12.7.20

Η Βικυ Πάτσιου για το "Ερωτική Αγωγή"

            Θα μπορούσε άραγε η Ερωτική αγωγή, το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε,  να δανειστεί τον τίτλο του από κάποιον στίχο του Σεφέρη, του Παλαμά ή του Καρυωτάκη; - για να αναφερθώ σε μερικούς από τους νεοέλληνες ποιητές στους οποίους ευθέως παραπέμπει ο συγγραφέας, ή μήπως θα προτιμούσε να θυμηθούμε μεταξύ άλλων την Αισθηματική αγωγή του Φλωμπέρ και τον Ερωτισμό του Ζωρζ Μπατάιγ; Κειμενικός χώρος που υπόκειται σ’ ένα ειδικό καθεστώς, ο τίτλος του συγκεκριμένου έργου αποτελεί συστατικό στοιχείο της δομής του και παρέχει ισχυρές ενδείξεις για το περιεχόμενό του επιτρέποντας τη δημιουργία συνειρμικών ακολουθιών που λειτουργούν ως διερεύνηση των θεμελιακών νοημάτων του.

            Μυθιστόρημα «ασεβές», προσωπικό και ιδιότυπο χαρακτηρίζει  ο Μάνος Κοντολέων το έργο του στο Επιλογικό σημείωμα, αφήνοντας τον αναγνώστη να υποθέσει ότι μπορεί να μεταμορφωθεί σε λαθραναγνώστη και να παραβιάσει τον χώρο του ιδιωτικού για να κρυφοκοιτάξει, να θυμηθεί, να ανακαλέσει τις δικές του εικόνες, γεύσεις και ήχους, να περιπλανηθεί στο δικό του παρελθόν ή να κατασκευάσει το μέλλον του. Η Ερωτική αγωγή είναι τελικά ένα μυθιστόρημα για τον χρόνο, την ηδονή και τον θάνατο; Ένα βιογραφικό, ένα «ιστορικό» ή μήπως ένα μυθιστόρημα μαθητείας; Πώς θα μπορούσε εξάλλου το μυθιστόρημα να συγκριθεί με έναν πίνακα ζωγραφικής (τα λιωμένα ρολόγια του Νταλί), την επανάσταση του κυβισμού ή τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν;

            Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. «Ο πατέρας του Άρη, ο Χρήστος Βαλλής, είχε γεννηθεί σε κάποιο ορεινό κεφαλοχώρι της Ηπείρου, μερικά χρόνια αφότου είχε μπει ο 20ός αιώνας- ο αιώνας που θα ξεκινούσε με τα πιο μεγάλα κινήματα ανθρωπιστικών ιδεών και θα κατέληγε στις πιο οργανωμένες τάσεις κυριαρχίας των ελαχίστων πάνω στους πάμπολλους... Ο αιώνας που με το λίκνισμα του έρωτα θα άνοιγε τα μάτια του και θα τα έκλεινε με τους τριγμούς του ηδονισμού- την Ευρώπη, στις αρχές του 1900, την κατακτούσαν τα ταγκό του Εντουάρντο Μπιάνκο∙ μετά από ογδόντα με ενενήντα χρόνια, οι κάτοικοι των πρωτευουσών της θα τρώγανε au poivre  παρακολουθώντας σε video wall τη Μαντόνα σε εικονικό οργασμό- σαν αστήρ διάττων, σαν ήρως ανεξήγητων... θαυμάτων».

            Στη διαδρομή του από τη μοναξιά των κορυφογραμμών του χωριού του, στα υγρά σοκάκια των Ιωαννίνων και από κει στο περιβάλλον της μεσοπολεμικής Αθήνας με τους ποιητές, τα πολιτικά πάθη, το τραμ, τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία του Συντάγματος και τα θέατρα, και τέλος ύστερα από μια σύντομη περιπλάνηση σε χώρες της Ευρώπης, στο Μανχάτταν της Νέας Υόρκης, ο ήρωας θα διασταυρωθεί με την επιστήμη, την τέχνη, την πολιτική και την ιστορία αναζητώντας σταθερά την αυτάρκεια, την αναγνώριση και την επιβολή. Ο προσεκτικά και ψύχραιμα σχεδιασμένος γάμος του με την κόρη επιτυχημένου εργολάβου οικοδομών και η προοπτική μετεγκατάστασής του από τη μίζερη κάμαρα του Θησείου στο διώροφο νεοκλασικό της Φωκίωνος Νέγρη επιβεβαιώνουν τη μετάλλαξή του σε αστό που γνωρίζει την ακρίβεια και τη σαφήνεια των υπολογισμών: «[Τον Χρήστο Βαλλή] τον ενοχλούσε πια η μιζέρια της κάμαράς του. Τα δυο μικρά δωμάτια. Εκείνο το κρεβάτι που έτριζε. Η ντουλάπα που δεν έκλεινε η πόρτα της... Και δεν του έβγαινε από το μυαλό το λουτρό του σπιτιού της οικογένειας Τσιμένογλου... Αν έπρεπε να απαντήσει τί ήταν αυτό που περίμενε με περισσότερη αγωνία από τον γάμο του να κερδίσει, τη χρήση του κορμιού της Ελένης ή τη χρήση του μπάνιου του σπιτιού της, μάλλον δεν θα δίσταζε και θα απαντούσε «Το μπάνιο»».

            Η οργάνωση και η ιεραρχία οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής τάξης, οι ιδεολογικές και οι φιλοσοφικές αντιλήψεις, η αστική κυριαρχία και οι τεχνολογικές εξελίξεις συγκροτούν και υποστηρίζουν το πλαίσιο της αφήγησης, η οποία δεν αναταποκρίνεται απολύτως στις ρεαλιστικές  προδιαγραφές και τις αναλογίες της με τον πραγματικό κόσμο, παρόλο που εκβάλλει σ’ αυτόν. Η πραγματολογική προσέγγιση και επεξεργασία του αφηγηματικού υλικού παραμένει εν μέρει αποκλίνουσα καθώς στοχεύει, πέρα από κάθε αναπαραστατική πρόθεση,  στο να διατυπώσει μια θεωρία των πράξεων του έρωτα που κινούνται στη δική τους χρονικότητα και αποκτούν μια ιδιαίτερη αξία γνωστικής εξερεύνησης, χωρίς να ακολουθούν τον καταναγκαστικό συγχρονισμό με άλλες κοινωνικές σχέσεις και αποδεκτές, προσχηματισμένες ισορροπίες και συμβιβασμούς.

            Με αφετηρία τη σημασία και την ένταση της εμπειρίας ο συγγραφέας σκηνοθετεί τη δυναμική των εσωτερικών αντιθέσεων και συνθέτει χρησιμοποιώντας τον ιστορικό πυρήνα της αφήγησης, μια συνολική θεώρηση της ζωής, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί τα σκιρτήματα της συνείδησης και της βούλησης αναδεικνύοντας τον έρωτα ως βασικό μέσο επιβεβαίωσης ή άρνησης της ύπαρξης. Αποδεσμεύοντας ταυτίσεις και προβολές η διάρθρωση και οι μηχανισμοί του έργου εξασφαλίζουν μια στέρεη θέση στη κύρια διάσταση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας και αναδεικνύουν τον προσωπικό μύθο του ήρωα Χρήστου Βαλλή σε μια σταθερή συμβολική δομή γύρω από την οποία θεμελιώνεται η τελετουργία της ερωτικής τέχνης και οργανώνεται η μορφοποίηση της επιθυμίας και της φαντασίωσης.

            Πρόκειται για την επεξεργασμένη εικόνα μιας δυναμικής και παράδοξης προσωπικότητας με απροσδόκητα χαρακτηριστικά για την οποία τα όρια του κόσμου είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα όρια του σώματος και την οικονομία της απόλαυσης στις πιθανές εκδοχές και παραλλαγές της. Βασική ιδιότητα της εικόνας αυτής σε όλη την έκταση της αφήγησης παραμένει το γεγονός ότι η προσεκτική παρατήρησή της μπορεί να αποκαλύψει σταδιακά περισσότερες όψεις από εκείνες που χρειάστηκαν για να προσδιορίσουν την κατασκευή της, επιτρέποντας έτσι να αξιοποιηθεί ένας ευρύς αριθμός συγκείμενων πρόσληψης προκειμένου να γίνει δυνατή η αποκωδικοποίησή της.

            Διάδοχος και συνεχιστής της πατρικής κληρονομιάς ο Άρης Βαλλής  ζει και μεγαλώνει μέσα σε ένα καθημερινό και ιδιότυπο πάθος ανάμεσα στον πατέρα και τη θεία του σε μια εποχή μετάβασης «από το συναίσθημα στη λογική, από το ξαφνικό στο προγραμματισμένο, από την σχεδόν αθωότητα στη πλήρη ιδιοτέλεια». Η εγκυρότητα της μορφής του συναρτάται από την έκρηξη της ερωτικής επιθυμίας που ανακαλύπτει και παρέχει όλες τις πιθανές μάσκες της αδιέξοδης αναζήτησής της. Στην ιδιαίτερη αυτή γραμματική της επιθυμίας η μεταμφίεση και η παραμόρφωση αποτελούν τους βασικούς οργανωτικούς κανόνες μιας δοκιμασίας της οποίας η έκβαση έχει προκαθοριστεί. Μέσα στη δυναμική της σύγκρουσης και της διάψευσης η παραπλανημένη όραση και η πεινασμένη αφή βρίσκουν ανακούφιση στην εμπειρία του θανάτου: «Στο σημείο που η θάλασσα έχει γλείψει το βράχο, το πτώμα ανδρός γυμνού βρέθηκε την επομένη μέρα, την πρώτη του νέου αιώνα. Κομματιασμένο σχεδόν... Και στο γυμνό του στήθος μια βαθιά ουλή. Το αίμα πάνω της ξερό. Τα ρούχα του ολόγυρα πεταμένα. Ρούχα ανδρικά και γυναικεία... Εκεί- σε οίκημα πολυώροφο και στα γύρω μαγαζιά-, στο ουδέτερο κέντρο της πόλης, όσοι ρωτήθηκαν μιλήσανε για έναν ήσυχο άνδρα, ευγενικό, μοναχικό, με μόνο πάθος την ποίηση, τους πίνακες ζωγραφικής και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Και ξαφνιαστήκανε για αυτόν τον τρόπο θανάτου».

            Το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων δεν είναι ένα απλό διαφωτιστικό παράδειγμα μιας εκδοχής της ανθρώπινης μοίρας που εξετάζει την ποικιλία της εμπειρικής πραγματικότητας. Είναι ένα έργο που μας θυμίζει με τρόπο ιδιαίτερα ευρηματικό, εύστοχο, όσο και χαρισματικό την ικανότητα της μυθοπλασίας να δημιουργεί εναλλακτικά και απρόβλεπτα μοντέλα του κόσμου: μοντέλα φανταστικά, θαυμαστά ή γκροτέσκα∙ σε τελευταία ανάλυση να κατασκευάζει αυτό που μπορεί να γίνει, δηλαδή να ειπωθεί, να συγκρατηθεί και να διεισδύσει στο λόγο.

 

                                                                             ΒΙΚΥ ΠΑΤΣΙΟΥ

 

                                                              Καθηγήτρια, Παιδαγωγικό Τμήμα, ΕΚΠΑ       

 

(Bookpress, Ιούλιος 2020)                  


No comments: