13.7.25

Αφηγούμαι σημαίνει παραμένω νέος

Αφηγούμαι σημαίνει παραμένω νέος «Άσε τώρα τα παραμύθια!» λένε αρκετοί και θέλουνε να πούνε με αυτό «Άσε τώρα τα ψέματα!», λες και το παραμύθι είναι ψέμα. Λοιπόν, όχι! Εγώ στην Άννα, την κόρη μου, λέω πάντα την αλήθεια. Κάθεται εδώ δίπλα μου, με τον Λούσια τον σκύλο της, ανάμεσα στα πόδια της και με ακούει… Με ακούει να της αφηγούμαι για νεράιδες και ξωτικά, για ζώα που μπορούν να γελάνε, για λουλούδια που χορεύουν, για πουλιά που αγαπούνε… Και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει η αλήθεια. Μια αλήθεια ντυμένη στα χρώματα της φαντασίας. Και γι’ αυτό πιο ζωντανή, πιο μαχητική, πιο γνήσια. Στην Άννα και σε μένα αυτή η αλήθεια αρέσει. Το ίδιο και στον Λούσια. Τους μιλώ, λοιπόν, γι αυτήν, γράφοντας παραμύθια. Με αυτά τα λόγια προλόγιζα -ήταν το μακρινό 1980- ένα από τα πρώτα μου βιβλία με παραμύθια, το «Η Άννα και το τζιτζίκι» (Εκδόσεις Καστανιώτη). Λόγια που εξέφραζαν μια άποψη -μια στάση ζωής πρέπει πιο σωστά να πω- που από τότε και μέχρι σήμερα πιστεύω και απόλυτα ακολουθώ. Γιατί η κάθε αφήγηση είναι ένας μύθος και μέσα από τον κάθε μύθο που αφηγείσαι (προφορικά ή γραπτά) όχι μόνο εκφράζεις την αλήθεια σου, αλλά και την μοιράζεσαι με άλλους. Μικρούς και μεγάλους. Τελικά είναι η φαντασία που μας κρατά ζωντανούς και νέους. Μπορεί το σώμα να φθίνει, να ρυτιδιάζει το δέρμα, κάποια όργανα να δυσλειτουργούν, αλλά ο νους παραμένει πάντα νεανικός, δημιουργικός. Θέλει πάντα να ανακαλύπτει κάτι νέο. Πέρασα όλη την ενήλικη ζωή μου αφοσιωμένος στη γραφή. Είμαι από εκείνους τους ιδιαίτερα παραγωγικούς συγγραφείς. Πολλά, πάρα πολλά είναι τα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει με την υπογραφή μου. Τα περισσότερα ανήκουν στην κατηγορία της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους. Κι αυτό γιατί αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, θα πρέπει να ομολογήσω πως αναζητώ την επαφή με άτομα μικρών ηλικιών, αναζητώ τις ευκαιρίες να χρωματίσω με ζωηρές αποχρώσεις τις ενήλικες σκέψεις μου, με τα ξαφνιάσματα που έχουν οι σκέψεις των παιδιών. Και, πιστέψτε με, δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί κάτι παρόμοιο δεν κάνουν και άλλοι συγγραφείς. Το να μπορείς -χωρίς να αποποιείσαι την εμπειρία σου- να επανανακαλύπτεις τον κόσμο είναι χάρισμα και δώρο. Χάρισμα και δώρο που κάνεις εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου. Αλλά όχι μόνο για εμάς τους συγγραφείς. Χάρισμα και δώρο του κάθε ηλικιωμένου. Όλοι αναγνωρίζουμε το πόσο σημαντική είναι η παρουσία ενός παππού ή μιας γιαγιάς στη σωστή ανάπτυξη του παιδιού. Μα ξεχνάμε να υπενθυμίσουμε και το πόσο σημαντικό είναι και για τον ίδιο τον ηλικιωμένο να έχει δίπλα του ένα εγγόνι. Με ρωτάνε συχνά -ιδίως τα παιδιά στις τάξεις που επισκέπτομαι- γιατί γράφω παραμύθια και ιστορίες για μικρούς αναγνώστες. Τα κοιτώ -κοιτώ γύρω μου καμιά εικοσαριά φρέσκα προσωπάκια, κοιτώ τα ανήσυχα ή τρυφερά βλέμματά τους και τους ζητώ να ρίξουν κι αυτά μια ματιά ολόγυρά τους. Να δούνε τις δικές τους εικόνες, έτσι όπως εγώ τις βλέπω. Και στη συνέχεια τα ρωτώ: «Λοιπόν, λέτε να μου άρεσε περισσότερο αντί να έχω ολόγυρά μου τα δικά σας φωτεινά πρόσωπα, τις ματιές σας που είναι έτοιμες να ξεκινήσουν ταξίδια, να έχω απέναντί μου πρόσωπα σκυθρωπά, πρόσωπα που έχουν κουραστεί και που κανένα πλέον όνειρο δεν τα ερεθίζει;» Τα παιδιά, τότε, μου χαμογελούνε. Συμφωνούν μαζί μου. Και θυμάμαι μια φορά ένα αγόρι -της Τρίτης Δημοτικού πρέπει να ήταν- που στράφηκε και με ενημέρωσε: «Εγώ κ. Κοντολέων, μόλις θα πάω σπίτι μου, θα τρέξω να βρω τον παππού μου και θα του ζητήσω να φτιάξουμε μαζί ένα παραμύθι… Και μετά να το σχεδιάσουμε…» Έτσι μου δήλωσε εκείνο το αγοράκι. Κι εγώ του πρότεινα «Και στη συνέχεια να το ζήσετε μαζί… Εσύ ο δεκάχρονος με εκείνο τον εβδομηντάχρονο!» Το αγόρι κούνησε το κεφάλι και μου χαμογέλασε. Ελπίζω και εύχομαι ότι μου είπε πως θα έκανε με τον παππού του, να το έκανε. Το ελπίζω και το εύχομαι… Κυρίως για τον παππού. https://justanumber.gr/afigoymai-simainei-parameno-neos-m/

6.7.25

«Κόντρα ρόλος» -θα μπορούσε να ήταν και ο τίτλος μιας αυτοβιογραφίας μου

«Κόντρα ρόλος», λοιπόν ο τίτλος του τελευταίου μου μυθιστορήματος που από τις αρχές Ιουλίου του 2025 βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Θα είναι το δέκατο πέμπτο μυθιστόρημά μου που απευθύνεται εκδοτικά σε ενήλικο κοινό. Οι τίτλοι όλων των προηγούμενων από εμένα είχαν επιλεγεί. Και όπως όλοι οι τίτλοι επιχειρούν, έτσι κι εκείνοι περιγράφανε με δυο, τρεις λέξεις το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος ή κάτι σχετικό με την προσωπικότητα του ήρωα ή της ηρωίδας. Αλλά για πρώτη φορά ο τίτλος ‘Κόντρα ρόλος’ αφορά τόσο τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος όσο και εμένα τον ίδιο. Ναι, ακριβώς αυτό -μιας και σε ολόκληρη τη ζωή μου ένα ‘κόντρα ρόλο’ ερμηνεύω. Κι αυτό το συνειδητοποίησα αφού πρώτα είχε γίνει η επιλογή του τίτλου. Έτσι όπως τον είχα πληκτρολογήσει και τον κοιτούσα, ξαφνικά φαντάστηκα πως θα μπορούσε ο τίτλος αυτός να ήταν και τίτλος μιας αυτοβιογραφίας μου (αν ποτέ αποφασίσω να την γράψω). Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Οι γονείς μου μου θα θέλανε να είχα γεννηθεί κορίτσι. Ήταν γιατί ο πατέρας μου, περίπου δέκα χρόνια πιο πριν και με τραγικές συνθήκες, είχε χάσει σε δυστύχημα των γυναίκα του και την επτάχρονη κορούλα του. Μέσα από τον δεύτερο γάμο του είχε την ελπίδα πως μαζί με μια νέα σύντροφο θα αποκτούσε και μια νέα κόρη. Και η νέα του σύντροφος -η μητέρα μου- δεν είχε λόγο να μην έχει την ίδια με εκείνον ελπίδα. Αλλά εγώ ‘προτίμησα΄ να γεννηθώ αγόρι. Και να ξεκινήσω τη ζωή του με ένα ‘κόντρα ρόλο’: στη θέση ενός επιθυμητού θηλυκού πλάσματος υποκατάστατο ενός άδικα χαμένου κοριτσιού, έπαιξα τον ρόλο ενός αρσενικού διαδόχου και μάλιστα πρωτοεμφανιζόμενου στο οικογενειακό πάλκο. Και μπορεί να πέρασα την παιδική μου ηλικία παίζοντας με τα αγαπημένα μου μολυβένια στρατιωτάκια και ζητώντας να φοράω στις Απόκριες στολές ιππότη ή καουμπόυ, αλλά απέφευγα να κυλιέμαι στα χώματα παλεύοντας με τα αγόρια της ηλικίας μου. Η μητέρα μου έκανε φιλότιμες, αλλά και ανεπιτυχείς, προσπάθειες να με κάνει να αγαπήσω τις μεταλλικές κατασκευές του Μεκανό, μιας κι εγώ προτιμούσα να σχεδιάζω στα μπλοκ μου τις υποψήφιες Σταρ Ελλάς που τις φωτογραφίες τους έβλεπα στην ‘Απογευματινή’ του έφερνε στο σπίτι ο θείος. Στο σχολείο οι ώρες της Γυμναστικές ήταν για μένα αγχωτικές -τη μακριά γαϊδούρα ποτέ δεν την πήδηξα και θεωρούσα γελοία τα άλλα παιδιά καθώς κουνούσαν πάνω από κεφάλι τους τα χέρια τους προσπαθώντας να εμποδίσουν τους συμμαθητές τους να σημαδέψουν με την μπάλα το καλάθι κατά τη διάρκεια των αγώνων μπάσκετ. Μου άρεσαν τα μοναχικά παιχνίδια που μπορούσα να αναπτύσσω μια δημιουργική όσο και προσωπική φαντασία -ένα παλιό βαρέλι γινότανε ο ελέφαντας του Ταρζάν και η κληματαριά ο δράκος που κρατούσε φυλακισμένη την βασιλοπούλα / τσαμπί σταφυλιού που εγώ με το σπαθί μου θα την απελευθέρωνα /έκοβα. Και βέβαια λάτρευα με πάθος τα βιβλία –όλα τα βιβλία, κάθε μορφής εξιστόρηση. Κι εδώ, στις αναγνωστικές μου επιλογές, ένας ‘κόντρα ρόλος’. Πάντα προτιμούσα τη αγέρωχη βασίλισσα του χιονιού από την γλυκιά Γκέρτα. Και μετέφερα τις προτιμήσεις μου αυτές στην καθημερινή ζωή μου -μου άρεσαν τα δυναμικά κορίτσια περισσότερο από τα τρυφερά και υποταγμένα στους κανόνες των μαμάδων τους. Μα ενώ ήμουνα μέγας λάτρης της λογοτεχνίας, ήμουνα φοβερά ανορθόγραφος, μισούσα το συντακτικό, οι εκθέσεις μου δεν ικανοποιούσαν τους φιλολόγους μου, ενώ αντίθετα -κι άλλος ‘κόντρα ρόλος’- ήμουνα πολύ καλός στα μαθηματικά και στην τριγωνομετρία. Τί θα σπούδαζα; Όνειρο μου να γίνω συγγραφέας και κριτικός. Μα επέλεξα την σταθερή λογική της Φυσικής Επιστήμης. Ένα ακόμα ΄κόντρα ρόλος’. Πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια όχι με την παθιασμένη αναρχία ενός φοιτητή, αλλά με τη συνέπεια ενός μαθητή που δεν έπρεπε να μείνει σε κανένα μάθημα. Και στη βιβλιοθήκη μου -άλλος πάλι ‘κόντρα ρόλος’- δίπλα στη Μηχανική και τον Ηλεκτρισμό, οι ‘Ακυβέρνητες Πολιτείες’ του Τσίρκα και οι ‘Ποιητική Ανθολογία’ του Αποστολίδη. Στον στρατό κατάφερνα να αποφεύγω την χαρτοπαιξία με τους άλλους δόκιμους αξιωματικούς και βυθιζόμουνα στους ‘Πανθέους’, ενώ σχεδίαζα να φτιάξω μια σταθερή δική μου οικογένεια. Κι έτσι ενώ μουρμούριζα του στίχους του Καβαδία «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», παντρευόμουνα και έβρισκα εργασία στην Ολυμπιακή Αεροπορία. Οπότε, να ένας ακόμα ‘κόντρα ρόλος’. Είχα πλέον μια σταθερή και χωρίς απαιτήσεις εργασία, άρα ήμουνα έτοιμος να εισέλθω στην περιοχή της λογοτεχνικής συγγραφής -κόντρα σε όλα τα προηγούμενα, δεν εγκατάλειπα τα όνειρό μου. Μα αντί για κάτι τέτοιο, πήρα την απόφαση να παίξω έναν άλλον ‘κόντρα ρόλο΄-αυτόν του πατέρα. Κι όμως εδώ, η τάση μου να επιλέγω ‘κόντρα ρόλους’ με βοήθησε λες και μ΄ έκανε να ανακαλύψω ένα τρόπο συνδυασμού της πατρικής αγάπης με τη λογοτεχνική έκφραση. Και να πως ξεκινώ να γράφω και να εκδίδω τα πρώτα μου βιβλία που ήταν όλα τους για παιδιά. Αλλά και ως συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας ‘κόντρα ρόλο΄ αποφασίζω να παίξω. Τα παιδικά βιβλία μου μιλάνε για απελευθερωτικούς αγώνες, αντιστάσεις σε αυταρχικά πολιτεύματα, για απεργιακές κινητοποιήσεις. Πολύ σύντομα, πάντως, θα επιστρατεύσω και την μόνιμη αγάπη μου για τη λογοτεχνία των ενηλίκων και θα εκδοθούν τα πρώτα μου βιβλία και σε αυτό το είδος. Και η συγγραφική ταυτότητα μου πλέον θα είναι μια δυναμική ενσάρκωση ‘κόντρα ρόλων’. Ο γνωστός συγγραφέας και ο άσημος υπάλληλος* ο συγγραφέας που γράφει για παιδιά και ο συγγραφέας που γράφει για ενήλικες -όλοι τους ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο ένας σε ‘κόντρα ρόλο΄ ως προς τον άλλον. Στοιχείο πλέον της ιδιωτικής και δημόσιας ταυτότητάς μου. Αποδεχτό και από τους άλλους; Οι ηθοποιοί που επιλέγουν να ερμηνεύσουν ‘κόντρα ρόλους’ δεν είναι εύκολο να γίνουν από ένα πλατύ κοινό αποδεχτοί και με τους δυο ρόλους τους. Η κοινωνία μας, γενικότερα, θέλει ξεκάθαρες τοποθετήσεις. Το κάθε τι που αυτό το ξεκάθαρο δείχνει να το αμφισβητεί, παράλληλα και εισπράττεται ως επικίνδυνο ή ως έκφραση τσαρλατανισμού. Καιρό τώρα δεν με ξαφνιάζει πως οι περισσότεροι από όσους γράφουν για παιδιά αγνοούν τα βιβλία μου για ενήλικες, όπως και όσοι γράφουν ή κρίνουν την ‘ενήλικη λογοτεχνία’ απαξιώνουν να ασχοληθούν με τα ‘ενήλικα’ μυθιστορήματα και διηγήματά μου. Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς -η παλιά ρήση πάντα εν ισχύ… Ακόμα και στην εποχή της ΑΙ. Το ίδιο συμβαίνει, άλλωστε και σε άλλους τομείς. Ένας από αυτούς και εκείνος που έζησε ο ήρωας του τελευταίου μου μυθιστορήματος. Δεν πρόκειται περισσότερα πάνω στην υπόθεση να γράψω (spoiler δεν θα κάνω), αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως λογικό είναι τελικά να οδηγείται στην απομόνωση. Μα και να με οδηγήσει να στηρίξω πάνω του τον τίτλο του τελευταίου μου μυθιστορήματος. Και παράλληλα -η εκδίκηση του δημιουργήματος στον δημιουργό του- να με κάνει να κατανοήσω το γιατί συγγραφικά είμαι κι εγώ απομονωμένος (προσοχή: την λέξη ‘απομονωμένος’ χρησιμοποίησα, όχι κάποια άλλη, ας πούμε ‘απογοητευμένος’ ή ‘αποτυχημένος’). «Κόντρα ρόλος», λοιπόν, ο τίτλος του τελευταίου μου μυθιστορήματος. «Κόντρα ρόλος» θα μπορούσε να ήταν και ο τίτλος της αυτοβιογραφίας μου. Ναι, αν ποτέ αποφασίσω να την γράψω, έτσι και με απόλυτη συνείδηση, αυτόν τον τίτλο θα της δώσω. Καλό καλοκαίρι Μάνος Κοντολέων https://diastixo.gr/en/aprosopo-2/24891-manos-kontoleon-a-prosopo

1.7.25

Αλέξης Πανσέληνος «Ξεχασμένες λέξεις»

Αλέξης Πανσέληνος «Ξεχασμένες λέξεις» Μυθιστόρημα Εκδόσεις Μεταίχμιο Θεωρώ πως ο κριτικός λόγος είναι ένας δευτερογενής λόγος. Ή πιο σωστά ένα διαμεσολαβητικός λόγος. Ο κριτικός -κατά την άποψή μου πάντα- θα πρέπει να λειτουργεί διαμεσολαβητικά ανάμεσα στο λογοτεχνικό έργο και τον αναγνώστη. Και επειδή, βέβαια το λογοτεχνικό έργο έχει πατρότητα, ο κριτικός αξίζει να προσπαθήσει να διακρίνει τις προθέσεις του συγγραφέα στη διαδικασία δόμησης του έργου. Οπότε και η τελική κρίση του θα πρέπει να είναι ένας συνδυασμός συγγραφικών προθέσεων και αναγνωστικών εμπειριών. Κάτω από αυτό το σκεπτικό επιχειρώ να καταγράφω τις απόψεις μου και βέβαια θα πρέπει να προσθέσω πως τα λογοτεχνικά έργα για τα οποία γράφω τις σκέψεις μου, είναι έργα που θεωρώ ότι για τον ένα ή τον άλλο λόγο η έκδοση τους είχε νόημα μιας και η καλλιτεχνική τους υπόσταση είναι σημαντική. Άλλωστε γιατί κανείς να θελήσει να ασχοληθεί με ένα λογοτεχνικό κείμενο που δεν του αναγνωρίζει αισθητική επάρκεια; Θεώρησα -καιρό τώρα ήθελα να το κάνω- πως θα έπρεπε να καταθέσω τον τρόπο με τον οποίον πρώτα επιλέγω τα βιβλία για τα οποία θα γράψω ένα ‘κριτικό’ (ας αποδεχτούμε για λόγους πρακτικούς τον όρο) σημείωμα και στη συνέχεια το τι προσπαθώ γι αυτά να καταγράψω. Και η ευκαιρία μου δόθηκε μετά την ανάγνωση του τελευταίου μυθιστορήματος του Αλέξη Πανσέληνου «Ξεχασμένες λέξεις». Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Θεωρώ τον Πανσέληνο ως τον πλέον στιβαρό σύγχρονο πεζογράφο μας- (δίπλα του τοποθετώ και τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη, χωρίς να αγνοώ και τα 13 χρόνια που ο πρώτος είναι μεγαλύτερος του δεύτερου). Ο Αλέξης Πανσέληνος, κυρίως με τα μυθιστορήματά του, έχει συνδέσει το ατομικό στοιχείο με το κοινωνικό, το ελληνικό με το ευρωπαϊκό. Και παράλληλα έχει καταγράψει την ικανότητά του να στήνει ζωντανούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες και να συνθέτει ενδιαφέρουσες πλοκές. Παρόμοια και τα όσα έχουν προικιστεί οι «Ξεχασμένες λέξεις»; Απαντώ ναι, αλλά σπεύδω και να σημειώσω πως η δική μου προσωπική ανάγνωση έχει σταθεί κυρίως σε μια άλλη θεματική εστίαση -αυτή της εμπλοκής του ήρωα ‘σε μια υπαρξιακή κρίση που αντανακλά την κλεψύδρα του χρόνου που σώνεται’, όπως εύστοχα έχει σημειώσει στο δικό του κριτικό σημείωμα ο Κώστας Κατσουλάρης ( www.bookpress, 30/4/2025). Με άλλα λόγια, ο Πανσέληνος (γεννημένος το 1943) αφήνει τον αναγνώστη να υποψιαστεί πως αν και η ζωή του κεντρικού ήρωα και αφηγητή δεν είναι και τόσο ταυτισμένη με τη δική του, εντούτοις η ταύτιση υπάρχει και μάλιστα σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό που έχει να κάνει με τον τρόπο που ένας συγγραφέας αναστοχάζεται πάνω στα όσα οι άνθρωποι της γενιάς του ζήσανε και αυτός ο αναστοχασμός διατηρεί ως κέντρο του το άτομο και βάζει στο περίγυρο τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. Οι αλλαγές που οι τόποι υφίστανται καθώς περνούνε τα χρόνια παρακολουθούνται και από τις ατομικές περιπτώσεις κάθε ανθρώπου και ενώ το μέλλον του καθενός μας μετά το στιγμιαίο πέρασμά του από το παρόν, μετατρέπεται σε αμετάκλητο παρελθόν, εκείνο που μας κινητοποιεί την ενδοσκόπηση είναι η αναζήτηση μιας ταυτότητας που καθώς ολοκληρώνεται παράλληλα και αφήνει πίσω της… ξεχασμένες λέξεις. Με συγγραφική μαεστρία, αυτήν την συνθήκη ο Πανσέληνος την μετατρέπει σε ένα μυθιστόρημα όπου ο ήρωάς του έχει ίδια σχεδόν ηλικία με τη δική του* κι εκείνος όπως και ο ίδιος ζήσανε όλα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη τα τελευταία ογδόντα χρόνια -από την Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο έως την Χούντα, από την Μεταπολίτευση έως την πτώχευση και τη διάψευση μιας ελπίδας δημιουργίας ελληνικού κράτους, ισότιμου με τα άλλα ευρωπαϊκά. Και μπορεί ο κεντρικός χαρακτήρας να θεωρεί πως με τις αποφάσεις του -από νωρίς είχε βάλει ως στόχο του να σπουδάσει και να εργαστεί στο εξωτερικό- εκείνος κατάφερε να ξεφύγει από τη μιζέρια που του κληροδοτούσε η προηγούμενη γενιά, αλλά τελικά θα ανακαλύψει πως όλα όσα έχουν στη ζωή του συμβεί στηρίχτηκαν πάνω σε ένα ηθικό συμβιβασμό των γεννητόρων. Υπάρχει η πιθανότητα κάποιον παρόμοιο συμβιβασμό κι αυτός ο ίδιος να μην απέφυγε; Η ερώτηση και μαζί της η απάντηση δίνεται στις τελευταίες προτάσεις το έργου: «Αλλά για να πω την αλήθεια, η προοπτική μιας δεύτερης ζωής μετά τον θάνατο μου φαίνεται κάπως τρομαχτική. Μία αρκετή είναι. Καλά ήταν ως εδώ». Έχουμε, λοιπόν, μια ‘πλάγια’ και ‘συμβολική’ αυτοβιογραφία; Δεν θα το απέκλεια, αν και από την άλλη αναγνωρίζω πως κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει στον αναγνώστη του ο Πανσέληνος. Προτιμά να περιγράψει μέσω των λέξεων που δεν έχουν ξεχαστεί, το πορτραίτο ενός επιτυχημένου επαγγελματικά άνδρα, που επέλεξε να ζει χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις, που αφέθηκε με εμπιστοσύνη στην εύνοια της τύχης, ενώ παράλληλα ξοδεύει -με συγγραφικό πείσμα και κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι στον ίδιο του τον εαυτό- πολλές σελίδες του μυθιστορήματος του για να αφηγηθεί σαρκικές απολαύσεις που στην ουσία είναι και οι απέλπιδες προσπάθειες του ήρωα να συναντηθεί με ότι σε όλη του τη ζωή είχε προσπαθήσει να αποφύγει -την συντροφικότητα. Αλλά -να και μια ακόμα διάσταση αναγνωστικής προσέγγισης- κάπως έτσι δεν διαμορφώθηκε η ζωή και ολόκληρης της χώρας από τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο έως τις μέρες μας; Με λέξεις που δεν εγγράφτηκαν στη μνήμη, με υποχρεώσεις που δεν αναγνωρίστηκαν, με πάθη που δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν απογόνους, με συλλογικές παραπλανήσεις και ατομικές αποπλανήσεις. Εν τέλει το «Ξεχασμένες λέξεις’ μπορεί πολλαπλά να διαβαστεί. Και ως η σε πρώτο πρόσωπο ιστορούμενη βιογραφία ενός έλληνα που υπηρέτησε το ευρωπαϊκό όνειρο χωρίς ποτέ να το κάνει δικό του, αλλά και ως η μόνιμα καρκινοβατούσα πορεία μιας χώρας που δεν θέλησε να σταθεί με ειλικρίνεια απέναντι σε ένα καθρέφτη και να δει λάθη, παραλείψεις, αδιέξοδες επαναστάσεις. Όλα αυτά ενσαρκωμένα με την επιλεκτική τεχνική ενός μάστορα του γραπτού λόγου, που ασφαλώς και δεν αντέχει όποιες λέξεις ξεχαστήκανε, να έχουν και οριστικά λησμονηθεί. (920 λέξεις) https://www.hartismag.gr/hartis-79/biblia/lekseis-poi-diavazontai-pollapla

23.6.25

Κωνσταντία Σωτηρίου «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ»

Κωνσταντία Σωτηρίου «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» Μυθιστόρημα Εκδόσεις Πατάκη Κύπρια πεζογράφος της νέας γενιάς, η Κωνσταντία Σωτηρίου έχει ήδη κατακτήσει μια θέση ιδιαιτέρως αξιόλογη τόσο εντός των κύπριων πεζογράφων, όσο και των εκ του ελλαδικού χώρου προερχομένων συγγραφέων Με το πέμπτο της αυτό βιβλίο επιβεβαιώνει κατά κάποιον τρόπο τους θεματικούς της άξονες, όπως και τη δόμηση των λογοτεχνικών της έργων. Η Κύπρος του σχετικά πρόσφατου χθες είναι το πεδίο όπου η Σωτηρίου αναζητά τα θέματά της. Και μέσα από μια χαλαρή μυθιστορηματική εξιστόρηση επιχειρεί να φωτίσει την μετεξέλιξη της ταυτότητας ενός τόπου -από παλιούς μύθους και πολύπλοκες ιστορικές εξαρτήσεις, σε κοινωνικές αναταραχές, εθνικές διεκδικήσεις και οικονομικές ανατροπές. Το νέο της αυτό μυθιστόρημα έχει ως ‘εναρκτήριο λάκτισμα’ τις πριν από μερικά χρόνια δολοφονίες αλλοδαπών γυναικών που είχαν πάει στην Κύπρο για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως οικιακοί βοηθοί. Δολοφονίες που συντάραξαν την κοινή γνώμη και που έφεραν κατά κάποιο τρόπο στην επιφάνεια την κάπως ‘αγνοημένη’ άποψη πως το νησί είναι πλέον με πολλαπλούς τρόπους μέρος μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Οι ντόπιοι κάτοικοι από αγρότες και εργάτες -και μάλιστα κάτω από ένα αποικιοκρατικό ζυγό- έχουν μετατραπεί σε αστούς -πολίτες μιας ανεξάρτητης δημοκρατίας- και είναι αυτοί που τώρα πλέον μισθώνουν ξένο εργατικό δυναμικό για να φροντίσει τα ανήμπορα γονικά τους. Μια υπέργηρη γυναίκα είναι η βασική αφηγήτρια αυτού του μυθιστορήματος. Ζει σε ένα χωριό μόνη. Η ανημποριά της λόγω γήρατος έχει αναγκάσει τα παιδιά της (που μένουν στην πόλη) να προσλάβουν μια Φιλιππινέζα να την προσέχει και να την συντροφεύει. Αλλά οι δυο γυναίκες δεν θα καταφέρουν να έχουν μια ουσιαστική επικοινωνία. Η ξένη με το βλέμμα στραμμένο στους δικούς της, η ντόπια με τη δική της παλιά καθημερινότητα - τη σκληρή ζωή που έζησε ως γυναίκα ανθρακωρύχου- να κλωθογυρίζει στις αναμνήσεις της. Κι όμως κάτι τις ενώνει -είναι ο τόπος του παλιού ανθρακωρυχείου. Το μέρος που διέλυσε τα πνευμόνια των εργατών, μα και ο χώρος όπου θα έχουν βρεθεί τελικά τα πτώματα των εξαφανισμένων γυναικών. Ένας κοινός τόπος μαρτυρίου του κάθε εργαζόμενου, που τελικά παίρνει τη θέση του μέσα στην ιστορία και τους μύθους του τόπου. Και εδώ ακριβώς η Κωνσταντία Σωτηρίου επιβεβαιώνει την άποψη πως συγγραφικά την ενδιαφέρει να συνθέτει ιστορίες που με άνεση θα κυκλοφορούν ανάμεσα στα χρόνια. Στην ουσία μεταφέρει την Ιστορία προς τη μεριά των απλών ανθρώπων και έτσι φωτίζει το παρελθόν μέσα από τις αφηγήσεις μικρών ιστοριών. Γιατί βέβαια αυτό που ήταν και είναι ένας τόπος μόνο όσοι τον ζήσανε μπορούν να τον περιγράψουν. Κάτι τέτοιο είχε επιτυχώς επιχειρήσει και με τα προηγούμενα έργα της, κάτι παρόμοιο συνθέτει και τώρα. Αλλά οι ιστορίες υλοποιούνται με λέξεις. Με λέξεις και φράσεις ένας συγγραφέας σχηματίζει το απολύτως προσωπικό του αποτύπωμα. Στην περίπτωση της Κωνσταντίας Σωτηρίου έχουμε να κάνουμε με μια γλώσσα που ξέρει να συνδυάζει παλιές δομές και ξεχασμένες λέξεις με την εξιστόρηση μιας σημερινής ιστορίας. Η Κωνσταντία Σωτηρίου είναι ολοφάνερο πως δίπλα -αν όχι και παραπάνω- στην αναφορά του παρελθόντος της πατρίδας της, τοποθετεί το πάθος της για την γλωσσική υπόσταση των γραπτών της. Συνδέει τις φράσεις μεταξύ τους με τέτοιον τρόπο που ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει την μουσικότητα που διακρίνει και την προφορική κυπριακή εκφορά του λόγου: «…και μερικές φορές σκέφτομαι πως είμαι πολύ παλιά ακόμα και για να πεθάνω, ότι με ξέχασε εμένα ο χάρος σε τούτο το χωριό, ήρθε τόσες φορές ο χάρος σε τούτο το χωριό, που βαρέθηκε να έρθει ξανά και με έχει ξεχάσει, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, έλεγε η μάνα μου, κι έκανε στον αέρα τον αόρατο σταυρό, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Χαζομάρες και βλακείες, οι πεθαμένοι μένουν πάντα με τους ζωντανούς και τους στοιχειώνουν μέχρι να τους πάρουν κι αυτούς κοντά τους, αν έμαθα κάτι από τη ζωή μου, είναι αυτό» (σελ. 21) «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο που αποφεύγει μια κλασική μυθιστορηματική αφήγηση, χρησιμοποιεί στοιχεία ιστορικής και λαογραφικής έρευνας, φέρνει κοντά ανθρώπους με διαφορετικές καταβολές, τελικά πείθει πως ότι υπήρξε συνεχίζει να υπάρχει, φτάνει μοναχά κάποιος να τολμά όχι μόνο να μην το λησμονεί, αλλά και να το ανασκαλεύει. (680 λέξεις) https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/23259-i-kefali-tou-tsatsgouerth-tis-konstantias-sotiriou-kritiki-mythistorima-me-stoixeia-istorikis-kai-laografikis-erevnas

14.6.25

Μιχάλης Μοδινός «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας»

Μιχάλης Μοδινός «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας» Διηγήματα Εκδόσεις Καστανιώτη
Ο Μιχάλης Μοδινός (Αθήνα 1950) είναι χαρακτηριστική περίπτωση λογοτέχνη όπου το έργο του και η επαγγελματική του ενασχόληση παρουσιάζουν μια αλληλοεπίδραση. Ο ίδιος είναι θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, ενώ και εργάστηκε ως περιβαλλοντολόγος και μηχανικός σε πολλά μέρη όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και άλλων Ηπείρων. Έχει κατά καιρούς συνεργαστεί με σχετικούς διεθνείς οργανισμούς, έχει διδάξει σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, διεύθυνε ερευνητικά σε σχέση με τα ενδιαφέροντά του Ινστιτούτα, μα και ίδρυσε περιοδικό σχετικό με την Οικολογία. Παράλληλα δε με το συγγραφικό του έργο, γράφει εμπεριστατωμένες κριτικές για έργα ξένων συγγραφέων και καταθέτει τις πάντα ενημερωμένες απόψεις του για την σύγχρονη παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή. Το βιογραφικό του περιγράφει στην ουσία μια ιδιότυπη persona ενός ανθρώπου όπου οι πνευματικές και καλλιτεχνικές του ενασχολήσεις συνοδοιπορούν με μια εντελώς σύγχρονη καριέρα συνεργασίας με Διεθνείς και Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς. Αυτή την συνοδοιπορία πολύ συχνά θα τη συναντήσουμε και στα βιβλία του. Ο Μιχάλης Μοδινός ως πεζογράφος παρουσιάζεται το 2005 (έχουν προηγηθεί βιβλία του και συμμετοχές και συλλογικές εκδόσεις με θέματα γύρω από τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα) και όλα τα πρώτα του έργα ανήκουν στο είδος του μυθιστορήματος. Μόνο με τα δυο πλέον πρόσφατα -ανάμεσα τους και το «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας»- χρησιμοποιεί τη φόρμα του διηγήματος. Αλλά ακόμα και μέσα στα στενά αφηγηματικά όρια ενός διηγήματος, ο Μοδινός δείχνει πως θέλει να περιγράφει ότι τον περιβάλλει (ανθρώπους και τόπους) με μια διάθεση σύνδεσης του μέρους με το όλο. Έτσι, λοιπόν, πολύ συχνά κάποιος από τους ήρωες του αναφέρεται στο εγώ του, περιγράφοντας το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται. «Κι εγώ δεν λέω καλημέρα παρά μόνο στον κύριο Ζαχαρία που ‘χει τα ψιλικά στη γωνία. Και να σου πω και κάτι άλλο; Ακόμα και οι ελάχιστες εκείνες κριτικές φωνές που υπήρχαν παλιά έχουν σιγήσει στις μέρες μας. Ο αστισμός θριάμβευσε τελεσίδικα. Στη μεταμοντέρνα εποχή μας το να τρως σκατά στον κλεινόν άστυ και να προσποιείσαι ότι δρέπεις τα αγαθά της πρωτεύουσας έγινε must» (σελ. 83) Αλλά και ξεφεύγοντας από τη σύνδεση ατόμου με κοινωνικά φαινόμενα και αναζητώντας να διερευνήσει τις αποχρώσεις συναισθημάτων, πάλι παρόμοιες αντιστοιχίσεις επιχειρεί: «Το βλέμμα της ήταν χαμένα στις εύπλαστες σκιές της νύχτας. Άγγιξε με το χέρι το λεκανοπέδιο περιμετρικά. ‘Αυτό το συνονθύλευμα ομορφαίνει με το σούρουπο’, είπε. ‘Την αγαπώ αυτή την πόλη ακριβώς γι αυτό τον λόγο -για την προσδοκία της νύχτας ‘Κι όμως, στις μέρες μας, η νύχτα δεν ανακουφίζει τα σώματα’, είπα εγώ» (σελ. 133) Συνήθως πρωτοπρόσωπες οι αφηγήσεις. Και συνήθως είναι άντρες αυτοί που θα αφηγηθούν την κάθε ιστορία. Αλλά ακόμα κι όταν το νήμα της εξιστόρησης το παίρνει γυναικεία φωνή, η αντρική παρουσία ρίχνει τη σκιά της. «Δεν ξέρω αν έχει ερευνηθεί επαρκώς η επίδραση του χώρου στον ανθρώπινο ψυχισμό. Όταν ήμουν ακόμα στο δημοτικό, ο πατέρας μου έλεγε πως ήδη από τον καιρό του Ιπποκράτη γινόταν προσπάθεια να αποδοθεί στη φυσιογνωμία του τοπίου ο χαρακτήρας των ανθρώπων. Οι Σπαρτιάτες είναι έτσι, οι Μακεδόνες αλλιώς, οι Θεσσαλοί αλλιώτικα». (σελ. 152) Η γραφή του Μοδινού είναι συχνά εκκεντρική, συχνά κοσμοπολίτικη, πάντα με ένα ιδιαίτερο πλούτο λέξεων και εκφράσεων* κάποιες φορές μπορεί να επιζητά ακόμα και να προκαλεί με τον εστετισμό της. Η ματιά του θέλει -και ξέρει- να ξεχωρίζει το αρσενικό από το θηλυκό, οπότε και γι αυτό με ευστοχία περιγράφει τις συμπεριφορές ανάλογα με το φύλο. Μα κεντρικό του στίγμα η πολιτική διάσταση και μέσα σε αυτό το πλαίσιο και οι επισημάνσεις του. Τα διηγήματα της συλλογής είναι 16 και σε όλα ο Μοδινός έχει αφήσει ένα η και περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς και των ενδιαφερόντων του -παγκοσμίου κύρους συγγραφείς καθορίζουν τη δράση, αλλά και οι ίδιοι πρωταγωνιστούν ή και προσφέρουν τον τίτλο* εντυπωσιακές γυναίκες ξεδιπλώνουν μαζί με την θηλυκότητά τους και τις γνώσεις τους πάνω σε σύγχρονα ζητήματα* οι ερωτικές συνευρέσεις διαθέτουν έντονο πάθος, αλλά περιγράφονται με αρσενική διακριτικότητα* μια κοσμοπολίτικη διάθεση πλανιέται μόνιμα που όμως δεν εμποδίζει να δηλώνει το παρόν της και το όργιο της ορεινής Φύσης* σχολιασμοί της πολιτικής επικαιρότητας των τελευταίων δεκαετιών ευθαρσώς υποστηρίζονται. Και βέβαια η καλά χωνεμένη γνώση της ξένης λογοτεχνίας δεν έχει καμιά διάθεση να παραμείνει αφανής. Τελικά -κεντρικό ερώτημα- ποιο είναι το θέμα που διαπερνά όλα τα διηγήματα και που τους έδωσε την ευκαιρία να συνυπάρχουν μέσα στην ίδια συλλογή; Ο ίδιος ο συγγραφέας, στη σημείωση της τελευταία σελίδας ξεκαθαρίζει πως το καθένα γράφτηκε και σε μια άλλη χρονική στιγμή, κάποια έχουν κάπου δημοσιευθεί, κάποια είναι μέρη άλλων πλατύτερων έργων, άλλα είναι πρώτη τους φορά που φορά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση την απάντηση τη δίνουν κάποιες φράσεις στη σελίδα 97: «Ως συναισθηματική λειτουργία η μνήμη μάλλον δεν έχει μεγάλη σχέση με την αλήθεια. Χαρίζει ωστόσο πεταρίσματα ευτυχίας με τη μορφή ελεύθερων συνειρμών -υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα ΄χεις πετάξει στη χωματερή της ζωής σου μύρια όσα άλλα». Ο Μιχάλης Μοδινός -ένας ακόμα από τους έλληνες συγγραφείς της γενιάς του- προσφέρει στον αναγνώστη το καταστάλαγμα μιας πορείας εβδομήντα και βάλε χρόνων, την ίδια στιγμή που ο ίδιος επιχειρεί να γεφυρώσει τη δράση της νεότητας με τον αναστεναγμό της βιολογικής ωριμότητας. Η λογοτεχνία βοηθά να ενορχηστρώσει κανείς τέτοια παιχνίδια… Ή και συμπτώσεις που μόνο σε μάγια μπορούν αν αποδοθούν. (*60 λέξεις) Βιβλιοδρόμιο, 14.6.2025

1.6.25

Μαρία Σκαμάγκα «Ο πολύγραφος ή το καλοκαίρι των ηρώων»

Μαρία Σκαμάγκα «Ο πολύγραφος ή το καλοκαίρι των ηρώων» Εκδόσεις Μεταίχμιο Η λογοτεχνία για παιδιά έχει μια δομική ιδιομορφία. Αν και γράφεται με στόχο να διαβαστεί από αναγνώστες που είναι κάπου ανάμεσα στα οχτώ με δώδεκα χρόνια τους, εντούτοις γράφεται από άτομα που έχουν περάσει τουλάχιστον στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους -τις περισσότερες φορές δε είναι αρκετά πάνω από τα τριάντα τόσα τους χρόνια. Στην ιδιομορφία αυτή ελλοχεύει ένας κίνδυνος. Ο ενήλικος συγγραφέας για να γράψει μια ιστορία που πέρα από την αναγκαίες γνώσεις για το πως θεμελιώνεται και ολοκληρώνεται στη συνέχεια μια αφήγηση και πως ξεδιπλώνονται οι εσωτερικές διακυμάνσεις των ηρώων (γνώσεις και τεχνικές που αναγκαστικά είναι στοιχεία ενήλικης εμπειρίας), θα πρέπει και να ‘διαφεύγει’ από την ενήλικη σκέψη του και να αναζητά την επανασύνδεση του με τον τρόπο που ο ίδιος βίωνε τις εμπειρίες του τα χρόνια που ήταν παιδί. Αν αποδεχτούμε αυτήν την συγγραφική ιδιομορφία της ‘ενήλικης παιδικότητας’ τότε θα μπορούμε να έχουμε σχηματίσει το κεντρικό συγγραφικό προσόν που πρέπει να διαθέτει αυτός που αποφασίζει να γράψει ένα λογοτεχνικό αφήγημα προορισμένο -εκδοτικά τουλάχιστον- να διαβαστεί από παιδιά. Αλλά αυτόματα τίθεται ένας άλλος προβληματισμός. Μπορεί ο ενήλικος δημιουργός επιστρατεύοντας την δική του παιδικότητα να περιγράψει την αντίστοιχη ενός ατόμου που ζει σε μιαν άλλη εποχή -τουλάχιστον μετά από είκοσι αν όχι και περισσότερα χρόνια; Τα μυθιστορήματα που κυκλοφορούν και στα οποία οι προέφηβοι ή και έφηβοι ήρωες ζούνε στο σήμερα και σε σημερινά προβλήματα και ερεθίσματα αντιδρούν, είναι πολλά (αν και κάποτε ήταν περισσότερα) και από αυτά δεν είναι δύσκολα κανείς να αποφασίσει πως ανάμεσά τους υπάρχουν και κάποια πολύ καλά. Παρόλα αυτά ο κίνδυνος ο συγγραφέας να περιγράφει την σημερινή εποχή με συνθήκες που επικρατούσαν στη δική του, πάντα υπάρχει και πολύ συχνά επεμβαίνει σε βάρος της σχέσης κειμένου με αναγνώστη. Άλλοτε πάλι, η προσπάθεια του συγγραφέα να συντονίσει τη γραφή του με τον τρόπο ζωής και αντίδρασης ενός σημερινού προεφήβου, τον οδηγεί σε άκαιρες και ακραίες χρήσεις της γλώσσας ή και αντικειμένων που ο ίδιος ως παιδί δεν γνώριζε, ενώ οι σημερινοί αναγνώστες του είναι ιδιαιτέρως με αυτά εξοικειωμένοι. Θα έλεγα πως ο ασφαλέστερος και σίγουρα ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος να περιγράψει ένας ενήλικος τον τρόπο αντίδρασης ενός παιδιού είναι να αφήσει την δική του παιδικότητα με εμπιστοσύνη να συνομιλήσει με την παιδικότητα ενός σημερινού παιδιού. Τα ενδύματα, τα αντικείμενα, οι εξωτερικές συνθήκες σίγουρα διαφοροποιούνται, αλλά ο τρόπος όλα αυτά να ξαφνιάζουν τη ματιά ενός παιδιού παραμένει πάντα ο ίδιος. Θέλω, στη σημείο αυτό, να διευκρινίσω πως όλες οι παραπάνω σκέψεις μου έχουν να κάνουν με πλατιές λογοτεχνικές αφηγήσεις ή με άλλα λόγια με αφηγήσεις όπου σχεδόν το μόνο στοιχείο που τις υλοποιεί είναι ο λόγος. Αν στραφούμε προς μια διαφορετική κατηγορία παιδικών αναγνωσμάτων -αναφέρομαι στα εικονογραφημένα βιβλία ή και στα εικονοβιβλία- τότε άλλοι είναι οι τρόποι με τους οποίους επιτυγχάνεται η συμπόρευση ενήλικης και ανήλικης ματιάς, με άλλους τρόπους υλοποιείται η ενήλική παιδικότητα. Αλλά δεν είναι αυτό ένα θέμα που αφορά το σημείωμα αυτό, μιας και όλα τα παραπάνω τα κατέγραψα μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος της Μαρίας Σκαμάγκα «Ο πολύγραφος ή το καλοκαίρι των ηρώων» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Η Μαρία Σκαμάγκα ασχολείται με την μετάφραση, έχει δημοσιεύσει κάποια διηγήματα για ενήλικες και ‘Ο πολύγραφος’ είναι το δεύτερο βιβλίο για παιδιά που η ίδια έχει γράψει. Στο βιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στην έκδοση, διαβάζουμε πως έχει γεννηθεί στην Αθήνα το 1970. Τα δυο αγόρια -κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας- πρέπει την ίδια περίοδο να είχαν γεννηθεί μια και οι γονείς τους ήταν τέκνα ανθρώπων που έζησαν και πολέμησαν τα χρόνια του Εμφύλιου. Χώρος όπου τα γεγονότα διαδραματίζονται ένα νησί (που δεν κατονομάζεται) και ο μυθιστορηματικός χρόνος ένα καλοκαίρι όλο κι όλο. Ποια χρονιά; Μάλλον τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 -η Μαρία Σκαμάγκα δεν ορίζει χρονολογίες, αφήνει να τις υποψιαστούμε από τις αντιδράσεις των ηρώων της. Ένα καλοκαίρι διακοπών σε χωριό όπου μόνο δυο αγόρια ζούνε -το ένα έχει έρθει για μόνιμη εγκατάσταση, το άλλο για να περάσει τις διακοπές του στο σπίτι της χήρας γιαγιάς του. Καθημερινές στιγμές καλοκαιρινής αγορίστικης συντροφιάς -παιχνίδια, εξερευνήσεις, αναγνώσματα… Και η προσπάθεια να κατασκευαστεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου που θα μετατρέψει τη καθημερινή ρουτίνα σε κάτι το πλέον ενδιαφέρον. Μα στο νησί και στους ανθρώπους του -μια μικρή κοινωνία που δεν έχει ολότελα συντονιστεί με τις εξελίξεις της υπόλοιπης χώρας- τα γεγονότα του εμφύλιου σπαραγμού παραμένουν κατά κάποιο τρόπο ζωντανά και έτσι η περιπέτεια που τα δυο παιδιά επιζητούν να κατασκευάσουν πολύ εύκολα γίνεται μια πραγματικότητα που θα έρθει να φωτίσει το παρελθόν που οι ενήλικες τους αποσιωπούν και που παράλληλα θα τους προσφέρει την ώθηση να περάσουν από την παιδική ηλικία στην εφηβεία. Ειλικρινής αφήγηση -ένα από τα δυο παιδιά αφηγείται την ιστορία. Αλλά σε χρόνο παρελθόντα. Χωρίς να δηλώνεται, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως ο αφηγητής είναι πλέον ενήλικος. Αλλά είναι ένας αφηγητής που διατηρεί την ενήλικη παιδικότητά του. Κι έτσι από τη μια περιγράφει τις αποφάσεις των παιδιών: «Μια τέτοια μέρα ξεκινήσαμε με τον Λεωνίδα να βρούμε τη σπηλιά του θείου Σαράντου. Με κάτι κιάλα του μπαμπά του Λεωνίδα πιο μεγάλα απ΄ το κεφάλι μας, που μας βάραιναν και τα περνούσαμε εκ περιτροπής στον λαιμό μας, σακίδια στην πλάτη όπου κουβαλούσαμε τις προμήθειές μας: τετράδια και μολύβια για σχεδιασμό χάρτη και καταγραφή των ευρημάτων μας…» Και από την άλλη περιγράφει το τοπίο: «Το μονοπάτι το ανιχνεύαμε βήμα το βήμα, κλεισμένο μέσα σε δάσος από βελανιδιές, ψηλούς άργιους, που πρόσφεραν τους κορμούς τους παρηγοριά στην τυφλή πορεία μας». Ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει άλλο κείμενο της Μαρίας Σκαμάγκα. Αυτό ήταν το πρώτο και θεωρώ πως έχει μια ολοκληρωμένη λογοτεχνική υπόσταση καθώς μπορεί να κερδίσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον ενός ενήλικα (κάτι που συνέβη σε μένα), αλλά παράλληλα έχει και όλα τα εφόδια να προκαλέσει μια θετική αναγνωστική εμπειρία σε ένα μεγάλο παιδί ή και έφηβο που του αρέσει να μυείται στα μυστικά της ποιοτικής γραφής. https://www.hartismag.gr/hartis-78/hartaki/to-kalokairi-ton-irwon (970 λέξεις)

31.5.25

Η Κατερίνα Δημόκα στο Περί Ου για το 'Ποτέ πιο πριν'

‘ΠΟΤΕ ΠΙΟ ΠΡΙΝ’ (Πατάκης, 2023) τιτλοφορείται το τελευταίο cross over μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων. Αυτό γράφει στο μοντέρνο εξωφύλλου με τα δύο χρώματα, που δεν παραπέμπει σε μικρό ηλικιακά κοινό. Αινιγματικός ο τίτλος, συνάδει και με το αινιγματικό μυστικό που διατρέχει την αφήγηση και προοιωνίζεται βαρύ, τραυματικό. Μια οικογένεια από την Ανατολή ζει στη Σκανδιναβία, όπου κατέφυγε έπειτα από 15 χρόνια σταδιακών μετατοπίσεων προς Βορρά. Και όσο κάτι τους κυνηγά και τους αποξενώνει από την πατρίδα, άλλο τόσο δείχνουν απόξενοι στη σκανδιναβική χερσόνησο. Και νιώθουν. Η 17χρονη ηρωίδα Ανίκα, ορφανή από μητέρα, μπορεί να θεωρηθεί δεύτερης γενιάς μετανάστρια, αφού δεν έχει καθόλου μνήμες από τον γενέθλιο τόπο. Επιζητά λοιπόν ως έφηβη τη διαμόρφωση ταυτότητας κοντά στα χαρακτηριστικά των ομηλίκων αλλά και του πολιτισμού στον τόπο υποδοχής. Εντούτοις, την ένταξή της δυσκολεύουν το χρώμα του δέρματος και τα εξωτερικά γνωρίσματα, παράλληλα με την κουλτούρα που φέρει (γεύσεις, μουσικές, έθιμα, ακούσματα, αισθητικά μοτίβα). Όλα αυτά απέχουν θεαματικά από την τρέχουσα συνθήκη. Ο έρωτας του Γιαν για την εξωτική, λιγομίλητη Ανίκα (και αμφίδρομα) θα επιταχύνει τη λήψη απόφασης για το πού θέλει το κορίτσι να ανήκει. Θέματα, αν όχι αυτονόητα, τουλάχιστον συζητήσιμα, για τους εφήβους στη Δύση (απόκτηση κινητού, έξοδοι, κατανάλωση αλκοόλ, συναναστροφή με το άλλο φύλο) ορθώνονται για την Ανίκα σκόπελοι. Η θεία Νεράν εμμένει στα πατροπαράδοτα και πιέζει τον πατέρα Αγκίπ να επιβάλει την απαράβατη αρσενική εξουσία. Η σχέση (συμφωνίας ή διάστασης) των δύο κυρίαρχων αυτών μορφών στοιχειοθετεί την πλοκή, κάνοντας την έφηβη πρωταγωνίστρια να κινείται άλλοτε προς τη μια κι άλλοτε προς την άλλη κατεύθυνση μιας διελκυστίνδας. Όλα εξάλλου τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας υπακούνε σε μια τραγικότητα, που πλέκεται από δίπολα συγκρούσεων, διλημμάτων και αντιφάσεων. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο πατέρας Αγκίπ με τη διπλή απώλεια, αδελφής και συζύγου, που τον σημάδεψε και τον διχασμό του ως προς τον ρόλο του άρρενος αλλά και του φορέα γονικής αγωγής. Το 5ο και τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε αυτόν, μολονότι αφουγκραζόμαστε κυρίως τη Νεράν, εξαναγκασμένη από τις επιλογές του αδερφού να παλιννοστήσει. Το δυσβάσταχτο μυστικό της Λούρα έχει έρθει πια στην επιφάνεια και εξαναγκάζει την οικογένεια να πάρει θέση απέναντί του. Τα ατομικά δικαιώματα και ο διαφορετικός σεβασμός τους ανά πολιτισμό, οι έμφυλες ανισότητες, η εξουθένωση της γυναίκας από άκαμπτα θρησκευτικά συστήματα, το δικαίωμα στο συναίσθημα να εκφράζεται και να εμπνέει τη σωματικότητα τίθενται εύστοχα από τη συγγραφική πένα. Ο Μάνος Κοντολέων επιλέγει ακόμα να θίξει, χωρίς να υψώνει τους τόνους της φωνής, μια σειρά κρίσιμων προβληματισμών για την ταυτότητα και τους κραδασμούς στην εφηβεία, τη μετανάστευση και την προσαρμογή στον τόπο υποδοχής, τη σύγκρουση στους πολιτισμικούς κώδικες, που μπορεί να αποβαίνει αβυσσαλέα. Η επιλογή της οπτικής του μετανάστη βοηθά τη συμπόνια και την ενσυναίσθηση. Στον δυτικό πολιτισμό μάλλον θεωρούμε το αίτημα περί γυναικείας παρθενίας παρωχημένο. Αντανάκλαση μιας εξουσιαστικής αντίληψης της ανδροκρατίας πάνω στο «ασθενές φύλο». Ωστόσο, η κοινωνική ζωή -με όσες εκδοχές της φωτίζει η επικαιρότητα- μας αναγκάζει να δούμε κατάματα την αλήθεια: πολλές οι ωμές συμπεριφορές ελέγχου πάνω στη γυναίκα, που κορυφώνονται με την αποτρόπαια πράξη της γυναικοκτονίας. Και μόνο η πρόσφατη καθιέρωση του όρου φανερώνει και την έκταση ενός προβλήματος που ως τώρα συγκαλυπτόταν με γενικόλογα ονόματα. Στο μυθιστόρημα, το μισόφως και το παγερό κλίμα της Σκανδιναβίας μουδιάζουν τα θερμόαιμα ένστικτα της Ανατολής και η πολιτισμική σύγκρουση υφαίνει ένα αραχνοΰφαντο δίχτυ, όπου πάνω του κινούνται οι ήρωες. Έχει μια παραμυθική διάσταση η αφήγηση, τα ονόματα και οι περιγραφές του Βορρά, που συνάδουν με τη Βασίλισσα του χιονιού, την παράσταση – διακύβευμα για την Ανίκα. Όμως, η ιστορία της Λούρα διαρρηγνύει ανεπανόρθωτα αυτόν τον ιστό, θυμίζοντάς μας ότι σε πολλά σημεία του πλανήτη η γυναίκα εξακολουθεί να λιθοβολείται από βάρβαρες αντιλήψεις και κτηνώδεις πρακτικές. Σε βάρος κάθε διακήρυξης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων υψώνεται πάντα ένα ΑΛΛΑ. Όπως ακριβώς ξεκινά και το βιβλίο του ο Μάνος Κοντολέων- Αλλά είχε αρχίσει να νυχτώνει νωρίς. Ολοένα και πιο μεγάλη γινότανε η νύχτα… 24 Μαΐου 2025 https://www.periou.gr/katerina-dimoka-manos-kontoleon-pote-pio-prin-patakis-2023-isbn139786180703979/ Η Κατερίνα Δημόκα είναι φιλόλογος και συγγραφέας