31.1.25
Θωμάς Κοροβίνης «Σταυροί στο ακροθαλάσσι
Θωμάς Κοροβίνης
«Σταυροί στο ακροθαλάσσι
Αφήγημα
Εκδόσεις Άγρα
Μπορεί ένας πεζογράφος να χαρακτηρισθεί πορτρετίστας;
Λοιπόν, αν αυτός ο πεζογράφος είναι ο Θωμάς Κοροβίνης, τότε ναι -μπορεί άνετα να διεκδικήσει αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Ο Κοροβίνης για χρόνια πολλά υπήρξε εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση με την ειδικότητα του φιλολόγου.
Ένα σημαντικά μεγάλο χρονικό διάστημα υπηρέτησε σε ελληνικό σχολείο της Κωνσταντινούπολης. Και ίσως αυτή η περίοδος να τον καθόρισε και από πλευράς συγγραφικών αναζητήσεων, καθώς τα πρώτα του έργα ήταν μελέτες πάνω στις σχέσεις της ελληνικής και της οθωμανικής κουλτούρας.
Άλλωστε και σε αρκετά από τα μετέπειτα αμιγώς πεζογραφικά του έργα, η πολιτιστική κληρονομιά των δύο λαών τα χαρακτηρίζει.
Παράλληλα με τις πεζογραφικές του καταθέσεις, κρατά βαθιά και ουσιαστική σχέση με τη μελέτη και τη διάδοση του ρεμπέτικου, γράφει και τραγουδά ο ίδιος αυτού του είδους τα άσματα.
Γενικά ο Κοροβίνης -γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης- είναι μια από τις πλέον εκρηκτικές παρουσίες στο χώρο όχι μόνο της πεζογραφίας, αλλά και της μουσικής, ενίοτε δε και του θεάτρου.
Αν και τα έργα του έχουν μια πλούσια θεματική ποικιλία, εκείνο που εν τέλει χαρακτηρίζει το έργο του είναι η ικανότητά του να μετατρέπει -κατά κάποιον τρόπο- τη γραφή του σε προφορικό λόγο που όμως κάθε φορά υπηρετεί με απόλυτη πιστότητα τον χαρακτήρα του κεντρικού προσώπου που το ίδιο αφηγείται τη ζωή του.
Από αυτή τη σκοπιά διαβάζοντας Κοροβίνη, τον χαρακτηρίζω ως πορτρετίστα της πεζογραφίας.
Σύντομα θυμίζω κάποια έργα του, μέσα από τα οποία ο αναγνώστης τους ‘συνομιλεί’ άλλοτε με τον Καβάφη, άλλοτε με τον Παπαδιαμάντη ή τον Βιζυηνό, άλλοτε πάλι με τον Ανδρούτσο ή μια μεσήλικη Πολίτισσα, μα και με διάφορους ακόμα τύπους από αυτούς που μπορεί κανείς να συναντήσει στις συνοικίες της Θεσσαλονίκης.
Με μια θαυμαστή ικανότητα που δεν στηρίζεται μόνο στο ταλέντο, αλλά και στην τεκμηριωμένη και βαθιά γνώση και αίσθηση της γλώσσας, ο Κοροβίνης μπορεί και να αφηγείται τις δικές του απόψεις για τον χαρακτήρα γνωστών ή όχι και τόσο ανθρώπων.
Αυτή την τεχνική συναντάμε και στο τελευταίο του βιβλίο.
Μόνο που εγώ το όλο έργο είναι καθαρώς ένα προϊόν καταγραφής διαλόγων.
Ο ίδιος ο Κοροβίνης, επιστρέφει την εποχή που ήταν περίπου 22 χρονών, θυμάται τις συζητήσεις που είχε με τη γιαγιά του και αυτές τις κουβέντες τους τις καταγράφει και τις μετατρέπει σε ένα ιδιότυπο αφήγημα όπου από τη μια προβάλει την προσωπικότητα μας λαϊκής γυναίκας και από την άλλη βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει συνθήκες (ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα) που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και κυρίως γύρω από τα χρόνια της Κατοχής.
Άλλωστε βασικό στοιχείο της επιτυχημένης σκιαγράφησης της κεντρικής ηρωίδας και του σπαρταριστού λόγου που αρθρώνει καθώς συνομιλεί με τον εγγονό της, είναι το τραγικό γεγονός του θανάτου ενός γιου της από μια νάρκη που τον διέλυσε.
Μέσα, λοιπόν, από αυτούς τους διαλόγους, φωτίζεται η λαϊκή σοφία, μαζί με τα πάθη και τις έγνοιες, όσο και μαζί με τις ελπίδες και τα όνειρα των απλών ανθρώπων, αυτών που τελικά και που βίωσαν την Ιστορία καθώς αυτή διαμόρφωνε τη δική τους ιστορία.
Κυρίως όμως -εδώ και η για μένα κεντρική αξία του βιβλίου αυτού- είναι η προβολή ενός ήθους μιας άλλης εποχής, που όχι απλώς χάνεται, αλλά έχει ήδη χαθεί. Και που ο Κοροβίνης -κάθε φορά και με κάθε του βιβλίο- την υπενθυμίζει καθώς λες και ανασταίνει εκείνους που με αυτό το ήθος, το απλό, πορευτήκανε.
«Μπορεί με τη νύφη μ΄ τη μικρή να έχουμε τον καβγά ψωμοτύρ’, αλλά, αυτό να το ξέρ’ς, άμα μαλών’ τ΄ αντρό΄υνο, την υποστηρίζω, δεν κάνω κόμμα με το γιο μ΄, γιατί ειν΄ την ξενόφερτη, από άλλον τόπο, κι ειν΄ αμαρτία να πολεμάνε οι δυο μαζί τον ένα, τον αδύναμο, χωρίς σόι να τον σταθεί και χωρίς δικηγόρο να τον στηρίξ’!»
(616 λέξεις)
https://diastixo.gr/.../23932-korovinis-stauroi-akrothalassi
30.1.25
Γιάννης Πάσχος "Παραδείσια πουλιά"
Γιάννης Πάσχος
«Παραδείσια πουλιά
Εκδόσεις Περισπωμένη
Γράφει ο Μάνος Κοντολέων
Από τις πλέον ιδιαίτερες -ίσως και ιδιόμορφες- παρουσίες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ο Γιάννης Πάσχος.
Γεννημένος στα Γιάννενα το 1954, σπούδασε Βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στη Μοριακή Βιολογία και τη Γενετική των υδρόβιων οργανισμών στην Ουγγαρία και τη Νορβηγία. Είναι καθηγητής Ιχθυολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Και παράλληλα -πιο σωστά με μια κάποια καθυστέρηση- από το 2005, δηλαδή σε ηλικία 59 χρονών, αρχίζει να παρουσιάζει τα συγγραφικό του έργο, που είναι κι αυτό ποικίλο: ποιήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια. Κατά δήλωσή του τα όσα έγραφε για χρόνια τα κρατούσε στο συρτάρι του και τα πρώτο δικά του βιβλία που θέλησε ένα ευρύτερο κοινό να γνωρίσει ήταν συλλογές ποιημάτων πρώτα και αμέσως μετά διηγημάτων.
Το 2022 κυκλοφορεί το αυτοβιογραφικό «Το χρονικό ενός δυσλεκτικού» και η αμεσότητα της γραφής του, μαζί με μια ξεκάθαρη τάση κριτικής αμφισβήτησης του κοινωνικού κατεστημένου που διαπερνά όλο το σπαρταριστό κείμενο, του φέρνει δυο βραβεύσεις και την αναγνώριση από ένα πλατύτερο κοινό.
Ο Γιάννης Πάσχος είναι πλέον μια εντελώς πρωτότυπη persona της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και αυτήν την ιδιότυπη συγγραφική πρωτοτυπία του την επιβεβαιώνει και με το τελευταίο του έργο, το μυθιστόρημα «Παραδείσια πουλιά».
Θέλω από την αρχή να το δηλώσω πως το συγκεκριμένο έργο μου θύμισε πάρα πολύ το μυθιστόρημα «Ο οργισμένος βαλκάνιος», έργο του 1977 , του σκηνοθέτη και συγγραφέα Νίκου Νικολαϊδη (1939-2007)
Το έργο εκείνο ήταν μια τολμηρά αντισυμβατική καταγραφή των αδιεξόδων μιας νεότητας που έβλεπε πως τα όνειρά της κάποιοι άλλοι τα ποδοπατούσαν και να αλλοτρίωναν. Προφητικό με ένα τρόπο, μιας και αληθινά τα όσα ακολούθησαν από τη χρονιά κυκλοφορίας του, απέδειξαν πως το ότι προσπαθεί μια ‘οργισμένη΄ νεότητα να αμφισβητήσει, το σύστημα καταφέρνει να τα παραμερίσει ή και να τα ευνουχίσει.
Ο Γιάννης Πάσχος με το δικό του μυθιστόρημα, 47 χρόνια μετά, αναζητά να καταγράψει το πως αυτή η νεανική οργή εξακολουθεί να υφίσταται την πολλαπλή και πολυδαίδαλη ενσωμάτωσή της μέσα στο κοινωνικό status, ίσως και με επιπλέον κάποιες διαφοροποιήσεις -αυτό που τότε έδειχνε πως μπορούσε να καταφέρει μια έστω και μικρή αλλαγή της μικροαστικής νοοτροπίας, τώρα έχει εγκλωβιστεί με μια σχεδόν ατομικών διαστάσεων εκτόνωση.
«Στα όνειρά μας, όμως, μας κυνηγούσαν οι εφιάλτες για κάμποσο καιρό, για την ακρίβεια, για πολύ καιρό. Μείναν τα σημάδια ανεξίτηλα στις καρδίες μας, όσο και να προσπαθήσαμε, ο έρωτας που είχαμε κούρνιασε και δεν είχε τη δύναμη να τα σβήσει» (σελ. 204)
Η πλοκή απλώνεται σε 273 σελίδες μεγάλου μεγέθους και αρκούντως πυκνοτυπωμένες. Και είναι καταιγιστική.
Κεντρικά πρόσωπα δυο νεαροί άντρες -με διαφορετικές οικογενειακές καταβολές. Ο ένας από μια μεγαλοαστική οικογένεια, ο άλλος -που είναι και ο αφηγητής- από μικροαστική. Θα δεθούν με μια δυνατή και στενή ανδρική φιλία -αυτό που θα τους κρατήσει τόσο κοντά τον ένα στον άλλον είναι η κοινή τους στάση ως προς το κοινωνικό φαίνεσθαι και στην επικρατούσε σε όλα τα επίπεδα υποκρισία.
Η αντίδρασή τους απέναντι στο μέλλον που οι άλλοι έχουν ήδη γι αυτούς σχεδιάσει, θα τους φέρει να ζούνε με τρόπο σχεδόν περιθωριακό, την ίδια στιγμή που οι σπουδές και τα ταλέντα τους (ο ένας είναι και συγγραφέας) τους εγκλωβίζουν και σε ένα καθημερινό επιούσιο.
Ο κόσμος των γυναικών του πληρωμένου έρωτα, θα είναι το καταφύγιό τους, κάπου στα ‘σπίτια’ της οδού Φυλής, θα είναι όπου θα αισθάνονται πως κάποιοι -κάποιες πιο σωστά- τους καταλαβαίνουν, κάποιες τους συμπαραστέκονται, αλλά και κάποιες έχουν ανάγκη τη δική τους συναισθηματική παρουσία και προστασία.
Ο κόσμος του πληρωμένου έρωτα -λες και μας υπογραμμίζει ο Πάχος- μπορεί να είναι ένας κόσμος που εκφράζει το πλέον υγιές στοιχείο του σήμερα, καθώς δεν καταναλώνει αλλά καταναλώνεται.
Η γραφή του Πάσχου είναι άλλοτε ρεαλιστική, άλλοτε μελοδραματική, άλλοτε δοκιμιακή, συχνά ποιητική. Και πάντα δεν λησμονεί να σαρκάσει, πάντα δεν ξεχνά να συμπάσχει.
Και βέβαια όλο το έργο στέκεται απέναντι σε απόψεις που προσπαθούν α κυριαρχήσουν στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας. Οι χαρακτήρες είναι ή αρσενικοί ή θηλυκοί. Κάθε κατηγορίες αρσενικά κυκλοφορούν στις αράδες κάθε σελίδας -από άντρες που εκφράζονται με μια διαχρονική αρρενωπότητα, έως αρσενικά αποβράσματα. Μα τα θηλυκά πρόσωπα -από την συντηρητική αλλά καλόκαρδη γιαγιά έως την θεία που είναι έρμαιο της σεξουαλικότητάς της, από το αθώο θύμα ενός βιασμού έως τις διαχειρίστριες των σύγχρονων μπουρδέλων -διαθέτουν τίμια και απόλυτα συνειδητοποιημένα χαρακτηριστικά.
Ο κόσμος στα ‘Παραδείσια πουλιά’ είναι ένας κόσμος ρεαλιστικός όσο και σουρεαλιστικός. Για κάποιους ίσως απρεπής ή και ακόμα βλάσφημος. Μπορεί και ονειροπόλος ή μπορεί και υπέρ το δέον συναισθηματικός. Πάντα σαρκαστικός όσο και τραχύς. Σίγουρα ένας κόσμος -επίκαιρα ή διαχρονικά; -αρσενικός.
Που πάντως με το υγειές του πρόσωπο κάτι σαν να αναζητά: «Ήταν σαν να θέλαμε να εντυπωσιάσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Στην πραγματικότητα, όμως, μια γέφυρα ψάχναμε, μια εξήγηση σε κακοδιατυπωμένα, ασαφή ερωτήματα.» (σελ. 61)
Μυθιστόρημα προορισμένο να κρατήσει το ενδιαφέρον. Να αγαπηθεί ή και να αμφισβητηθεί. Και βέβαια, με τον δικό του τρόπο, να προβληματίσει.
https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/22037-paradeisia-poulia-tou-gianni-pasxou-kritiki-mia-orgismeni-genia-anazita-katafygio
(780 λέξεις)
24.1.25
Gabo
Το λογοτεχνικό ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού, που άνθησε στη Λατινική Αμερική μέσα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πολύ σύντομα εξαπλώθηκε και στην Ευρώπη και έγινε ιδιαίτερα αγαπητός ο τρόπος με τον οποίο δομούσε τις αφηγήσεις του. Αυτή η μείξη αλήθειας και φαντασίας, πιο σωστά η αρμονική συνύπαρξη ρεαλισμού και μαγείας, φάνηκε πως είχε τη δυναμική εκείνη που ήταν ικανή να απελευθερώσει τα βαθιά κρυμμένα –ίσως και καταχωνιασμένα– συναισθήματα των Ευρωπαίων αναγνωστών, που είχαν μεγαλώσει με διάφορα άλλα μυθιστορηματικά κινήματα – ρεαλισμού, νατουραλισμού, ρομαντισμού, συμβολισμού κ.ά.
Βέβαια, αν κανείς ανατρέξει στα λαϊκά παραμύθια των λαών της Ευρώπης –π.χ. στη συλλογή των αδελφών Γκριμ–, θα βρει πολλές αντιστοιχίες ανάμεσα στους τρόπους με τους οποίους ο παλιός λαϊκός Ευρωπαίος παραμυθάς αφηγούνταν τις ιστορίες του με τις τεχνικές των Λατινοαμερικάνων συγγραφέων του 20ού αιώνα.
Η ανάγκη του ανθρώπου να φέρει μέσα στην καθημερινότητά του, όχι μόνο τη φαντασία, αλλά κάτι ακόμα πιο απτό, ένα στοιχείο ρεαλισμού που όμως θα είχε την ικανότητα να κλείνει το μάτι στο μαγικό και στη συνέχεια να συνοδοιπορεί μαζί του, ήταν νομίζω το έναυσμα να αγαπηθεί αυτού του είδους η αφήγηση από αναγνώστες οι οποίοι είχαν ακόμα στη μνήμη τους τα τραύματα από δυο Παγκόσμιους Πολέμους.
Ίσως είναι κάπως αυθαίρετη και σίγουρα εντελώς προσωπική αυτή η προσέγγιση, με την οποία επιχείρησα να ερμηνεύσω τη διάδοση στην Ευρώπη των έργων του μαγικού ρεαλισμού και την αγάπη που έδειξε το αναγνωστικό κοινό σε συγγραφείς όπως ο Μπόρχες, ο Ρούλφο, ο Καρπεντιέ, ο Νερούδα και, βέβαια, ο Μάρκες.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, τόσο η συγγραφή όσο και η ανάγνωση έργων του μαγικού ρεαλισμού προκαλεί ένα συναίσθημα αμφισβήτησης μιας στείρας και συχνά καταπιεστικής λογικής, μιας νοοτροπίας που τελικά δεν κατάφερε να αλλάξει το πρόσωπο του 20ού αιώνα προς κάτι το πλέον ασυμβίβαστο με την εξουσία των υλικών αγαθών ή των έωλων ενδοσκοπήσεων.
Αν ισχύουν αυτές οι σκέψεις, νομίζω πως μπορεί κανείς και να ερμηνεύσει το γιατί στην Ελλάδα, ενώ οι Έλληνες αναγνώστες λάτρεψαν τον Μπόρχες, τον Ρούλφο και τον Μάρκες, ενώ τραγούδησαν τα ποιήματα του Νερούδα, οι Έλληνες συγγραφείς από τη μεριά τους ελάχιστα αναζήτησαν την έμπνευση σε αυτού του είδους την τεχνική.
Είναι διαφορετικό να αναζητάς κάτι από το –και– να το δημιουργείς. Η χώρα μας, πιεσμένη από τον καιρό που έστησε την αυτόνομη παρουσία της ανάμεσα σε πολιτικές αντιπαραθέσεις και κάτω από την ανάγκη να στρέφει το βλέμμα της προς τα πολιτιστικά προϊόντα της Δύσης, έχασε την ευκαιρία να ανανεώσει τα μαθήματα αφήγησης που είχαν σε προηγούμενες εποχές δώσει τα λαϊκά παραμύθια και τα δημοτικά τραγούδια. Έτσι, λοιπόν, λίγοι είναι οι Έλληνες συγγραφείς που έγραψαν κάτω από τους κανόνες του μαγικού ρεαλισμού.
Είμαι ένας από αυτούς τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς που συνέθεσαν κάποια στιγμή μερικά αφηγήματα στηριγμένα στους κανόνες μιας συνύπαρξης ρεαλισμού και μαγείας. Οι δυο συλλογές διηγημάτων μου και η μια με παραμύθια που φλερτάρανε περισσότερο με το μαγικό στοιχείο απ’ ό,τι με το φανταστικό δεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής από το κοινό. Και μάλλον δε θα κάνω λάθος αν ισχυριστώ πως ελάχιστα είναι και τα έργα άλλων Ελλήνων συγγραφέων που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτού του είδους την αφήγηση – στο σημείο αυτό, πάντως, να σημειώσω πως αυτά τα ελάχιστα στα οποία αναφέρομαι είναι πάρα πολύ καλά λογοτεχνικά κείμενα.
Οπότε και η απόφαση του PEN Greece να ζητήσει να δημιουργήσουμε εμείς οι Έλληνες λογοτέχνες (πεζογράφοι και ποιητές) μια συλλογή μικρών διηγημάτων και ποιημάτων αφιερωμένων στον πατριάρχη του είδους, Gabriel García Márquez, είχε ένα ρίσκο.
Τελικά το αποτέλεσμα δικαίωσε την τολμηρή ιδέα. Ένας τόμος με 74 κείμενα που πατούν στα χνάρια των μεγάλων μαστόρων του είδους και είναι αφιερωμένα στον αγαπημένο Gabo έχει βρει τη θέση του στα ράφια των βιβλιοπωλείων, ενώ σχεδόν αμέσως όλη η συλλογή μεταφράστηκε και κυκλοφορεί στην Κολομβία.
Τα κείμενα όλα είναι ιδιαιτέρως καλογραμμένα. Το καθένα με το δικό του ύφος. Πράγμα που σημαίνει πως οι λογοτέχνες που συμμετείχαμε είχαμε κρυμμένη μια ματιά που θέλει να δει τον κόσμο ως ένα σύμπαν όπου το καθημερινό δέχεται να το αμφισβητήσει η μαγεία.
Το χάρηκα το συγκεκριμένο βιβλίο. Και εύχομαι πολύ σύντομα αρκετοί από τους συμμετέχοντες να εκδώσουν και προσωπικές συλλογές –γιατί όχι και μυθιστορηματικές συνθέσεις– στηριγμένες στις τεχνικές αφήγησης του μαγικού ρεαλισμού.
Σημειωτέον ότι σημαντικός αρωγός στο συγκεκριμένο εγχείρημα υπήρξε το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, χωρίς την επιχορήγηση του οποίου δεν θα ήταν εφικτό να υλοποιηθεί η παρούσα έκδοση, ούτε να υπάρξει προοπτική για τη μετάφρασή της.
Οι συγγραφείς της συλλογής με αλφαβητική σειρά: Δημήτρης Αλεξίου, Μαριγώ Αλεξοπούλου, Χρύσα Αλεξοπούλου, Πόπη Αρωνιάδα, Καλλιρρόη Ασκαρίδου, Δημήτρης Βαρβαρήγος, Ευριπίδης Γαραντούδης, Σωτηρία Γεωργαντή, Κωνσταντίνος Γιαννάκος, Τζούλια Γκανάσου, Στάθης Γουργουρής, Ανθούλα Δανιήλ, Αγγελική Δαρλάση, Λουκία Δέρβη, Μαρία Διαμαντοπούλου, Σοφία Διονυσοπούλου, Νίκος Ερηνάκης, Σόνια Ζαχαράτου, Κατερίνα Ζαχαριάδου, Απόστολος Θεοδωρόπουλος, Σάρα Θηλυκού, Χάρης Καλαϊτζίδης, Αθανασία Καραγιάννη, Κατερίνα Καριζώνη, Γιάννης Καρκανέβατος, Νίκος Κατσαλίδας, Πάνος Κεραμεύς, Ζέφη Κόλια, Κώστια Κοντολέων, Μάνος Κοντολέων, Σπύρος Κρόκος, Νίκος Κωσταγιόλας, Κατερίνα Λιάτζουρα, Ηλίας Μαγκλίνης, Μαντώ Μάκκα, Γεωργία Μακρογιώργου, Κατερίνα Μαλακατέ, Εριφύλη Μαρωνίτη, Φανή Ματσινοπούλου, Μιχάλης Μοδινός, Τέσυ Μπάιλα, Δημήτρης Μπαλτάς, Αγλαΐα Μπλιούμη, Κωνσταντίνος Μπούρας, Γιάννης Ξέστερνος, Παναγιώτης Παγιάτης, Πόπη Παντελάκη, Μάγδα Παπαδημητρίου Σαμοθράκη, Γεωργία Παπαμιχαήλ, Ελένη Παπατζίκη, Ελένη Παρασχίδου, Σοφία Περδίκη, Βάλτερ Πούχνερ, Γιώργος Ρούσκας, Νίκος Σαλτερής, Μαρία Σκιαδαρέση, Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Αιμίλιος Σολωμού, Νίκος Σουβατζής, Αλέξης Σταμάτης, Δημήτρης Στεφανάκης, Κλαίτη Σωτηριάδου, Γιάννης Τόμπρος, Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μάκης Τσίτας, Δημήτρης Φιλελές, Σοφία Χανιωτάκη, Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Γιώργος Χουλιάρας, Παναγιώτης Χριστοδούλου, Δημήτρης Χριστόπουλος, Χριστίνα Χριστοφή, Αγγέλα Χρονοπούλου, Μαργιάννα Χύμου.
(883 λέξεις)
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/23859-syllogiko-ergo-pen-gabo
22.1.25
Σοφία Μαντουβάλου «Ο άγιος, γυμνός»
Σοφία Μαντουβάλου
«Ο άγιος, γυμνός»
Διηγήματα
Εκδόσεις Σοκόλη
Η Σοφία Μαντουβάλου είναι μια από τις πλέον γνωστές εκπροσώπους της λογοτεχνίας για παιδιά. Πάρα πολλά τα βιβλία της και όλα της τα χαρακτηρίζει μια χιουμοριστική διάθεση που όμως τις περισσότερες φορές ξεφεύγει είτε από το λεκτικό παιχνίδι ή από τη διάθεση πρόκλησης ενός χαμόγελου και μετατρέπεται σε σαφή κοινωνικό σχολιασμό.
Με άλλα λόγια έχουμε μια συγγραφέα που ξέρει να εμπλουτίζει την διασκεδαστική επαφή ενός παιδιού με τη λογοτεχνία και με ένα γενικότερο υποδόριο προβληματισμό.
Παράλληλα η Σοφία Μαντουβάλου, τα τελευταία χρόνια έδειξε πως την ενδιαφέρει και η σύνθεση λογοτεχνικών κειμένων για ενήλικες αναγνώστες.
Το 2011 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Χαρέμι ανδρών» και το 2014 το επίσης μυθιστόρημα «Ιδιωτική έρημος».
Το 2024 επανέρχεται στη λογοτεχνία των ενηλίκων, αυτή τη φορά με μια συλλογή διηγημάτων.
Αυτό που έχει κανείς να παρατηρήσει στα ‘ενήλικα’ κείμενα της Μαντουβάλου είναι πως -όπως και στα παιδικά- επιζητά να συνδέσει την αφήγηση με ψυχογραφικούς, μα και με κοινωνικούς προβληματισμούς. Αλλά και κάτι που ακόμα χαρακτηρίζει την λογοτεχνία της για ενήλικες αναγνώστες, είναι η αναζήτηση του πόσο ο έρωτας επιδρά στις σχέσεις όχι και μόνο των δύο φύλων αλλά και στη διαμόρφωση της γενικότερης προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου.
Και αυτή την αναζήτηση την καταγράφει στη συνέχεια με μια λεπτή ειρωνεία και ένα πάρα πολύ υποδόριο χιούμορ.
Ακριβώς αυτά τα στοιχεία θα τα συναντήσουμε και στη συλλογή διηγημάτων «Ο άγιος, γυμνός»
Πρόκειται για σύντομα κείμενα που η Μαντουλάβου καταφέρνει να τα μετατρέψει σε πολυσήμαντες αφηγήσεις. Η τεχνική που βασίζει αυτή την τακτική είναι η χρήση της γλώσσας: ‘Με τη βία ήθελε να υποτάξει τα νιάτα της. Με την ίδια πήχη που μέτραγε τα υφάσματα στο εμπορικό του την έκανε τόπι στο ξύλο. Του τη δώσανε μισοτιμής σαν ρετάλι, με προίκα ένα δωμάτιο σε οικογενειακή αυλή με κοινή κουζίνα» (σελ. 16)
Με ελάχιστες αράδες, από την αρχή κιόλας του διηγήματος ο αναγνώστης μυείται στα μυστικά δράματα που πρόκειται να ακολουθήσουν.
Η ίδια χρήση της γλώσσας και στα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής. Που όλα τους αφορούν τον έρωτα, τις περισσότερες φορές -μήπως και όλες;- σε μια αρρωστημένη του εκδοχή. Εκμετάλλευση, αδικία, προδοσία, βία.
Η Μαντουβάλου αναζητά τη μοίρα της γυναίκας από εποχή σε εποχή, από τόπο σε τόπο και κάθε φορά βρίσκει κάτι που θα μπορέσει να το μετατρέψει σε μια σύντομη, μεν, αλλά σίγουρα καθηλωτική αφήγηση.
Ενδιαφέρον και το εύρημα στο τέλος κάθε διηγήματος να δηλώνεται η εποχή και ο τόπος που έχει ή και θα μπορούσε να είχε συμβεί το συμβάν -Πεδίον δράσεως: Βόρεια Ελλάδα 1930 ή Πεδίον δράσεως: Αθήνα 2009.
Οπότε έχουμε μια συλλογή διηγημάτων που καταφέρνουν να αποδείξουν πως ότι στις μέρες μας έχει γίνει καθημερινό θέμα στις ειδήσεις, υπήρχε και σε άλλες αποχές, με άλλες συνθήκες.
Αξίζει πάντως να σημειώσουμε πως η συγγραφέας δεν στέκεται μονόπλευρα και έτσι δεν καταγγέλλει μόνο την αρσενική βιαιότητα προς ένα θηλυκό, αλλά κάποτε, κάποτε υπενθυμίζει πως υπήρξαν και υπάρχουν και άλλες γυναίκες που χρησιμοποιώντας έναν καθαρά γυναικείο ρόλο κατάφεραν πλήγμα σε άλλες εκπροσώπους του φύλου τους : «Μάνα και κόρη ενεδρεύουν η μια την άλλη μέχρι τελικού πλήγματος. Τα ημίχρονα της έντασης στην παιδική ηλικία έγιναν ντέρμπι εξόντωσης στην εφηβεία. Μέχρι και με τατουάζ το έγραψε στο χέρι της η Εύα:’ I hate mam’» (σελ. 61)
Ενδιαφέρουσα, πρωτότυπη και με την ικανότητα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αυτή η συλλογή διηγημάτων.
Τελικά -είναι σα να μας κλείνει με νόημα το μάτι η Σοφία Μαντουβάλου- όταν έχεις μάθει να συνομιλείς με ακροατήριο που αναγνωρίζει το χιούμορ, μπορείς άνετα και να καταγράφεις τις σκέψεις σου με διάθεση κάπως ειρωνική: «Ο νεανικός τους έρωτας πέθανε πριν τον πάρουν μαζί τους στον θάνατο, όπως είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλον» (σελ. 66)
(613 λέξεις)
https://www.fractalart.gr/o-agios-gymnos/
18.1.25
Αταλάντη Ευριπίδου «Εκείνοι που δεν έφυγαν»
Αταλάντη Ευριπίδου
«Εκείνοι που δεν έφυγαν»
Διηγήματα
Εκδόσεις Πόλις
Με μια συλλογή που περιλαμβάνει επτά διηγήματα κάνει την πρώτη της εμφάνιση η Αταλάντη Ευριπίδου και αυτή η έκδοση είναι αρκετή για να τοποθετήσει τη νέα διηγηματογράφο σε μια ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση στο χώρο της πρόσφατής λογοτεχνικής παραγωγής.
Βασικό εργαλείο της η γλώσσα: «Πετονιά το βλέμμα της, είχε γαντζωθεί στο κομμένο χέρι του που ‘σταζε αίμα στο πάτωμα. Το χαλάζι τώρα ερχόταν απ΄ όλες τις μεριές, έδερνε τον οντά, κοπάναγε το αίμα, μάτωνε κι αυτό, μάτωναν θαρρείς το ξύλο ολάκερο κι η κουρελού. Και τίποτ’ άλλο δεν ακουγόταν στο σπίτι, μήτε φωνές μήτε κλάματα» (σελ. 38)
Η Ευρυπίδου αναζητά με τις λέξεις (άλλοτε καθημερινές, άλλοτε μαζεμένες από μισοξεχασμένα λαογραφικά λεξικά) να συνθέσει ιστορίες που φαίνεται να ακουμπάνε ή να έχουν γεννηθεί από λαϊκά παραμύθια, μα που στην ουσία δημιουργούν αφηγήσεις μαγικού ρεαλισμού που τις περισσότερες φορές επιστρατεύουν το παράδοξο ή παράλογο τρόμο που κάθε τι το μη αναμενόμενο μπορεί να προκαλέσει: «Ο Δήμιος δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τη σπασμένη του χατζάρα και το ταγάρι με το κεφάλι του πεθαμένου. Την είχαν μάθει πια την ιστορία του απ΄ άκρη σ’ άκρη, και κανείς δεν τον ρώταγε για τη φωνή που καμιά φορά ακουγότανε από τον σάκο του. Οι άνθρωποι τον απέφευγαν, τα ζώα τον φοβούνταν» (σελ. 9)
Ο μαγικός ρεαλισμός δεν είναι ένα είδος λογοτεχνικής αφήγησης που πολλοί έλληνες συγγραφείς χρησιμοποιούν. Ίσως και να μην είναι και το είδος εκείνο αφήγησης που οι έλληνες αναγνώστες έχουν σε μια από τις πρώτες θέσεις των προτιμήσεών του -κι αυτό παρά την ιδιαίτερη εκτίμηση και αγάπη με την οποία έχουν υποδεχτεί τα έργα του Μαρκές και των άλλων συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής.
Κι όμως τα λαϊκά παραμύθια μας πολύ συχνά μπορεί να διαβαστούν και ως έργα μαγικού ρεαλισμού. Το μαγικό στοιχείο -κι αυτό ας μη συγχέεται με το φανταστικό- είναι ένα κλειδί αναγνώρισης συνθηκών που δεν μπορούν με τη λογική να ερμηνευθούν ή και με διαφορετικό τρόπο να αναλυθούν.
Μια τεχνική που ο Θανάσης Τριαρίδης είχε χρησιμοποιήσει στα πρώτα του πεζά (αρχές του 2000) και που σε ελάχιστων ακόμα άλλων ελλήνων συγγραφέων έχω τύχει να συναντήσω.
Το νέο που η Ευρυπίδου καταθέτει είναι το ότι στα περισσότερα από τα διηγήματά της συνδέει μοτίβα λαϊκών παραμυθιών με τεχνικές του μαγικού ρεαλισμού.
Και παράλληλα -από διήγημα σε διήγημα- περιπλανιέται, λες, στην ελληνική ιστορία έτσι όπως βιώθηκε από τους απλούς ανθρώπους, αυτούς δηλαδή στους οποίους και τα λαϊκά παραμύθια απευθυνόντουσαν. Κι με αυτήν την τεχνική φτάνει ακόμα και σε πλέον πρόσφατες εποχές -την Κατοχή και την ελληνική εκδοχή του υπαρξιστικού κινήματος.
Δεισιδαιμονίες, ξόρκια, καταραμένοι έρωτες, θρύλοι που δεν δύναται να λησμονηθούν, πάθη, προσδοκίες και καταραμένα έργα ανθρώπων -όλα αυτά συνθέτουν ένα παζλ αφηγήσεων που προσπαθούν να φέρουν στην επιφάνεια τη διαχρονικότητα της απαίτησης του ατόμου να ελέγχει το ίδιο το παρόν και το μέλλον του.
«Καλά, καλά. Άκου* είχα ένα γιο. Ήρθε ένα βράδυ στ΄ όνειρό μου και μου ‘δειξε πως να ξυπνάω τους δρόμους. Πήγα και κρύφτηκα κοντά στην Κομαντατούρ, έκανα όπως μου ‘πε και ζωντάνεψα την Κοραή… Έφαγα μια χούφτα χώμα, έσταξα αίμα που αγαπούσα κι ο δρόμος σηκώθηκε. Ξέρεις τι όμορφος ήταν; Φορούσε ένα σακάκι πολύ κομψό, ραμμένο από προκυρήξεις, και για μαλλιά είχε φλούδες από νεράντζια. Περνούσαν κάτι ταγματασφαλίτες εκείνη την ώρα, κι ο δρόμος σηκώθηκε και τους έπνιξε με τις λέξεις του. Έχεις δει ποτέ λόγια να γίνονται θηλιές;» (σελ. 99)
Από τις πλέον όχι μόνο πρωτότυπες συλλογές διηγημάτων που έτυχε πρόσφατα να διαβάσω, αλλά και σίγουρα από τις πλέον με ενδιαφέροντα τρόπο γραμμένες.
https://www.periou.gr/manos-kontoleon-atalanti-evripidou-ekeinoi-pou-den-efygan-diigimata-ekdoseis-polis/?fbclid=IwY2xjawH4ZXJleHRuA2FlbQIxMAABHf8J4at7_Z-MrnnUPcGB5pxVvUKf89lmt3n2PwiYkQ0op3OPkCHprq4UsA_aem_SogxNHZ-bTl_gFvng0VgvA
(585 λέξεις)
4.1.25
Η Ελένη Μπετεινάκη στα Παραμύθια του Σαββάτου
Ποδαρικό στη στήλη των Παραμυθιών του Σαββάτου κάνει ένα υπέροχο νοσταλγικό, βιογραφικό και ιδιαίτερο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων με τίτλο : Τα δώρα!
Η ιστορία αφορά τον Μάρκο, ένα αγόρι 11 χρονών, και διαδραματίζεται πριν πολλά πολλά χρόνια. Μοναχοπαίδι το μικρό αγόρι, κι όπως όλοι γνωρίζουμε αυτό σημαίνει μοναξιά στο σπίτι, στο παιχνίδι και στο μοίρασμα. Μια μέρα βρίσκει στον κήπο τους ένα μικρό γατάκι που έμοιαζε με τιγράκι. Αμέσως όλα άλλαξαν. Η Νεφερτίτη, όπως ονόμασε το ζωάκι του ο Μάρκος, έγινε η μόνιμη ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ του, ο φίλος του και η χαρά γέμισε τη ζωή του.
Ο Μάρκος δεν ήταν πια μόνος και άρχισε να ονειρεύεται, να ανακαλύπτει καινούργιους τόπους και να έχει κάποιον να τον περιμένει όταν γύριζε από το σχολείο του. Μαζί διάβαζαν, ανακάλυπταν καινούργια μέρη, έπαιζαν και ονειρεύονταν. Πέρασαν μερικοί μήνες απόλυτης ευτυχίας και ξαφνικά η Νεφερτίτη αρρώστησε. Τα όμορφα συναισθήματα του Μάρκου άλλαξαν έγιναν πόνος, προσμονή, ελπίδα και τελικά αποχαιρετισμός και απώλεια. Όμως μαζί με τον χαμό του μικρού γατιού γεννήθηκε η επιθυμία να γραφτούν οι ιστορίες, οι λέξεις, το μοίρασμα … Κι αυτό ήταν η αφορμή, ο λόγος, το δώρο και η αρχή μιας λαμπρής συγγραφικής καριέρας που ευτυχώς κρατάει ως τις μέρες μας. Γιατί ο Μάρκος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Μάνο Κοντολέων και η μικρή Νεφερτίτη η πρώτη του χάρτινη ηρωίδα που κάποτε υπήρξε στη ζωή του και τον οδήγησε στη συγγραφή.
Μια υπέροχη αυτοβιογραφική ιστορία συγκινητική, αληθινή, τρυφερή και ευαίσθητη που μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για μικρούς επίδοξους συγγραφείς. Μια ιστορία για την μοναξιά που βιώνουν τα μοναχοπαίδια και την σχέση με τα ζώα. Για την δυνατή φιλία που μπορεί να αναπτυχθεί αναμεσά τους και τα οφέλη μιας τόσο στενής σχέσης. Ένα βιβλίο γεμάτο συναισθήματα που γίνονται δώρα ζωής.
Με τα σχέδια και την χρωματική παλέτα της Ιφιγένειας Καμπέρη η ιστορία ζωντανεύει και μας συγκινεί ακόμη περισσότερο...
Έκπληξη των τελευταίων σελίδων η αυθεντική ιστορία της Νεφερτίτης που λεγόταν Ποκοπίκο και που γράφτηκε το 1960 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διάπλαση τον Μάιο του ίδιου χρόνου από τον Μάνο Κοντολέων με το ψευδώνυμο Αρχιδούξ.
Αυτή η ιστορία ήταν η αρχή όλων. Ο Μάνος Κοντολέων είναι αγαπημένος συγγραφέας για παιδιά και ενήλικες και έχει διαγράψει μια λαμπρή καριέρα μέχρι και σήμερα. Το δικό μας δώρο από «Τα δώρα» το μοίρασμα της ιστορίας και η εναλλαγή της συναισθηματικής κατάστασης των ηρώων της.
https://www.cretalive.gr/politismos/ta-dora-toy-manoy-kontoleonsta-paramythia-toy-sabbatoy?fbclid=IwY2xjawHnE71leHRuA2FlbQIxMQABHcvAHXKrxry_VUHi0tVSMCydn0ydS4InDqZBibXW5PPgKzN4cRGomJ9xMw_aem_8ovyV-nWhEVCH0ocMqeNXQ
Γιώργος Σκαμπαρδώνης "Φάλτσα κεφαλής"
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
«Φάλτσα κεφαλής»
Διηγήματα
Εκδόσεις Πατάκη
Γράφει ο Μάνος Κοντολέων
Από τις πλέον αναγνωρίσιμες παρουσίες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης.
Συχνές οι εκδοτικές εμφανίσεις του που άλλες από αυτές έχουν τη μορφή μυθιστορημάτων, άλλες -ίσως οι περισσότερες- είναι συλλογές διηγημάτων.
Επεσήμανα αναγνωρισιμότητα στον εκ της Θεσσαλονίκης συγγραφέα, θέλοντας να τονίσω πως έχει ένα εντελώς δικό του ύφος γραφής, όπως και σαφέστατες θεματικές προτιμήσεις.
Ως προς το πρώτο, αντιγράφω από τη σελίδα 81του νέου του βιβλίου «Φάλτσα κεφαλής», τις πρώτες αράδες του διηγήματος «Ο καστανοφύλακας»: ‘Το φθινόπωρο μετρίασε τους αλαλαγμούς των χρωμάτων. Τώρα, ανεβαίνοντας, χαράματα, τις ανηφόρες των μονοπατιών του Κόζιακα, τα πάντα παίρνουν τις αποχρώσεις της παρακμής -σκουριά, καφέ-γκρι, βαθυκίτρινο. Τα δέντρα έχουν ένα ύφος ήττας, με γυμνά, βουρκωμένα κλαδιά* μερικά καταλήγουν σε στρεβλά, μαύρα ή χρυσά χερούλια που στάζουν υγρασία’.
Είναι σαφέστατη, νομίζω, η ικανότητα του Σκαμπαρδώνη να ζωντανεύει τον χώρο χρησιμοποιώντας λέξεις.
Αλλά στο ίδιο αυτό σύντομο απόσπασμα, διαφαίνονται και οι θεματικές προτιμήσεις του -τουλάχιστον αυτές που αφορούν τον περιβάλλοντα χώρο.
Ο Σκαμπαρδώνης έχει μια σαφή γεωγραφική προτίμηση ως προς τους χώρους όπου τοποθετεί τις ιστορίες του. Η Θεσσαλονίκη, έτσι κι αλλιώς έντονα παρούσα και σε προηγούμενα έργα του, κι εδώ συχνά πρωταγωνιστεί -άλλοτε το κέντρο της και άλλοτε οι συνοικίες της. Κι ακόμα έλκεται από τη μακεδονική γη -το παραπάνω απόσπασμα είναι ένα ελάχιστο δείγμα.
Μα ο χώρος πάντα συνομιλεί με όσους τον έχουν μετατρέψει σε ταυτότητά τους.
‘Βράδιαζε ολοένα*ο Θωμάς τέλειωσε το φαγητό, τα μάζεψε, τακτοποίησε, έριξε ένα κούτσουρο στη φωτιά και ξάπλωσε ανάσκελα στα χορτάρια κοιτώντας τον ουρανό. Ο Θόλος είχε κατέβει, υπήρχε κάποια βουβή, απόλυτη διαφάνεια, κι έβλεπε τους αστερισμούς σε κοντινή απόσταση, όπως κοιτούσε από την ταράτσα της πολυκατοικίας του της ακτές τις Πιερίας. Γέμισαν τα μάτια του και το μέσα του με το έναστρο φέγγος -έβλεπε αντανακλάσεις, σελαγισμούς, ανοιχτούς λογαριασμούς, και είπε: -Η πασαρέλα της αιωνιότητας’. (σελ. 121)
Δεν μπορώ -μένοντας για λίγο σε αυτό το απόσπασμα- να μην επισημάνω το εύρημα της χρήσης του επίθετου ‘βουβή’ για να χαρακτηριστεί η διαφάνεια, όπως και για τη συνύπαρξη των ‘αντανακλάσεων’ με τους ‘ανοιχτούς λογαριασμούς’. Οι γλωσσικοί πειραματισμοί μετατρέπονται σε τεκμηριωμένες απόψεις.
Είναι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες που προσφέρουν τη λογοτεχνική μέθεξη. Και που βέβαια, ο συγγραφέας αυτός την επιδιώκει χρησιμοποιώντας ακόμα και λέξεις από το οπλοστάσιο άλλων εποχών: ‘Αποπάνω κρέμεται ένα τσίγκινο δοχείο νερού με βρυσάκι (μουσλούκι)’ (σελ. 48)- ή και όχι και τόσο γνωστών επαγγελματικών ενασχολήσεων: ‘Όλο το ιχθυοτροφείο είναι ένα πολύ μεγάλο παραλληλόγραμμο μες στο νερό, χωρισμένο, εντός, σε είκοσι γκιόλια’ (σελ. 25)
Από ένα σημείο και μετά η λογοτεχνική γλώσσα μετατρέπεται και σε κιβωτό λέξεων που ελάχιστοι πιθανώς να γνωρίζουν.
Μα, ας δούμε και τους χαρακτήρες των διηγημάτων του Σκαμπαρδώνη.
Κι εδώ, όπως και σχεδόν σε όλα τα προηγούμενα έργα του, τα κεντρικά πρόσωπα κινούνται στο περιθώριο της μικρομεσαίας τάξης, και πάντως εντός περιοχών όπου δεν συχνάζουν πλέον οι άνθρωποι της εποχής μας… Με μια πλέον σιβυλλική διατύπωση, θα έλεγα οι ήρωες των περισσοτέρων διηγημάτων κυκλοφορούν εκεί όπου εκτελούνται εργασίες τις οποίες η καταναλωτική μανία του σήμερα αν και τις χρησιμοποιεί, υποκρίνεται πως τις αγνοεί.
Με αυτήν την επιλογή, ο Σκαμπαρδώνης δείχνει να περισώζει τύπους, ήθη και επαγγέλματα που πολύ απέχουν από τη σύγχρονη τεχνολογική παντοδυναμία. Σαφέστατα οι άνδρες αποτελούν την πλειοψηφία και είναι παραδοσιακά αρρενωποί: ‘Μανιακός καπνιστής* πάντα είχε ένα τσιγάρο κρεμασμένο μάγκικα στα χείλια, που το άναβε απ΄ την καύτρα του προηγούμενου και φουμάριζε ακόμα κι όταν έκανε μπάνιο στη θάλασσα’ (σελ.95). Αλλά και η γυναικεία ψυχοσύνθεση δείχνει πως μπορεί ισότιμα να υπάρχει: ‘Η θεία μου τελείωσε χτες το φουστανάκι μου -ένα όμορφο, ελαφρύ φουστάνι κοντό, με τιραντούλες- κι ονειρεύομαι να γυρίσω στη Σαλονίκη για να το φορέσω’ (σελ. 34)
Μια τέτοια στάση συγγραφικής χρήσης των χώρων και των χαρακτήρων, διαθέτει το κίνδυνο να υποπέσει σε ένα στείρο νατουραλισμό, αρκούντως μάλιστα και λάτρη του παρελθόντος. Δεν συμβαίνει αυτό στα κείμενα που ο Σκαμπαρδώνης υπογράφει. Γιατί ο ίδιος -ως συγγραφέας και ως κοινωνικό ον- δεν επιχειρεί να διασώσει μια ανάμνηση ζωής, αλλά αντίθετα επιχειρεί ο ίδιος πρώτα να τη βιώνει. Κι έτσι έχει συνεχώς ανοιχτούς τους πόρους της έμπνευσης του και συλλέγει όλα όσα θα θελήσει, στη συνέχεια, να τα στείλει να συνυπάρξουν με τους αναγνώστες του.
Στην ουσία η όποια αναπόληση του χθες εξορίζεται και με ένα ιδιότυπο συγγραφικό τρόπο, έχουμε μια πολιτική θέση αμφισβήτησης της τεχνολογικής παντοκρατορίας. Οι χαρακτήρες στα διηγήματα της συλλογής χρησιμοποιούν πρωτογενείς τρόπους επικοινωνίας με τα ίδια τους τα συναισθήματα -οργίζονται, αποχωρούν, συμβιβάζονται, αντιστέκονται, πάντα όμως σκηνοθετώντας με μια δική τους πρακτική την καθημερινότητά τους.
Ενδιαφέρουσα -ίσως από τις πλέον ενδιαφέρουσες συλλογές διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη το «Φάλτσα κεφαλής». Αναντίρρητα όλα τα κείμενα δεν έχουν την ίδια ένταση, ούτε και την ίδια πρωτότυπη ματιά. Αλλά ακριβώς γι αυτό η όλη συλλογή μπορεί άνετα να θεωρηθεί ως άρτιο δείγμα γραφής ενός πεζογράφου που έχει καθορίσει εδώ και καιρό το δικό του αποτύπωμα.
(796 λέξεις)
https://www.hartismag.gr/hartis-73/biblia/faltsa-kfalis
Subscribe to:
Posts (Atom)