστά μου το συναίσθημά του, μου το δώριζε όπως μόνο ένα μικρό παιδί δωρίζει κάτι στη φίλη του. Είσαι φίλη μου και είμαστε δικοί σου, η λύπη μου κι εγώ. Αυτό ήταν το μήνυμα. Ο Ίων μου έδειχνε τη λύπη του, την πιο βαθιά, που ράγιζε καθώς μιλούσε. Και μου την έδειχνε όπως αφήνουμε να φανεί αυτό το μικρό και σκληρό κοκαλάκι που κρατάμε κρυμμένο πίσω από την πιο εύθραυστη ιστορία μας».
Πολυσέλιδο και προσφερόμενο σε πολλαπλές αναγνώσεις μυθιστόρημα που η Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου το μετέφερε με επιτυχία στη γλώσσα μας.
(870 λέξεις)
(Βιβλιοδρόμιο, 22/2/2025)
11.2.25
Claire Keegan «Ανταρκτική»
Claire Keegan
«Ανταρκτική»
Διηγήματα
Μετάφραση: Μαρτίνα Ασκητοπούλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Γεννημένη στον Ιρλανδία το 1968, η Claire Keegan είναι σήμερα μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες παρουσίες στο χώρο των αγγλόφωνης λογοτεχνίας.
Και η αναγνώριση αυτή έχει έρθει από την πρώτη κιόλας συλλογή της που κυκλοφόρησε το 1999 και που στη χώρα μας μόλις πρόσφατα μεταφράστηκε, μετά από την μεγάλη επιτυχία που το ελληνικό αναγνωστικό κοινό επεφύλαξε στα άλλα της βιβλία -«Μικρά πράγματα σαν κι αυτά», «Τα τρία φώτα» και «Πολύ αργά πια».
Τα βιβλία της Claire Keegan έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες, έχουν τιμηθεί με σημαντικά βραβεία, οι ιστορίες της έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
Σαφέστατα μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως είναι και η ίδια μια σημαντική εκπρόσωπος της ιρλανδικής λογοτεχνίας -θυμίζω κάποιους μόνο από τους συγγραφείς της- Τζαίημς Τζόις, Όσκαρ Ουάιλντ, Σάμιουελ Μπέκετ, Σεμπάστιαν Μπάρρυ κ.α.
Η Claire Keegan είναι συγγραφέας της σύντομης φόρμας -εννοώ πως είτε γράφει μυθιστόρημα / νουβέλα, είτε διηγήματα, επιλέγει ένα τρόπο αφήγησης όπου η πλοκή απλώνεται σε λίγες σελίδες. Περισσότερο την ενδιαφέρει να υπονοήσει συναισθήματα βαθιά κρυμμένα, παρά να καταγράψει γεγονότα και αντιδράσεις
Κι αυτή η τεχνική της είναι σαφής από το πρώτο της κιόλας βιβλίο -τη μοναδική έως τώρα συλλογή διηγημάτων της «Ανταρκτική».
Οι χώροι όπου θα ξεναγήσει τον αναγνώστη της είναι ή οι επαρχίες της Ιρλανδίας, ή κάποιες απομονωμένες περιοχές της Βόρειας Αμερικής.
Στην ουσία είναι συγγραφέας της υπαίθρου και των απόμακρων κωμοπόλεων καθώς αναζητά αποτυπώματα της Φύσης για να πλησιάσει τον ψυχισμό των ανθρώπων.
«Το αγόρι σωπαίνει. Πίσω από την ασφάλεια των ώμων της, αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, Πέρα από κείνη, τίποτα. Μόνο βαθιά, μαύρα νερά και από κάτω ένας κόσμος απαλής, βελούδινης λάσπης. Ατέλειωτη λάσπη, βαθιά όσο δύο άντρες ο ένας πάνω στον άλλο»
Στο συγκεκριμένο βιβλίο κυριαρχούν οι αναζητήσεις γυναικείων αδιεξόδων, που παρουσιάζονται άλλοτε από τις ίδιες τις πρωταγωνίστριες, μα άλλοτε και από παιδιά που με κάποιον τρόπο συνδέονται με μια γυναικεία παρουσία. Υπάρχει μια συνεχής περιπλάνηση στον ψυχισμό των απλών αυτών γυναικών, στα όνειρα τους, στην τραυματισμένη παιδικότητά τους, στους έρωτές τους -εξεγερμένους ή καταπιεσμένους.
Με προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις, με φράσεις ιδιαίτερα δουλεμένες, η Keegan μεταφέρει την ποιητική ενόραση μέσα στην πεζογραφία και συνθέτει μια καθαρή γυναικεία οπτική: «Το βράδυ βάζουμε τα καλά μας. Η μαμά φοράει ένα σκούρο κόκκινο φόρεμα, στο χρώμα της βραχυκέρατης αγελάδας. Το δέρμα της είναι γεμάτο φακίδες λες και κάποιος βούτηξε μια οδοντόβουρτσα σε μπογιά και την πιστίλισε. Μου ζητάει να της κουμπώσω το μαργαριταρένιο κολιέ. Παλιά στεκόμουν όρθια πάνω στο κρεβάτι για να το κάνω αυτό, τώρα όμως είμαι ψηλή, το πιο ψηλό κορίτσι στην τάξη μου* μας μέτρησε ο διευθυντής. Η μαμά είναι ψηλή και λεπτή, όμως το δέρμα στα χέρια της είναι σκληρό. Αναρωτιέμαι αν κάποτε θα μοιάζει στην Μπρίντι Νοξ, μισή άντρας, μισή γυναίκα».
Η καθημερινότητα, λοιπόν, αποκαλύπτει τα δικά της μυστικά, ενώ στο κάθε διήγημα έχει εισχωρήσει μια υποδόρια απειλή -το παραπάνω απόσπασμα το ακολουθεί αυτό εδώ: «Ο μπαμπάς δεν φτιάχνεται. Δεν τον έχω δει ποτέ να κάνει μπάνιο ή να πλένει τα μαλλιά του* απλώς αλλάζει καπέλο και παπούτσια. Τώρα χώνει το κεφάλι του μέσα στο καλό του καπέλο και φοράει τα παπούτσια του. Είναι μεγάλα, μαύρα παπούτσια που τα αγόρασε όταν πούλησε το κριάρι».
Με κάποιες τέτοιες τεχνικές αφήγησης η Keegan με την πρώτη της κιόλας εμφάνιση -υπενθυμίζω πως η συγκεκριμένη συλλογή πρωτοκυκλοφόρησε το 1999- έδωσε το ιδιαίτερο παρόν της στη λογοτεχνία μιας χώρας που έτσι κι αλλιώς έχει σφραγίσει και συνεχίζει να καθορίζει την αγγλόφωνη λογοτεχνία.
Η συνέχεια επιβεβαίωσε την άποψη κοινού και κριτικής πως η συλλογή «Ανταρκτική» σίγουρα ήταν έργο ενός ταλέντου που θα μπορεί να προξενεί ανατριχίλες όπως ακριβώς… «Ένα κρύο αεράκι γλιστράει κάτω από τη σχισμή της πόρτας».
Η μετάφραση της Μαρτίνας Ασκητοπούλου έχει απόλυτα εξοικειωθεί με το συγγραφικό ύφος της Claire Keegan και με άνεση το μεταφέρει στη γλώσσα μας.
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/24003-claire-keegan-adartiki
(620 λέξεις)
7.2.25
Αντώνιος Ρουσοχατζάκης «Ιστορίες από την Αθήνα που φεύγει» ΑΩ Εκδόσεις Γράφει ο Μάνος Κοντολέων Ο Αντώνιος Ρουσοχατζάκης είναι ποιητής, πεζογράφος και εικαστικός καλλιτέχνης και ζει ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι τα τελευταία 25 χρόνια. Έργα του κυκλοφορούν σε ανθολογίες διηγημάτων και ποίησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και τρεις συλλογές ποίησης. Ομολογώ πως τίποτε δικό του δεν είχε τύχει να έχω διαβάσει, οπότε η ανάγνωση των σύντομων ιστοριών που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο υπήρξε μια ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη. «Τους χώριζε μια κουρτίνα από γάζα που κρεμόταν ανάμεσα στο σαλόνι και τη βεράντα, αφήνοντας το δυνατό φως του ήλιου να πλημμυρίζει το σπίτι» -από την πρώτη κιόλας φράση της πρώτης ιστορίας σε εντυπωσιάζει ο τονισμός τη σημαντικής λεπτομέρειας –‘κουρτίνα από γάζα’. Ο διαχωρισμός είναι σαφής στην δισυπόστατη μορφή του -κάτι διαχωρίζει, κάτι αφήνει να ιδωθεί… Ακριβώς όπως η αναπόληση στιγμών του χθες που έχουν εγγραφεί στη μνήμη. Πάνω σε αυτή τη δυναμική της μνήμης, ο Α.Ρ. διαμορφώνει τις ιστορίες του. Και με συνέπεια ποιητικής υπόμνησης κάτω από τον τίτλο της κάθε ιστορίας, σημειώνει το πότε και το που είχε συμβεί. Με οχτώ, μόλις, σύντομες ιστορίες διατρέχει πενήντα περίπου χρόνια τους δρόμους της Αθήνας. Ξεκινά από το 2023 και καταβυθίζεται στο 1974. Μια πορεία προς τα πίσω, ακριβώς όπως προς το παρελθόν και η ίδια η μνήμη συνηθίζει να ταξιδεύει. Διαφορετικές εποχές, διαφορετικά και πρόσωπα που ενθυμούνται… Ή μήπως-και με πιο ακριβή διατύπωση- διαφορετικά είναι τα γεγονότα που ο ίδιος ο αφηγητής με διακριτικότητα ανασύρει από τις προσωπικές του αναμνήσεις και τις μοιράζεται μαζί μας; Ξεκινώντας από ένα σημερινό ζευγάρι μιας κάποιας ηλικίας που διάνυσε τον κοινό του βίο πάντα διαχωρισμένο, μα και πάντα ενωμένο με μια λευκή κουρτίνα από γάζα, περνά στην εμπειρία ενός άνδρα που μπορεί πλέον ελεύθερα να χαρεί την εφαρμογή της επιλογής από τον ίδιο του φύλου που θα θέλει ανήκει, προχωρά στην αδιέξοδη συνύπαρξη της ηθικής ευθύνης με την συναισθηματική απελευθέρωση μιας γυναίκας που βλέπει τον γονιό της να πεθαίνει, τριγυρνά στη συνέχεια σε κεντρική πλατεία της πόλης για να περιγράψει τη σύγκρουση γενεών, κρυφοκοιτάζει τη φωτογραφία ενός ζευγαριού που κατάφερε να αρπάξει την έκρηξη ενός έρωτα ικανού να διεκδικήσει τη μονιμότητα, κοντοστέκεται σε στέκια των δρόμων που τους έχουν στερήσει το αποτύπωμα προηγούμενων εποχών, επαναστατεί ως πάλαι ποτέ νεαρός αμφισβητίας αντιδημοκρατικών πρακτικών και φτάνει στο τέλος να αναζητήσει το κέντρο ίσως της μνήμης του που δεν είναι άλλο παρά η σχέση με τη γυναίκα που τον έχει γεννήσει και που πλέον τον συντροφεύει ως φωτογραφία σε κομοδίνο. Από την παραπάνω εξιστόρηση των κεντρικών ζητημάτων κάθε αφηγήματος, είναι νομίζω σαφές πως προσωπικά εγώ διάβασα τη συλλογή ως μια ιδιότυπα σπονδυλωτή νουβέλα και ομολογώ πως το αρχικό ξάφνιασμα της ανάγνωσης μετατράπηκε σε μια χαμηλόφωνη συζήτηση με τις προσωπικές μου αναμνήσεις. Τελικά το παρελθόν του καθενός, πάντα θα έχει την ευκαιρία να διατηρεί την παρουσία του στο παρόν και πέρα από αυτό να μπορεί και να διεκδικεί τον ρόλο του αφηγητή κάθε μιας μικρής ατομικής ιστορίας που βέβαια αποτελεί μέρος και συστατικό της γενικότερης Ιστορίας. Η πόλη είναι μία, αλλά οι γειτονιές και οι γωνιές της πολλές. Κλείνοντας ας υπογραμμίσω και την ευαισθησία της γραφής -η πεζογραφία δανείζεται τις καμπυλότητες της ποίησης: « Μάνα μου. Μάνα μου. Μάνα μου. Κάποτε η φωτογραφία μου κι εγώ θα ενωθούμε στο ίδιο σύννεφο. Εκεί δεν έχει ρυτίδες. Δεν έχει βάσανα, δεν έχει θλίψη. Μπορεί να είσαι εκεί. Μπορεί και όχι. Το ξέρω πως θα με αγαπάς για πάντα. Σαν κουτάβι θες; Σαν κουτάβι. Άμα αυτό σε κάνει χαρούμενη, ποιος είμαι εγώ για να σου χαλάσω το χατίρι;» ΥΓ. Ιδιαίτερη μνεία και στο σχεδιασμό του εξωφύλλου -μια μαύρη γάτα που φεύγει λες από το περιθώριο του σχήματος του βιβλίου και χάνεται μέσα στις σελίδες που πρόκειται να διαβαστούν. Λέω πως συμβολίζει το αινιγματικό τώρα που θέλει να κουρνιάσει στη θαλπωρή μιας περασμένης βεβαιότητας. (640 λέξεις) https://www.periou.gr/manos-kontoleon-antonios-rousochatzakis-istories-apo-tin-athina-pou-fevgei-ao-ekdoseis/
Αντώνιος Ρουσοχατζάκης
«Ιστορίες από την Αθήνα που φεύγει»
ΑΩ Εκδόσεις
Ο Αντώνιος Ρουσοχατζάκης είναι ποιητής, πεζογράφος και εικαστικός καλλιτέχνης και ζει ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι τα τελευταία 25 χρόνια. Έργα του κυκλοφορούν σε ανθολογίες διηγημάτων και ποίησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και τρεις συλλογές ποίησης.
Ομολογώ πως τίποτε δικό του δεν είχε τύχει να έχω διαβάσει, οπότε η ανάγνωση των σύντομων ιστοριών που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο υπήρξε μια ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη.
«Τους χώριζε μια κουρτίνα από γάζα που κρεμόταν ανάμεσα στο σαλόνι και τη βεράντα, αφήνοντας το δυνατό φως του ήλιου να πλημμυρίζει το σπίτι» -από την πρώτη κιόλας φράση της πρώτης ιστορίας σε εντυπωσιάζει ο τονισμός τη σημαντικής λεπτομέρειας –‘κουρτίνα από γάζα’.
Ο διαχωρισμός είναι σαφής στην δισυπόστατη μορφή του -κάτι διαχωρίζει, κάτι αφήνει να ιδωθεί… Ακριβώς όπως η αναπόληση στιγμών του χθες που έχουν εγγραφεί στη μνήμη.
Πάνω σε αυτή τη δυναμική της μνήμης, ο Α.Ρ. διαμορφώνει τις ιστορίες του. Και με συνέπεια ποιητικής υπόμνησης κάτω από τον τίτλο της κάθε ιστορίας, σημειώνει το πότε και το που είχε συμβεί.
Με οχτώ, μόλις, σύντομες ιστορίες διατρέχει πενήντα περίπου χρόνια τους δρόμους της Αθήνας. Ξεκινά από το 2023 και καταβυθίζεται στο 1974.
Μια πορεία προς τα πίσω, ακριβώς όπως προς το παρελθόν και η ίδια η μνήμη συνηθίζει να ταξιδεύει.
Διαφορετικές εποχές, διαφορετικά και πρόσωπα που ενθυμούνται… Ή μήπως-και με πιο ακριβή διατύπωση- διαφορετικά είναι τα γεγονότα που ο ίδιος ο αφηγητής με διακριτικότητα ανασύρει από τις προσωπικές του αναμνήσεις και τις μοιράζεται μαζί μας;
Ξεκινώντας από ένα σημερινό ζευγάρι μιας κάποιας ηλικίας που διάνυσε τον κοινό του βίο πάντα διαχωρισμένο, μα και πάντα ενωμένο με μια λευκή κουρτίνα από γάζα, περνά στην εμπειρία ενός άνδρα που μπορεί πλέον ελεύθερα να χαρεί την εφαρμογή της επιλογής από τον ίδιο του φύλου που θα θέλει ανήκει, προχωρά στην αδιέξοδη συνύπαρξη της ηθικής ευθύνης με την συναισθηματική απελευθέρωση μιας γυναίκας που βλέπει τον γονιό της να πεθαίνει, τριγυρνά στη συνέχεια σε κεντρική πλατεία της πόλης για να περιγράψει τη σύγκρουση γενεών, κρυφοκοιτάζει τη φωτογραφία ενός ζευγαριού που κατάφερε να αρπάξει την έκρηξη ενός έρωτα ικανού να διεκδικήσει τη μονιμότητα, κοντοστέκεται σε στέκια των δρόμων που τους έχουν στερήσει το αποτύπωμα προηγούμενων εποχών, επαναστατεί ως πάλαι ποτέ νεαρός αμφισβητίας αντιδημοκρατικών πρακτικών και φτάνει στο τέλος να αναζητήσει το κέντρο ίσως της μνήμης του που δεν είναι άλλο παρά η σχέση με τη γυναίκα που τον έχει γεννήσει και που πλέον τον συντροφεύει ως φωτογραφία σε κομοδίνο.
Από την παραπάνω εξιστόρηση των κεντρικών ζητημάτων κάθε αφηγήματος, είναι νομίζω σαφές πως προσωπικά εγώ διάβασα τη συλλογή ως μια ιδιότυπα σπονδυλωτή νουβέλα και ομολογώ πως το αρχικό ξάφνιασμα της ανάγνωσης μετατράπηκε σε μια χαμηλόφωνη συζήτηση με τις προσωπικές μου αναμνήσεις.
Τελικά το παρελθόν του καθενός, πάντα θα έχει την ευκαιρία να διατηρεί την παρουσία του στο παρόν και πέρα από αυτό να μπορεί και να διεκδικεί τον ρόλο του αφηγητή κάθε μιας μικρής ατομικής ιστορίας που βέβαια αποτελεί μέρος και συστατικό της γενικότερης Ιστορίας. Η πόλη είναι μία, αλλά οι γειτονιές και οι γωνιές της πολλές.
Κλείνοντας ας υπογραμμίσω και την ευαισθησία της γραφής -η πεζογραφία δανείζεται τις καμπυλότητες της ποίησης:
« Μάνα μου. Μάνα μου. Μάνα μου.
Κάποτε η φωτογραφία μου κι εγώ θα ενωθούμε στο ίδιο σύννεφο. Εκεί δεν έχει ρυτίδες. Δεν έχει βάσανα, δεν έχει θλίψη.
Μπορεί να είσαι εκεί. Μπορεί και όχι. Το ξέρω πως θα με αγαπάς για πάντα. Σαν κουτάβι θες; Σαν κουτάβι.
Άμα αυτό σε κάνει χαρούμενη, ποιος είμαι εγώ για να σου χαλάσω το χατίρι;»
ΥΓ. Ιδιαίτερη μνεία και στο σχεδιασμό του εξωφύλλου -μια μαύρη γάτα που φεύγει λες από το περιθώριο του σχήματος του βιβλίου και χάνεται μέσα στις σελίδες που πρόκειται να διαβαστούν. Λέω πως συμβολίζει το αινιγματικό τώρα που θέλει να κουρνιάσει στη θαλπωρή μιας περασμένης βεβαιότητας.
(640 λέξεις)
https://www.periou.gr/manos-kontoleon-antonios-rousochatzakis-istories-apo-tin-athina-pou-fevgei-ao-ekdoseis/
Βάσια Τζανακάρη "Γεννιέται ο κόσμος"
Βάσια Τζανακάρη
«Γεννιέται ο κόσμος»
Αφήγημα
Εκδόσεις Καστανιώτη
Γράφει ο Μάνος Κοντολέων
Το αφήγημα «Γεννιέται ο κόσμος» είναι το πρώτο έργο της Βάσιας Τζανακάρη που διαβάζω.
Από το βιογραφικό της σημείωμα ενημερώνεται κανείς πως η ίδια έχει γράψει ακόμα δυο μυθιστορήματα, δυο συλλογές διηγημάτων και ένα βιβλίο για παιδιά, ενώ έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα, μα και ακόμα έχει μεταφράσει πολλά βιβλία, ενώ τα έργα της υπήρξαν υποψήφια για διάφορα βραβεία.
Η δική μου αυτή πρώτη επαφή με τη γραφή της υπήρξε ιδιαίτερα θετική, καθώς η πεζογραφική οντότητα του κειμένου έρχεται και ‘ακουμπά’ πάνω σε μια ποιητική περιγραφή συναισθημάτων.
«Δεν είχα δει ποτέ αστέρια και φεγγάρι απ΄το μπαλκόνι μου. Τα πορτοκαλί φώτα θαμπώνουν το βλέμμα, τα κτίρια γύρω είναι ψηλά, με φωτισμένα ρετιρέ, ρετιρέ πρώτο, δεύτερο, τελευταίο (καμιά φορά και δώμα), μπήγονται στην κοιλιά του ουρανού σαν χοάνες, καταπίνουν αστέρια, φεγγάρια, σύννεφα, χαμένα μπαλόνια, που φτάνουν στους υπονόμους και γίνονται βαρκούλες -λεία για αλιγάτορες αστικών μύθων» (σελ. 22)
Θέμα του αφηγήματος -που είναι δομημένο πάνω σε μικρά κεφάλαια και χωρισμένο βασικά σε τέσσερα μέρη, που το καθένα έχει το όνομα και μιας από της τέσσερεις εποχές του χρόνου- είναι η περιγραφή των ερωτικών συναισθημάτων που μια γυναίκα αισθάνεται για έναν άνδρα. Συναισθημάτων που γεννήθηκαν κάποια μέρα χειμώνα και με το τέλος του φθινοπώρου ολοκληρώνονται, μα και ετοιμάζονται να συνεχιστούν με μια νέα μορφή : «Θα έλεγε κανείς ότι ταξιδέψαμε παντού μαζί. Εγώ, που χάνω εύκολα την πίστη μου, σου λέω ότι φοβάμαι μήπως δεν έχει άλλο κόσμο να δούμε, κι εσύ, που είσαι ποτήρι μισογεμάτο, μου λες πως ο κόσμος δεν τελειώνει. Φυλάμε τα βήματά μας στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και συνεχίζουμε»
Η αφήγηση γίνεται από την πλευρά της γυναίκας και διαθέτει ένα συνεχόμενο τρόπο όρασης της καθημερινότητας όπου το απλό, συχνά και το τετριμμένο, αποκτά μια άλλη διάσταση -γίνεται σύμβολο επανεκκίνησης της εμπειρίας ζωής.
Γιατί αυτό που η Τζανακάκη προτείνει είναι η χρησιμοποίηση του ερωτικού πάθους ως μέθοδο επικοινωνίας με τον πολύτιμο άλλον, μα και μέσω αυτού με όλη τη Φύση.
Σε αυτή την ερωτική συνύπαρξη, ο άντρας είναι το πλάσμα εκείνο όπου άλλοτε θα υμνείται –«Είσαι κολόνα που γεμίζει το κενό», άλλοτε θαυμάζεται – «Ο μηρός σου ακουμπούσε στον γοφό μου κι εξαφάνιζε τα ρούχα μας», άλλοτε θα γίνεται ένα πολυσήμαντο παιχνιδάκι –«Έχεις ένα ζωάκι κάτω από το δέρμα σου, όλο τρέχει πέρα δώθε, εισαι η πελώρια ρόδα του σε σχήμα ψηλού άντρα»
Η Τζανακάκη με τη γραφή της μεταφέρει το ερωτικό συναίσθημα έτσι όπως μια γυναίκα το βιώνει, στο χώρο ενός ιδιότυπου ποιητικού συμβολισμού. Στην ουσία η γυναικεία φύση είναι αυτή που σχηματοποιεί την ανδρική ταυτότητα και της προσφέρει τη δυνατότητα να κυκλοφορεί μέσα σε καθημερινές συνθήκες χωρίς να χάνει -αντίθετα να εμπλουτίζει- τις ιδιότητές της. Ο άνδρας ως προστάτης, ως σύντροφος, ως συμπαραστάτης, ως μέντορας, ως δύναμη μα και ως αδυναμία.
Η ερωτική συνύπαρξη έχει στο συγκεκριμένο κείμενο τις αποχρώσεις ενός ουρανού που ενώ οι εποχές καθώς διαβαίνουν δείχνουν να επεμβαίνουν στην εικόνα του, στην ουσία εκείνος παραμένει κυρίαρχος και επόπτης των πάντων.
«Κρύφτηκα πίσω από τον φακό της μηχανής μου, ‘Έλα να σε βγάλω μια φωτογραφία, στάσου εκεί, στην άκρη’, και σκέφτηκα ότι στο σημείο που στάθηκες θα έπρεπε να μπει μια σημαία, αν όχι σημαία χώρας, έστω μια γαλάζια σημαία έγκρισης, καθαρότητας, ασφάλειας, μια σημαία ‘βουτήξτε άφοβα’, και τότε, μπροστά στα μάτια μου, ξεδιπλώθηκες ως τον ουρανό κι ανέμισες, κι εγώ, γεμάτη χαρά και περηφάνια, στάθηκε προσοχή και απαθανάτισα τη γαλανόλευκη έπαρσή σου».
Ιδιαίτερο κείμενο. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο όσο και απρόσμενα ρεαλιστικό. Πλούσιο σε ποικιλία λέξεων και ευέλικτο στον σχηματισμό εικόνων.
(590 λέξεις)
https://www.literature.gr/gennietai-o-kosmos-vasia-tzanakari-ekdoseis-kastanioti/
31.1.25
Θωμάς Κοροβίνης «Σταυροί στο ακροθαλάσσι
Θωμάς Κοροβίνης
«Σταυροί στο ακροθαλάσσι
Αφήγημα
Εκδόσεις Άγρα
Μπορεί ένας πεζογράφος να χαρακτηρισθεί πορτρετίστας;
Λοιπόν, αν αυτός ο πεζογράφος είναι ο Θωμάς Κοροβίνης, τότε ναι -μπορεί άνετα να διεκδικήσει αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Ο Κοροβίνης για χρόνια πολλά υπήρξε εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση με την ειδικότητα του φιλολόγου.
Ένα σημαντικά μεγάλο χρονικό διάστημα υπηρέτησε σε ελληνικό σχολείο της Κωνσταντινούπολης. Και ίσως αυτή η περίοδος να τον καθόρισε και από πλευράς συγγραφικών αναζητήσεων, καθώς τα πρώτα του έργα ήταν μελέτες πάνω στις σχέσεις της ελληνικής και της οθωμανικής κουλτούρας.
Άλλωστε και σε αρκετά από τα μετέπειτα αμιγώς πεζογραφικά του έργα, η πολιτιστική κληρονομιά των δύο λαών τα χαρακτηρίζει.
Παράλληλα με τις πεζογραφικές του καταθέσεις, κρατά βαθιά και ουσιαστική σχέση με τη μελέτη και τη διάδοση του ρεμπέτικου, γράφει και τραγουδά ο ίδιος αυτού του είδους τα άσματα.
Γενικά ο Κοροβίνης -γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης- είναι μια από τις πλέον εκρηκτικές παρουσίες στο χώρο όχι μόνο της πεζογραφίας, αλλά και της μουσικής, ενίοτε δε και του θεάτρου.
Αν και τα έργα του έχουν μια πλούσια θεματική ποικιλία, εκείνο που εν τέλει χαρακτηρίζει το έργο του είναι η ικανότητά του να μετατρέπει -κατά κάποιον τρόπο- τη γραφή του σε προφορικό λόγο που όμως κάθε φορά υπηρετεί με απόλυτη πιστότητα τον χαρακτήρα του κεντρικού προσώπου που το ίδιο αφηγείται τη ζωή του.
Από αυτή τη σκοπιά διαβάζοντας Κοροβίνη, τον χαρακτηρίζω ως πορτρετίστα της πεζογραφίας.
Σύντομα θυμίζω κάποια έργα του, μέσα από τα οποία ο αναγνώστης τους ‘συνομιλεί’ άλλοτε με τον Καβάφη, άλλοτε με τον Παπαδιαμάντη ή τον Βιζυηνό, άλλοτε πάλι με τον Ανδρούτσο ή μια μεσήλικη Πολίτισσα, μα και με διάφορους ακόμα τύπους από αυτούς που μπορεί κανείς να συναντήσει στις συνοικίες της Θεσσαλονίκης.
Με μια θαυμαστή ικανότητα που δεν στηρίζεται μόνο στο ταλέντο, αλλά και στην τεκμηριωμένη και βαθιά γνώση και αίσθηση της γλώσσας, ο Κοροβίνης μπορεί και να αφηγείται τις δικές του απόψεις για τον χαρακτήρα γνωστών ή όχι και τόσο ανθρώπων.
Αυτή την τεχνική συναντάμε και στο τελευταίο του βιβλίο.
Μόνο που εγώ το όλο έργο είναι καθαρώς ένα προϊόν καταγραφής διαλόγων.
Ο ίδιος ο Κοροβίνης, επιστρέφει την εποχή που ήταν περίπου 22 χρονών, θυμάται τις συζητήσεις που είχε με τη γιαγιά του και αυτές τις κουβέντες τους τις καταγράφει και τις μετατρέπει σε ένα ιδιότυπο αφήγημα όπου από τη μια προβάλει την προσωπικότητα μας λαϊκής γυναίκας και από την άλλη βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει συνθήκες (ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα) που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και κυρίως γύρω από τα χρόνια της Κατοχής.
Άλλωστε βασικό στοιχείο της επιτυχημένης σκιαγράφησης της κεντρικής ηρωίδας και του σπαρταριστού λόγου που αρθρώνει καθώς συνομιλεί με τον εγγονό της, είναι το τραγικό γεγονός του θανάτου ενός γιου της από μια νάρκη που τον διέλυσε.
Μέσα, λοιπόν, από αυτούς τους διαλόγους, φωτίζεται η λαϊκή σοφία, μαζί με τα πάθη και τις έγνοιες, όσο και μαζί με τις ελπίδες και τα όνειρα των απλών ανθρώπων, αυτών που τελικά και που βίωσαν την Ιστορία καθώς αυτή διαμόρφωνε τη δική τους ιστορία.
Κυρίως όμως -εδώ και η για μένα κεντρική αξία του βιβλίου αυτού- είναι η προβολή ενός ήθους μιας άλλης εποχής, που όχι απλώς χάνεται, αλλά έχει ήδη χαθεί. Και που ο Κοροβίνης -κάθε φορά και με κάθε του βιβλίο- την υπενθυμίζει καθώς λες και ανασταίνει εκείνους που με αυτό το ήθος, το απλό, πορευτήκανε.
«Μπορεί με τη νύφη μ΄ τη μικρή να έχουμε τον καβγά ψωμοτύρ’, αλλά, αυτό να το ξέρ’ς, άμα μαλών’ τ΄ αντρό΄υνο, την υποστηρίζω, δεν κάνω κόμμα με το γιο μ΄, γιατί ειν΄ την ξενόφερτη, από άλλον τόπο, κι ειν΄ αμαρτία να πολεμάνε οι δυο μαζί τον ένα, τον αδύναμο, χωρίς σόι να τον σταθεί και χωρίς δικηγόρο να τον στηρίξ’!»
(616 λέξεις)
https://diastixo.gr/.../23932-korovinis-stauroi-akrothalassi
30.1.25
Γιάννης Πάσχος "Παραδείσια πουλιά"
Γιάννης Πάσχος
«Παραδείσια πουλιά
Εκδόσεις Περισπωμένη
Γράφει ο Μάνος Κοντολέων
Από τις πλέον ιδιαίτερες -ίσως και ιδιόμορφες- παρουσίες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ο Γιάννης Πάσχος.
Γεννημένος στα Γιάννενα το 1954, σπούδασε Βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στη Μοριακή Βιολογία και τη Γενετική των υδρόβιων οργανισμών στην Ουγγαρία και τη Νορβηγία. Είναι καθηγητής Ιχθυολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Και παράλληλα -πιο σωστά με μια κάποια καθυστέρηση- από το 2005, δηλαδή σε ηλικία 59 χρονών, αρχίζει να παρουσιάζει τα συγγραφικό του έργο, που είναι κι αυτό ποικίλο: ποιήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια. Κατά δήλωσή του τα όσα έγραφε για χρόνια τα κρατούσε στο συρτάρι του και τα πρώτο δικά του βιβλία που θέλησε ένα ευρύτερο κοινό να γνωρίσει ήταν συλλογές ποιημάτων πρώτα και αμέσως μετά διηγημάτων.
Το 2022 κυκλοφορεί το αυτοβιογραφικό «Το χρονικό ενός δυσλεκτικού» και η αμεσότητα της γραφής του, μαζί με μια ξεκάθαρη τάση κριτικής αμφισβήτησης του κοινωνικού κατεστημένου που διαπερνά όλο το σπαρταριστό κείμενο, του φέρνει δυο βραβεύσεις και την αναγνώριση από ένα πλατύτερο κοινό.
Ο Γιάννης Πάσχος είναι πλέον μια εντελώς πρωτότυπη persona της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και αυτήν την ιδιότυπη συγγραφική πρωτοτυπία του την επιβεβαιώνει και με το τελευταίο του έργο, το μυθιστόρημα «Παραδείσια πουλιά».
Θέλω από την αρχή να το δηλώσω πως το συγκεκριμένο έργο μου θύμισε πάρα πολύ το μυθιστόρημα «Ο οργισμένος βαλκάνιος», έργο του 1977 , του σκηνοθέτη και συγγραφέα Νίκου Νικολαϊδη (1939-2007)
Το έργο εκείνο ήταν μια τολμηρά αντισυμβατική καταγραφή των αδιεξόδων μιας νεότητας που έβλεπε πως τα όνειρά της κάποιοι άλλοι τα ποδοπατούσαν και να αλλοτρίωναν. Προφητικό με ένα τρόπο, μιας και αληθινά τα όσα ακολούθησαν από τη χρονιά κυκλοφορίας του, απέδειξαν πως το ότι προσπαθεί μια ‘οργισμένη΄ νεότητα να αμφισβητήσει, το σύστημα καταφέρνει να τα παραμερίσει ή και να τα ευνουχίσει.
Ο Γιάννης Πάσχος με το δικό του μυθιστόρημα, 47 χρόνια μετά, αναζητά να καταγράψει το πως αυτή η νεανική οργή εξακολουθεί να υφίσταται την πολλαπλή και πολυδαίδαλη ενσωμάτωσή της μέσα στο κοινωνικό status, ίσως και με επιπλέον κάποιες διαφοροποιήσεις -αυτό που τότε έδειχνε πως μπορούσε να καταφέρει μια έστω και μικρή αλλαγή της μικροαστικής νοοτροπίας, τώρα έχει εγκλωβιστεί με μια σχεδόν ατομικών διαστάσεων εκτόνωση.
«Στα όνειρά μας, όμως, μας κυνηγούσαν οι εφιάλτες για κάμποσο καιρό, για την ακρίβεια, για πολύ καιρό. Μείναν τα σημάδια ανεξίτηλα στις καρδίες μας, όσο και να προσπαθήσαμε, ο έρωτας που είχαμε κούρνιασε και δεν είχε τη δύναμη να τα σβήσει» (σελ. 204)
Η πλοκή απλώνεται σε 273 σελίδες μεγάλου μεγέθους και αρκούντως πυκνοτυπωμένες. Και είναι καταιγιστική.
Κεντρικά πρόσωπα δυο νεαροί άντρες -με διαφορετικές οικογενειακές καταβολές. Ο ένας από μια μεγαλοαστική οικογένεια, ο άλλος -που είναι και ο αφηγητής- από μικροαστική. Θα δεθούν με μια δυνατή και στενή ανδρική φιλία -αυτό που θα τους κρατήσει τόσο κοντά τον ένα στον άλλον είναι η κοινή τους στάση ως προς το κοινωνικό φαίνεσθαι και στην επικρατούσε σε όλα τα επίπεδα υποκρισία.
Η αντίδρασή τους απέναντι στο μέλλον που οι άλλοι έχουν ήδη γι αυτούς σχεδιάσει, θα τους φέρει να ζούνε με τρόπο σχεδόν περιθωριακό, την ίδια στιγμή που οι σπουδές και τα ταλέντα τους (ο ένας είναι και συγγραφέας) τους εγκλωβίζουν και σε ένα καθημερινό επιούσιο.
Ο κόσμος των γυναικών του πληρωμένου έρωτα, θα είναι το καταφύγιό τους, κάπου στα ‘σπίτια’ της οδού Φυλής, θα είναι όπου θα αισθάνονται πως κάποιοι -κάποιες πιο σωστά- τους καταλαβαίνουν, κάποιες τους συμπαραστέκονται, αλλά και κάποιες έχουν ανάγκη τη δική τους συναισθηματική παρουσία και προστασία.
Ο κόσμος του πληρωμένου έρωτα -λες και μας υπογραμμίζει ο Πάχος- μπορεί να είναι ένας κόσμος που εκφράζει το πλέον υγιές στοιχείο του σήμερα, καθώς δεν καταναλώνει αλλά καταναλώνεται.
Η γραφή του Πάσχου είναι άλλοτε ρεαλιστική, άλλοτε μελοδραματική, άλλοτε δοκιμιακή, συχνά ποιητική. Και πάντα δεν λησμονεί να σαρκάσει, πάντα δεν ξεχνά να συμπάσχει.
Και βέβαια όλο το έργο στέκεται απέναντι σε απόψεις που προσπαθούν α κυριαρχήσουν στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας. Οι χαρακτήρες είναι ή αρσενικοί ή θηλυκοί. Κάθε κατηγορίες αρσενικά κυκλοφορούν στις αράδες κάθε σελίδας -από άντρες που εκφράζονται με μια διαχρονική αρρενωπότητα, έως αρσενικά αποβράσματα. Μα τα θηλυκά πρόσωπα -από την συντηρητική αλλά καλόκαρδη γιαγιά έως την θεία που είναι έρμαιο της σεξουαλικότητάς της, από το αθώο θύμα ενός βιασμού έως τις διαχειρίστριες των σύγχρονων μπουρδέλων -διαθέτουν τίμια και απόλυτα συνειδητοποιημένα χαρακτηριστικά.
Ο κόσμος στα ‘Παραδείσια πουλιά’ είναι ένας κόσμος ρεαλιστικός όσο και σουρεαλιστικός. Για κάποιους ίσως απρεπής ή και ακόμα βλάσφημος. Μπορεί και ονειροπόλος ή μπορεί και υπέρ το δέον συναισθηματικός. Πάντα σαρκαστικός όσο και τραχύς. Σίγουρα ένας κόσμος -επίκαιρα ή διαχρονικά; -αρσενικός.
Που πάντως με το υγειές του πρόσωπο κάτι σαν να αναζητά: «Ήταν σαν να θέλαμε να εντυπωσιάσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Στην πραγματικότητα, όμως, μια γέφυρα ψάχναμε, μια εξήγηση σε κακοδιατυπωμένα, ασαφή ερωτήματα.» (σελ. 61)
Μυθιστόρημα προορισμένο να κρατήσει το ενδιαφέρον. Να αγαπηθεί ή και να αμφισβητηθεί. Και βέβαια, με τον δικό του τρόπο, να προβληματίσει.
https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/22037-paradeisia-poulia-tou-gianni-pasxou-kritiki-mia-orgismeni-genia-anazita-katafygio
(780 λέξεις)
24.1.25
Gabo
Το λογοτεχνικό ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού, που άνθησε στη Λατινική Αμερική μέσα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πολύ σύντομα εξαπλώθηκε και στην Ευρώπη και έγινε ιδιαίτερα αγαπητός ο τρόπος με τον οποίο δομούσε τις αφηγήσεις του. Αυτή η μείξη αλήθειας και φαντασίας, πιο σωστά η αρμονική συνύπαρξη ρεαλισμού και μαγείας, φάνηκε πως είχε τη δυναμική εκείνη που ήταν ικανή να απελευθερώσει τα βαθιά κρυμμένα –ίσως και καταχωνιασμένα– συναισθήματα των Ευρωπαίων αναγνωστών, που είχαν μεγαλώσει με διάφορα άλλα μυθιστορηματικά κινήματα – ρεαλισμού, νατουραλισμού, ρομαντισμού, συμβολισμού κ.ά.
Βέβαια, αν κανείς ανατρέξει στα λαϊκά παραμύθια των λαών της Ευρώπης –π.χ. στη συλλογή των αδελφών Γκριμ–, θα βρει πολλές αντιστοιχίες ανάμεσα στους τρόπους με τους οποίους ο παλιός λαϊκός Ευρωπαίος παραμυθάς αφηγούνταν τις ιστορίες του με τις τεχνικές των Λατινοαμερικάνων συγγραφέων του 20ού αιώνα.
Η ανάγκη του ανθρώπου να φέρει μέσα στην καθημερινότητά του, όχι μόνο τη φαντασία, αλλά κάτι ακόμα πιο απτό, ένα στοιχείο ρεαλισμού που όμως θα είχε την ικανότητα να κλείνει το μάτι στο μαγικό και στη συνέχεια να συνοδοιπορεί μαζί του, ήταν νομίζω το έναυσμα να αγαπηθεί αυτού του είδους η αφήγηση από αναγνώστες οι οποίοι είχαν ακόμα στη μνήμη τους τα τραύματα από δυο Παγκόσμιους Πολέμους.
Ίσως είναι κάπως αυθαίρετη και σίγουρα εντελώς προσωπική αυτή η προσέγγιση, με την οποία επιχείρησα να ερμηνεύσω τη διάδοση στην Ευρώπη των έργων του μαγικού ρεαλισμού και την αγάπη που έδειξε το αναγνωστικό κοινό σε συγγραφείς όπως ο Μπόρχες, ο Ρούλφο, ο Καρπεντιέ, ο Νερούδα και, βέβαια, ο Μάρκες.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, τόσο η συγγραφή όσο και η ανάγνωση έργων του μαγικού ρεαλισμού προκαλεί ένα συναίσθημα αμφισβήτησης μιας στείρας και συχνά καταπιεστικής λογικής, μιας νοοτροπίας που τελικά δεν κατάφερε να αλλάξει το πρόσωπο του 20ού αιώνα προς κάτι το πλέον ασυμβίβαστο με την εξουσία των υλικών αγαθών ή των έωλων ενδοσκοπήσεων.
Αν ισχύουν αυτές οι σκέψεις, νομίζω πως μπορεί κανείς και να ερμηνεύσει το γιατί στην Ελλάδα, ενώ οι Έλληνες αναγνώστες λάτρεψαν τον Μπόρχες, τον Ρούλφο και τον Μάρκες, ενώ τραγούδησαν τα ποιήματα του Νερούδα, οι Έλληνες συγγραφείς από τη μεριά τους ελάχιστα αναζήτησαν την έμπνευση σε αυτού του είδους την τεχνική.
Είναι διαφορετικό να αναζητάς κάτι από το –και– να το δημιουργείς. Η χώρα μας, πιεσμένη από τον καιρό που έστησε την αυτόνομη παρουσία της ανάμεσα σε πολιτικές αντιπαραθέσεις και κάτω από την ανάγκη να στρέφει το βλέμμα της προς τα πολιτιστικά προϊόντα της Δύσης, έχασε την ευκαιρία να ανανεώσει τα μαθήματα αφήγησης που είχαν σε προηγούμενες εποχές δώσει τα λαϊκά παραμύθια και τα δημοτικά τραγούδια. Έτσι, λοιπόν, λίγοι είναι οι Έλληνες συγγραφείς που έγραψαν κάτω από τους κανόνες του μαγικού ρεαλισμού.
Είμαι ένας από αυτούς τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς που συνέθεσαν κάποια στιγμή μερικά αφηγήματα στηριγμένα στους κανόνες μιας συνύπαρξης ρεαλισμού και μαγείας. Οι δυο συλλογές διηγημάτων μου και η μια με παραμύθια που φλερτάρανε περισσότερο με το μαγικό στοιχείο απ’ ό,τι με το φανταστικό δεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής από το κοινό. Και μάλλον δε θα κάνω λάθος αν ισχυριστώ πως ελάχιστα είναι και τα έργα άλλων Ελλήνων συγγραφέων που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτού του είδους την αφήγηση – στο σημείο αυτό, πάντως, να σημειώσω πως αυτά τα ελάχιστα στα οποία αναφέρομαι είναι πάρα πολύ καλά λογοτεχνικά κείμενα.
Οπότε και η απόφαση του PEN Greece να ζητήσει να δημιουργήσουμε εμείς οι Έλληνες λογοτέχνες (πεζογράφοι και ποιητές) μια συλλογή μικρών διηγημάτων και ποιημάτων αφιερωμένων στον πατριάρχη του είδους, Gabriel García Márquez, είχε ένα ρίσκο.
Τελικά το αποτέλεσμα δικαίωσε την τολμηρή ιδέα. Ένας τόμος με 74 κείμενα που πατούν στα χνάρια των μεγάλων μαστόρων του είδους και είναι αφιερωμένα στον αγαπημένο Gabo έχει βρει τη θέση του στα ράφια των βιβλιοπωλείων, ενώ σχεδόν αμέσως όλη η συλλογή μεταφράστηκε και κυκλοφορεί στην Κολομβία.
Τα κείμενα όλα είναι ιδιαιτέρως καλογραμμένα. Το καθένα με το δικό του ύφος. Πράγμα που σημαίνει πως οι λογοτέχνες που συμμετείχαμε είχαμε κρυμμένη μια ματιά που θέλει να δει τον κόσμο ως ένα σύμπαν όπου το καθημερινό δέχεται να το αμφισβητήσει η μαγεία.
Το χάρηκα το συγκεκριμένο βιβλίο. Και εύχομαι πολύ σύντομα αρκετοί από τους συμμετέχοντες να εκδώσουν και προσωπικές συλλογές –γιατί όχι και μυθιστορηματικές συνθέσεις– στηριγμένες στις τεχνικές αφήγησης του μαγικού ρεαλισμού.
Σημειωτέον ότι σημαντικός αρωγός στο συγκεκριμένο εγχείρημα υπήρξε το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, χωρίς την επιχορήγηση του οποίου δεν θα ήταν εφικτό να υλοποιηθεί η παρούσα έκδοση, ούτε να υπάρξει προοπτική για τη μετάφρασή της.
Οι συγγραφείς της συλλογής με αλφαβητική σειρά: Δημήτρης Αλεξίου, Μαριγώ Αλεξοπούλου, Χρύσα Αλεξοπούλου, Πόπη Αρωνιάδα, Καλλιρρόη Ασκαρίδου, Δημήτρης Βαρβαρήγος, Ευριπίδης Γαραντούδης, Σωτηρία Γεωργαντή, Κωνσταντίνος Γιαννάκος, Τζούλια Γκανάσου, Στάθης Γουργουρής, Ανθούλα Δανιήλ, Αγγελική Δαρλάση, Λουκία Δέρβη, Μαρία Διαμαντοπούλου, Σοφία Διονυσοπούλου, Νίκος Ερηνάκης, Σόνια Ζαχαράτου, Κατερίνα Ζαχαριάδου, Απόστολος Θεοδωρόπουλος, Σάρα Θηλυκού, Χάρης Καλαϊτζίδης, Αθανασία Καραγιάννη, Κατερίνα Καριζώνη, Γιάννης Καρκανέβατος, Νίκος Κατσαλίδας, Πάνος Κεραμεύς, Ζέφη Κόλια, Κώστια Κοντολέων, Μάνος Κοντολέων, Σπύρος Κρόκος, Νίκος Κωσταγιόλας, Κατερίνα Λιάτζουρα, Ηλίας Μαγκλίνης, Μαντώ Μάκκα, Γεωργία Μακρογιώργου, Κατερίνα Μαλακατέ, Εριφύλη Μαρωνίτη, Φανή Ματσινοπούλου, Μιχάλης Μοδινός, Τέσυ Μπάιλα, Δημήτρης Μπαλτάς, Αγλαΐα Μπλιούμη, Κωνσταντίνος Μπούρας, Γιάννης Ξέστερνος, Παναγιώτης Παγιάτης, Πόπη Παντελάκη, Μάγδα Παπαδημητρίου Σαμοθράκη, Γεωργία Παπαμιχαήλ, Ελένη Παπατζίκη, Ελένη Παρασχίδου, Σοφία Περδίκη, Βάλτερ Πούχνερ, Γιώργος Ρούσκας, Νίκος Σαλτερής, Μαρία Σκιαδαρέση, Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Αιμίλιος Σολωμού, Νίκος Σουβατζής, Αλέξης Σταμάτης, Δημήτρης Στεφανάκης, Κλαίτη Σωτηριάδου, Γιάννης Τόμπρος, Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μάκης Τσίτας, Δημήτρης Φιλελές, Σοφία Χανιωτάκη, Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Γιώργος Χουλιάρας, Παναγιώτης Χριστοδούλου, Δημήτρης Χριστόπουλος, Χριστίνα Χριστοφή, Αγγέλα Χρονοπούλου, Μαργιάννα Χύμου.
(883 λέξεις)
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/23859-syllogiko-ergo-pen-gabo
Subscribe to:
Posts (Atom)