7.11.08

Συγγραφείς στα σχολεία


Από τα τέλη της δεκαετίας του 70, μια ομάδα νέων συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας, μαζί με κάποιους δασκάλους που οραματιζόντουσαν μιας διαφορετικής ποιότητας πρωτοβάθμια εκπαίδευση, άρχισαν να επιδιώκουν την πραγματοποίηση επισκέψεων συγγραφέων σε σχολεία.
Παράλληλα, η όλη αυτή προσπάθεια υποστηρίχτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (που είναι το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα).
Μια τέτοια παράπλευρη συγγραφική δραστηριότητα δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνη την εποχή και ασφαλώς υπήρχαν πολλοί εκπαιδευτικοί, μα και γονείς, που θεωρούσαν την επίσκεψη ενός συγγραφέα σε μια τάξη ως ένα τρόπο προώθησης των βιβλίων του επισκέπτη – συγγραφέα.
Κάποια στιγμή, το Υπουργείο Παιδείας, επείσθη να εκδώσει σχετική εγκύκλιο που συνιστούσε στους διευθυντές των σχολείων να προσκαλούν συγγραφείς στις τάξεις , κυρίως όμως γύρω από τη μέρα που εορτάζεται παγκοσμίως το Παιδικό Βιβλίο (2 Απριλίου).
Κάπως έτσι πέρασε όλη η δεκαετία του 80, και μέσα στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα, οι πόρτες των σχολείων άνοιγαν ολοένα και πιο άνετα για να υποδεχτούν συγγραφείς και εικονογράφους.
Οι εκδοτικοί οίκοι, τα βιβλιοπωλεία, κάποιοι πολιτιστικοί φορείς, συχνά οι ίδιοι οι γονείς μέσα από τους συλλόγους κηδεμόνων διοργανώνανε εκδηλώσεις για το παιδικό βιβλίο και αναλαμβάνανε να καλύπτουν τα αναγκαία έξοδα.
Τα τελευταία χρόνια, οι επισκέψεις συγγραφέων στα σχολεία εντάσσονται σε πρόγραμμα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), και έτσι πλέον οι εκδηλώσεις αυτές απλώνονται όχι μόνο στην πρωτεύουσα και σε μερικά μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και σε πόλεις μικρότερες, ακόμα και σε χωριά. Και βέβαια, δεν περιορίζονται μόνο στα δημοτικά, μα διοργανώνονται και από φιλολόγους σε γυμνάσια κυρίως, μα και σε λύκεια.
Ο θεσμός, λοιπόν, έχει εδραιωθεί. Τα αποτελέσματά του, όμως και μετά από τόσα χρόνια εφαρμογής του, δεν είμαι σίγουρος αν είναι αυτά που κάποιος θα ανέμενε.
Ποιος είναι ο λόγος που ένας συγγραφέας επισκέπτεται μια τάξη;
Η προσωπική παρουσία του δημιουργού τονώνει το ενδιαφέρον των παιδιών για την ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων –πάνω σε αυτό το σκεπτικό πρόσωπα και φορείς του χώρου της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους διοργανώνουν τέτοιας μορφής εκδηλώσεις.
Μα από ένα σημείο και μετά η φιλαναγνωσία για να αποκτά ουσιαστική έννοια, θα πρέπει να στηρίζεται όχι μόνο στη συνάντηση του αναγνώστη με τον δημιουργό ενός μυθιστορήματος, αλλά θα πρέπει προηγουμένως να έχει γίνει η γνωριμία εκ μέρους του αναγνώστη με όλο ή μέρος του έργου του συγγραφέα.
Αυτό το γεγονός καταγράφεται στις οδηγίες που τόσο το ΕΚΕΒΙ, όσο και οι ίδιοι συγγραφείς δίνουν ή συζητούν με τους διοργανωτές.
Αλλά τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει γνωριμία εκ μέρους του αναγνώστη με το έργο ενός συγγραφέα;
Η ανάγνωση και μόνο, από τους μαθητές μιας ομάδας, ενός ή περισσοτέρων βιβλίων δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει ο εκπαιδευτικός να βοηθήσει τα παιδιά ή τους εφήβους να «ξεκλειδώσουν» τα μυστικά, τα τεχνάσματα, τις συχνά κρυμμένες ιδέες που ο συγγραφέας έχει τοποθετήσει μέσα στο μυθιστόρημά του, για παράδειγμα, ή στα παραμύθια ή στα διηγήματα μιας συλλογής.
Τα παιδιά, συνήθως, τα κρατά η πλοκή. Αλλά στη λογοτεχνία μεγαλύτερη σημασία από το τι λέγεται, έχει το πως αυτό λέγεται.
Η πλοκή από μόνη της δεν αποτελεί στοιχείο μιας καλής λογοτεχνίας. Το καλό λογοτεχνικό βιβλίο το χαρακτηρίζει η γλώσσα με την οποία έχει γραφτεί, το πως έχουν ολοκληρωθεί οι χαρακτήρες, ποιες θέσεις προβάλλονται, ποιοι εσωτερικοί σύνδεσμοι, εν τέλει, δημιουργούνται ανάμεσα στη ψυχοσύνθεση του κάθε αναγνώστη με το έργο.
Σήμερα, όταν ένας συγγραφέας συζητά με τα παιδιά μας ομάδας, που έχουν διαβάσει τα περισσότερα ή έστω κάποια από αυτά, βιβλία του, δέχεται βασικά ερωτήσεις όπως : «Γιατί ο ήρωας έκανε αυτό και όχι κάτι άλλο;»
«Πώς σας έρχεται η έμπνευση να γράψετε μια ιστορία;»
«Θα συνεχίσετε να γράφετε βιβλία;»
«Πώς λεγότανε το πρώτο σας βιβλίο;»
«Πώς αισθάνεστε που είστε διάσημος;»
«Πώς περνάτε τις ελεύθερες ώρες σας;»
«Πόσα χρήματα κερδίζετε από αυτή τη δουλειά;»

Όπως όλες οι ενασχολήσεις του ανθρώπινου νου για να αποκτήσουν μια ουσιαστική οντότητα και ένα περιεχόμενο χρειάζονται μια εκπαίδευση, έτσι και η δραστηριότητα της ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων, θέλει κι αυτή για να την κατακτήσουμε να ακολουθήσουμε κάποια βήματα εκμάθησης της.
Μόνο το ένστιχτο δεν είναι αρκετό να προχωρήσει τα πράγματα πιο πέρα από το «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε».
Ασφαλώς και το πρώτο πράγμα που ένας αναγνώστης (και μάλιστα όταν είναι παιδί ή έφηβος) επιζητά είναι η δράση, η πλοκή. Και στην περίπτωση της παιδικής/ εφηβικής λογοτεχνίας, οι συγγραφείς αυτή την ανάγκη του αναγνώστη τους φροντίζουν να την καλύπτουν.
Αλλά δράση υπάρχει όχι μόνο όταν δυο άτομα με κάποιο τρόπο συγκρούονται σωματικά, μα και όταν συγκρούονται και κοινωνικά και πολιτικά και ιδεολογικά και συναισθηματικά. Κα δράση προκύπτει ακόμα και μέσα από τη σύγκρουση του ήρωα με τον ίδιο του τον εαυτό.
Το ζητούμενο είναι να μάθουν οι νεαροί και νέοι αναγνώστες την ποιοτική διαφορά κάθε μορφής σύγκρουσης και να ανακαλύπτουν σταδιακά τις διαφορετικές αποχρώσεις.
Ιδιαίτερη αξία για την συνειδητή και επαρκή αναγνωστική ταυτότητα ενός ανθρώπου έχει και η γνώση των τεχνικών αφήγησης και γενικότερα οι τρόποι χρησιμοποίησης της γλώσσας.
Ανάμεσα στο δημοσιογραφικό «Ο δεκαοχτάχρονος οδηγούσε την μοτοσικλέτα του με υπερβολική ταχύτητα» και στο λογοτεχνικό «Οδηγούσε με ταχύτητα την μοτοσικλέτα του. Πρόλαβα να ξεχωρίσω τα μακριά, μαύρα του μαλλιά…» υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά.
Στη μια περίπτωση υπάρχει η ενημέρωση, στην άλλη μια επαφή.
Στα πλαίσια αυτού του κειμένου δεν έχω τη δυνατότητα να επεκταθώ σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικές με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία.
Θα ήθελα πάντως να δηλώσω πως ασφαλώς και είμαι υπέρμαχος τέτοιων προγραμμάτων, αλλά επίσης θεωρώ πως η παρουσία του συγγραφέα όσο και αποτελεσματική κι αν είναι, πάντα θα είναι και πεπερασμένη αν παράλληλα δεν συμβαίνουν και κάποιες άλλες συνθήκες μέσα στη σχολική τάξη.
Και γίνομαι πλέον σαφής.
Στα μεν δημοτικά θα πρέπει η λογοτεχνία να ενταχθεί στο Ωρολόγιο και στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Υπάρχουν ειδικότεροι από εμένα που έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους για το πώς μια τέτοια ένταξη μπορεί να υλοποιηθεί.
Αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο κι αν λειτουργήσει έστω και επαρκώς, τότε η επίσκεψη του συγγραφέα θα είναι ενταγμένη μέσα σε ένα πρόγραμμα που θα βοηθά τα παιδιά να αποκτούν επαρκή και ευαισθητοποιημένη λογοτεχνική αναγνωστική ταυτότητα.
Στα δε γυμνάσια και λύκεια καλό θα ήταν οι φιλόλογοι να γνωρίσουν πρώτα αυτοί και στη συνέχεια να φέρουν μέσα στην τάξη και στο μάθημα της λογοτεχνίας, κείμενα που ανήκουν στην κατηγορία «για νεαρούς ενήλικους αναγνώστες».
Πρόκειται για ολοκληρωμένα λογοτεχνικά έργα (κυρίως μυθιστορήματα) που αυτό που τα εντάσσει σε μια κάπως διακριτή κατηγορία είναι το ότι εστιάζουν την προσοχή τους στον τρόπο που ο έφηβος ζει και βιώνει την ίδια του την εφηβεία τόσο μέσα στο ίδιο του το σώμα και την ψυχή, όσο και μέσα στην οικογένεια, την κοινωνία γενικότερα. Αλλά έτσι ο έφηβος αναγνώστης ανακαλύπτει στον έφηβο λογοτεχνικό ήρωα στοιχεία κοινά και εξερευνά πιθανές απαντήσεις στα ερωτήματά του.
Ο καλύτερος τρόπος για να πείσεις κάποιον να αγαπήσει τη λογοτεχνία είναι να τον κάνεις να δει πως ο ίδιος του ο εαυτός υπάρχει μέσα στα λογοτεχνικά έργα.
Μου έχει τύχει –για να επανέλθω στην παρουσία συγγραφέων στα σχολεία- να συζητήσω με παιδιά του δημοτικού και εφήβους του γυμνασίου / λυκείου και οι συζητήσεις εκείνες έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μου. Πάντα δίπλα σ΄ εκείνα τα παιδιά υπήρχαν δάσκαλοι που είχαν καταφέρει να φέρουν, έστω και υπόγεια, τη λογοτεχνία μέσα στην εκπαιδευτική τους καθημερινότητα και πάντα δίπλα στους εφήβους υπήρχαν φιλόλογοι που είχαν ανακαλύψει τα βιβλία εκείνα που μέσα στις σελίδες τους οι μαθητές τους αισθάνονταν πως οι ίδιοι κυκλοφορούσαν.
(Δημοσιεύτηκε στο 'Βήμα των Ιδεών' -Παρασκευή, 9 /11/2008)

1.11.08

Άρωμα Σαφράν



Γιασμίν Κράουθερ
«Άρωμα Σαφράν»
μετάφραση Κώστια Κοντολέων
Εκδόσεις Ψυχογιός


Η Μαριάμ είναι από το Ιράν. Γεννημένη σε πλούσια οικογένεια, με τον πατέρα της ανώτερο στρατιωτικό αξιωματούχο του Σάχη, προορίζεται να ζήσει τη ζωή μιας γυναίκας της τάξης της. Ο πατέρας της διαλέγει τον άντρα που σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια θα της ταιριάζει. Αλλά η Μαριάμ αναζητά την ευκαιρία να ζήσει μια ζωή που η ίδια θα έχει επιλέξει. Η σύγκρουση με το οικογενειακό περιβάλλον είναι όχι μόνο αναμενόμενη, αλλά και τραγική. Και η Μαριάμ στην ουσία θα βρεθεί εξόριστη στην Αγγλία, όπου εκεί πλέον θα στήσει τη νέα της ζωή δίπλα σε ένα γεμάτο κατανόηση άντρα και θα αποκτήσει την μονάκριβη κόρη της , τη Σάρα.
Όλα δείχνουν να κυλάνε ήρεμα, με το παρελθόν να υπενθυμίζει την παρουσία του μέσα από ιρανικές συνήθειες –κάποια τραγούδια, μερικά φαγητά.
Αλλά ξαφνικά όλα ανατρέπονται. Ένα τυχαίο περιστατικό δίνει την αφορμή να ξεσκεπαστούν όλα όσα η Μαριάμ έκρυβε μέσα της όλα αυτά τα χρόνια. Τη τραυματική σχέση με τον πατέρα που ποτέ δεν αξιώθηκε την κάθαρση, το πάθος της για το αγόρι εκείνο που υπήρξε σύντροφος των νεανικών της χρόνων και πάνω απ΄ όλα την ανάμνηση από το χωριό που ζούσε τα παιδικά της καλοκαίρια.
Και η Μαριάμ αποφασίζει το ταξίδι της επιστροφής που θα την φέρει μπροστά στην ανάγκη να πάρει μια απόφαση, να κάνει μια επιλογή. Τα επόμενα χρόνια της θα τα ζήσει ως εξόριστη ιρανή ή ως γυναίκα που θα αγωνιστεί για τα ιδανικά της νεότητάς της;
Η Γιασμίν Κράουθερ, αγγλοϊρανή και η ίδια, με πατέρα εγγλέζο και μητέρα ιρανή, έγραψε αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα με την άνεση του ανθρώπου που γνωρίζει καλά το θέμα του. Και με ιδιαίτερη ευαισθησία φωτίζει το πάθος που οδηγεί τον άνθρωπο που του στερήσανε την πολιτιστική του ταυτότητα . Γιατί στην ουσία αυτό είναι το θέμα του έργου. Ο κόσμος της Ανατολής και ο κόσμος της Δύσης αν κάποια στιγμή θα γεφυρωθούν, αυτό θα γίνει μέσα από την κόρη της Μαριάμ. Αυτή θα είναι που θα έχει θεμελιωμένη μέσα της την διπλή ταυτότητα, άρα και την ικανότητα να κατανοεί ακόμα κι όταν διαφωνεί. Η ίδια η Μαριάμ δεν θα αισθανθεί πως η ζωή της σωστά ολοκληρώθηκε αν δεν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν κι αν δεν αποφασίσει πως αυτή η ζωή της πρέπει να τελειώσει με την υλοποίηση των ονείρων με τα οποία είχε κάποτε ξεκινήσει.
Το μυθιστόρημα περιγράφει με εσωτερικούς φωτισμούς τις κρυμμένες περιοχές μιας χώρας και ενός λαού που σήμερα απασχολεί όλη τη διεθνή κοινότητα. Αλλά αν και εσωτερικός ο φωτισμός αυτός είναι ικανός να προσφέρει στον δυτικό αναγνώστη στοιχεία που θα τον βοηθήσουν να ερμηνεύσει στάσεις και θέσεις μιας κοινωνίας που αντιστέκεται στα δυτικά πρότυπα.
«…Το ξέρεις ότι κάθε Άνοιξη ο κρόκος φυτρώνει μόνος του στην αυλή μας έξω; Βγαίνει από το χώμα και ξεπετάγεται πράσινος από το τίποτε. Μια μέρα τα λουλούδια του γίνονται μαβιά σαν τον νυχτερινό ουρανό, τον ουρανό της νιότης μας. Και μέσα στα πέταλά τους το σαφράν φυτρώνει κόκκινο σαν το αίμα. Ύστερα μαραίνονται και το έδαφος γίνεται χώμα ξανά, όπου τα κοτόπουλα αφήνουν τις κουτσουλιές τους. Έτσι γίνονται τα πράγματα από καταβολής κόσμου: σαφράν, κουτσουλιές, σαφράν κουτσουλιές.»
Η Μαριάμ χαμογέλασε με τον τρόπο που πρόφερε τη λέξη η Νορούζ. «Ήμουν θλιμμένη και ο γιατρός Αχλαβί μου είπε να θυμάμαι ότι το σαφράν βγαίνει από το χώμα».

Και βέβαια είναι ένα μυθιστόρημα που διαθέτει ζωντανούς όσο και απρόβλεπτους χαρακτήρες. Οι σχέσεις κόρης και πατέρα, μητέρας και κόρης, αλλοδαπών συζύγων, παιδικών φίλων που άγγιξαν τον έρωτα δίχως να τον χαρούνε, οι σχέσεις αδελφών, αλλά και ότι χαρακτηρίζει την συνύπαρξη ανθρώπων που ζούνε σε μια απομακρυσμένη περιοχή του Ιράν –όλα αυτά σκιαγραφούνται με μια ανατολίτικη λατρεία στη λεπτομέρεια, όσο και με μια δυτική ματιά απόμακρης κατανόησης.
Μυθιστόρημα για δυο κόσμους. Δυο πολιτισμούς.

30.10.08

Νένη Ευθυμιάδη - ...αθόρυβα



"...Να έχει πεθάνει; Ανήκουστο! Δεν πεθαίνουν εύκολα άνθρωποι σαν κι αυτόν, η φύση τους θωράκισε χαλύβδινα, προορίστηκαν για άτρωτοι, για ραφιναρισμένοι παίκτες. Κι αν τώρα εξαφανίστηκε, σίγουρα παίζει κάπου..."
Νένη Ευθυμιάδη 'Αθόρυβες Μέρες' ,

Σπάνια συνάντησα συγγραφέα που το έργο του και η ζωή του να ταιριάζουν απόλυτα.
Και λίγοι, ελάχιστοι είναι οι συγγραφείς που γνωρίζω και με τους οποίους μαζί τους με έδεσε μια αληθινή φιλία.
Η Νένη Ευθυμιάδη ένας από αυτούς και μάλιστα ο πιο παλιός. Από το Δημοτικό γνωριζόμαστε. Φίλοι γίναμε όταν εκείνη κυκλοφόρησε τις "Αθόρυβες Μέρες" της.
Τα βιβλία της Νένης Ευθυμιάδη έχουν βρει τη θέση τους στη νεοελληνική πεζογραφία μας.
Εκείνο που κυρίως τα χαρακτήριζε ήταν κάτι το αντισυμβατικό.
Ακριβώς το ίδιο στοιχείο που και η ίδια ως προσωπικότητα διέθετε.
Τα βιβλία της θα μπορώ να τα διαβάζω όποτε το θέλω.
Τη φωνή της όμως -τόσο ιδιαίτερα βραχνή- δεν θα την ξανακούσω.
Μήτε το γέλιο της -μια πηγαία κατάθεση χαράς.
Και βέβαια την ίδια την εικόνα της -μια τόσο ιδιαίτερα όμορφα ντυμένη γυναίκα.
Και ασφαλώς, τα λόγια της, οι σκέψεις της... Πάντα άναρχα αισιόδοξες ή αισιόδοξα άναρχες ακόμα κι όταν το Τέλος την περικύκλωνε.
Πριν από ένα περίπου μήνα τη συνόδεψα στην τελευταία της έξοδο. Προσκεκλημένος της. Ηλιόλουστο μεσημέρι με συντροφιά λίγους, λιγότερο κι από ελάχιστους καλούς φίλους. Οι διαχρονικά και αθόρυβα στενοί... Το φαγητό ελαφρύ και κουβεντούλες που θέλανε να αγνοούν...
Δεν ξέρω για εκείνη, αλλά εγώ δεν ήθελα να πιστέψω πως ήταν η τελευταία φορά που θα συναντιόμαστε. Τα σημάδια ήταν ολοφάνερα, μα ίσως να πίστευα πως -όπως πάντα- η Νένη για ακόμα φορά θα ανέτρεπε τη ροή των γεγονότων.
Αλλά η ζωή δεν είναι μυθιστόρημα... Η Νένη, όμως, ως μυθιστορηματική ηρωίδα θα είναι δίπλα μου για όσα χρόνια θα συνεχίσω να ζω...
Μη γελάς Νένη... Αφού για μια ακόμα φορά -αθόρυβα- θα συμφωνήσεις μαζί μου.

1.10.08

Πολλαπλά Ξαφνιάσματα


Ντία Μέξη - Τζόουνς
"Ο Τζόνι κι εγώ"
μυθιστόρημα
Εμπειρία Εκδοτική
Μου αρέσουν τα βιβλία που σε ξαφνιάζουν.
Ακόμα περισσότερο μου αρέσουν οι άνθρωποι που σε ξαφνιάζουν
Και η Ντία είναι ένας από αυτούς
Το βιβλίο της επίσης.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους
Κοντά είκοσι χρόνια πριν –ίσως λιγότερα, δεν είμαι πια καλός και τόσο στο να καταγράφω το τι έχει στο παρελθόν γίνει.
Κάπου τόσα, πάντως και είμαι στον Μαραθώνα –εκείνα τα χρόνια περνούσαμε οικογενειακά πολλές μέρες χειμώνα και καλοκαιριού στο εξοχικό μας σπίτι στην Παραλία.
Μας άρεσε ο Μαραθώνας και ένα από τα στοιχεία που μας έκαναν να θέλουμε να είμαστε εκεί, ήταν γιατί είχαμε ένα πολύ ζεστό στέκι.
Μια πιτσαρία - μπαρ -καφέ που βρίσκαμε πάντα ενδιαφέροντες ανθρώπους να μιλήσουμε, να διασκεδάσουμε…
Ψυχή του χώρου και ζεστή οικοδέσποινα μια κοπελιά που η κυρίως εργασία της ήταν να φυλάσσει βιβλία –βιβλιοθηκονόμος στο Κολέγιο Αθηνών.
Αυτή, λοιπόν, η κοπέλα –η Ντία Μέξη- ήξερε πάντα να μας κρατά συντροφιά άλλοτε μιλώντας μας για βιβλία, άλλοτε για τα τρέχοντα κοινωνικά θέματα, κι άλλοτε διοργανώνοντας ώρες διασκέδασης.
Όμορφα, πολύ όμορφα περνούσαμε και ξαφνικά πολύ λυπηθήκαμε που η Ντία μας ανακοίνωσε πως σκόπευε να μας αφήσει –τον Μαραθώνα, το στέκι μας.
Στην Αγγλία για μεταπτυχιακά, δήλωσε.
Και ομολογώ πως ξαφνιάστηκα. Εγώ περίμενα να μου πει πως βρήκε σύζυγο κι αυτή με ενημέρωσε πως γράφτηκε σε αγγλικό πανεπιστήμιο .
Ένα ξάφνιασμα. Και πού νάξερα πως θάτανε διπλό.
Γιατί η Ντία και μεταπτυχιακό πήρε και σύζυγο βρήκε… Τον… Τζόνι
Και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία.
Ήδη είχαμε μπει στην εποχή του Ίντερνετ κι εγώ είχα φτιάξει την ιστοσελίδα μου και κατά καιρούς έψαχνα να δω από πού ήταν οι διάφοροι επισκέπτες της.
Συναντούσα συχνά επισκέπτη από την Αγγλία και η καρδούλα μου πετάριζε … Λες να ήταν κάποιος ατζέντης ή εκδότης που θα μου πρότεινε μετάφραση κάποιου βιβλίου μου;
Μέχρι που πήρα ένα e- mail και το μυστήριο λύθηκε με ένα ακόμα ξάφνιασμα. Ατζέντης ή εκδότης ο επισκέπτης δεν ήτανε. Μα η Ντία που επικοινωνούσε με τους φίλους της όχι μόνο μέσω κλασικών και παλιών τρόπων, αλλά και μέσω των νέων.
Απέκτησε κι αυτή e-mail και έτσι αρχίσαμε να επικοινωνούμε πιο συχνά
Με αυτόν τον τρόπο μας ενημέρωνε για την αύξηση των μελών της οικογένειάς της, για τις μετακινήσεις της, για τα όμορφα σπίτια που έμενε, για τα γαλήνια μέρη στα οποία ήθελε να μας φιλοξενήσει.
Κι ενώ σκεφτόμαστε κάποια στιγμή να πάμε κι εμείς εκεί να γνωρίσουμε από κοντά την νέα της οικογένεια και το πανέμορφο Μπαθ, η Ντία μας ξάφνιασε και πάλι.
Μας έστειλε τον εγγλέζο αντρούλη της εδώ –όχι με σάρκα και οστά, αλλά χάρτινο. Ήρωα ενός μυθιστορήματος. Και η ίδια ηρωίδα .
Αυτό κι αν ήταν ξάφνιασμα.
Και δεν ήταν ξάφνιασμα μόνο το ότι έγραψε, αλλά και το τι έγραψε.
Αυτό το φρέσκο, το χαριτωμένο, το κεφάτο, το σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό κείμενο.
Χάρηκα που το είδα, χαίρομαι που το βλέπω να κυκλοφορεί πια.
Είναι ένα βιβλίο που με ανάλαφρο τρόπο λέει σοβαρά πράγματα.
Μιλά για τις στρεβλώσεις δυο κοινωνιών, αλά και για τα ανοίγματα που η κάθε μια τους επιχειρεί.
Μιλά για πως συνταιριάζονται μέσα από τη συμβίωση δυο ανθρώπων, διαφορετικές κουλτούρες.
Στην ουσία μιλά για μια νέα γενιά ανθρώπων που κυκλοφορούν ανά την Ευρώπη και δημιουργούν μια δισυπόστατη πατρίδα.
Με άλλα λόγια είναι ένα μυθιστόρημα με περιεχόμενο και σύγχρονο προβληματισμό. Και σύγχρονο τρόπο γραφής.
Ναι, η Ντία Μέξη – Τζόουνς με το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα κατοχυρώνεται ως συγγραφέας. Και μάλιστα συγγραφέας που ξέρει να χρησιμοποιεί όχι μόνο τη γλώσσα –πατροπαράδοτο εργαλείο κάθε συγγραφέα. Αλλά και το διαδίκτυο.
Στο blog για το βιβλίο της (johnny-ang-me.blogspot.com) γίνεται ‘το σώσε’ και ‘το έλα να δεις’
Τώρα η Ντία ξεκινά ένα νέο κεφάλαιο της ζωής της στο Αμπού Ντάμπι –άλλο πάλι ξάφνιασμα. Το μυθιστόρημά της το παρουσιάζουμε σήμερα στο Σύνταγμα… Απ΄ ότι έχει δηλώσει γράφει νέο…
Α, μου αρέσουν οι άνθρωποι που με ξαφνιάζουν. Από τον Μαραθώνα στο Άμπου Ντάμπι… Για σκεφτείτε το.
Και οι άνθρωποι που σε ξαφνιάζουν γράφουν βιβλία που ξαφνιάζουν κι αυτά.
Καλοτάξιδο Ντία μου και ευτυχισμένοι νάστε όλοι σας. Κι εσύ και οι δικοί σου και οι ήρωες του έργου σου

22.9.08

Δροσουλίτες



Όταν το ιστορικό γεγονός συναντά τη σύγχρονη καθημερινότητα

Άννα Γκέρτσου - Σαρρή

"Δροσουλίτες"

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Κέδρος

Η Άννα Γκέρτσου - Σαρρή είναι μια συγγραφέας που διαθέτει μια εντελώς προσωπική παρουσία στο χώρο της σύγχρονης λογοτεχνίας μας.
Ξεκίνησε τη συγγραφική της καριέρα με έργα για παιδιά, γρήγορα προχώρησε σε μια λογοτεχνία για εφήβους και στη συνέχεια πέρασε σε μυθιστορήματα για ενήλικες αναγνώστες.
Αν εξαιρέσει κανείς τα πρώτα της έργα όλα τα υπόλοιπα έχουν να κάνουν με θέματα ιστορικά ή και της μυθολογίας.
Στα έργα της Σαρρή, η ιστορία σπάνια παραμένει στο χώρο μιας ιστορικής περιγραφής. Αντίθετα αποτελεί το έδαφος που μέσα του φυτρώνουν προσωπικές ιστορίες του χτες και του σήμερα.
Αυτά και στο μυθιστόρημά της <<Δροσουλίτες>> που κυκλοφορεί εδώ και κάποια χρόνια από τις εκδόσεις Κέδρος.

********


Μια γυναίκα, κάπου στα σαράντα της χρόνια, δημοσιογράφος, με σταθερό δεσμό και συγκεκριμένες ιδεολογικές απόψεις, ξαφνικά συνειδητοποιεί πως ότι πάνω του στήριξε τη ζωή της (σχέσεις, ιδέες, οράματα) καταρρέει, μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης έκπτωσης ηθών και απόψεων.
Η ευκαιρία που της δίνεται να κάνει ένα ρεπορτάζ πάνω στο ιστορικό πρόσωπο εκείνο που στη συνέχεια πέρασε στη μεριά του μύθου, καθώς έγινε ο αρχηγός των Δροσουλιτών (τον Ηπειρώτη αγωνιστή Χατζημιχάλη Νταλιάνη), είναι μια καλή αφορμή για την ίδια όχι μόνο να επανεξετάσει τις απόψεις της, αλλά και να δει κατά πόσο μπορεί κανείς να στηριχτεί στο χτες για να στήσει το όραμα ενός μέλλοντος.
Καθώς πηγαίνει στην Κρήτη, κρατά μαζί της ένα βιβλίο που αναφέρεται στον Νταλιάνη και ενώ το καράβι διασχίζει τη θάλασσα, εκείνη έκπληκτη ανακαλύπτει πως ένας ακόμα Νταλιάνης μπαίνει στη ζωή της –ένας συνταξιδιώτης (συνονόματος του ήρωα) που η έντονη γοητεία του θα την βοηθήσει να εισέλθει όχι μόνο πιο άνετα, αλλά και κυρίως πιο βαθιά στην ατμόσφαιρα ενός τόπου που μπορεί να φιλοξενεί το όραμα ενός μύθου.
Στο μυθιστόρημα της Σαρρή κυριαρχεί ο τόνος μιας κοφτής ματιάς πάνω στο ανίερο σήμερα, μαζί με μιαν άλλη, εκείνη την ιερή που μπορεί να φωτίσει με τέτοιο τρόπο της κρητική γη ώστε να σαρκώσει το ανεξήγητο συμβάν.
Στην ουσία έχουμε τη μάχη δυο ιδεολογιών. Και η ηρωίδα καθώς μονίμως κινείται στα όρια τους, φτάνει στη στιγμή εκείνη όπου οι αντοχές της την αφήνουν και εισέρχεται στην πανδαισία της απόλυτης αναγνώρισης του θαύματος.
Μα τα θαύματα τα συνειδητοποιούμε όχι την ώρα που τα ζούμε, αλλά στη συνέχεια, όταν πια η μνήμη στηρίζεται πάνω τους και τα μετατρέπει σε σύμβολα.
Ότι η νεαρή γυναίκα θα ζήσει στην Κρήτη Δε θα είναι μόνο η συμμετοχή σε ένα ομαδικό όραμα, ούτε η παρακολούθηση ενός ιστορικού συμβάντος που αγνόησε τη λήθη. Θα είναι κυρίως η γνώση του ίδιου της του εαυτού, η γνώση του αδιέξοδου που έχει φτάσει η γενιά της και βέβαια ο τρόπος που σε ατομικό επίπεδο μπορεί να αγγίξει τη λύτρωση.
Στην ουσία οι Δροσουλίτες είναι ένα πολιτικό βιβλίο –όπως άλλωστε οφείλει να είναι το κάθε ολοκληρωμένο λογοτεχνικό έργο.
Η Σαρρή αποφασίζει να καταγγείλει. Το κάνει όμως με τρόπο διακριτικό, με τρόπο υπόγειο –τελικά με τρόπο περισσότερο αποτελεσματικό.
Αλλά είναι και βιβλίο ερωτικό –ακριβώς γιατί περιγράφει τον έρωτα με μία σκιά. Ο μεγαλύτερος εραστής μας είναι πάντα εκείνος που πλάθεται από την άλλη πλευρά του χαρακτήρας μας.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διατηρεί όλες τις παραμέτρους ενός λόγου καθημερινού μα και ευαίσθητου. Εναλλάσσεται με αποσπάσματα από το ιστορικό κείμενο για τον Ηπειρώτη αγωνιστή και ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την ικανότητα της συγγραφέως να χειρίζεται με τρόπο αποτελεσματικό τη γλώσσα.


7.9.08

Το τίμημα του έρωτα και της εξουσίας




ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

Ιστορία ευνούχου

«ΠΑΤΑΚΗΣ»


Ποια τα όρια και οι δυνατότητες ενός αρσενικού ευνουχισμένου; Ποια η κοινωνική θέση και η προοπτική του στην τρυφερότητα και το πάθος μιας γυναίκας. Το άτομο το χτυπημένο από τέτοια συμφορά καταφεύγει στην άρνηση, γίνεται ο άνθρωπος του Δεν. Ο ευνούχος, ανίκανος να συνουσιαστεί, να κάνει παιδιά, αποφεύγει τη διαπραγμάτευση, φύλακας και τιμωρός εναντιώνεται και πολύ συχνά αγγίζει το απάνθρωπο. Ωστόσο διατηρεί το πλεονέκτημα της απόστασης, συχνά με ισορροπίες τρόμου.Ο Μάνος Κοντολέων στην «Ιστορία ευνούχου» επιχειρεί μια προσέγγιση ιδιαίτερη απέναντι στη διαστρεβλωμένη φύση. Ο ήρωάς του παιδί της Ανατολής, από φτωχή οικογένεια, αγόρι ερωτεύσιμο, μαγεύει στο παζάρι τον πρώτο αξιωματικό του κραταιού αφέντη. Γίνεται εραστής του για χρόνια και μαθαίνει τη ζωή των στρατοπέδων και με ήπια βία την ερωτική ιδιαιτερότητα του αξιωματούχου. Κάποτε ο στρατηλάτης επιστρέφει στην πατρίδα δοξασμένος, αλλά θανατώνεται και η χήρα του εκδικούμενη τη συζυγική απιστία ευνουχίζει τον Ελενο, όνομα δοσμένο από τον άντρα της, αφού και η ίδια πρώτα γεύεται την ομορφιά του. Το ορμέμφυτο του νέου χτυπιέται θανάσιμα και ως μόνη διέξοδος εμφανίζεται το πνεύμα, με το κίτρινο ράσο του μεγάλου ευνούχου. Ο Ελενος ζει πια ως σύμβουλος, ως μοχλός εξουσίας στα ιδιαίτερα δωμάτια της πανέμορφης αρχόντισσας Ονορίας. Επίσης γίνεται κάτοχος, μέσω ενός γέροντα, βαθύτερης γνώσης και παιδείας.Ολη η πλοκή του μυθιστορήματος, αφηγημένη σε πρώτο πρόσωπο από τον ίδιο, που γράφει το ημερολόγιό του μέχρι την τελευταία του στιγμή. Αποποιούμενος το πάθος της Ονορίας, τι ιδιαίτερος ερωτισμός ανάμεσα σε ανάπηρο με την προσωπίδα του ανυποχώρητου και της γυναίκας που στοιχηματίζει να εισχωρήσει στο άβατο και απαραβίαστο του βαθύτερου των τραυμάτων. Επιτέλους φτάνει η στιγμή του αρσενικού ν' αποκαταστήσει τη φύση του βιασμένη από έναν άντρα μα και κατεστραμμένη από τη σύζυγό του. Ο Ελενος αποφασίζει τότε τον επίπονο δρόμο της ισχύος και του μυαλού. Το τίμημα της εξουσίας καθώς χάνει το κορμί. Η ώρα της πληρωμής έχει φτάσει και αρνούμενος την πρόσκληση για της σάρκας τη γιορτή αυτοτιμωρείται. Πλαστογραφώντας την υπογραφή της Ονορίας αποφασίζει ο ίδιος τη θανατική καταδίκη του. Περιμένοντας το τέλος, τέλος και του βιβλίου, σημειώνει: «Ονορίνα... Εσύ μη φορέσεις ποτέ το κίτρινο... Νομίζω πως ακούω την πόρτα... Δεν γυρίζω το κεφάλι... Συνεχίζω να γράφω... Τίποτε από εμένα δεν φαίνεται... Εγραψα το παρελθόν μου... Γράφω το παρόν... Το μέλλον μου... Οι βελόνες...».Η τακτική του ασυγκίνητου στον Ελενο, τόσο σωματικής όσο και πνευματικής υφής, περιγράφεται από τον Κοντολέοντα με τρόπο λιτό, αποστασιοποιημένο σχεδόν, ενταγμένο στον κανόνα του ήρωα. Το δισυπόστατο αρσενικό ακρωτηριασμένο, αλλά δυνατό, της εξουσίας. Ο Ελενος δοξάστηκε ως ισχυρός άντρας, δεν μπορεί να ταπεινωθεί στα μάτια της γυναίκας. Αποχρωματίζει λοιπόν τον πόθο, δεν προδίδει το σχεδιασμό της ζωής του και αυτοκτονεί, ασκητής ευνούχος.Στο βιβλίο ο έρωτας έχει δύο όψεις. Μυθοποιείται και ταυτόχρονα απομυθοποιείται. Στην πρώτη περίπτωση, η έλξη περιβάλλεται ως μαγεία του απραγματοποίητου πάθους, του ανέφικτου, μόνο με το όνειρο μπορεί να συνδιαλλαγεί. Στη δεύτερη, η δύναμη και η ρώμη της απόφασης και της νόησης κυριαρχούν στο ευκαιριακά σαρκικό.Ο Ελενος φέρνει τη σφραγίδα της σταυρικής ζωής. Ακολουθεί ό,τι θεωρεί αυτοδημιούργητη μοίρα, δεν παρεκκλίνει. Χαρακτηρίζει όμως την ανθρώπινη απόφαση τέτοια ακαμψία; Ο Κοντολέων με το ακραίο παράδειγμά του πιστεύει πως ναι, άλλωστε η ζωή του Ελενου έχει μονοδρομηθεί σχεδόν ερήμην του. Ωστόσο ο έρωτας είναι πανταχού παρών στις σελίδες, μάλιστα ο συγγραφέας θέλοντας να προσδώσει στη δόξα του φτερωτού θεού διαχρονικότητα και παγκοσμιότητα τοποθετεί κείμενα που διαταράσσουν την ισορροπία και τη συνοχή του έργου, από τους Καβάφη, Τ. Ουίλιαμς, Ευριπίδη, Τσέχοφ, Σολομώντα, Στρίντμπεργκ. Με την «ιστορία ευνούχου» ο Κοντολέων ισοζυγιάζει την καταγραφή της ψυχρότατης εξουσίας με την πυρετική αγρύπνια του πάθους. Κι όσο κι αν ο ήρωας ζει σε παλαιότερες πολιτισμικές στιγμές, η περίπτωσή του χαρακτηρίζει τις ημέρες μας. Σύμβολο του ανίκανου πνευματικού και πολιτικού δεσπότη, κατακλύζει το παρόν μας, καθώς η ωραιότητα του έρωτα εμποδίζεται, σχεδόν περιθωριοποιείται από σκοπιμότητες, ανταγωνισμούς, πλέγματα, στόχους, βία. Αν και το μυθιστόρημα εντρυφεί στην πληγή του αρσενικού, περιέχει και τα δύο φύλα, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το βιβλίο σύγχρονο.
ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/05/2001

5.9.08

Βίλα Κομπρέ


Αλέξης Σταμάτης
«Βίλα Κομπρέ»
μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη

Με το έβδομο αυτό μυθιστόρημά του, ο Αλέξης Σταμάτης επιβεβαιώνει όλα τα θετικά και όλα τα αρνητικά στοιχεία της μυθιστορηματικής τεχνικής του.
Ως θετικά αναφέρω την έντονη πλοκή, την ευέλικτη γλώσσα, την παραστατική περιγραφή των τόπων δράσης.
Ως αρνητικά θεωρώ την παρέμβαση του ίδιου του συγγραφέα στις αντιδράσεις των προσώπων του έργου.
Και γίνομαι πλέον σαφής.
Ο Σταμάτης διαθέτει μια εκρηκτική φαντασία, μια ικανότητα να αφηγείται ιστορίες περίπλοκες. Έτσι όμως λες και παρασύρεται ο ίδιος από τις ικανότητές του αυτές και ξεχνά πως τις περιπέτειες που καταγράφει τις ζούνε πρόσωπα που, όπως όλες οι μυθιστορηματικές περσόνες το ίδιο κι αυτά, αναπνέουν και παθιάζονται όχι γιατί απλώς το θέλει ο δημιουργός τους, αλλά γιατί τους το επιβάλει από τη μια η ανθρώπινη φύση τους έτσι όπως αντιδρά στα γεγονότα και από την άλλη η ψυχική τους ιδιαιτερότητα έτσι όπως στον καθένα διαφορετικά είναι διαμορφωμένη.
Αυτά ως γενικές παρατηρήσεις.
Στο μυθιστόρημα αυτό, ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει την πορεία προς την αυτογνωσία του 28χρονου Θάνου, καθώς θα αναζητεί το μυστικό που έκρυβε ο πρόσφατα πεθαμένος πατέρας του (η αναζήτηση αυτού του είδους είναι μια από τις αγαπημένες μυθιστορηματικές αφετηρίες του Αλέξη Σταμάτη).
Ο ίδιος ο Θάνος έχει φύγει από το χωριό του, εκεί κοντά στα είκοσί του χρόνια και μη έχοντας τίποτε επιτύχει στην πρωτεύουσα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας αποτυχημένος κοινωνικά και υπαρξιακά νέος άντρας. Εκείνος όμως άλλα πίστευε –‘Τίποτε από εμένα δε φαίνεται, ήθελε να νομίζει’, σημειώνει ο συγγραφέας.
Αυτό εκείνος πίστευε –ή μάλλον ο συγγραφέας του θέλει να κάνει τον αναγνώστη του να το νομίζει. Ο ίδιος ο Θάνος έχει συνειδητοποιήσει το ότι είναι ένας τριαντάρης σε πλήρη αδιέξοδο και για να βρει σκοπό στη ζωή του ξεκινά μια περιπέτεια αναζήτησης που θα τον φέρει από μια παράξενη βίλα προαστίου της Αττικής έως στα βάθη της αφρικάνικης ζούγκλας.
Τελικά μέσα από πλάνες, φόνους, ενοχές, έρωτες και πάθη –τόσο άλλων όσο και δικών του- θα συμφιλιωθεί με την ανάμνηση του πατέρα του, αλλά και ο ίδιος θα μπορέσει να χαρεί τον απλό έρωτα και τη απλή ζωή.
Μέσα σε αυτόν τον καμβά εξιστόρησης ο Αλέξης Σταμάτης βρίσκει τρόπους να παρασύρει τον αναγνώστη του στα ενδότερα μιας αθηναϊκής βίλας που μας παραπέμπει με το όνομά της στον Προυστ, ενώ οι βασικοί της ένοικοι έντονα θυμίζουν τις ηρωίδες του Ντίκενς από το «Μεγάλες Προσδοκίες», στα στέκια του αθηναϊκού λούμπεν, στις ίντριγκες των μεγαλοαστών, αλλά και στα όσα μπορεί να σου δώσει ένα ταξίδι μέσα στη αφρικάνικη ζούγκλα.
Μάστορας της αφήγησης, ξέρει να στολίζει τη δράση με υπαρξιακούς προβληματισμούς. Αλλά δεν την ενώνει με αυτούς.
Ως παράδειγμα γι αυτή την άποψη μου, αναφέρω τη χρήση της φράσης ‘τίποτε από εμένα δε φαίνεται’. Πρόκειται για φράση που ο Γιώργος Χειμωνάς βάζει στα χείλια του Άμλετ, στην ελεύθερη και τόσο γοητευτική απόδοση του έργου του Σαίξπηρ. Ο Αλέξης Σταμάτης θεμελιώνει το χαρακτήρα του ήρωά του πάνω σε αυτή τη δήλωση. Αλλά λόγια που εκφράζουν μια βαθιά αυτογνωσία δεν μπορούν να προϋπάρχουν της πορείας προς αυτήν. Και, εν τέλει, δεν είναι ο Θάνος που μας πείθει πως ‘τίποτε από εκείνον δε φαίνεται’, αλλά μάλλον ο Πολύβιος, ο πατέρας του, που αν και βιολογικά απών από τη δράση του έργου καταφέρνει να είναι το μυθιστορηματικό πρόσωπο με τις πιο κρυμμένες πτυχές της προσωπικότητάς του.
Ο Αλέξης Σταμάτης με σταθερούς βηματισμούς και όχι και τόσο αργούς, μπορεί να θεωρηθεί πως κατάφερε να γίνει μάλλον ο πλέον επιτυχημένος μυθιστοριογράφος της γενιάς του. Δικαιολογημένη η επιτυχία. Η στέρεη δομή, ο καταιγισμός γεγονότων, οι ζωντανές περιγραφές, οι παθιασμένες αντιδράσεις και μια κινηματογραφική ματιά τη δημιούργησαν.
Θάλεγα πως ο Σταμάτης μοιάζει να διεκδικεί τη θέση που ο Καραγάτσης είχε στη γενιά του 30. Και πιστεύω πως μπορεί να την κατακτήσει.
Φτάνει μόνο να προσέξει αυτό που ο ίδιος γράφει σε μια από τις τελευταίες σελίδες της ‘Βίλας Κομπρέ’ – ‘Ο άνθρωπος αληθεύει απ΄ τη στιγμή που έχει να μεταβιβάσει ένα μήνυμα σ΄ εκείνον που έρχεται ύστερα απ΄ αυτόν. Ένας πατέρας είναι υπεύθυνος για την αφήγηση που θα παραδώσει στο γιο του…’.
Ναι, έτσι ακριβώς. Όπως άλλωστε και ένας συγγραφέας είναι υπεύθυνος για την αφήγηση που θα παραδώσει στον αναγνώστη του.
(Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να δημοσιευθεί στο Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ. Λόγοι ... "γραφιοκρατικοί" οδήγησαν τελικά στη μη δημοσιευσή του και στη θέση του τυπώθηκε η κριτική του Κώστα Κατσουλάρη)