23.11.25
Θεματοφύλακες λόγω Τεχνών
Υπάρχουν στιγμές που η ζωή μοιάζει με θεατρική σκηνή: άλλος φοράει το κοστούμι του πρωταγωνιστή, άλλος μένει σιωπηλός στο παρασκήνιο, ενώ όλοι μαζί δοκιμάζουν τις αντοχές τους στο φως και στη σκιά. Έτσι ένιωσα διαβάζοντας το «Κόντρα ρόλος» του Μάνου Κοντολέοντος, ένα μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκης και σε φέρνει αντιμέτωπο με τον χρόνο, το πάθος και την ανάγκη για αυτογνωσία.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Λάμπρος Αρνής, κριτικός θεάτρου που για χρόνια όριζε με τις λέξεις του τις κατευθύνσεις μιας ολόκληρης σκηνής. Τώρα, κουρασμένος από το σώμα και την εποχή του, μοιάζει να αποσύρεται, κουβαλώντας όμως μαζί του μνήμες και αμφιβολίες. Στο πλευρό του βρίσκεται η νεότερη σύζυγός του, Αντρίνα, ηθοποιός με φιλοδοξίες που δεν θα έπαιρναν σάρκα και οστά χωρίς την καθοδήγησή του. Στη ζωή του επανεμφανίζεται και η Σιμπέλ, μια παλιά αγαπημένη, μαζί με τον γιο της, τον φωτογράφο Πασκάλ. Αυτές οι συναντήσεις φέρνουν ταραχή σε έναν άνθρωπο που νόμιζε ότι είχε κλείσει τους λογαριασμούς του με το πάθος. Εξάλλου η θνητότητα κι η μνήμη σε παγιδεύουν κατά τη συμφιλίωση με το παρελθόν και την αποδοχή της φθοράς.
Το θέατρο διατρέχει όλο το βιβλίο, άλλοτε σαν σκηνικό κι άλλοτε σαν εσωτερικός καθρέφτης. Η «Φαίδρα» του Ρακίνα λειτουργεί σαν πρόπλασμα-υπόμνηση του απαγορευμένου πόθου που μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφές, μα και σαν σημείο εκκίνησης για να δούμε πώς ο αντάρτης έρωτας, εκείνος ο απελευθερωτικός μα και αυτοκαταστροφικός, και η επιθυμία δεν γνωρίζουν ηλικία. Ο κύριος Κοντολέων στήνει με μαεστρία τόσες αντιθέσεις: από τη μια το βάρος της φθοράς και του γήρατος, από την άλλη η ακατέργαστη δύναμη των νέων που παρασύρονται από την επιθυμία και το ανίκητο πάθος.
Η γραφή είναι γεμάτη εσωτερικούς μονόλογους, σαν οι ήρωες να στέκονται μόνοι πάνω στη σκηνή και να μιλούν κατευθείαν στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας δεν τους λυπάται, ούτε τους εξιδανικεύει· τους κοιτάζει με κατανόηση, αποτυπώνοντας τις αδυναμίες και τις σιωπές τους με εσωτερικούς κραδασμούς. Δίπλα στους ήρωες παρελαύνουν μορφές της λογοτεχνίας και της τέχνης –από τον Προυστ και τον Κάφκα μέχρι τον Μπαλζάκ και τον Τσίρκα–, σαν να συμμετέχουν κι αυτοί στο έργο, θυμίζοντας ότι η δημιουργία δεν παύει ποτέ να συνομιλεί με τη ζωή.
Αυτό που μένει στο τέλος είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για τη φθορά, τον έρωτα, τις γονεϊκές σχέσεις, αλλά και για την ανάγκη να συνεχίσει κανείς να επιθυμεί. Το «Κόντρα ρόλος» δεν περιορίζεται σε μια ιστορία σχέσεων· είναι μια στοχαστική ματιά στον τρόπο που ο έρωτας, η τέχνη και ο χρόνος υφαίνουν μαζί τον ρόλο που καλείται να παίξει ο καθένας μας. Είναι η τολμηρή τέχνη της θνητότητας.
Κλείνοντας το «Κόντρα ρόλος», αναρωτήθηκα: μήπως όλοι μας, κάποια στιγμή, χρειάζεται να παίξουμε τον πιο δύσκολο ρόλο, αυτόν που δεν γράφτηκε ποτέ για μας, αλλά τον απαιτεί η ίδια η ζωή;
Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
https://www.thematofylakes.gr/kontra-rolos/
15.11.25
Τρία εικονογραφημένα βιβλία που αναφέρονται στη συνύπαρξη, στη μοναδικότητα και στη μοναχικότητα
Το εικονογραφημένο βιβλίο για παιδιά παρουσιάζει μια εκδοτική άνθηση στις μέρες μας.
Οι εικονογραφήσεις είναι πολύ υψηλού επιπέδου και αποτελούν το πρώτο ερέθισμα για να προσέξει τα βιβλία ο μελλοντικός τους αναγνώστης.
Αλλά το καλό εικονογραφημένο βιβλίο πρέπει πρωτίστως να διαθέτει ένα καλό κείμενο -έστω κι αν είναι ελάχιστο, λίγες φράσεις.
Γιατί όταν αναφερόμαστε σε βιβλίο και εφόσον λόγος και εικόνα συνυπάρχουν, θα πρέπει πρώτιστα να το αντιμετωπίζουμε ως λογοτεχνικό έργο.
Το γιατί τα εικονογραφημένα βιβλία παρουσιάζουν και στο εξωτερικό και στη χώρα μας μια άνθηση είναι θέμα που αξίζει να μελετηθεί. Μια πρώτη -και σαφώς πρόχειρη-ερμηνεία είναι αυτή που έχει να κάνει με το γεγονός πως τα σημερινά παιδιά είναι ιδιαιτέρως εξαρτημένα από την εικόνα, άρα το εικονογραφημένο βιβλίο θεωρείται πως κάπως πιο εύκολα μπορεί να τα πλησιάσει.
Αλλά όταν δίνουμε στο παιδί ένα βιβλίο θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως στην ουσία προσπαθούμε να το μυήσουμε στην φιλαναγνωσία. Άρα πρώτη φροντίδα είναι η γλώσσα και το μήνυμα που εκείνη στέλνει.
Με αυτό το κριτήριο, έγινε η επιλογή των τριών βιβλίων του σημειώματος αυτού.
Μισέλ Φλαις
«Το ντροπαλό βιβλίο»
Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
Εκδόσεις Πατάκη
Ο Μισέλ Φάις είναι ένας από τους πλέον δραστήριους σύγχρονους ανθρώπους των γραμμάτων μας -συγγραφέας με πλούσιο έργο, υπεύθυνος σελίδων βιβλίου σε εφημερίδες και περιοδικά, διδάσκει δημιουργική γραφή, έχει επιμεληθεί λογοτεχνικές σειρές.
Το 2004 κυκλοφόρησε και το πρώτο του παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο, ενώ μετά από ένα χρόνο δίνει στο φως της δημοσιότητας και το δεύτερο.
Η ‘ενήλικη’ λογοτεχνική γραφή του έχει μια εντελώς δική της ταυτότητα -πρόκειται για συγγραφέα που με τις λέξεις φωτίζει απρόσμενες πλευρές σκέψεων και συναισθημάτων, ενώ οι αφηγήσεις του δεν ακολουθούν μια γραμμική πορεία.
Τελικά μπορεί κανείς να πει πως ο Φάις φωτίζει μια αθέατη ως ένα βαθμό υπόσταση των εσωτερικών συνθηκών που καθορίζουν την ζωή των ανθρώπων.
Αυτή του η ικανότητα, βρήκε ένα νέο τρόπο να υλοποιείται μέσα από μια γραφή που η απλότητα η οποία την διακρίνει της επιτρέπει να ξεσκεπάζει το βαθύτερο και ουσιαστικότερο νόημα της παιδικότητας -δηλαδή, μιας απελευθερωμένης από συμβάσεις όρασης του κόσμου.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο δεύτερο παιδικό του βιβλίο -που όπως κάθε γνήσια παιδικό αξίζει να διαβαστεί και από ενήλικες-.’Έχετε δει ποτέ βιβλίο να κρύβεται πίσω από άλλα βιβλία σε βιβλιοθήκες;’
Με αυτό το ερώτημα ξεκινά η αφήγηση και στη συνέχεια θα μας περιγράψει τις ‘συμπεριφορές’ όσων βιβλίων ντρέπονται να παρουσιαστούν και που κάποια στιγμή ίσως καταφέρουν να ξεθαρρέψουν. Κι αυτό θα συμβεί όταν κάποιο επίσης ντροπαλό χέρι ανακαλύψει τις κρυψώνες τους και κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
Με όχημα την παιδική ματιά ο Φάις μας μιλά για την μοναδικότητα της σχέσης αναγνώστη και κειμένου και παράλληλα υποστηρίζει την ιδέα πως αυτή η σχέση δεν μπορεί να είναι μια σχέση που κραυγάζει, αλλά μια σχέση απολύτως μοναδική και ασφαλώς υποκειμενική.
Το τόσο πρωτότυπο κείμενο το έχει εικονογραφήσει η έμπειρη και ταλαντούχος εικονογράφος Ντανιέλα Σταματιάδη
Ελένη Πριοβόλου
«Η Ραμού και η φάλαινα Μπελού»
Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
Εκδόσεις Καστανιώτη
Η ίδια εικονογράφος -η Ντανιέλα Σταματιάδη- εικονογράφησε και αυτό το βιβλίο.
Το έχει γράψει η Ελένη Πριοβόλου, μια συγγραφέας ιδιαιτέρως γνωστή για τα ιστορικά και κοινωνικά της μυθιστορήματα, που όμως έχει μια επίσης σημαντική και αξιόλογη παρουσία στην παιδική λογοτεχνία και στις εικονογραφημένες ιστορίες.
Η Πριοβόλου είναι συγγραφέας με πολιτικό αποτύπωμα. Και βέβαια το πλέον πολιτικό αποτύπωμα ενός συγγραφέα που απευθύνει ένα έργο του σε αναγνώστες μικρής ηλικίας έχει οικολογικό προβληματισμό.
Στη συγκεκριμένη ιστορία τα δυο στοιχεία που κυριαρχούν στον πλανήτης μας -το χώμα με ο αέρας από τη μια, το νερό από την άλλη- εκπροσωπούνται από ένα μικρός κορίτσι και μια μικρή φάλαινα αντίστοιχα, που γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Το γεγονός αυτό -μέσα στα πλαίσια μιας φανταστικής αφήγησης- επιτρέπει στις δυο ηρωίδες να επικοινωνούν μεταξύ τους και να μυεί η μια την άλλη στα μυστικά των κόσμων τους. Η επικοινωνία αυτή θα ξαφνιάσει στην αρχή τους εκπροσώπους των δύο κόσμων, αλλά θα είναι η επιστημονική γνώση που θα αποδείξει πως μια τέτοια επικοινωνία και εφικτή είναι και χρήσιμη.
Ευρηματικό κείμενο γραμμένο με μια βαθιά προσέγγιση του τρόπου με τον οποίο μπορεί ένας μικρός αναγνώστης να κατανοήσει την ολότητα της φυσικού συστήματος και το πως και ο άνθρωπος μέρος αυτού του συστήματος είναι.
Μαρία Λυκάρτση
«Το μόνο παιδί»
Εικονογράφηση: Zafouko Yamamoto
Εκδόσεις Παπαδόπουλος
Μια νέα φωνή στο χώρο του εικονογραφημένου βιβλίου είναι η Μαρία Λυκάρτση.
Τρία έως τώρα τα βιβλία που υπογράφει, αλλά δείχνουν να είναι αρκετά για να σκιαγραφήσουν τις θεματικές και το συγγραφικό ύφος της.
Ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο της Φύσης, αλλά και μέσα στην κοινωνία -η περιοχή όπου κινείται η έμπνευσή της.
Με μια γλώσσα λιτή, απλή, μα και με υπόγεια στοιχεία ποιητικότητας -κάπως έτσι υλοποιείται η γραφή της.
‘Τον αέρα τον ένιωθε πριν φτάσει στο τζάμι του το γέλιο της Μαίρης, δεν θα το μπέρδευε ποτέ με της Λένας. Πιο πολύ από τις λέξεις άκουγε καμιά φορά τη σιωπή’
Ένα αγόρι -που πολύ εύστοχα η εικονογράφος θα μας δείξει το πρόσωπό του μόνο στην τελευταία ζωγραφιά, τότε που η συγγραφέας θα παρατηρήσει πως: Ήταν ίσως, το μόνο παιδί που δεν θα ‘νιωθε μόνο του τελικά ποτέ- είναι ο κεντρικός χαρακτήρας της αφήγησης.
Ένα παιδί που μπορεί και διαισθάνεται και δεν φοβάται την ιδιαιτερότητα των συναισθημάτων του.
Κι αυτό όσο κι αν ιδιαιτερότητα μπορεί να σημαίνει μοναχικότητα και όχι μοναξιά, μια καθημερινότητα χωρίς ‘φίλους’ και’ ακολούθους’ αλλά συντρόφους όπως το γέλιο, το κλάμα, η μυρωδιές, τα χρώματα, οι εκφράσεις στα πρόσωπα των άλλων.
Μια ιδιαίτερα εύστοχη εξιστόρηση του διαφορετικού μέσα στις προδιαγραφές ενός εικονογραφημένου βιβλίου που ασφαλώς και όχι μόνο μπορεί, αλλά και αξίζει να διαβαστεί από αναγνώστες κάθε ηλικίας.
Η εικονογράφηση της Zafouko Yamamoto (ψευδώνυμο της Ζαφειρούλας Σιμοπούλου) διατηρεί το ύφος μιας παιδικής σύνθεσης καθώς περιγράφει την καθημερινότητα ενός παιδιού σε αστικό περιβάλλον.
Βιβλιοδρόμιο , 15/11/2025
4.11.25
Συνέντευξη στην Βασιλική Παππά για το Culture Magazine
Μιλήσαμε με τον Μάνο Κοντολέων, έναν από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, με μια πορεία δεκαετιών που έχει αφήσει έντονο αποτύπωμα στη νεοελληνική λογοτεχνία. Η συζήτησή μας κινήθηκε γύρω από τη γραφή, τον ρόλο του συγγραφέα, τη νέα εποχή, τους αναγνώστες και τη διαρκή αναζήτηση του νοήματος μέσα από τις λέξεις. Από την πρώτη μας επικοινωνία ήταν φανερό πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία όχι μόνο ως πράξη δημιουργίας, αλλά και ως τρόπο ζωής — μια μακρά συνομιλία ανάμεσα στον εαυτό και τον κόσμο.
Β.Π.: Κύριε Κοντολέων, κοιτάζοντας πίσω στη μακρά λογοτεχνική σας πορεία, τι θεωρείτε ότι παραμένει σταθερό μέσα σας ως κίνητρο για τη γραφή;
Μ.Κ.: Ξεκίνησα να γράφω λίγο μετά τα δέκα μου χρόνια. Και από τότε είχα αποφασίσει πως θα γινόμουν συγγραφέας. Τι ήταν αυτό που με ώθησε να πάρω μια τέτοια απόφαση; Φαντάζομαι το ίδιο με αυτό που με κάνει να συνεχίζω να γράφω. Ποιο όμως είναι; Θα το έλεγα —έτσι κάπως γενικόλογα— ταλέντο. Αλλά πρέπει να είναι κάτι περισσότερο. Δεν το έχω μάθει και δεν περιμένω —μήτε και στην ουσία θέλω— να το μάθω. Η όλη διαδικασία της συγγραφής έχει και μια μαγική διάσταση. Ας την κρατήσω…
Β.Π.: Υπάρχουν έργα ή ήρωές σας που αισθάνεστε πως σας συντρόφεψαν στη ζωή σας περισσότερο απ' ό,τι περιμένατε;
Ο συγγραφέας μιλά στο κοινό, μεταδίδοντας τον ενθουσιασμό και τη σκέψη του για το έργο του.
Μ.Κ.: Σίγουρα όλους τους ήρωές μου τους αγάπησα όταν τους έπλαθα. Κάποιους μπορεί και να τους έχω πλέον ξεχάσει. Άλλους τους θυμάμαι με μια διάθεση νοσταλγίας — κάτι σαν παλιούς συντρόφους. Υπάρχουν κι εκείνοι που πάντα είναι δίπλα μου. Και το ήξερα πως θα ήταν… γιατί μου πήρανε —ή τους έδωσα— ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μου. Ίσως το πλέον κρυφό για τον όποιον άλλον.
Β.Π.: Πόσο πιστεύετε ότι η κοινωνία που ζούμε επηρεάζει τη φωνή του συγγραφέα; Μπορεί η λογοτεχνία να σταθεί απέναντι στην ταχύτητα και τη φευγαλέα φύση της εποχής;
Μ.Κ.: Ο συγγραφέας είναι πάντα παιδί της εποχής του. Την εποχή του καταγράφει, ακόμα κι όταν γράφει για παλαιότερες ή μελλοντικές εποχές. Τώρα αν αυτή η λογοτεχνία που έως τώρα γνωρίζουμε μπορεί να σταθεί απέναντι στην ταχύτητα και την επιδερμικότητα της εποχής μας, αυτό ας περιμένουμε να το δούμε. Προσωπικά έχω κάποιες ανησυχίες… Αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμα για να δούμε αν η αφήγηση έτσι όπως την ξέραμε θα συνεχίσει να υπάρχει ή θα πάρει μιαν άλλη μορφή ή και να εξαφανιστεί.
Β.Π.: Σας απασχολεί ο ρόλος του συγγραφέα ως «παρατηρητή» ή ως «συμμετέχοντα» στα γεγονότα;
Μ.Κ.: Και τα δυο. Πρώτα παρατηρώ και στη συνέχεια συμμετέχω μέσω της γραφής.
Β.Π.: Αν η λογοτεχνία είχε μια ευθύνη σήμερα, ποια θα λέγατε ότι είναι αυτή;
Μ.Κ.: Δε θέλω να βαρύνω κάτι τόσο εσωτερικό όσο και προσωπικό —τόσο ως δημιουργία όσο και ως απόλαυση— όπως είναι η λογοτεχνία και η ανάγνωσή της με κάποια ευθύνη. Ευθύνη έχει ο συγγραφέας —αυτός ναι. Ευθύνη έχει ο αναγνώστης. Αλλά άλλο ο συγγραφέας και ο αναγνώστης, κι άλλο η λογοτεχνία.
Β.Π.: Παρακολουθείτε τους νέους συγγραφείς; Τι σας εντυπωσιάζει ή σας προβληματίζει στη γραφή τους;
Μ.Κ.: Προσπαθώ. Είναι πάρα πολλά τα νέα βιβλία που κυκλοφορούν, έτσι ώστε να μην θεωρώ τον εαυτό μου απόλυτο γνώστη της νεότερης λογοτεχνίας μας. Αλλά είμαι σίγουρος —απ' όσα έργα έχω καταφέρει να διαβάσω— πως οι νέοι συγγραφείς αναζητούν μέσα από αυτή τη μορφή έκφρασης να μορφοποιήσουν την εποχή που θα ζήσουν και τη θέση τους μέσα σε αυτή.
Β.Π.: Πιστεύετε πως οι νέοι αναγνώστες προσεγγίζουν διαφορετικά τη λογοτεχνία σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές;
Μ.Κ.: Δεν μου αρέσει να ομαδοποιώ ανθρώπους που έχουν παρόμοιες συνήθειες. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αναγνωστών. Πάντως πιστεύω πως όλοι τους —με διαφορετικά ποιοτικά κριτήρια— σήμερα επηρεάζονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και γενικότερα από τον σύγχρονο τρόπο marketing.
Β.Π.: Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η θέση του βιβλίου μέσα στην κοινωνία των εικόνων;
Μ.Κ.: Αυτό που προτείνει το λογοτεχνικό βιβλίο είναι μια περισυλλογή, μια αναζήτηση του αναγνώστη στις πορείες ζωής άλλων ανθρώπων. Και βέβαια ζητά να ενεργοποιήσει ο καθένας μόνος του τη σκηνοθεσία της ιστορίας που διαβάζει.
Β.Π.: Τι σας συγκινεί περισσότερο στην καθημερινότητα; Πώς βρίσκετε χώρο για προσωπική σιωπή και σκέψη;
Μ.Κ.: Κάθε συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος με θετικά και αρνητικά γνωρίσματα. Με καθημερινές ανάγκες. Με σχέσεις που απαιτούν την προσοχή του και που κι ο ίδιος ζητά τη δική τους προσοχή. Ανάμεσα σε όλα αυτά κάπου υπάρχουν και αναπνέουν οι στιγμές προσωπικής περισυλλογής και δημιουργίας ενός άλλου κόσμου — της ιστορίας που κάθε περίοδο τυχαίνει να γράφει.
Β.Π.: Και τέλος, τι εύχεστε να μείνει από το έργο σας όταν πια δεν θα είστε παρών να το υπερασπιστείτε;
Μ.Κ.: Ξέρετε, κάποτε θα σας απαντούσα για την αγωνία της αθανασίας που διακατέχει τον κάθε δημιουργό. Αλλά πλέον ξέρω πως… ο θάνατός μου αφορά τους άλλους.
Μια στιγμή στοχασμού: ο συγγραφέας μας κοιτά, σαν να μας καλεί να ακούσουμε τις λέξεις πίσω από το βλέμμα του.
Επίλογος
Η συνομιλία με τον Μάνο Κοντολέων ήταν μια ήρεμη υπενθύμιση ότι η λογοτεχνία δεν είναι μόνο η τέχνη των λέξεων, αλλά και μια στάση απέναντι στον κόσμο. Μέσα από την απλότητα του λόγου του διαφαίνεται μια βαθιά συνείδηση της εποχής και μια διαρκής πίστη στη δύναμη της αφήγησης. Σε έναν κόσμο που αλλάζει με ιλιγγιώδη ρυθμό, ο Μάνος Κοντολέων εξακολουθεί να υπερασπίζεται τη σιωπή, τη σκέψη και την ευθύνη του συγγραφέα — σαν παιδί μιας εποχής που ακόμα πιστεύει στις ιστορίες.
Βασιλική Παππά, https://www.cultmagz.com/l/manos-kontoleon-o-syggrafeas-einai-panta-paidi-tis-epochis-toy/?fbclid=IwY2xjawN29BRleHRuA2FlbQIxMQABHqBJnGbZ9JIWSLc8xU42HNQ425Fl_w2OAwEsGTvAuFmuUbt0xbw03Ddf3N8F_aem_bWOGzHpKMNZiI0eU_DiUew
3.11.25
Η Νάντια Τράτα στον Χάρτη
Δεν θα μπορούσα να ήμουν καλός, αν ποτέ ήμουν καλός, παρά μόνο μέσα από αυτό που αντλούσα από την καρδιά μου.
Stendhal
O J.J. Rousseau ανήκει στη χορεία των μεγάλων υποκειμενικών στοχαστών για τον οποίο η αναζήτηση της αλήθειας είναι συνώνυμη μίας αυθεντικής στάσης και προσήλωσης σε αυτήν. Η αυθεντική εαυτότητα είναι το αποτέλεσμα της αβίαστης και αυθεντικής έκφρασης των ικανοτήτων, κλίσεων και επιθυμιών του υποκειμένου, όπως έγραψε ο Σωτ. Βανδώρος στο έργο του «Σιωπηλό βλέμμα: Για την πολιτική θεωρία του Ρουσσώ». Μία συνεχής διαλεκτική εξέλιξη στα βιώματα του γάλλου φιλοσόφου είναι εκείνη που στις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του θα τον κάνει να διαμορφώσει ένα τόσο σημαντικό αυτοβιογραφικό έργο, αναδεικνύοντας την ουσιαστική σημασία που αποκτά για εκείνον η ζωή και τη θεμελιώδη αξία που αυτή δίνει στη φιλοσοφία. Μέσα από τις καίριες απαντήσεις του στις αμέτρητες κριτικές που δέχθηκε αλλά και μέσα από τα αυτοβιογραφικά του κείμενα όπου επιχείρησε να μην αφήσει κανένα ουσιώδες κομμάτι της ύπαρξής του στο σκοτάδι, θα επαληθεύσει αυτό που για τον Charles Taylor (σύγχρονο πολιτικό φιλόσοφο και συγγραφέα, ανάμεσα σε άλλα, του έργου : Sources of the Self) τρεις αιώνες αργότερα θα αποτελέσει την ουσία της ανθρώπινης προσωπικότητας καθώς ως «ον που ωριμάζω και γίνομαι μπορώ να γνωρίσω τον εαυτό μου μόνο μέσα από την ιστορία των ωριμάνσεων και των παλινδρομήσεών μου, των ξεπερασμάτων και των ηττών μου. Η κατανόηση του εαυτού μου έχει αναγκαστικά χρονικό βάθος και ενσωματώνει μία αφήγηση».
Σε τούτη ακριβώς την τομή της συναισθηματικής διάνοιας, ο Μάνος Κοντολέων, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους έλληνες συγγραφείς του οποίου το λογοτεχνικό έργο συνομιλεί με τα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας της πολιτικής σκέψης, έρχεται με το τελευταίο του έργο Κόντρα Ρόλος (εκδ. Πατάκη) να μετουσιώσει την αφήγηση αυτή καθώς μεταμορφώνει το quasi βιωματικό υλικό που τόσο επιδέξια γνωρίζει πώς να το μεταπλάθει, να το ανυψώνει, να το στολίζει και, εν τέλει, να το παραδίδει με ατόφια ομορφιά στους αναγνώστες του.
Το υλικό του συγγραφέα ανεξάντλητο, βαθαίνει ολοένα με τα χρόνια η ματιά του καθώς κάθε λέξη , κάθε φράση που ξεφεύγει από την καρδιά, σκαρφαλώνει στο νου και αφήνεται να ξεγλιστρήσει ωθούμενη από μία βαθύτερη επιθυμία να μεταμορφωθεί σε τραγούδι, σε εικόνα, σε θύμηση, ξεδιπλώνεται με χάρη στο χαρτί. Αυτό είναι μόνο η κορυφή. Σημαίνουσας σημασίας, τα υλικά με τα οποία θα απευθυνθεί στους αναγνώστες του ενώ μοιράζεται τις πιο μύχιες σκέψεις του, αφήνοντας τον καθένα από εμάς να αφουγκραστεί όχι μόνο τις αδιαμόρφωτες επιθυμίες, τους αδιευκρίνιστους φόβους, τη χλιαρή ελπίδα, την τρομερή βεβαιότητα, την αναζήτηση δηλαδή του ουσιώδους συστατικού της ανθρώπινης φύσης, της ευθραυστότητας και του φευγαλέου.
Στο έργο του Μάνου Κοντολέων Κόντρα Ρόλος, θα πρωταγωνιστήσουν ορισμένες από τις σταθερές του συγγραφέα : οι σχέσεις των ανθρώπων, η ταυτότητα, ο έρωτας και η ατέρμονη νεότητα της ψυχής που ποτέ δεν θα μάθει να συγχρονίζει τον βηματισμό της με τη βιολογική ηλικία μας. Η χάρη της γραφής και η τρυφερότητα με την οποία συνομιλεί με τους ήρωές του είναι τα πλέον άμεσα δεδομένα, το συναίσθημα που τελικά δημιουργεί στο αναγνωστικό κοινό και έχει πρωταρχική σημασία στην εξέλιξη της πλοκής δεν θέλει να διδάξει αλλά ο συγγραφέας το «εκθέτει», το κατευθύνει και το κάνει να έχει τη ζωντάνια και την επιρροή που έχει πλέον αποκτήσει εδώ και χρόνια λογοτεχνικής δημιουργίας.
Τέσσερα πρόσωπα σχετίζονται μεταξύ τους με δεσμούς οριζόντιους, κάθετους και διαγώνιους : Ο Λάμπρος Αρνής, επιφανής κριτικός, πετυχημένος θεατρολόγος και ισχυρός καλλιτεχνικός παράγοντας κάποτε, πλέον βρίσκεται στην ηλικία των ογδόντα χρόνων, παντρεμένος με την κατά αρκετές δεκαετίες νεότερή του Αντρίνα Λεμονή, διάσημη ηθοποιό στην κρίσιμη καμπή της ηλικίας που παύει να παίζει ρόλους ενζενύ, καθώς παραθερίζουν στο εξοχικό τους σπίτι (κληρονομιά από την οικογένεια του Λάμπρου Αρνή) δέχονται την επίσκεψη του Πασκάλ Ομάν, άγνωστου έως εκείνη τη στιγμή, το μυστικό της προέλευσης του οποίου κρατά μία γυναίκα, η Σιμπέλ, που κάποτε χάριζε στιγμές ευφροσύνης σε μία παρισινή σοφίτα και πλέον κάποια απόμερη ακτή της Κρήτης είναι η μόνιμη κατοικία της.
Ασφαλώς η αφήγηση δεν θα μπορούσε ακόμη να αφήσει ανέγγιχτο το πλούσιο υλικό της αρχαίας ελληνικής γραμματείας: νωπές ακόμη στο θυμικό των αναγνωστών οι εντυπώσεις από τα τρία τελευταία έργα του συγγραφέα βασισμένα στο μύθο της Κασσάνδρας (Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο), της Κλυταιμνήστρας (Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας), της Μήδειας (Σαν Μήδεια), η Αντρίνα Λεμονή ετοιμάζεται να υποδυθεί τον ομώνυμο ρόλο στην τραγωδία Φαίδρα του Ρακίνα και ο συγγραφέας συνταιριάζοντας παρελθόν και παρόν, χρόνο και άχρονο, πρόσωπα μυθικά, πρόσωπα αληθινά, χαρακτήρες που υποδύονται τόσο επάνω στη σκηνή όσο και κάτω από αυτή, θα ανεβάσει μία παράσταση με κόντρα ρόλους.
Στο εξώφυλλο, δύο παπαρούνες συντροφεύουν η μία την άλλη καθώς τα πέταλά τους τρεμοπαίζουν στο ημίφως του εφήμερου, του φευγαλέου….. Θεωρώ πως δεν είναι καθόλου τυχαία η χρήση των λόγων του J.J. Rousseau στο επίγραμμα του έργου, λίγο πριν ο συγγραφέας σηκώσει την αυλαία για να παρακολουθήσουμε την ιστορία που επιθυμεί να αφηγηθεί. Ο γάλλος φιλόσοφος μίλησε για την αυθεντικότητα του υποκειμένου ως πολιτικό αίτημα : η ανάπτυξη της εξατομίκευσης και της εσωτερικότητας των ανθρώπινων υποκειμένων, η απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι» αποτελεί τη βάση για τα αυτοβιογραφικά κείμενά του τα οποία καταπιάνονται επιπλέον με ερωτήσεις όπως «ποιος υπήρξα στη ζωή μου», «ήμουν πιστός, δηλαδή σε συμφωνία, προς τον βαθύτερο εαυτό μου» και «να γίνω ο εαυτός μου», θεμελιώνοντας τον προβληματισμό περί αυθεντικότητας.
Ομοίως, η αφιέρωση στο παρόν έργο -‘στην Κώστια’, σύντροφο στη ζωή του- μετατρέπει όσα θα ακολουθήσουν σε ένα μυστικό ημερολόγιο, κρυμμένο κάτω από επίπεδα δράσης, συγκίνησης, συναισθημάτων και εμπλουτισμένο με τραγούδια, ποίηση, αποσπάσματα από τη Φαίδρα του Ρακίνα και λέξεις που σημαίνουν πολλά περισσότερα από όσα αρχικά θα φανούν.
Ασφαλώς οι ήρωες του τελευταίου έργου του Μάνου Κοντολέων, κρυφοκοιτάζοντας τους αναγνώστες πίσω από τα 36 κεφάλαια που συνοψίζονται σε πέντε μέρη, έχουν και αυτοί πολλά να πουν για τους ρόλους που καλούμαστε να παίξουμε στη σκακιέρα της ζωής: άλλοτε υποδυόμαστε ακέραια τον ρόλο που αναλάβαμε να φέρουμε εις πέρας, άλλοτε πάλι αναζητούμε κόντρα ρόλους που θα βάλουν το μυαλό μας σε δίλημμα, την καρδιά μας σε σιωπηλή αγωνία, τις σχέσεις μας σε ισορροπία πάνω σε τεντωμένο σχοινί καθώς κάποτε μια ερωμένη θα ζηλέψει την τρυφερότητα του ρόλου της μητέρας, ένας σύζυγος θα αποζητήσει την πληρότητα του ρόλου του πατέρα, ένας γιος θα ορμήσει να κυριεύσει ένα ηδύπνοο κορμί, μία αφοσιωμένη σύζυγος θα ξεκλέψει ματιές και αγγίγματα καθώς θα ανακαλύπτει νέες διαδρομές απόλαυσης καθώς θα ταξιδεύει σε πρωτόγνωρο πέλαγος αισθησιασμού.
Ο Μάνος Κοντολέων στο τελευταίο του έργο φαίνεται πως αναζητά μία νέα μορφή γνώσης, η έντονα δημιουργική του φύση θα συσχετιστεί με την περιγραφή μίας αυθεντικότητας κόντρα σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο φαινομένων. Ίσως πολύ περισσότερο με το έργο Κόντρα Ρόλος αποζητά να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα βαθιά ανθρώπινα, όπως είναι η αγωνία μπροστά στο πεπρωμένο ή πώς μπορούμε να μην γίνουμε έρμαιό του. Σωματικότητα, συναισθήματα, ταυτότητες, σχέσεις, όλα υπηρετούν το κείμενο και το τέλος έρχεται ως αντίσταση…. Η γεωγραφία των σωμάτων κάθε ηλικίας, και πάλι, γεφυρώνει τη νομοτέλεια με το χάος. Όρη και βάραθρα, πεδιάδες και ωκεανοί, χείμαρροι, δίνες, υπόγεια ρεύματα και ηφαίστεια, Οι ρωγμές προαιώνιες, οι ουλές τους μνήμη : σκισίματα που αντιστέκονται στην αναπλαστική επίδραση του χρόνου. Τα στόματα σιωπούν, τα σώματα θυμούνται μέσα από κάθε άγγιγμα, κάθε άρνηση, κάθε μοναχικό γογγυσμό.
Μέσα από τις ξεχωριστές και την ίδια στιγμή συνταιριασμένες ιστορίες του έργου αυτού, η σπονδυλωτή δομή του οποίου θυμίζει έντονα ζώντα οργανισμό, ποίηση, πρόζα, τραγούδια αραδιασμένα στη σειρά, οι ήρωες αγωνίζονται να καταγράψουν τη δική τους πραγματικότητα, μέσα από θραύσματα, ασυνέχειες και σκοτεινά σημεία. Η εικόνα που σχηματίζεται, ξεπροβάλλει ημιτελής, όπως ακριβώς αν κοίταζε κανείς μέσα από ανοίγματα σε ερειπωμένη κατοικία. Οι μεμονωμένες ιστορίες, αν και αβάσταχτα αληθινές μέσα στον κόσμο της λογοτεχνικής δημιουργίας, αποκαλύπτουν σιωπηλά σκέψεις οικουμενικές που λιμνάζουν στο υποσυνείδητο. Το σημάδι του χρόνου, κοινό ιερογλυφικό όλων των χαρακτήρων, νεότερων και γηραιότερων, θηλυκών και αρσενικών, καίει ανεξίτηλα την ψυχή τους, συναισθήματα πρωτόγνωρα, που συχνά αρνούμαστε να αποδεχθούμε ότι μας κρατούν άγρυπνους τα βράδια, πάλλονται υπόγεια.
Ξεδιπλώνοντας μια μεγαλειώδη πρόζα, που με τον ρυθμό της μας προσκαλεί σε προσωπικές αναζητήσεις, ο Μάνος Κοντολέων θα καταγράψει στοχαστικά, πάντα βαθιά καλλιεργημένος, την αγωνία του γήρατος και την αβάσταχτη ομορφιά της ζωής. Ένας ύμνος στην αισθητική έκσταση, το τελευταίο αυτό έργο του συγγραφέα συνομιλεί με μία ζεν διαύγεια η οποία επικεντρώνεται, ανάμεσα σε άλλα, και σε έναν λόγο – αντίλογο καθώς ο ήρωας Λάμπρος Αρνής συζητά με τον φίλο και συνομήλικό του γιατρό Εσκενάζυ, ρόλος που δεν είναι παρά η φωνή της «λογικής» της «κοινής γνώσης» της κοινωνίας μας.
Μεθοδικά, συγκινητικά και την ίδια στιγμή ρεαλιστικά, με νοσταλγία και ξάφνιασμα, ο βασικός ήρωας θα περάσει από την καθησυχαστική ασφάλεια μίας συγκαταβατικά ήρεμης ζωής στο απροσδόκητο, ανακαλύπτοντας τον κενό χώρο μεταξύ του παρόντος χρόνου και του μέλλοντος, που αποτελεί και το βασικό διακύβευμα κατά τη γνώμη μου του έργου αυτού. Ένας γάμος ανολοκλήρωτος σε χρόνο ενεστώτα, ένας απειλητικός άγνωστος που κουβαλάει όμως ένα απωθημένο μυστικό, μια στιγμιαία εκδήλωση ζήλιας, ένα τραυματικό οικογενειακό παρελθόν. Αλλά το δράμα εκτυλίσσεται βουβά σ’ αυτό το εύθραυστο λογοτεχνικό κομψοτέχνημα, στο οποίο οι στιγμές αυτογνωσίας σφιχταγκαλιάζουν τις βαθιές ή φευγαλέες απογοητεύσεις, προσθέτοντας "ποιότητες" (σοφία, συναίσθημα, απροσδόκητη τρυφερότητα, πείσμα να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε) σε μια ζωή που το μεγαλύτερο μέρος της είναι μνήμες, ρυθμοί, τραγούδια, ποίηση, παρελθόν παρά μέλλον. Ο Μάνος Κοντολέων συνδέει με μινιμαλιστική αρχοντιά και ποιητική μεγαλοπρέπεια τη μελαγχολική αύρα του έργου του Κόντρα Ρόλος με το πέρασμα του χρόνου, προσδίδοντας όμως ποιότητα και χαρακτηριστικά που μπορούν να κάνουν αυτόν το γερασμένο κόσμο να γεμίσει καλοσύνη, συντροφικότητα, συγχώρεση και αποδοχή.
Ο Μάνος Κοντολέων θεωρώ ότι περισσότερο από κάθε άλλο δραματουργό του καιρού μας είναι ο συγγραφέας του αναστοχασμού του εαυτού. Καθιστώντας τον αναγνώστη του παρατηρητή του εαυτού του μέσα από τις σχέσεις του με τον άλλο, τα πρόσωπα μιλούν με μία εσωτερική άφωνη ηχώ σαν να έχουν ήδη αντιληφθεί τα μεγαλύτερα απόκρυφα του κόσμου τούτου και κουβαλούν μία ήσυχη επίγνωση του μέλλοντος, μία ηρεμία σχεδόν απόκοσμη, μία παλινδρόμηση προς χρόνους νεότερους, προς τόπους αλλοτινούς μόνο ως σηματοδοσία για όσα έπονται. Οι ήρωές του συχνά δεν ανήκουν στη δράση αλλά στο ίχνος της δράσης, σε εκείνο το απροσδιόριστο σημείο όπου το σώμα παραμένει αλλά η βούληση έχει ματαιωθεί.
Ο ήχος της πτώσης προβλέπεται εκκωφαντικός, μα μόνο λίγοι θα τον ακούσουν. Ο Μάνος Κοντολέων με το κουαρτέτο των ηρώων του στο έργο Κόντρα Ρόλος θα παρουσιάσει μία σύνθεση που θα αντιστοιχίσει την τρυφερότητα της ωριμότητας με την περηφάνια της νεότητας και μπολιάζει μία θεσπέσια ιστορία σχέσεων όχι μόνο με τους άλλους αλλά, κυρίως, με τον εαυτό σε ένα έργο ανεξάντλητων ερμηνειών. Αποτέλεσμα υψηλής λογοτεχνικής αισθητικής λαξεμένης με αφοσίωση και μαεστρία που αποκαλύπτει, για μία ακόμη φορά, την έκδηλα λυρική ευαισθησία του δημιουργού του που υπογραμμίζει εδώ τους ποικίλους ρόλους του αρσενικού (εραστή, συζύγου, πατέρα) καθώς, χωρίς να ηθικολογεί ή να εξιδανικεύει, γράφει ψυχωμένα αλλά και με γνήσια ανθρωπιά για ενθύμια αγάπης.
Ασφαλώς, υπάρχει κάτι βαθιά πολιτικό και σε αυτό το έργο, άλλωστε όλα τα βιβλία του Μάνου Κοντολέων είναι πολιτικά : το να μιλάς για την ανθρώπινη κατάσταση, το φευγαλέο, τον σταδιακό κατακερματισμό του ανθρώπου, την ήπια απόδραση, τη χαλαρότητα της μνήμης και την ανυπακοή του κορμιού ενώ η καρδιά χάνει τον ρυθμό της και η ματιά θολώνει, μέσα σε έναν κόσμο που υμνεί την αιωνιότητα, την άμεση ικανοποίηση, την δύναμη, τον υλικό πλούτο, το φαίνεσθαι, είναι ήδη μία πράξη αντίστασης. Κάθε ήρωάς του υπερασπίζεται με λεπτότητα την αλήθεια, την αξιοπρέπεια του ευάλωτου, τη δύναμη της προσφοράς στον άλλο, την αποδοχή της αληθινής ταυτότητας καθώς αποσύρεται, κινούμενος νωχελικά, στο αυθεντικό υποκείμενο. Μέσα σε κάθε του έργο μία προσμονή: να αναζητήσουμε τον εαυτό μας, ακριβώς όπως ο Προυστ στον «χαμένο χρόνο», όχι για να τον ανακτήσουμε αλλά για να αντιληφθούμε πως δεν χάθηκε άδικα.
https://www.hartismag.gr/hartis-83/biblia/se-anazitisi-neas-morfis-ghnwsis
8.10.25
Η Έρικα Αθανασίου για το 'Κόντρα ρόλος' στο fractal
Με όμορφες εικόνες ξεκινάει o Μάνος Κοντολέων το τελευταίο του μυθιστόρημα «Κόντρα Ρόλος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Και οι ωραίες εικόνες συνεχίζουν να ακολουθούν την αφήγηση, καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται και αυτό που φαίνεται αρχικά να είναι ένας αποχαιρετισμός ενός ηλικιωμένου στον έρωτα, καταλήγει σε μια ιστορία όπου ο έρωτας κυριαρχεί.
«Ο ίσκιος από τα φύλλα της μανόλιας σε παραπλανά, σαν τις απρόσμενες στάλες μιας βρύσης που νόμιζες πως καλά την έχεις σφίξει». Ένα δέντρο «που ποτέ δεν επέλεξε να φυτέψει, μα που έχει βρεθεί να τον συντροφεύει... Πλέον. Αλήθεια, πόσων χρονών να είναι αυτή η μανόλια;»
Η αρχή της αφήγησης αποπνέει τη μελαγχολία του ηλικιωμένου άντρα που νιώθει ότι η ζωή τον αφήνει στο περιθώριο και είναι θέμα αξιοπρέπειας να αποσυρθεί από μόνος του. Ακόμα και η προσπάθεια να ανατρέξει στη ζωή του και να γράψει για αυτήν τον κάνει να μετανιώνει «που αθέτησε ότι εδώ και αρκετό καιρό τώρα έχει αποφασίσει - να μην ασχολείται με τις λέξεις που μετράνε τον χρόνο».
Δυο ηλικιωμένοι, αποτραβηγμένοι σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη, συζητάνε για τον έρωτα με αναφορές και στην παγκόσμια λογοτεχνία. «Ανάλαφρες όσο και ανιαρές συζητήσεις αντρών τρίτης ηλικίας». Ανάλαφρες, όχι όμως και τόσο ανιαρές, καθώς μέσα από τη συζήτηση με τον φίλο του γιατρό αναδεικνύεται ο χαρακτήρας του Λάμπρου Αρνή, επιτυχημένου κριτικού θεάτρου και θεατρικού παραγωγού, που παρέδωσε όμως τη σκυτάλη, θεωρώντας ότι είναι καλύτερο να γερνάει κανείς με αξιοπρέπεια.
Ο συγγραφέας παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ιστορία που εμπλέκει στις γραμμές της την ποίηση αλλά και τον θεατρικό λόγο, καθώς οι ήρωες δανείζονται χαρακτηριστικά από τους πρωταγωνιστές της Φαίδρας του Ρακίνα. «Ακόμα και με την απαγγελία ενός μενού μπορείς να φλερτάρεις. Δε χρειάζεσαι ποιήματα…»
Τους βασικούς ρόλους μοιράζονται ο Λάμπρος Αρνής, ο οποίος βαδίζει προς τη δεκαετία των 80 χρόνων του, έχοντας δίπλα του την κατά τριάντα χρόνια νεότερη σύντροφό του, Αντρίνα Λεμονή, διάσημη ταλαντούχα ηθοποιό. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι η Αντρίνα οφείλει την καριέρα της στη σχέση της με τον ήδη πετυχημένο Λάμπρο Αρνή. Μια καριέρα όμως που στηρίχτηκε στο δικό της ταλέντο, ενώ ξεφεύγει από το πρότυπο της γυναίκας που αδιαφορεί για τον σύντροφο, καθώς η διαφορά ηλικίας γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής «…τις γυναίκες τις συναρπάζουν περισσότερο οι άντρες με πνευματικό σφρίγος παρά εκείνοι με σφρίγος στους κοιλιακούς και σε άλλους μυς….».
Πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει και ο Πασκάλ Ομάν, ένας γοητευτικός άντρας, τυχοδιώκτης φωτογράφος, που εμφανίζεται ξαφνικά στις ζωές του ζευγαριού, διαταράσσοντας τις δύσκολα κερδισμένες ισορροπίες. «Ότι φωτογράφιζε ήταν αυτό που υπήρχε και που οι άλλοι δεν το βλέπανε...τα κλαριά της μανόλιας έτσι όπως δραπετεύουν από την αγκαλιά της μάντρας τον προκαλούν να τα προσέξει κι αυτά. Οικία οικογένειας με ριζικό σύστημα». Ο συγγραφέας παίζει με το διπλό νόημα των λέξεων αλλά και με το όνομα του Πασκάλ ή Πασχάλη, ο οποίος αναζητώντας την ταυτότητά του θα καταλήξει στο Πασχάλ. Και τελευταία πρωταγωνίστρια η Σιμόν, που έχει ήδη αποσυρθεί από την ιστορία όταν αυτή ξεκινάει, παραμένοντας όμως πάντα παρούσα, μέσα από τα ίχνη της. Ίχνη στην άμμο, όπως το υλικό που χρησιμοποιούσε συχνά για τα κεραμικά της. Όπως ένα ξεχωριστό πρες παπιέ που έφτιαξε, ένα αντικείμενο που θα καταλήξει αμφίβολο δώρο.
Γύρω από τους βασικούς ήρωες υπάρχουν και οι δευτεραγωνιστές που βρίσκονται όμως στη σκηνή μόνο για να αναδειχτεί καλύτερα ο χαρακτήρας των πρωταγωνιστών.
Η ιστορία εκτυλίσσεται καθώς η Αντρίνα προετοιμάζεται για τον ρόλο της Φαίδρας και συνεχίζει μέχρι την πρεμιέρα και το τέλος των παραστάσεων που θα φέρει αλλαγές στις ζωές όλων, ενώ μια παλιά ιστορία επαναλαμβάνεται αλλάζοντας τους ρόλους των πρωταγωνιστών. «Θα είμαι κι εγώ στην πρεμιέρα», θα στείλει μήνυμα στην Αντρίνα, ο Λάμπρος Αρνής, που έχει επιλέξει να παραμείνει και μετά το πέρας του καλοκαιριού στην εξοχική κατοικία. «Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι καλό είναι να προφυλάσσονται. Ποικιλοτρόπως».
Μια ιστορία που έχει επαναληφθεί πολλές φορές στην παγκόσμια λογοτεχνία, στο θέατρο αλλά μπορεί πάντα να δώσει νέες ερμηνείες, καθώς οι πρωταγωνιστές αλλάζουν και μπορεί να αναγκαστούν σε κάποιον «Κόντρα Ρόλο». Κι ο Μάνος Κοντολέων, παίρνει μια ιστορία πολυπαιγμένη στους αιώνες και της δίνει μια νέα πνοή, καθώς οι ήρωές του με φόντο την Ακρόπολη κάνουν τις δικές τους επιλογές.
Έναν αισθησιακό ερωτισμό αποπνέει το μυθιστόρημα και μένουν μετά το διάβασμα εικόνες που δεν το περιμένεις. «Δάχτυλα που αλώβητα είχαν διανύσει πεδιάδες, ασφαλτοστρωμένες οδούς και βρεγμένα ακρογιάλια. Μπορούσε να εμπιστευθείς την αρρενωπή πείρα τους».
Αργόσυρτο το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, καθώς θέτονται οι βάσεις της ιστορίας, αποκτά έναν ρυθμό όλο και πιο γρήγορο στα δεύτερο, τρίτο και τέταρτο μέρος και φτάνοντας στο πέμπτο η ιστορία καθυστερεί και πάλι βαδίζοντας προς το τέλος.
Ο Λάμπρος Αρνής θα προσπαθήσει να κατανοήσει παλιά και νέα γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή του, μπαίνοντας αυθόρμητα σε ένα καράβι, παραμονή Χριστουγέννων. «Μα ταξιδεύει κανείς προς προορισμό που πλέον δεν υπάρχει;»
7.10.25
Κόντρα ρόλος -στην Καθημερινή της Κυριακής
Στη θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος, ο σκηνογράφος θα χρησιμοποιήσει μανόλιες. Η μισερή σκιά του φυτού, που ενδημεί στην αυλή του πετρόκτιστου αρχοντικού, στην κωμόπολη όπου έχει βρει καταφύγιο ο ογδοντάχρονος θεατρικός κριτικός Λάμπρος Αρνής, θα αναδείξει την «υπενθύμιση πως η απόλυτη προστασία δεν προσφέρεται, μιας και μήτε υπάρχει». «Αυτό, στα χέρια του οποίου βρισκόμαστε, είναι η μη προστασία» (μτφρ. Α. Βαχλιώτης, Πόλις, 2013) δηλώνει ο Μίκι Σάμπαθ, στο εμβληματικό έργο του Φίλιπ Ροθ.
Το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων συνδιαλέγεται όμως, πρωτίστως, με τη «Φαίδρα» του Ρακίνα. Ο Αρνής, ως άλλος Θησέας, αναμετριέται με το γήρας και τη μνήμη. Στην πορεία θα κάνει την εμφάνισή του και ο Ιππόλυτος του έργου, ο Πασκάλ, γιος του Αρνή από έναν έρωτα της νιότης του, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε. Η Αντρίνα Αρνή, η κατά σαράντα χρόνια νεότερη σύζυγός του, θα παίξει, ούσα ηθοποιός, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τον ρόλο της Φαίδρας.
Μελοδραματισμοί
Η αφετηρία του βιβλίου είναι ομολογουμένως γοητευτική: η απόσυρση του καταξιωμένου κριτικού σκιαγραφείται όχι απλώς ως βιολογική φθορά, αλλά ως πάλη απέναντι στις αναπόδραστες μεταμορφώσεις τέχνης και ζωής. Ωστόσο, η αφήγηση γρήγορα διολισθαίνει στον μελοδραματισμό. Αντί να πειθαρχήσει στο υλικό του, ο συγγραφέας εγκλωβίζεται σε μια λυρική αυταπάτη. Το συναίσθημα κυριεύει τον ρυθμό, υποσκάπτοντας σε ένα δεύτερο επίπεδο και την αξιοπιστία του εγνωσμένου κύρους ήρωα. Το κείμενο στερείται έτσι τη δύναμη της ειρωνείας, που θα υπογράμμιζε την απόσταση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι του βίου.
σοβαροφανές-προσωπείο
«Ο Λάμπρος Αρνής τις μέρες με έντονη ομίχλη θα επιχειρεί να μεταφέρει στη γαλλική γλώσσα στίχους του Καρούζου». Οπως και «άσκοπα περπατώντας ανάμεσα στους δρόμους της αριστερής όχθης και καπνίζοντας Gitanes στα μπιστρό, αναζητώντας συνεχώς νέες υπόγειες διαδρομές του μετρό». Ή ακόμη: «Αναζητώντας παλιές εκδόσεις στα κιόσκια εκεί στις όχθες του Σηκουάνα». Και ποιος δεν θα ζήλευε έναν Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε για το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Η «παριζιάνικη αύρα», το «μπλε μπερεδάκι» που γίνεται «πάντα μονόχρωμη τραγιάσκα», οι αναφορές στον Ταρκόφσκι και στη «γοητεία της ανέμελης επιμόρφωσης» των θερινών σινεμά, μετά την επιστροφή στην Αθήνα. Επιφανειακές πινελιές που προσδίδουν στον ήρωα επίπλαστο πολιτισμικό κύρος αντί στιβαρότητα χαρακτήρα.
Αντίστοιχα, οι λυρικές εξάρσεις («η σκιά μου θα είναι το μόνο από μένα που θα μείνει») ή οι σπαραξικάρδιες αποκηρύξεις της παλιάς ερωμένης του Αρνή («γιατί δεν ήθελα να ακούσω ποτέ πια το Ne me quitte pas σε γωνιές του Παρισιού…») επιτείνουν το μελοδραματικό βάρος, αμαυρώνοντας το όποιο ουσιαστικό εσωτερικό δράμα αφήνουν να φανεί κάποια εύτακτα διαλογικά σημεία. Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο ασύμμετρο, που δύσκολα αντέχει δεύτερη ανάγνωση. Οι εικόνες μοιάζουν παράταιρες, δάνειες· η σύνθεση υποβιβάζεται σε παραλλαγή γνώριμων μοτίβων.
Το μυθιστόρημα παγιδεύεται σε ένα σοβαροφανές προσωπείο. Ο Κοντολέων επιχειρεί να παρουσιάσει έναν ώριμο ήρωα με υπαρξιακές αγωνίες που συναντά κανείς σε αντίστοιχους πρωταγωνιστές του Ροθ. Ομως, αντί να ψηλαφήσει το κωμικό που στοιχειοθετεί την τραγωδία προτάσσει έναν κίβδηλο στωικισμό, διάστικτο από αποφθέγματα του συρμού: «Παγίδα για το σώμα της νεότητας ο έρωτας· παγίδα για το σώμα του γήρατος ο θάνατος». Ο Αρνής καταλήγει χωλό αντίγραφο, νόθα ατομικότητα, και το έργο συρρικνώνεται σε μια διεκπεραιωτική προφάνεια του ορατού· στην πράξη, διαβάζεται σαν ήδη χιλιοειπωμένο.
Κορύφωση και κατάρρευση
Το «Κόντρα ρόλος» είναι το κατεξοχήν έργο που θα κέρδιζε τα μάλα εάν ισορροπούσε ανάμεσα στη στοχαστικότητα και στην εξιλεωτική σαγήνη του ιλαροτραγικού. Δυστυχώς, η μειλίχια αισθηματικότητα ακυρώνει κάθε ίχνος του αναγκαίου για τον συγκεκριμένο μύθο αυτοσαρκασμού. Μετά τη μέση, όταν η πλοκή πλησιάζει την κορύφωσή της, οι χονδροειδείς προοικονομίες του έρωτα της Αντρίνας για τον Πασκάλ, όπως και η άκαιρη επιλογή «ο ερμηνευτής να γίνει υποχείριο του ερμηνευόμενου» –η μοιχαλίδα ερωτοτροπεί με ατάκες της Φαίδρας–, δυναμιτίζουν και τα τελευταία υποστυλώματα μυθοπλαστικής συνέπειας. Αντί για μια δόκιμη αναμέτρηση με το γήρας, τον έρωτα και την τέχνη, ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ψιμυθιωμένη κατασκευή.
Και αυτό, τελικά, είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα ενός έργου που αποπειράται να μιλήσει για την αυλαία της ζωής, αλλά δεν καταφέρνει να την υψώσει πέρα από το προσωπείο της.
Δημήτρης Ζωγραφάκης
Καθημερινή της Κυριακής, 5/10/2026
4.10.25
Patrick Modiano «Η χορεύτρια»
Patrick Modiano
«Η χορεύτρια»
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Πόλις
‘Ωστόσο κάποιες λεπτομέρειες παραμένουν ζωντανές. Θα ‘πρεπε να τις καταγράψει κανείς, αν και θα ‘ταν πολύ δύσκολο να τηρηθεί η χρονολογική σειρά. Ο χρόνος που θόλωσε τα πρόσωπα, έσβησε και τα σημάδια αναφοράς. Μένουν κάποια κομμάτια του παζλ που δε θα ενωθούν ποτέ’. (σελ. 7)
Ο Patrick Modiano (Nobel Λογοτεχνίας 2014) για μια ακόμα φορά και με αυτή την τελευταία του νουβέλα αναζητά τη σύνδεση της μνήμης με το παρελθόν, όσο και το παρόν, αλλά και το πως αυτό που θυμάται -όπως και όσο το θυμάται- καθορίζει το μέλλον του.
Πολυγραφότατος πεζογράφος -περίπου 32 είναι τα βιβλία που έχει εκδώσει- είχε τιμηθεί στην πατρίδα του με σημαντικά βραβεία, αλλά στο παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό έγινε γνωστός μετά την βράβευσή του με το Noble Λογοτεχνίας.
Και είναι γεγονός πως η βράβευση αυτή ξάφνιασε μιας και το έργο του ακολουθεί μια εντελώς δική του πορεία ανίχνευσης της σχέσης ατομικής μνήμης με τον χρόνο, στο χώρο όχι μόνο των προσωπικών βιωμάτων αλλά και των κοινωνικών / πολιτικών συνθηκών.
Οι μνήμες είναι ρευστές, αποσπασματικές -αυτή είναι η γοητεία της ατομικότητας, αλλά και το δράμα της. Το ρευστό δημιουργεί τη μοναδικότητα του ατόμου, αλλά παράλληλα αυτό το άτομο έχει ανάγκη και να στηρίζεται κάπου.
Για τον Modiano στήριγμα είναι ο τόπος* οι δρόμοι, τα πάρκα, τα οικοδομήματα. Σε αυτό, όσο μένουν αναλλοίωτα, πάνω τους μπορεί να ανασυνθέσει το παρελθόν του- ‘Στο τέλος πείστηκα κι εγώ πως είμαστε εμείς, γιατί οι ίδιες περιστάσεις, τα ίδια βήματα, οι ίδιες κινήσεις επαναλαμβάνονται εσαεί. Και δεν χάνονται, αλλά είναι γραμμένα ανεξίτηλα στα πεζοδρόμια, στους τοίχους και στις εισόδους των σταθμών αυτής της πόλης. Η αιώνια επιστροφή του ίδιου’. (σελ.83)
Μα και αυτό το στήριγμα κινδυνεύει πλέον – ‘Μια πόλη ξένη. Έμοιαζε μ΄ ένα μεγάλο λούνα παρκ ή με το χώρο duty free ενός αεροδρομίου. Πολύ κόσμος στους δρόμους, όπως δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Οι περαστικοί περπατούσαν κατά ομάδες των δέκα, σέρνοντας τροχήλατες βαλίτσες και , οι περισσότεροι, με σακίδιο στην πλάτη. Από πού έρχονταν αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες που μας έκαναν ν΄ αναρωτιόμαστε μήπως αυτούς και μόνο θα βλέπαμε πια στους δρόμους του Παρισιού;’.(σελ. 12-13)
Στο ογδόντα του χρόνια, λοιπόν, ο Modiano γράφει ένα ιδιόμορφο κείμενο -μια μείξη ρεαλισμού και ποιητικότητας- και μας ξεναγεί στις ασαφείς, άλλοτε μισοξεχασμένες κι άλλοτε ολοζώντανες αναμνήσεις της εφηβείας του και της πρώτης νεότητάς του -ο αφηγητής χωρίς να δηλώνεται κάλλιστα μπορεί να ταυτιστεί με τον ίδιο τον συγγραφέα. Επιστρέφει σε μια περίοδο όπου στη ζωή του κυριαρχούσε η προσωπικότητα μιας γυναίκας, μιας χορεύτριας που τον μυεί στους τρόπους ανάγνωσης του κόσμου. Η ίδια άλλοτε χορεύει, άλλοτε παίρνει μαθήματα χορού, τον παίρνει μαζί της σε μακρινές βόλτες σε δρόμους του Παρισιού, του ζητά να φροντίζει τον Πιερ, το μικρό γιο της, αλλά ποτέ δεν του αποκαλύπτει ποιος ήταν ο πατέρας του, ενώ παράλληλα του γνωρίζει ανθρώπους με ασαφές παρελθόν, όσο και άλλους με στοχευμένες και συγκεκριμένες προθέσεις.
Κι έπειτα και καθώς τα χρόνια περνάνε όλα αυτά τα πρόσωπα χάνονται, μαζί τους εξαφανίζονται τα στέκια της νεότητας, οι άνθρωποι που τη σφραγίσανε. Κι αυτό γιατί… «Εγώ ζούσα μέρα τη μέρα χωρίς να νοιάζομαι και πολύ να μάθω πώς λέγονταν οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμουν. Σαν να΄ μουν ακίνητος στην επιφάνεια του νερού κι όπου με πήγαινε το ρεύμα» (σελ. 53)
Κι αν κάποια στιγμή, ένα ή περισσότερα από αυτά τα πρόσωπα του παρελθόντος ίσως περνάνε φευγαλέα από τις σκάλες ενός σταθμού, ήταν αληθινά ή ‘ένα όνειρο που είχα δει την παραμονή της συνάντησης και που το άφησα να διαρκέσει όλη τη μέρα, ώστε να ξεχάσω το παρόν;’ (σελ. 1110
Το συγκεκριμένο βιβλίο κυκλοφόρησε στη Γαλλία του 2023. Και κάπου μέσα στις τελευταίες σελίδες του, εκεί δηλαδή που ο συγγραφέας πλησιάζει στο τέλος της καταγραφής του, ο αναγνώστης θα διαβάσει: ‘Τί είχε απογίνει η χορεύτρια και ο Πιερ και όλοι όσους είχα γνωρίσει εκείνη την εποχή; Να κάτι που αναρωτιόμουν συχνά όλα αυτά τα πενήντα χρόνια και που ‘χε μείνει ως τότε αναπάντητο. Και ξαφνικά στις 8 Ιανουαρίου 2023, αισθάνθηκα ότι όλο αυτό δεν είχε πια καμία σημασία. Η χορεύτρια και ο Πιερ δεν ανήκαν στο παρελθόν, αλλά σε ένα αιώνιο παρόν’(σελ. 111)
Με τον δικό του τρόπο ο Modiano φιλοσοφεί πάνω στον χρόνο και στην σχέση της με τη μνήμη. Σαφέστατα συγγραφέας ιδιόμορφος και με ένα δικό του τρόπο τρυφερός όσο και σκληρός.
Η γραφή του υπηρετεί θαυμαστά τις απόψεις του, ενώ αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να ανασυνθέσει σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες την πορεία του ατόμου ανάμεσα στον χρόνο και στον χώρο.
Η λογοτεχνική απόδοση αυτής της γραφής στα ελληνικά από τον δόκιμο Αχιλλέα Κυριακίδη είναι απολύτως επιτυχημένη.
Βιβλιοδρόμιο, 4/10/2025
25.9.25
Ο Διονύσης Μαρίνος για το 'Κόντρα ρόλος' στο bookpress
Στη Φαίδρα του Ρακίνα, διακείμενο του Ιππόλυτου που μας άφησε ως μια ακόμη παρακαταθήκη ο Ευριπίδης, το παράνομο πάθος της μητριάς Φαίδρας κινητοποιεί όλες τις δράσεις. Είναι αυτό που την οδηγεί ακόμη και στην αυτοχειρία, καθώς δηλητηριάζει τον εαυτό της. Προηγουμένως, όμως, έχουν εξελιχθεί επί σκηνής διάφορες σύνθετες καταστάσεις ερωτικής φύσεως. Αυτό το έργο χρησιμοποιεί ο Μάνος Κοντολέων ως πρόπλασμα, για να προκαλέσει τις ρωγμές στους ήρωες του πρόσφατου μυθιστορήματός του Κόντρα ρόλος, το οποίο, άλλωστε, είναι διαποτισμένο από το θέατρο.
Ο κεντρικός ήρωας, Λάμπρος Αρνής, υπήρξε επί πολλά χρόνια ένας άκρως επιτυχημένος κριτικός θεάτρου. Ο λόγος του είχε καθοριστική σημασία στα θεατρικά πράγματα, όμως ο χρόνος φαίνεται να βαραίνει πάνω του. Δεν είναι μόνο η σωματική κούραση που τον ωθεί να αποτραβηχτεί, αλλά και η συνειδητοποίηση ότι οι ιδέες του, πλέον, δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα. Σαν κάτι δραστικό να έχει επισυμβεί που τον αποκόβει από την πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή έχει διαφοροποιηθεί.
Η γυναίκα του, Αντρίνα Λεμονή, είναι κατά πολύ νεότερή του και φιλοδοξεί να κάνει σπουδαία καριέρα στο θέατρο. Δεν είναι μυστικό ότι δίχως τη βοήθεια του Αρνή, ελάχιστα επιτεύγματα θα μπορούσε να είχε καταφέρει στο σανίδι. Η διαφορά ηλικίας παίζει το ρόλο της στη σχέση τους, καθώς ως άλλος Πυγμαλίων, ο Αρνής λειτουργεί ως σύντροφος, μέντορας, αλλά και πατέρας για τη νεότατη Αντρίνα. Το τρίτο πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι μια παλιά αγαπημένη του Αρνή, η κεραμίστρια Σιμπέλ Ομάν, η οποία ζει πλέον στην Κρήτη και διατηρεί ένα παραθαλάσσιο μπαρ. Η εμφάνισή της στη «σκηνή» της ζωής του Αρνή θα ανατρέψει όλα τα δεδομένα. Το ίδιο θα συμβεί όταν θα εμφανιστεί και ο γιος της, Πασκάλ Ομάν, ένας φωτογράφος με διεθνή φήμη, νέος, γοητευτικός, που προσπαθεί μάταια να καθυποτάξει το εγγενές πάθος του.
Κατά τη διάρκεια του ανεβάσματος της Φαίδρας του Ρακίνα (να πώς εμφανίζεται το συγκεκριμένο έργο), θα συμβούν πράγματα που θα αλλάξουν πολλές σταθερές. Ο Κοντολέων στοχάζεται πάνω στις έννοιες του πάθους και της κατανίκησής του, την επιθυμία που δεν μπορεί να ξεριζωθεί από τον άνθρωπο και το γήρας που επελαύνει και λειτουργεί ως σιγαστήρας της ζωτικότητας.
Το ανομολόγητο πάθος της Φαίδρας δεν είναι απλώς μια θεατρική σύμβαση, μας λέει ο Κοντολέων με το μυθιστόρημά του. Οτιδήποτε συμβαίνει πάνω στη σκηνή είναι μια εμπνευσμένη και δραματοποιημένη προβολή των δεδομένων της ζωής. Από τη μία, η απόσυρση λόγω ηλικίας του Αρνή κι από την άλλη, το ιμερικό πάθος των νέων σαν αυτό της γυναίκας του και του Πασκάλ.
Συμπόνια
Ο Κοντολέων συμπονάει τους ήρωές του. Ούτε τους κρίνει ούτε τους ειδωλοποιεί. Δείχνει τη φθορά, τις εγκοπές του σώματος, τις σιωπές των ανθρώπων του, αλλά και το τερέτισμα του πόθου τους. Οι εσωτερικοί μονόλογοι κυριαρχούν στο βιβλίο (άλλη μια νύξη στη θεατρική πράξη), κάτι που του δίνει και μια ποιητική χροιά, την οποία ομολογουμένως έχει ανάγκη.
Κάπως έτσι παρελαύνουν (πάλι επί της σκηνής) οι Προυστ, Κάφκα, Τσέχοφ, Χειμωνάς, Μανιώτης, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Τσίρκας, Φασιανός, Μυταράς και κάμποσοι άλλοι, που με έμμεσο τρόπο συνομιλούν με τα τεκταινόμενα στον Κόντρα ρόλο
Επιλέγει, επίσης, να συνομιλήσει και με σημαντικές προσωπικότητες της γραφής και μέσω της διακειμενικότητας, να δώσει περαιτέρω βάρος στο δράμα. Κάπως έτσι παρελαύνουν (πάλι επί της σκηνής) οι Προυστ, Κάφκα, Τσέχοφ, Χειμωνάς, Μανιώτης, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Τσίρκας, Φασιανός, Μυταράς και κάμποσοι άλλοι, που με έμμεσο τρόπο συνομιλούν με τα τεκταινόμενα στον Κόντρα ρόλο, ενώ παράλληλα τους αποδίδονται και οι προσήκουσες τιμές από τον συγγραφέα. Αν δούμε όμως όλα τα παραθέματα των «μεγάλων», θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως μπήκαν επί σκοπώ: όλα δείχνουν πως η πράξη της δημιουργίας είναι ταυτισμένη με τη ζωή και τη μνήμη.
Συνομιλία με το αρχαίο θέατρο
Τα τελευταία έργα του Μάνου Κοντολέων συνομιλούν ανοιχτά με τους αρχαίους μύθους και το θέατρο. Συνακόλουθα ανασύρουν γυναικείες φιγούρες του αρχαίου θεάτρου, τις οποίες μεταφέρει στο σήμερα. Σε αυτή την περίπτωση επιλέγει έναν άντρα πρωταγωνιστή, εντούτοις ο σκοπός της «συνομιλίας» με το παρελθόν παραμένει ο ίδιος.
Στον Κοντολέων, ο έρωτας λαμβάνει χαρακτήρα κινητήρα που άλλοτε βρίσκεται σε έξαρση κι άλλοτε σε στιγμή κατασίγασης.
Ίσως διότι η έτερη θεματική, την οποία μελετάει με ζέση ο Κοντολέων είναι ο έρωτας όχι μόνο ως ιδέα, αλλά και ως σωματική έλξη. Τούτο το στοιχείο είναι εν πολλοίς σε όλους μας, άντρες και γυναίκες. Μας κινητοποιεί με παραπλήσιο τρόπο, αν και υπάρχει πάντα η διαφοροποίηση των φύλων. Στον Κοντολέων, ο έρωτας λαμβάνει χαρακτήρα κινητήρα που άλλοτε βρίσκεται σε έξαρση κι άλλοτε σε στιγμή κατασίγασης. Πάντα, όμως, θερμαίνει και προκαλεί αναταράξεις στους ήρωές του. Θα έλεγε κανείς πως είναι κυρίαρχο ζήτημα στο θέατρο της ζωής τους. Μήπως και στο δικό μας δεν είναι;
https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/23846-kontra-rolos-tou-manou-kontoleon-kritiki-i-tolmiri-texni-tis-thnitotitas?utm_source=Newsletter&utm_medium=email
20.9.25
Η Ελένη Πριοβόλου για το Κόντρα ρόλος στο Βιβλιοδρόμιο
Τα τελευταία χρόνια ο Μάνος Κοντολέων αντλεί τα θέματά του από τα μεγάλα κλασσικά έργα και τις ηρωίδες τους (Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστρα, Μήδεια και τώρα Φαίδρα) συνδέοντάς τα με το σήμερα και προσαρμόζοντας την θεματική του, με μεγάλη επιτυχία, στα ερωτήματα του καιρού μας αποδεικνύοντας ότι είναι και παντοτινά.
Ενώ, όμως με τα τρία πρώτα περιέγραφε τα πάθη των ηρώων μέσα στην εποχή που είχαν ζήσει, τώρα με το τέταρτο μεταφέρει τα κεντρικά πρόσωπα και τη δράση στο σήμερα.
Το πρόσφατο μυθιστόρημά του «Κόντρα ρόλος», είναι ένα βαθύ ψυχογράφημα, μια ανατομία της τρίτης ηλικίας, της απώλειας της ερωτικής ευρωστίας, της έρευνας των κοινωνικών ρόλων, των εξουσιαστικών σχέσεων, της προσωπικής και κοινωνικής απελευθέρωσης και των ανεκπλήρωτων επιθυμιών.
Ο αναγνώστης του έργου, με την σκηνοθεσία του συγγραφέα, παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας πάνω λες σε θεατρική σκηνή και μέσα από την αφήγηση -ήσυχη έως σιωπηλή- βλέπει στον έσω κόσμο των ηρώων σαν σε καλειδοσκόπιο. Στο βιβλίο τίθενται σοβαρά υπαρξιακά θέματα και κυρίως η πορεία προς το αναπόδραστο τέλος.
Με τις γνωστές βραχείες προτάσεις, ενίοτε κοφτές, με το ρήμα στο τέλος της πρότασης, ο Μάνος Κοντολέων καταφέρνει οικονομία λόγου και βάθος έννοιας, καθώς πρόκειται για βιβλίο εσωτερικού μονολόγου και υπαρξιακού δράματος, αφού ο πρωταγωνιστής, Λάμπρος Αρνής, επιτυχημένος κριτικός ` και μαικήνας του θεάτρου, στα 80 του χρόνια βλέπει το σύστημα των νέων τάσεων να τον θέτει στο περιθώριο.
«Δεν είναι μόνο που η ίδια η φύση σπρώχνει το γερασμένο τέκνο της προς το περιθώριο, είναι και το συναίσθημα της αυτοεκτίμησης. Προτού οι άλλοι κραυγάσουν το ‘Άδειασέ μας τη γωνιά’, καλό θα ήταν εσύ να το εφάρμοζες ως αξιοπρεπή επιλογή» (σελ. 21)
Αντιθέτως, η κατά σαράντα χρόνια νεότερη σύντροφός του, η ηθοποιός, Αντρίνα Λεμονή, βρίσκεται στην ωρίμανση της. Γνωρίζει ότι του οφείλει την καριέρα της στο χώρο του θεάτρου, αλλά έχει τον τρόπο της να του ασκεί «την δύναμη της γυναικείας νεότητας πάνω στο αντρικό γήρας»(σελ 59). Όμως και σε αυτή τη νέα γυναίκα έχει εμφιλοχωρήσει η ανασφάλεια, καθώς «…νεαρότερης ηλικίας ερμηνεύτριες αναλαμβάνουν να ξεδιπλώσουν τα πάθη μιας Κλυταιμνήστρας ή Μάνας Κουράγιο. Η εποχή της Παξινού έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Και το κοινό με αδηφάγα διάθεση απαιτεί νέες προτάσεις». (σελ 59)
Ο υπαινιγμός για τον ηλικιακό ρατσισμό στον χώρο του θεάματος είναι σαφής, όπως επίσης και οι ερωτικές σχέσεις ως σχέσεις εξουσίας.
Κρυφά ομολογεί την ανασφάλειά της στον εαυτό της η Αντρίνα Λεμονή, αλλά έντιμα. Ο Λάμπρος Αρνής τής παρέχει ένα εχέγγυο σιγουριάς.
Και οι δυο σύντροφοι, επικεντρώνονται και στην φθορά του σώματος που αποτελεί το εκμαγείο προστασίας του εσωτερικού τους κόσμου. Η Αντρίνα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως οι μεγάλοι ρόλοι είναι για ηλικίες άνω των 50 και να αντισταθεί στην πρόκληση της επανορθωτικής ιατρικής που θα την κάνουν να δείχνει νεότερη. Μοιάζει να γυμνάζει τον εαυτό της για «επανεκκίνηση» της ζωής στη μέση ηλικία. Με κέντρο την Αντρίνα τίθενται ερωτήματα, όπως αυτά της εθελουσίας αποχής από τη βίωση της μητρότητας, της έννοιας της ανεξαρτησίας, της καριέρας και των παραχωρήσεων.
Οι αναδρομές στον παρελθόντα χρόνο πραγματοποιούνται σαν σε φωτοσκιάσεις του χρόνου και μέσω της μνήμης το παρελθόν ταυτίζεται με το παρόν και η αίσθηση συγκατοικεί με την βίωση. Είναι σημαντικό πως μέσα σε λίγες μόνο φράσεις ο συγγραφέας δίνει το ιστορικό πλαίσιο της μεταπολεμικής Αθήνας, της Χαμένης Άνοιξης, της Χαμένης Επταετίας, του Μάη του ’68, της Μεταπολίτευσης. Μέσα στη ροή του λόγου, πάλλεται το τραγούδι Le café des trois Colombes, που τόσο αισθαντικά τραγούδησε ο Τζο Ντασέν, αλλά και στίχοι από τον Ερωτόκριτο με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη.
Η κορύφωση έρχεται αργά με την εμφάνιση του Πασχάλ Ομάν, άγνωστου γιού του Αρνή με μητέρα την Σιμπέλ, μια περιστασιακή του σχέση από την εποχή του Παρισιού. Είναι ένας νέος άντρας, κατακτητικός, θρασύς, γεμάτος σιγουριά αλλά και γεμάτος αναπάντητα ερωτήματα για τον λόγο τον οποίο φανερώθηκε στον άγνωρο από πατρικό ένστικτο Αρνή. Βρίσκει τον Αρνή απροετοίμαστο, αλλά τον βγάζει από την ασάφεια της ύπαρξης και του δίνει ρόλο -αυτόν του πατέρα. Βρίσκει και την Αντρίνα σαν έτοιμη από ποτέ να παραδοθεί στο πάθος. «Τον πόθο μου το δέχομαι κι αθώα δεν κοιτώ» (σελ. 213)
Και τότε στις σελίδες του βιβλίου η Φαίδρα του Ρακίνα πραγματώνεται τόσο στη ζωή των ηρώων όσο και στη σκηνή του θεάτρου, όπου η Αντρίνα Λεμονή επιτυγχάνει να παίξει τον κορυφαίο ρόλο της καριέρας της. Όμως ίσως και της ζωής της, αφού περνά από τη σκέψη της να ζητήσει από τον εραστή της να την αποκαλεί με ένα άλλο όνομα: Φαίδρα. Ως Φαίδρα κρατά το παιδί που κυοφορεί από την ένωσή της με τον Πασχάλ.
«Και έτσι, ως Φαίδρα, ανεβαίνει τα τρία σκαλιά του θεάτρου, μιας και η μανία της για διάκριση την κρατά μακριά από τον εαυτό της».
Ο Λάμπρος Αρνής μόνος,
«Μέσα στο ημίφως του χαμηλού φωτισμού μπορεί να ηρεμεί τα αντιμαχόμενα πάθη και να πλησιάζει περισσότερο προς τη λήψη της απόφασης που θα ξορκίσει παραλήψεις του παρελθόντος». (σελ 260)
Με τονικότητα αρχαίου δράματος και χορό τούς ίδιους τους αναγνώστες, ο Μάνος Κοντολέων πετυχαίνει ένα μοντέρνο μυθιστόρημα με κλασσική φόρμα, μια εσωτερική τοιχογραφία για τις εξουσιαστικές σχέσεις, το γήρας, τις υποταγές στα ορμέφυτα, το δράμα του ίδιου του ανθρώπου. Με τις διακειμενικές αναφορές σε μεγάλους κλασσικούς συγγραφείς και ποιητές το έργο γίνεται πρόσφορο και για την φιλολογική και θεατρική έρευνα.
Βιβλιοδρόμιο, 20/9/2025
Ελένη Πριοβόλου
10.9.25
Μάνος Κοντολέων στον ΕΤ: Έντονος στην εποχή μας ο ηλικιακός ρατσισμός
10/09/2025
Στο βιβλίο «Κόντρα ρόλος», εκδόσεις Πατάκη, ο χρόνος δεν συγχωρεί. Η μνήμη πληγώνει και οι επιθυμίες καίνε. Οι ήρωες του Μάνου Κοντολέων στέκονται στο χείλος της ζωής, ανάμεσα στην αγάπη και την απώλεια, στο πάθος που δεν μπορεί να εξευμενιστεί.
Γιούλη Τσακάλου
Η «Φαίδρα» του Ρακίνα γίνεται καθρέφτης της ψυχής τους, αλλά και της δικής μας: βλέπουμε εκεί τον τρόμο της φθοράς, τη σιωπή που καταπίνει, την αθανασία που κρύβεται στις ανάσες που δεν παίρνουμε πίσω. Σ’ αυτόν τον κόσμο η αγάπη και η θνητότητα συναντώνται, και εμείς, οι αναγνώστες, γινόμαστε μάρτυρες της ευθραυστότητας και της αθανασίας που κρύβεται στις ψυχές μας. Ενα βιβλίο που σε κρατάει, σε αναστατώνει και σε αφήνει να νιώθεις την ίδια την ύπαρξη να παλινωδεί.
Στο τελευταίο μυθιστόρημά σας, «Κόντρα ρόλος», το γήρας παρουσιάζεται όχι μόνο ως σωματική αλλά και ως πολιτισμική περιθωριοποίηση. Πώς βιώνεται αυτή η διπλή φθορά και πώς τη μετατρέψατε σε λογοτεχνία;
Νομίζω πως στην εποχή μας έχει έντονη παρουσία ο ηλικιακός ρατσισμός. Κι αυτό ως αποτέλεσμα μιας θεοποίησης της κατανάλωσης, που πάνω της στηρίζεται ένα μεγάλο μέρος του οικονομικού σχεδιασμού. Αλλά η κατανάλωση απαιτεί -μα και καλλιεργεί- συνθήκες άκρατης όσο και επίπλαστης ατομικής και κοινωνικής ευμάρειας. Το νεανικό σώμα άνετα μπορεί να υπηρετήσει αυτήν την επιφανειακή ευμάρεια, σε αντίθεση με το γήρας, που και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι τέτοιο, αλλά, αντίθετα, με την εικόνα του και μόνο -αλλά και με την εμπειρία του- το απογυμνώνει. Ολα αυτά από μόνα τους αποτελούν πλούσιο υλικό για μια λογοτεχνική σύνθεση.
Ο Λάμπρος Αρνής και η Αντρίνα Λεμονή ζουν την ένταση ανάμεσα στη σοφία της ηλικίας και την αλαζονεία της νεότητας. Ο έρωτας μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ή είναι πάντα μια αέναη πάλη ισχύος και χρόνου;
Ο έρωτας, όταν παρουσιάζεται, μπορεί πολλά να γεφυρώνει και άλλα τόσα να αγνοεί. Αλλά το ερωτικό συναίσθημα δεν είναι κάτι στατικό μέσα στον χρόνο. Από ένα σημείο και μετά το πάθος υποχωρεί και το κάθε μέλος του ερωτικού ζεύγους ακολουθεί τη δική του πορεία, που είναι μια συνύπαρξη πολλών παραμέτρων, και μεταξύ αυτών και του χρόνου και της αντιπαλότητας. Διαφορετικά αισθάνεται ο ένας που από σαράντα χρόνων γίνεται πενήντα και διαφορετικά ο άλλος που από εβδομήντα γίνεται ογδόντα.
Γιατί επιλέξατε τη «Φαίδρα» του Ρακίνα ως άξονα γύρω από τον οποίον κινούνται οι ήρωες; Τι σας συγκινεί σε αυτήν τη μορφή της απαγορευμένης επιθυμίας;
Με τα τρία προηγούμενα μυθιστορήματά μου είχα συγγραφικά «σκύψει» με έναν πολύ προσωπικό τρόπο πάνω σε τρεις γυναίκες των αρχαίων τραγωδιών μας. Στην Κασσάνδρα, στην Κλυταιμνήστρα, στη Μήδεια. Μα τις είχα πλησιάσει μέσα στην εποχή που είχαν ζήσει. Δεν θέλησα να ακολουθήσω την ίδια τεχνική. Κι έτσι, όταν επέλεξα να ασχοληθώ με τη «Φαίδρα», αποφάσισα να τη φέρω στην εποχή μας. Και ακόμα να φωτίσω δίπλα της έναν σημερινό Θησέα. Σε αυτήν μου την προσπάθεια θεώρησα πως ο Ρακίνας με τη «Φαίδρα» του θα μου ήταν περισσότερο πολύτιμος από τον Ευριπίδη και τον «Ιππόλυτό» του.
Το παρελθόν «σπαρταρά» και διεκδικεί τον χώρο του μέσα στο παρόν των ηρώων. Για εσάς η μνήμη είναι παγίδα που μας κρατά δέσμιους ή καταφύγιο που μας σώζει από τη φθορά;
– Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η μνήμη από ένα σημείο και μετά… Πιο σωστά, από μια ηλικία και μετά πρέπει να παίρνει τις διαστάσεις της εμπειρίας. Το μέγα προσόν της προχωρημένης ηλικίας είναι η εμπειρία. Αλλά αυτή η μετατροπή της μνήμης σε εμπειρία δεν είναι δεδομένη. Πρέπει να καλλιεργείται.
Στο μυθιστόρημα η τέχνη δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο· είναι χώρος υπαρξιακής αναμέτρησης. Οι αναφορές σε συγγραφείς, ποιητές και καλλιτέχνες πώς λειτουργούν, ως φόρος τιμής, διάλογος ή αναγκαία ανάσα;
Κυρίως το τελευταίο – ως ανάσα. Με την τέχνη μετατρέπεις τη στιγμιαία καθημερινότητα σε κάτι που διαρκεί και σε βοηθά να παίρνεις βαθιές, ζωογόνες ανάσες.
Μετά από τόσα βιβλία, πώς νιώθετε σήμερα απέναντι στη συγγραφή; Είναι ακόμη μια σκηνή αγωνίας και δοκιμασίας ή ένας χώρος όπου η εσωτερική παρατήρηση, η τρυφερότητα και η σοφία κυριαρχούν;
Και τα δύο. Κάθε νέο έργο είναι ένας νέος αγώνας που δεν ξέρω που θα με οδηγήσει. Αλλά παράλληλα είναι και μια επιβεβαίωση πως εξακολουθώ να υπάρχω. Εχω αληθινά γράψει πολλά και διαφορετικά βιβλία όλα αυτά τα πενήντα περίπου χρόνια που δίνω το συγγραφικό παρόν μου. Μα το καθένα από αυτά μένει μέσα μου ως μια πολύτιμη εμπειρία ζωής. Τα βιβλία μου είναι το αποτύπωμα της ζωής μου.
6.9.25
Η Μαρία Κουλούρη στο OfflinePost
Διαβάσαμε και προτείνουμε: «Κόντρα ρόλος» του Μάνου Κοντολέοντα
Μαρία Κουλούρη, Αρχισυντάκτρια Ύλης
Offlinepost.gr
31 Αυγούστου, 2025
Ο χρόνος είναι αμείλικτος. Οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίνουμε πώς περνά, χάνοντας το νόημα των στιγμών που δεν επιστρέφουν, αναγνωρίζοντας τη σημασία τους όταν πλέον είναι αργά. Με πρωταγωνιστές τον χρόνο, το γήρας, τον έρωτα και έναν άντρα «παγιδευμένο» ανάμεσα σε όλα αυτά, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη το βιβλίο Κόντρα ρόλος του Μάνου Κοντολέοντα.
Συγγραφέας του βιβλίου είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, ο Μάνος Κοντολέων. Είναι γεννημένος στην Αθήνα, ενώ σπούδασε στο τμήμα φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται διηγήματα, μυθιστορήματα και παραμύθια, ενώ παράλληλα είναι και κριτικός λογοτεχνίας. Τέλος, έχει τιμηθεί 3 φορές με το Κρατικό Βραβείο, καθώς και από το ελληνικό τμήμα της ΙΒΒΥ και το αντίστοιχο των ΗΠΑ.
Ας επιστρέψουμε, ωστόσο, στα σχετικά με το βιβλίο. Η υπόθεσή του ξεδιπλώνεται μέσα από 5 μεγάλα μέρη που αποτελούνται από 36 κεφάλαια συνολικά. Πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Λάμπρος Αρνής, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, από εύπορη οικογένεια, η οποία διατηρούσε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο της πόλης. Ο ίδιος φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, ενώ από μικρός είχε ιδιαίτερη αγάπη στην ανάγνωση βιβλίων και στο θέατρο, με το οποίο και επιθυμούσε να ασχοληθεί, όχι, όμως, ως ηθοποιός, αλλά ως κριτικός θεάτρου. Όταν πατέρας του έφυγε από τη ζωή, ο Λάμπρος αποφάσισε να πουλήσει τον εκδοτικό οίκο και να μην ασχοληθεί με τον χώρο αυτό, φεύγοντας έτσι για το Παρίσι, με σκοπό να ασχοληθεί με αυτό που αγαπούσε περισσότερο, το θέατρο.
Στην πόλη του φωτός ο Λάμπρος έγινε ένας σπουδαίος κριτικός θεάτρου και όντας καταξιωμένος, επέστρεψε στην Ελλάδα, ιδρύοντας τον λογοτεχνικό και θεατρικό οργανισμό «Μάσκες», από τον οποίο περνούν πολλοί λόγιοι της εποχής, όπως ποιητές, συγγραφείς, μουσικοί και ηθοποιοί. Στα 66 του χρόνια ερωτεύτηκε μια 35χρονη ανερχόμενη ηθοποιό, την Αντρίνα Λεμονή, την οποία και βοηθά να εδραιωθεί στον χώρο της υποκριτικής, δίνοντάς της ρόλους σε θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Πλέον, όμως, κοντά στα 80 του χρόνια, κάνει σκέψεις να αποσυρθεί από τον χώρο, γιατί καταλαβαίνει πως μεγαλώνει και η υγεία του έχει αρχίσει να κλονίζεται. Αυτά του τα προβλήματα επηρεάζουν ως έναν βαθμό και τη σχέση του με τη γυναίκα του, η οποία βρίσκεται στην καλύτερη φάση της καριέρας της, πρωταγωνιστώντας στη «Φαίδρα» του Ρακίνα.
«Παγιδευμένος» στα δίχτυα του χρόνου, του γήρατος και του έρωτα, ο Λάμπρος αποτελεί έναν ήρωα στο πρόσωπο του οποίου θα μπορούσαμε όλοι μας να ταυτιστούμε. Ως προς το βιβλίο καθαυτό, οι παραστατικές περιγραφές και το οικείο ύφος του το καθιστούν ένα εύληπτο ανάγνωσμα, ιδανικό για όσους επιθυμούν να διαβάσουν ένα εξαιρετικής λογοτεχνικής ποιότητας μυθιστόρημα.
3.9.25
Ψυχογραφώντας τον τρόμο της ατομικής θνητότητας
«Κόντρα ρόλος» – Ψυχογραφώντας τον τρόμο της ατομικής θνητότητας
ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ / 02-09-2025 /
https://www.culturenow.gr/
Με όχημα τον μύθο της Φαίδρας του Ρακίνα αυτή τη φορά, ο Μάνος Κοντολέων υπογράφει ένα μυθιστόρημα για το γήρας και τις απώλειές του, για τον έρωτα και τη σημασία του, για την τέχνη, για τις σχέσεις με τους γονείς αλλά και για τη συνειδητοποίηση, τους φόβους και τη γοητεία της τρίτης ηλικίας.
Με σχεδόν θεατρική σύλληψη ο Μάνος Κοντολέων σκηνοθετεί τη ζωή τεσσάρων ηρώων που φέρουν το βάρος μιας ήδη διαμορφωμένης πορείας, ενός καθοριστικού παρελθόντος και καλούνται να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους, με την τέχνη και με την ίδια την έννοια του πάθους. Κι όλα αυτά καθώς διαρκούν οι προετοιμασίες για το ανέβασμα της Φαίδρας του Ρακίνα. Το αποτέλεσμα είναι ένα ψυχογράφημα που δεν εστιάζει στην πλοκή αλλά στη λεπταίσθητη παρατήρηση των χαρακτήρων, στα βλέμματα, στις σιωπές και στα πάθη τους.
Κριτικός θεάτρου ο ογδοντάχρονος πλέον Λάμπρος Αρνής είναι ένας άνθρωπος με μεγάλη θητεία στον λόγο και στην τέχνη που τώρα ακροβατεί στο χείλος της απόσυρσης. Άλλωστε, «Η απόσυρση είναι μια πράξη αξιοπρέπειας», μας θυμίζει ο συγγραφέας. Ένα έντονο αίσθημα περιθωριοποίησης τον κατακλύζει, το οποίο δεν είναι μόνο βιολογικό, η σωματική έκπτωση είναι αναμενόμενη, είναι και πολιτισμικό, καθώς οι νέες αντιλήψεις για την τέχνη τον βρίσκουν αποκομμένο από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Στο αντίθετο πόλο η κατά πολλά χρόνια νεότερη σύντροφός του, η Αντρίνα Λεμονή, μια γυναίκα νέα και φιλόδοξη. Η σχέση τους οριοθετείται ανάμεσα στη συντροφικότητα και στην εξάρτηση, με έντονα τα πατρικά στοιχεία εκ μέρους του Αρνή αλλά και τη συναίσθηση της νεότητας που φεύγει με τον Μάνο Κοντολέων να γράφει χαρακτηριστικά: «Η υπεροψία της νεότητας! Η βεβαιότητα της δικής της υπεροχής», αφού, «Η νεότητα επιτίθεται, τα γηρατειά συμβιβάζονται».
Το παρελθόν, όμως, «σπαρταρά» μέσα από «τη σιωπή των αναμνήσεων» και έχει πάντα τη δύναμη να επιστρέφει διεκδικώντας τη δικαίωσή του. «Το παρελθόν του […] στιγμιαία σπαρτάρησε και τώρα πλέον είναι έρμαιο επιθανάτιου ρόγχου», γράφει, καθώς η εμφάνιση της Σιμπέλ Ομάν, πρώην ερωμένης του Αρνή, κεραμίστριας και ιδιοκτήτριας ενός παραθαλάσσιου μπαρ στην Κρήτη, θα γίνει η αφορμή για τη μεγάλη και απροσδόκητη ανατροπή. Μαζί της θα εμφανιστεί και ο γιος της, ο Πασκάλ Ομάν, φωτογράφος διεθνούς εμβέλειας, ένας νεαρός, γοητευτικός άντρας, που μάταια θα προσπαθήσει να υποτάξει το πάθος του.
Ανάμεσά τους ο χρόνος και το γύρισμα της μοίρας, ο έρωτας και η συντριβή του αλλά και η Φαίδρα, σε μια δραματουργική αλληγορία, με τους ήρωες του βιβλίου να παλινωδούν ανάμεσα στα μοτίβα του Ρακίνα, την απαγορευμένη επιθυμία, την αδυναμία να ξεφύγεις από τον πόθο, τον ερωτικό ίμερο και την οδύνη του, το ηλικιακό όριο, το σωματικό τέλμα, τις ανθρώπινες σχέσεις.
Ο Κοντολέων επιδίδεται με μεγάλη δεξιοτεχνία σε μια αφήγηση εσωτερική, βαθιά στοχαστική, που αναζητά να αναδείξει τους ψιθυρισμούς της ανθρώπινης ψυχής μέσα στον χρόνο. Στήνει μια ιστορία για το γήρας, το περιθώριο και την αυταπάτη της ανάμνησης, υπενθυμίζοντας πώς η θνητότητα και η μνήμη μπορούν να γίνουν παγίδα, καθώς ο άνθρωπος παλεύει να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του και να αποδεχθεί τη φθορά.
Σε όλο το μυθιστόρημα η συγγραφική ματιά είναι συμπονετική και διαυγής, ενώ η χρήση υπαινικτικών μεταφορών και λεπτών συμβολισμών προσδίδει στο κείμενο έναν ρυθμό ποιητικό που δίνει πνοή στην αναγνωστική διαδικασία, γίνεται το απαραίτητο οξυγόνο για τον συλλογισμό του αναγνώστη πάνω στη φθορά και στη σιωπή της, αφού «Ανεκτίμητο είναι αυτό που σου προσφέρει μια σωστή σιωπή όταν τα πάντα αναταράσσονται, ιδίως τις νύχτες».
Ευφάνταστη είναι η χρήση των εσωτερικών μονολόγων. Η δραματικότητα συναντά τον ρεαλισμό, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας ατμόσφαιρας «πλανερά νοσταλγικής». Σημαντικές είναι επίσης οι διακειμενικές αναφορές του κειμένου, οι οποίες εντάσσονται λειτουργώντας οργανικά στη σύνθεσή του και εμπλουτίζοντας το νόημα χωρίς να βαραίνουν την αφήγηση. Καρούζος, Προυστ, Χάρντυ, Τσέχωφ, Μπέκετ, Χειμωνάς, Κάφκα, Τσάπλιν, Γώγου, Χριστιανόπουλος, Αρλέτα, Φασιανός, Μυταράς, Γκοντάρ, Μπαλζάκ, Φλομπέρ, Σωτηρίου, Μανιώτης, Τσίρκας, είναι μόνο μερικοί από τους πάρα πολλούς δημιουργούς του πνεύματος που αναφέρονται—θα άξιζε κάποιος να συστήσει έναν κατάλογο των αναφορών αυτών—μια και η λογοτεχνία είναι συνομιλία με το παρελθόν και την τέχνη στο σύνολό της και ο Κοντολέων μοιάζει να της αποδίδει τον σεβασμό που της αρμόζει, υφαίνοντας ένα δίκτυο διαλόγων στο κείμενό του, όπου κάθε αναφορά λειτουργεί ως γόνιμη υπενθύμιση ότι καμία δημιουργία δεν στέκεται αποκομμένη αλλά κάθε έργο εδράζεται στη μνήμη της.
Όπως σε όλα του τα έργα ο Κοντολέων επιλέγει κάθε λέξη του με προσοχή, κάθε φράση του κουβαλάει το βάρος μιας προσεκτικής σκέψης, αλλά και τη μουσικότητα του ρυθμού της. Δεν επιδιώκει τον εύκολο εντυπωσιασμό, αλλά τους εσωτερικούς κραδασμούς. Οι σιωπές, τα κενά, οι ανάσες, οι μνήμες, όλα συλλειτουργούν σε ένα αισθητικό θεμελίωμα της εσωτερικότητας των ηρώων του και το τελικό αποτέλεσμα συγκινεί και προβληματίζει ταυτόχρονα με την αφήγηση να αφήνει τον αναγνώστη να τα ανακαλύψει όλα μόνος του. Να απομυζεί τη λεπτότητα των αισθημάτων ή απλώς να «αποδεχτεί τον μέγιστο τρόμο της ατομικής θνητότητας» και να αγκαλιάσει με αγάπη τον εαυτό του. Και είναι ακριβώς αυτή η λεπτότητα που προσδίδει στο μυθιστόρημα μια ανεξίτηλη εσωτερική ένταση και την ίδια στιγμή συναντά τη βαθιά συγγραφική ωριμότητα του δημιουργού του. Ένα βιβλίο, γραμμένο με τρυφερότητα και ενάργεια που φωτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και παραμένει λαγαρό στη μνήμη για πολύ καιρό μετά την ανάγνωσή του.
Συνέντευξη με την Γεωργία Χάντρα στο Fractal
02/09/2025, 9:51 ΜΜ
Μάνος Κοντολέων: «Το ρίσκο και η κάθε κόντρα στάση απέναντι στο κυρίαρχο ρεύμα δημιουργεί την Τέχνη»
Συνέντευξη στη Γεωργία Χάρδα //
«Ζούμε σε εποχή ηλικιακού ρατσισμού και παράλληλα σε μια εποχή ραγδαίων ανακατατάξεων θέσεων μα και αμφισβήτησης αξιών. Η εποχή μας βιάζεται να «απαλλαγεί» από εκείνους που θεωρεί πως την εμποδίζουν να διαμορφώσει το δικό της δρόμο και με ευκολία ξεχνά όσους πιο πριν αυτόν τον δρόμο είχαν χαράξει»
Στο νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Κόντρα Ρόλος» (εκδόσεις Πατάκη), ο Μάνος Κοντολέων επιστρέφει με ένα πολυεπίπεδο έργο που ακουμπά με τρυφερότητα, τόλμη και βαθιά ενσυναίσθηση τα πιο ανομολόγητα πεδία της ανθρώπινης ψυχής. Μέσα από τους ήρωές του —τον ηθοποιό Λάμπρο Αρνή, τη νεαρή Αντρίνα και τον εσωστρεφή Πασκάλ— μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου οι ρόλοι που νομίζαμε πως κατέχουμε ανατρέπονται, αποκαλύπτοντας μια ουσιαστικότερη, πιο αληθινή εκδοχή του εαυτού. Ο συγγραφέας συνομιλεί με τη «Φαίδρα» του Ρακίνα, θέτει στο επίκεντρο ζητήματα ταμπού όπως ο ηλικιακός ρατσισμός, η ερωτική επιθυμία μετά την παρακμή και η επαναδιαπραγμάτευση των ταυτοτήτων. Σε αυτή τη συνέντευξη, μιλά για το χρέος της λογοτεχνίας να σπάει τη σιωπή, την ευθύνη του συγγραφέα να πηγαίνει «κόντρα» και τη βαθιά, υπαρξιακή ανάγκη να μετατρέπουμε τον απολογισμό σε αυτογνωσία.
-Kύριε Κοντολέων τι σημαίνει ο τίτλος «Κόντρα Ρόλος»; Είναι ένας ρόλος ενάντια στη φύση του ανθρώπου ή μήπως είναι αυτός που αποκαλύπτει την πιο κρυφή, πιο ουσιαστική του αλήθεια;
Σαφέστατα το δεύτερο. Υπάρχουν πολλοί από εμάς που ενώ ζούνε μια συγκεκριμένη μορφή ζωής, ξαφνικά βρίσκονται σε μια θέση που αποδεικνύει πως όλες οι αποφάσεις που κατά τη διάρκεια της ζωής τους επέλεξαν, τους
έχουν τελικά οδηγήσει σε μια κόντρα κατάσταση. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματός μου, αλλά και στα άλλα δύο βασικά πρόσωπα. Και μέσα σε μια μέρα -μέρα κοινή και για τους τρεις τους- ανακαλύπτουν πως είτε ως σύντροφοι είτε ως γονείς ή τέκνα βρίσκονται σε μια κόντρα έκφραση της προσωπικότητάς τους.
-Ο Λάμπρος Αρνής αποφασίζει να αποσυρθεί από τη δημόσια σκηνή του θεάτρου. Πόσο έχει να κάνει αυτή του η απόφαση με τη βιολογική ηλικία και πόσο με την ψυχολογική κόπωση; Τι σημαίνει τελικά η «αποχώρηση» για τον ίδιο;
Ζούμε σε εποχή ηλικιακού ρατσισμού και παράλληλα σε μια εποχή ραγδαίων ανακατατάξεων θέσεων μα και αμφισβήτησης αξιών. Η εποχή μας βιάζεται να «απαλλαγεί» από εκείνους που θεωρεί πως την εμποδίζουν να
διαμορφώσει το δικό της δρόμο και με ευκολία ξεχνά όσους πιο πριν αυτόν τον δρόμο είχαν χαράξει. Ο Λάμπρος Αρνής βιώνει με έναν τέτοιο τρόπο και την ηλικιακή φθορά αλλά και τον κοινωνικό και επαγγελματικό εκτοπισμό. Και επιλέγει την αξιοπρεπή, μα και πικρή απόσυρση-όσο μπορεί κανείς να θεωρήσει ως αυτόβουλη επιλογή μια τέτοια πράξη.
-Ο έρωτας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους με μεγάλη διαφορά ηλικίας —όπως αυτός του Λάμπρου με την Αντρίνα—, αποτυπώνεται με τόλμη, αλλά και τρυφερότητα. Πιστεύετε ότι η κοινωνία είναι ακόμη απροετοίμαστη για τέτοιες σχέσεις, όταν πρωταγωνιστής είναι ένας ηλικιωμένος άνδρας;
Η σχέση δυο ανθρώπων είναι κάθε φορά μια ξεχωριστή περίπτωση. Και το κάθε μυθιστόρημα πάνω σε μια ξεχωριστή σχέση δυο ή και περισσοτέρων ανθρώπων στηρίζεται. Σαφέστατα τα ήθη κάθε εποχής επεμβαίνουν σε μια κάπως ακραία -όσον αφορά τη διαφορά ηλικίας- σχέση. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Κυρίως θα έλεγα είναι το πόσο το κάθε μέλος μιας τέτοιας σχέσης θέλει ή μπορεί να υποστηρίξει τη συνέχειά της… Ή αφήνεται να αποδεχτεί πως τόσα χρόνια βρισκότανε σε έναν κόντρα ρόλο.
-Ο Πασκάλ Ομάν είναι μια σιωπηλή, εσωστρεφής φιγούρα, που παλεύει να τιθασεύσει το ερωτικό πάθος. Πιστεύετε ότι ο σύγχρονος άνδρας έχει αλλάξει ως προς τη διαχείριση της επιθυμίας, ή ζει ακόμα με το βάρος παλιών ρόλων;
Ο Πασκάλ Οσμάν -το τρίτο πρόσωπο του έργου- είναι ένας νέος άντρας, φαινομενικά δυναμικός. Και σημειώνω το ότι είναι φαινομενικά δυναμικός μιας και μεγάλωσε μέσα σε μια ημιμάθεια για την καταγωγή του. Η μητέρα του σαφέστατα τον έσπρωχνε σε μια ανεξαρτησία την ίδια στιγμή που δεν άφηνε πίσω της στοιχεία για το παρελθόν τους. Και έτσι όταν θα έρθει η στιγμή της αποκάλυψης, θα βρεθεί απόλυτα απροετοίμαστος, χωρίς να γνωρίζει το τι σημαίνει πατρική σχέση και το πως αυτή μπορεί να κοντραριστεί με την ερωτική επιθυμία. Αλλά κάπως σε παρόμοια κατάσταση θα βρεθούν και τα άλλα δυο πρόσωπα του έργου -ο Λάμπρος και η Αντρίνα. Και πλέον ο κόντρα ρόλος του καθενός θα πάρει συγκεκριμένη πορεία. Πώς μαθαίνει ένας άνδρας να αναγνωρίζει την πατρότητα; Πώς μια γυναίκα μπορεί να ελέγξει το ερωτικό της πάθος ως προς έναν άντρα που μήτε είχε καν υποψιαστεί τη σχέση που τον συνδέει με τον σύντροφό της; Και πάλι οι ανατροπές των παγιωμένων ρόλων… Και πάλι η κυριαρχία των κόντρα ρόλων.
Fractal, 3/9/2025
2.9.25
Η Διώνη Δημητριάδου στο diastixo.gr
Μάνος Κοντολέων: «Κόντρα ρόλος»
Διώνη Δημητριάδου
Diastixo.gr
Δημοσιεύτηκε 01 Σεπτεμβρίου 2025
Ποια είναι η μέγιστη στιγμή μιας υποκριτικής καριέρας; Να συλλάβει ο υποκριτής την ουσία του ρόλου; Να υποδυθεί κυριολεκτικά τον χαρακτήρα του ρόλου, που σημαίνει πως τον «ενδύεται» εσωτερικά; Όλα αυτά, βέβαια, κρίνονται αναγκαία, προκειμένου να μην υποκριθεί (κι ας έχει το απαραίτητο ταλέντο) απλώς τον χαρακτήρα. Πέρα από αυτά, όμως, υπάρχει κάτι ακόμα;
Ο Μάνος Κοντολέων στο πρόσφατο μυθιστόρημά του, Κόντρα ρόλος, δίνει μία ακόμη εκδοχή της υποκριτικής συνθήκης: ο ερμηνευτής να γίνει υποχείριο του ερμηνευόμενου (σ. 221). Γύρω από αυτήν την ιδέα χτίζεται η πλοκή της ιστορίας. Ένας «κόντρα ρόλος», πρόκληση για τον ερμηνευτή, καθώς θα πρέπει να υποδυθεί έναν χαρακτήρα εντελώς ανόμοιο με τα δικά του χαρακτηριστικά στην πραγματική ζωή, γεγονός που απαιτεί να φθάσει στα όριά του, όχι φυσικά μόνον της ερμηνευτικής του δεινότητας –αυτό ας θεωρηθεί εκ των ων ουκ άνευ– αλλά, κυρίως, της ίδιας του της ιδιοσυγκρασίας, και ίσως να τα υπερβεί. Κάποτε επιτυγχάνει, κάποτε όχι. Όσο περισσότερο, ωστόσο, εισχωρεί στον νέο χαρακτήρα, υπάρχει ο κίνδυνος μιας εν δυνάμει ταύτισης, ιδίως αν τα στοιχεία του ρόλου προσομοιάζουν με τις συνθήκες της αληθινής ζωής που ο υποκριτής έχει να αντιμετωπίσει· τότε δυνατόν ο ερμηνευτής να γίνει υποχείριο του ερμηνευόμενου, και στη ζωή του να εξακολουθεί να υποδύεται τον ρόλο, οπότε η «επιτυχία» ή η «αποτυχία» ξεπηδά από το θεατρικό σανίδι και γράφει στη ζωή του, με όποιο κόστος.
Κατορθώνει να προσδώσει σε μια ίσως κλασική ιστορία ερωτικού τριγώνου το βάθος που ζητά η ξεχωριστή λογοτεχνία.
Ενδιαφέρουσα η θεματική, στην οποία στήριξε ο Κοντολέων το βιβλίο του. Κατορθώνει, έτσι, να προσδώσει σε μια ίσως κλασική ιστορία ερωτικού τριγώνου το βάθος που ζητά η ξεχωριστή λογοτεχνία. Ενσωματώνοντας εξάλλου στην πλοκή, από ένα κομβικό σημείο και μετά, την παράσταση της Φαίδρας, με τον κύριο ρόλο να ανατίθεται σε ένα από τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας του, την Αντρίνα Λεμονή, θέτει αντιμέτωπες τη θεατρική Φαίδρα με την υποδυόμενη τον ρόλο Αντρίνα, κι έτσι λειτουργεί, πιθανολογώ, και η αρχική ιδέα που γέννησε το μυθιστόρημα. Ωστόσο, δεν είναι ίσως η μοναδική κινητήρια έμπνευση.
Ο άλλος κύριος ρόλος, ο Λάμπρος Αρνής, σύζυγος τής κατά σαράντα χρόνια νεότερής του Αντρίνας, σημαντικός κριτικός θεάτρου, αποσυρμένος πλέον από την ασχολία του αυτή, βιώνει, κοντά στην ηλικία των ογδόντα, την προσωπική του παρακμή μπροστά στη συνειδητοποίηση του φθίνοντος σώματος, του επερχόμενου τέλους, της αδυναμίας του να σταθεί δίπλα στην Αντρίνα, που σφύζει από ζωή. Μπορεί ο έρωτας να έστησε τις παγίδες του στη νεανική του ηλικία, όμως τώρα τη μοναδική παγίδα τη στήνει ο θάνατος. Και αυτή θα μπορούσε να είναι μια ακόμη εκδοχή της αρχικής ιδέας του έργου.
Και τότε ο Λάμπρος Αρνής σχηματίζει μια φράση – δεν την προφέρει, μόνο τη σκέφτεται: «η σκιά μου θα είναι το μόνο από μένα που θα μείνει». Το βιολογικό τέλος καλπάζει και επιτέλους ας αποδεχτεί τον μέγιστο τρόμο της ατομικής θνητότητας. (σ. 109)
Το τρίτο πρόσωπο, ο άγνωστος έως τότε γιος του Αρνή, ο Πασκάλ, φέρνει αναστάτωση στη ζωή του, συνδεδεμένος με έναν, κατά τη γνώμη του Αρνή, παροδικό έρωτα της νεανικής του ηλικίας στο Παρίσι, αλλά και αναπόφευκτα (για να λειτουργήσει το ερωτικό τρίγωνο, κι ας είναι και σκαληνό) σε ερωτική σχέση πάθους με την Αντρίνα. Σταδιακά τα πρόσωπα της Φαίδρας του Ρακίνα, ο Θησέας, η Φαίδρα, ο Ιππόλυτος, θα βρουν μια αντιστοίχιση με τα τρία πρόσωπα της ιστορίας του Κοντολέων, χωρίς ωστόσο να αποτελούν την απόλυτη ταύτιση με αυτά. Ο Κοντολέων διατηρεί το δικαίωμα της λογοτεχνίας να αντλεί τη θεματική της από τα κλασικά έργα, κι όμως να διαφοροποιείται από αυτά. Όσο, όμως, θα κρατούν οι πρόβες και όταν κατόπιν ανεβεί η παράσταση, τα πρόσωπα της ιστορίας θα πρέπει να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις, με ανατροπές έως το τέλος.
Πάντως, όταν το βέλος έχει αφεθεί να διατρέξει την τροχιά του, ήδη έχει καθοριστεί και το βεληνεκές του. Το πού και το πώς θα καρφωθεί δε γίνεται να το αλλάξεις. (σ. 199)
Ένα τέταρτο πρόσωπο από το παρελθόν, χωρίς τη φυσική του παρουσία, η Σιμπέλ Ομάν, μητέρα του Πασκάλ, θα συμβάλει στην εξέλιξη της μυθοπλασίας μέσω ενός γράμματος, αλλά και ενός ατμοσφαιρικού μπαρ σε απόμερη παραλία της Κρήτης. Ήχοι από μουσικές διατρέχουν την αφήγηση, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο κλίμα. Όπως η ονομασία που η Σιμπέλ έδωσε στο παραθαλάσσιο μπαράκι της, «Le café des trois colombes», από το τραγούδι του Τζο Ντασέν, ενθύμιο του έρωτά της με τον Λάμπρο. Πρόσωπα και φράσεις από τη λογοτεχνία και το θέατρο γεννούν απαραίτητους συνειρμούς. Όπως τα λόγια του Κάφκα, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αποδοχή της δύναμης της τέχνης να αποτελέσει μια ασπίδα προστασίας: Η τέχνη φτερουγίζει γύρω απ’ την αλήθεια, αλλά με την κατηγορηματική πρόθεση να μην καεί (σ. 192).
Ανατρέχω σε προηγούμενες γραφές του Κοντολέων γύρω από τη θεματική του έρωτα. Όπως στην Ερωτική αγωγή (2003/2020), όπου με προκλητική γραφή ανάλογη της θεματικής του ο έρωτας παρουσιάστηκε γήινος, όλο σάρκα και αίμα, όπως άλλωστε του πρέπει. Ο έρωτας, ένας καθρέφτης, στον οποίο φάνηκε η απογείωση και η προσεδάφιση, η υπέρβαση ή η συγκαταβατική αποδοχή των ορίων. Η ερωτική πράξη δημιούργησε απελευθερωμένα άτομα δίνοντας την ώθηση που απαιτείται για την ποθητή αποδέσμευση. Η προβληματική αποδοχή, από την άλλη, του ερωτικού ενστίκτου και η αποσιώπησή του φάνηκε ικανή να υποτάξει ακόμη πιο ταπεινωτικά στις έξωθεν δεσμεύσεις. Τώρα, χρόνια μετά, στο νέο του μυθιστόρημα, επιτρέπει περισσότερο να εισχωρήσει η σκέψη, ο στοχασμός, το συναίσθημα. Μια επαναδιαπραγμάτευση, θα έλεγα, της θεματικής του έρωτα, στην οποία παίζει ρόλο ο χρόνος που αδυσώπητα κυλάει, οι αναμνήσεις που συσσωρεύονται, η οπτική της γυναίκας που συνυπάρχει με αυτήν του άντρα σε μια συνολική συνεκτίμηση των ρόλων, της ψυχοσύνθεσης των ηρώων και των έξωθεν επεμβάσεων. Θέλοντας να ενσωματώσει τη Φαίδρα στη δική του ιστορία, ήρθε πιο κοντά σε μια άλλη διάσταση του έρωτα, πιο δυναμική, εν δυνάμει απελευθερωτική, πιθανόν και πιο αυτοκαταστροφική.
30.8.25
Η Χρύσα Φάντη στην Εφημερίδα των Συντακτών για το 'Κόντα ρόλος'
«Κόντρα ρόλος»
Η τέχνη ως αυτογνωσία
ΝΗΣΙΔΕΣ
ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 30.08.25 18:52
Χρύσα Φάντη
«Παγίδα για το σώμα της νεότητας ο έρωτας· παγίδα για το σώμα του γήρατος ο θάνατος». Στον Κόντρα ρόλο, ο Κοντολέων -συγγραφέας πολυγραφότατος, που έχει ασχοληθεί επιτυχημένα με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου-, ολοκληρώνει μια στοχαστική μυθιστορία για τη ζωή στο περιθώριο και την απατηλή ασφάλεια του χθες∙ ένα ώριμο έργο, όπου πρωταγωνιστούν η θνητότητα, η μνήμη και τα δυσεπίλυτα οικογενειακά και ερωτικά αδιέξοδα
Στο μυθιστόρημα Κόντρα ρόλος, ο Μάνος Κοντολέων μέσ’ από το βλέμμα ενός κριτικού θεάτρου που πλησιάζει τα ογδόντα, του Λάμπρου Αρνή, επιχειρεί να φωτίσει τις έντονες αλληλεπιδράσεις αλλά και τις αδυσώπητες αντιθέσεις ανάμεσα στον έρωτα, το γήρας και τη δημιουργία. Ο Αρνής βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν «κρίσιμο ρόλο», ίσως τον πιο «κόντρα ρόλο» που καλείται να εκπροσωπήσει εκτός σκηνής. Καθώς η απομόνωση, η σωματική φθορά και η αβεβαιότητα της ερωτικής σχέσης του με την κατά σχεδόν σαράντα χρόνια νεότερή του ηθοποιό Αντρίνα Λεμονή κυριαρχούν στη ζωή του επιβάλλοντας νέους όρους, συνειδητοποιεί ότι κι αυτός -όπως η Γουίνι στο Ω, Οι ωραίες Μέρες (Ολοι εκείνοι που πέφτουν)-σταδιακά και με ρυθμό μη αναστρέψιμο βυθίζεται στην αφάνεια.
Με τη θεατρική τέχνη να επιδρά ως άξονας αυτογνωσίας, ο Αρνής καλείται να ζήσει σε συνθήκες παρασκηνίου σαν να βρίσκεται μέσα σε ένα τούνελ που ολοένα στενεύει, που του αφαιρεί σκηνικό και λόγο. Δεν είναι πια καθοδηγητής και βασικό στέλεχος μιας θεατρικής σκηνής, αλλά έρμαιο ενός προσωπικού δράματος. Η αποτυχία του να διεγερθεί ερωτικά και η σκέψη να λύσει το πρόβλημα, καταφεύγοντας στα Zanipram και τα Lexotanil, αποκαλύπτουν τη σωματική και ψυχική του κόπωση. Το παρελθόν, οι ρόλοι, οι θεατρικές παραστάσεις γίνονται σκιά – ένας ίσκιος μανόλιας που, πλέον, «δεν προσφέρει απόλυτη προστασία, μήτε υπάρχει».
Η φιγούρα του φίλου του, συνταξιούχου γιατρού Ερρίκου Εσκενάζυ, προαναγγέλλει τις εξελίξεις εισάγοντας τον αντίλογο και έναν νέο ηθικό και αισθητικό ορίζοντα. Η γήινη σοφία του Εσκενάζυ, οι ιατρικές συμβουλές, ο εκλεπτυσμένος σαρκασμός και ο πραγματισμός του αποτελούν το alter ego της κοινής λογικής ή, ίσως, τη θυμοσοφική όψη του θανάτου. Οι εμβριθείς, παρηγορητικές ατάκες των δύο ηλικιωμένων αθεϊστών που συζητούν για το νόημα της ζωής, πίνοντας ουίσκι σε μια επαρχιακή κωμόπολη, φέρνουν στον νου «συντροφικές ανταλλαγές» ηρώων του Τσέχοφ. Η αναφορά στον Ρώσο θεατρικό συγγραφέα από τον ίδιο τον Αρνή δεν είναι τυχαία.
Από την πρώτη κιόλας σελίδα γίνεται φανερό πως έχουμε να κάνουμε με έναν ήρωα-στοχαστή. Ταυτόχρονα, η δεινή θέση και η ψυχοσύνθεσή του θυμίζουν χαρακτήρες του Φίλιπ Ροθ· άνδρες που παλεύουν να σώσουν κάτι από την πνευματική τους κυριαρχία ενώ το σώμα τους παρακμάζει. Ο Αρνής σκέφτεται την Αντρίνα ως «ώριμη γυναίκα», χαρακτηρισμός που ηχεί παράδοξος όταν προέρχεται από έναν άντρα της ηλικίας του. Δεν προκαλεί μόνο τη θυμηδία αλλά και έναν βαθύτερο προβληματισμό, αν αναλογιστεί κανείς την αγεφύρωτη ηλικιακή διαφορά και την καθολική σύγκρουση που αυτή επιφέρει· αισθητική, θεατρική, ψυχοσεξουαλική. Ο Κοντολέων τον συμπονά, τον κατανοεί, αλλά δεν τον εξιδανικεύει, τον ξεγυμνώνει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αποφεύγει κάθε περιττή δραματοποίηση, όμως, σε αντίθεση με τον Ροθ, επιλέγει μια πιο ήπια και διαλογική ματιά.
Η μορφή και ο ρόλος της Αντρίνας στη ζωή του Αρνή συγκροτούν μια σύνθετη και εύθραυστη αντανάκλαση των ερωτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών μεταβολών της εποχής. Η σχέση τους φαίνεται να χτίζεται πάνω στην ανάγκη του Αρνή, ως άντρα-μέντορα, να παρατείνει τη νεότητά του μέσω της γυναικείας παρουσίας, αλλά και στην αβεβαιότητα της Αντρίνας, που έχει διαπλάσει την ταυτότητά της υπό τη σκέπη ενός έμπειρου πνευματικού καθοδηγητή. Η αναμόχλευση του νεανικού παρελθόντος του Αρνή με την απροσδόκητη εμφάνιση ενός γιου -του σαραντάχρονου, διάσημου φωτογράφου Πασκάλ Ομάν (ή Πασχάλ, ή Πασχάλη)-και, μέσω εκείνου, της μνήμης της νεκρής πια Σιμπέλ Ομάν -Γαλλοαλγερινής κεραμίστριας, ιδιοκτήτριας παραθαλάσσιου μπαρ κάπου στην Κρήτη και πρώην ερωμένης του Αρνή στο Παρίσι-, θα οξύνουν τις αντιθέσεις του ζεύγους. Η «Φαίδρα» του Ρακίνα -με το πάθος, την απώθηση, τη μοιραία επιθυμία- γίνεται εδώ καθρέφτης των εσωτερικών συγκρούσεων.
«Παγίδα για το σώμα της νεότητας ο έρωτας· παγίδα για το σώμα του γήρατος ο θάνατος». Στον Κόντρα ρόλο, ο Κοντολέων -συγγραφέας πολυγραφότατος, που έχει ασχοληθεί επιτυχημένα με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου-, ολοκληρώνει μια στοχαστική μυθιστορία για τη ζωή στο περιθώριο και την απατηλή ασφάλεια του χθες· ένα ώριμο έργο, όπου πρωταγωνιστούν η θνητότητα, η μνήμη και τα δυσεπίλυτα οικογενειακά και ερωτικά αδιέξοδα. Παράλληλα, εστιάζοντας στους χαρακτήρες, με πλήθος ερωτημάτων, υπαινικτικών μεταφορών και γλωσσική φροντίδα που συχνά ακουμπά στην ποίηση, μας παραδίδει ένα πολύπτυχο, σύγχρονο ψυχογράφημα για το αμετάκλητο της φθοράς, την προνοητικότητα της παραδοχής και τη δύναμη της υποχώρησης. Οι εύστοχες διακειμενικότητες, οι δραματικοί εσωτερικοί μονόλογοι, η εναλλαγή υπαρξιακής και καθημερινής παρατήρησης, καθώς και το κτίσιμο μιας ρεαλιστικής όσο και θεατρικής ατμόσφαιρας αποτελούν μερικά από τα πιο δυνατά και διακριτά χαρακτηριστικά της γραφής του.
26.8.25
Η Μαρί Κιουρί και οι κόρες της
Ίμοτζεν & Ίζαμπελ Γκρίνμπεργκ
«Η Μαρί Κιουρί και οι κόρες της»
Μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου
Εκδόσεις Πατάκη
Μια κατηγορία βιβλίων για παιδιά που παρουσιάζει μια ιδιαίτερη άνθιση και διεύρυνση των στόχων της είναι αυτή του Βιβλίου Γνώσεων.
Το είδος αυτό των βιβλίων έχει και στην ελληνική λογοτεχνία για παιδιά και νέους τη δική του ιστορία -μπορούμε να θεωρήσουμε πως βιβλίο γνώσεων ήταν και «Ο Γεροστάθης» του Λέοντος Μελά, που θεωρείται πως είναι το βιβλίο που εγκαινιάζει κατά κάποιον τρόπο τη σύγχρονη ελληνική παιδική λογοτεχνία.
Τα σύγχρονα βιβλία γνώσεων στόχο τους έχουν να γνωρίσουν σε ανήλικους αναγνώστες θέματα εγκυκλοπαιδικά -επιστημονικά, ιστορικά, κοινωνικά, πολιτιστικά- με έναν τρόπο απλό, αλλά όχι απλοϊκό. Στην ουσία πρόκειται για βιβλία τα οποία προσφέρουν τη γνώση που πριν από κάποια χρόνια ο αναγνώστης θα την αναζητούσε σε λήμματα μια εγκυκλοπαίδειας.
Βέβαια και καθώς η ανάπτυξη του θέματος στηρίζεται σε εμπεριστατωμένη έρευνα, η ανάγνωση αυτών των βιβλίων μπορεί κάλλιστα να ενδιαφέρει και το όποιον ενήλικο που δεν διαθέτει ειδικές γνώσεις πάνω σε αυτό το θέμα.
Και νομίζω πως τούτη η ηλικιακή διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού αυτής της κατηγορίας βιβλίων έχει με τη σειρά της προσφέρει την ευκαιρία να δημιουργούνται εκδόσεις που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη αισθητική.
Τα σύγχρονα βιβλία γνώσεων πέρα από το κείμενο διαθέτουν και πλούσια εικονογράφηση ή επίσης πλούσια παρουσία φωτογραφικού και αρχειακού υλικού.
Παράλληλα -και στα πλαίσια μιας γενικότερης τάσης να πλησιάζουμε τη γνώση με όσο περισσότερο προσωποκεντρική θεώρηση ώστε το παρουσιαζόμενο γεγονός να συνδέεται με μια ανθρώπινη διάσταση- τα βιβλία γνώσεων αποκτούν και μια μυθοπλαστική ταυτότητα.
Αυτή η προσπάθεια συνύπαρξης πληροφορίας με μυθοπλασία και πάντα μέσα στην αισθητική κάλυψη της εικόνας, έχει οδηγήσει πολλά από τα σύγχρονα βιβλία γνώσεων να έχουν και τα χαρακτηριστικά ενός graphic novel.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και το βιβλίο «Η Μαρί Κιουρί και οι κόρες της» που το μεν κείμενό το υπογράφει η Ίμοτζεν Γκρίνμπεργκ, τη δε εικονογράφηση η αδελφή της Ίζαμπελ (και οι δυο γνωστές και παγκοσμίως καταξιωμένες στο χώρο του παιδικού εικονογραφημένου βιβλίου γνώσεων και όχι μόνο).
Στο συγκεκριμένο βιβλίο συνεργάστηκαν και δημιούργησαν μια σύντομη -αλλά καθόλου επιφανειακή- βιογραφία της Μαρί Κιουρί και των δυο θυγατέρων της, την Ιρέν και την Εβ.
Στο μεγάλου μεγέθους βιβλίο -το μέγεθος επιβεβαιώνει και την άποψη πως μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί και ως μια ιδιαίτερη υλοποίηση graphic novel- εξιστορούνται τα παιδικά χρόνια της Μαρί Κιουρί, οι σχέσεις της με την οικογένειά της, οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που αντιμετώπισε μέχρις ότου να βρεθεί στο Παρίσι για να ξεκινήσει της σπουδές της. Και στη συνέχεια η γνωριμία της με τον Πιερ Κιουρί, τα δυο παιδιά που απέκτησαν, οι έρευνες τους κάτω από δύσκολες συνθήκες, η διεθνής αναγνώριση, ο αιφνίδιος θάνατος εκείνου, το πάθος με τον οποίο, μόνη της πλέον η Μαρί, συνέχισε τις έρευνές της, ενώ παράλληλα μεγάλωνε τις δυο της κόρες.
Και στο σημείο αυτό, η αφήγηση απλώνεται και στις ζωές των δυο κοριτσιών, φωτίζει τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες τους, παρακολουθεί τις δικές τους πορείες για να επιστρέψει και πάλι στη Μαρί Κιουρί, να περιγράψει το πως οι ίδιες οι έρευνές της της στοίχισαν και την ίδια της τη ζωή, κάτι που μετά από χρόνια θα επαναληφθεί και με την πρώτη κόρη, ενώ η μικρότερη θα μείνει μόνη και με το δικό της τρόπο θα κάνει γνωστό σε όλον τον κόσμο την ουσία και το νόημα της επιστημονικής συνεισφοράς, το τι σημαίνει να αφιερώνεται κάποιος σε ένα σκοπό που αναπτύσσει την επιστημονική γνώση αλλά και προστατεύει την ανθρώπινη υγεία.
Στην ουσία έχουμε της εξιστόρηση του έργου τριών γυναικών που στάθηκαν πρωτοπόρες, ξεπέρασαν στερεοτυπικές φυλετικές διακρίσεις και έγιναν σύμβολα όχι μόνο του επιστημονικού πάθους αλλά και της οικογενειακής αλληλεγγύης.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα έκδοση. Ένας σύγχρονος τρόπος συγγραφής ατομικών οραμάτων, ενδοοικογενειακών σχέσεων, κοινωνικών συνθηκών και επιστημονικών ερευνών. Το συναίσθημα του αναγνώστη ενεργοποιείται και η προσέγγιση επιστημονικών ανακαλύψεων με επάρκεια προσφέρεται από τη συνεργασία λόγου και εικόνας.
Άξιο να διαβαστεί από αναγνώστες διαφόρων ηλικιών και ποικίλων ενδιαφερόντων.
(640 λέξεις)
Βιβλιοδρόμιο Νέων 23/8/2025
Subscribe to:
Comments (Atom)
















