28.12.25

Αντώνης Ζαϊρης "Παράδρομος"

Αντώνης Ζαϊρης ‘Παράδρομος’ Αφήγημα Εκδόσεις Στιγμός Το βιβλίο *Παράδρομος – Ο Ηρακλής μου έγινε άντρας* του Αντώνη Ζαΐρη αποτελεί ένα ιδιότυπο υβρίδιο ανάμεσα στην αυτοβιογραφική αφήγηση και το κοινωνικό χρονικό. Δεν επιδιώκει την κλασική μυθιστορηματική πλοκή, ούτε την επιστημονική αντικειμενικότητα ενός ιστορικού δοκιμίου. Αντιθέτως, οργανώνεται ως μια εκτεταμένη, απολύτως προσωπική, προφορικού τύπου εξομολόγηση που αξιοποιεί την ατομική μνήμη για να φωτίσει όψεις μιας ολόκληρης εποχής. Η αφήγηση, καθώς ξετυλίγεται, λειτουργεί σαν ένα χωνευτήρι όπου οι εμπειρίες ενός παιδιού και εφήβου φιλτράρονται μέσα από την ωριμότητα ενός ενήλικα που επανεξετάζει το παρελθόν του—όχι για να το εξωραΐσει, αλλά για να το κατανοήσει. Έτσι, το έργο προσφέρει μια εξαιρετική βάση για ερμηνευτική ανάγνωση, καθώς τοποθετείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, στο βιωματικό και το κοινωνικά σημασιολογημένο. Το κείμενο κινείται διαρκώς ανάμεσα σε δύο άξονες: (α) την πορεία ενηλικίωσης του ήρωα-αφηγητή και (β) τη μνημονική ανασύσταση της λαϊκής ελληνικής πραγματικότητας των δεκαετιών 1960–1980. Το σημείο τομής αυτών των δύο δεν είναι άλλο από τη συγκρότηση της ανδρικής ταυτότητας—όχι ως βιολογικό γεγονός, αλλά ως κοινωνική και ηθική διαδικασία. Το περιστατικό που εγκαινιάζει το αφήγημα—η συνάντηση του Ηρακλή με τον φίλο του Ηφαιστίωνα σε μια ταβέρνα στο Μεταξουργείο το 2025—είναι φαινομενικά ασήμαντο. Ωστόσο, αποτελεί κρίσιμο δομικό στοιχείο: λειτουργεί ως «πύλη μνήμης», ως συμβολικός τόπος όπου το παρόν ακουμπάει το παρελθόν. Και στη συνέχεια η ιστορία των ηλικιωμένων πρώην εργαζομένων σε οίκο ανοχής, όπως την αφηγείται ο σερβιτόρος Δαρείος, ανασύρει από τον πυρήνα της μνήμης του αφηγητή ένα δικό του μυστικό: την πρώτη του απόπειρα να «γίνει άντρας». Αυτή η ανάκληση δεν είναι απλώς επιλεκτική. Διαθέτει τη δύναμη της αφήγησης όχι μόνο να αναπαριστά, αλλά και να *διαμορφώνει* τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος κατανοεί την ίδια του τη ζωή. Ο ώριμος Ηρακλής ανασυνθέτει το παρελθόν του όχι όπως το έζησε το παιδί, αλλά όπως το κατανοεί ο ενήλικος που στοχάζεται πάνω του. Το κείμενο, έτσι, δεν αποσκοπεί σε μια «πιστή» απεικόνιση της πραγματικότητας, αλλά σε μια ερμηνευτική. Η μνήμη, ευμετάβλητη και διαμορφωτική, καθίσταται ταυτόχρονα πηγή γνώσης και πεδίο αυτοστοχασμού. Η πιο εκτεταμένη επεισοδιακή ενότητα του βιβλίου αφορά τη μύηση του Ηρακλή στον κόσμο της σεξουαλικότητας μέσω των μπουρδελότσαρκων στη Νίκαια και στην περιοχή της Κουμουνδούρου. Η εμπειρία αυτή, ενταγμένη απολύτως στην κουλτούρα των λαϊκών συνοικιών της εποχής, λειτουργεί ως άτυπο «τεστ ανδρισμού». Η παρέα των Πολυκατοικιωτών—με τα εύγλωττα παρατσούκλια, τις υπερβολές και την ταραχώδη ζωντάνια της—εκπροσωπεί ένα άγραφο κοινωνικό σύστημα όπου η αξία του άντρα καθορίζεται από την ερωτική του επάρκεια και τη δυνατότητα να συμμετάσχει στις κοινές τελετουργίες του φύλου. Η αποτυχία του Ηρακλή να ολοκληρώσει την ερωτική πράξη, εξαιτίας του άγχους, αποδομεί εκ των έσω το κυρίαρχο ανδρικό στερεότυπο. Μέσα σε λίγες σελίδες, ο αναγνώστης βλέπει να συμπυκνώνονται: – η πίεση της «πρώτης φοράς», – η ανάγκη για κοινωνική επιβεβαίωση, – ο φόβος της έκθεσης και της ανεπάρκειας, – το ψυχικό βάρος της προσδοκίας. Η αφήγηση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι δεν εξωραΐζει τον έφηβο· τον παρουσιάζει αγχωμένο, αδέξιο, φοβισμένο. Η κοινωνική επιταγή του ανδρισμού, η οποία απαιτεί από το αγόρι να σταθεί στο ύψος μιας τελετουργίας για την οποία κανείς δεν το έχει προετοιμάσει, αναδεικνύεται εδώ ως βίαιη σύγκρουση ανάμεσα στο σώμα του και στο βλέμμα των άλλων. Η λέξη «άντρας» δεν είναι βιολογική· είναι κοινωνική επιταγή, ένα κανονιστικό πλαίσιο που επιβάλλεται μέσα από το βλέμμα της παρέας, της οικογένειας, της ίδιας της μητέρας («χάρηκε τόσο πολύ που ήθελε να το διαλαλήσει στις γειτόνισσες»). Έτσι, η «μύηση» δεν γίνεται με την πράξη, αλλά με την εσωτερική κατάρρευση της ψευδαίσθησης και τη μετέπειτα κατανόηση. Ένα από τα πιο συνεκτικά στοιχεία του βιβλίου είναι η λεπτομερής χαρτογράφηση της Νίκαιας. Οι εργατικές πολυκατοικίες, τα ισόγεια σπίτια με τις αυλές, οι γυρολόγοι που διαλαλούσαν τις πραμάτειές τους, τα χωμάτινα δρομάκια, τα παιχνίδια των παιδιών, οι βεγγέρες των νοικοκυριών, οι φιγούρες των μικροκοινωνικών «μύθων»—όλα αυτά περιγράφονται με μοναδική ακρίβεια. Δεν πρόκειται όμως για απλή νοσταλγία. Ο συγγραφέας δεν ανακαλεί την παιδική του ηλικία για να την εξιδανικεύσει, αλλά για να δείξει πώς ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα λειτουργούσε με άγραφους κανόνες, συλλογικές συμπεριφορές και κοινή ηθική. Η Νίκαια λειτουργεί, επομένως, ως κοινωνιολογικό υπόβαθρο του βιβλίου. Στο έργο, η γειτονιά παρουσιάζεται ως: – ένα σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης, – ένας τόπος αντίστασης στη φτώχεια, – ένας χώρος όπου η παιδική ηλικία είναι «συλλογική» και όχι ατομική, – ένας πυρήνας πολιτισμού ο οποίος καθορίζει βαθιά τις αντιλήψεις των παιδιών. Η παρουσία χαρακτήρων όπως ο «Γαλατάς», ο «Χορταράς», ο «Τσίμπλης», ο «Νικολάκης που ρωτά αν είναι όμορφος» ή ο μπαρμπα-Τόλης ο χειροπράκτης δεν αποτελούν απλώς χρωματική πινελιά. Η αφήγηση τους εντάσσει ως λειτουργικά στοιχεία ενός μικρόκοσμου όπου οι ρόλοι είναι αναγνωρίσιμοι, οι σχέσεις προβλέψιμες και η κοινωνική συνοχή ισχυρή. Η γειτονιά είναι η μήτρα της ταυτότητας. Και το βιβλίο το υπενθυμίζει σε κάθε σελίδα. Οι γονείς του Ηρακλή αποτελούν δύο από τις σημαντικότερες φιγούρες του βιβλίου. Ο πατέρας, Σπύρος, είναι άνθρωπος των αντιφάσεων: μεγαλόψυχος, ηθικός, εργατικός, αλλά και παγιδευμένος στο πάθος της χαρτοπαιξίας. Η προσωπικότητά του σκιαγραφείται με αγάπη αλλά και με απογοήτευση—καθώς ο μικρός Ηρακλής τον βλέπει να «χάνεται» σε μια συνήθεια που απειλεί την οικογένεια. Η μητέρα, Θάλεια, είναι ο σταθερός άξονας του σπιτιού: τρυφερή και αυστηρή, εύστροφη, κοινωνική, φύλακας του νοικοκυριού αλλά και φορέας μιας σοφίας που διαμορφώνει βαθιά τον αφηγητή. Η φράση της «Γιατί όχι και σ’ εμένα;» συνιστά φιλοσοφικό πυρήνα του βιβλίου, μια υπενθύμιση ότι η ζωή δεν είναι δίκαιη ή άδικη «κατ’ επιλογήν»—είναι απλώς κοινή για όλους. Οι δύο αυτοί γονείς λειτουργούν ως διπλή ηθική κληρονομιά: – από τη μία, το μάθημα της αξιοπρέπειας, της εργατικότητας και της αγάπης· – από την άλλη, η πληγή της απώλειας, της αδυναμίας και της ενοχής. Ο ενήλικος Ηρακλής, κοιτάζοντας πίσω, δεν τους αγιοποιεί. Τους αποδέχεται με την πληρότητα της ανθρώπινης φύσης τους. Αυτή η ωριμότητα αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της ερμηνευτικής αξίας του κειμένου. Η ιστορία του Σωκράτη και της Ζιζέλ είναι ίσως η πιο εντυπωσιακή και κοινωνικά επαναστατική ενότητα του έργου. Ο Σωκράτης, ένα «φτωχόπαιδο» της Νίκαιας, συνάπτει σχέση με μια τρανς γυναίκα, τη Ζιζέλ, η οποία εργάζεται στον χώρο της πορνείας. Η σχέση αυτή δεν είναι περιθωριακή, ούτε υπόγεια· αντιθέτως, εξελίσσεται σε συντροφικότητα, κοινωνικότητα, ακόμη και γάμο. Η ισχύς της συγκεκριμένης ιστορίας είναι διπλή: 1. Ανατρέπει τα στερεότυπα: παρουσιάζει έναν άνδρα της λαϊκής τάξης να συνδέεται συναισθηματικά με μια τρανς γυναίκα σε εποχές όπου τέτοια σχέση θα θεωρούνταν κοινωνικά αδιανόητη. 2. Υπονομεύει την ηθική ιεραρχία της εποχής, σύμφωνα με την οποία τα μπουρδέλα ήταν χώροι ντροπής και κοινωνικής αορατότητας. Εδώ γίνονται χώροι συναισθημάτων, επιλογών και ζωών με πληρότητα. Η Ζιζέλ δεν παρουσιάζεται ως «εξωτική» φιγούρα, αλλά ως γυναίκα δυνατή, ευγενική, με ισχυρή προσωπικότητα και κοινωνική επιρροή. Η αποκάλυψη του φύλου της στη σκηνή του γάμου δεν λειτουργεί ως «σοκ», αλλά ως υπενθύμιση του πόσο περιοριστικές είναι οι κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις. Η ιστορία αυτή προσδίδει στο βιβλίο μια σύγχρονη, προοδευτική διάσταση, δείχνοντας ότι η αγάπη και η συντροφικότητα μπορούν να ανθίσουν σε όποιο περιβάλλον κι αν βρεθούν. Η προφορικότητα του κειμένου δεν είναι απλώς αισθητική επιλογή· είναι ερμηνευτικό εργαλείο. Το βιβλίο φτιάχνει την εντύπωση ζωντανής αφήγησης, σαν να μιλά ο αφηγητής σε φίλους, με χιούμορ, παύσεις, επιφωνήματα, λαϊκές λέξεις και ιδιωματικούς όρους. Με αυτόν τον τρόπο: – αποκαθίσταται η αμεσότητα της μνήμης, – ενισχύεται η αυθεντικότητα, – δημιουργείται συναισθηματική εγγύτητα με τον αναγνώστη. Η γλώσσα, επομένως, γίνεται φορέας ταυτότητας. Η ανάμειξη τρυφερότητας, τραχύτητας, αθυροστομίας και ποιητικότητας αντανακλά το ίδιο το μωσαϊκό της λαϊκής ζωής που περιγράφεται. Η αφήγηση γίνεται όχι απλώς φορέας ιστοριών, αλλά φορέας πολιτισμού. Στο τέλος της ανάγνωσης, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι ο τίτλος ‘Παράδρομος’ δεν είναι τυχαίος. Ο παράδρομος είναι ο μικρός δρόμος δίπλα στον κεντρικό· ο δρόμος των παιδιών, των φτωχών, των καθημερινών ανθρώπων—εκείνων που δεν έζησαν μεγάλες ιστορικές στιγμές, αλλά συνέθεσαν τη συλλογική εμπειρία μιας εποχής. Για τον Ηρακλή, ο παράδρομος είναι η μεταφορά της δικής του ζωής: ένας δρόμος χωρίς επιτήδευση, γεμάτος μικρά επεισόδια που όμως διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του. Η ενηλικίωση, έτσι όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο, δεν είναι γραμμική εξέλιξη. Είναι η συσσώρευση εμπειριών, η μάχη με τις αδυναμίες, η συνάντηση με την πραγματικότητα, η απώλεια και η διατήρηση των αξιών. Ο ενήλικος αφηγητής, ανατρέχοντας στο παρελθόν, δεν αναζητά ηρωισμό. Αναζητά νόημα. Και τελικά βρίσκει ότι η αληθινή ανδρική ταυτότητα δεν βρίσκεται ούτε στην ερωτική επιτυχία ούτε στην κοινωνική επιβεβαίωση, αλλά στη βαθιά συναισθηματική ωρίμανση και στην ηθική συνέπεια. Ο *Παράδρομος* δεν είναι απλώς αφήγημα ενηλικίωσης. Είναι μια εντατική άσκηση μνήμης και αυτογνωσίας. Είναι ένα βιβλίο που, χωρίς να κάνει ηθικολογίες, αναδεικνύει τη σημασία της οικογένειας, της γειτονιάς, της συλλογικότητας, των ορίων, της αποδοχής. Με άμεσο, ανθρώπινο λόγο, μεταφέρει μια εποχή που έφυγε, αλλά που συνεχίζει να καθορίζει τους ανθρώπους που μεγάλωσαν μέσα της. Το έργο του Ζαΐρη έχει κάτι από το υλικό της παράδοσης και κάτι από την τόλμη της σύγχρονης εμπειρίας. Αποτυπώνει τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας σε μετάβαση και τις μεταποιεί σε προσωπικό στοχασμό. Ο αναγνώστης φεύγει από το βιβλίο όχι μόνο γνωρίζοντας καλύτερα μια εποχή, αλλά έχοντας κοιτάξει και λίγο βαθύτερα μέσα του· γιατί κάθε παιδική ιστορία που ανασκαλεύεται με ειλικρίνεια είναι τελικά μια ιστορία για τον άνθρωπο. (1490 λέξεις) https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/25863-paradromos

No comments: