7.2.25
Αντώνιος Ρουσοχατζάκης «Ιστορίες από την Αθήνα που φεύγει» ΑΩ Εκδόσεις Γράφει ο Μάνος Κοντολέων Ο Αντώνιος Ρουσοχατζάκης είναι ποιητής, πεζογράφος και εικαστικός καλλιτέχνης και ζει ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι τα τελευταία 25 χρόνια. Έργα του κυκλοφορούν σε ανθολογίες διηγημάτων και ποίησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και τρεις συλλογές ποίησης. Ομολογώ πως τίποτε δικό του δεν είχε τύχει να έχω διαβάσει, οπότε η ανάγνωση των σύντομων ιστοριών που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο υπήρξε μια ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη. «Τους χώριζε μια κουρτίνα από γάζα που κρεμόταν ανάμεσα στο σαλόνι και τη βεράντα, αφήνοντας το δυνατό φως του ήλιου να πλημμυρίζει το σπίτι» -από την πρώτη κιόλας φράση της πρώτης ιστορίας σε εντυπωσιάζει ο τονισμός τη σημαντικής λεπτομέρειας –‘κουρτίνα από γάζα’. Ο διαχωρισμός είναι σαφής στην δισυπόστατη μορφή του -κάτι διαχωρίζει, κάτι αφήνει να ιδωθεί… Ακριβώς όπως η αναπόληση στιγμών του χθες που έχουν εγγραφεί στη μνήμη. Πάνω σε αυτή τη δυναμική της μνήμης, ο Α.Ρ. διαμορφώνει τις ιστορίες του. Και με συνέπεια ποιητικής υπόμνησης κάτω από τον τίτλο της κάθε ιστορίας, σημειώνει το πότε και το που είχε συμβεί. Με οχτώ, μόλις, σύντομες ιστορίες διατρέχει πενήντα περίπου χρόνια τους δρόμους της Αθήνας. Ξεκινά από το 2023 και καταβυθίζεται στο 1974. Μια πορεία προς τα πίσω, ακριβώς όπως προς το παρελθόν και η ίδια η μνήμη συνηθίζει να ταξιδεύει. Διαφορετικές εποχές, διαφορετικά και πρόσωπα που ενθυμούνται… Ή μήπως-και με πιο ακριβή διατύπωση- διαφορετικά είναι τα γεγονότα που ο ίδιος ο αφηγητής με διακριτικότητα ανασύρει από τις προσωπικές του αναμνήσεις και τις μοιράζεται μαζί μας; Ξεκινώντας από ένα σημερινό ζευγάρι μιας κάποιας ηλικίας που διάνυσε τον κοινό του βίο πάντα διαχωρισμένο, μα και πάντα ενωμένο με μια λευκή κουρτίνα από γάζα, περνά στην εμπειρία ενός άνδρα που μπορεί πλέον ελεύθερα να χαρεί την εφαρμογή της επιλογής από τον ίδιο του φύλου που θα θέλει ανήκει, προχωρά στην αδιέξοδη συνύπαρξη της ηθικής ευθύνης με την συναισθηματική απελευθέρωση μιας γυναίκας που βλέπει τον γονιό της να πεθαίνει, τριγυρνά στη συνέχεια σε κεντρική πλατεία της πόλης για να περιγράψει τη σύγκρουση γενεών, κρυφοκοιτάζει τη φωτογραφία ενός ζευγαριού που κατάφερε να αρπάξει την έκρηξη ενός έρωτα ικανού να διεκδικήσει τη μονιμότητα, κοντοστέκεται σε στέκια των δρόμων που τους έχουν στερήσει το αποτύπωμα προηγούμενων εποχών, επαναστατεί ως πάλαι ποτέ νεαρός αμφισβητίας αντιδημοκρατικών πρακτικών και φτάνει στο τέλος να αναζητήσει το κέντρο ίσως της μνήμης του που δεν είναι άλλο παρά η σχέση με τη γυναίκα που τον έχει γεννήσει και που πλέον τον συντροφεύει ως φωτογραφία σε κομοδίνο. Από την παραπάνω εξιστόρηση των κεντρικών ζητημάτων κάθε αφηγήματος, είναι νομίζω σαφές πως προσωπικά εγώ διάβασα τη συλλογή ως μια ιδιότυπα σπονδυλωτή νουβέλα και ομολογώ πως το αρχικό ξάφνιασμα της ανάγνωσης μετατράπηκε σε μια χαμηλόφωνη συζήτηση με τις προσωπικές μου αναμνήσεις. Τελικά το παρελθόν του καθενός, πάντα θα έχει την ευκαιρία να διατηρεί την παρουσία του στο παρόν και πέρα από αυτό να μπορεί και να διεκδικεί τον ρόλο του αφηγητή κάθε μιας μικρής ατομικής ιστορίας που βέβαια αποτελεί μέρος και συστατικό της γενικότερης Ιστορίας. Η πόλη είναι μία, αλλά οι γειτονιές και οι γωνιές της πολλές. Κλείνοντας ας υπογραμμίσω και την ευαισθησία της γραφής -η πεζογραφία δανείζεται τις καμπυλότητες της ποίησης: « Μάνα μου. Μάνα μου. Μάνα μου. Κάποτε η φωτογραφία μου κι εγώ θα ενωθούμε στο ίδιο σύννεφο. Εκεί δεν έχει ρυτίδες. Δεν έχει βάσανα, δεν έχει θλίψη. Μπορεί να είσαι εκεί. Μπορεί και όχι. Το ξέρω πως θα με αγαπάς για πάντα. Σαν κουτάβι θες; Σαν κουτάβι. Άμα αυτό σε κάνει χαρούμενη, ποιος είμαι εγώ για να σου χαλάσω το χατίρι;» ΥΓ. Ιδιαίτερη μνεία και στο σχεδιασμό του εξωφύλλου -μια μαύρη γάτα που φεύγει λες από το περιθώριο του σχήματος του βιβλίου και χάνεται μέσα στις σελίδες που πρόκειται να διαβαστούν. Λέω πως συμβολίζει το αινιγματικό τώρα που θέλει να κουρνιάσει στη θαλπωρή μιας περασμένης βεβαιότητας. (640 λέξεις) https://www.periou.gr/manos-kontoleon-antonios-rousochatzakis-istories-apo-tin-athina-pou-fevgei-ao-ekdoseis/
Αντώνιος Ρουσοχατζάκης
«Ιστορίες από την Αθήνα που φεύγει»
ΑΩ Εκδόσεις
Ο Αντώνιος Ρουσοχατζάκης είναι ποιητής, πεζογράφος και εικαστικός καλλιτέχνης και ζει ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι τα τελευταία 25 χρόνια. Έργα του κυκλοφορούν σε ανθολογίες διηγημάτων και ποίησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και τρεις συλλογές ποίησης.
Ομολογώ πως τίποτε δικό του δεν είχε τύχει να έχω διαβάσει, οπότε η ανάγνωση των σύντομων ιστοριών που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο υπήρξε μια ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη.
«Τους χώριζε μια κουρτίνα από γάζα που κρεμόταν ανάμεσα στο σαλόνι και τη βεράντα, αφήνοντας το δυνατό φως του ήλιου να πλημμυρίζει το σπίτι» -από την πρώτη κιόλας φράση της πρώτης ιστορίας σε εντυπωσιάζει ο τονισμός τη σημαντικής λεπτομέρειας –‘κουρτίνα από γάζα’.
Ο διαχωρισμός είναι σαφής στην δισυπόστατη μορφή του -κάτι διαχωρίζει, κάτι αφήνει να ιδωθεί… Ακριβώς όπως η αναπόληση στιγμών του χθες που έχουν εγγραφεί στη μνήμη.
Πάνω σε αυτή τη δυναμική της μνήμης, ο Α.Ρ. διαμορφώνει τις ιστορίες του. Και με συνέπεια ποιητικής υπόμνησης κάτω από τον τίτλο της κάθε ιστορίας, σημειώνει το πότε και το που είχε συμβεί.
Με οχτώ, μόλις, σύντομες ιστορίες διατρέχει πενήντα περίπου χρόνια τους δρόμους της Αθήνας. Ξεκινά από το 2023 και καταβυθίζεται στο 1974.
Μια πορεία προς τα πίσω, ακριβώς όπως προς το παρελθόν και η ίδια η μνήμη συνηθίζει να ταξιδεύει.
Διαφορετικές εποχές, διαφορετικά και πρόσωπα που ενθυμούνται… Ή μήπως-και με πιο ακριβή διατύπωση- διαφορετικά είναι τα γεγονότα που ο ίδιος ο αφηγητής με διακριτικότητα ανασύρει από τις προσωπικές του αναμνήσεις και τις μοιράζεται μαζί μας;
Ξεκινώντας από ένα σημερινό ζευγάρι μιας κάποιας ηλικίας που διάνυσε τον κοινό του βίο πάντα διαχωρισμένο, μα και πάντα ενωμένο με μια λευκή κουρτίνα από γάζα, περνά στην εμπειρία ενός άνδρα που μπορεί πλέον ελεύθερα να χαρεί την εφαρμογή της επιλογής από τον ίδιο του φύλου που θα θέλει ανήκει, προχωρά στην αδιέξοδη συνύπαρξη της ηθικής ευθύνης με την συναισθηματική απελευθέρωση μιας γυναίκας που βλέπει τον γονιό της να πεθαίνει, τριγυρνά στη συνέχεια σε κεντρική πλατεία της πόλης για να περιγράψει τη σύγκρουση γενεών, κρυφοκοιτάζει τη φωτογραφία ενός ζευγαριού που κατάφερε να αρπάξει την έκρηξη ενός έρωτα ικανού να διεκδικήσει τη μονιμότητα, κοντοστέκεται σε στέκια των δρόμων που τους έχουν στερήσει το αποτύπωμα προηγούμενων εποχών, επαναστατεί ως πάλαι ποτέ νεαρός αμφισβητίας αντιδημοκρατικών πρακτικών και φτάνει στο τέλος να αναζητήσει το κέντρο ίσως της μνήμης του που δεν είναι άλλο παρά η σχέση με τη γυναίκα που τον έχει γεννήσει και που πλέον τον συντροφεύει ως φωτογραφία σε κομοδίνο.
Από την παραπάνω εξιστόρηση των κεντρικών ζητημάτων κάθε αφηγήματος, είναι νομίζω σαφές πως προσωπικά εγώ διάβασα τη συλλογή ως μια ιδιότυπα σπονδυλωτή νουβέλα και ομολογώ πως το αρχικό ξάφνιασμα της ανάγνωσης μετατράπηκε σε μια χαμηλόφωνη συζήτηση με τις προσωπικές μου αναμνήσεις.
Τελικά το παρελθόν του καθενός, πάντα θα έχει την ευκαιρία να διατηρεί την παρουσία του στο παρόν και πέρα από αυτό να μπορεί και να διεκδικεί τον ρόλο του αφηγητή κάθε μιας μικρής ατομικής ιστορίας που βέβαια αποτελεί μέρος και συστατικό της γενικότερης Ιστορίας. Η πόλη είναι μία, αλλά οι γειτονιές και οι γωνιές της πολλές.
Κλείνοντας ας υπογραμμίσω και την ευαισθησία της γραφής -η πεζογραφία δανείζεται τις καμπυλότητες της ποίησης:
« Μάνα μου. Μάνα μου. Μάνα μου.
Κάποτε η φωτογραφία μου κι εγώ θα ενωθούμε στο ίδιο σύννεφο. Εκεί δεν έχει ρυτίδες. Δεν έχει βάσανα, δεν έχει θλίψη.
Μπορεί να είσαι εκεί. Μπορεί και όχι. Το ξέρω πως θα με αγαπάς για πάντα. Σαν κουτάβι θες; Σαν κουτάβι.
Άμα αυτό σε κάνει χαρούμενη, ποιος είμαι εγώ για να σου χαλάσω το χατίρι;»
ΥΓ. Ιδιαίτερη μνεία και στο σχεδιασμό του εξωφύλλου -μια μαύρη γάτα που φεύγει λες από το περιθώριο του σχήματος του βιβλίου και χάνεται μέσα στις σελίδες που πρόκειται να διαβαστούν. Λέω πως συμβολίζει το αινιγματικό τώρα που θέλει να κουρνιάσει στη θαλπωρή μιας περασμένης βεβαιότητας.
(640 λέξεις)
https://www.periou.gr/manos-kontoleon-antonios-rousochatzakis-istories-apo-tin-athina-pou-fevgei-ao-ekdoseis/
Βάσια Τζανακάρη "Γεννιέται ο κόσμος"
Βάσια Τζανακάρη
«Γεννιέται ο κόσμος»
Αφήγημα
Εκδόσεις Καστανιώτη
Γράφει ο Μάνος Κοντολέων
Το αφήγημα «Γεννιέται ο κόσμος» είναι το πρώτο έργο της Βάσιας Τζανακάρη που διαβάζω.
Από το βιογραφικό της σημείωμα ενημερώνεται κανείς πως η ίδια έχει γράψει ακόμα δυο μυθιστορήματα, δυο συλλογές διηγημάτων και ένα βιβλίο για παιδιά, ενώ έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα, μα και ακόμα έχει μεταφράσει πολλά βιβλία, ενώ τα έργα της υπήρξαν υποψήφια για διάφορα βραβεία.
Η δική μου αυτή πρώτη επαφή με τη γραφή της υπήρξε ιδιαίτερα θετική, καθώς η πεζογραφική οντότητα του κειμένου έρχεται και ‘ακουμπά’ πάνω σε μια ποιητική περιγραφή συναισθημάτων.
«Δεν είχα δει ποτέ αστέρια και φεγγάρι απ΄το μπαλκόνι μου. Τα πορτοκαλί φώτα θαμπώνουν το βλέμμα, τα κτίρια γύρω είναι ψηλά, με φωτισμένα ρετιρέ, ρετιρέ πρώτο, δεύτερο, τελευταίο (καμιά φορά και δώμα), μπήγονται στην κοιλιά του ουρανού σαν χοάνες, καταπίνουν αστέρια, φεγγάρια, σύννεφα, χαμένα μπαλόνια, που φτάνουν στους υπονόμους και γίνονται βαρκούλες -λεία για αλιγάτορες αστικών μύθων» (σελ. 22)
Θέμα του αφηγήματος -που είναι δομημένο πάνω σε μικρά κεφάλαια και χωρισμένο βασικά σε τέσσερα μέρη, που το καθένα έχει το όνομα και μιας από της τέσσερεις εποχές του χρόνου- είναι η περιγραφή των ερωτικών συναισθημάτων που μια γυναίκα αισθάνεται για έναν άνδρα. Συναισθημάτων που γεννήθηκαν κάποια μέρα χειμώνα και με το τέλος του φθινοπώρου ολοκληρώνονται, μα και ετοιμάζονται να συνεχιστούν με μια νέα μορφή : «Θα έλεγε κανείς ότι ταξιδέψαμε παντού μαζί. Εγώ, που χάνω εύκολα την πίστη μου, σου λέω ότι φοβάμαι μήπως δεν έχει άλλο κόσμο να δούμε, κι εσύ, που είσαι ποτήρι μισογεμάτο, μου λες πως ο κόσμος δεν τελειώνει. Φυλάμε τα βήματά μας στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και συνεχίζουμε»
Η αφήγηση γίνεται από την πλευρά της γυναίκας και διαθέτει ένα συνεχόμενο τρόπο όρασης της καθημερινότητας όπου το απλό, συχνά και το τετριμμένο, αποκτά μια άλλη διάσταση -γίνεται σύμβολο επανεκκίνησης της εμπειρίας ζωής.
Γιατί αυτό που η Τζανακάκη προτείνει είναι η χρησιμοποίηση του ερωτικού πάθους ως μέθοδο επικοινωνίας με τον πολύτιμο άλλον, μα και μέσω αυτού με όλη τη Φύση.
Σε αυτή την ερωτική συνύπαρξη, ο άντρας είναι το πλάσμα εκείνο όπου άλλοτε θα υμνείται –«Είσαι κολόνα που γεμίζει το κενό», άλλοτε θαυμάζεται – «Ο μηρός σου ακουμπούσε στον γοφό μου κι εξαφάνιζε τα ρούχα μας», άλλοτε θα γίνεται ένα πολυσήμαντο παιχνιδάκι –«Έχεις ένα ζωάκι κάτω από το δέρμα σου, όλο τρέχει πέρα δώθε, εισαι η πελώρια ρόδα του σε σχήμα ψηλού άντρα»
Η Τζανακάκη με τη γραφή της μεταφέρει το ερωτικό συναίσθημα έτσι όπως μια γυναίκα το βιώνει, στο χώρο ενός ιδιότυπου ποιητικού συμβολισμού. Στην ουσία η γυναικεία φύση είναι αυτή που σχηματοποιεί την ανδρική ταυτότητα και της προσφέρει τη δυνατότητα να κυκλοφορεί μέσα σε καθημερινές συνθήκες χωρίς να χάνει -αντίθετα να εμπλουτίζει- τις ιδιότητές της. Ο άνδρας ως προστάτης, ως σύντροφος, ως συμπαραστάτης, ως μέντορας, ως δύναμη μα και ως αδυναμία.
Η ερωτική συνύπαρξη έχει στο συγκεκριμένο κείμενο τις αποχρώσεις ενός ουρανού που ενώ οι εποχές καθώς διαβαίνουν δείχνουν να επεμβαίνουν στην εικόνα του, στην ουσία εκείνος παραμένει κυρίαρχος και επόπτης των πάντων.
«Κρύφτηκα πίσω από τον φακό της μηχανής μου, ‘Έλα να σε βγάλω μια φωτογραφία, στάσου εκεί, στην άκρη’, και σκέφτηκα ότι στο σημείο που στάθηκες θα έπρεπε να μπει μια σημαία, αν όχι σημαία χώρας, έστω μια γαλάζια σημαία έγκρισης, καθαρότητας, ασφάλειας, μια σημαία ‘βουτήξτε άφοβα’, και τότε, μπροστά στα μάτια μου, ξεδιπλώθηκες ως τον ουρανό κι ανέμισες, κι εγώ, γεμάτη χαρά και περηφάνια, στάθηκε προσοχή και απαθανάτισα τη γαλανόλευκη έπαρσή σου».
Ιδιαίτερο κείμενο. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο όσο και απρόσμενα ρεαλιστικό. Πλούσιο σε ποικιλία λέξεων και ευέλικτο στον σχηματισμό εικόνων.
(590 λέξεις)
https://www.literature.gr/gennietai-o-kosmos-vasia-tzanakari-ekdoseis-kastanioti/
Subscribe to:
Posts (Atom)