23.6.25
Κωνσταντία Σωτηρίου «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ»
Κωνσταντία Σωτηρίου
«Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη
Κύπρια πεζογράφος της νέας γενιάς, η Κωνσταντία Σωτηρίου έχει ήδη κατακτήσει μια θέση ιδιαιτέρως αξιόλογη τόσο εντός των κύπριων πεζογράφων, όσο και των εκ του ελλαδικού χώρου προερχομένων συγγραφέων
Με το πέμπτο της αυτό βιβλίο επιβεβαιώνει κατά κάποιον τρόπο τους θεματικούς της άξονες, όπως και τη δόμηση των λογοτεχνικών της έργων.
Η Κύπρος του σχετικά πρόσφατου χθες είναι το πεδίο όπου η Σωτηρίου αναζητά τα θέματά της. Και μέσα από μια χαλαρή μυθιστορηματική εξιστόρηση επιχειρεί να φωτίσει την μετεξέλιξη της ταυτότητας ενός τόπου -από παλιούς μύθους και πολύπλοκες ιστορικές εξαρτήσεις, σε κοινωνικές αναταραχές, εθνικές διεκδικήσεις και οικονομικές ανατροπές.
Το νέο της αυτό μυθιστόρημα έχει ως ‘εναρκτήριο λάκτισμα’ τις πριν από μερικά χρόνια δολοφονίες αλλοδαπών γυναικών που είχαν πάει στην Κύπρο για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως οικιακοί βοηθοί.
Δολοφονίες που συντάραξαν την κοινή γνώμη και που έφεραν κατά κάποιο τρόπο στην επιφάνεια την κάπως ‘αγνοημένη’ άποψη πως το νησί είναι πλέον με πολλαπλούς τρόπους μέρος μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.
Οι ντόπιοι κάτοικοι από αγρότες και εργάτες -και μάλιστα κάτω από ένα αποικιοκρατικό ζυγό- έχουν μετατραπεί σε αστούς -πολίτες μιας ανεξάρτητης δημοκρατίας- και είναι αυτοί που τώρα πλέον μισθώνουν ξένο εργατικό δυναμικό για να φροντίσει τα ανήμπορα γονικά τους.
Μια υπέργηρη γυναίκα είναι η βασική αφηγήτρια αυτού του μυθιστορήματος. Ζει σε ένα χωριό μόνη. Η ανημποριά της λόγω γήρατος έχει αναγκάσει τα παιδιά της (που μένουν στην πόλη) να προσλάβουν μια Φιλιππινέζα να την προσέχει και να την συντροφεύει. Αλλά οι δυο γυναίκες δεν θα καταφέρουν να έχουν μια ουσιαστική επικοινωνία. Η ξένη με το βλέμμα στραμμένο στους δικούς της, η ντόπια με τη δική της παλιά καθημερινότητα - τη σκληρή ζωή που έζησε ως γυναίκα ανθρακωρύχου- να κλωθογυρίζει στις αναμνήσεις της.
Κι όμως κάτι τις ενώνει -είναι ο τόπος του παλιού ανθρακωρυχείου. Το μέρος που διέλυσε τα πνευμόνια των εργατών, μα και ο χώρος όπου θα έχουν βρεθεί τελικά τα πτώματα των εξαφανισμένων γυναικών.
Ένας κοινός τόπος μαρτυρίου του κάθε εργαζόμενου, που τελικά παίρνει τη θέση του μέσα στην ιστορία και τους μύθους του τόπου.
Και εδώ ακριβώς η Κωνσταντία Σωτηρίου επιβεβαιώνει την άποψη πως συγγραφικά την ενδιαφέρει να συνθέτει ιστορίες που με άνεση θα κυκλοφορούν ανάμεσα στα χρόνια. Στην ουσία μεταφέρει την Ιστορία προς τη μεριά των απλών ανθρώπων και έτσι φωτίζει το παρελθόν μέσα από τις αφηγήσεις μικρών ιστοριών. Γιατί βέβαια αυτό που ήταν και είναι ένας τόπος μόνο όσοι τον ζήσανε μπορούν να τον περιγράψουν.
Κάτι τέτοιο είχε επιτυχώς επιχειρήσει και με τα προηγούμενα έργα της, κάτι παρόμοιο συνθέτει και τώρα.
Αλλά οι ιστορίες υλοποιούνται με λέξεις. Με λέξεις και φράσεις ένας συγγραφέας σχηματίζει το απολύτως προσωπικό του αποτύπωμα.
Στην περίπτωση της Κωνσταντίας Σωτηρίου έχουμε να κάνουμε με μια γλώσσα που ξέρει να συνδυάζει παλιές δομές και ξεχασμένες λέξεις με την εξιστόρηση μιας σημερινής ιστορίας.
Η Κωνσταντία Σωτηρίου είναι ολοφάνερο πως δίπλα -αν όχι και παραπάνω- στην αναφορά του παρελθόντος της πατρίδας της, τοποθετεί το πάθος της για την γλωσσική υπόσταση των γραπτών της.
Συνδέει τις φράσεις μεταξύ τους με τέτοιον τρόπο που ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει την μουσικότητα που διακρίνει και την προφορική κυπριακή εκφορά του λόγου:
«…και μερικές φορές σκέφτομαι πως είμαι πολύ παλιά ακόμα και για να πεθάνω, ότι με ξέχασε εμένα ο χάρος σε τούτο το χωριό, ήρθε τόσες φορές ο χάρος σε τούτο το χωριό, που βαρέθηκε να έρθει ξανά και με έχει ξεχάσει, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, έλεγε η μάνα μου, κι έκανε στον αέρα τον αόρατο σταυρό, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Χαζομάρες και βλακείες, οι πεθαμένοι μένουν πάντα με τους ζωντανούς και τους στοιχειώνουν μέχρι να τους πάρουν κι αυτούς κοντά τους, αν έμαθα κάτι από τη ζωή μου, είναι αυτό» (σελ. 21)
«Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο που αποφεύγει μια κλασική μυθιστορηματική αφήγηση, χρησιμοποιεί στοιχεία ιστορικής και λαογραφικής έρευνας, φέρνει κοντά ανθρώπους με διαφορετικές καταβολές, τελικά πείθει πως ότι υπήρξε συνεχίζει να υπάρχει, φτάνει μοναχά κάποιος να τολμά όχι μόνο να μην το λησμονεί, αλλά και να το ανασκαλεύει.
(680 λέξεις)
https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/23259-i-kefali-tou-tsatsgouerth-tis-konstantias-sotiriou-kritiki-mythistorima-me-stoixeia-istorikis-kai-laografikis-erevnas
14.6.25
Μιχάλης Μοδινός «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας»
Μιχάλης Μοδινός
«Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας»
Διηγήματα
Εκδόσεις Καστανιώτη
Ο Μιχάλης Μοδινός (Αθήνα 1950) είναι χαρακτηριστική περίπτωση λογοτέχνη όπου το έργο του και η επαγγελματική του ενασχόληση παρουσιάζουν μια αλληλοεπίδραση.
Ο ίδιος είναι θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, ενώ και εργάστηκε ως περιβαλλοντολόγος και μηχανικός σε πολλά μέρη όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και άλλων Ηπείρων.
Έχει κατά καιρούς συνεργαστεί με σχετικούς διεθνείς οργανισμούς, έχει διδάξει σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, διεύθυνε ερευνητικά σε σχέση με τα ενδιαφέροντά του Ινστιτούτα, μα και ίδρυσε περιοδικό σχετικό με την Οικολογία.
Παράλληλα δε με το συγγραφικό του έργο, γράφει εμπεριστατωμένες κριτικές για έργα ξένων συγγραφέων και καταθέτει τις πάντα ενημερωμένες απόψεις του για την σύγχρονη παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή.
Το βιογραφικό του περιγράφει στην ουσία μια ιδιότυπη persona ενός ανθρώπου όπου οι πνευματικές και καλλιτεχνικές του ενασχολήσεις συνοδοιπορούν με μια εντελώς σύγχρονη καριέρα συνεργασίας με Διεθνείς και Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς.
Αυτή την συνοδοιπορία πολύ συχνά θα τη συναντήσουμε και στα βιβλία του.
Ο Μιχάλης Μοδινός ως πεζογράφος παρουσιάζεται το 2005 (έχουν προηγηθεί βιβλία του και συμμετοχές και συλλογικές εκδόσεις με θέματα γύρω από τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα) και όλα τα πρώτα του έργα ανήκουν στο είδος του μυθιστορήματος.
Μόνο με τα δυο πλέον πρόσφατα -ανάμεσα τους και το «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας»- χρησιμοποιεί τη φόρμα του διηγήματος.
Αλλά ακόμα και μέσα στα στενά αφηγηματικά όρια ενός διηγήματος, ο Μοδινός δείχνει πως θέλει να περιγράφει ότι τον περιβάλλει (ανθρώπους και τόπους) με μια διάθεση σύνδεσης του μέρους με το όλο.
Έτσι, λοιπόν, πολύ συχνά κάποιος από τους ήρωες του αναφέρεται στο εγώ του, περιγράφοντας το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται.
«Κι εγώ δεν λέω καλημέρα παρά μόνο στον κύριο Ζαχαρία που ‘χει τα ψιλικά στη γωνία. Και να σου πω και κάτι άλλο; Ακόμα και οι ελάχιστες εκείνες κριτικές φωνές που υπήρχαν παλιά έχουν σιγήσει στις μέρες μας. Ο αστισμός θριάμβευσε τελεσίδικα. Στη μεταμοντέρνα εποχή μας το να τρως σκατά στον κλεινόν άστυ και να προσποιείσαι ότι δρέπεις τα αγαθά της πρωτεύουσας έγινε must» (σελ. 83)
Αλλά και ξεφεύγοντας από τη σύνδεση ατόμου με κοινωνικά φαινόμενα και αναζητώντας να διερευνήσει τις αποχρώσεις συναισθημάτων, πάλι παρόμοιες αντιστοιχίσεις επιχειρεί:
«Το βλέμμα της ήταν χαμένα στις εύπλαστες σκιές της νύχτας. Άγγιξε με το χέρι το λεκανοπέδιο περιμετρικά. ‘Αυτό το συνονθύλευμα ομορφαίνει με το σούρουπο’, είπε. ‘Την αγαπώ αυτή την πόλη ακριβώς γι αυτό τον λόγο -για την προσδοκία της νύχτας
‘Κι όμως, στις μέρες μας, η νύχτα δεν ανακουφίζει τα σώματα’, είπα εγώ» (σελ. 133)
Συνήθως πρωτοπρόσωπες οι αφηγήσεις. Και συνήθως είναι άντρες αυτοί που θα αφηγηθούν την κάθε ιστορία. Αλλά ακόμα κι όταν το νήμα της εξιστόρησης το παίρνει γυναικεία φωνή, η αντρική παρουσία ρίχνει τη σκιά της.
«Δεν ξέρω αν έχει ερευνηθεί επαρκώς η επίδραση του χώρου στον ανθρώπινο ψυχισμό. Όταν ήμουν ακόμα στο δημοτικό, ο πατέρας μου έλεγε πως ήδη από τον καιρό του Ιπποκράτη γινόταν προσπάθεια να αποδοθεί στη φυσιογνωμία του τοπίου ο χαρακτήρας των ανθρώπων. Οι Σπαρτιάτες είναι έτσι, οι Μακεδόνες αλλιώς, οι Θεσσαλοί αλλιώτικα». (σελ. 152)
Η γραφή του Μοδινού είναι συχνά εκκεντρική, συχνά κοσμοπολίτικη, πάντα με ένα ιδιαίτερο πλούτο λέξεων και εκφράσεων* κάποιες φορές μπορεί να επιζητά ακόμα και να προκαλεί με τον εστετισμό της. Η ματιά του θέλει -και ξέρει- να ξεχωρίζει το αρσενικό από το θηλυκό, οπότε και γι αυτό με ευστοχία περιγράφει τις συμπεριφορές ανάλογα με το φύλο. Μα κεντρικό του στίγμα η πολιτική διάσταση και μέσα σε αυτό το πλαίσιο και οι επισημάνσεις του.
Τα διηγήματα της συλλογής είναι 16 και σε όλα ο Μοδινός έχει αφήσει ένα η και περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς και των ενδιαφερόντων του -παγκοσμίου κύρους συγγραφείς καθορίζουν τη δράση, αλλά και οι ίδιοι πρωταγωνιστούν ή και προσφέρουν τον τίτλο* εντυπωσιακές γυναίκες ξεδιπλώνουν μαζί με την θηλυκότητά τους και τις γνώσεις τους πάνω σε σύγχρονα ζητήματα* οι ερωτικές συνευρέσεις διαθέτουν έντονο πάθος, αλλά περιγράφονται με αρσενική διακριτικότητα* μια κοσμοπολίτικη διάθεση πλανιέται μόνιμα που όμως δεν εμποδίζει να δηλώνει το παρόν της και το όργιο της ορεινής Φύσης* σχολιασμοί της πολιτικής επικαιρότητας των τελευταίων δεκαετιών ευθαρσώς υποστηρίζονται. Και βέβαια η καλά χωνεμένη γνώση της ξένης λογοτεχνίας δεν έχει καμιά διάθεση να παραμείνει αφανής.
Τελικά -κεντρικό ερώτημα- ποιο είναι το θέμα που διαπερνά όλα τα διηγήματα και που τους έδωσε την ευκαιρία να συνυπάρχουν μέσα στην ίδια συλλογή;
Ο ίδιος ο συγγραφέας, στη σημείωση της τελευταία σελίδας ξεκαθαρίζει πως το καθένα γράφτηκε και σε μια άλλη χρονική στιγμή, κάποια έχουν κάπου δημοσιευθεί, κάποια είναι μέρη άλλων πλατύτερων έργων, άλλα είναι πρώτη τους φορά που φορά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση την απάντηση τη δίνουν κάποιες φράσεις στη σελίδα 97: «Ως συναισθηματική λειτουργία η μνήμη μάλλον δεν έχει μεγάλη σχέση με την αλήθεια. Χαρίζει ωστόσο πεταρίσματα ευτυχίας με τη μορφή ελεύθερων συνειρμών -υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα ΄χεις πετάξει στη χωματερή της ζωής σου μύρια όσα άλλα».
Ο Μιχάλης Μοδινός -ένας ακόμα από τους έλληνες συγγραφείς της γενιάς του- προσφέρει στον αναγνώστη το καταστάλαγμα μιας πορείας εβδομήντα και βάλε χρόνων, την ίδια στιγμή που ο ίδιος επιχειρεί να γεφυρώσει τη δράση της νεότητας με τον αναστεναγμό της βιολογικής ωριμότητας.
Η λογοτεχνία βοηθά να ενορχηστρώσει κανείς τέτοια παιχνίδια… Ή και συμπτώσεις που μόνο σε μάγια μπορούν αν αποδοθούν.
(*60 λέξεις)
Βιβλιοδρόμιο, 14.6.2025
1.6.25
Μαρία Σκαμάγκα «Ο πολύγραφος ή το καλοκαίρι των ηρώων»
Μαρία Σκαμάγκα
«Ο πολύγραφος ή το καλοκαίρι των ηρώων»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Η λογοτεχνία για παιδιά έχει μια δομική ιδιομορφία. Αν και γράφεται με στόχο να διαβαστεί από αναγνώστες που είναι κάπου ανάμεσα στα οχτώ με δώδεκα χρόνια τους, εντούτοις γράφεται από άτομα που έχουν περάσει τουλάχιστον στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους -τις περισσότερες φορές δε είναι αρκετά πάνω από τα τριάντα τόσα τους χρόνια.
Στην ιδιομορφία αυτή ελλοχεύει ένας κίνδυνος. Ο ενήλικος συγγραφέας για να γράψει μια ιστορία που πέρα από την αναγκαίες γνώσεις για το πως θεμελιώνεται και ολοκληρώνεται στη συνέχεια μια αφήγηση και πως ξεδιπλώνονται οι εσωτερικές διακυμάνσεις των ηρώων (γνώσεις και τεχνικές που αναγκαστικά είναι στοιχεία ενήλικης εμπειρίας), θα πρέπει και να ‘διαφεύγει’ από την ενήλικη σκέψη του και να αναζητά την επανασύνδεση του με τον τρόπο που ο ίδιος βίωνε τις εμπειρίες του τα χρόνια που ήταν παιδί.
Αν αποδεχτούμε αυτήν την συγγραφική ιδιομορφία της ‘ενήλικης παιδικότητας’ τότε θα μπορούμε να έχουμε σχηματίσει το κεντρικό συγγραφικό προσόν που πρέπει να διαθέτει αυτός που αποφασίζει να γράψει ένα λογοτεχνικό αφήγημα προορισμένο -εκδοτικά τουλάχιστον- να διαβαστεί από παιδιά.
Αλλά αυτόματα τίθεται ένας άλλος προβληματισμός. Μπορεί ο ενήλικος δημιουργός επιστρατεύοντας την δική του παιδικότητα να περιγράψει την αντίστοιχη ενός ατόμου που ζει σε μιαν άλλη εποχή -τουλάχιστον μετά από είκοσι αν όχι και περισσότερα χρόνια;
Τα μυθιστορήματα που κυκλοφορούν και στα οποία οι προέφηβοι ή και έφηβοι ήρωες ζούνε στο σήμερα και σε σημερινά προβλήματα και ερεθίσματα αντιδρούν, είναι πολλά (αν και κάποτε ήταν περισσότερα) και από αυτά δεν είναι δύσκολα κανείς να αποφασίσει πως ανάμεσά τους υπάρχουν και κάποια πολύ καλά.
Παρόλα αυτά ο κίνδυνος ο συγγραφέας να περιγράφει την σημερινή εποχή με συνθήκες που επικρατούσαν στη δική του, πάντα υπάρχει και πολύ συχνά επεμβαίνει σε βάρος της σχέσης κειμένου με αναγνώστη.
Άλλοτε πάλι, η προσπάθεια του συγγραφέα να συντονίσει τη γραφή του με τον τρόπο ζωής και αντίδρασης ενός σημερινού προεφήβου, τον οδηγεί σε άκαιρες και ακραίες χρήσεις της γλώσσας ή και αντικειμένων που ο ίδιος ως παιδί δεν γνώριζε, ενώ οι σημερινοί αναγνώστες του είναι ιδιαιτέρως με αυτά εξοικειωμένοι.
Θα έλεγα πως ο ασφαλέστερος και σίγουρα ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος να περιγράψει ένας ενήλικος τον τρόπο αντίδρασης ενός παιδιού είναι να αφήσει την δική του παιδικότητα με εμπιστοσύνη να συνομιλήσει με την παιδικότητα ενός σημερινού παιδιού.
Τα ενδύματα, τα αντικείμενα, οι εξωτερικές συνθήκες σίγουρα διαφοροποιούνται, αλλά ο τρόπος όλα αυτά να ξαφνιάζουν τη ματιά ενός παιδιού παραμένει πάντα ο ίδιος.
Θέλω, στη σημείο αυτό, να διευκρινίσω πως όλες οι παραπάνω σκέψεις μου έχουν να κάνουν με πλατιές λογοτεχνικές αφηγήσεις ή με άλλα λόγια με αφηγήσεις όπου σχεδόν το μόνο στοιχείο που τις υλοποιεί είναι ο λόγος. Αν στραφούμε προς μια διαφορετική κατηγορία παιδικών αναγνωσμάτων -αναφέρομαι στα εικονογραφημένα βιβλία ή και στα εικονοβιβλία- τότε άλλοι είναι οι τρόποι με τους οποίους επιτυγχάνεται η συμπόρευση ενήλικης και ανήλικης ματιάς, με άλλους τρόπους υλοποιείται η ενήλική παιδικότητα.
Αλλά δεν είναι αυτό ένα θέμα που αφορά το σημείωμα αυτό, μιας και όλα τα παραπάνω τα κατέγραψα μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος της Μαρίας Σκαμάγκα «Ο πολύγραφος ή το καλοκαίρι των ηρώων» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Η Μαρία Σκαμάγκα ασχολείται με την μετάφραση, έχει δημοσιεύσει κάποια διηγήματα για ενήλικες και ‘Ο πολύγραφος’ είναι το δεύτερο βιβλίο για παιδιά που η ίδια έχει γράψει.
Στο βιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στην έκδοση, διαβάζουμε πως έχει γεννηθεί στην Αθήνα το 1970.
Τα δυο αγόρια -κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας- πρέπει την ίδια περίοδο να είχαν γεννηθεί μια και οι γονείς τους ήταν τέκνα ανθρώπων που έζησαν και πολέμησαν τα χρόνια του Εμφύλιου.
Χώρος όπου τα γεγονότα διαδραματίζονται ένα νησί (που δεν κατονομάζεται) και ο μυθιστορηματικός χρόνος ένα καλοκαίρι όλο κι όλο.
Ποια χρονιά; Μάλλον τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 -η Μαρία Σκαμάγκα δεν ορίζει χρονολογίες, αφήνει να τις υποψιαστούμε από τις αντιδράσεις των ηρώων της.
Ένα καλοκαίρι διακοπών σε χωριό όπου μόνο δυο αγόρια ζούνε -το ένα έχει έρθει για μόνιμη εγκατάσταση, το άλλο για να περάσει τις διακοπές του στο σπίτι της χήρας γιαγιάς του.
Καθημερινές στιγμές καλοκαιρινής αγορίστικης συντροφιάς -παιχνίδια, εξερευνήσεις, αναγνώσματα… Και η προσπάθεια να κατασκευαστεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου που θα μετατρέψει τη καθημερινή ρουτίνα σε κάτι το πλέον ενδιαφέρον.
Μα στο νησί και στους ανθρώπους του -μια μικρή κοινωνία που δεν έχει ολότελα συντονιστεί με τις εξελίξεις της υπόλοιπης χώρας- τα γεγονότα του εμφύλιου σπαραγμού παραμένουν κατά κάποιο τρόπο ζωντανά και έτσι η περιπέτεια που τα δυο παιδιά επιζητούν να κατασκευάσουν πολύ εύκολα γίνεται μια πραγματικότητα που θα έρθει να φωτίσει το παρελθόν που οι ενήλικες τους αποσιωπούν και που παράλληλα θα τους προσφέρει την ώθηση να περάσουν από την παιδική ηλικία στην εφηβεία.
Ειλικρινής αφήγηση -ένα από τα δυο παιδιά αφηγείται την ιστορία. Αλλά σε χρόνο παρελθόντα. Χωρίς να δηλώνεται, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως ο αφηγητής είναι πλέον ενήλικος. Αλλά είναι ένας αφηγητής που διατηρεί την ενήλικη παιδικότητά του.
Κι έτσι από τη μια περιγράφει τις αποφάσεις των παιδιών: «Μια τέτοια μέρα ξεκινήσαμε με τον Λεωνίδα να βρούμε τη σπηλιά του θείου Σαράντου. Με κάτι κιάλα του μπαμπά του Λεωνίδα πιο μεγάλα απ΄ το κεφάλι μας, που μας βάραιναν και τα περνούσαμε εκ περιτροπής στον λαιμό μας, σακίδια στην πλάτη όπου κουβαλούσαμε τις προμήθειές μας: τετράδια και μολύβια για σχεδιασμό χάρτη και καταγραφή των ευρημάτων μας…»
Και από την άλλη περιγράφει το τοπίο: «Το μονοπάτι το ανιχνεύαμε βήμα το βήμα, κλεισμένο μέσα σε δάσος από βελανιδιές, ψηλούς άργιους, που πρόσφεραν τους κορμούς τους παρηγοριά στην τυφλή πορεία μας».
Ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει άλλο κείμενο της Μαρίας Σκαμάγκα. Αυτό ήταν το πρώτο και θεωρώ πως έχει μια ολοκληρωμένη λογοτεχνική υπόσταση καθώς μπορεί να κερδίσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον ενός ενήλικα (κάτι που συνέβη σε μένα), αλλά παράλληλα έχει και όλα τα εφόδια να προκαλέσει μια θετική αναγνωστική εμπειρία σε ένα μεγάλο παιδί ή και έφηβο που του αρέσει να μυείται στα μυστικά της ποιοτικής γραφής.
https://www.hartismag.gr/hartis-78/hartaki/to-kalokairi-ton-irwon
(970 λέξεις)
Subscribe to:
Posts (Atom)