13.2.19

Βιβλιοθήκες - εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του


Βιβλιοθήκες - εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του
(σενάριο πιθανής επιστημονικής φαντασίας)
               



Συχνά με ρωτούνε –μια  ερώτηση που νομίζω πως γίνεται σε όλους τους συγγραφείς- τι με συνδέει με τους ήρωες των βιβλίων μου.
Ανάλογα με τις ψυχολογικές διαθέσεις μου απαντώ άλλοτε πως έχω για τους ήρωες μου τα ίδια συναισθήματα που έχω και για τα παιδιά μου –«Παιδιά , πνευματικά παιδιά του συγγραφέα είναι οι ήρωές του», διευκρινίζω- άλλοτε πάλι πως αισθάνομαι πως για αυτούς εγώ είμαι ένα θεός –«Εγώ τους έπλασα, εγώ τους δημιούργησα!» , ξεκαθαρίζω- κι άλλοτε πάλι κι όταν είναι μια μέρα που έχω μια απροσδιόριστη αγωνία για το που τάχα με πάει η ζωή και πόσο ουσιαστικά εκμεταλλεύτηκα τις μέρες και τα χρόνια που έχω ζήσει, τότε…
Μια ιστορία τους λέω –παραμύθι ή μικρό κείμενο μαγικού ρεαλισμού;
Όταν –ξεκινώ- έρθει η ώρα ο συγγραφέας να αφήσει αυτόν τον κόσμο, τότε γύρω από τον τάφο του μαζεύονται όλοι οι ήρωες των βιβλίων που έχει γράψει. Μαζεύονται και ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν τον Χάρο.
Θέλουν να τον νικήσουν. Είναι γι αυτούς  μια πάλη  που το αποτέλεσμά της θα κρίνει την ίδια τους την ύπαρξη.
Αν οι ήρωες των ιστοριών του συγγραφέα νικήσουν τον Χάρο, τότε ο δημιουργός τους θα παραμείνει ζωντανός, τα βιβλία του θα συνεχίσουν να διαβάζονται και οι ίδιοι αυτοί οι  ήρωες θα εξακολουθούν να αναγνωρίζονται από τους μελλοντικούς αναγνώστες.
Αν όμως οι μυθιστορηματικοί ήρωες νικηθούν από τον Χάρο, τότε και ο συγγραφέας θα ταφεί και σε λίγο καιρό τόσο ο ίδιος όσα και τα δημιουργήματά του θα ξεχαστούν.
Ποιοι είναι οι λογοτεχνικοί ήρωες που νικούνε τον Χάρο; Μα αυτοί που ο συγγραφέας τους κατάφερε να τους πλάσσει δυνατούς και διαχρονικούς* γι’ αυτό και αθάνατους. Με άλλα λόγια- εκείνοι οι ήρωες που αποτελούν απόδειξη για το μέγεθος του ταλέντου του συγγραφέα τους- ας θυμηθούμε τον Όλιβερ Τουϊστ, τον Ρασκόλνικοφ, την Έμα Μποβαρύ, την Χαδούλα. Είναι εκείνοι που χάρισαν την αθανασία στον Ντίκενς, στον Ντοστογιέφσκι, στον Φλομπέρ, στον Παπαδιαμάντη.
Αν όμως – συνεχίζω- ο συγγραφέας διέθετε αδύναμο ταλέντο, τότε ο Χάρος θα νικήσει τους ήρωές του κι έτσι τόσο αυτοί όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας θα θαφτούν και λίγο μετά -σε μήνες ή σε χρόνια-  θα ξεχαστούν.

Αυτήν την ιστορία αφηγούμαι και είναι νομίζω ξεκάθαρο το πόσο στενή θεωρώ τη σχέση του συγγραφέα με τους ήρωές του και  όλων αυτών με την αθανασία.
Αγάπησα τη λογοτεχνία -παιδί ακόμα-  διαβάζοντας τους «Τρεις Σωματοφύλακες» του Δουμά και αποφάσισα πως θέλω κι εγώ να γίνω συγγραφέας όταν διάβασα Κοσμά Πολίτη και Καραγάτση… Τότε, στην εποχή της ύστερης εφηβείας μου, πρωτοετής φοιτητής στη Θεσσαλονίκη.
Έμενα στην Φοιτητική Εστία Αρρένων και παρόλο που στο σπίτι μας είχαμε αγάπη για τα βιβλία και το έπιπλο βιβλιοθήκη θεωρούσαμε πως είχε  μια διαφορετική λειτουργικότητα από τα υπόλοιπα έπιπλα του σπιτιού μας, ήταν εκεί στη βιβλιοθήκη της Εστίας -μεγάλη αίθουσα γεμάτη με ράφια και  βιβλιοθηκονόμο να συμβουλεύει- που εγώ ο ίδιος, για νύχτες άγρυπνος στο μικρό δωμάτιο, παρακολούθησα τις μάχες λογοτεχνικών ηρώων με τον Χάρο. Αλωνάκι της πάλης τους  η καρδιά και ο νους μου.
Αν με ρωτήσει κάποιος  για ποιο λόγο έγινα συγγραφέας θα έχω να του πω δυο και τρεις λόγους -πιθανούς σίγουρα μιας και κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα  βέβαιος  για το πώς διαμορφώθηκε η προσωπικότητά του.  Πάντως ένας από αυτούς είναι πως έγινα  συγγραφέας, γιατί την κρίσιμη ώρα της επιλογής είχα βρεθεί μέσα σε μια πλούσια βιβλιοθήκη.
Και τώρα που τα γράφω όλα αυτά, σκέφτομαι πως προτού βρεθώ μέσα στη βιβλιοθήκη της Φοιτητικής Εστίας Αρρένων Θεσσαλονίκης, τα χρόνια που εγκατέλειπα την παιδική ηλικία και χωνόμουνα στην απόλυτη εφηβεία, έτυχε να γνωριστούμε οικογενειακώς με μια γυναίκα που ζούσε στην ίδια πολυκατοικία και που η ίδια ήταν συγγραφέας -ο πρώτος συγγραφέας που γνώριζα από κοντά- και που με μάγεψε η προσωπικότητά της, κυρίως με μάγεψε η ύπαρξη μιας  βιβλιοθήκης που δεν περιοριζότανε πάνω σε ράφια, αλλά απλωνότανε παντού μέσα στο διαμέρισμα -σαλόνι, τραπεζαρία, κρεβατοκάμαρες...
Τσαλαβουτούσα σαστισμένος μέσα στα δωμάτια της Γαλάτειας Γρηγοριάδου - Σουρέλη και πολύ σύντομα πίστεψα πως ένας συγγραφέας στην ουσία ζει μέσα σε σπίτι - βιβλιοθήκη.
                               ****************
Περιγράφω στιγμές του παρελθόντος μου για να μπορέσω να υποστηρίξω και να εξηγήσω τον τίτλο αυτού του κειμένου:
 Βιβλιοθήκες - εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του
Αναφέρθηκα, λοιπόν, στο παρελθόν μου -το γιατί έγινα συγγραφέας.
Το παρόν είναι γνωστό. Νομίζω πως πάμπολλοι είναι οι αναγνώστες , που   είτε ως παιδιά και έφηβοι, είτε ως ενήλικοι έχουν  διαβάσει και διαβάζουν βιβλία μου.
Και σχεδόν σε όλες τις βιβλιοθήκες της χώρας -δημόσιες, δημοτικές, εκπαιδευτικών και άλλων ιδρυμάτων, ιδιωτικές κλπ.-   στα ράφια τους και στους καταλόγους τους υπάρχουν βιβλία με το δικό μου όνομα να τα υπογράφει – παραμύθια, συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα…
Μέσα σε βιβλιοθήκες ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων ζει και συγκατοικεί με άλλους συγγραφείς -από τον Κάρολ μέχρι τη Ζωρζ Σαρρή* από τον Βενέζη μέχρι τον Κουμανταρέα.
Μέσα στις βιβλιοθήκες -ας το διατυπώσω διαφορετικά- ο Μάνος Κοντολέων ως συγγραφέας  γεννήθηκε και ζει.
Θα συνεχίσει, άραγε, εκεί να ζει;
Ώστε λοιπόν… Ναι, είμαι ειλικρινής και ξεκάθαρα το δηλώνω: Ονειρεύομαι την αθανασία!
Μα π΄΄ως αλλιώς; Κάθε πλάσμα που γεννήθηκε δε θέλει να πεθάνει. Και λέγοντας δε θέλει να πεθάνει, εννοούμε στην ουσία πως δε θέλει να λησμονηθεί. Η μνήμη είναι η οδός της αθανασίας.
Θα με μνημονεύουν τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου… Κάποια στιγμή οι απώτεροι απόγονοί μου θα ξεχάσουν την ύπαρξή μου.
Οι αναγνώστες του μέλλοντος όμως; Από αυτούς είναι που αναμένω και ελπίζω να αξιωθώ την αθανασία.
Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχω κι εγώ καταφέρει, τώρα που ακόμα ζω, να έχω φτιάξει ήρωες δυνατούς.
Κι ας πούμε πως το κατάφερα. Ε, τότε, πια  και σύμφωνα με τα όσα πιο πάνω υποστήριξα, τα βιβλία μου θα εξακολουθούν να αγαπιόνται από τους λάτρεις της λογοτεχνίας.
Μα που θα τα βρίσκουν τα βιβλία μου; Τα δικά μου και των άλλων συγγραφέων, αυτών που  πριν από εμένα ζήσανε, όσων την ίδια εποχή έχουμε ζήσει.
Μα στις βιβλιοθήκες -εκεί που οι συγγραφείς συναντούν το μέλλον τους.
                           ********************
Θα μπορούσα εδώ  να ολοκληρώσω αυτό που ο τίτλος αυτού του άρθρου έχει υποσχεθεί.
Μακάρι να μπορούσε κάτι τέτοιο να γινότανε. Θα τελείωνα με μια κάπως ευχάριστη νότα.
Αλλά… Συνεχίζω… Με δυο προβληματισμούς.
α. Ας υποθέσουμε πως υπάρχουν πολλές βιβλιοθήκες. Πως όλες τους είναι και πλούσιες και σε τακτά χρονιά διαστήματα ενημερώνονται με τις νέες κυκλοφορίες, ανανεώνουν τα βιβλία που από τη χρήση έχουν καταστραφεί με νέα.
Και, ας υποθέσουμε ακόμα, πως οι μαθητές στις σχολικές, οι δημότες και οι πολίτες στις δημοτικές, στις δημόσιες  και στις ιδιωτικές δανείζονται βιβλία -για ψυχαγωγία και γενικότερη παιδεία (θέλω εδώ να σημειώσω πως πάντα σε λογοτεχνικά βιβλία αναφέρομαι και σε συγγραφείς λογοτεχνικών βιβλίων).
Στόχος όμως της ύπαρξης και της υγειούς λειτουργίας μιας, της όποιας βιβλιοθήκης δεν είναι να αποτελεί μόνο  πηγή δανεισμού λογοτεχνικών βιβλίων, αλλά κυρίως να καλλιεργήσει την αγάπη  του κοινού προς το λογοτεχνικό βιβλίο, να πλάσει λιγότερο ή περισσότερο φανατικούς αναγνώστες,  οπότε στη συνέχεια αυτοί να στραφούν και οι ίδιοι προς αγορά δικών τους βιβλίων.
Αν αυτό δεν συμβεί, τότε το λογοτεχνικό βιβλίο θα αρρωστήσει -πρόθυμοι εκδότες δεν θα υπάρχουν να το εκδίδουν, βιβλιοπώλες δεν θα βρίσκονται να το πουλούν και έτσι και οι συγγραφείς δεν θα έχουν τη ευκαιρία να βλέπουν τα έργα τους να φτάνουν στα χέρια εκείνων που θα τα διαβάσουν. Κι όχι μόνο αυτό… Ίσως και να μην είναι εύκολο να γράφονται βιβλία. Όταν κάποιος αναγκάζεται να εργάζεται σκληρά για να βιοποριστεί, είναι δύσκολο να απαιτεί ο ίδιος από τον εαυτό του και να γράφει καλά έργα -μυθιστορήματα, για παράδειγμα,  που απαιτούν χρόνο περισυλλογής, χρόνο για έρευνα και δυνατότητες απομόνωσης. Δύσκολο να το απαιτεί ο συγγραφέας από τον εαυτό του, άδικο να το απαιτούν οι αναγνώστες από τον συγγραφέα.
Κάποτε -το αναγνωρίζω – το να γράφει κάποιος λογοτεχνία δεν θεωρείτο επάγγελμα. Αλλά εδώ, στον τόπο μας. Ο Ντίκενς από τα βιβλία του ζούσε και ο Τολστόι είχε προσωπική περιουσία. Όμως ας μην σταθούμε περιπτωσιολογικά στο θέμα. Ας αποδεχτούμε πως οι συνθήκες οι κοινωνικές και οι οικονομικές έχουν αλλάξει και έτσι το βιβλίο, το λογοτεχνικό βιβλίο αναγνωρίζεται από την πολιτεία ως ένα προϊόν που υφίσταται τις καταπιέσεις φορολογίας, ασφαλιστικών εισφορών κλπ.
Δεν είναι στόχος αυτού του κειμένου  να αναφερθεί σε συγκεκριμένους νόμους. Απλώς επισημαίνω το γεγονός πως η νέα κατάσταση πραγμάτων που ζούμε όλοι μας αντιμετωπίζει όλη την διαδικασία της έκδοσης ενός λογοτεχνικού βιβλίου (από την συγγραφή ως την πώληση σε βιβλιοπωλεία) ως μια σειρά επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
Και όπως η κάθε άλλη εμπορική δραστηριότητα, έτσι και όσες με το λογοτεχνικό -αν θέλετε να προσθέσω και τον χαρακτηρισμό ‘καλό’ – βιβλίο έχουν να κάνουν, θα μπορούν να συνεχίζουν να εξασκούνται όταν και αν αποφέρουν κέρδη, τουλάχιστον όταν αυτοχρηματοδοτούνται.
Μένω ως εδώ στο θέμα τούτο -σίγουρα απαιτείται ένα άλλο άρθρο για να αναπτυχθούν αυτά τα ζητήματα.
Αλλά ας κρατήσουμε  ένα και μόνο: Βιβλιοθήκες - εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του. Ή με μια  άλλη διατύπωση: Εκεί όπου ο συγγραφέας ζει.
Αλλά…
β. Ναι, έρχομαι τώρα στο δεύτερο σημείο (και που συνδέεται με τον προηγούμενο) ενός κάπως ίσως απαισιόδοξου -σίγουρα επιστημονικής φαντασίας – προβληματισμού.
Ποια θα είναι η μορφή των βιβλιοθηκών στο μέλλον; Ποια θα είναι η μορφή των λογοτεχνικών βιβλίων που θα διαβάζουν οι αναγνώστες που από τις μέρες μας και μετά θα γεννηθούν;
Σίγουρα οι σύγχρονες βιβλιοθήκες στηρίζονται πολλαπλά και πολυδύναμα στην τεχνολογία για να λειτουργούν σωστά. Αλλά στο σημείο που έχει να κάνει με την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων εκείνο που κυρίως παρέχουν είναι το έντυπο κείμενο ή έστω το κείμενο σε μια μορφή eBook.
Οι μελλοντικοί αναγνώστες ποια λογοτεχνία και σε ποια μορφή δόμησης θα αναζητούν;
Βέβαια, ελπίζω πάντα να υπάρχει η ανάγκη για μια αφήγηση. Ο άνθρωπος που μέλλοντος να θέλει και ο ίδιος να αφηγείται και τις αφηγήσεις των άλλων να ακούει. Το ελπίζω γιατί σε μια όποια διαφορετική περίπτωση τότε ο άνθρωπος με τη μορφή και το περιεχόμενο που γνωρίζουμε από τον καιρό του Σάπιενς ως σήμερα θα εξαφανιστεί.
Αφήγηση όμως ποιας μορφής και ποιας δόμησης;
Η εικόνα κυριαρχεί στις αφηγήσεις που  δείχνουν ν΄ αγαπούν οι νέοι και τα παιδιά -τα περισσότερα video games αφηγήσεις είναι. Και στην εξέλιξη τους επεμβαίνει ο ίδιος ο παίχτης -παίχτης που από μια άλλη σκοπιά μπορούμε να τον θεωρήσουμε αποδέχτη της αφήγησης… Αλλά μιας νέας μορφής αναγνώστη;
Ο κινηματογράφος -εννοώ οι ταινίες που όλοι ξέρομε  σιγά,  σιγά δίνουν τη θέσης τους στις σειρές. Αυτές -έτσι λέω- θα είναι τα μυθιστορήματα ποταμός του μέλλοντος.
Ναι -ας το δούμε από μια τέτοια σκοπιά. Σήμερα μπορούμε να σταματήσουμε στο σημείο που θέλουμε ένα επεισόδιο - κεφάλαιο, να γυρίσουμε πίσω ή να πάμε στο επόμενο… Μα κάτι παρόμοιο δεν κάνουμε όσοι από εμάς διαβάζουμε πολυσέλιδα μυθιστορήματα;  
Όμως η τεχνολογία έχει πλέον ξεφύγει από την όποια μορφή έντυπης απόδοσης της αφήγησης. Γιατί, λοιπόν, να μην υποθέσουμε πως σε κάποια χρόνια -λίγα ή όχι;- ο κάθε θεατής-αναγνώστης θα μπορεί να κυριαρχεί πάνω στην αφήγηση που μόνο ως σκελετός (θέμα, χαρακτήρες, εποχή κλπ.) θα του προσφέρεται και θα τη διαμορφώνει σύμφωνα με τα δικά του γούστα;
Αν συμβεί -που δεν θεωρώ καθόλου απίθανο το να συμβεί (και να υπενθυμίσω πως ήδη έχει επιχειρηθεί, έστω και ως πειραματικό επεισόδιο μιας σειράς) - κάτι τέτοιο, τότε μια ιδιαιτέρως σημαντική διάσταση της ανάγνωσης, αυτή που ενώνει με αόρατους, αλλά δυνατούς δεσμούς, τους αναγνώστες, θα πάψει να υπάρχει.
Ο αναγνώστης-θεατής θα βιώνει την όποια μέθεξη της ανάγνωσης-θέασης με απόλυτα μοναχικό τρόπο.
Το άτομο που αν και θα κατασκευάζει την αφήγησή του, δεν θα μπορεί, αλλά και δε θα έχει πλέον την ανάγκη,  να την μοιραστεί με άλλους.
Κι τότε, σε μια τέτοια συνθήκη… Ο συγγραφέας πλέον θα έχει πεθάνει.
Ο συγγραφέας ως εκφραστής μιας συλλογικής εμπειρίας και μνήμης, ως εκείνο το άτομο που βάζει το εγώ του να συνυπάρξει με το εγώ, το κάθε εγώ του κάθε άλλου.
Σε μια τέτοια εποχή, ποια θα είναι η μορφή μιας βιβλιοθήκης;
Αγνοώ!
Ξεκίνησα αυτό το κείμενο με μια αφήγηση που στηριζότανε σε λαϊκούς μύθους και θρύλους.
Την ολοκληρώνω με μια περιγραφή μελλοντικής… Δυστοπίας ή ουτοπίας;
Δεν ξέρω.
Ίσως το μόνο που έκανα ήταν να παρουσιάσω το σχεδιασμό ενός νέου μου μυθιστορήματος επιστημονικής  φαντασίας.
Αυτό, άραγε, έκανα;
Δεν απαντώ. Απλώς σημειώνω  πως αυτού του είδους τη λογοτεχνία μήτε ποτέ μου την έγραψα, μήτε και μου αρέσει ως αναγνωστική πράξη να την εξασκώ.
Αυτό και μόνο  σημειώνω…
Και βέβαια- σας ευχαριστώ που αποφασίσατε  να φτάσετε την δική σας ανάγνωση ως αυτή την αράδα.
Επικοινωνούμε, ακόμα.

 http://fractalart.gr/bibliothikes/




31.1.19

Τηλέμαχος Κώτσιας «Σινική Μελάνη





Ο Τηλέμαχος Κώτσιας γεννήθηκε το 1951 στην περιοχή Δρόπολης στον  χώρο της Ελληνικής Μειονότητας της Αλβανίας.
Στην Ελλάδα ήρθε το 1991 και την ίδια τη χρονιά κυκλοφορεί από ελληνικό εκδοτικό οίκο και το πρώτο του βιβλίο.
Από τότε μέχρι σήμερα έχουν δει το φως της δημοσιότητας δώδεκα ακόμα δικά του λογοτεχνικά έργα (το τελευταίο είναι η Σινική Μελάνη). Μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα. Σχεδόν όλα τους  αναπτύσσουν ζητήματα που σχετίζονται με κάποιο τρόπο με τα όσα συμβαίνουν στη γειτονική χώρα.
Από αυτήν την άποψη ο Κώτσιας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση σύγχρονου έλληνα συγγραφέα και ο τρόπος που φωτίζει τα όσα έχουν συμβεί στην Αλβανία τα μεταπολεμικά χρόνια προσφέρουν μια ουσιαστική και πολυεπίπεδη πολιτική ενημέρωση  στο έλληνα αναγνώστη.
Αλλά αν με τα προηγούμενα έργα του σκιαγράφησε διάφορες περιπτώσεις ανθρώπινων δραμάτων και ανίχνευσε συνθήκες διαμόρφωσης κοινωνικών γεγονότων, με αυτό το τελευταίο του έργο, επιχειρεί μια πληρέστατη καταγραφή της  ιστορίας του περιθωρίου έτσι όπως βιώθηκε από τα άτομα της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας, αλλά και γενικότερα από τους πολίτες μια χώρας όπου για όλο το ήμισυ του 20ου αιώνα έζησε στη σκιά ενός ιδιότυπου απολυταρχικού καθεστώτος.
Χρησιμοποίησα την έκφραση ‘ιστορία του περιθωρίου’ θέλοντας να επισημάνω πως το μυθιστόρημα αυτό δεν θέλει να επεξηγήσει τις αποφάσεις της ηγετική ομάδας, αλλά το πώς αυτές οι αποφάσεις επέδρασαν πάνω σε ανθρώπους απλούς, καθημερινούς –άτομα που θα έλεγε κανείς ότι ζήσανε στο περιθώριο της Ιστορίας.
Το πολυσέλιδο αυτό μυθιστόρημα ξεκινά με την εξιστόρηση της απόφασης τριών εφήβων να προχωρήσουν σε μια πράξη αντίδρασης απέναντι του καθεστώτος. Απόφαση και εκτέλεση χωρίς σωστό προγραμματισμό που θα έχει ως αποτέλεσμα τον μεν ένα να το οδηγήσει στην τρέλα, τον δεύτερο στην αυτοκτονία, ενώ ο τρίτος –ο Σωτήρης- θα καταφέρει να επιβιώσει αλλά έχοντας υποστεί τον απόλυτο βιασμό της προσωπικότητάς του.
Τη ζωή αυτού του τρίτου έφηβου, ο Κώτσιας παρακολουθεί και δίπλα στα όσα συμβαίνουν στην καθημερινότητα του Σωτήρη (φυλακίσεις, βασανιστήρια, καταναγκαστικά έργα σε λατομία) καταγράφει τις ζωές και άλλων ατόμων –όχι μόνο ελλήνων και όχι μόνο θυμάτων αλλά και εκπροσώπων της εξουσίας.
Ο Κώτσιας γράφει με τρόπο απλό. Η δομή του έργου του είναι κλασική. Ο αφηγητής είναι και παντογνώστης και τη διάθεση έχει να περιγράφει τους χώρους, αλλά και να επεξηγεί συναισθήματα και να καταγράφει σκέψεις. Ξέρει, όμως, και να γεμίζει με ζωτικά υγρά –αίμα, ιδρώτα, σπέρμα- τα πρόσωπα που θα βρούνε καταφύγιο μέσα στις σελίδες του έργου.
Κάτω από αυτές τις λογοτεχνικές συνθήκες, ο αναγνώστης του μυθιστορήματος άλλοτε θα περιηγηθεί στους δρόμους του Αργυρόκαστρου και των γύρω χωριών, άλλοτε πάλι θα βυθιστεί στις στοές των μεταλλίων της Βόρειας Αλβανίας, όπως και  στα υγρά κελιά της Ασφάλειας. Μα και προς το τέλος θα γνωρίσει τα γραφεία των Βορειοηπειρωτικών Συλλόγων και θα εισέλθει στα μικρά διαμερίσματα όπου θα έχουν βρει καταφύγιο οι οικογένειές που αναζητούν ένα διαφορετικό μέλλον.
Πίσω από την απλότητα της γλώσσας και πέρα από τις συχνά ‘φλύαρες’ αναλύσεις σκέψεων, υπάρχει μια γνήσια αγωνία. Είναι αυτή που χαρακτηρίζει τον φόβο μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων που φοβούνται πως τα όνειρά τους δε θα πραγματοποιηθούν πότε.
Με σύνεση και αποστασιοποίηση προσωπικών τραυμάτων,  ο Τ. Κ. αποφάσισε να γράψει όχι μόνο το πλέον ολοκληρωμένο έργο του, αλλά και να περιγράψει με επαρκέστατη κυκλικότητα μια περίοδο της ιστορίας ανθρώπων που αν και έχουν εθνική συνείδηση ζήσανε και αντιμετωπίσθηκαν ως πολίτες που δεν τους επιτρεπότανε να την εκφράσουν μήτε από τη μια πλευρά των συνόρων, μήτε και από την άλλη.

Πρώτη ανάρτηση: https://www.hartismag.gr/hartis-2/biblia/sinikh-melanh?fbclid=IwAR2VV2GWLgik5h5y2rfES-u0-JASb1YsdbMKZkaPh4sD62PFoGCNVEN1kTw

Αύγουστος Κορτώ "Σκυλίσια Ψυχή"


Μια απρόσμενη και ιδιαιτέρως επιτυχημένη μυθιστορηματική ανάπλαση του Ολοκαυτώματος και γενικότερα της θηριωδίας του Ναζισμού, μας παρουσιάζει ο Αύγουστος Κορτώ στο τελευταίο του βιβλίο.
Στο πρόσωπο της κεντρικής του ηρωίδας, της Έστερ Κλάιν -μιας εβραιοπούλας που γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1920- θα δει κάθε πλάσμα που ξεφεύγει από τον μέσο όρο μιας κοινωνικής αποδοχής και καθώς καταγράφει την πορεία της από την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στα χιτλερικά στρατόπεδα κι από εκεί στα υπόγεια της Καγκελαρίας για να την οδηγήσει στη συνέχεια στον ελεύθερο Δυτικό Κόσμο, θα ανιχνεύει μια άλλη διάσταση του Φασισμού. Και το μέγιστο έγκλημα ενός αιώνα θα εισχωρήσει σε μια ατομική περίπτωση που ίσως -γιατί όχι;- να μπορεί ακόμα και στις μέρες μας να το δούμε να εκφράζεται.
Μυθιστόρημα που ενώ περιγράφει το χτες, με παρρησία καταγγέλλει -και- το σήμερα.

29.1.19

Ιωάννα Καρυστιάνη «Χίλιες ανάσες»





Επιμένω να γράφω για αφανείς κάθε εποχής – δήλωσε πρόσφατα η Ιωάννα Καρυστιάνη  σε μια συνέντευξή της. Κι έτσι είναι.
Ο κόσμος της –αν όχι πάντα, σίγουρα τις περισσότερες φορές- είναι ο κόσμος των απλών, καθημερινών ανθρώπων που ζούνε καθημερινές ζωές και … κρύβουν λίγο πολύ καθημερινά πάθη και μυστικά.
Θα πρόσθετα ακόμα πως ο κόσμος της –πιο σωστά, το μυθιστορηματικό σύμπαν αυτής της συγγραφέα- είναι η χώρα της. Η Ελλάδα. Μια μικρή περιοχή στα νότια της Ευρώπης.
Και εδώ, στο τελευταίο της μυθιστόρημα, αυτός ο κόσμος γίνεται ακόμα πιο μικρός –ένα κουκούτσι.
Κουκούτσι, λένε και το φανταστικό νησάκι όπου η Καρυστιάνη τοποθετεί την ιστορία της.
Μικρός τόπος, αλλά γι αυτούς που εκεί ζούνε δεν μπορεί ως ελάχιστος, ασήμαντος να θεωρείται.
«Πώς όμως ο τόπος όπου αναπνέουμε, σκεφτόμαστε τα πάντα και ερωτευόμαστε μπορεί να είναι ασήμαντος;» -ένα από τα πρόσωπα του έργου θα πει.
Και σε μη ασήμαντους τόπους, μόνο ως σημαντικά βιώνονται τα γεγονότα.
Η ιστορία του μυθιστορήματος ξεκινά με την αναγνώριση του πτώματος ενός άνδρα από τη γυναίκα του. Είχε εξαφανιστεί, βρέθηκε πνιγμένος. Πτώμα αγνώριστο. Αλλά αναγνωρίσιμο για εκείνη που βιώνει την απουσία με τρόπο τραγικό και αναζητά τη βεβαιότητα του θανάτου.
Αλλά αν τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας κεντάνε τις εξελίξεις στις ζωές μας, το ίδιο καθοριστικές είναι και οι στιγμές όπου ο θάνατος πρωταγωνιστεί.
Ο πνιγμός ενός άνδρα, ο λόγος και ο τρόπος που αυτός έγινε, μπορεί να ερμηνεύεται από έναν άλλον πνιγμό, παλαιοτέρων ετών;
Κι έτσι ξεκινά το κουβάρι των αντιδράσεων όσων από τον ένα θάνατο έχουν καταφέρει να επιβιώσουν έως τον άλλο.
Η γυναίκα του προσφάτως εξαφανισθέντος, η κόρη της, οι στενές φιλενάδες της, οι δυο φίλοι του. Διάφοροι επαγγελματίες, αστυνομικοί, περιστασιακοί τουρίστες και μόνιμοι επισκέπτες.  Όλη σχεδόν η κοινωνία του μικρού νησιού.
Τα άτομα που ζούνε σε μικρούς τόπους τα συνδέουν μυστικά και ενοχές, ίσως περισσότερο από εκμυστηρεύσεις και αλληλοβοήθειες.
Η Καρυστιάνη, με αργούς ρυθμούς αφήγησης θα ξετυλίξει τις ζωές των ηρώων της. Οι περισσότεροι είναι πρόσωπα που μεγάλωσαν τα χρόνια της μεταπολίτευσης.  Με το δικό του τρόπο το καθένα εκφράζει το σημερινό του αδιέξοδο. Δικό του και μόνο; Ή μπορεί το ατομικό να συνθέτει το ομαδικό;
Το μυστικό που φέρνει στην μνήμη ο πρόσφατος πνιγμός, έτσι όπως αυτό είχε σημαδευτεί από μια κόκκινη κηλίδα πάνω σε βράχο, συμβολίζει την αποτυχία μιας γενιάς που δεν κατάφερε να μετατρέψει τα όνειρά της σε πραγματικότητα.
Αλλά – στο σημείο αυτό, η συγγραφέας είναι ξεκάθαρη- ελπίδα για το αύριο υπάρχει. Κάποιοι νέοι άνθρωποι την υποστηρίζουν. Γιατί ξέρουν να ερωτεύονται την ώρα που συμμετέχουν στα κοινά. Γιατί δεν αφήνουν τις ενοχές να τους πνίξουν, μα αποφασίζουν την αντίδραση και την υποστήριξη εκείνων που διασχίζουν τη θάλασσα που περιβάλει το μικρό τόπο –το Κουκούτσι ή την Ελλάδα, αδιάφορο μιας και είναι το ίδιο.
Μυθιστόρημα που κάθε λίγο και λιγάκι ανασύρει πρόσωπα μιας επικαιρότητας που πλέον έχει ξεχαστεί, ενώ επίσης φωτίζει στιγμές πιο πρόσφατες, Άραγε πόσο σύντομα κι αυτές θα εγγραφούν στα κιτάπια μιας μισόθαμπης μνήμης;
Μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί ως πρόσχημα ένα κεντρικό συμβάν για να απλωθεί και να μετατραπεί σε τοιχογραφία  ομαδικών καταστάσεων. Τελικά έργο κοινωνικού συνόλου κι όχι τόσο ατομικών περιπτώσεων.
Μυθιστόρημα γραμμένο σε μια γλώσσα όπου συχνά καταργεί τους κανόνες σύνταξης και στίξης. Αλλά έτσι λες και η ροή της αφήγησης αποκτά από τη μια ένα αίσθημα άγχους και από την άλλη μια δύναμη σκαπτικού εργαλείου.
Στα δεξιά του χωματόδρομου ιδού η συστάδα με τις αγριοπασχαλιές που εκείνος είχε φυτέψει, Στέλιο, θα ξανάρθω όταν ανθίσουν, του είπε σαν να τον είχε δίπλα της.
Η Καρυστιάνη στήνει ζωντανά, καθημερινά πρόσωπα, επιλέγει λεπτομέρειες που κανείς δεν προσέχει  και παράλληλα φιλοσοφεί :
Το Μιτσουμπίσι συμβόλιζε τον Στέλιο. Στο ντουλαπάκι φάτσα στη θέση του συνοδηγού βρισκόταν ακόμη μια περσινή εξέταση αίματος, το κουβάρι σπάγγου και μια καρτέλα Simeco για τις καούρες στο στομάχι του.
Το «Χίλιες ανάσες» είναι ένα μυθιστόρημα πολυπρόσωπο και πολυσήμαντο. Με πολλούς τρόπους μπορεί να διαβαστεί –ως πολιτικό σχόλιο, ως κοινωνική καταγραφή, ως παρακολούθηση ατομικών συναισθημάτων.
Εγώ το διάβασα ως ένα ιδιότυπα λαϊκό ανάγνωσμα που χρησιμοποιεί με ένα θυμό (ή και πάθος) τις λέξεις.  Άρα γι αυτό απόλυτα ευθύβολο ως προς το στόχο που επέλεξε να σημαδέψει – όχι την καρδιά, μα το νου. Κι έτσι από τα συναισθήματα των ηρώων, γεννιούνται οι σκέψεις του αναγνώστη.


 Πρώτη ανάρτηση: https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/11487-xilies-anases



22.1.19

Αρμπούζωφ στο θέατρο Κνωσός


Αλεξέϊ  Αρμπούζωφ
«Φθινοπωρινή Ιστορία»
Μια παράσταση στο Θέατρο Κνωσός
   


Ο Αλεξέϊ  Αρμπούζωφ  γεννημένος  το 1908 στη Μόσχα, υπήρξε ως το θάνατό του  το 1986, ένας από τους πιο γνωστούς εκτός των συνόρων της πατρίδας του, θεατρικούς σοβιετικούς συγγραφείς.
Και δεν ήταν τυχαίο –υποθέτω- κάτι τέτοιο. Μιας και όλα σχεδόν τα έργα του τα διαπερνά μια τρυφερότητα και ένα διακριτικά πικρό χιούμορ, μια στοργή προς τον συνάνθρωπο, αλλά και ένας δισταγμός ως προς την επίτευξη ενός καίριου στόχου. Με άλλα λόγια, αν και γράφει μέσα στην καρδιά της περιόδου του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, δεν συνθηματολογεί, αλλά αναζητά εκείνες τις λέξεις που θα μας γνωρίσουν  τον μέσο άνθρωπο που ζει, ονειρεύεται και ελπίζει  μέσα στο κάθε καθεστώς.
Στην Ελλάδα τα έργα του είχαν την τύχη να ανέβουν στη σκηνή μέσα από πολύ προσεγμένες παραστάσεις και γι αυτό και ιδιαίτερα αγαπήθηκαν  από τους έλληνες θεατρόφιλους.
Δεν έχω πρόχειρα όλες τις πληροφορίες (άλλωστε το Θεατρικό Μουσείο έχει κλείσει  και έτσι πολλά ιστορικά στοιχεία γύρω από παλαιότερες παραστάσεις δεν είναι εύκολο να αναβρεθούν), αλλά απ΄ ότι προσωπικά θυμάμαι  (και με τη βοήθεια μιας μηχανής αναζήτησης στο διαδίχτυο)  το ελληνικό κοινό πρέπει να πρωτογνώρισε τον Αρμπούζωφ, το 1962 με το έργο του  «Μια ιστορία του Ίρκουτσκ»  που ανέβασε ο θίασος του Αλέκου  Αλεξανδράκη, σε διασκευή δική του και σκηνοθεσία του Λ. Τριβιζά και  με ηθοποιούς  του κύρους μας Αλίκης Γεωργούλη, ενός Κώστα Καζάκου, ενός Νότη Περγιάλη, ενός Γιάννη Φέρτη.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1967 , ο θίασος Φέρτη – Καλογεροπούλου, ανεβάζει το έργο «Καημένε μου Μάρικ»  σε μετάφραση και σκηνοθεσία Γ. Σεβαστίκογλου, , ενώ δέκα χρόνια μετά ο Μάνος Κατράκης και η Έλλη Λαμπέτη ερμηνεύουν τους δυο ρόλους του έργου «Φθινοπωρινή Ιστορία».
Το έργο αυτό θα αγαπηθεί πολύ από τους ηθοποιούς μας κι έτσι στα επόμενα χρόνια θα έχει την τύχη να ανέβει σε πολλές σκηνές και οι δυο ήρωές του  -η Λίντια και ο Ρόντιον-  θα ερμηνευθούν από τους Αναλυτή – Ρηγόπουλο, Βαλάκου – Αντωνόπουλο, , Φόνσου – Καρατζογιάννη, Μαραγκού - Μιχαλακόπουλου κ.α
Αυτόν το χειμώνα η «Φθινοπωρινή Ιστορία» έχει βρει στέγη στο θέατρο Κνωσός και τους  δυο ρόλους τους ερμηνεύουν η Άννα Γεραλή και ο Λάμπρος Τσάγκας,  την μετάφραση την υπογράφει η Παυλίνα Γαλανοπούλου, τη σκηνοθεσία την έχει κάνει η Μάνια Παπαδημητρίου, τη μουσική ο Σταμάτης Κραουνάκης, για τη σκηνογραφία  και τα video art την ευθύνη την έχει η Χριστίνα Οικονόμου, ενώ οι ενδυματολογικές επιλογές έχουν γίνει από τον Κώστα Κουβάτσο.
                                                    ***************
Από την εποχή που ήμουνα παιδί και έφηβος παρακολουθούσα πολλές και διάφορες θεατρικές παραστάσεις. Η θεατρική μου παιδεία έχει την σφραγίδα των σκηνοθετών εκείνης της εποχής (από τον Κουν έως τον Μινωτή, από τον Μουσούρη έως τον Μυράτ) και τα πρώτα αλλά θεμελιακά ακούσματά μου θεατρικών διαλόγων έχουν τα ηχοχρώματα των φωνών της Αρώνη, της Παξινού, της Μερκούρη, της Λαμπέτη, της Χατζηαργύρη, του Κωτσόπουλου, του Καλλέργη, του Φυσούν, του Λαζάνη.
Όταν κάτι –στην περίπτωσή μας μια παράσταση ενός  έργου- έχει σφραγίσει τις αισθητικές σου αντιλήψεις, αποφεύγεις –εγώ τουλάχιστον το αποφεύγω- να τολμήσεις να  δεις το ίδιο έργο σε ένα νέο ανέβασμα. Ίσως είναι ζήτημα ατομικού συντηρητισμού, ίσως γιατί θες να προφυλάξεις μια ανάμνηση από την, πιθανόν, τραυματική  σύγκρισή της με μια νέα εμπειρία.
Τα αναγνωρίζω όλα αυτά και μέμφομαι τον εαυτό μου γι αυτήν του τη στάση  -ένας τέτοιος δισταγμός είναι ως να  αγνοεί  πως  καλλιτέχνες νεώτερων γενεών έχουν το δικαίωμα να καταθέσουν τις δικές τους  ερμηνευτικές προτάσεις. Αλλά –από την άλλη πάλι ας το αναγνωρίσουμε- και ο κάθε θεατής είναι ελεύθερος να κρατά  αλώβητες  τις προσωπικές του αναμνήσεις.
                                 *******************
Σκέψεις όλα τα παραπάνω που μου δημιουργήθηκαν μετά από την παρακολούθηση  του νέου ανεβάσματος του έργου του Αρμπούζωφ  «Φθινοπωρινή  Ιστορία», στο Θέατρο Κνωσός.
Ήταν η δεύτερη φορά που παρακολουθούσα αυτό το έργο. Μέσα στα αυτιά μου πάντα υπήρχαν οι φωνές των Λαμπέτη και Κατράκη. Και ήταν λογικό να φοβόμουνα πως εκείνων  τα ηχοχρώματα θα πέφταν βαριά πάνω στα νέα ακούσματα.
Αλλά δεν έγινε αυτό.  Γιατί…
Η «Φθινοπωρινή Ιστορία» είναι έργο με μια διαχρονική προσέγγιση της μοναξιάς της τρίτης ηλικίας. Η επερχόμενη φθορά του σώματος, ο φόβος του θανάτου, οι αποχαιρετισμοί που έχουν μετατραπεί σε μονιμότητα, μαζί με το πείσμα να συνεχιστεί η ζωή και να αμφισβητηθεί η όποιας μορφής παραίτηση από το σκίρτημα του έρωτα –όλα αυτά στο έργο τούτο εκπροσωπούνται από μια γυναίκα και έναν άντρα που όσο κι αν δηλώνουν το πότε και το που ζούνε, στην ουσία είναι ένα ζευγάρι που το συναντά κανείς σε κάθε εποχή, σε κάθε τόπο, κάτω από τις όποιες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.
Έργο με άλλα λόγια ζωντανό. Πάλλεται. Και γι αυτό και απαιτεί  ερμηνευτές με στιβαρή ερμηνευτική παιδεία και  πλούσια εφόδια υποκριτικής εμπειρίας.
Το ζευγάρι Γεραλή – Τσάγκα τα διαθέτει όλα αυτά. Και με φινέτσα όσο και κρυμμένη αγωνία δώσανε πνοή στη Λίντια  Βασίλιεβνα  και στον Ροντόν Νικολάγιεβιτς.
Ερμηνεύουν  με την εμπειρία που έχουν από τους μεγάλους ρόλους που στόλισαν την έως τώρα καριέρα τους, αλλά έχουν και με εμπιστοσύνη αφεθεί στη νέα σκηνοθετική ματιά της Μάνιας Παπαδημητρίου.
Μια φρέσκια εικόνα χαρίζει στο όλο ανέβασμα η εύστοχη και λειτουργική χρήση[m1]  του video art. Και ασφαλώς η ευρηματική συνοδεία της μουσικής του Κραουνάκη χαρίζει κι αυτή τη δική της σημερινή δυναμική σε ένα έργο που αποδεικνύει πως το καλό θεατρικό έργο  του χτες μπορεί να το εμπιστεύεται ο σημερινός  θεατής .
Με δυο λόγια –ένα έργο που δείχνει να νικά το χρόνο* σκηνοθεσία που χρησιμοποιεί  τους γρήγορους ρυθμούς της εποχής μας* ερμηνείες που συνδυάζουν δοκιμασμένο  ταλέντο και νεανική φρεσκάδα. 
Μια καλοκουρντισμένη παράσταση.  Καλό θέατρο.






 [m1]

17.1.19

Τάκης Θεοδωρόπουλος "Σελάνα"


Τάκης Θεοδωρόπουλος
«Σελάνα»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Μεταίχμιο

                   


Η Αρχαιότητα από τη μια και η Δημιουργία από την άλλη ίσως θα μπορούσαν να θεωρηθούν δυο από τους βασικούς πυλώνες που σηματοδοτούν το έργο του Τάκη Θεοδωρόπουλου.
Η Αρχαιότητα ως εκείνη η περίοδος όπου ο ανθρώπινος νους έβαλε τις βάσεις της σκέψης. Και η Δημιουργία ως η υψίστη ανθρώπινη ενέργεια.
Αν αποδεχτούμε αυτές τις σκέψεις, θα πρέπει να θεωρήσουμε πως ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή ο Θεοδωρόπουλος  να αποφάσιζε να γράψει ένα μυθιστόρημα  βασισμένο στο ύψιστο αρχιτεκτονικό έργο της αρχαιότητας και στη μεγίστη έκφραση της δημιουργίας –τον Παρθενώνα.
Αλλά ένα τέτοιο εγχείρημα, λογικό είναι να μην μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα στα πλαίσια ενός και μόνο βιβλίου. Ο Θεοδωρόπουλος δηλώνει πως σχεδιάζει να συνεχίσει αυτό το σχέδιο –σε επόμενα βιβλία του θα αναζητήσει τρόπους θα στήσει μυθιστορηματικές πλοκές που θα φωτίζουν από άλλες οπτικές γωνίες  το σύμβολο αυτού του Ναού.
Προς το παρόν θέλησε να ασχοληθεί μόνο με τη δημιουργία του.
Και βέβαια όταν κανείς αναφέρεται στη δημιουργία ενός  τέτοιας εμβέλειας οικοδομήματος, αυτομάτως έχει στο νου του τον Αρχιτέκτονά –αυτόν που το σχεδίασε, αυτόν που το ονειρεύτηκε, αυτόν που αποφάσισε να το δημιουργήσει .Η δική του ζωή είναι το ζητούμενο για να γραφτεί η βιογραφία ενός  αρχιτεκτονήματος.
Ο  ίδιος ο Θεοδωρόπουλος, στη σελίδα 144 μας εξηγεί:
«Ποιο είναι το ζητούμενο; Το ζητούμενο είναι πόσος νους χρειάστηκε, πόση ανθρώπινη εμπειρία, πόσος πόνος, πόση ζωή και πόσος θάνατος χρειάστηκε  ώστε κάποιος, ένας, να ανακαλύψει  αυτό το σχήμα… Ένας ήταν…  Μπορεί το σχήμα για να υλοποιηθεί να κρύβει στα σπλάχνα του χιλιάδες  ανώνυμες  ανθρώπινες ζωές, δούλους που καταπλάκωσαν οι πέτρες του, όμως αυτός που βρήκε το σχήμα ήταν ένας…»
Ο αρχιτέκτων του Παρθενώνα μας είναι γνωστός. Ο Ικτίνος. Αλλά μόνο το όνομά του γνωρίζουμε. Ο Ικτίνος είναι ένα όνομα χωρίς βιογραφία. Ό,τι πιο κοντινό σε αυτόν, αυτά  που πιθανολογούμε πως είναι επίσης έργα του, είναι δυο άλλα σπουδαία μνημεία – το Τελεστήριο στην Ελευσίνα και ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνος στην Αρκαδία.
Έργα σημαντικά, αλλά πως πάνω σε αυτά και μόνο βασισμένος ένας σημερινός συγγραφέας θα στήσει τη βιογραφία του δημιουργού τους; Πως θα πλάσσει αυτόν τον έναν που χάρισε στο έργο της αιωνιότητα;
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος για να μπορέσει να σκιαγραφήσει τον Ικτίνο αναζήτησε το τι μπορεί να κρύβεται μέσα στις γραμμές των κιόνων του ναού, από που και γιατί  εισέρχεται ο ίσκιος, από πού και γιατί  διαφεύγει το φως. Με άλλα λόγια αναζήτησε τις ανάσες του έργου, τους παλμούς του, τις αμφιβολίες και τις  εκρήξεις του. Αποφάσισε να φτιάξει τον άνθρωπο που ένα μνημείο μας διαβεβαιώνει πως είναι εκείνος που το σχεδίασε.
Ασφαλώς και ως ένας τόσο  συνετός  μελετητής της αρχαιότητας, ο Θεοδωρόπουλος συμβουλεύτηκε ιστορικές πηγές, αρχαία συγγράμματα. Αναζήτησε τα γεγονότα τις εποχής εκείνης, κατανόησε τους  ανθρώπους,  μυήθηκε στα ήθη και στα έθιμά τους. Και στη συνέχεια ξεκίνησε να συνθέτει τον ήρωά του. Ο Ικτίνος παύει πια να είναι μόνο ένα όνομα, αποκτά σάρκα, οστά , πάθη, εμμονές και όνειρα. Και επειδή ως γνήσια μεγάλος καλλιτέχνης, δε γίνεται παρά να είναι και ένας γνήσιος λάτρης του θεού του Έρωτα, ο Θεοδωρόπουλος σκέφτηκε να  φέρει δίπλα του μια γυναίκα. Τη Σελάνα.
Παρόμοια όπως δίπλα στον Περικλή αναφέρεται η παρουσία της Ασπασίας, έτσι και δίπλα στον Ικτίνο  πολύ λογικά να  βρισκότανε  μια  παρόμοιας δυναμικής  γυναίκα.
Και εδώ –στην παρουσία μιας γυναίκας μέσα στη ζωή και το έργο ενός άνδρα- μπορεί κανείς να διακρίνει στοιχεία πρώιμης ψυχολογικής προσέγγισης,  όσο και θέσεις φιλοσοφικής τοποθέτησης. Αν είναι το αρσενικό που γονιμοποιεί το θήλυ, αυτό με τη σειρά του είναι που θα γεννήσει το πλάσμα που θα αμφισβητήσει τη λήθη των αιώνων. Η Σελάνα προστατεύει, παροτρύνει, ζωογονεί τον Ικτίνο.
Ναι, το μυθιστόρημα που φέρνει ως τίτλο το όνομα αυτής  της γυναίκας, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως είναι μήτε ιστορικό, μήτε και ερωτικό έργο. Καθαρά φιλοσοφικό είναι. Πιο συγκεκριμένα –υπαρξιακό.
Ο καλλιτέχνης, το έργο του, η εποχή του.
Περιγράφει κάποιον  «… που υπηρετεί την τέχνη του, επειδή πιστεύει  ότι υπηρετεί κάτι που  ξεπερνάει την τέχνη του. Σαν να θέλει  να αρπάξει ένα κομμάτι από το στερέωμα, να σχεδιάσει τα όρια της απεραντοσύνης, για να στεγάσει την ίδια την απεραντοσύνη…»
Από τα πλέον ιδιαίτερα μυθιστορήματα. Μια πολύ ενδιαφέρουσα  πρόταση για το πως το παρελθόν μπορεί να μετατραπεί σε καλλιτεχνική δημιουργία του σήμερα.

 Πρώτη ανάρτηση: 

 https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/11386-takis-theodwropoulos-selana
,