24.6.23

Κώστια Κοντολέων: Από τον Ακροκόρινθο στους αμπελώνες κάποιου Παραδείσου

 


     Θυμάσαι;

Τα ματάκια σου γεμάτα απορία κοίταζαν τα πόδια εκείνων που πατούσαν το νοτισμένο χώμα από το πέρασμα μιας απογευματινής ανοιξιάτικης μπόρας.  Κούνησες χαρούμενο την ουρά σου, ‘είμαι κι εγώ εδώ’ ήθελες να φωνάξεις, μα τα πόδια εκείνων των άγνωστων σου ανθρώπων συνέχισαν αδιάφορα το πέρασμα τους, αγνοώντας την παρουσία σου.

Γαύγισες-αδύναμη η φωνούλα-την παράσυρε ο άνεμος.  Κι εκείνοι οι άνθρωποι που τα βήματά τους ακολουθούσες,  έστριβαν τώρα στην καμπή του δρόμου.  ‘Αν όχι τώρα, πότε;’ σκέφτηκες και τους πήρες τρέχοντας στο κατόπι.  Πρόλαβες τον τελευταίο της παρέας, γαύγισες πάλι και μπλέχτηκες ανάμεσα στα βήματα των ποδιών του.  Μα εκείνος είχε και χέρια που σε χάιδεψαν, μια φορά μόνο, κι έπειτα απομακρύνθηκε για να ενωθεί με τους άλλους της συντροφιάς του.

‘Αν όχι τώρα, πότε;’ σκέφτηκες πάλι κι έτρεξες ξοπίσω του.

Μεγάλη η βόλτα και κουράστηκες πολύ, μα συνέχισες να τρέχεις, μέχρι που όλη η συντροφιά μπήκε στον κήπο κάποιου σπιτιού,  μπήκες κι εσύ και πήγες και κρύφτηκες κάτω από το μεγάλο τραπέζι, κοντά στα πόδια εκείνου που είχε πιο πριν σταματήσει για να σε χαϊδέψει .

Λοιπόν… Εκείνος εκτός από χέρια που χαϊδεύουν, είχε και κεφάλι που έσκυψε να σε δει… Τον είδες κι εσύ, τότε δεν ήξερες ακόμα πως ήταν μεν κάποιος που λάτρευε τα σκυλιά, μα που είχε μόλις αποχαιρετήσει το δικό του κι είχε ορκιστεί να μην ξαναπάρει άλλο ποτέ.  Σε λυπήθηκε – εσύ πίστεψες πως σε συμπάθησε- κι άρχισε να σου βγάζει προσεκτικά τα αγκάθια που είχαν μπλεχτεί στο βρεφικό τρίχωμα σου.  Όλο το βράδυ αυτό έκανε, ‘Το λυπήθηκα το καημένο’ είχε ψιθυρίσει στην σύντροφο του κι ύστερα ανέβηκε να κοιμηθεί βέβαιος πως το πρωί θα είχες γυρίσει στο χωράφι κοντά στη μάνα σου.

Μα το επόμενο πρωί, εσύ ήσουν εκεί στην ίδια θέση και τον περίμενες.

Θυμάσαι;

Υπάρχει το κάρμα στα σκυλιά;… Μάλλον, αφού…

Στην επιστροφή του προς την  Αθήνα, εσύ μέσα  σ’ ένα πρόχειρο χαρτόκουτο ταξίδευες μαζί του.

Ναι υπάρχει!

Κι άφησες πίσω σου αμπέλια και γονικά και υιοθετήθηκες από αστούς καινούργιους γονείς -τον άντρα και τη σύντροφό του.  Όσο μεγάλωνες εκείνο το άσχημο σκυλάκι που ήσουν -όπως το άσχημο παπάκι του παραμυθιού-  γινόσουν όλο και πιο όμορφο, απόκτησες και όνομα ‘Σοκολάτα’ σε είπανε κι έκανες ταξίδια με το αυτοκίνητο και διακοπές στο Πήλιο.  Είχες δικό σου αφράτο κρεβάτι να κοιμάσαι, κι έγινες παραχαϊδευμένη αρχόντισσα σ’ εκείνο το σπίτι.

Και πέρναγαν τα χρόνια, κι ήρθαν κι άλλα χρόνια, κι άλλα…  Μεγάλωνε το ζευγάρι και μαζί τους κι εσύ ‘Σοκολάτα’.

Δεκατρία χρόνια μαζί.

Ήταν πολλά;

Ήταν λίγα;

Ποιος ξέρει.

Μαθημένη στα ταξίδια ‘Σοκολάτα’ ξεκίνησες για ένα ακόμη μεγάλο ταξίδι.  Το τελευταίο σου.  Αυτή τη φορά για τους αμπελώνες του Παραδείσου…                  

Είσαι κι εκεί, είσαι κι εδώ…

Πάντα θα είσαι.

Ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα στο πόδι από αόρατη μουσούδα.

Ένα αγέρι από το κούνημα κάποιας ουράς.

Κάποιο θλιμμένο βλέμμα στα σκοτάδια της νύχτας.

Κάποιο γδάρσιμο της πόρτας στη σιγαλιά του απόβραδου.

Το ανεξήγητα ζεστό κρεβάτι σου.

Όλα σε θυμίζουν.

Κώστια Κοντολέων: Από τον Ακροκόρινθο στους αμπελώνες κάποιου Παραδείσου – Περιοδικό Περί Ου (periou.gr)

No comments: