2.12.18

Η Κασσάνδρα στο Άργος


ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΣΤΗ ΜΑΥΡΗ ΑΜΜΟ
του Νίκου Μπουμπάρη

(Άργος - Σύνδεσμος Φιλολόγων Αργολίδας, 1/12/2018)









Θέλω να αφιερώσω την σημερινή εκδήλωση στον γνωστό συγγραφέα και αγαπημένο φίλο Ισίδωρο Ζουργό. Στο περιθώριο της παρουσίασης του βιβλίου του Λίγες και μια νύχτες στο Ναύπλιο, μίλησε με πολύ θερμά λόγια για το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα και μάλιστα ζήτησε από τις Εκδόσεις Πατάκη να μου αποσταλεί ένα αντίτυπο. Η σημερινή παρουσίαση του οφείλει πολλά.
Υπάρχουν βιβλία που μας αρέσουν. Υπάρχουν βιβλία που δεν μας αρέσουν. Υπάρχουν βιβλία που δεν μας πολυκινούν το ενδιαφέρον στην αρχή, αλλά μας κατακτούν στη συνέχεια. Υπάρχουν, όμως, και βιβλία που μας συγκλονίζουν. Ένα τέτοιο βιβλίο παρουσιάζουμε απόψε.
Δεν ήταν υπερβολή αυτό που μόλις είπα. Το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων είναι συγκλονιστικό, γιατί είναι ταυτόχρονα σύγχρονο και διαχρονικό. Πατώντας σε ένα σχεδόν μυθικό πρόσωπο, στην Κασσάνδρα, και καταλύοντας χρόνο και χώρο, κατορθώνει να επισημάνει την έννοια του αναπόδραστου και του δεδικασμένου, το βέβαιο της ήττας και της πτώσης λαών και ανθρώπων που βρίσκονται στο μεταίχμιο: η εποχή τους τέλειωσε ενώ δεν έχει αρχίσει ακόμα η νέα εποχή. Έσσεται ήμαρ ότ’ αν ποτ’ ολώλη Ίλιος ιρή.
Συνδαιτυμόνες μας απόψε, εδώ στο Άργος, είναι όλα τα πρόσωπα του τρωικού κύκλου, αιώνιοι σύντροφοί μας, κομμάτι του εαυτού μας. Αυτή η διαρκής κατάδυση στον εαυτό μας, ίδια και απαράλλαχτη όπως τότε, όπως τώρα, όπως πάντα. Τι είναι θεός, τι μη θεός και τι το ανάμεσό τους;
Ένα αιματοβαμμένο οικογενειακό χρονικό είναι στην ουσία του ο μύθος των Ατρειδών, όπως τον γνωρίζουμε από τον Όμηρο, τους λυρικούς και τους τραγικούς ποιητές. Η νομή της εξουσίας και οι δεσμοί του αίματος καθιστούν τους πρωταγωνιστές άλλοτε θύτες και άλλοτε θύματα, μέσα από την καταλυτική επίδραση του πεπρωμένου, που ωθεί τον άνθρωπο στην παράβαση του ηθικού νόμου. Πάνω από τη βούληση των θεών και την υπευθυνότητα των ανθρώπων, στέκει η σκοτεινή βούληση της Μοίρας και τα πράγματα θα πάρουν νομοτελειακά τον δρόμο που αυτή έχει εξαρχής ορίσει.
Στον μύθο των Ατρειδών, η Ύβρις κληροδοτείται από τη γενιά του Τάνταλου και του Πέλοπα στη γενιά του Ατρέα και του Θυέστη, κατόπιν στη γενιά του Αγαμέμνονα, του Μενελάου και του Αίγισθου και τέλος στη γενιά του Ορέστη, της Ηλέκτρας και της Ιφιγένειας. Οι αθώοι επίγονοι τιμωρούνται από την Άτη με σκοπό την αποκατάσταση της ηθικής τάξης και διαπράττουν με τη σειρά τους ανοσιουργήματα, καθίστανται υπόδικοι και παραδίδονται στη Δίκη. Σύντροφός μας στο ταξίδι ανάμεσα στο εφήμερο και το αιώνιο, το σύγχρονο και το διαχρονικό είναι η Κασσάνδρα, μια μορφή συγκλονιστική. Συγκλονιστική είναι η Κασσάνδρα στην Ιλιάδα. Ο Όμηρος δεν παραλείπει να μας μιλήσει για την ομορφιά της, αλλά στέκεται περισσότερο στο γεγονός πως πρώτη αυτή βλέπει από τα Πέργαμα, την ακρόπολη της Τροίας, την επιστροφή του Πρίαμου στη συρόμενη από τους ημιόνους άμαξα, με τον κήρυκα και τον νεκρό Έκτορα. Ακούγεται ο θρήνος της ως κραυγή απελπισίας και μήνυμα για τις Τρωαδίτισσες και τους Τρώες.
Συγκλονιστική είναι η Κασσάνδρα και στην Οδύσσεια. Η κραυγή της ακούγεται στη Νέκυια, όταν η ψυχή του Αγαμέμνονα αφηγείται στον Οδυσσέα πώς τους σκότωσε η Κλυταιμνήστρα. Όταν ο Οδυσσέας «κατέβηκε» στον Άδη, για να συνομιλήσει για το ταξίδι της επιστροφής του στην Ιθάκη με τον Τειρεσία, ο νεκρός Αγαμέμνονας του μίλησε με θλίψη για την Κασσάνδρα, καθώς περιέγραφε τις τελευταίες τους στιγμές: Μα ακόμη πιο σπαραχτική άκουσα τη φωνή της κόρης του Πριάμου, / της Κασσάνδρας, την ώρα που τη σκότωνε πανούργα η Κλυταιμνήστρα / πλάι και πάνω μου (λ 421-422, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης).
Συγκλονιστική είναι η Κασσάνδρα και στον αισχύλειο Αγαμέμνονα. Μέσα σε 260 στίχους, σε λυρικά και διαλογικά μέρη καταθέτει τα πάντα. Ξεκινά με μια κραυγή οδύνης προς τον Απόλλωνα. Με τη μαντική της όραση βλέπει ξεκάθαρα το προσχεδιασμένο έγκλημα, το λουτρό, το δίχτυ, το θανάσιμο πλήγμα. Θρηνεί την Τροία και τον δικό της θάνατο. Σκίζει το πέπλο που σκεπάζει τη μοίρα του παλατιού και τη δική της, οι τοίχοι του μεγάρου ανοίγονται στο βλέμμα της. Εκεί μέσα ο Θυέστης ατίμασε την κλίνη του αδελφού του, εκεί μέσα ο ατιμασμένος του πρόσφερε εκδικητικά τη σάρκα των παιδιών του, εκεί μέσα έχει εγκατασταθεί το μεθυσμένο από αίμα σμήνος των Ερινύων, για να μη φύγει ποτέ. Εκεί μέσα θα βρει τον θάνατο ο πορθητής του Ιλίου και η ίδια η Κασσάνδρα.
Το μέγαρο του Αγαμέμνονα, που έχει όλα τα απαραίτητα για να είναι ένα καλότυχο παλάτι, μέσα στα διεισδυτικά και οξυδερκή οράματα της Κασσάνδρας, θα είναι πλημμυρισμένο με αίμα και γεμάτο πτώματα, το σφαγείο που δεν θα το εγκαταλείψουν ποτέ οι Ερινύες, όπου παιδιά θρηνούν για τη σφαγή τους και ψημένες σάρκες να τις τρώει ο πατέρας. Το κατώφλι της θύρας του παλατιού φανερώνει τα σύνορά του και δεν είναι απροσδόκητο να βρει κάποιος ότι το άνοιγμα της πόρτας αυτής έχει ξεχωριστή θέση. Για την Κασσάνδρα είναι οι πύλες του Άδη. Δεν έχουμε παρά να φέρουμε στον νου μας την σκηνή της υποδοχής του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα. Τη στιγμή που ο θριαμβευτής βασιλιάς παρακαλεί τη νίκη να σταθεί κοντά του, ο κατακτητής του στέκεται εμπρός του – όχι σε πεδίο μάχης, αλλά στο σκαλοπάτι της δικής του θύρας. Ο Αγαμέμνονας μπορεί να εισέλθει στο παλάτι με τους όρους της Κλυταιμνήστρας κι αυτοί οι όροι σημαίνουν συντριβή και θάνατο.
Συγκλονιστική είναι η Κασσάνδρα και στις ευριπίδειες Τρωάδες. Η μάντισσα, της οποίας η ματιά διεισδύει σε απροσπέλαστους χώρους, καθώς μετεωρίζεται ανάμεσα σε εκστατική μανία και λογικό στοχασμό, αποκαλύπτει με άγριο θρίαμβο την καταστροφή των νικητών. Δολοφονημένος ο Αγαμέμνονας, μητροκτόνος ο εκδικητής του, καταδικασμένος σε δεκάχρονη περιπλάνηση, να η κοινή μοίρα Ορέστη και Οδυσσέα, ένας δεύτερος πόλεμος για τον καθένα τους, χρονικά ίσος με αυτόν.
Συγκλονιστική είναι και στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα. Τι Κασσάνδρας παρουσίες, για να θυμηθούμε τον Αλεξανδρινό, έχουμε μπροστά μας. Μια γυναίκα έξω και πάνω από τον κόσμο αυτόν, που τόλμησε να εναντιωθεί στον Φοίβο κι άκουσε τον ποιητή να λέει: Μιλούσες για πράγματα που δεν τα’ βλεπαν κι αυτοί γελούσαν. Η Κασσάνδρα του βιβλίου είναι μια μορφή που παλεύει με τα δαιμόνια του εαυτού της και της μοίρας της.
Με τις επιμειξίες σύγχρονων μορφών και τραγικών αρχετύπων, η ιστορία εκλαμβάνεται ως μια συνέχεια, στην οποία δεν υφίστανται διακρίσεις ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Τα πρόσωπα διατηρούν τη μυθική τους καταγωγή και καταστάσεις όπως η απιστία, ο φόνος, η εκδίκηση γίνονται διαχρονικά ζητήματα.
Το παγκοσμίως μοναδικό χαρακτηριστικό του ελληνικού πνεύματος είναι ότι, ενώ διαφοροποιείται από τους άλλους πολιτισμούς –κινεζικό, ινδικό, μουσουλμανικό– στο σύνολο και στα στοιχεία του, είναι το μόνο που, σε αντιδιαστολή προς όλους αυτούς, μπορεί να γίνει κοινό νόμισμα όλων των λαών. Το ελληνικό πνεύμα παραμένει μια ΑΞΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ, διότι μόνον αυτό θεμελιώνεται πάνω στον άνθρωπο καθεαυτόν (δηλαδή στον άνθρωπο αυτοπροσδιοριζόμενο, και όχι ετεροπροσδιοριζόμενο και κηδεμονευόμενο από υπέρτερα –θρησκευτικά προπάντων– πιστεύω, που αποκλείουν όλους τους πιστούς ή μη του ιδίου δόγματος). Γι’ αυτό δεν είναι υπερβολή ο ισχυρισμός ότι ο ελληνισμός και η ελληνικότητα αφορούν και αγγίζουν όλους τους ανθρώπους όπου γης και αξίζει να μελετώνται, όχι για αντιγραφική μίμηση, αλλά ως πηγή έμπνευσης για να κάνουμε καλύτερο και σοφότερο –δηλαδή ανθρωπινότερο για όλους μας– το παρόν και το μέλλον του πλανήτη, στον οποίο όλοι συγκατοικούμε.
Τα πρόσωπα που αφηγήθηκε τα πάθη τους ο Όμηρος και τα ζωντάνεψαν οι μεγάλοι μας κλασικοί όχι μόνο εξακολουθούν να ζούνε, αλλά μπορούν να γίνουν σύντροφοί μας... Κάτι ακόμα περισσότερο – εκφραστές των δικών μας ανησυχιών και ονείρων.
Την ακούω να ψιθυρίζει: Μέσα σ’ αυτό το κουτί είναι η ζωή όταν αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη, αν την αφουγκραστείς, θα την ακούσεις πως ανασαίνει. Πρόσεξε μην τ’ ανοίξεις προτού σφυρίξουν οι Ευμενίδες.
Είδα την πάχνη γύρω στα πρόσωπα, είδα τα χείλια υγρά, τα δάκρυα παγωμένα στην κόχη του ματιού, είδα τη γραμμή του πόνου πλάι στα ρουθούνια και την προσπάθεια στις ρίζες του χεριού, είδα το σώμα να τελειώνει.
Ένα παραλλαγμένο παραμύθι ξεπληρώνουμε κι εμείς και οι άλλοι, όπως οι αποτεφρωμένοι γέροντες που είχαν ραβδιά στα χέρια και μιλούσαν ήρεμα. Το βουρκωμένο λουτρό, το δίχτυ, το μαχαίρι η πορφύρα και η φωνή που ρωτούσε για τη θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει, θρέψανε τη ζωή μας. Την αγάπη μας την πίναμε σιγά – σιγά, μας φαίνονταν καταπότιο για μιθριδατισμό. Ώσπου το τέλος ήρθε κι απονεκρώθηκε. Αλήθεια, πάντα φρόνιμα μας οδήγησε ο λαός μας.
Αρκείτω βίος, τούτη η ζωή ανάμεσα Πεντέλη και Υμηττό και Πάρνηθα. Όμως οι ρίζες δεν μαραίνονται εύκολα, δεν φεύγουν εύκολα τα μιάσματα της αλλοφροσύνης, της αδικίας, της κενοσπουδίας. Τρεις χιλιάδες χρόνια και περισσότερα πάνω στους ίδιους βράχους πληρώνουμε το παραλλαγμένο παραμύθι, λυπήσου εκείνους που περιμένουν. Τίποτε άλλο, φτάνει για σήμερα.


No comments: