Μανόλο & Μανολίτο και… Μανουήλ
Μυθιστόρημα για παιδιά σε δύο μέρη
Μάνος Κοντολέων
Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή
Πατάκης
Γράφει η Μάριο Χωρεάνθη
Πρώτη δημοσίευση:
Ο Μανόλο και ο Μανολίτο είναι δυο φίλοι που θα μπορούσαν
επίσης να είναι παππούς και εγγονός, ή το ίδιο άτομο σε δυο στάδια της ζωής
του. Δεν μένουν στο ίδιο σπίτι, ζουν όμως στην ίδια γειτονιά: ο Μανολίτο με
τους καλλιτέχνες γονείς του και ο Μανόλο με τη λευκή σκυλίτσα του, που ο
Μανολίτο έχει ονομάσει Νύχτα. Ένα ατυχές περιστατικό γίνεται αιτία να προστεθεί
στην παρέα κι ένας τρίτος φίλος, ο έφηβος Μανουήλ, ο οποίος έχει βγει
κυριολεκτικά μέσα από άλλο κείμενο – ενός άλλου συγγραφέα και ενός άλλου καιρού.
Συνέχεια του νεανικού αφηγήματος Μανόλο & Μανολίτο
(2013), το ευπρόσδεκτα ιδιότυπο αυτό λογοτέχνημα του Μάνου Κοντολέων δανείζεται
τον νεαρό πρωταγωνιστή από το διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού Το μόνον της ζωής
του ταξείδιον, μεταφέροντάς τον σε ένα σύγχρονο εναλλακτικό σύμπαν: το
μαθητευόμενο ραφτόπουλο του Βιζυηνού «διακτινίζεται» από την Κωνσταντινούπολη
κοντά στην περιοχή του Μανόλο και του Μανολίτο και γίνεται βοηθός του ιδιοκτήτη
ενός θερμοκηπίου. Αν και δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ένα λογοτεχνικό (και
όχι μόνο) έργο κλείνει το μάτι σε ένα άλλο, η ιδιαιτερότητα του Μανόλο &
Μανολίτο και... Μανουήλ έγκειται στην ένταξη ενός προσώπου, σχεδόν αυτούσιου,
από ένα προγενέστερο κείμενο διαφορετικής «πατρότητας» και στη διασταύρωση της
ιστορίας του με εκείνη του νεότερου βιβλίου κατά τρόπο τόσο οργανικό ώστε τα
όριά τους σχεδόν χάνονται.
Αν ένας συγγραφέας εισχωρήσει αυτοπροσώπως στο έργο ενός
άλλου συγγραφέα, θα μπορέσει εν είδει χημικού καταλύτη να επηρεάσει μια πλοκή
που έχει ολοκληρώσει την προδιαγεγραμμένη διαδρομή της; Θα καταφέρει να την
«εκτροχιάσει» προς όφελος των δικών του ηρώων όσο και των πρωταγωνιστών
εκείνης; Μα αυτή ίσα ίσα είναι η μαγεία της γραφής, όπως και κάθε άλλης τέχνης
– δηλαδή της δημιουργικής φαντασίας: το ότι τολμά και πετυχαίνει όσα θα ήταν
ακατόρθωτα στην υλική πραγματικότητα. Μετακινείται δίχως περιορισμούς μέσα στον
χώρο και τον χρόνο, επαναπροσδιορίζει τα δεδομένα, μεταλλάσσει και μεταμορφώνει
τα πρόσωπα, επινοεί, διυλίζει και καθοδηγεί τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις
τους, δημιουργεί και διαμορφώνει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα κινηθούν.
Από μια και μοναδική αφετηρία προσφέρει και εξερευνά πολλαπλές πιθανές λύσεις
και εξελίξεις. Όμως και οι ίδιοι οι φανταστικοί χαρακτήρες, από τη στιγμή που
θα (ξανα)πλαστούν, αποκτούν δική τους ζωή και ο καθένας με τον τρόπο του επιδρά
στην πορεία των γεγονότων.
Η επιλογή των ονομάτων για τους ήρωες του βιβλίου δεν είναι
καθόλου τυχαία. Και τα τρία αποτελούν παραλλαγές του ονόματος του συγγραφέα, ο
οποίος ουσιαστικά «μοιράζει» τον εαυτό του σε τρία πρόσωπα, τρία στάδια ζωής
και τρεις γραμμές δράσης: δεν περιορίζεται στην ιδιότητα του παρατηρητή/
αφηγητή, αλλά μπαίνει και ο ίδιος μέσα στο έργο του για να διαδραματίσει
αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, όχι πια ως το αόρατο χέρι που
σκιαγραφεί τους χαρακτήρες και κινεί τα νήματα της πλοκής, αλλά ως ο ένας από
τους κεντρικούς ήρωές της. Το τριαδικό σχήμα διακρίνεται εξίσου στις παράλληλες
και τεμνόμενες διαστάσεις της ιστορίας, στα διαφορετικά επίπεδα αφήγησης που
ξεπροβάλλουν το ένα μέσα από το άλλο, διαχωρίζονται και διαπλέκονται. Καθώς
επίσης και στην επικοινωνία μεταξύ των τριών γενεών, στη διαλεκτική
αλληλεπίδραση αρχαίου μύθου, λαϊκού παραμυθιού (κυρίαρχο και σταθερό
χαρακτηριστικό του οποίου, μάλιστα, είναι η αναφορά στον «μαγικό» αριθμό 3) και
μυθιστορίας, κυριολεξίας, μεταφοράς και αλληγορίας, υλικής και μυθοπλαστικής
πραγματικότητας και μαγικού ρεαλισμού.
Τα ηθελημένα μετα-λογοτεχνικά στοιχεία του κειμένου, ωστόσο,
χάρη στον μαστορικό χειρισμό τους από τον συγγραφέα, καταφέρνουν να παραμένουν
διακριτικά εμφανή – τόσο που να μην υπονομεύουν ούτε στο ελάχιστο την αισθητική
εμπειρία της ανάγνωσης, την οποία συμπληρώνουν οι όμορφες ασπρόμαυρες εικόνες
και βινιέτες της Ίριδας Σαμαρτζή. Άκρως ποιητική, διαποτισμένη με τρυφερότητα
και με ανάλαφρες πινελιές χιούμορ που απαλύνουν τις κορυφώσεις του
συναισθηματικού φόρτου, η γραφή του Μάνου Κοντολέων καθηλώνει και πείθει τον
αναγνώστη, παρασύροντάς τον σε μια γοητευτική διακειμενική και διαχρονική
περιπλάνηση, σ’ ένα ταξίδι που είναι μαζί φόρος τιμής σε καθοριστικά
αναγνώσματα, προσκύνημα στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας και συμφιλίωση με το
άφευκτο του ανθρώπινου πεπρωμένου. Η διαπίστωση του μικρού Μανολίτο ότι «η
αγάπη ποτέ δεν πεθαίνει» αντικατοπτρίζει στην ουσία τη ζωοποιό δύναμη της ίδιας
της τέχνης, μιας διαφορετικής –αν και όχι λιγότερο γνήσιας ή παρακινούμενης από
πάθος– μορφής αγάπης: η αγάπη και η δημιουργία αψηφούν, μάχονται και ξορκίζουν
τον θάνατο.
No comments:
Post a Comment