23.8.17

Παραμύθι και μύθος σε μια συναρπαστική σύγχρονη αφήγηση

Μια συναρπαστική λογοτεχνική έκπληξη κρύβεται στο βιβλίο με τον απρόβλεπτο τίτλο «Τσότσηγια ή Ω’ μ» του Μιχάλη Μακρόπουλου που κυκλοφόρησαν μέσα στον Ιούλιου αυτής της χρονιάς  οι Εκδόσεις Κίχλη.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος έχει δώσει στο φως της δημοσιότητας άλλα ακόμα δεκατέσσερα βιβλία (μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά, λευκώματα), ενώ είναι και ένας ιδιαίτερα επιτυχημένος μεταφραστής (μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει Ernest Hemingway, Truman Capote, F.S. Fitzgerald, John Steinbeck,  Stephen King, Saul Bellow κ.α)
Ομολογώ πως το λογοτεχνικό του έργο στο σύνολό του  δεν το γνωρίζω.  Στην ουσία το πρώτο δικό του βιβλίο που διάβασα είναι αυτό που μαζί του ασχολείται τούτο το κείμενό μου.
Τι ήταν  αυτό που με έκανε να θελήσω να διαβάσω ένα βιβλίο συγγραφέα που οι αναγνωστικές μου περιπλανήσεις δεν με είχαν φέρει μέχρι σήμερα κοντά στα λογοτεχνικά του λημέρια;
Ο τίτλος; Ομολογώ πως τον πρόσεξα καθώς σίγουρα είναι εντελώς ασυνήθιστος.  Αλλά δεν μπορώ να πω πως λειτούργησε θετικά σε πιθανή επιλογή μου  η χρήση μιας λέξης –Τσότσηγια. Με έκανε να πιστέψω πως το περιεχόμενο θα έχει να κάνει με την κατά κάποιο τρόπο νέα ηθογραφικής  υφής  προσέγγιση της ελληνικής  ταυτότητας που τώρα τελευταία (μέσα στα χρόνια της κρίσης) συγγραφείς και κοινό την αναζητούν για να στηρίξουν τις ελπίδες τους για ένα ευοίωνο εθνικό  μέλλον.
Αντίθετα με προσέλκυσε το δελτίο τύπου όπου μιλούσε για τα δάνεια από μια γλώσσα και για δομή λαϊκών παραμυθιών, όπως και για το ψηλάφισμα της γένεσης της τέχνης και της μεταφυσικής σκέψης.
Με άλλα λόγια, σχημάτισα την γνώμη πως το βιβλίο αυτό θα πρέπει να αναζητούσε τους δεσμούς που μπορεί να εδρεύουν στο παρελθόν, αλλά που ενεργοποιούν μια σύγχρονη έκφραση τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο.
Και  τελικά ξεκίνησα να διαβάζω ένα από τα πλέον πρωτότυπα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων ετών.
Από τα πλέον πρωτότυπα κείμενα των τελευταίων ετών –μια φράση που αυτό που υπονοεί δεν μπορώ στην ουσία να το υποστηρίξω μιας και είναι πολύ πιθανόν όπως αγνοούσα το συγγραφικά στίγματα του Μακρόπουλου , έτσι και να αγνοώ και τα έργα άλλων σύγχρονων δημιουργών.   Αλλά σε κάθε περίπτωση η πρωτοτυπία της σύλληψης και η ποιότητα στη χρήση της γλώσσας που συνάντησα μέσα σε αυτό το βιβλίο δεν μπορεί να αμφισβητηθούν.
Δυο νουβέλες περιλαμβάνονται στην τόσο καλαίσθητη έκδοση.
«Τσότσηγια» -ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει παραμύθι.
«Ω’  μ» - ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει μύθο.
Για όσους συγγραφείς  -όπως εγώ- έχουνε ιδιαίτερα ασχοληθεί με το είδος της λογοτεχνίας που σήμερα χαρακτηρίζεται ως παιδική,  η διάκριση μεταξύ παραμυθιού και μύθου είναι όχι μόνο εμφανής αλλά και ουσιαστική. Το παραμύθι επιζητά να παρηγορεί άλλοτε το άτομο, άλλοτε την ομάδα* ο μύθος προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο μέσα στον οποίο το ανθρώπινο γένος υπάρχει.
Αυτόν τον διαχωρισμό ο Μιχάλης Μακρόπουλος όχι μόνο φαίνεται να τον γνωρίζει, αλλά και τον μετατρέπει σε θεμελιακό στοιχείο δόμησης των δυο ιστοριών του.
Ας τις δούμε ξεχωριστά την καθεμιά τους.
                                *********************************

«Τσότσηγια»
Στο κείμενο, λοιπόν, με τον τίτλο Τσότσηγια (που σημαίνει Τοσοδούλα) έχουμε το γνωστό εύρημα πολλών λαϊκών παραμυθιών όπου ένα μικρούτσικο παιδάκι προσφέρει τη χαρά στη μάνα που για χρόνια το περίμενε, ενώ  το ίδιο πρόκειται να ζήσει ξεχωριστές περιπέτειες λόγω της μικροκαμωμένης  εμφάνισής του.
Στα λαϊκά παραμύθια το άτομο που έχει πάνω του σημάδια μιας ατυχίας συνήθως καταφέρνει να ανατρέψει τους νόμους της κοινωνίας και να αναγνωριστεί η αξία του. Στο δικό του παραμύθι, ο Μακρόπουλος δίνει τον κεντρικό ρόλο στην μάνα και είναι οι δικές της φροντίδες προς το μικροσκοπικό κορίτσι της που θα  φωτίσουν τη σκληρή μοίρα του ανθρώπου που μπορεί να μην έχει σωματικό κουσούρι, αλλά τον χαρακτηρίζει ένα πολιτικό – κοινωνικό στίγμα. Η μάνα είναι πρόσφυγας από τους Άγιους Σαράντα και έχει πέσει στα χέρια ένας άντρα που μαζί με τους δυο γιους του (από προηγούμενο γάμο) την εκμεταλλεύεται  και της συμπεριφέρεται βίαια.
Το κοριτσάκι , η Τσότσηγια, θα γίνει η βάση που η μάνα θα προσπαθήσει να εδραιώσει λόγους συνέχισης της ζωής. Αλλά όπως σε όλα τα παραμύθια τη λύση την ολοκληρώνει μια παρουσία με μαγικές δυνατότητες, έτσι και  σε αυτή τη σύγχρονη εξιστόρηση των παθών του κοινωνικού παρία τη διέξοδο θα την προσφέρει μια μεταφυσική οντότητα.
Καθώς μάνα και κόρη έχουν κυνηγημένες  χαθεί μέσα στο δάσος, η οπτασία που θα παρουσιαστεί θα τους χαρίσει τη λύτρωση. Ποια θα είναι αυτή; Η σωτηρία με τη μορφή της συνέχισης της ζωής (όπως συμβαίνει συνήθως στα παραμύθια) ή η ανακούφιση με τη μορφή του θανάτου (όπως συμβαίνει συνήθως στην καθημερινότητα);
Είναι αληθινά ευρηματικός ο τρόπος που ο Μακρόπουλος  ανατρέπει το δρόμο που ένα κλασικό παραμυθιακό μοτίβο συνήθως χαράζει. Η ανατροπή φωτίζει το σήμερα και αποδεικνύει πως η παράδοση δεν είναι είδος μουσειακό, αλλά αντίθετα προσφέρεται για να φωτιστεί το παρόν και πως εν τέλει πάντα υπάρχει η ανάγκη μιας αναζήτησης μεταφυσικής  λύτρωσης. Το παραμύθι ως είδος λογοτεχνικό μπορεί να συνεχίσει να αναπνέει και να απευθύνεται σε κάθε μορφής αναγνώστη.
Αυτή η συγγραφική (και ασφαλώς ιδεολογική) θέση υποστηρίζεται από μια γλωσσική έκφραση πλούσιων αποχρώσεων. Δάνεια παραδοσιακής αφήγησης συνυπάρχουν με νεωτερικές εκφράσεις
… Και μια νύχτα πλάγιασε ορεξάτος. Τη χούφτωσε, την πασπάτεψε. Μα έπειτα τράβηξε το χέρι, έφερε το δάχτυλο στα χοντρά του χείλια, που πρωτύτερα βύζαιναν το τσιγάρο και το ρακοπότηρο, και το ‘γλειψε.
«Έχεις γάλα;» τη ρώτησε. Το βυζί σου έτρεξε γάλα».
«Μια στάλα μόνο», του  ‘πε και μετά: «’Ελα», και τον τράβηξε αυτή πάνω της, γιατί έτσι θα λησμόναγε το γάλα, θα κοιμόταν έπειτα του καλού καιρού και το πρωί μήτε που θα το θυμόταν.

«Ω’  μ»

Ο μύθος, λοιπόν,  προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο μέσα στον οποίο το ανθρώπινο γένος υπάρχει.
Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό ο Μακρόπουλος χαρακτηρίζει τη δεύτερη νουβέλα του βιβλίου ως μύθο.
Με μια –πρέπει να το ομολογήσω- απρόσμενη άνεση μας μεταφέρει στην εποχή των Sapiens και Neaderdal.  Ο ήρωάς του, ο Ω’ μ είναι ένας  Sapiens.
Θα τραυματιστεί κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού και έτσι ανήμπορο να ταξιδέψει , οι σύντροφοί του θα τον αφήσουν μέσα σε μια σπηλιά για να πεθάνει, καθώς ο χειμώνας θα έρθει και τα άγρια θηρία τα αναζητούν την λεία τους.
Αλλά ο Ω’ μ θα αναπτύξει όλες εκείνες τις εσωτερικές δυνάμεις  που και τον ίδιο θα βοηθήσουν να επιζήσει, αλλά και θα σταθούν οι αφορμές να δημιουργηθούν από τη μια τα πρώτα δείγματα καλλιτεχνικής έκφρασης και από την άλλη οι πρώτες ανησυχίες για το τι ακριβώς μπορεί να συμβαίνει μετά τον βιολογικό θάνατο.
Χαρακτηριστική και κεντρικού νοήματος η σκηνή όπου ο τραυματισμένος άνδρας  καλείται να αντιμετωπίσει μόνος του τη μοίρα του.
Τώρα δεν είχε ποιον ν΄ αγκαλιάσει, με ποιον να μοιραστεί το φόβο, από ποιον ν΄ αντλήσει σιγουριά. Είχε μονάχα το όνομά του και φώναξε πάλι «Ω’ μ!», θαρρείς και προκαλούσε έτσι τ΄ αστραπόβροντα  και τις μορφές που ξεπηδούσαν επίβουλες μέσ’  από τις σκιές, να τον βλάψουν άμα κόταγαν, αυτόν, τον άνθρωπο, μέσα στον κύκλο της φωτιάς του.
Την αφήγηση μιας περιπέτειας, λοιπόν, μας χαρίζει η δεύτερη νουβέλα. Αλλά μια περιπέτεια που πέρα από τις έντονες στιγμές δράσης και πάλης (ο άνθρωπος απέναντι στη φύση, απέναντι στα ζώα, απέναντι σε άλλους ανθρώπους, απέναντι εν τέλει στον ίδιο του τον εαυτό), περιγράφει τα στάδια κατάκτησης ς του Εγώ και του Άλλου.
Ο Μακρόπουλος αποφάσισε να μετατρέψει σε λογοτεχνία τις απόψεις της ανθρωπολογίας και της βιολογίας. Να αναζητήσει τις πηγές της καλλιτεχνικής έκφρασης και της  δημιουργίας  του θείου. Να συνδέσει το σεξουαλικό ένστιχτο με το συναίσθημα. Και να αναδείξει τελικά  τον μεγάλο πόνο από τη συνειδητοποίηση του θανάτου.
Όλα αυτά να εκφράζονται μέσα από την Τέχνη.
…Κοίταξε τον γέρο πλάι του. Το τσιτωμένο πετσί πάνω στα παΐδια του είχε απομείνει ασάλευτο, τα χείλια του δεν κουνιόνταν, κι ο Ω’ μ ρίχτηκε πάνω στον νεκρό σπαράζοντας.
Με το που χάραξε τον έθαψαν μαζί με το ακόντιο του.
… Ο  Ω’ μ έβαλε το κοκαλένιο σουραύλι του πλάι στο ακόντιο, να συντροφεύει τον γέρο, και τον σκέπασαν.
Η δύναμη του σώματος και η έκφραση των συναισθημάτων –ο άνθρωπος.

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος περιέγραψε μια απόλυτα μακρινή και άγνωστη εποχή με εύπλαστη λογοτεχνική μαεστρία. Και ο μύθος της δημιουργίας του ανθρώπου –του Ω’ μ που όλοι είμαστε-  έγινε μια συναρπαστική σύγχρονη αφήγηση.

Πρώτη ανάρτηση: http://fractalart.gr/tsotsigia/

16.8.17

Ο λειτουργικός ρόλος και η επίδραση του « νοούμενου συγγραφέα » στην Αμαρτωλή Πόλη

Ο λειτουργικός ρόλος και η επίδραση του « νοούμενου συγγραφέα » στην Αμαρτωλή Πόλη του Μ. Κοντολέων

του Κωνσταντίνου Γαλάνη, Εκπαιδευτικού, Μεταπτυχιακού φοιτητή  Π.Μ.Σ. Λογοτεχνία Ε.Κ.Π.Α.


Το τελευταίο μυθιστόρημα του Μ. Κοντολέων Αμαρτωλή Πόλη εντάσσεται στην κατηγορία των crossover μυθιστορημάτων δηλαδή των έργων αυτών που χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητά τους να διαπερνούν τις ηλικίες των αναγνωστών προς τους οποίους απευθύνονται. Το θέμα αναπτύσσεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλεί το ενδιαφέρον ενός ευρύτατου ηλικιακού φάσματος που εκτείνεται από το εφηβικό και νεανικό κοινό έως αυτό των ενηλίκων. Η Αματωλή Πόλη αποτελεί ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που εξελίσσεται στους σκοτεινούς δρόμους μιας αστικής μεγαλούπολης αποτυπώνοντας με τα πιο μελανά χρώματα τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ο συγγραφέας επιχείρησε τη συγγραφική απαρχή του έργου στηριζόμενος σε μία  «εν βρασμώ» εσωτερική επιθυμία ή ίσως και ανάγκη να καταγράψει τα αποτελέσματα που έχουν προκληθεί τα τελευταία χρόνια. Για τον δημιουργό, όμως, « Πέρα από τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, εκείνο που έχει άγρια χτυπηθεί, έχει να κάνει με τις διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς έχουν κατακρεουργηθεί οι αξίες που πάνω τους στηρίξαμε την καθημερινότητά μας ».[1] Ο Μ. Κοντολέων ορμώμενος από την ιδεολική του πλατφόρμα και την έντονη κοινωνική πραγματικότητα ξεδιπλώνει στο έργο του μια σειρά από χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνθέτουν το πλέγμα του νοούμενου συγγραφέα. Αρχικά, με την επιλογή του προκλητικού, ίσως, τίτλου « Αμαρτωλή Πόλη » κεντρίζει την προσοχή του αναγννώστη, καθώς οι λέξεις παραπέμπουν συνειρμικά στη σειρά νεο-νουάρ κόμικ και ταινιών με παρόμοιο τίτλο (Sin City) του Αμερικανού Frank Miller. Η παρατήρηση αυτή ενισχύεται από το αισθητικό αποτέλεσμα του εξωφύλλου με την καλλιτεχνική επιμέλεια του Φώτη Πεχλιβανίδη.[2] Οι αμαρτίες που πηγάζουν από τον τίτλο του μυθιστορήματος δε στοιχειώνουν τους χαρακτήρες του έργου που αμαρτάνουν, αλλά την ίδια την Πόλη, την πολιτεία που αδιαφόρησε να διαφυλάξει και να προστατεύσει τους πολίτες της. Χαρακτηριστική είναι η σκέψη της Στεφανίας « Δεν είμαι εγώ αμαρτωλή ... Η πόλη είναι ... ».[3] Ο δημιουργός λειτουργώντας ως νοούμενος συγγραφέας με τη σύνθεση του αντιδραστικού χαρακτήρα της ηρωίδας και την προσεκτική σκηνοθεσία του χώρου της πόλης παραπέμπει τον αναγνώστη στην Αντιγόνη του Σοφοκλή και την Ιφιγένεια , καθώς η διαχρονική δυναμική των δύο αυτών συμβόλων τις καθιστά ως τις πρώτες έφηβες ηρωίδες μιας παγκόσμιας λογοτεχνίας σκιαγραφώντας τις μέχρι σήμερα αναλλοίωτες ουσιαστικές ανάγκες των εφήβων.[4] Η επιλογή του ονόματός της παραπέμπει στην ελληνική δραματική ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη « Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο » που προβλήθηκε το 1966-1967 στις ελληνικές αίθουσες με τη Ζ. Λάσκαρη να υποδύεται τον ομώνυμο ρόλο. Στη συγκεκριμένη ταινία, κατ’ αντιστοιχία με την ηρωίδα του μυθιστορήματος, η  Στεφανία, μια όμορφη και ευκατάστατη αρχικά κοπέλα, καταλήγει στο αναμορφωτήριο ακολουθώντας στη συνέχεια μία διεφθαρμένη ζωή, ώστε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα χρήματα για τη διαβίωσή της.[5] Η πλοκή και η υπόθεση της Αμαρτωλής Πόλης, επιπρόσθετα,  συναντούν αρκετές ομοιότητες στην ταινία « Μάμα Ρόμα » του Πάολο Παζολίνι κατά την οποία πραγματοποιείται μία ρεαλιστική κοινωνική αποτύπωση του κόσμου των μακρινών συνοικιών της Ρώμης και των ανθρώπων που κινούνται απελπισμένοι στη σκιά της ζωής προσπαθώντας ν’ αντιμετωπίσουν την τραγική της πορεία.[6] Επίσης, παρατηρούνται ομοιότητες με την ταινία « Ο Ρόκο και τα αδέλφια του » του Λουκίνο Βισκόντι με τον κοινωνικό προβληματισμό και τον ιταλικό νεορεαλισμό να κυριαρχούν στην προβολή των αντίξοων συνθηκών διαβίωσης μιας οικογένειας σε μια βιομηχανική μεγαλούπολη.[7]
Η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, η δεκαοχτάχρονη Στεφανία δεν αποτελεί έναν συνηθισμένο τύπο φωνής της συγκεκριμένης αυτής ηλικίας, λαμβάνοντας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη λογοτεχνική της εκφορά που την αναγάγουν σ’ ένα ξεχωριστό αφηγηματικό υποκείμενο.[8] Η νεαρή Στεφανία συνιστά τη βάση του έργου ενσαρκώνοντας μια κοπέλα που βλέπει όλα όσα τη στήριζαν να χάνονται, ενώ την ώρα που θα έπρεπε να καλωσορίζει το μέλλον της διαγράφοντας μία νέα πορεία στη ζωή της, αντιμετωπίζει αδιέξοδα. Σ’ έναν στρεβλό μικρόκοσμο που απεικονίζεται στο βιβλίο δίχως σαφές γεωγραφικό στίγμα, μια ανώνυμη πόλη στη δίνη της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, η οικογένεια της Στεφανίας αποσυντίθεται ως αποτέλεσμα των ευρύτερων προβλημάτων.[9] Στο ηλικιακό μεταίχμιο της ενηλικίωσής της, καλείται, να ορθοποδήσει στον νέο προσωπικό και κοινωνικό χάρτη που έχει διαμορφωθεί χρησιμοποιώντας όλα τα δυνατά για εκείνη μέσα. Ο δημιουργός σκηνοθετεί την ηρωίδα με τέτοιο τρόπο, ώστε πολλές φορές οι ενέργειες και οι αποφάσεις της εκπλήσσουν τον αναγνώστη ειδικότερα με την επιλογή της να εκπορνευτεί για να διασφαλίσει τον βιοπορισμό της, κινούμενη σε δρόμους που δε φαντάζουν εναρμονισμένοι με την ηθική. Εξετάζοντας, όμως, ο αναγνώστης τη δράση της Στεφανίας από διαφορετικό οπτικό πρίσμα, πιθανόν να οδηγηθεί στην άποψη που έχει διατυπώσει ο Μισέλ Φουκώ τονίζοντας πως « Ηθική δεν είναι απλώς η ζωή που υπόκειται στον ηθικό νόμο, αλλά εκείνη που δέχεται να παιχτεί, να εκτεθεί σε κίνδυνο, αμετάκλητα και δίχως επιφυλάξεις σε όλες τις πράξεις της ».[10] Η βασική πρωταγωνίστρια της Αμαρτωλής Πόλης παραπέμπει με τις πράξεις της στη Ναστάσια Φιλίπποβνα, την πρωταγωνίστρια από τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι η οποία παρά το γεγονός πως ακολουθεί ακραίες και ασυμβίβαστες πράξεις, φαντάζει ανώτερη συγκριτικά με τις υπολογισμένες συμπεριφορές των άλλων προσώπων του έργου.[11]
Ο ρόλος του Μ. Κοντολέων ως σκεπτόμενου και ενεργού, σε κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, συγγραφέα αποτυπώνεται αρχικά με την επιλογή του ποιήματος « Ουρλιαχτό » του Άλλεν Γκίνσμπεργκ ως εισαγωγικό μότο στο μυθιστόρημα. Ο Γκίνσμπεργκ αποτελώντας την κυρίαρχη, ίσως, μορφή της λεγόμενης Beat Generation που έδρασε με τη μορφή λογοτεχνικού ρεύματος στην Αμερική τις δεκαετίες του 1950 και 1960 συνιστά μέσα από τους φλογερούς στίχους του ποιήματος έναν καταλυτικό προπομπό των όσων πραγματεύεται το βιβλίο. Ενδεικτικά παρατίθενται οι παρακάτω στίχοι του ποιήματος:        « Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα ... » με σαφή αναφορά στο πρόβλημα της ανεργίας που μαστίζει τη νέα γενιά και το κύμα ‘νεο-μετανάστευσης’ των νέων στο εξωτερικό για ανεύρεση εργασίας και την υλοποίηση των στόχων της.[12]
Στο πρώτο κεφάλαιο του crossover μυθιστορήματος που φέρει τον τίτλο ‘ ΣΗΜΕΡΑ... ΤΩΡΑ’ και το οποίο θα συνεχιστεί ως εξέλιξη στο τέλος του βιβλίου, ο Μ. Κοντολέων ακολουθεί μία γραφή κινηματογραφικού τύπου συνοδευόμενη από πολλές περιγραφές εξωτερικού χώρου που χρωματίζουν τη βυθισμένη σε ύφεση μεγαλούπολη. Το αστικό κέντρο αποτυπώνεται με τον πλέον ρεαλιστικό και ‘ζωντανό’ τρόπο, καθώς « Λίγα μαγαζιά... Όπως τα περισσότερα στην πόλη, κλειστά. Σκουπίδια μαζεμένα έξω από τις εισόδους του [...] Ίδια βρομιά και μπροστά από τις εξώπορτες των πολυκατοικιών...».[13]        συνθέτουν το αποκαρδιωτικό φάσμα της πόλης που συνθέτει ο συγγραφέας τόσο με την αίσθηση της όρασης όσο και με αυτή της όσφρησης. Στη συνέχεια της περιγραφής η αναφορά στα γκράφιτι σκιαγραφούν τον οργισμένο παλμό της νεολαίας που αποτυπώνεται στις μάντρες και στους τοίχους με « σκούρα ή αιμάτινα χρώματα » απόρροια της φορτισμένης τους ψυχολογικής κατάστασης. Η περιγραφή της μεγάλης πλατείας στο κέντρο της πόλης που την έχουν κατακλύσει άνθρωποι θυμωμένοι παραπέμπει φυσικά στις διαδηλώσεις του κινήματος των « Αγανακτισμένων » στην πλατεία Συντάγματος εκδηλώνοντας για άλλη μία φορά το κοινωνικό στίγμα του συγγραφέα.
Το δεύτερο κεφάλαιο με τον τίτλο  ‘ ΠΡΙΝ... ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ’ αποτελεί ουσιαστικά την απαρχή χρονικά του μυθιστορήματος με το οποίο ο αναγνώστης γνωρίζει τα πρώτα πρόσωπα του βιβλίου. Στο πρώτο υποκεφάλαιο με το όνομα Γεύση της φτώχειας ο συγγραφέας στρέφεται στην επιλογή των καιρικών συνθηκών συνδέοντας τα καιρικά φαινόμενα με την προσωπική και οικονομική κατάσταση «Λένε πως στους θλιμμένους ταιριάζει μια βροχούλα, στους χαρούμενους οι λιακάδες... Οι αλλαγές μπορεί και να μοιάζουν με ουράνιο τόξο ».[14] Παραθέτει, επίσης, ένα απόσπασμα από το βιβλίο Το χρυσόψαρο του Ζ.Μ.Γκ. Λε Κλεζιό στο οποίο συνεχίζουν να είναι εμφανείς οι αναφορές του καιρού, όπως η βροχή έκανε τον θόρυβο μιας χιονοστιβάδας, όπου ο ήλιος έκαιγε σαν ένα κόκκινο σίδερο,[15] καθώς και η δυναμική των αισθήσεων, ώστε ν’ αποδώσουν τη ζοφερή κατάσταση: Από τους τοίχους που αναδίδουν μυρωδιά από ούρα και μούχλα [...] το νερό που έχει τη γεύση της φτώχειας...[16] Το βιβλίο μάλιστα πραγματεύεται την ιστορία της Λαϊλά που κυνηγημένη επιδίδεται σ’ ένα κυνήγι αναζήτησης του ονόματος και της ταυτότητάς της λειτουργώντας προφητικά για την επικείμενη περιπέτεια της Στεφανίας. Επιπλέον, αξιοσημείωτη σε αυτό το κεφάλαιο είναι η συνεχής επανάληψη της αίσθησης του χώματος, καθώς και του υγρού στοιχείου ( ή της έλλειψής του ) δημιουργώντας μία ενδιαφέρουσα μεταξύ τους σχέση, όπως σβόλοι χώματος, λασπωμένου χώματος, Πένθος υγρού χώματος, Χώμα τάφου, χωματίλα, στεγνό το στόμα, Στεγνά και τα μάτια του.[17] Η γεύση της φτώχειας που επιθυμεί ο συγγραφέας να παραμείνει έντονη στα χείλη του αναγνώστη εντείνεται από τη πολλαπλή αναφορά του τρίπτυχου Φτώχεια-θάνατος-βρόμα που συναντάται επτά φορές σε αυτή την ενότητα, ενώ η δραματική εξέλιξη της δεκαεπτάχρονης πρωταγωνίστριας αποτυπώνεται προφητικά με τους στίχους « πέτρα που κύλησε μην τηνε κρατήσεις, το ριζικό της είν’ κακό και θα μετανοήσεις » του Μάνου Χατζηδάκι απ’ το τραγούδι Ο Υμηττός του 1959.[18] Ο συγγραφέας διατυπώνει στη συνέχεια αιχμηρά σχόλια καυτηριάζοντας την πρόσφατη και παρούσα πολιτική κατάσταση: Απανωτές αλλαγές – κυβερνήσεις η μια μετά την άλλη, οικονομικές παρεμβάσεις και ξένα κέντρα ελέγχου, δελτίο τρόμου και η είδηση της απογοήτευσης, πλανεύτρες υποσχέσεις.[19]  Το υποκεφάλαιο Κάτι καλό ξεκινά αρχίζει με μία καυστική αναφορά απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα  (ποιος μπορεί να ξέρει το κωλοσύστημα σε ποια σχολή θα σε χώσει;),[20] ενώ στα υποκεφάλαια που ακολουθούν πραγματοποιείται μία εκτεταμένη αυτή τη φορά παρουσίαση πολιτικών μηνυμάτων με τη μορφή γκράφιτι δίνοντας ένα σαφές αντιδραστικό και στοχαστικό στίγμα, όπως Είσαι όμορφη σαν τράπεζα που καίγεται, Δόξα τα λεφτά έχουμε Θεό, Ξυπνήστε αυτούς που κοιμούνται όχι αυτούς που ονειρεύονται, Ξύπνα ήρθε η ώρα να ταΐσεις τις τράπεζες.[21] Στο υποκεφάλαιο Σπουργιτάκι μέσα στην καρδιά ο συγγραφέας σκιαγραφεί μία χαρακτηριστική εικόνα της αστικής αποξένωσης, καθώς Όταν κάνει κρύο κατεβαίνουν τα ρολά και ο γείτονας γίνεται ο άγνωστος που κατοικεί στο απέναντι διαμέρισμα, ενός απέναντι κόσμου,[22] ενώ στη συνέχεια του κεφαλαίου θίγεται η παρουσία ατόμων που διακρίνονται για τα ξυρισμένα κεφάλια και τα μαύρα μπουφάν με χρονικό σημείο την παραμονή της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου που ανήκουν σε συγκεκριμένο ακραίο πολιτικό χώρο.[23] Χαρακτηριστική, επίσης, της κοινωνικής αποτύπωσης που θέλει ν’ αποδώσει ο συγγραφέας στο πρώτο κεφάλαιο είναι η επιλογή του τίτλου Άστεγοι όπου δεσπόζει η αντίθεση της εικόνας των ανθρώπων που κοιμούνται σε μία στοίβα από βρόμικες κουβέρτες ως αντανάκλαση στις βιτρίνες των καταστημάτων.  Στη συνέχεια, ο συγγραφέας παραδίδει τη σκυτάλη στον Τονίνο, ένα πρόσωπο που κατέχει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Η σπονδυλωτή, άλλωστε, μορφή του έργου βοηθά στην ισοκατανεμημένη παρουσίαση της ζωής των ηρώων του.[24] Ο νεαρός φίλος της Στεφανίας, γιος μιας έπτωτης, πλέον, τραγουδίστριας προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στη δίνη της σημερινής κοινωνίας και του αποτυχημένου συστήματος έχοντας ως διαρκείς αρωγούς τη μέθοδο του καμουφλάζ και του σαμποτάζ. Η σεξουαλική του κατεύθυνση και η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του προβάλλεται με αντικομφορμιστικό τρόπο. Με χαρακτηριστικό δείγμα την έλξη που αισθάνεται για τον Θεοφάνη συνδυαστικά με άλλες λανθασμένες επιλογές σηματοδοτούν μία έμμεση παραπομπή στα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα και ειδικότερα τη Λαγνεία τα οποία εισήγαγε ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ στην εργασία του Magna Moralia. Επιπρόσθετα, ο διάχυτος ερωτισμός που αναπτύσσεται στις γεωγραφικές συντεταγμένες της πόλης θυμίζει τη λανθάνουσα σεξουαλικότητα που αναδυόταν μέσα από τις σελίδες της Μεγάλης Χίμαιρας του Μ. Καραγάτση, ένα έργο που είχε χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως άσεμνο με πρωτόγνωρα - για την εποχή - στοιχεία ωμού σεξουαλισμού για την ελληνική λογοτεχνία.[25] Στις επόμενες σελίδες του κεφαλαίου ο Τονίνο μετουσιώνεται σε φορέα μιας πολιτικής εικόνας από τη δεκαετία του ’80, καθώς αναφέρει στη φίλη πως αν είχαν γεννηθεί πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια θα έδιναν ως σημείο συνάντησης τα γραφεία κάποιας κομματικής οργάνωσης της γειτονιάς τους, δίνοντας μία ξεκάθαρη αίσθηση του τότε φανατισμένου και πολωμένου πολιτικού κλίματος.[26]
Στο κεφάλαιο ‘ ΠΡΙΝ... ΠΙΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ ’ που ακολουθεί στο κομμάτι με τον ενδιαφέροντα τίτλο Θεατρικό μονόπρακτο για δυο πρόσωπα γίνεται αναφορά από τον συγγραφέα στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα για να διαφωτίσει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις της Στεφανίας με τον πατέρα της Κλεάνθη. Στο επόμενο υποκεφάλαιο ο Μ. Κοντολέων παρουσιάζει μία χρωματική παλέτα, ώστε ν’ αποδώσει το χρώμα που ταιριάζει καλύτερα στην αμαρτία. Σύμφωνα με τον ίδιο, το κόκκινο χρώμα σ’ αντίθεση με τη γενική παραδοχή δεν προσφέρεται τελικά για να την αποτυπώσει, επειδή « αμαρτία δεν μπορεί να είναι κάτι που το διακρίνει το πάθος. [...] Εν τέλει αμαρτία είναι η αδικία » και απεικονίζεται καλύτερα με τις αδιάφορες, μουντές κι άτονες αποχρώσεις.[27] Στο Ίχνη του παρελθόντος λαμβάνει χώρα μία διεισδυτική ματιά στην ευρύτερη σημασία που ενέχει το κάθε σπίτι, καθώς σε αυτά φωλιάζουν οι ζωές των ανθρώπων και κυριαρχούν οι αναμνήσεις, ενώ στο Η βροχή, το ποτάμι, οι κύκνοι οι πολίτες λαμβάνουν συμβολικά χαρακτηριστικά του υγρού στοιχείου δηλώνοντας την επιθυμία του συγγραφέα για συλλογικό κι ενωτικό κλίμα μεταξύ των ανθρώπων, αφού « οι δρόμοι γίνονται ρυάκια. Πολλά ρυάκια που όλα μαζί κάποια στιγμή θα ενωθούν, θα γίνουν το ποτάμι, ένα μεγάλο ποτάμι ».[28] Στις επόμενες σελίδες ο Μ. Κοντολέων πραγματοποιεί μία σκιαγράφηση των διαφορετικών ανθρώπινων χαρακτήρων με τα πτηνά ψυχογραφώντας τις ποικίλλες αντιστοιχίες που συναντώνται στην ελληνική κοινωνία. Οι κύκνοι, για παράδειγμα, συνθέτουν επαναστατικά τραγούδια, τα σπουργίτια αναζητούν ψίχουλα για την επιβίωσή τους, τα κοράκια στρέφονται στο κυνήγι της σαπισμένης σάρκας. Κατ’ αντιστοιχία παρατηρούνται ανηλεείς άνθρωποι που στρέφονται κατά του αδύναμου συνανθρώπου τους, φυγόπονοι που απομακρύνονται μπροστά στις δυσκολίες θυμίζοντας τη φυγή των χελιδονιών, άνθρωποι αετοί που αξιοποιώντας τη θέση τους οδηγούν τους ανθρώπους σε δύσβατους δρόμους και λανθασμένες επιλογές. Ως αποτέλεσμα αυτής της σύνδεσης, ο συγγραφέας διατυπώνει τους προβληματισμούς του για το πώς μία πολιτεία μπορεί να χαρακτηριστεί αμαρτωλή θέτοντας το ερώτημα αν ευθύνονται οι πράξεις των πολιτών ή η ίδια η πόλη που μεταδίδει τις αμαρτωλές σκέψεις σε αυτούς.[29] Στο τέλος του κεφαλαίου ο αναγνώστης γνωρίζεται με την επίδοξη ενοικιάστρια του σπιτιού της Στεφανίας, την κα Βέρα η οποία σε αυτό, όπως και στο επόμενο κεφάλαιο, εμφανίζεται να ενδιαφέρεται για μία ευρύχωρη κατοικία που θα στεγάσει τις κοπέλες  που βρίσκονται υπό την προστασία της. Το συγκεκριμένο πρόσωπο συνοδευόμενο από την ιδιαίτερη ενδυματολογική της περιβολή και την αίσθηση των έντονων αρωμάτων επαναφέρει στη μνήμη του αναγνώστη τη διαχρονική φιγούρα της μαντάμ Ορτάνς που αποτέλεσε μία πασίγνωστη λογοτεχνική ηρωίδα του Νίκου Καζαντζάκη.
Στο τέταρτο κεφάλαιο ‘ ΠΡΙΝ... ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ ’ ο συγγραφέας αποκωδικοποιεί τη λογική της Αμαρτωλής Πόλης η οποία στηρίζεται στις αναμνήσεις της και θα γεννήσει νέες αμαρτωλές πράξεις. Οι πολίτες της καταδικασμένοι από τον φόβο τους συμβιβάζονται συνεχώς με την κοινωνική πραγματικότητα προσπαθώντας να παραβλέψουν την ατομική τους ευθύνη. Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο η αντικειμενικότητα της μνήμης δρα, σύμφωνα με τον Μ. Κοντολέων, καταπραϋντικά λειτουργώντας ως μηχανισμός άμυνας και κατηγοριοποίησης των ευχάριστων και δυσάρεστων αναμνήσεων. Στη συνέχεια του κεφαλαίου λαμβάνει χώρα και πάλι ένα παιχνίδι με τις αισθήσεις της κεντρικής ηρωίδας. Η αίσθηση της όρασης με την οποία η Στεφανία ενημερώνεται για τη συγκέντρωση των Απελπισμένων στη Μεγάλη Πλατεία, καθώς και τον προβληματισμό που αποπνέει από την παρατήρηση του μηνύματος ενός γκράφιτι. Η σκυτάλη δίνεται στην αίσθηση της ακοής με τους προφητικούς στίχους ως προς την εξέλιξη της ιστορίας Πορνογραφία σημαίνει συνουσία Συνωμοσία στο φως των αστεριών, Πορνογραφία σημαίνει ανταρσία, απελπισία, σκοτάδι και μαγεία... .[30] Η λειτουργία του νοούμενου συγγραφέα ενσαρκώνεται με την απαγγελία ενός ποιήματος από έναν ηλικιωμένο επιβάτη που απεικονίζει ουσιαστικά την ψυχολογική κατάσταση της πρωταγωνίστριας: Δε μπορώ πια οι άλλοι να μ’ αναγκάζουν, να μ΄αναγκάζει η ίδια η ανάγκη κι η τετελεμάνη μοίρα.[31] Άλλωστε για τον νοούμενο συγγραφέα η  Όραση ως μεγαλύτερη αδερφή της Ακοής σε βοηθά ουσιαστικά, ώστε να διαχειριστείς καλύτερα την Αμαρτία κοιτώντας την κατάματα. Ο ρόλος της Μνήμης επανεμφανίζεται προς το τέλος του κεφαλαίου εγκλωβίζοντας τις τύψεις της Στεφανίας στις σελίδες του βιβλίου Επάγγελμα πόρνη όπου λέξεις, όπως: αδικία, επανάσταση, μαζικός εξευτελισμός, υποταγή αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα αποτυπώνοντας τόσο τον προσωπικό της κόσμο όσο και την ευρύτερη κοινωνική κατάσταση που την περιβάλλει.[32]
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ‘ ΣΗΜΕΡΑ... ΤΩΡΑ ’ αποτελεί συνέχεια του πρώτου οδηγώντας τον αναγνώστη στον « τόπο του εγκλήματος », στο κέντρο της πόλης – εκεί όπου η αμαρτία έγινε έγκλημα,[33] λουλούδια κι αναμμένα κεριά προσπαθούν να επαναφέρουν τη μνήμη των ανθρώπων που χάθηκαν μέσα σ’ ένα πυρπολημένο κτίριο, ν’ αναβιώσουν τις ηττημένες ζωές των προσώπων του μυθιστορήματος μέσα στο εχθρικό περιβάλλον που αποπνέει η πολιτεία. Στο τέλος του μυθιστορήματος, όταν καταφθάνει το σούρουπο, μια νέα ζωή προαναγγέλλεται με τη συνύπαρξη της Στεφανίας και του Κλεάνθη, της κόρης και του πατέρα, με την εμφάνιση του Αποσπερίτη, του πλανήτη της Αφροδίτης, ή του Αυγερινού καλωσορίζοντας μια προπτική, μια νέα άνοιξη.




[1] Απόσπασμα από συνέντευξη του Μ. Κοντολέων στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο: http://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/6055-manos-kontolewn

[2]  Μ. Χωρεάνθη, Κριτική του βιβλίου στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο: http://diastixo.gr/kritikes/efivika/6136-amartoli-poli-kontolewn, ανακτήθηκε στις 3/1/2017

[3] Μ. Κοντολέων, Αμαρτωλή Πόλη, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 314

[4] Μ. Κοντολέων,  http://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/6055-manos-kontolewn, ανακτήθηκε στις 3/1/2017

[5] Φιλμογραφία, Ταινιοθήκη της Ελλάδος, από τον ηλεκτρονικό σύνδεσμο: http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/view/1/2119/, ανακτήθηκε στις 3/1/2017

[6] Από τον ηλεκτρονικό σύνδεσμο: http://www.culturenow.gr/51494/mama-roma-toy-pier-paolo-pazolini, ανακτήθηκε στις 3/1/2017

[7] Από τον ηλεντρονικό σύνδεσμο: http://www.athinorama.gr/cinema/movie/o_roko_kai_t%E2%80%99_aderfia_tou-1000336.html, ανακτήθηκε στις 3/1/2017

[8]  Β. Πάτσιου, Κριτική του βιβλίου στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο: http://www.culturenow.gr/54197/amartwlh-polh-manos-kontolewn-kritikh-vivlioy, ανακτήθηκε στις 4/1/2017

[9]  Μ. Χωρεάνθη, Κριτική του βιβλίου στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο: http://diastixo.gr/kritikes/efivika/6136-amartoli-poli-kontolewn, ανακτήθηκε στις 4/1/2017

[10] Giorgio Agamben, Βεβηλώσεις, Μετάφραση: Παν. Τσιαμούρας, σελ. 112, εκδ. Άγρα, 2006

[11] Ό.π., σελ. 111 – 112

[12] Άλλεν Γκίνσμπεργκ, «Ουρλιαχτό », Μετάφραση: Άρης Μπερλής, εκδ. Άγρα

[13] Αμαρτωλή Πόλη, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 15

[14] Ό.π., σελ. 23,26

[15] Ζ.Μ.Γκ. Λε Κλεζιό, Το χρυσόψαρο, μτφρ. Αθηνά Ψαροπούλου, Εκδόσεις Πατάκη 2008

[16] Ό.π.

[17] Αμαρτωλή Πόλη, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 25, 26 ,30

[18]  Αμαρτωλή Πόλη, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 31, 68

[19]  Ό.π. σελ. 32

[20]  Ό.π. σελ. 52

[21]  Ό.π. σελ. 58, 59, 64

[22]  Ό.π. σελ. 78

[23]  Ό.π. σελ. 90
[24]  Μ. Χωρεάνθη, Κριτική του βιβλίου στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο: http://diastixo.gr/kritikes/efivika/6136-amartoli-poli-kontolewn, ανακτήθηκε στις 5/1/2017  

[25]  Εμμανουήλ Τελώνης, Το στοιχειωμένο από τον Καραγάτση « κοκκινόσπιτο » της Σύρου, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=99212, ανακτήθηκε στις 5/1/2017

[26] Αμαρτωλή Πόλη, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 119

[27]  Ό.π. σελ. 186

[28]  Ό.π. σελ. 229

[29]  Ό.π. σελ. 234-235
[30]  Στίχοι του τραγουδιού Πορνογραφία σε στίχους Άρη Δαβαράκη και μουσική Μάνου Χατζηδάκι

[31]  Αμαρτωλή Πόλη, σελ. 306, Απόσπασμα από το ποίημα του  Κ. Στεργιόπουλου, « Η τετελεσμένη μοίρα »

[32] Αματωλή Πόλη, σελ. 331, Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου Επάγγελμα πόρνη, της Λιλής Ζωγράφου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1994

[33] Ό.π., σελ. 376