8.10.25

Η Έρικα Αθανασίου για το 'Κόντρα ρόλος' στο fractal

Με όμορφες εικόνες ξεκινάει o Μάνος Κοντολέων το τελευταίο του μυθιστόρημα «Κόντρα Ρόλος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Και οι ωραίες εικόνες συνεχίζουν να ακολουθούν την αφήγηση, καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται και αυτό που φαίνεται αρχικά να είναι ένας αποχαιρετισμός ενός ηλικιωμένου στον έρωτα, καταλήγει σε μια ιστορία όπου ο έρωτας κυριαρχεί. «Ο ίσκιος από τα φύλλα της μανόλιας σε παραπλανά, σαν τις απρόσμενες στάλες μιας βρύσης που νόμιζες πως καλά την έχεις σφίξει». Ένα δέντρο «που ποτέ δεν επέλεξε να φυτέψει, μα που έχει βρεθεί να τον συντροφεύει... Πλέον. Αλήθεια, πόσων χρονών να είναι αυτή η μανόλια;» Η αρχή της αφήγησης αποπνέει τη μελαγχολία του ηλικιωμένου άντρα που νιώθει ότι η ζωή τον αφήνει στο περιθώριο και είναι θέμα αξιοπρέπειας να αποσυρθεί από μόνος του. Ακόμα και η προσπάθεια να ανατρέξει στη ζωή του και να γράψει για αυτήν τον κάνει να μετανιώνει «που αθέτησε ότι εδώ και αρκετό καιρό τώρα έχει αποφασίσει - να μην ασχολείται με τις λέξεις που μετράνε τον χρόνο». Δυο ηλικιωμένοι, αποτραβηγμένοι σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη, συζητάνε για τον έρωτα με αναφορές και στην παγκόσμια λογοτεχνία. «Ανάλαφρες όσο και ανιαρές συζητήσεις αντρών τρίτης ηλικίας». Ανάλαφρες, όχι όμως και τόσο ανιαρές, καθώς μέσα από τη συζήτηση με τον φίλο του γιατρό αναδεικνύεται ο χαρακτήρας του Λάμπρου Αρνή, επιτυχημένου κριτικού θεάτρου και θεατρικού παραγωγού, που παρέδωσε όμως τη σκυτάλη, θεωρώντας ότι είναι καλύτερο να γερνάει κανείς με αξιοπρέπεια. Ο συγγραφέας παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ιστορία που εμπλέκει στις γραμμές της την ποίηση αλλά και τον θεατρικό λόγο, καθώς οι ήρωες δανείζονται χαρακτηριστικά από τους πρωταγωνιστές της Φαίδρας του Ρακίνα. «Ακόμα και με την απαγγελία ενός μενού μπορείς να φλερτάρεις. Δε χρειάζεσαι ποιήματα…» Τους βασικούς ρόλους μοιράζονται ο Λάμπρος Αρνής, ο οποίος βαδίζει προς τη δεκαετία των 80 χρόνων του, έχοντας δίπλα του την κατά τριάντα χρόνια νεότερη σύντροφό του, Αντρίνα Λεμονή, διάσημη ταλαντούχα ηθοποιό. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι η Αντρίνα οφείλει την καριέρα της στη σχέση της με τον ήδη πετυχημένο Λάμπρο Αρνή. Μια καριέρα όμως που στηρίχτηκε στο δικό της ταλέντο, ενώ ξεφεύγει από το πρότυπο της γυναίκας που αδιαφορεί για τον σύντροφο, καθώς η διαφορά ηλικίας γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής «…τις γυναίκες τις συναρπάζουν περισσότερο οι άντρες με πνευματικό σφρίγος παρά εκείνοι με σφρίγος στους κοιλιακούς και σε άλλους μυς….». Πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει και ο Πασκάλ Ομάν, ένας γοητευτικός άντρας, τυχοδιώκτης φωτογράφος, που εμφανίζεται ξαφνικά στις ζωές του ζευγαριού, διαταράσσοντας τις δύσκολα κερδισμένες ισορροπίες. «Ότι φωτογράφιζε ήταν αυτό που υπήρχε και που οι άλλοι δεν το βλέπανε...τα κλαριά της μανόλιας έτσι όπως δραπετεύουν από την αγκαλιά της μάντρας τον προκαλούν να τα προσέξει κι αυτά. Οικία οικογένειας με ριζικό σύστημα». Ο συγγραφέας παίζει με το διπλό νόημα των λέξεων αλλά και με το όνομα του Πασκάλ ή Πασχάλη, ο οποίος αναζητώντας την ταυτότητά του θα καταλήξει στο Πασχάλ. Και τελευταία πρωταγωνίστρια η Σιμόν, που έχει ήδη αποσυρθεί από την ιστορία όταν αυτή ξεκινάει, παραμένοντας όμως πάντα παρούσα, μέσα από τα ίχνη της. Ίχνη στην άμμο, όπως το υλικό που χρησιμοποιούσε συχνά για τα κεραμικά της. Όπως ένα ξεχωριστό πρες παπιέ που έφτιαξε, ένα αντικείμενο που θα καταλήξει αμφίβολο δώρο. Γύρω από τους βασικούς ήρωες υπάρχουν και οι δευτεραγωνιστές που βρίσκονται όμως στη σκηνή μόνο για να αναδειχτεί καλύτερα ο χαρακτήρας των πρωταγωνιστών. Η ιστορία εκτυλίσσεται καθώς η Αντρίνα προετοιμάζεται για τον ρόλο της Φαίδρας και συνεχίζει μέχρι την πρεμιέρα και το τέλος των παραστάσεων που θα φέρει αλλαγές στις ζωές όλων, ενώ μια παλιά ιστορία επαναλαμβάνεται αλλάζοντας τους ρόλους των πρωταγωνιστών. «Θα είμαι κι εγώ στην πρεμιέρα», θα στείλει μήνυμα στην Αντρίνα, ο Λάμπρος Αρνής, που έχει επιλέξει να παραμείνει και μετά το πέρας του καλοκαιριού στην εξοχική κατοικία. «Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι καλό είναι να προφυλάσσονται. Ποικιλοτρόπως». Μια ιστορία που έχει επαναληφθεί πολλές φορές στην παγκόσμια λογοτεχνία, στο θέατρο αλλά μπορεί πάντα να δώσει νέες ερμηνείες, καθώς οι πρωταγωνιστές αλλάζουν και μπορεί να αναγκαστούν σε κάποιον «Κόντρα Ρόλο». Κι ο Μάνος Κοντολέων, παίρνει μια ιστορία πολυπαιγμένη στους αιώνες και της δίνει μια νέα πνοή, καθώς οι ήρωές του με φόντο την Ακρόπολη κάνουν τις δικές τους επιλογές. Έναν αισθησιακό ερωτισμό αποπνέει το μυθιστόρημα και μένουν μετά το διάβασμα εικόνες που δεν το περιμένεις. «Δάχτυλα που αλώβητα είχαν διανύσει πεδιάδες, ασφαλτοστρωμένες οδούς και βρεγμένα ακρογιάλια. Μπορούσε να εμπιστευθείς την αρρενωπή πείρα τους». Αργόσυρτο το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, καθώς θέτονται οι βάσεις της ιστορίας, αποκτά έναν ρυθμό όλο και πιο γρήγορο στα δεύτερο, τρίτο και τέταρτο μέρος και φτάνοντας στο πέμπτο η ιστορία καθυστερεί και πάλι βαδίζοντας προς το τέλος. Ο Λάμπρος Αρνής θα προσπαθήσει να κατανοήσει παλιά και νέα γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή του, μπαίνοντας αυθόρμητα σε ένα καράβι, παραμονή Χριστουγέννων. «Μα ταξιδεύει κανείς προς προορισμό που πλέον δεν υπάρχει;»

7.10.25

Κόντρα ρόλος -στην Καθημερινή της Κυριακής

Στη θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος, ο σκηνογράφος θα χρησιμοποιήσει μανόλιες. Η μισερή σκιά του φυτού, που ενδημεί στην αυλή του πετρόκτιστου αρχοντικού, στην κωμόπολη όπου έχει βρει καταφύγιο ο ογδοντάχρονος θεατρικός κριτικός Λάμπρος Αρνής, θα αναδείξει την «υπενθύμιση πως η απόλυτη προστασία δεν προσφέρεται, μιας και μήτε υπάρχει». «Αυτό, στα χέρια του οποίου βρισκόμαστε, είναι η μη προστασία» (μτφρ. Α. Βαχλιώτης, Πόλις, 2013) δηλώνει ο Μίκι Σάμπαθ, στο εμβληματικό έργο του Φίλιπ Ροθ. Το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων συνδιαλέγεται όμως, πρωτίστως, με τη «Φαίδρα» του Ρακίνα. Ο Αρνής, ως άλλος Θησέας, αναμετριέται με το γήρας και τη μνήμη. Στην πορεία θα κάνει την εμφάνισή του και ο Ιππόλυτος του έργου, ο Πασκάλ, γιος του Αρνή από έναν έρωτα της νιότης του, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε. Η Αντρίνα Αρνή, η κατά σαράντα χρόνια νεότερη σύζυγός του, θα παίξει, ούσα ηθοποιός, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τον ρόλο της Φαίδρας. Μελοδραματισμοί Η αφετηρία του βιβλίου είναι ομολογουμένως γοητευτική: η απόσυρση του καταξιωμένου κριτικού σκιαγραφείται όχι απλώς ως βιολογική φθορά, αλλά ως πάλη απέναντι στις αναπόδραστες μεταμορφώσεις τέχνης και ζωής. Ωστόσο, η αφήγηση γρήγορα διολισθαίνει στον μελοδραματισμό. Αντί να πειθαρχήσει στο υλικό του, ο συγγραφέας εγκλωβίζεται σε μια λυρική αυταπάτη. Το συναίσθημα κυριεύει τον ρυθμό, υποσκάπτοντας σε ένα δεύτερο επίπεδο και την αξιοπιστία του εγνωσμένου κύρους ήρωα. Το κείμενο στερείται έτσι τη δύναμη της ειρωνείας, που θα υπογράμμιζε την απόσταση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι του βίου. σοβαροφανές-προσωπείο «Ο Λάμπρος Αρνής τις μέρες με έντονη ομίχλη θα επιχειρεί να μεταφέρει στη γαλλική γλώσσα στίχους του Καρούζου». Οπως και «άσκοπα περπατώντας ανάμεσα στους δρόμους της αριστερής όχθης και καπνίζοντας Gitanes στα μπιστρό, αναζητώντας συνεχώς νέες υπόγειες διαδρομές του μετρό». Ή ακόμη: «Αναζητώντας παλιές εκδόσεις στα κιόσκια εκεί στις όχθες του Σηκουάνα». Και ποιος δεν θα ζήλευε έναν Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε για το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η «παριζιάνικη αύρα», το «μπλε μπερεδάκι» που γίνεται «πάντα μονόχρωμη τραγιάσκα», οι αναφορές στον Ταρκόφσκι και στη «γοητεία της ανέμελης επιμόρφωσης» των θερινών σινεμά, μετά την επιστροφή στην Αθήνα. Επιφανειακές πινελιές που προσδίδουν στον ήρωα επίπλαστο πολιτισμικό κύρος αντί στιβαρότητα χαρακτήρα. Αντίστοιχα, οι λυρικές εξάρσεις («η σκιά μου θα είναι το μόνο από μένα που θα μείνει») ή οι σπαραξικάρδιες αποκηρύξεις της παλιάς ερωμένης του Αρνή («γιατί δεν ήθελα να ακούσω ποτέ πια το Ne me quitte pas σε γωνιές του Παρισιού…») επιτείνουν το μελοδραματικό βάρος, αμαυρώνοντας το όποιο ουσιαστικό εσωτερικό δράμα αφήνουν να φανεί κάποια εύτακτα διαλογικά σημεία. Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο ασύμμετρο, που δύσκολα αντέχει δεύτερη ανάγνωση. Οι εικόνες μοιάζουν παράταιρες, δάνειες· η σύνθεση υποβιβάζεται σε παραλλαγή γνώριμων μοτίβων. Το μυθιστόρημα παγιδεύεται σε ένα σοβαροφανές προσωπείο. Ο Κοντολέων επιχειρεί να παρουσιάσει έναν ώριμο ήρωα με υπαρξιακές αγωνίες που συναντά κανείς σε αντίστοιχους πρωταγωνιστές του Ροθ. Ομως, αντί να ψηλαφήσει το κωμικό που στοιχειοθετεί την τραγωδία προτάσσει έναν κίβδηλο στωικισμό, διάστικτο από αποφθέγματα του συρμού: «Παγίδα για το σώμα της νεότητας ο έρωτας· παγίδα για το σώμα του γήρατος ο θάνατος». Ο Αρνής καταλήγει χωλό αντίγραφο, νόθα ατομικότητα, και το έργο συρρικνώνεται σε μια διεκπεραιωτική προφάνεια του ορατού· στην πράξη, διαβάζεται σαν ήδη χιλιοειπωμένο. Κορύφωση και κατάρρευση Το «Κόντρα ρόλος» είναι το κατεξοχήν έργο που θα κέρδιζε τα μάλα εάν ισορροπούσε ανάμεσα στη στοχαστικότητα και στην εξιλεωτική σαγήνη του ιλαροτραγικού. Δυστυχώς, η μειλίχια αισθηματικότητα ακυρώνει κάθε ίχνος του αναγκαίου για τον συγκεκριμένο μύθο αυτοσαρκασμού. Μετά τη μέση, όταν η πλοκή πλησιάζει την κορύφωσή της, οι χονδροειδείς προοικονομίες του έρωτα της Αντρίνας για τον Πασκάλ, όπως και η άκαιρη επιλογή «ο ερμηνευτής να γίνει υποχείριο του ερμηνευόμενου» –η μοιχαλίδα ερωτοτροπεί με ατάκες της Φαίδρας–, δυναμιτίζουν και τα τελευταία υποστυλώματα μυθοπλαστικής συνέπειας. Αντί για μια δόκιμη αναμέτρηση με το γήρας, τον έρωτα και την τέχνη, ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ψιμυθιωμένη κατασκευή. Και αυτό, τελικά, είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα ενός έργου που αποπειράται να μιλήσει για την αυλαία της ζωής, αλλά δεν καταφέρνει να την υψώσει πέρα από το προσωπείο της. Δημήτρης Ζωγραφάκης Καθημερινή της Κυριακής, 5/10/2026

4.10.25

Patrick Modiano «Η χορεύτρια»

Patrick Modiano «Η χορεύτρια» Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης Εκδόσεις Πόλις ‘Ωστόσο κάποιες λεπτομέρειες παραμένουν ζωντανές. Θα ‘πρεπε να τις καταγράψει κανείς, αν και θα ‘ταν πολύ δύσκολο να τηρηθεί η χρονολογική σειρά. Ο χρόνος που θόλωσε τα πρόσωπα, έσβησε και τα σημάδια αναφοράς. Μένουν κάποια κομμάτια του παζλ που δε θα ενωθούν ποτέ’. (σελ. 7) Ο Patrick Modiano (Nobel Λογοτεχνίας 2014) για μια ακόμα φορά και με αυτή την τελευταία του νουβέλα αναζητά τη σύνδεση της μνήμης με το παρελθόν, όσο και το παρόν, αλλά και το πως αυτό που θυμάται -όπως και όσο το θυμάται- καθορίζει το μέλλον του. Πολυγραφότατος πεζογράφος -περίπου 32 είναι τα βιβλία που έχει εκδώσει- είχε τιμηθεί στην πατρίδα του με σημαντικά βραβεία, αλλά στο παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό έγινε γνωστός μετά την βράβευσή του με το Noble Λογοτεχνίας. Και είναι γεγονός πως η βράβευση αυτή ξάφνιασε μιας και το έργο του ακολουθεί μια εντελώς δική του πορεία ανίχνευσης της σχέσης ατομικής μνήμης με τον χρόνο, στο χώρο όχι μόνο των προσωπικών βιωμάτων αλλά και των κοινωνικών / πολιτικών συνθηκών. Οι μνήμες είναι ρευστές, αποσπασματικές -αυτή είναι η γοητεία της ατομικότητας, αλλά και το δράμα της. Το ρευστό δημιουργεί τη μοναδικότητα του ατόμου, αλλά παράλληλα αυτό το άτομο έχει ανάγκη και να στηρίζεται κάπου. Για τον Modiano στήριγμα είναι ο τόπος* οι δρόμοι, τα πάρκα, τα οικοδομήματα. Σε αυτό, όσο μένουν αναλλοίωτα, πάνω τους μπορεί να ανασυνθέσει το παρελθόν του- ‘Στο τέλος πείστηκα κι εγώ πως είμαστε εμείς, γιατί οι ίδιες περιστάσεις, τα ίδια βήματα, οι ίδιες κινήσεις επαναλαμβάνονται εσαεί. Και δεν χάνονται, αλλά είναι γραμμένα ανεξίτηλα στα πεζοδρόμια, στους τοίχους και στις εισόδους των σταθμών αυτής της πόλης. Η αιώνια επιστροφή του ίδιου’. (σελ.83) Μα και αυτό το στήριγμα κινδυνεύει πλέον – ‘Μια πόλη ξένη. Έμοιαζε μ΄ ένα μεγάλο λούνα παρκ ή με το χώρο duty free ενός αεροδρομίου. Πολύ κόσμος στους δρόμους, όπως δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Οι περαστικοί περπατούσαν κατά ομάδες των δέκα, σέρνοντας τροχήλατες βαλίτσες και , οι περισσότεροι, με σακίδιο στην πλάτη. Από πού έρχονταν αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες που μας έκαναν ν΄ αναρωτιόμαστε μήπως αυτούς και μόνο θα βλέπαμε πια στους δρόμους του Παρισιού;’.(σελ. 12-13) Στο ογδόντα του χρόνια, λοιπόν, ο Modiano γράφει ένα ιδιόμορφο κείμενο -μια μείξη ρεαλισμού και ποιητικότητας- και μας ξεναγεί στις ασαφείς, άλλοτε μισοξεχασμένες κι άλλοτε ολοζώντανες αναμνήσεις της εφηβείας του και της πρώτης νεότητάς του -ο αφηγητής χωρίς να δηλώνεται κάλλιστα μπορεί να ταυτιστεί με τον ίδιο τον συγγραφέα. Επιστρέφει σε μια περίοδο όπου στη ζωή του κυριαρχούσε η προσωπικότητα μιας γυναίκας, μιας χορεύτριας που τον μυεί στους τρόπους ανάγνωσης του κόσμου. Η ίδια άλλοτε χορεύει, άλλοτε παίρνει μαθήματα χορού, τον παίρνει μαζί της σε μακρινές βόλτες σε δρόμους του Παρισιού, του ζητά να φροντίζει τον Πιερ, το μικρό γιο της, αλλά ποτέ δεν του αποκαλύπτει ποιος ήταν ο πατέρας του, ενώ παράλληλα του γνωρίζει ανθρώπους με ασαφές παρελθόν, όσο και άλλους με στοχευμένες και συγκεκριμένες προθέσεις. Κι έπειτα και καθώς τα χρόνια περνάνε όλα αυτά τα πρόσωπα χάνονται, μαζί τους εξαφανίζονται τα στέκια της νεότητας, οι άνθρωποι που τη σφραγίσανε. Κι αυτό γιατί… «Εγώ ζούσα μέρα τη μέρα χωρίς να νοιάζομαι και πολύ να μάθω πώς λέγονταν οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμουν. Σαν να΄ μουν ακίνητος στην επιφάνεια του νερού κι όπου με πήγαινε το ρεύμα» (σελ. 53) Κι αν κάποια στιγμή, ένα ή περισσότερα από αυτά τα πρόσωπα του παρελθόντος ίσως περνάνε φευγαλέα από τις σκάλες ενός σταθμού, ήταν αληθινά ή ‘ένα όνειρο που είχα δει την παραμονή της συνάντησης και που το άφησα να διαρκέσει όλη τη μέρα, ώστε να ξεχάσω το παρόν;’ (σελ. 1110 Το συγκεκριμένο βιβλίο κυκλοφόρησε στη Γαλλία του 2023. Και κάπου μέσα στις τελευταίες σελίδες του, εκεί δηλαδή που ο συγγραφέας πλησιάζει στο τέλος της καταγραφής του, ο αναγνώστης θα διαβάσει: ‘Τί είχε απογίνει η χορεύτρια και ο Πιερ και όλοι όσους είχα γνωρίσει εκείνη την εποχή; Να κάτι που αναρωτιόμουν συχνά όλα αυτά τα πενήντα χρόνια και που ‘χε μείνει ως τότε αναπάντητο. Και ξαφνικά στις 8 Ιανουαρίου 2023, αισθάνθηκα ότι όλο αυτό δεν είχε πια καμία σημασία. Η χορεύτρια και ο Πιερ δεν ανήκαν στο παρελθόν, αλλά σε ένα αιώνιο παρόν’(σελ. 111) Με τον δικό του τρόπο ο Modiano φιλοσοφεί πάνω στον χρόνο και στην σχέση της με τη μνήμη. Σαφέστατα συγγραφέας ιδιόμορφος και με ένα δικό του τρόπο τρυφερός όσο και σκληρός. Η γραφή του υπηρετεί θαυμαστά τις απόψεις του, ενώ αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να ανασυνθέσει σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες την πορεία του ατόμου ανάμεσα στον χρόνο και στον χώρο. Η λογοτεχνική απόδοση αυτής της γραφής στα ελληνικά από τον δόκιμο Αχιλλέα Κυριακίδη είναι απολύτως επιτυχημένη. Βιβλιοδρόμιο, 4/10/2025

25.9.25

Ο Διονύσης Μαρίνος για το 'Κόντρα ρόλος' στο bookpress

Στη Φαίδρα του Ρακίνα, διακείμενο του Ιππόλυτου που μας άφησε ως μια ακόμη παρακαταθήκη ο Ευριπίδης, το παράνομο πάθος της μητριάς Φαίδρας κινητοποιεί όλες τις δράσεις. Είναι αυτό που την οδηγεί ακόμη και στην αυτοχειρία, καθώς δηλητηριάζει τον εαυτό της. Προηγουμένως, όμως, έχουν εξελιχθεί επί σκηνής διάφορες σύνθετες καταστάσεις ερωτικής φύσεως. Αυτό το έργο χρησιμοποιεί ο Μάνος Κοντολέων ως πρόπλασμα, για να προκαλέσει τις ρωγμές στους ήρωες του πρόσφατου μυθιστορήματός του Κόντρα ρόλος, το οποίο, άλλωστε, είναι διαποτισμένο από το θέατρο. Ο κεντρικός ήρωας, Λάμπρος Αρνής, υπήρξε επί πολλά χρόνια ένας άκρως επιτυχημένος κριτικός θεάτρου. Ο λόγος του είχε καθοριστική σημασία στα θεατρικά πράγματα, όμως ο χρόνος φαίνεται να βαραίνει πάνω του. Δεν είναι μόνο η σωματική κούραση που τον ωθεί να αποτραβηχτεί, αλλά και η συνειδητοποίηση ότι οι ιδέες του, πλέον, δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα. Σαν κάτι δραστικό να έχει επισυμβεί που τον αποκόβει από την πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή έχει διαφοροποιηθεί. Η γυναίκα του, Αντρίνα Λεμονή, είναι κατά πολύ νεότερή του και φιλοδοξεί να κάνει σπουδαία καριέρα στο θέατρο. Δεν είναι μυστικό ότι δίχως τη βοήθεια του Αρνή, ελάχιστα επιτεύγματα θα μπορούσε να είχε καταφέρει στο σανίδι. Η διαφορά ηλικίας παίζει το ρόλο της στη σχέση τους, καθώς ως άλλος Πυγμαλίων, ο Αρνής λειτουργεί ως σύντροφος, μέντορας, αλλά και πατέρας για τη νεότατη Αντρίνα. Το τρίτο πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι μια παλιά αγαπημένη του Αρνή, η κεραμίστρια Σιμπέλ Ομάν, η οποία ζει πλέον στην Κρήτη και διατηρεί ένα παραθαλάσσιο μπαρ. Η εμφάνισή της στη «σκηνή» της ζωής του Αρνή θα ανατρέψει όλα τα δεδομένα. Το ίδιο θα συμβεί όταν θα εμφανιστεί και ο γιος της, Πασκάλ Ομάν, ένας φωτογράφος με διεθνή φήμη, νέος, γοητευτικός, που προσπαθεί μάταια να καθυποτάξει το εγγενές πάθος του. Κατά τη διάρκεια του ανεβάσματος της Φαίδρας του Ρακίνα (να πώς εμφανίζεται το συγκεκριμένο έργο), θα συμβούν πράγματα που θα αλλάξουν πολλές σταθερές. Ο Κοντολέων στοχάζεται πάνω στις έννοιες του πάθους και της κατανίκησής του, την επιθυμία που δεν μπορεί να ξεριζωθεί από τον άνθρωπο και το γήρας που επελαύνει και λειτουργεί ως σιγαστήρας της ζωτικότητας. Το ανομολόγητο πάθος της Φαίδρας δεν είναι απλώς μια θεατρική σύμβαση, μας λέει ο Κοντολέων με το μυθιστόρημά του. Οτιδήποτε συμβαίνει πάνω στη σκηνή είναι μια εμπνευσμένη και δραματοποιημένη προβολή των δεδομένων της ζωής. Από τη μία, η απόσυρση λόγω ηλικίας του Αρνή κι από την άλλη, το ιμερικό πάθος των νέων σαν αυτό της γυναίκας του και του Πασκάλ. Συμπόνια Ο Κοντολέων συμπονάει τους ήρωές του. Ούτε τους κρίνει ούτε τους ειδωλοποιεί. Δείχνει τη φθορά, τις εγκοπές του σώματος, τις σιωπές των ανθρώπων του, αλλά και το τερέτισμα του πόθου τους. Οι εσωτερικοί μονόλογοι κυριαρχούν στο βιβλίο (άλλη μια νύξη στη θεατρική πράξη), κάτι που του δίνει και μια ποιητική χροιά, την οποία ομολογουμένως έχει ανάγκη. Κάπως έτσι παρελαύνουν (πάλι επί της σκηνής) οι Προυστ, Κάφκα, Τσέχοφ, Χειμωνάς, Μανιώτης, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Τσίρκας, Φασιανός, Μυταράς και κάμποσοι άλλοι, που με έμμεσο τρόπο συνομιλούν με τα τεκταινόμενα στον Κόντρα ρόλο Επιλέγει, επίσης, να συνομιλήσει και με σημαντικές προσωπικότητες της γραφής και μέσω της διακειμενικότητας, να δώσει περαιτέρω βάρος στο δράμα. Κάπως έτσι παρελαύνουν (πάλι επί της σκηνής) οι Προυστ, Κάφκα, Τσέχοφ, Χειμωνάς, Μανιώτης, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Τσίρκας, Φασιανός, Μυταράς και κάμποσοι άλλοι, που με έμμεσο τρόπο συνομιλούν με τα τεκταινόμενα στον Κόντρα ρόλο, ενώ παράλληλα τους αποδίδονται και οι προσήκουσες τιμές από τον συγγραφέα. Αν δούμε όμως όλα τα παραθέματα των «μεγάλων», θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως μπήκαν επί σκοπώ: όλα δείχνουν πως η πράξη της δημιουργίας είναι ταυτισμένη με τη ζωή και τη μνήμη. Συνομιλία με το αρχαίο θέατρο Τα τελευταία έργα του Μάνου Κοντολέων συνομιλούν ανοιχτά με τους αρχαίους μύθους και το θέατρο. Συνακόλουθα ανασύρουν γυναικείες φιγούρες του αρχαίου θεάτρου, τις οποίες μεταφέρει στο σήμερα. Σε αυτή την περίπτωση επιλέγει έναν άντρα πρωταγωνιστή, εντούτοις ο σκοπός της «συνομιλίας» με το παρελθόν παραμένει ο ίδιος. Στον Κοντολέων, ο έρωτας λαμβάνει χαρακτήρα κινητήρα που άλλοτε βρίσκεται σε έξαρση κι άλλοτε σε στιγμή κατασίγασης. Ίσως διότι η έτερη θεματική, την οποία μελετάει με ζέση ο Κοντολέων είναι ο έρωτας όχι μόνο ως ιδέα, αλλά και ως σωματική έλξη. Τούτο το στοιχείο είναι εν πολλοίς σε όλους μας, άντρες και γυναίκες. Μας κινητοποιεί με παραπλήσιο τρόπο, αν και υπάρχει πάντα η διαφοροποίηση των φύλων. Στον Κοντολέων, ο έρωτας λαμβάνει χαρακτήρα κινητήρα που άλλοτε βρίσκεται σε έξαρση κι άλλοτε σε στιγμή κατασίγασης. Πάντα, όμως, θερμαίνει και προκαλεί αναταράξεις στους ήρωές του. Θα έλεγε κανείς πως είναι κυρίαρχο ζήτημα στο θέατρο της ζωής τους. Μήπως και στο δικό μας δεν είναι; https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/23846-kontra-rolos-tou-manou-kontoleon-kritiki-i-tolmiri-texni-tis-thnitotitas?utm_source=Newsletter&utm_medium=email

20.9.25

Η Ελένη Πριοβόλου για το Κόντρα ρόλος στο Βιβλιοδρόμιο

Τα τελευταία χρόνια ο Μάνος Κοντολέων αντλεί τα θέματά του από τα μεγάλα κλασσικά έργα και τις ηρωίδες τους (Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστρα, Μήδεια και τώρα Φαίδρα) συνδέοντάς τα με το σήμερα και προσαρμόζοντας την θεματική του, με μεγάλη επιτυχία, στα ερωτήματα του καιρού μας αποδεικνύοντας ότι είναι και παντοτινά. Ενώ, όμως με τα τρία πρώτα περιέγραφε τα πάθη των ηρώων μέσα στην εποχή που είχαν ζήσει, τώρα με το τέταρτο μεταφέρει τα κεντρικά πρόσωπα και τη δράση στο σήμερα. Το πρόσφατο μυθιστόρημά του «Κόντρα ρόλος», είναι ένα βαθύ ψυχογράφημα, μια ανατομία της τρίτης ηλικίας, της απώλειας της ερωτικής ευρωστίας, της έρευνας των κοινωνικών ρόλων, των εξουσιαστικών σχέσεων, της προσωπικής και κοινωνικής απελευθέρωσης και των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Ο αναγνώστης του έργου, με την σκηνοθεσία του συγγραφέα, παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας πάνω λες σε θεατρική σκηνή και μέσα από την αφήγηση -ήσυχη έως σιωπηλή- βλέπει στον έσω κόσμο των ηρώων σαν σε καλειδοσκόπιο. Στο βιβλίο τίθενται σοβαρά υπαρξιακά θέματα και κυρίως η πορεία προς το αναπόδραστο τέλος. Με τις γνωστές βραχείες προτάσεις, ενίοτε κοφτές, με το ρήμα στο τέλος της πρότασης, ο Μάνος Κοντολέων καταφέρνει οικονομία λόγου και βάθος έννοιας, καθώς πρόκειται για βιβλίο εσωτερικού μονολόγου και υπαρξιακού δράματος, αφού ο πρωταγωνιστής, Λάμπρος Αρνής, επιτυχημένος κριτικός ` και μαικήνας του θεάτρου, στα 80 του χρόνια βλέπει το σύστημα των νέων τάσεων να τον θέτει στο περιθώριο. «Δεν είναι μόνο που η ίδια η φύση σπρώχνει το γερασμένο τέκνο της προς το περιθώριο, είναι και το συναίσθημα της αυτοεκτίμησης. Προτού οι άλλοι κραυγάσουν το ‘Άδειασέ μας τη γωνιά’, καλό θα ήταν εσύ να το εφάρμοζες ως αξιοπρεπή επιλογή» (σελ. 21) Αντιθέτως, η κατά σαράντα χρόνια νεότερη σύντροφός του, η ηθοποιός, Αντρίνα Λεμονή, βρίσκεται στην ωρίμανση της. Γνωρίζει ότι του οφείλει την καριέρα της στο χώρο του θεάτρου, αλλά έχει τον τρόπο της να του ασκεί «την δύναμη της γυναικείας νεότητας πάνω στο αντρικό γήρας»(σελ 59). Όμως και σε αυτή τη νέα γυναίκα έχει εμφιλοχωρήσει η ανασφάλεια, καθώς «…νεαρότερης ηλικίας ερμηνεύτριες αναλαμβάνουν να ξεδιπλώσουν τα πάθη μιας Κλυταιμνήστρας ή Μάνας Κουράγιο. Η εποχή της Παξινού έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Και το κοινό με αδηφάγα διάθεση απαιτεί νέες προτάσεις». (σελ 59) Ο υπαινιγμός για τον ηλικιακό ρατσισμό στον χώρο του θεάματος είναι σαφής, όπως επίσης και οι ερωτικές σχέσεις ως σχέσεις εξουσίας. Κρυφά ομολογεί την ανασφάλειά της στον εαυτό της η Αντρίνα Λεμονή, αλλά έντιμα. Ο Λάμπρος Αρνής τής παρέχει ένα εχέγγυο σιγουριάς. Και οι δυο σύντροφοι, επικεντρώνονται και στην φθορά του σώματος που αποτελεί το εκμαγείο προστασίας του εσωτερικού τους κόσμου. Η Αντρίνα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως οι μεγάλοι ρόλοι είναι για ηλικίες άνω των 50 και να αντισταθεί στην πρόκληση της επανορθωτικής ιατρικής που θα την κάνουν να δείχνει νεότερη. Μοιάζει να γυμνάζει τον εαυτό της για «επανεκκίνηση» της ζωής στη μέση ηλικία. Με κέντρο την Αντρίνα τίθενται ερωτήματα, όπως αυτά της εθελουσίας αποχής από τη βίωση της μητρότητας, της έννοιας της ανεξαρτησίας, της καριέρας και των παραχωρήσεων. Οι αναδρομές στον παρελθόντα χρόνο πραγματοποιούνται σαν σε φωτοσκιάσεις του χρόνου και μέσω της μνήμης το παρελθόν ταυτίζεται με το παρόν και η αίσθηση συγκατοικεί με την βίωση. Είναι σημαντικό πως μέσα σε λίγες μόνο φράσεις ο συγγραφέας δίνει το ιστορικό πλαίσιο της μεταπολεμικής Αθήνας, της Χαμένης Άνοιξης, της Χαμένης Επταετίας, του Μάη του ’68, της Μεταπολίτευσης. Μέσα στη ροή του λόγου, πάλλεται το τραγούδι Le café des trois Colombes, που τόσο αισθαντικά τραγούδησε ο Τζο Ντασέν, αλλά και στίχοι από τον Ερωτόκριτο με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη. Η κορύφωση έρχεται αργά με την εμφάνιση του Πασχάλ Ομάν, άγνωστου γιού του Αρνή με μητέρα την Σιμπέλ, μια περιστασιακή του σχέση από την εποχή του Παρισιού. Είναι ένας νέος άντρας, κατακτητικός, θρασύς, γεμάτος σιγουριά αλλά και γεμάτος αναπάντητα ερωτήματα για τον λόγο τον οποίο φανερώθηκε στον άγνωρο από πατρικό ένστικτο Αρνή. Βρίσκει τον Αρνή απροετοίμαστο, αλλά τον βγάζει από την ασάφεια της ύπαρξης και του δίνει ρόλο -αυτόν του πατέρα. Βρίσκει και την Αντρίνα σαν έτοιμη από ποτέ να παραδοθεί στο πάθος. «Τον πόθο μου το δέχομαι κι αθώα δεν κοιτώ» (σελ. 213) Και τότε στις σελίδες του βιβλίου η Φαίδρα του Ρακίνα πραγματώνεται τόσο στη ζωή των ηρώων όσο και στη σκηνή του θεάτρου, όπου η Αντρίνα Λεμονή επιτυγχάνει να παίξει τον κορυφαίο ρόλο της καριέρας της. Όμως ίσως και της ζωής της, αφού περνά από τη σκέψη της να ζητήσει από τον εραστή της να την αποκαλεί με ένα άλλο όνομα: Φαίδρα. Ως Φαίδρα κρατά το παιδί που κυοφορεί από την ένωσή της με τον Πασχάλ. «Και έτσι, ως Φαίδρα, ανεβαίνει τα τρία σκαλιά του θεάτρου, μιας και η μανία της για διάκριση την κρατά μακριά από τον εαυτό της». Ο Λάμπρος Αρνής μόνος, «Μέσα στο ημίφως του χαμηλού φωτισμού μπορεί να ηρεμεί τα αντιμαχόμενα πάθη και να πλησιάζει περισσότερο προς τη λήψη της απόφασης που θα ξορκίσει παραλήψεις του παρελθόντος». (σελ 260) Με τονικότητα αρχαίου δράματος και χορό τούς ίδιους τους αναγνώστες, ο Μάνος Κοντολέων πετυχαίνει ένα μοντέρνο μυθιστόρημα με κλασσική φόρμα, μια εσωτερική τοιχογραφία για τις εξουσιαστικές σχέσεις, το γήρας, τις υποταγές στα ορμέφυτα, το δράμα του ίδιου του ανθρώπου. Με τις διακειμενικές αναφορές σε μεγάλους κλασσικούς συγγραφείς και ποιητές το έργο γίνεται πρόσφορο και για την φιλολογική και θεατρική έρευνα. Βιβλιοδρόμιο, 20/9/2025 Ελένη Πριοβόλου

10.9.25

Μάνος Κοντολέων στον ΕΤ: Έντονος στην εποχή μας ο ηλικιακός ρατσισμός

10/09/2025 Στο βιβλίο «Κόντρα ρόλος», εκδόσεις Πατάκη, ο χρόνος δεν συγχωρεί. Η μνήμη πληγώνει και οι επιθυμίες καίνε. Οι ήρωες του Μάνου Κοντολέων στέκονται στο χείλος της ζωής, ανάμεσα στην αγάπη και την απώλεια, στο πάθος που δεν μπορεί να εξευμενιστεί. Γιούλη Τσακάλου Η «Φαίδρα» του Ρακίνα γίνεται καθρέφτης της ψυχής τους, αλλά και της δικής μας: βλέπουμε εκεί τον τρόμο της φθοράς, τη σιωπή που καταπίνει, την αθανασία που κρύβεται στις ανάσες που δεν παίρνουμε πίσω. Σ’ αυτόν τον κόσμο η αγάπη και η θνητότητα συναντώνται, και εμείς, οι αναγνώστες, γινόμαστε μάρτυρες της ευθραυστότητας και της αθανασίας που κρύβεται στις ψυχές μας. Ενα βιβλίο που σε κρατάει, σε αναστατώνει και σε αφήνει να νιώθεις την ίδια την ύπαρξη να παλινωδεί. Στο τελευταίο μυθιστόρημά σας, «Κόντρα ρόλος», το γήρας παρουσιάζεται όχι μόνο ως σωματική αλλά και ως πολιτισμική περιθωριοποίηση. Πώς βιώνεται αυτή η διπλή φθορά και πώς τη μετατρέψατε σε λογοτεχνία; Νομίζω πως στην εποχή μας έχει έντονη παρουσία ο ηλικιακός ρατσισμός. Κι αυτό ως αποτέλεσμα μιας θεοποίησης της κατανάλωσης, που πάνω της στηρίζεται ένα μεγάλο μέρος του οικονομικού σχεδιασμού. Αλλά η κατανάλωση απαιτεί -μα και καλλιεργεί- συνθήκες άκρατης όσο και επίπλαστης ατομικής και κοινωνικής ευμάρειας. Το νεανικό σώμα άνετα μπορεί να υπηρετήσει αυτήν την επιφανειακή ευμάρεια, σε αντίθεση με το γήρας, που και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι τέτοιο, αλλά, αντίθετα, με την εικόνα του και μόνο -αλλά και με την εμπειρία του- το απογυμνώνει. Ολα αυτά από μόνα τους αποτελούν πλούσιο υλικό για μια λογοτεχνική σύνθεση. Ο Λάμπρος Αρνής και η Αντρίνα Λεμονή ζουν την ένταση ανάμεσα στη σοφία της ηλικίας και την αλαζονεία της νεότητας. Ο έρωτας μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ή είναι πάντα μια αέναη πάλη ισχύος και χρόνου; Ο έρωτας, όταν παρουσιάζεται, μπορεί πολλά να γεφυρώνει και άλλα τόσα να αγνοεί. Αλλά το ερωτικό συναίσθημα δεν είναι κάτι στατικό μέσα στον χρόνο. Από ένα σημείο και μετά το πάθος υποχωρεί και το κάθε μέλος του ερωτικού ζεύγους ακολουθεί τη δική του πορεία, που είναι μια συνύπαρξη πολλών παραμέτρων, και μεταξύ αυτών και του χρόνου και της αντιπαλότητας. Διαφορετικά αισθάνεται ο ένας που από σαράντα χρόνων γίνεται πενήντα και διαφορετικά ο άλλος που από εβδομήντα γίνεται ογδόντα. Γιατί επιλέξατε τη «Φαίδρα» του Ρακίνα ως άξονα γύρω από τον οποίον κινούνται οι ήρωες; Τι σας συγκινεί σε αυτήν τη μορφή της απαγορευμένης επιθυμίας; Με τα τρία προηγούμενα μυθιστορήματά μου είχα συγγραφικά «σκύψει» με έναν πολύ προσωπικό τρόπο πάνω σε τρεις γυναίκες των αρχαίων τραγωδιών μας. Στην Κασσάνδρα, στην Κλυταιμνήστρα, στη Μήδεια. Μα τις είχα πλησιάσει μέσα στην εποχή που είχαν ζήσει. Δεν θέλησα να ακολουθήσω την ίδια τεχνική. Κι έτσι, όταν επέλεξα να ασχοληθώ με τη «Φαίδρα», αποφάσισα να τη φέρω στην εποχή μας. Και ακόμα να φωτίσω δίπλα της έναν σημερινό Θησέα. Σε αυτήν μου την προσπάθεια θεώρησα πως ο Ρακίνας με τη «Φαίδρα» του θα μου ήταν περισσότερο πολύτιμος από τον Ευριπίδη και τον «Ιππόλυτό» του. Το παρελθόν «σπαρταρά» και διεκδικεί τον χώρο του μέσα στο παρόν των ηρώων. Για εσάς η μνήμη είναι παγίδα που μας κρατά δέσμιους ή καταφύγιο που μας σώζει από τη φθορά; – Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η μνήμη από ένα σημείο και μετά… Πιο σωστά, από μια ηλικία και μετά πρέπει να παίρνει τις διαστάσεις της εμπειρίας. Το μέγα προσόν της προχωρημένης ηλικίας είναι η εμπειρία. Αλλά αυτή η μετατροπή της μνήμης σε εμπειρία δεν είναι δεδομένη. Πρέπει να καλλιεργείται. Στο μυθιστόρημα η τέχνη δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο· είναι χώρος υπαρξιακής αναμέτρησης. Οι αναφορές σε συγγραφείς, ποιητές και καλλιτέχνες πώς λειτουργούν, ως φόρος τιμής, διάλογος ή αναγκαία ανάσα; Κυρίως το τελευταίο – ως ανάσα. Με την τέχνη μετατρέπεις τη στιγμιαία καθημερινότητα σε κάτι που διαρκεί και σε βοηθά να παίρνεις βαθιές, ζωογόνες ανάσες. Μετά από τόσα βιβλία, πώς νιώθετε σήμερα απέναντι στη συγγραφή; Είναι ακόμη μια σκηνή αγωνίας και δοκιμασίας ή ένας χώρος όπου η εσωτερική παρατήρηση, η τρυφερότητα και η σοφία κυριαρχούν; Και τα δύο. Κάθε νέο έργο είναι ένας νέος αγώνας που δεν ξέρω που θα με οδηγήσει. Αλλά παράλληλα είναι και μια επιβεβαίωση πως εξακολουθώ να υπάρχω. Εχω αληθινά γράψει πολλά και διαφορετικά βιβλία όλα αυτά τα πενήντα περίπου χρόνια που δίνω το συγγραφικό παρόν μου. Μα το καθένα από αυτά μένει μέσα μου ως μια πολύτιμη εμπειρία ζωής. Τα βιβλία μου είναι το αποτύπωμα της ζωής μου.

6.9.25

Η Μαρία Κουλούρη στο OfflinePost

Διαβάσαμε και προτείνουμε: «Κόντρα ρόλος» του Μάνου Κοντολέοντα Μαρία Κουλούρη, Αρχισυντάκτρια Ύλης Offlinepost.gr 31 Αυγούστου, 2025 Ο χρόνος είναι αμείλικτος. Οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίνουμε πώς περνά, χάνοντας το νόημα των στιγμών που δεν επιστρέφουν, αναγνωρίζοντας τη σημασία τους όταν πλέον είναι αργά. Με πρωταγωνιστές τον χρόνο, το γήρας, τον έρωτα και έναν άντρα «παγιδευμένο» ανάμεσα σε όλα αυτά, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη το βιβλίο Κόντρα ρόλος του Μάνου Κοντολέοντα. Συγγραφέας του βιβλίου είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, ο Μάνος Κοντολέων. Είναι γεννημένος στην Αθήνα, ενώ σπούδασε στο τμήμα φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται διηγήματα, μυθιστορήματα και παραμύθια, ενώ παράλληλα είναι και κριτικός λογοτεχνίας. Τέλος, έχει τιμηθεί 3 φορές με το Κρατικό Βραβείο, καθώς και από το ελληνικό τμήμα της ΙΒΒΥ και το αντίστοιχο των ΗΠΑ. Ας επιστρέψουμε, ωστόσο, στα σχετικά με το βιβλίο. Η υπόθεσή του ξεδιπλώνεται μέσα από 5 μεγάλα μέρη που αποτελούνται από 36 κεφάλαια συνολικά. Πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Λάμπρος Αρνής, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, από εύπορη οικογένεια, η οποία διατηρούσε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο της πόλης. Ο ίδιος φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, ενώ από μικρός είχε ιδιαίτερη αγάπη στην ανάγνωση βιβλίων και στο θέατρο, με το οποίο και επιθυμούσε να ασχοληθεί, όχι, όμως, ως ηθοποιός, αλλά ως κριτικός θεάτρου. Όταν πατέρας του έφυγε από τη ζωή, ο Λάμπρος αποφάσισε να πουλήσει τον εκδοτικό οίκο και να μην ασχοληθεί με τον χώρο αυτό, φεύγοντας έτσι για το Παρίσι, με σκοπό να ασχοληθεί με αυτό που αγαπούσε περισσότερο, το θέατρο. Στην πόλη του φωτός ο Λάμπρος έγινε ένας σπουδαίος κριτικός θεάτρου και όντας καταξιωμένος, επέστρεψε στην Ελλάδα, ιδρύοντας τον λογοτεχνικό και θεατρικό οργανισμό «Μάσκες», από τον οποίο περνούν πολλοί λόγιοι της εποχής, όπως ποιητές, συγγραφείς, μουσικοί και ηθοποιοί. Στα 66 του χρόνια ερωτεύτηκε μια 35χρονη ανερχόμενη ηθοποιό, την Αντρίνα Λεμονή, την οποία και βοηθά να εδραιωθεί στον χώρο της υποκριτικής, δίνοντάς της ρόλους σε θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Πλέον, όμως, κοντά στα 80 του χρόνια, κάνει σκέψεις να αποσυρθεί από τον χώρο, γιατί καταλαβαίνει πως μεγαλώνει και η υγεία του έχει αρχίσει να κλονίζεται. Αυτά του τα προβλήματα επηρεάζουν ως έναν βαθμό και τη σχέση του με τη γυναίκα του, η οποία βρίσκεται στην καλύτερη φάση της καριέρας της, πρωταγωνιστώντας στη «Φαίδρα» του Ρακίνα. «Παγιδευμένος» στα δίχτυα του χρόνου, του γήρατος και του έρωτα, ο Λάμπρος αποτελεί έναν ήρωα στο πρόσωπο του οποίου θα μπορούσαμε όλοι μας να ταυτιστούμε. Ως προς το βιβλίο καθαυτό, οι παραστατικές περιγραφές και το οικείο ύφος του το καθιστούν ένα εύληπτο ανάγνωσμα, ιδανικό για όσους επιθυμούν να διαβάσουν ένα εξαιρετικής λογοτεχνικής ποιότητας μυθιστόρημα.

3.9.25

Ψυχογραφώντας τον τρόμο της ατομικής θνητότητας

«Κόντρα ρόλος» – Ψυχογραφώντας τον τρόμο της ατομικής θνητότητας ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ / 02-09-2025 / https://www.culturenow.gr/
Με όχημα τον μύθο της Φαίδρας του Ρακίνα αυτή τη φορά, ο Μάνος Κοντολέων υπογράφει ένα μυθιστόρημα για το γήρας και τις απώλειές του, για τον έρωτα και τη σημασία του, για την τέχνη, για τις σχέσεις με τους γονείς αλλά και για τη συνειδητοποίηση, τους φόβους και τη γοητεία της τρίτης ηλικίας. Με σχεδόν θεατρική σύλληψη ο Μάνος Κοντολέων σκηνοθετεί τη ζωή τεσσάρων ηρώων που φέρουν το βάρος μιας ήδη διαμορφωμένης πορείας, ενός καθοριστικού παρελθόντος και καλούνται να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους, με την τέχνη και με την ίδια την έννοια του πάθους. Κι όλα αυτά καθώς διαρκούν οι προετοιμασίες για το ανέβασμα της Φαίδρας του Ρακίνα. Το αποτέλεσμα είναι ένα ψυχογράφημα που δεν εστιάζει στην πλοκή αλλά στη λεπταίσθητη παρατήρηση των χαρακτήρων, στα βλέμματα, στις σιωπές και στα πάθη τους. Κριτικός θεάτρου ο ογδοντάχρονος πλέον Λάμπρος Αρνής είναι ένας άνθρωπος με μεγάλη θητεία στον λόγο και στην τέχνη που τώρα ακροβατεί στο χείλος της απόσυρσης. Άλλωστε, «Η απόσυρση είναι μια πράξη αξιοπρέπειας», μας θυμίζει ο συγγραφέας. Ένα έντονο αίσθημα περιθωριοποίησης τον κατακλύζει, το οποίο δεν είναι μόνο βιολογικό, η σωματική έκπτωση είναι αναμενόμενη, είναι και πολιτισμικό, καθώς οι νέες αντιλήψεις για την τέχνη τον βρίσκουν αποκομμένο από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Στο αντίθετο πόλο η κατά πολλά χρόνια νεότερη σύντροφός του, η Αντρίνα Λεμονή, μια γυναίκα νέα και φιλόδοξη. Η σχέση τους οριοθετείται ανάμεσα στη συντροφικότητα και στην εξάρτηση, με έντονα τα πατρικά στοιχεία εκ μέρους του Αρνή αλλά και τη συναίσθηση της νεότητας που φεύγει με τον Μάνο Κοντολέων να γράφει χαρακτηριστικά: «Η υπεροψία της νεότητας! Η βεβαιότητα της δικής της υπεροχής», αφού, «Η νεότητα επιτίθεται, τα γηρατειά συμβιβάζονται». Το παρελθόν, όμως, «σπαρταρά» μέσα από «τη σιωπή των αναμνήσεων» και έχει πάντα τη δύναμη να επιστρέφει διεκδικώντας τη δικαίωσή του. «Το παρελθόν του […] στιγμιαία σπαρτάρησε και τώρα πλέον είναι έρμαιο επιθανάτιου ρόγχου», γράφει, καθώς η εμφάνιση της Σιμπέλ Ομάν, πρώην ερωμένης του Αρνή, κεραμίστριας και ιδιοκτήτριας ενός παραθαλάσσιου μπαρ στην Κρήτη, θα γίνει η αφορμή για τη μεγάλη και απροσδόκητη ανατροπή. Μαζί της θα εμφανιστεί και ο γιος της, ο Πασκάλ Ομάν, φωτογράφος διεθνούς εμβέλειας, ένας νεαρός, γοητευτικός άντρας, που μάταια θα προσπαθήσει να υποτάξει το πάθος του. Ανάμεσά τους ο χρόνος και το γύρισμα της μοίρας, ο έρωτας και η συντριβή του αλλά και η Φαίδρα, σε μια δραματουργική αλληγορία, με τους ήρωες του βιβλίου να παλινωδούν ανάμεσα στα μοτίβα του Ρακίνα, την απαγορευμένη επιθυμία, την αδυναμία να ξεφύγεις από τον πόθο, τον ερωτικό ίμερο και την οδύνη του, το ηλικιακό όριο, το σωματικό τέλμα, τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο Κοντολέων επιδίδεται με μεγάλη δεξιοτεχνία σε μια αφήγηση εσωτερική, βαθιά στοχαστική, που αναζητά να αναδείξει τους ψιθυρισμούς της ανθρώπινης ψυχής μέσα στον χρόνο. Στήνει μια ιστορία για το γήρας, το περιθώριο και την αυταπάτη της ανάμνησης, υπενθυμίζοντας πώς η θνητότητα και η μνήμη μπορούν να γίνουν παγίδα, καθώς ο άνθρωπος παλεύει να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του και να αποδεχθεί τη φθορά. Σε όλο το μυθιστόρημα η συγγραφική ματιά είναι συμπονετική και διαυγής, ενώ η χρήση υπαινικτικών μεταφορών και λεπτών συμβολισμών προσδίδει στο κείμενο έναν ρυθμό ποιητικό που δίνει πνοή στην αναγνωστική διαδικασία, γίνεται το απαραίτητο οξυγόνο για τον συλλογισμό του αναγνώστη πάνω στη φθορά και στη σιωπή της, αφού «Ανεκτίμητο είναι αυτό που σου προσφέρει μια σωστή σιωπή όταν τα πάντα αναταράσσονται, ιδίως τις νύχτες». Ευφάνταστη είναι η χρήση των εσωτερικών μονολόγων. Η δραματικότητα συναντά τον ρεαλισμό, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας ατμόσφαιρας «πλανερά νοσταλγικής». Σημαντικές είναι επίσης οι διακειμενικές αναφορές του κειμένου, οι οποίες εντάσσονται λειτουργώντας οργανικά στη σύνθεσή του και εμπλουτίζοντας το νόημα χωρίς να βαραίνουν την αφήγηση. Καρούζος, Προυστ, Χάρντυ, Τσέχωφ, Μπέκετ, Χειμωνάς, Κάφκα, Τσάπλιν, Γώγου, Χριστιανόπουλος, Αρλέτα, Φασιανός, Μυταράς, Γκοντάρ, Μπαλζάκ, Φλομπέρ, Σωτηρίου, Μανιώτης, Τσίρκας, είναι μόνο μερικοί από τους πάρα πολλούς δημιουργούς του πνεύματος που αναφέρονται—θα άξιζε κάποιος να συστήσει έναν κατάλογο των αναφορών αυτών—μια και η λογοτεχνία είναι συνομιλία με το παρελθόν και την τέχνη στο σύνολό της και ο Κοντολέων μοιάζει να της αποδίδει τον σεβασμό που της αρμόζει, υφαίνοντας ένα δίκτυο διαλόγων στο κείμενό του, όπου κάθε αναφορά λειτουργεί ως γόνιμη υπενθύμιση ότι καμία δημιουργία δεν στέκεται αποκομμένη αλλά κάθε έργο εδράζεται στη μνήμη της. Όπως σε όλα του τα έργα ο Κοντολέων επιλέγει κάθε λέξη του με προσοχή, κάθε φράση του κουβαλάει το βάρος μιας προσεκτικής σκέψης, αλλά και τη μουσικότητα του ρυθμού της. Δεν επιδιώκει τον εύκολο εντυπωσιασμό, αλλά τους εσωτερικούς κραδασμούς. Οι σιωπές, τα κενά, οι ανάσες, οι μνήμες, όλα συλλειτουργούν σε ένα αισθητικό θεμελίωμα της εσωτερικότητας των ηρώων του και το τελικό αποτέλεσμα συγκινεί και προβληματίζει ταυτόχρονα με την αφήγηση να αφήνει τον αναγνώστη να τα ανακαλύψει όλα μόνος του. Να απομυζεί τη λεπτότητα των αισθημάτων ή απλώς να «αποδεχτεί τον μέγιστο τρόμο της ατομικής θνητότητας» και να αγκαλιάσει με αγάπη τον εαυτό του. Και είναι ακριβώς αυτή η λεπτότητα που προσδίδει στο μυθιστόρημα μια ανεξίτηλη εσωτερική ένταση και την ίδια στιγμή συναντά τη βαθιά συγγραφική ωριμότητα του δημιουργού του. Ένα βιβλίο, γραμμένο με τρυφερότητα και ενάργεια που φωτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και παραμένει λαγαρό στη μνήμη για πολύ καιρό μετά την ανάγνωσή του.

Συνέντευξη με την Γεωργία Χάντρα στο Fractal

02/09/2025, 9:51 ΜΜ Μάνος Κοντολέων: «Το ρίσκο και η κάθε κόντρα στάση απέναντι στο κυρίαρχο ρεύμα δημιουργεί την Τέχνη» Συνέντευξη στη Γεωργία Χάρδα // «Ζούμε σε εποχή ηλικιακού ρατσισμού και παράλληλα σε μια εποχή ραγδαίων ανακατατάξεων θέσεων μα και αμφισβήτησης αξιών. Η εποχή μας βιάζεται να «απαλλαγεί» από εκείνους που θεωρεί πως την εμποδίζουν να διαμορφώσει το δικό της δρόμο και με ευκολία ξεχνά όσους πιο πριν αυτόν τον δρόμο είχαν χαράξει» Στο νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Κόντρα Ρόλος» (εκδόσεις Πατάκη), ο Μάνος Κοντολέων επιστρέφει με ένα πολυεπίπεδο έργο που ακουμπά με τρυφερότητα, τόλμη και βαθιά ενσυναίσθηση τα πιο ανομολόγητα πεδία της ανθρώπινης ψυχής. Μέσα από τους ήρωές του —τον ηθοποιό Λάμπρο Αρνή, τη νεαρή Αντρίνα και τον εσωστρεφή Πασκάλ— μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου οι ρόλοι που νομίζαμε πως κατέχουμε ανατρέπονται, αποκαλύπτοντας μια ουσιαστικότερη, πιο αληθινή εκδοχή του εαυτού. Ο συγγραφέας συνομιλεί με τη «Φαίδρα» του Ρακίνα, θέτει στο επίκεντρο ζητήματα ταμπού όπως ο ηλικιακός ρατσισμός, η ερωτική επιθυμία μετά την παρακμή και η επαναδιαπραγμάτευση των ταυτοτήτων. Σε αυτή τη συνέντευξη, μιλά για το χρέος της λογοτεχνίας να σπάει τη σιωπή, την ευθύνη του συγγραφέα να πηγαίνει «κόντρα» και τη βαθιά, υπαρξιακή ανάγκη να μετατρέπουμε τον απολογισμό σε αυτογνωσία. -Kύριε Κοντολέων τι σημαίνει ο τίτλος «Κόντρα Ρόλος»; Είναι ένας ρόλος ενάντια στη φύση του ανθρώπου ή μήπως είναι αυτός που αποκαλύπτει την πιο κρυφή, πιο ουσιαστική του αλήθεια; Σαφέστατα το δεύτερο. Υπάρχουν πολλοί από εμάς που ενώ ζούνε μια συγκεκριμένη μορφή ζωής, ξαφνικά βρίσκονται σε μια θέση που αποδεικνύει πως όλες οι αποφάσεις που κατά τη διάρκεια της ζωής τους επέλεξαν, τους έχουν τελικά οδηγήσει σε μια κόντρα κατάσταση. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματός μου, αλλά και στα άλλα δύο βασικά πρόσωπα. Και μέσα σε μια μέρα -μέρα κοινή και για τους τρεις τους- ανακαλύπτουν πως είτε ως σύντροφοι είτε ως γονείς ή τέκνα βρίσκονται σε μια κόντρα έκφραση της προσωπικότητάς τους. -Ο Λάμπρος Αρνής αποφασίζει να αποσυρθεί από τη δημόσια σκηνή του θεάτρου. Πόσο έχει να κάνει αυτή του η απόφαση με τη βιολογική ηλικία και πόσο με την ψυχολογική κόπωση; Τι σημαίνει τελικά η «αποχώρηση» για τον ίδιο; Ζούμε σε εποχή ηλικιακού ρατσισμού και παράλληλα σε μια εποχή ραγδαίων ανακατατάξεων θέσεων μα και αμφισβήτησης αξιών. Η εποχή μας βιάζεται να «απαλλαγεί» από εκείνους που θεωρεί πως την εμποδίζουν να διαμορφώσει το δικό της δρόμο και με ευκολία ξεχνά όσους πιο πριν αυτόν τον δρόμο είχαν χαράξει. Ο Λάμπρος Αρνής βιώνει με έναν τέτοιο τρόπο και την ηλικιακή φθορά αλλά και τον κοινωνικό και επαγγελματικό εκτοπισμό. Και επιλέγει την αξιοπρεπή, μα και πικρή απόσυρση-όσο μπορεί κανείς να θεωρήσει ως αυτόβουλη επιλογή μια τέτοια πράξη. -Ο έρωτας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους με μεγάλη διαφορά ηλικίας —όπως αυτός του Λάμπρου με την Αντρίνα—, αποτυπώνεται με τόλμη, αλλά και τρυφερότητα. Πιστεύετε ότι η κοινωνία είναι ακόμη απροετοίμαστη για τέτοιες σχέσεις, όταν πρωταγωνιστής είναι ένας ηλικιωμένος άνδρας; Η σχέση δυο ανθρώπων είναι κάθε φορά μια ξεχωριστή περίπτωση. Και το κάθε μυθιστόρημα πάνω σε μια ξεχωριστή σχέση δυο ή και περισσοτέρων ανθρώπων στηρίζεται. Σαφέστατα τα ήθη κάθε εποχής επεμβαίνουν σε μια κάπως ακραία -όσον αφορά τη διαφορά ηλικίας- σχέση. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Κυρίως θα έλεγα είναι το πόσο το κάθε μέλος μιας τέτοιας σχέσης θέλει ή μπορεί να υποστηρίξει τη συνέχειά της… Ή αφήνεται να αποδεχτεί πως τόσα χρόνια βρισκότανε σε έναν κόντρα ρόλο. -Ο Πασκάλ Ομάν είναι μια σιωπηλή, εσωστρεφής φιγούρα, που παλεύει να τιθασεύσει το ερωτικό πάθος. Πιστεύετε ότι ο σύγχρονος άνδρας έχει αλλάξει ως προς τη διαχείριση της επιθυμίας, ή ζει ακόμα με το βάρος παλιών ρόλων; Ο Πασκάλ Οσμάν -το τρίτο πρόσωπο του έργου- είναι ένας νέος άντρας, φαινομενικά δυναμικός. Και σημειώνω το ότι είναι φαινομενικά δυναμικός μιας και μεγάλωσε μέσα σε μια ημιμάθεια για την καταγωγή του. Η μητέρα του σαφέστατα τον έσπρωχνε σε μια ανεξαρτησία την ίδια στιγμή που δεν άφηνε πίσω της στοιχεία για το παρελθόν τους. Και έτσι όταν θα έρθει η στιγμή της αποκάλυψης, θα βρεθεί απόλυτα απροετοίμαστος, χωρίς να γνωρίζει το τι σημαίνει πατρική σχέση και το πως αυτή μπορεί να κοντραριστεί με την ερωτική επιθυμία. Αλλά κάπως σε παρόμοια κατάσταση θα βρεθούν και τα άλλα δυο πρόσωπα του έργου -ο Λάμπρος και η Αντρίνα. Και πλέον ο κόντρα ρόλος του καθενός θα πάρει συγκεκριμένη πορεία. Πώς μαθαίνει ένας άνδρας να αναγνωρίζει την πατρότητα; Πώς μια γυναίκα μπορεί να ελέγξει το ερωτικό της πάθος ως προς έναν άντρα που μήτε είχε καν υποψιαστεί τη σχέση που τον συνδέει με τον σύντροφό της; Και πάλι οι ανατροπές των παγιωμένων ρόλων… Και πάλι η κυριαρχία των κόντρα ρόλων. Fractal, 3/9/2025

2.9.25

Η Διώνη Δημητριάδου στο diastixo.gr

Μάνος Κοντολέων: «Κόντρα ρόλος» Διώνη Δημητριάδου Diastixo.gr Δημοσιεύτηκε 01 Σεπτεμβρίου 2025 Ποια είναι η μέγιστη στιγμή μιας υποκριτικής καριέρας; Να συλλάβει ο υποκριτής την ουσία του ρόλου; Να υποδυθεί κυριολεκτικά τον χαρακτήρα του ρόλου, που σημαίνει πως τον «ενδύεται» εσωτερικά; Όλα αυτά, βέβαια, κρίνονται αναγκαία, προκειμένου να μην υποκριθεί (κι ας έχει το απαραίτητο ταλέντο) απλώς τον χαρακτήρα. Πέρα από αυτά, όμως, υπάρχει κάτι ακόμα; Ο Μάνος Κοντολέων στο πρόσφατο μυθιστόρημά του, Κόντρα ρόλος, δίνει μία ακόμη εκδοχή της υποκριτικής συνθήκης: ο ερμηνευτής να γίνει υποχείριο του ερμηνευόμενου (σ. 221). Γύρω από αυτήν την ιδέα χτίζεται η πλοκή της ιστορίας. Ένας «κόντρα ρόλος», πρόκληση για τον ερμηνευτή, καθώς θα πρέπει να υποδυθεί έναν χαρακτήρα εντελώς ανόμοιο με τα δικά του χαρακτηριστικά στην πραγματική ζωή, γεγονός που απαιτεί να φθάσει στα όριά του, όχι φυσικά μόνον της ερμηνευτικής του δεινότητας –αυτό ας θεωρηθεί εκ των ων ουκ άνευ– αλλά, κυρίως, της ίδιας του της ιδιοσυγκρασίας, και ίσως να τα υπερβεί. Κάποτε επιτυγχάνει, κάποτε όχι. Όσο περισσότερο, ωστόσο, εισχωρεί στον νέο χαρακτήρα, υπάρχει ο κίνδυνος μιας εν δυνάμει ταύτισης, ιδίως αν τα στοιχεία του ρόλου προσομοιάζουν με τις συνθήκες της αληθινής ζωής που ο υποκριτής έχει να αντιμετωπίσει· τότε δυνατόν ο ερμηνευτής να γίνει υποχείριο του ερμηνευόμενου, και στη ζωή του να εξακολουθεί να υποδύεται τον ρόλο, οπότε η «επιτυχία» ή η «αποτυχία» ξεπηδά από το θεατρικό σανίδι και γράφει στη ζωή του, με όποιο κόστος. Κατορθώνει να προσδώσει σε μια ίσως κλασική ιστορία ερωτικού τριγώνου το βάθος που ζητά η ξεχωριστή λογοτεχνία. Ενδιαφέρουσα η θεματική, στην οποία στήριξε ο Κοντολέων το βιβλίο του. Κατορθώνει, έτσι, να προσδώσει σε μια ίσως κλασική ιστορία ερωτικού τριγώνου το βάθος που ζητά η ξεχωριστή λογοτεχνία. Ενσωματώνοντας εξάλλου στην πλοκή, από ένα κομβικό σημείο και μετά, την παράσταση της Φαίδρας, με τον κύριο ρόλο να ανατίθεται σε ένα από τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας του, την Αντρίνα Λεμονή, θέτει αντιμέτωπες τη θεατρική Φαίδρα με την υποδυόμενη τον ρόλο Αντρίνα, κι έτσι λειτουργεί, πιθανολογώ, και η αρχική ιδέα που γέννησε το μυθιστόρημα. Ωστόσο, δεν είναι ίσως η μοναδική κινητήρια έμπνευση. Ο άλλος κύριος ρόλος, ο Λάμπρος Αρνής, σύζυγος τής κατά σαράντα χρόνια νεότερής του Αντρίνας, σημαντικός κριτικός θεάτρου, αποσυρμένος πλέον από την ασχολία του αυτή, βιώνει, κοντά στην ηλικία των ογδόντα, την προσωπική του παρακμή μπροστά στη συνειδητοποίηση του φθίνοντος σώματος, του επερχόμενου τέλους, της αδυναμίας του να σταθεί δίπλα στην Αντρίνα, που σφύζει από ζωή. Μπορεί ο έρωτας να έστησε τις παγίδες του στη νεανική του ηλικία, όμως τώρα τη μοναδική παγίδα τη στήνει ο θάνατος. Και αυτή θα μπορούσε να είναι μια ακόμη εκδοχή της αρχικής ιδέας του έργου. Και τότε ο Λάμπρος Αρνής σχηματίζει μια φράση – δεν την προφέρει, μόνο τη σκέφτεται: «η σκιά μου θα είναι το μόνο από μένα που θα μείνει». Το βιολογικό τέλος καλπάζει και επιτέλους ας αποδεχτεί τον μέγιστο τρόμο της ατομικής θνητότητας. (σ. 109) Το τρίτο πρόσωπο, ο άγνωστος έως τότε γιος του Αρνή, ο Πασκάλ, φέρνει αναστάτωση στη ζωή του, συνδεδεμένος με έναν, κατά τη γνώμη του Αρνή, παροδικό έρωτα της νεανικής του ηλικίας στο Παρίσι, αλλά και αναπόφευκτα (για να λειτουργήσει το ερωτικό τρίγωνο, κι ας είναι και σκαληνό) σε ερωτική σχέση πάθους με την Αντρίνα. Σταδιακά τα πρόσωπα της Φαίδρας του Ρακίνα, ο Θησέας, η Φαίδρα, ο Ιππόλυτος, θα βρουν μια αντιστοίχιση με τα τρία πρόσωπα της ιστορίας του Κοντολέων, χωρίς ωστόσο να αποτελούν την απόλυτη ταύτιση με αυτά. Ο Κοντολέων διατηρεί το δικαίωμα της λογοτεχνίας να αντλεί τη θεματική της από τα κλασικά έργα, κι όμως να διαφοροποιείται από αυτά. Όσο, όμως, θα κρατούν οι πρόβες και όταν κατόπιν ανεβεί η παράσταση, τα πρόσωπα της ιστορίας θα πρέπει να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις, με ανατροπές έως το τέλος. Πάντως, όταν το βέλος έχει αφεθεί να διατρέξει την τροχιά του, ήδη έχει καθοριστεί και το βεληνεκές του. Το πού και το πώς θα καρφωθεί δε γίνεται να το αλλάξεις. (σ. 199) Ένα τέταρτο πρόσωπο από το παρελθόν, χωρίς τη φυσική του παρουσία, η Σιμπέλ Ομάν, μητέρα του Πασκάλ, θα συμβάλει στην εξέλιξη της μυθοπλασίας μέσω ενός γράμματος, αλλά και ενός ατμοσφαιρικού μπαρ σε απόμερη παραλία της Κρήτης. Ήχοι από μουσικές διατρέχουν την αφήγηση, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο κλίμα. Όπως η ονομασία που η Σιμπέλ έδωσε στο παραθαλάσσιο μπαράκι της, «Le café des trois colombes», από το τραγούδι του Τζο Ντασέν, ενθύμιο του έρωτά της με τον Λάμπρο. Πρόσωπα και φράσεις από τη λογοτεχνία και το θέατρο γεννούν απαραίτητους συνειρμούς. Όπως τα λόγια του Κάφκα, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αποδοχή της δύναμης της τέχνης να αποτελέσει μια ασπίδα προστασίας: Η τέχνη φτερουγίζει γύρω απ’ την αλήθεια, αλλά με την κατηγορηματική πρόθεση να μην καεί (σ. 192). Ανατρέχω σε προηγούμενες γραφές του Κοντολέων γύρω από τη θεματική του έρωτα. Όπως στην Ερωτική αγωγή (2003/2020), όπου με προκλητική γραφή ανάλογη της θεματικής του ο έρωτας παρουσιάστηκε γήινος, όλο σάρκα και αίμα, όπως άλλωστε του πρέπει. Ο έρωτας, ένας καθρέφτης, στον οποίο φάνηκε η απογείωση και η προσεδάφιση, η υπέρβαση ή η συγκαταβατική αποδοχή των ορίων. Η ερωτική πράξη δημιούργησε απελευθερωμένα άτομα δίνοντας την ώθηση που απαιτείται για την ποθητή αποδέσμευση. Η προβληματική αποδοχή, από την άλλη, του ερωτικού ενστίκτου και η αποσιώπησή του φάνηκε ικανή να υποτάξει ακόμη πιο ταπεινωτικά στις έξωθεν δεσμεύσεις. Τώρα, χρόνια μετά, στο νέο του μυθιστόρημα, επιτρέπει περισσότερο να εισχωρήσει η σκέψη, ο στοχασμός, το συναίσθημα. Μια επαναδιαπραγμάτευση, θα έλεγα, της θεματικής του έρωτα, στην οποία παίζει ρόλο ο χρόνος που αδυσώπητα κυλάει, οι αναμνήσεις που συσσωρεύονται, η οπτική της γυναίκας που συνυπάρχει με αυτήν του άντρα σε μια συνολική συνεκτίμηση των ρόλων, της ψυχοσύνθεσης των ηρώων και των έξωθεν επεμβάσεων. Θέλοντας να ενσωματώσει τη Φαίδρα στη δική του ιστορία, ήρθε πιο κοντά σε μια άλλη διάσταση του έρωτα, πιο δυναμική, εν δυνάμει απελευθερωτική, πιθανόν και πιο αυτοκαταστροφική.

30.8.25

Η Χρύσα Φάντη στην Εφημερίδα των Συντακτών για το 'Κόντα ρόλος'

«Κόντρα ρόλος» Η τέχνη ως αυτογνωσία ΝΗΣΙΔΕΣ ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 30.08.25 18:52 Χρύσα Φάντη «Παγίδα για το σώμα της νεότητας ο έρωτας· παγίδα για το σώμα του γήρατος ο θάνατος». Στον Κόντρα ρόλο, ο Κοντολέων -συγγραφέας πολυγραφότατος, που έχει ασχοληθεί επιτυχημένα με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου-, ολοκληρώνει μια στοχαστική μυθιστορία για τη ζωή στο περιθώριο και την απατηλή ασφάλεια του χθες∙ ένα ώριμο έργο, όπου πρωταγωνιστούν η θνητότητα, η μνήμη και τα δυσεπίλυτα οικογενειακά και ερωτικά αδιέξοδα Στο μυθιστόρημα Κόντρα ρόλος, ο Μάνος Κοντολέων μέσ’ από το βλέμμα ενός κριτικού θεάτρου που πλησιάζει τα ογδόντα, του Λάμπρου Αρνή, επιχειρεί να φωτίσει τις έντονες αλληλεπιδράσεις αλλά και τις αδυσώπητες αντιθέσεις ανάμεσα στον έρωτα, το γήρας και τη δημιουργία. Ο Αρνής βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν «κρίσιμο ρόλο», ίσως τον πιο «κόντρα ρόλο» που καλείται να εκπροσωπήσει εκτός σκηνής. Καθώς η απομόνωση, η σωματική φθορά και η αβεβαιότητα της ερωτικής σχέσης του με την κατά σχεδόν σαράντα χρόνια νεότερή του ηθοποιό Αντρίνα Λεμονή κυριαρχούν στη ζωή του επιβάλλοντας νέους όρους, συνειδητοποιεί ότι κι αυτός -όπως η Γουίνι στο Ω, Οι ωραίες Μέρες (Ολοι εκείνοι που πέφτουν)-σταδιακά και με ρυθμό μη αναστρέψιμο βυθίζεται στην αφάνεια. Με τη θεατρική τέχνη να επιδρά ως άξονας αυτογνωσίας, ο Αρνής καλείται να ζήσει σε συνθήκες παρασκηνίου σαν να βρίσκεται μέσα σε ένα τούνελ που ολοένα στενεύει, που του αφαιρεί σκηνικό και λόγο. Δεν είναι πια καθοδηγητής και βασικό στέλεχος μιας θεατρικής σκηνής, αλλά έρμαιο ενός προσωπικού δράματος. Η αποτυχία του να διεγερθεί ερωτικά και η σκέψη να λύσει το πρόβλημα, καταφεύγοντας στα Zanipram και τα Lexotanil, αποκαλύπτουν τη σωματική και ψυχική του κόπωση. Το παρελθόν, οι ρόλοι, οι θεατρικές παραστάσεις γίνονται σκιά – ένας ίσκιος μανόλιας που, πλέον, «δεν προσφέρει απόλυτη προστασία, μήτε υπάρχει». Η φιγούρα του φίλου του, συνταξιούχου γιατρού Ερρίκου Εσκενάζυ, προαναγγέλλει τις εξελίξεις εισάγοντας τον αντίλογο και έναν νέο ηθικό και αισθητικό ορίζοντα. Η γήινη σοφία του Εσκενάζυ, οι ιατρικές συμβουλές, ο εκλεπτυσμένος σαρκασμός και ο πραγματισμός του αποτελούν το alter ego της κοινής λογικής ή, ίσως, τη θυμοσοφική όψη του θανάτου. Οι εμβριθείς, παρηγορητικές ατάκες των δύο ηλικιωμένων αθεϊστών που συζητούν για το νόημα της ζωής, πίνοντας ουίσκι σε μια επαρχιακή κωμόπολη, φέρνουν στον νου «συντροφικές ανταλλαγές» ηρώων του Τσέχοφ. Η αναφορά στον Ρώσο θεατρικό συγγραφέα από τον ίδιο τον Αρνή δεν είναι τυχαία. Από την πρώτη κιόλας σελίδα γίνεται φανερό πως έχουμε να κάνουμε με έναν ήρωα-στοχαστή. Ταυτόχρονα, η δεινή θέση και η ψυχοσύνθεσή του θυμίζουν χαρακτήρες του Φίλιπ Ροθ· άνδρες που παλεύουν να σώσουν κάτι από την πνευματική τους κυριαρχία ενώ το σώμα τους παρακμάζει. Ο Αρνής σκέφτεται την Αντρίνα ως «ώριμη γυναίκα», χαρακτηρισμός που ηχεί παράδοξος όταν προέρχεται από έναν άντρα της ηλικίας του. Δεν προκαλεί μόνο τη θυμηδία αλλά και έναν βαθύτερο προβληματισμό, αν αναλογιστεί κανείς την αγεφύρωτη ηλικιακή διαφορά και την καθολική σύγκρουση που αυτή επιφέρει· αισθητική, θεατρική, ψυχοσεξουαλική. Ο Κοντολέων τον συμπονά, τον κατανοεί, αλλά δεν τον εξιδανικεύει, τον ξεγυμνώνει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αποφεύγει κάθε περιττή δραματοποίηση, όμως, σε αντίθεση με τον Ροθ, επιλέγει μια πιο ήπια και διαλογική ματιά. Η μορφή και ο ρόλος της Αντρίνας στη ζωή του Αρνή συγκροτούν μια σύνθετη και εύθραυστη αντανάκλαση των ερωτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών μεταβολών της εποχής. Η σχέση τους φαίνεται να χτίζεται πάνω στην ανάγκη του Αρνή, ως άντρα-μέντορα, να παρατείνει τη νεότητά του μέσω της γυναικείας παρουσίας, αλλά και στην αβεβαιότητα της Αντρίνας, που έχει διαπλάσει την ταυτότητά της υπό τη σκέπη ενός έμπειρου πνευματικού καθοδηγητή. Η αναμόχλευση του νεανικού παρελθόντος του Αρνή με την απροσδόκητη εμφάνιση ενός γιου -του σαραντάχρονου, διάσημου φωτογράφου Πασκάλ Ομάν (ή Πασχάλ, ή Πασχάλη)-και, μέσω εκείνου, της μνήμης της νεκρής πια Σιμπέλ Ομάν -Γαλλοαλγερινής κεραμίστριας, ιδιοκτήτριας παραθαλάσσιου μπαρ κάπου στην Κρήτη και πρώην ερωμένης του Αρνή στο Παρίσι-, θα οξύνουν τις αντιθέσεις του ζεύγους. Η «Φαίδρα» του Ρακίνα -με το πάθος, την απώθηση, τη μοιραία επιθυμία- γίνεται εδώ καθρέφτης των εσωτερικών συγκρούσεων. «Παγίδα για το σώμα της νεότητας ο έρωτας· παγίδα για το σώμα του γήρατος ο θάνατος». Στον Κόντρα ρόλο, ο Κοντολέων -συγγραφέας πολυγραφότατος, που έχει ασχοληθεί επιτυχημένα με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου-, ολοκληρώνει μια στοχαστική μυθιστορία για τη ζωή στο περιθώριο και την απατηλή ασφάλεια του χθες· ένα ώριμο έργο, όπου πρωταγωνιστούν η θνητότητα, η μνήμη και τα δυσεπίλυτα οικογενειακά και ερωτικά αδιέξοδα. Παράλληλα, εστιάζοντας στους χαρακτήρες, με πλήθος ερωτημάτων, υπαινικτικών μεταφορών και γλωσσική φροντίδα που συχνά ακουμπά στην ποίηση, μας παραδίδει ένα πολύπτυχο, σύγχρονο ψυχογράφημα για το αμετάκλητο της φθοράς, την προνοητικότητα της παραδοχής και τη δύναμη της υποχώρησης. Οι εύστοχες διακειμενικότητες, οι δραματικοί εσωτερικοί μονόλογοι, η εναλλαγή υπαρξιακής και καθημερινής παρατήρησης, καθώς και το κτίσιμο μιας ρεαλιστικής όσο και θεατρικής ατμόσφαιρας αποτελούν μερικά από τα πιο δυνατά και διακριτά χαρακτηριστικά της γραφής του.

26.8.25

Η Μαρί Κιουρί και οι κόρες της

Ίμοτζεν & Ίζαμπελ Γκρίνμπεργκ «Η Μαρί Κιουρί και οι κόρες της» Μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου Εκδόσεις Πατάκη
Μια κατηγορία βιβλίων για παιδιά που παρουσιάζει μια ιδιαίτερη άνθιση και διεύρυνση των στόχων της είναι αυτή του Βιβλίου Γνώσεων. Το είδος αυτό των βιβλίων έχει και στην ελληνική λογοτεχνία για παιδιά και νέους τη δική του ιστορία -μπορούμε να θεωρήσουμε πως βιβλίο γνώσεων ήταν και «Ο Γεροστάθης» του Λέοντος Μελά, που θεωρείται πως είναι το βιβλίο που εγκαινιάζει κατά κάποιον τρόπο τη σύγχρονη ελληνική παιδική λογοτεχνία. Τα σύγχρονα βιβλία γνώσεων στόχο τους έχουν να γνωρίσουν σε ανήλικους αναγνώστες θέματα εγκυκλοπαιδικά -επιστημονικά, ιστορικά, κοινωνικά, πολιτιστικά- με έναν τρόπο απλό, αλλά όχι απλοϊκό. Στην ουσία πρόκειται για βιβλία τα οποία προσφέρουν τη γνώση που πριν από κάποια χρόνια ο αναγνώστης θα την αναζητούσε σε λήμματα μια εγκυκλοπαίδειας. Βέβαια και καθώς η ανάπτυξη του θέματος στηρίζεται σε εμπεριστατωμένη έρευνα, η ανάγνωση αυτών των βιβλίων μπορεί κάλλιστα να ενδιαφέρει και το όποιον ενήλικο που δεν διαθέτει ειδικές γνώσεις πάνω σε αυτό το θέμα. Και νομίζω πως τούτη η ηλικιακή διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού αυτής της κατηγορίας βιβλίων έχει με τη σειρά της προσφέρει την ευκαιρία να δημιουργούνται εκδόσεις που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη αισθητική. Τα σύγχρονα βιβλία γνώσεων πέρα από το κείμενο διαθέτουν και πλούσια εικονογράφηση ή επίσης πλούσια παρουσία φωτογραφικού και αρχειακού υλικού. Παράλληλα -και στα πλαίσια μιας γενικότερης τάσης να πλησιάζουμε τη γνώση με όσο περισσότερο προσωποκεντρική θεώρηση ώστε το παρουσιαζόμενο γεγονός να συνδέεται με μια ανθρώπινη διάσταση- τα βιβλία γνώσεων αποκτούν και μια μυθοπλαστική ταυτότητα. Αυτή η προσπάθεια συνύπαρξης πληροφορίας με μυθοπλασία και πάντα μέσα στην αισθητική κάλυψη της εικόνας, έχει οδηγήσει πολλά από τα σύγχρονα βιβλία γνώσεων να έχουν και τα χαρακτηριστικά ενός graphic novel. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το βιβλίο «Η Μαρί Κιουρί και οι κόρες της» που το μεν κείμενό το υπογράφει η Ίμοτζεν Γκρίνμπεργκ, τη δε εικονογράφηση η αδελφή της Ίζαμπελ (και οι δυο γνωστές και παγκοσμίως καταξιωμένες στο χώρο του παιδικού εικονογραφημένου βιβλίου γνώσεων και όχι μόνο). Στο συγκεκριμένο βιβλίο συνεργάστηκαν και δημιούργησαν μια σύντομη -αλλά καθόλου επιφανειακή- βιογραφία της Μαρί Κιουρί και των δυο θυγατέρων της, την Ιρέν και την Εβ. Στο μεγάλου μεγέθους βιβλίο -το μέγεθος επιβεβαιώνει και την άποψη πως μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί και ως μια ιδιαίτερη υλοποίηση graphic novel- εξιστορούνται τα παιδικά χρόνια της Μαρί Κιουρί, οι σχέσεις της με την οικογένειά της, οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που αντιμετώπισε μέχρις ότου να βρεθεί στο Παρίσι για να ξεκινήσει της σπουδές της. Και στη συνέχεια η γνωριμία της με τον Πιερ Κιουρί, τα δυο παιδιά που απέκτησαν, οι έρευνες τους κάτω από δύσκολες συνθήκες, η διεθνής αναγνώριση, ο αιφνίδιος θάνατος εκείνου, το πάθος με τον οποίο, μόνη της πλέον η Μαρί, συνέχισε τις έρευνές της, ενώ παράλληλα μεγάλωνε τις δυο της κόρες. Και στο σημείο αυτό, η αφήγηση απλώνεται και στις ζωές των δυο κοριτσιών, φωτίζει τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες τους, παρακολουθεί τις δικές τους πορείες για να επιστρέψει και πάλι στη Μαρί Κιουρί, να περιγράψει το πως οι ίδιες οι έρευνές της της στοίχισαν και την ίδια της τη ζωή, κάτι που μετά από χρόνια θα επαναληφθεί και με την πρώτη κόρη, ενώ η μικρότερη θα μείνει μόνη και με το δικό της τρόπο θα κάνει γνωστό σε όλον τον κόσμο την ουσία και το νόημα της επιστημονικής συνεισφοράς, το τι σημαίνει να αφιερώνεται κάποιος σε ένα σκοπό που αναπτύσσει την επιστημονική γνώση αλλά και προστατεύει την ανθρώπινη υγεία. Στην ουσία έχουμε της εξιστόρηση του έργου τριών γυναικών που στάθηκαν πρωτοπόρες, ξεπέρασαν στερεοτυπικές φυλετικές διακρίσεις και έγιναν σύμβολα όχι μόνο του επιστημονικού πάθους αλλά και της οικογενειακής αλληλεγγύης. Μια πολύ ενδιαφέρουσα έκδοση. Ένας σύγχρονος τρόπος συγγραφής ατομικών οραμάτων, ενδοοικογενειακών σχέσεων, κοινωνικών συνθηκών και επιστημονικών ερευνών. Το συναίσθημα του αναγνώστη ενεργοποιείται και η προσέγγιση επιστημονικών ανακαλύψεων με επάρκεια προσφέρεται από τη συνεργασία λόγου και εικόνας. Άξιο να διαβαστεί από αναγνώστες διαφόρων ηλικιών και ποικίλων ενδιαφερόντων. (640 λέξεις) Βιβλιοδρόμιο Νέων 23/8/2025

29.7.25

Τασούλα Τσιλιμένη «Το πάρκο της μνήμης»

Τασούλα Τσιλιμένη «Το πάρκο της μνήμης» Διηγήματα Εκδόσεις Αρμός
Η Τασούλα Τσιλιμένη είναι μια εντελώς ιδιότυπη παρουσία στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Με βασικό στοιχεία της ταυτότητας της, την -σε πανεπιστημιακό επίπεδο- διδασκαλία της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, παράλληλα ολοκληρώνει τον κύκλο των ενδιαφερόντων της με εκδόσεις διηγημάτων, μυθιστορημάτων και ποιημάτων για ενήλικες, με παραμύθια και μικρές ιστορίες για παιδιά, με ανθολογίες, με θεωρητικά κείμενα, με διοργανώσεις συνεδρίων, με ίδρυση διαφόρων φορέων γύρω από τη λογοτεχνία για παιδιά και την αφήγηση παραμυθιών, με τη διεύθυνση ηλεκτρονικών περιοδικών. Όλο αυτό το ευρύ φάσμα του έργου της δείχνει πως η Τασούλα Τσιλιμένη δεν περιορίζει ούτε ενδιαφέροντά της, μήτε τους τρόπους έκφρασής της, αλλά αντιθέτως αναζητά ποικίλες αφορμές για να ‘δει’ το πως η -σε ευρύτερη έννοια- λογοτεχνία μπορεί να καταγράψει την καθημερινότητα και να φωτίσει τις διάφορες πτυχές της ανθρώπινης ευαισθησίας. Ένα τόσο πολυσυλλεκτικό έργο, είναι λογικό να διαθέτει και μια ποικιλία εκφραστικών μέσων. Η γραφή της Τσιλιμένη άλλοτε γίνεται δοκιμιακή, άλλοτε ποιητική, άλλοτε αναζητά τις αποχρώσεις μιας παιδικότητας, άλλοτε πάλι στρέφεται προς την όξυνση μιας γυναικείας οντότητας και μέσω αυτής καταγράφει τα μικρά -μάλλον τα δήθεν μικρά- που πολλά και πολύ ουσιαστικά μπορούνε να φωτίσουν. Αυτό το τελευταίο συμβαίνει και στα διηγήματα της πιο πρόσφατης συλλογής της «Το πάρκο της μνήμης» Όπως και ο τίτλος μας φανερώνει, τα σύντομα (ελάχιστα είναι που έχουν έκταση πάνω από πέντε με έξι σελίδες) κείμενα αναζητούν να περιγράψουν τα μονοπάτια που η μνήμη χαράσσει. Ένα καβουράκι που κινείται πάνω σε βότσαλα, ένα μήνυμα στο κινητό, ένα συνοικιακό μανάβικο, ένα ταψί με γεμιστά, το δρομολόγιο ενός λεωφορείου, ένα όνειρο, ένα βιβλίο που κάποτε διαβάστηκε -τέτοιες καθημερινές, σχεδόν ασήμαντες λεπτομέρειες ενεργοποιούν τις ηρωίδες (στα περισσότερα διηγήματα η αφήγηση γίνεται από την πλευρά μια κάποιας γυναίκας) για να κάνουν ένα νέο κοίταγμα της ζωής τους και άλλοτε να αποδεχτούν τον συμβιβασμό, άλλοτε να αναζητήσουν μια κάποια λύση, τις περισσότερες φορές απλώς αφήνουν τη μνήμη να τους υπενθυμίζει όσα έζησαν… Ίσως και να τους σχεδιάσει όσα πρόκειται στο μέλλον να μετατραπούν κι αυτά σε μια νέα -παρόμοια μάλλον- μνήμη. Όταν κανείς έχει να διαχειριστεί συγγραφικά την περιγραφή της καθημερινότητας μέσα από τις διαδικασίες επαναφοράς στιγμών που διέφυγαν την κατάταξή τους ως σημαντικά γεγονότα του παρελθόντος, διατρέχει τον κίνδυνο η γραφή του να πάρει αποχρώσεις νοσταλγικές και για αυτό χωρίς ελπίδα να προσπαθήσει να παρέμβει στο παρόν τόσο του ήρωα όσο και του αναγνώστη. Η Τασούλα Τσιλιμένη αποφεύγει πλήρως αυτόν τον σκόπελο. Χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις καθημερινές μεν, που όμως διαθέτουν και μια απόσταση από το συναίσθημα του αφηγούμενου προσώπου: «Τις είδε και τις έξι στο περβάζι να κάνουν μικρούς βηματισμούς και περιστροφικές κινήσεις σχεδόν γύρω από τον εαυτό τους ελλείψει χώρου. Η καφετί με τις πατουσίτσες της ‘έξυνε’ λες το τζάμι. Χωρίς δισταγμό έσυρε το παράθυρο κι αυτές η μια μετά την άλλη με ένα σάλτο πάνω από τον νεροχύτη Πέρασαν μέσα. Έφαγαν κεφτεδάκια του μεσημεριού και κανείς δεν ξέρει, αν περισσότερο ευχαριστημένη ήταν η ίδια ή οι έξι γάτες που άλλαζαν θέση στην αγκαλιά της γουργουρίζοντας’» Μια ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων που φωτίζουν με ένα εντελώς δικό τους τρόπο την καθημερινότητα, ενώ παράλληλα περιγράφουν με πρωτότυπες συγγραφικές επιλογές το προφίλ της σύγχρονης Ελληνίδας. «Και ξαφνικά δεν ξέρω πώς μου ήρθε και … ‘Απλώνεις κάθε μέρα το σεντόνι σου. Μπράβο! Εγώ…’ ‘Πώς θα στεγνώσει η μοναξιά της νύχτας αλλιώς;’. απάντησε και το χάιδεψε απαλά…» (558 λέξεις) https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/25019-to-parko-tis-mnimis

13.7.25

Αφηγούμαι σημαίνει παραμένω νέος

Αφηγούμαι σημαίνει παραμένω νέος «Άσε τώρα τα παραμύθια!» λένε αρκετοί και θέλουνε να πούνε με αυτό «Άσε τώρα τα ψέματα!», λες και το παραμύθι είναι ψέμα. Λοιπόν, όχι! Εγώ στην Άννα, την κόρη μου, λέω πάντα την αλήθεια. Κάθεται εδώ δίπλα μου, με τον Λούσια τον σκύλο της, ανάμεσα στα πόδια της και με ακούει… Με ακούει να της αφηγούμαι για νεράιδες και ξωτικά, για ζώα που μπορούν να γελάνε, για λουλούδια που χορεύουν, για πουλιά που αγαπούνε… Και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει η αλήθεια. Μια αλήθεια ντυμένη στα χρώματα της φαντασίας. Και γι’ αυτό πιο ζωντανή, πιο μαχητική, πιο γνήσια. Στην Άννα και σε μένα αυτή η αλήθεια αρέσει. Το ίδιο και στον Λούσια. Τους μιλώ, λοιπόν, γι αυτήν, γράφοντας παραμύθια. Με αυτά τα λόγια προλόγιζα -ήταν το μακρινό 1980- ένα από τα πρώτα μου βιβλία με παραμύθια, το «Η Άννα και το τζιτζίκι» (Εκδόσεις Καστανιώτη). Λόγια που εξέφραζαν μια άποψη -μια στάση ζωής πρέπει πιο σωστά να πω- που από τότε και μέχρι σήμερα πιστεύω και απόλυτα ακολουθώ. Γιατί η κάθε αφήγηση είναι ένας μύθος και μέσα από τον κάθε μύθο που αφηγείσαι (προφορικά ή γραπτά) όχι μόνο εκφράζεις την αλήθεια σου, αλλά και την μοιράζεσαι με άλλους. Μικρούς και μεγάλους. Τελικά είναι η φαντασία που μας κρατά ζωντανούς και νέους. Μπορεί το σώμα να φθίνει, να ρυτιδιάζει το δέρμα, κάποια όργανα να δυσλειτουργούν, αλλά ο νους παραμένει πάντα νεανικός, δημιουργικός. Θέλει πάντα να ανακαλύπτει κάτι νέο. Πέρασα όλη την ενήλικη ζωή μου αφοσιωμένος στη γραφή. Είμαι από εκείνους τους ιδιαίτερα παραγωγικούς συγγραφείς. Πολλά, πάρα πολλά είναι τα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει με την υπογραφή μου. Τα περισσότερα ανήκουν στην κατηγορία της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους. Κι αυτό γιατί αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, θα πρέπει να ομολογήσω πως αναζητώ την επαφή με άτομα μικρών ηλικιών, αναζητώ τις ευκαιρίες να χρωματίσω με ζωηρές αποχρώσεις τις ενήλικες σκέψεις μου, με τα ξαφνιάσματα που έχουν οι σκέψεις των παιδιών. Και, πιστέψτε με, δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί κάτι παρόμοιο δεν κάνουν και άλλοι συγγραφείς. Το να μπορείς -χωρίς να αποποιείσαι την εμπειρία σου- να επανανακαλύπτεις τον κόσμο είναι χάρισμα και δώρο. Χάρισμα και δώρο που κάνεις εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου. Αλλά όχι μόνο για εμάς τους συγγραφείς. Χάρισμα και δώρο του κάθε ηλικιωμένου. Όλοι αναγνωρίζουμε το πόσο σημαντική είναι η παρουσία ενός παππού ή μιας γιαγιάς στη σωστή ανάπτυξη του παιδιού. Μα ξεχνάμε να υπενθυμίσουμε και το πόσο σημαντικό είναι και για τον ίδιο τον ηλικιωμένο να έχει δίπλα του ένα εγγόνι. Με ρωτάνε συχνά -ιδίως τα παιδιά στις τάξεις που επισκέπτομαι- γιατί γράφω παραμύθια και ιστορίες για μικρούς αναγνώστες. Τα κοιτώ -κοιτώ γύρω μου καμιά εικοσαριά φρέσκα προσωπάκια, κοιτώ τα ανήσυχα ή τρυφερά βλέμματά τους και τους ζητώ να ρίξουν κι αυτά μια ματιά ολόγυρά τους. Να δούνε τις δικές τους εικόνες, έτσι όπως εγώ τις βλέπω. Και στη συνέχεια τα ρωτώ: «Λοιπόν, λέτε να μου άρεσε περισσότερο αντί να έχω ολόγυρά μου τα δικά σας φωτεινά πρόσωπα, τις ματιές σας που είναι έτοιμες να ξεκινήσουν ταξίδια, να έχω απέναντί μου πρόσωπα σκυθρωπά, πρόσωπα που έχουν κουραστεί και που κανένα πλέον όνειρο δεν τα ερεθίζει;» Τα παιδιά, τότε, μου χαμογελούνε. Συμφωνούν μαζί μου. Και θυμάμαι μια φορά ένα αγόρι -της Τρίτης Δημοτικού πρέπει να ήταν- που στράφηκε και με ενημέρωσε: «Εγώ κ. Κοντολέων, μόλις θα πάω σπίτι μου, θα τρέξω να βρω τον παππού μου και θα του ζητήσω να φτιάξουμε μαζί ένα παραμύθι… Και μετά να το σχεδιάσουμε…» Έτσι μου δήλωσε εκείνο το αγοράκι. Κι εγώ του πρότεινα «Και στη συνέχεια να το ζήσετε μαζί… Εσύ ο δεκάχρονος με εκείνο τον εβδομηντάχρονο!» Το αγόρι κούνησε το κεφάλι και μου χαμογέλασε. Ελπίζω και εύχομαι ότι μου είπε πως θα έκανε με τον παππού του, να το έκανε. Το ελπίζω και το εύχομαι… Κυρίως για τον παππού. https://justanumber.gr/afigoymai-simainei-parameno-neos-m/

6.7.25

«Κόντρα ρόλος» -θα μπορούσε να ήταν και ο τίτλος μιας αυτοβιογραφίας μου

«Κόντρα ρόλος», λοιπόν ο τίτλος του τελευταίου μου μυθιστορήματος που από τις αρχές Ιουλίου του 2025 βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Θα είναι το δέκατο πέμπτο μυθιστόρημά μου που απευθύνεται εκδοτικά σε ενήλικο κοινό. Οι τίτλοι όλων των προηγούμενων από εμένα είχαν επιλεγεί. Και όπως όλοι οι τίτλοι επιχειρούν, έτσι κι εκείνοι περιγράφανε με δυο, τρεις λέξεις το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος ή κάτι σχετικό με την προσωπικότητα του ήρωα ή της ηρωίδας. Αλλά για πρώτη φορά ο τίτλος ‘Κόντρα ρόλος’ αφορά τόσο τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος όσο και εμένα τον ίδιο. Ναι, ακριβώς αυτό -μιας και σε ολόκληρη τη ζωή μου ένα ‘κόντρα ρόλο’ ερμηνεύω. Κι αυτό το συνειδητοποίησα αφού πρώτα είχε γίνει η επιλογή του τίτλου. Έτσι όπως τον είχα πληκτρολογήσει και τον κοιτούσα, ξαφνικά φαντάστηκα πως θα μπορούσε ο τίτλος αυτός να ήταν και τίτλος μιας αυτοβιογραφίας μου (αν ποτέ αποφασίσω να την γράψω). Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Οι γονείς μου μου θα θέλανε να είχα γεννηθεί κορίτσι. Ήταν γιατί ο πατέρας μου, περίπου δέκα χρόνια πιο πριν και με τραγικές συνθήκες, είχε χάσει σε δυστύχημα των γυναίκα του και την επτάχρονη κορούλα του. Μέσα από τον δεύτερο γάμο του είχε την ελπίδα πως μαζί με μια νέα σύντροφο θα αποκτούσε και μια νέα κόρη. Και η νέα του σύντροφος -η μητέρα μου- δεν είχε λόγο να μην έχει την ίδια με εκείνον ελπίδα. Αλλά εγώ ‘προτίμησα΄ να γεννηθώ αγόρι. Και να ξεκινήσω τη ζωή του με ένα ‘κόντρα ρόλο’: στη θέση ενός επιθυμητού θηλυκού πλάσματος υποκατάστατο ενός άδικα χαμένου κοριτσιού, έπαιξα τον ρόλο ενός αρσενικού διαδόχου και μάλιστα πρωτοεμφανιζόμενου στο οικογενειακό πάλκο. Και μπορεί να πέρασα την παιδική μου ηλικία παίζοντας με τα αγαπημένα μου μολυβένια στρατιωτάκια και ζητώντας να φοράω στις Απόκριες στολές ιππότη ή καουμπόυ, αλλά απέφευγα να κυλιέμαι στα χώματα παλεύοντας με τα αγόρια της ηλικίας μου. Η μητέρα μου έκανε φιλότιμες, αλλά και ανεπιτυχείς, προσπάθειες να με κάνει να αγαπήσω τις μεταλλικές κατασκευές του Μεκανό, μιας κι εγώ προτιμούσα να σχεδιάζω στα μπλοκ μου τις υποψήφιες Σταρ Ελλάς που τις φωτογραφίες τους έβλεπα στην ‘Απογευματινή’ του έφερνε στο σπίτι ο θείος. Στο σχολείο οι ώρες της Γυμναστικές ήταν για μένα αγχωτικές -τη μακριά γαϊδούρα ποτέ δεν την πήδηξα και θεωρούσα γελοία τα άλλα παιδιά καθώς κουνούσαν πάνω από κεφάλι τους τα χέρια τους προσπαθώντας να εμποδίσουν τους συμμαθητές τους να σημαδέψουν με την μπάλα το καλάθι κατά τη διάρκεια των αγώνων μπάσκετ. Μου άρεσαν τα μοναχικά παιχνίδια που μπορούσα να αναπτύσσω μια δημιουργική όσο και προσωπική φαντασία -ένα παλιό βαρέλι γινότανε ο ελέφαντας του Ταρζάν και η κληματαριά ο δράκος που κρατούσε φυλακισμένη την βασιλοπούλα / τσαμπί σταφυλιού που εγώ με το σπαθί μου θα την απελευθέρωνα /έκοβα. Και βέβαια λάτρευα με πάθος τα βιβλία –όλα τα βιβλία, κάθε μορφής εξιστόρηση. Κι εδώ, στις αναγνωστικές μου επιλογές, ένας ‘κόντρα ρόλος’. Πάντα προτιμούσα τη αγέρωχη βασίλισσα του χιονιού από την γλυκιά Γκέρτα. Και μετέφερα τις προτιμήσεις μου αυτές στην καθημερινή ζωή μου -μου άρεσαν τα δυναμικά κορίτσια περισσότερο από τα τρυφερά και υποταγμένα στους κανόνες των μαμάδων τους. Μα ενώ ήμουνα μέγας λάτρης της λογοτεχνίας, ήμουνα φοβερά ανορθόγραφος, μισούσα το συντακτικό, οι εκθέσεις μου δεν ικανοποιούσαν τους φιλολόγους μου, ενώ αντίθετα -κι άλλος ‘κόντρα ρόλος’- ήμουνα πολύ καλός στα μαθηματικά και στην τριγωνομετρία. Τί θα σπούδαζα; Όνειρο μου να γίνω συγγραφέας και κριτικός. Μα επέλεξα την σταθερή λογική της Φυσικής Επιστήμης. Ένα ακόμα ΄κόντρα ρόλος’. Πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια όχι με την παθιασμένη αναρχία ενός φοιτητή, αλλά με τη συνέπεια ενός μαθητή που δεν έπρεπε να μείνει σε κανένα μάθημα. Και στη βιβλιοθήκη μου -άλλος πάλι ‘κόντρα ρόλος’- δίπλα στη Μηχανική και τον Ηλεκτρισμό, οι ‘Ακυβέρνητες Πολιτείες’ του Τσίρκα και οι ‘Ποιητική Ανθολογία’ του Αποστολίδη. Στον στρατό κατάφερνα να αποφεύγω την χαρτοπαιξία με τους άλλους δόκιμους αξιωματικούς και βυθιζόμουνα στους ‘Πανθέους’, ενώ σχεδίαζα να φτιάξω μια σταθερή δική μου οικογένεια. Κι έτσι ενώ μουρμούριζα του στίχους του Καβαδία «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», παντρευόμουνα και έβρισκα εργασία στην Ολυμπιακή Αεροπορία. Οπότε, να ένας ακόμα ‘κόντρα ρόλος’. Είχα πλέον μια σταθερή και χωρίς απαιτήσεις εργασία, άρα ήμουνα έτοιμος να εισέλθω στην περιοχή της λογοτεχνικής συγγραφής -κόντρα σε όλα τα προηγούμενα, δεν εγκατάλειπα τα όνειρό μου. Μα αντί για κάτι τέτοιο, πήρα την απόφαση να παίξω έναν άλλον ‘κόντρα ρόλο΄-αυτόν του πατέρα. Κι όμως εδώ, η τάση μου να επιλέγω ‘κόντρα ρόλους’ με βοήθησε λες και μ΄ έκανε να ανακαλύψω ένα τρόπο συνδυασμού της πατρικής αγάπης με τη λογοτεχνική έκφραση. Και να πως ξεκινώ να γράφω και να εκδίδω τα πρώτα μου βιβλία που ήταν όλα τους για παιδιά. Αλλά και ως συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας ‘κόντρα ρόλο΄ αποφασίζω να παίξω. Τα παιδικά βιβλία μου μιλάνε για απελευθερωτικούς αγώνες, αντιστάσεις σε αυταρχικά πολιτεύματα, για απεργιακές κινητοποιήσεις. Πολύ σύντομα, πάντως, θα επιστρατεύσω και την μόνιμη αγάπη μου για τη λογοτεχνία των ενηλίκων και θα εκδοθούν τα πρώτα μου βιβλία και σε αυτό το είδος. Και η συγγραφική ταυτότητα μου πλέον θα είναι μια δυναμική ενσάρκωση ‘κόντρα ρόλων’. Ο γνωστός συγγραφέας και ο άσημος υπάλληλος* ο συγγραφέας που γράφει για παιδιά και ο συγγραφέας που γράφει για ενήλικες -όλοι τους ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο ένας σε ‘κόντρα ρόλο΄ ως προς τον άλλον. Στοιχείο πλέον της ιδιωτικής και δημόσιας ταυτότητάς μου. Αποδεχτό και από τους άλλους; Οι ηθοποιοί που επιλέγουν να ερμηνεύσουν ‘κόντρα ρόλους’ δεν είναι εύκολο να γίνουν από ένα πλατύ κοινό αποδεχτοί και με τους δυο ρόλους τους. Η κοινωνία μας, γενικότερα, θέλει ξεκάθαρες τοποθετήσεις. Το κάθε τι που αυτό το ξεκάθαρο δείχνει να το αμφισβητεί, παράλληλα και εισπράττεται ως επικίνδυνο ή ως έκφραση τσαρλατανισμού. Καιρό τώρα δεν με ξαφνιάζει πως οι περισσότεροι από όσους γράφουν για παιδιά αγνοούν τα βιβλία μου για ενήλικες, όπως και όσοι γράφουν ή κρίνουν την ‘ενήλικη λογοτεχνία’ απαξιώνουν να ασχοληθούν με τα ‘ενήλικα’ μυθιστορήματα και διηγήματά μου. Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς -η παλιά ρήση πάντα εν ισχύ… Ακόμα και στην εποχή της ΑΙ. Το ίδιο συμβαίνει, άλλωστε και σε άλλους τομείς. Ένας από αυτούς και εκείνος που έζησε ο ήρωας του τελευταίου μου μυθιστορήματος. Δεν πρόκειται περισσότερα πάνω στην υπόθεση να γράψω (spoiler δεν θα κάνω), αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως λογικό είναι τελικά να οδηγείται στην απομόνωση. Μα και να με οδηγήσει να στηρίξω πάνω του τον τίτλο του τελευταίου μου μυθιστορήματος. Και παράλληλα -η εκδίκηση του δημιουργήματος στον δημιουργό του- να με κάνει να κατανοήσω το γιατί συγγραφικά είμαι κι εγώ απομονωμένος (προσοχή: την λέξη ‘απομονωμένος’ χρησιμοποίησα, όχι κάποια άλλη, ας πούμε ‘απογοητευμένος’ ή ‘αποτυχημένος’). «Κόντρα ρόλος», λοιπόν, ο τίτλος του τελευταίου μου μυθιστορήματος. «Κόντρα ρόλος» θα μπορούσε να ήταν και ο τίτλος της αυτοβιογραφίας μου. Ναι, αν ποτέ αποφασίσω να την γράψω, έτσι και με απόλυτη συνείδηση, αυτόν τον τίτλο θα της δώσω. Καλό καλοκαίρι Μάνος Κοντολέων https://diastixo.gr/en/aprosopo-2/24891-manos-kontoleon-a-prosopo

1.7.25

Αλέξης Πανσέληνος «Ξεχασμένες λέξεις»

Αλέξης Πανσέληνος «Ξεχασμένες λέξεις» Μυθιστόρημα Εκδόσεις Μεταίχμιο Θεωρώ πως ο κριτικός λόγος είναι ένας δευτερογενής λόγος. Ή πιο σωστά ένα διαμεσολαβητικός λόγος. Ο κριτικός -κατά την άποψή μου πάντα- θα πρέπει να λειτουργεί διαμεσολαβητικά ανάμεσα στο λογοτεχνικό έργο και τον αναγνώστη. Και επειδή, βέβαια το λογοτεχνικό έργο έχει πατρότητα, ο κριτικός αξίζει να προσπαθήσει να διακρίνει τις προθέσεις του συγγραφέα στη διαδικασία δόμησης του έργου. Οπότε και η τελική κρίση του θα πρέπει να είναι ένας συνδυασμός συγγραφικών προθέσεων και αναγνωστικών εμπειριών. Κάτω από αυτό το σκεπτικό επιχειρώ να καταγράφω τις απόψεις μου και βέβαια θα πρέπει να προσθέσω πως τα λογοτεχνικά έργα για τα οποία γράφω τις σκέψεις μου, είναι έργα που θεωρώ ότι για τον ένα ή τον άλλο λόγο η έκδοση τους είχε νόημα μιας και η καλλιτεχνική τους υπόσταση είναι σημαντική. Άλλωστε γιατί κανείς να θελήσει να ασχοληθεί με ένα λογοτεχνικό κείμενο που δεν του αναγνωρίζει αισθητική επάρκεια; Θεώρησα -καιρό τώρα ήθελα να το κάνω- πως θα έπρεπε να καταθέσω τον τρόπο με τον οποίον πρώτα επιλέγω τα βιβλία για τα οποία θα γράψω ένα ‘κριτικό’ (ας αποδεχτούμε για λόγους πρακτικούς τον όρο) σημείωμα και στη συνέχεια το τι προσπαθώ γι αυτά να καταγράψω. Και η ευκαιρία μου δόθηκε μετά την ανάγνωση του τελευταίου μυθιστορήματος του Αλέξη Πανσέληνου «Ξεχασμένες λέξεις». Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Θεωρώ τον Πανσέληνο ως τον πλέον στιβαρό σύγχρονο πεζογράφο μας- (δίπλα του τοποθετώ και τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη, χωρίς να αγνοώ και τα 13 χρόνια που ο πρώτος είναι μεγαλύτερος του δεύτερου). Ο Αλέξης Πανσέληνος, κυρίως με τα μυθιστορήματά του, έχει συνδέσει το ατομικό στοιχείο με το κοινωνικό, το ελληνικό με το ευρωπαϊκό. Και παράλληλα έχει καταγράψει την ικανότητά του να στήνει ζωντανούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες και να συνθέτει ενδιαφέρουσες πλοκές. Παρόμοια και τα όσα έχουν προικιστεί οι «Ξεχασμένες λέξεις»; Απαντώ ναι, αλλά σπεύδω και να σημειώσω πως η δική μου προσωπική ανάγνωση έχει σταθεί κυρίως σε μια άλλη θεματική εστίαση -αυτή της εμπλοκής του ήρωα ‘σε μια υπαρξιακή κρίση που αντανακλά την κλεψύδρα του χρόνου που σώνεται’, όπως εύστοχα έχει σημειώσει στο δικό του κριτικό σημείωμα ο Κώστας Κατσουλάρης ( www.bookpress, 30/4/2025). Με άλλα λόγια, ο Πανσέληνος (γεννημένος το 1943) αφήνει τον αναγνώστη να υποψιαστεί πως αν και η ζωή του κεντρικού ήρωα και αφηγητή δεν είναι και τόσο ταυτισμένη με τη δική του, εντούτοις η ταύτιση υπάρχει και μάλιστα σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό που έχει να κάνει με τον τρόπο που ένας συγγραφέας αναστοχάζεται πάνω στα όσα οι άνθρωποι της γενιάς του ζήσανε και αυτός ο αναστοχασμός διατηρεί ως κέντρο του το άτομο και βάζει στο περίγυρο τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. Οι αλλαγές που οι τόποι υφίστανται καθώς περνούνε τα χρόνια παρακολουθούνται και από τις ατομικές περιπτώσεις κάθε ανθρώπου και ενώ το μέλλον του καθενός μας μετά το στιγμιαίο πέρασμά του από το παρόν, μετατρέπεται σε αμετάκλητο παρελθόν, εκείνο που μας κινητοποιεί την ενδοσκόπηση είναι η αναζήτηση μιας ταυτότητας που καθώς ολοκληρώνεται παράλληλα και αφήνει πίσω της… ξεχασμένες λέξεις. Με συγγραφική μαεστρία, αυτήν την συνθήκη ο Πανσέληνος την μετατρέπει σε ένα μυθιστόρημα όπου ο ήρωάς του έχει ίδια σχεδόν ηλικία με τη δική του* κι εκείνος όπως και ο ίδιος ζήσανε όλα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη τα τελευταία ογδόντα χρόνια -από την Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο έως την Χούντα, από την Μεταπολίτευση έως την πτώχευση και τη διάψευση μιας ελπίδας δημιουργίας ελληνικού κράτους, ισότιμου με τα άλλα ευρωπαϊκά. Και μπορεί ο κεντρικός χαρακτήρας να θεωρεί πως με τις αποφάσεις του -από νωρίς είχε βάλει ως στόχο του να σπουδάσει και να εργαστεί στο εξωτερικό- εκείνος κατάφερε να ξεφύγει από τη μιζέρια που του κληροδοτούσε η προηγούμενη γενιά, αλλά τελικά θα ανακαλύψει πως όλα όσα έχουν στη ζωή του συμβεί στηρίχτηκαν πάνω σε ένα ηθικό συμβιβασμό των γεννητόρων. Υπάρχει η πιθανότητα κάποιον παρόμοιο συμβιβασμό κι αυτός ο ίδιος να μην απέφυγε; Η ερώτηση και μαζί της η απάντηση δίνεται στις τελευταίες προτάσεις το έργου: «Αλλά για να πω την αλήθεια, η προοπτική μιας δεύτερης ζωής μετά τον θάνατο μου φαίνεται κάπως τρομαχτική. Μία αρκετή είναι. Καλά ήταν ως εδώ». Έχουμε, λοιπόν, μια ‘πλάγια’ και ‘συμβολική’ αυτοβιογραφία; Δεν θα το απέκλεια, αν και από την άλλη αναγνωρίζω πως κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει στον αναγνώστη του ο Πανσέληνος. Προτιμά να περιγράψει μέσω των λέξεων που δεν έχουν ξεχαστεί, το πορτραίτο ενός επιτυχημένου επαγγελματικά άνδρα, που επέλεξε να ζει χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις, που αφέθηκε με εμπιστοσύνη στην εύνοια της τύχης, ενώ παράλληλα ξοδεύει -με συγγραφικό πείσμα και κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι στον ίδιο του τον εαυτό- πολλές σελίδες του μυθιστορήματος του για να αφηγηθεί σαρκικές απολαύσεις που στην ουσία είναι και οι απέλπιδες προσπάθειες του ήρωα να συναντηθεί με ότι σε όλη του τη ζωή είχε προσπαθήσει να αποφύγει -την συντροφικότητα. Αλλά -να και μια ακόμα διάσταση αναγνωστικής προσέγγισης- κάπως έτσι δεν διαμορφώθηκε η ζωή και ολόκληρης της χώρας από τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο έως τις μέρες μας; Με λέξεις που δεν εγγράφτηκαν στη μνήμη, με υποχρεώσεις που δεν αναγνωρίστηκαν, με πάθη που δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν απογόνους, με συλλογικές παραπλανήσεις και ατομικές αποπλανήσεις. Εν τέλει το «Ξεχασμένες λέξεις’ μπορεί πολλαπλά να διαβαστεί. Και ως η σε πρώτο πρόσωπο ιστορούμενη βιογραφία ενός έλληνα που υπηρέτησε το ευρωπαϊκό όνειρο χωρίς ποτέ να το κάνει δικό του, αλλά και ως η μόνιμα καρκινοβατούσα πορεία μιας χώρας που δεν θέλησε να σταθεί με ειλικρίνεια απέναντι σε ένα καθρέφτη και να δει λάθη, παραλείψεις, αδιέξοδες επαναστάσεις. Όλα αυτά ενσαρκωμένα με την επιλεκτική τεχνική ενός μάστορα του γραπτού λόγου, που ασφαλώς και δεν αντέχει όποιες λέξεις ξεχαστήκανε, να έχουν και οριστικά λησμονηθεί. (920 λέξεις) https://www.hartismag.gr/hartis-79/biblia/lekseis-poi-diavazontai-pollapla

23.6.25

Κωνσταντία Σωτηρίου «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ»

Κωνσταντία Σωτηρίου «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» Μυθιστόρημα Εκδόσεις Πατάκη Κύπρια πεζογράφος της νέας γενιάς, η Κωνσταντία Σωτηρίου έχει ήδη κατακτήσει μια θέση ιδιαιτέρως αξιόλογη τόσο εντός των κύπριων πεζογράφων, όσο και των εκ του ελλαδικού χώρου προερχομένων συγγραφέων Με το πέμπτο της αυτό βιβλίο επιβεβαιώνει κατά κάποιον τρόπο τους θεματικούς της άξονες, όπως και τη δόμηση των λογοτεχνικών της έργων. Η Κύπρος του σχετικά πρόσφατου χθες είναι το πεδίο όπου η Σωτηρίου αναζητά τα θέματά της. Και μέσα από μια χαλαρή μυθιστορηματική εξιστόρηση επιχειρεί να φωτίσει την μετεξέλιξη της ταυτότητας ενός τόπου -από παλιούς μύθους και πολύπλοκες ιστορικές εξαρτήσεις, σε κοινωνικές αναταραχές, εθνικές διεκδικήσεις και οικονομικές ανατροπές. Το νέο της αυτό μυθιστόρημα έχει ως ‘εναρκτήριο λάκτισμα’ τις πριν από μερικά χρόνια δολοφονίες αλλοδαπών γυναικών που είχαν πάει στην Κύπρο για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως οικιακοί βοηθοί. Δολοφονίες που συντάραξαν την κοινή γνώμη και που έφεραν κατά κάποιο τρόπο στην επιφάνεια την κάπως ‘αγνοημένη’ άποψη πως το νησί είναι πλέον με πολλαπλούς τρόπους μέρος μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Οι ντόπιοι κάτοικοι από αγρότες και εργάτες -και μάλιστα κάτω από ένα αποικιοκρατικό ζυγό- έχουν μετατραπεί σε αστούς -πολίτες μιας ανεξάρτητης δημοκρατίας- και είναι αυτοί που τώρα πλέον μισθώνουν ξένο εργατικό δυναμικό για να φροντίσει τα ανήμπορα γονικά τους. Μια υπέργηρη γυναίκα είναι η βασική αφηγήτρια αυτού του μυθιστορήματος. Ζει σε ένα χωριό μόνη. Η ανημποριά της λόγω γήρατος έχει αναγκάσει τα παιδιά της (που μένουν στην πόλη) να προσλάβουν μια Φιλιππινέζα να την προσέχει και να την συντροφεύει. Αλλά οι δυο γυναίκες δεν θα καταφέρουν να έχουν μια ουσιαστική επικοινωνία. Η ξένη με το βλέμμα στραμμένο στους δικούς της, η ντόπια με τη δική της παλιά καθημερινότητα - τη σκληρή ζωή που έζησε ως γυναίκα ανθρακωρύχου- να κλωθογυρίζει στις αναμνήσεις της. Κι όμως κάτι τις ενώνει -είναι ο τόπος του παλιού ανθρακωρυχείου. Το μέρος που διέλυσε τα πνευμόνια των εργατών, μα και ο χώρος όπου θα έχουν βρεθεί τελικά τα πτώματα των εξαφανισμένων γυναικών. Ένας κοινός τόπος μαρτυρίου του κάθε εργαζόμενου, που τελικά παίρνει τη θέση του μέσα στην ιστορία και τους μύθους του τόπου. Και εδώ ακριβώς η Κωνσταντία Σωτηρίου επιβεβαιώνει την άποψη πως συγγραφικά την ενδιαφέρει να συνθέτει ιστορίες που με άνεση θα κυκλοφορούν ανάμεσα στα χρόνια. Στην ουσία μεταφέρει την Ιστορία προς τη μεριά των απλών ανθρώπων και έτσι φωτίζει το παρελθόν μέσα από τις αφηγήσεις μικρών ιστοριών. Γιατί βέβαια αυτό που ήταν και είναι ένας τόπος μόνο όσοι τον ζήσανε μπορούν να τον περιγράψουν. Κάτι τέτοιο είχε επιτυχώς επιχειρήσει και με τα προηγούμενα έργα της, κάτι παρόμοιο συνθέτει και τώρα. Αλλά οι ιστορίες υλοποιούνται με λέξεις. Με λέξεις και φράσεις ένας συγγραφέας σχηματίζει το απολύτως προσωπικό του αποτύπωμα. Στην περίπτωση της Κωνσταντίας Σωτηρίου έχουμε να κάνουμε με μια γλώσσα που ξέρει να συνδυάζει παλιές δομές και ξεχασμένες λέξεις με την εξιστόρηση μιας σημερινής ιστορίας. Η Κωνσταντία Σωτηρίου είναι ολοφάνερο πως δίπλα -αν όχι και παραπάνω- στην αναφορά του παρελθόντος της πατρίδας της, τοποθετεί το πάθος της για την γλωσσική υπόσταση των γραπτών της. Συνδέει τις φράσεις μεταξύ τους με τέτοιον τρόπο που ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει την μουσικότητα που διακρίνει και την προφορική κυπριακή εκφορά του λόγου: «…και μερικές φορές σκέφτομαι πως είμαι πολύ παλιά ακόμα και για να πεθάνω, ότι με ξέχασε εμένα ο χάρος σε τούτο το χωριό, ήρθε τόσες φορές ο χάρος σε τούτο το χωριό, που βαρέθηκε να έρθει ξανά και με έχει ξεχάσει, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, έλεγε η μάνα μου, κι έκανε στον αέρα τον αόρατο σταυρό, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Χαζομάρες και βλακείες, οι πεθαμένοι μένουν πάντα με τους ζωντανούς και τους στοιχειώνουν μέχρι να τους πάρουν κι αυτούς κοντά τους, αν έμαθα κάτι από τη ζωή μου, είναι αυτό» (σελ. 21) «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο που αποφεύγει μια κλασική μυθιστορηματική αφήγηση, χρησιμοποιεί στοιχεία ιστορικής και λαογραφικής έρευνας, φέρνει κοντά ανθρώπους με διαφορετικές καταβολές, τελικά πείθει πως ότι υπήρξε συνεχίζει να υπάρχει, φτάνει μοναχά κάποιος να τολμά όχι μόνο να μην το λησμονεί, αλλά και να το ανασκαλεύει. (680 λέξεις) https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/23259-i-kefali-tou-tsatsgouerth-tis-konstantias-sotiriou-kritiki-mythistorima-me-stoixeia-istorikis-kai-laografikis-erevnas

14.6.25

Μιχάλης Μοδινός «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας»

Μιχάλης Μοδινός «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας» Διηγήματα Εκδόσεις Καστανιώτη
Ο Μιχάλης Μοδινός (Αθήνα 1950) είναι χαρακτηριστική περίπτωση λογοτέχνη όπου το έργο του και η επαγγελματική του ενασχόληση παρουσιάζουν μια αλληλοεπίδραση. Ο ίδιος είναι θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, ενώ και εργάστηκε ως περιβαλλοντολόγος και μηχανικός σε πολλά μέρη όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και άλλων Ηπείρων. Έχει κατά καιρούς συνεργαστεί με σχετικούς διεθνείς οργανισμούς, έχει διδάξει σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, διεύθυνε ερευνητικά σε σχέση με τα ενδιαφέροντά του Ινστιτούτα, μα και ίδρυσε περιοδικό σχετικό με την Οικολογία. Παράλληλα δε με το συγγραφικό του έργο, γράφει εμπεριστατωμένες κριτικές για έργα ξένων συγγραφέων και καταθέτει τις πάντα ενημερωμένες απόψεις του για την σύγχρονη παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή. Το βιογραφικό του περιγράφει στην ουσία μια ιδιότυπη persona ενός ανθρώπου όπου οι πνευματικές και καλλιτεχνικές του ενασχολήσεις συνοδοιπορούν με μια εντελώς σύγχρονη καριέρα συνεργασίας με Διεθνείς και Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς. Αυτή την συνοδοιπορία πολύ συχνά θα τη συναντήσουμε και στα βιβλία του. Ο Μιχάλης Μοδινός ως πεζογράφος παρουσιάζεται το 2005 (έχουν προηγηθεί βιβλία του και συμμετοχές και συλλογικές εκδόσεις με θέματα γύρω από τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα) και όλα τα πρώτα του έργα ανήκουν στο είδος του μυθιστορήματος. Μόνο με τα δυο πλέον πρόσφατα -ανάμεσα τους και το «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας»- χρησιμοποιεί τη φόρμα του διηγήματος. Αλλά ακόμα και μέσα στα στενά αφηγηματικά όρια ενός διηγήματος, ο Μοδινός δείχνει πως θέλει να περιγράφει ότι τον περιβάλλει (ανθρώπους και τόπους) με μια διάθεση σύνδεσης του μέρους με το όλο. Έτσι, λοιπόν, πολύ συχνά κάποιος από τους ήρωες του αναφέρεται στο εγώ του, περιγράφοντας το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται. «Κι εγώ δεν λέω καλημέρα παρά μόνο στον κύριο Ζαχαρία που ‘χει τα ψιλικά στη γωνία. Και να σου πω και κάτι άλλο; Ακόμα και οι ελάχιστες εκείνες κριτικές φωνές που υπήρχαν παλιά έχουν σιγήσει στις μέρες μας. Ο αστισμός θριάμβευσε τελεσίδικα. Στη μεταμοντέρνα εποχή μας το να τρως σκατά στον κλεινόν άστυ και να προσποιείσαι ότι δρέπεις τα αγαθά της πρωτεύουσας έγινε must» (σελ. 83) Αλλά και ξεφεύγοντας από τη σύνδεση ατόμου με κοινωνικά φαινόμενα και αναζητώντας να διερευνήσει τις αποχρώσεις συναισθημάτων, πάλι παρόμοιες αντιστοιχίσεις επιχειρεί: «Το βλέμμα της ήταν χαμένα στις εύπλαστες σκιές της νύχτας. Άγγιξε με το χέρι το λεκανοπέδιο περιμετρικά. ‘Αυτό το συνονθύλευμα ομορφαίνει με το σούρουπο’, είπε. ‘Την αγαπώ αυτή την πόλη ακριβώς γι αυτό τον λόγο -για την προσδοκία της νύχτας ‘Κι όμως, στις μέρες μας, η νύχτα δεν ανακουφίζει τα σώματα’, είπα εγώ» (σελ. 133) Συνήθως πρωτοπρόσωπες οι αφηγήσεις. Και συνήθως είναι άντρες αυτοί που θα αφηγηθούν την κάθε ιστορία. Αλλά ακόμα κι όταν το νήμα της εξιστόρησης το παίρνει γυναικεία φωνή, η αντρική παρουσία ρίχνει τη σκιά της. «Δεν ξέρω αν έχει ερευνηθεί επαρκώς η επίδραση του χώρου στον ανθρώπινο ψυχισμό. Όταν ήμουν ακόμα στο δημοτικό, ο πατέρας μου έλεγε πως ήδη από τον καιρό του Ιπποκράτη γινόταν προσπάθεια να αποδοθεί στη φυσιογνωμία του τοπίου ο χαρακτήρας των ανθρώπων. Οι Σπαρτιάτες είναι έτσι, οι Μακεδόνες αλλιώς, οι Θεσσαλοί αλλιώτικα». (σελ. 152) Η γραφή του Μοδινού είναι συχνά εκκεντρική, συχνά κοσμοπολίτικη, πάντα με ένα ιδιαίτερο πλούτο λέξεων και εκφράσεων* κάποιες φορές μπορεί να επιζητά ακόμα και να προκαλεί με τον εστετισμό της. Η ματιά του θέλει -και ξέρει- να ξεχωρίζει το αρσενικό από το θηλυκό, οπότε και γι αυτό με ευστοχία περιγράφει τις συμπεριφορές ανάλογα με το φύλο. Μα κεντρικό του στίγμα η πολιτική διάσταση και μέσα σε αυτό το πλαίσιο και οι επισημάνσεις του. Τα διηγήματα της συλλογής είναι 16 και σε όλα ο Μοδινός έχει αφήσει ένα η και περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς και των ενδιαφερόντων του -παγκοσμίου κύρους συγγραφείς καθορίζουν τη δράση, αλλά και οι ίδιοι πρωταγωνιστούν ή και προσφέρουν τον τίτλο* εντυπωσιακές γυναίκες ξεδιπλώνουν μαζί με την θηλυκότητά τους και τις γνώσεις τους πάνω σε σύγχρονα ζητήματα* οι ερωτικές συνευρέσεις διαθέτουν έντονο πάθος, αλλά περιγράφονται με αρσενική διακριτικότητα* μια κοσμοπολίτικη διάθεση πλανιέται μόνιμα που όμως δεν εμποδίζει να δηλώνει το παρόν της και το όργιο της ορεινής Φύσης* σχολιασμοί της πολιτικής επικαιρότητας των τελευταίων δεκαετιών ευθαρσώς υποστηρίζονται. Και βέβαια η καλά χωνεμένη γνώση της ξένης λογοτεχνίας δεν έχει καμιά διάθεση να παραμείνει αφανής. Τελικά -κεντρικό ερώτημα- ποιο είναι το θέμα που διαπερνά όλα τα διηγήματα και που τους έδωσε την ευκαιρία να συνυπάρχουν μέσα στην ίδια συλλογή; Ο ίδιος ο συγγραφέας, στη σημείωση της τελευταία σελίδας ξεκαθαρίζει πως το καθένα γράφτηκε και σε μια άλλη χρονική στιγμή, κάποια έχουν κάπου δημοσιευθεί, κάποια είναι μέρη άλλων πλατύτερων έργων, άλλα είναι πρώτη τους φορά που φορά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση την απάντηση τη δίνουν κάποιες φράσεις στη σελίδα 97: «Ως συναισθηματική λειτουργία η μνήμη μάλλον δεν έχει μεγάλη σχέση με την αλήθεια. Χαρίζει ωστόσο πεταρίσματα ευτυχίας με τη μορφή ελεύθερων συνειρμών -υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα ΄χεις πετάξει στη χωματερή της ζωής σου μύρια όσα άλλα». Ο Μιχάλης Μοδινός -ένας ακόμα από τους έλληνες συγγραφείς της γενιάς του- προσφέρει στον αναγνώστη το καταστάλαγμα μιας πορείας εβδομήντα και βάλε χρόνων, την ίδια στιγμή που ο ίδιος επιχειρεί να γεφυρώσει τη δράση της νεότητας με τον αναστεναγμό της βιολογικής ωριμότητας. Η λογοτεχνία βοηθά να ενορχηστρώσει κανείς τέτοια παιχνίδια… Ή και συμπτώσεις που μόνο σε μάγια μπορούν αν αποδοθούν. (*60 λέξεις) Βιβλιοδρόμιο, 14.6.2025