Η ανάγνωση είναι για μοναχική πράξη –διαβάζω μόνος μου,
συνήθως σε ήσυχο μέρος, συνήθως κάπως αρκούντως απομονωμένος από την παρουσία
τρίτων.
Κι όμως τελικά η αναγνωστική πράξη μπορεί να γίνει η αφορμή
δημιουργίας σχέσεων.
Το θέμα του βιβλίου που διάβασα, ο τρόπος που ο συγγραφέας
το χειρίστηκε, τα πρόσωπα που ξεφύλλισα τις περιπέτειες τους και μοιράστηκα
μαζί τους συναισθήματα και ιδέες –όλα αυτά, πολύ συχνά, θέλω να τα συζητήσω με
άλλους. Να ακούσω άλλων τη γνώμη, να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω μαζί τους. Κι
έτσι επιζητώ να γνωρίσω αναγνώστες που διάβασαν το ίδιο βιβλίο με μένα.
Από μια τέτοια ανάγκη –που στην ουσία δεν είναι παρά μια
ακόμα έκφραση επιθυμίας υλοποίησης κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων- έχουν δημιουργηθεί οι
Λέσχες Ανάγνωσης.
Ένας θεσμός που ανθεί στις μέρες μας στον τόπο μας και που
σε ένα μεγάλο μέρος ίσως και να καθορίζει και το ποια βιβλία εκδίδονται.
Αναφέρομαι κυρίως (αν όχι και μόνο) σε βιβλία λογοτεχνίας,
ίσως και σε κάποιο βαθμό σε βιβλία εκλαϊκευμένης ιστορίας. Σε βιβλία, δηλαδή,
που μπορούν να ενδιαφέρουν ένα λίγο – πολύ πλατύ κοινό αναγνωστών και τα οποία
μπορεί να πυροδοτήσουν μια σειρά συζητήσεων γύρω από τη θεματική τους και τις ιδέες τους.
Για την ιστορία και μόνο ας μην ξεχνάμε τα Λογοτεχνικά Σαλόνια
του Παρισιού, εκεί προς το τέλος του 19ου αιώνα και μέχρι τα χρόνια
του Μεσοπόλεμου. Αυτά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως αποτελούν τους προπάτορες
των δικών μας σημερινών Λεσχών Ανάγνωσης.
Ασφαλώς ανάμεσα στο Σαλόνι της Γετρούδης Στάιν και σε μια
Λέσχη Ανάγνωσης ενός Δήμου (για παράδειγμα) υπάρχουν μεγάλες διαφορές.
Κυριότερη –το Σαλόνι της Στάιν συγκέντρωνε πρόσωπα της
καλλιτεχνικής ζωής εκείνης της εποχής* η Λέσχη η σημερινή αποτελείται από άτομα
(γυναίκες κυρίως) που τις περισσότερες φορές η μόνη σχέση που έχουν με τις
Τέχνες είναι αυτή του αναγνώστη.
Αλλά ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος που έχουν τόσο αυξηθεί
και που είναι τόσο δημοφιλείς.
Με οργανωμένο τρόπο η δημιουργία Λεσχών Ανάγνωσης ξεκινά
προς τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν το ΕΚΕΒΙ αρχίζει να υποστηρίζει τη
λειτουργία τους και προσφέρει τη σχετική τεχνογνωσία σε όσους θέλουν να
αναλάβουν τον συντονισμό τους. Μάλιστα διατηρεί και αρχείο με τις Λέσχες –πόσες
είναι, που λειτουργούν, με ποια θέματα ασχολούνται κλπ. Δυστυχώς με το κλείσιμο
του ΕΚΕΒΙ όλα αυτά τα στοιχεία δεν ενημερώνονται πλέον κι έτσι αν κάποιος
σήμερα θέλει να καταγράψει τη δυναμική της παρουσίας των Λεσχών Ανάγνωσης και
το πως μπορεί να παρεμβαίνουν στις αναγνωστικές συνήθειες του μέσου αναγνώστη,
δεν έχει τη δυνατότητα να βασιστεί σε τεκμηριωμένα στοιχεία.
*****************
Τόσο με την ιδιότητα του συγγραφέα, αλλά κυρίως με εκείνη
του μανιώδους αναγνώστη λογοτεχνίας, είναι πάνω από δεκαπέντε χρόνια που συσσωρεύω
εμπειρίες ως προς τη λειτουργία των Λεσχών Ανάγνωσης. Που έχω μυηθεί τόσο στις εφαρμογές
όσο και στις προεκτάσεις τους. Γιατί βέβαια μια Λέσχη Ανάγνωσης πέρα από τις
αναγνωστικές εμπειρίες συμβάλει και στη διαμόρφωση σχέσεων διαπροσωπικών όσο
και κοινωνικών.
Ας δούμε κάπως πιο αναλυτικά τον τρόπο που λειτουργεί μια
Λέσχη Ανάγνωσης.
-Συνήθως τη δημιουργεί ένας φορέας (σύλλογος, δήμος, σχολείο
κλπ* αλλά και βιβλιοπωλείο ή εκδότης).
Σπανιότερα μια Λέσχη δημιουργείται γύρω από ένα πρόσωπο που διαθέτει
αναγνωρισμένη γνώση των λογοτεχνικών πραγμάτων (πχ συγγραφέας, φιλόλογος κλπ)
-Τα μέλη μιας Λέσχης καλό θα είναι να μην υπερβαίνουν κατά πολύ τα είκοσι, αλλά
και να μην είναι λιγότερα από περίπου δέκα. Η ελεγχόμενη πολυφωνία βασικό
αιτούμενο.
-Οι συναντήσεις γίνονται μια ή το πολύ δυο φορές το μήνα.
Στη δεύτερη περίπτωση τα μέλη αισθάνονται να δένονται με πλέον σφιχτούς δεσμούς
φιλίας, αλλά θα πρέπει να διαβάζουν σχετικά ολιγοσέλιδα βιβλία.
-Οι συναντήσεις γίνονται σε χώρους που διαθέτει ο φορέας που
τις διοργανώνει και κρατούν ένα αυστηρό ωράριο –συνήθως δίωρο. Υπάρχουν και περιπτώσεις Λεσχών όπου τα μέλη
συναντιόνται εκ περιτροπής στα σπίτια τους, αλλά και σε δημίους χώρους (πχ
ζαχαροπλαστεία). Στη μια περίπτωση οι αναγνωστικές συζητήσεις συνοδοιπορούν με
κατανάλωση εδεσμάτων και δεν υπόκεινται σε χρονικούς περιορισμούς* στην άλλη οι
συζητήσεις διατηρούνται σε ό,τι μια κοινωνική σύναξη σε δημόσιο χώρο επιβάλει.
-Για τη λειτουργία μιας Λέσχης απαιτείται να υπάρχει ένας
συντονιστής. Το δικό του εύρος λογοτεχνικών γνώσεων είναι και αυτό που θα
καθορίζει το αντίστοιχο εύρος των αναγνωστικών διαδρομών της Λέσχης που
συντονίζει. Ιδανικό θα είναι ο
συντονιστής να αφουγκράζεται τις ανάγκες και τις διαθέσεις των άλλων μελών κι
έτσι να επιλέγει τίτλους που και θα ικανοποιούν αυτές τις διαθέσεις, αλλά και
θα τις διευρύνουν.
-Στις περισσότερες περιπτώσεις ο συντονιστής είναι και ο
μόνος που επίσημα τουλάχιστον επιλέγει τους προς ανάγνωση τίτλους. Αλλά υπάρχουν
και Λέσχες όπου η επιλογή γίνεται με περισσότερο… δημοκρατικές διαδικασίες.
Κάθε μέλος, με τη σειρά, προτείνει ένα
βιβλίο.
-Συχνά τα μέλη μιας Λέσχης διαθέτουν ένα κοινό στοιχείο –πχ είναι όλα εκπαιδευτικοί ή να είναι παιδιά ή να
είναι τρόφιμοι ενός Ιδρύματος.
-Σε άλλες Λέσχες όλα τα μέλη παίρνουν με τη σειρά το λόγο
και καταθέτουν την άποψή τους. Σε άλλες ο συντονιστής ή και κάποιος ειδικός
προσκεκλημένος (αν όχι ο συγγραφέας του βιβλίου, τότε κάποιος ειδικός επί του
θέματος) αφού κάνουν μια ανάλυση, προχωρούν σε ένα διάλογο με τα μέλη.
- Με κάποιο γενικό τρόπο κατάταξης, μπορούμε να ισχυριστούμε
πως υπάρχουν Λέσχες που είναι ανοιχτές στις προσεγγίσεις τρίτων, όπως και πως
υπάρχουν άλλες που θέλουν να κρατήσουν εντελώς μεταξύ των μελών τους τις όποιες
θέσεις και απόψεις επί των βιβλίων που διαβαστήκανε.
-Ένας ακόμα χαρακτηριστικό των περισσοτέρων Λεσχών από αυτές
που προσκαλούν τους συγγραφείς των βιβλίων που διαβαστήκανε, είναι πως
προτιμούν να προσκαλούν συγγραφείς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν προβληθεί
από τα ΜΜΕ ή συχνά τα βιβλία τους αναφέρονται σε καταλόγους ευπώλητων. Αν και
έχει επίσης παρατηρηθεί πως ο
συντονιστής ή και κάποια από τα μέλη συχνά προκαλούν με κριτήρια προσωπικής ή
άλλης μορφής γνωριμίας.
***************
Πέρα όμως από την προώθηση (με τον όποιο ποιοτικό χαρακτήρα)
της αναγνωστικής συμπεριφοράς των μελών τους, οι Λέσχες Ανάγνωσης παρεμβαίνουν,
υποστηρίζουν και καλύπτουν λίγο πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες.
Και όσο κι αν είναι γεγονός πως οι περισσότεροι από τους
συγγραφείς θέλουν να προσκαλούνται από διάφορες Λέσχες και όσο κι αν είναι
λογικό το ίδιο να επιθυμούν και οι εκδότες για τους τίτλους που έχουν εκδώσει,
πιστεύω πως η λειτουργία των Λεσχών Ανάγνωσης έχει ενδιαφέρουσες προεκτάσεις
στην καθημερινή συμπεριφορά των μελών τους τόσο ως αναγνώστες όσο και ως
κοινωνικά άτομα.
Η λογοτεχνία θεωρήθηκε πάντα πως απευθύνεται σε γυναικείο
κυρίως κοινό. Ίσως γιατί η ενδοσκόπηση που απαιτεί η αναγνωστική πράξη
ταιριάζει περισσότερο στη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Όπως και να το κάνουμε τα μέλη
μιας Λέσχης Ανάγνωσης (στην πλειοψηφία
τους είπαμε πως είναι γυναίκες)
αναγνωρίζουν τόσο τις καμπές του δικού της η κάθε μια βίου, όσο και μοιράζονται
τις ανάλογες εμπειρίες και των συν-αναγνωστριών τους , αλλά και των ηρωίδων των
έργων. Έτσι όμως και καθώς το ατομικό μετατρέπεται σε συλλογικό, η ενδυνάμωση
της θέσης της γυναικείας ταυτότητας αποκτά ουσιαστικότερες βάσεις. Η νέα γυναίκα (νεαρή μητέρα ή και
μεταπτυχιακή φοιτήτρια) συνομιλεί με την ηλικιωμένη (χήρα ή γιαγιά). Οι
εμπειρίες περνάνε μέσα από το αισθαντικό αλλά και βαθύ κανάλι της λογοτεχνίας
και από τη μια προειδοποιούν και από την άλλη γαληνεύουν.
Όσοι πάλι εκπρόσωποι του άλλου φύλλου συμμετέχουν στις
συζητήσεις μιας Λέσχης, μπορεί ίσως να μην ανακαλύπτουν από την αρχή τα
συναισθήματα των γυναικών (ο άνδρας που συμμετέχει σε μια Λέσχη είναι ήδη
υποψιασμένος για τις διαφορετικές συγκινήσεις που μπορεί να είχε η μητέρα του ή
μια σύντροφός του) αλλά σίγουρα από τη μια διευρύνει τις σχετικές γνώσεις του
και από την άλλη συμβάλλει στο να γίνουν κατανοητές και οι δικές του, οι
ανδρικές ανάγκες, από τις γυναίκες
συν-αναγνώστριες του.
Με διαφορετικό τρόπο ειπωμένο –οι Λέσχες Ανάγνωσης
επιτίθενται στη ατομική, στην διαπροσωπική και στην κοινωνική αποξένωση.
Κι όμως… Την ίδια στιγμή –όχι πάντα και όχι σε όλες της
Λέσχες- δημιουργείται στα μέλη κάποιων Λεσχών μια τάση, μια διάθεση ίσως,
κυριαρχίας του αναγνώστη πάνω στον συγγραφέα.
Αν η μοναχική ανάγνωση αφήνει ευάλωτο τον αναγνώστη στη
μαγεία και στη δυναμική της συγγραφικής τεχνικής του συγγραφέα, η ανάγνωση που
συνοδοιπορεί με άλλες αναγνώσεις αποκτά
μια ισχύ και ως μια ομάδα που έχει υποστεί για καιρό την καταπίεση του κυριάρχου των συναισθημάτων της,
εξεγείρεται και αμφισβητεί τον συγγραφέα.
Δεν θεωρώ πως μια τέτοια αμφισβήτηση δεν πρέπει πότε να
εκφραστεί. Αλλά όποτε αυτό γίνει θα
πρέπει να στηρίζεται σε ουσιαστικές επισημάνσεις πάνω στη χρήση της γλώσσας,
πάνω στον τρόπο δόμησης της αφήγησης, πάνω στο σχεδιασμό γεγονότων και
χαρακτήρων. Και όχι σε ένα απλό και απόλυτα εγωκεντρικό «Μου αρέσει – Δε μου
αρέσει».
Δικαίωμα κάθε αναγνώστη να έχει τις προτιμήσεις του. Αλλά
πέρα από το δικαίωμα αυτήν την προσωπική του προτίμηση να ζητά να του την
αναγνωρίσουν, υπάρχει και η υποχρέωση εκ
μέρους του να μπορεί να διακρίνει που τελειώνει το υποκειμενικό που αρχίζει το
αντικειμενικό. Κι άλλωστε διαφωνώ με κάτι δε σημαίνει πως και το απαξιώνω.
Η τήρηση μιας τέτοιας αναγνωστικής συμπεριφοράς στάσης είναι έργο που αφορά τις ευθύνες του
συντονιστή. Εκείνος είναι που θα πρέπει να φωτίσει όλες τις λεπτομέρειες του
έργου και να πείσει τους αναγνώστες της ομάδας του για το γιατί αξίζει να το
σεβαστούν –τόσο αυτό όσο και τον δημιουργό του.
Και τώρα,
καθώς σκέπτομαι τον ευρύτερο ρόλο που καλείται να παίξει ο συντονιστής
μιας Λέσχης Ανάγνωσης, νομίζω πως πρέπει να τονίσω πως καλός συντονιστής είναι
εκείνος που και ευρύτερη γνώση έχει του λογοτεχνικού χώρου, αλλά και που διαθέτει
ικανότητες χειρισμού των ιδιαιτεροτήτων κάθε μέλους της ομάδας του. Ας μη
λησμονούμε πως η ανάγνωση της λογοτεχνίας και στη συνέχεια η συζήτηση από
πολλούς των διαφόρων θεμάτων που σε ένα βιβλίο εμφανίζονται, φέρνει συχνά στην
επιφάνεια κρυμμένες ψυχολογικές αναστολές, καταπιεσμένα συναισθήματα, ταξικούς
φόβους, έντονες ανάγκες αντιμετώπισης του άλλου. Οπότε ο συντονιστής χωρίς να
ξεχνά πως είναι ο πρώτος ανάμεσα σε ίσους, δε θα πρέπει και να λησμονά πως καλό
είναι να διαθέτει έως και διπλωματικές δεξιότητες στη διαχείριση των
συζητήσεων.
Πιο πάνω σημείωσα πως ως ένα βαθμό οι επιλογές των Λεσχών
Ανάγνωσης παρεμβαίνουν και στα προγράμματα έκδοσης κάποιων έργων. Νομίζω πως
αυτή η παράμετρος θα πρέπει να γίνει περισσότερο αντιληπτή. Μια Λέσχη Ανάγνωσης
ως ένα κοινωνικό σώμα που ασχολείται με
την κατ΄ εξοχήν πιο προβληματίζουσα μορφή Τέχνης –τη Λογοτεχνία- δε θα πρέπει να ξεχνά πως πέρα από την τέρψη
ων μελών της, πέρα από την κάλυψη των συναισθηματικών αναγκών τους, εν τέλει
παρεμβαίνει και σε μια ουσιαστική διαμόρφωση Ιδεών και Αισθητικής.
Γιατί η Λογοτεχνία –τόσο ως συγγραφή όσο και ως ανάγνωση-
είναι πράξη πολιτική.
No comments:
Post a Comment