25.5.10

Πολύτιμα Δώρα ... και πάλι

Ως τα απώτατα όρια της ανθρώπινης αντοχής

Μάνος Κοντολέων
Πολύτιμα δώρα
Εικονογράφηση: Ρίτα Τσιμόχοβα
Εκδόσεις Πατάκη, 2009
σελ. 30


Ο συγγραφέας ανήκει σ’ εκείνη τη μεταπολιτευτική γενιά η οποία στο πεδίο της λογοτεχνικής πράξης πρόσφερε και προσφέρει ένα ικανό σώμα βιβλίων γα παιδιά και εφήβους. Θα σημείωνα δε ότι με το «Δομήνικο», από τα πρώτα μυθιστορήματα μαγείας και φαντασίας –πολύ προτού κατακλύσουν την αγορά τα άλλα, τα χαρυποτεριανής επίδρασης–, «εγκαινίασε» επιπλέον ένα ιδιάζον ποιητικό ύφος στην πεζογραφία. Σήμερα νομίζω, ότι μπορούμε να μιλάμε για μια ομάδα ορισμένων συγγραφέων που γράφουν για (ή και για) παιδιά οι οποίοι/ες εμποτίζουν τα πεζογραφικά τους κείμενα με μια απλή, αλλά έντονη και ουσιαστική ποιητικότητα. Εκκινώντας από τη φαντασία χρησιμοποιούν κατάλληλα την ιστορική μνήμη, ιδίως τη μνήμη της παράδοσης την οποία μεταλλάσσουν σε ρεαλιστικά σημαινόμενα στο επίπεδο της οραματικής πραγματικότητας ή της συμβολιστικής πρακτικής. Ας έλθουμε όμως στο παρόν βιβλίο:
Ιστορία πρώτη («Διαμάντια»): Ο υπέρτατος ανθρώπινος πόνος. Ένας πατέρας πεθαίνει με τον πόνο του χαμού του μεγάλου του γιού. Ο μικρότερος, στα λογοτεχνικά χνάρια των παραλογών του δημοτικού μας τραγουδιού, υποσχέθηκε να τον βρει. Μάταιος κόπος. Τα δάκρυα της μάνας, λίγο προτού φύγει, έγιναν δύο λείες πέτρες που αντανακλούσαν τη δύναμη της απόλυτης ήττας.
Ιστορία δεύτερη («Μαργαριτάρια»): Η κατασκευή ονείρων. Κάποιος είχε ένα Όργανο που έβγαζε μελαγχολικές ή χαρούμενες μελωδίες και που ανάλογα κανόνιζε τις διαθέσεις της φύσης. Ήθελε να το μοιραστεί με τους ανθρώπους μα εκείνοι το αρνήθηκαν. Έμεινε αφόρητα μόνος. Κι έφυγε δακρυσμένος ένα βράδυ ακολουθώντας τη Σελήνη. Κι άνθρωποι βρήκαν το Όργανο πλάι σε λαμπερές πέτρες που αντανακλούσαν το θρίαμβο του ενός, την θετική ουτοπία εκείνη που οραματίζεται να αλλάξει τον κόσμο.
Ιστορία Τρίτη («Σμαράγδια»): Ο απόλυτος έρωτας. Ένα αγόρι έψαχνε να χαρίσει στο κορίτσι του κάτι που να ταιριάζει στο χρώμα των ματιών του. Το έψαχνε ως τα βάθη της θάλασσας. Σ’ ένα δοχείο ήταν αυτό που ζητούσε. Μα η θάλασσα δε χαρίζει κι εκδικήθηκε. Μέρες αργότερα κάποιοι βρήκαν πέτρες στην ακτή που λαμπύριζαν την ήττα του απόλυτου έρωτα.
Στις μέρες μας, όπου τα οράματα βρίσκονται μάλλον εν υπνώσει κι η τεχνολογία μάς έχει αφήσει ενεούς μπροστά στο άγνωστο και το επίφοβο κι όπου ο ανθρωπισμός πολλαπλώς δοκιμάζεται, έχουμε ανάγκη, νομίζω, από κείμενα στα οποία ο άνθρωπος επιστρέφει μέσω της μεταμόρφωσης, της μαγείας, της ομορφιάς και της μνήμης στον εαυτό του για να αναψηλαφήσει τα όρια της ανθρώπινης μοίρας. Κι αν η νίκη κάθε απόλυτης αναζήτησης βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την ήττα, επειδή ακριβώς τα ανθρώπινα όρια φτάνουν στο έσχατο σημείο της αντοχής τους, τότε η ήττα ενίοτε είναι ίσως προτιμότερη, προκειμένου να διαφυλαχτεί ως συμβολισμός η ουσία του οράματος μέσα από τη εναγώνια αναζήτηση, την ανείπωτη ομορφιά, τον απόλυτο έρωτα.
Ο λόγος του βιβλίου είναι συγκρατημένα λυρικός. Το συναίσθημα τροχιοδρομεί υποβόσκον στην ταχύτητα των ημερών μεταλλασσόμενο σε απλή, αφαιρετική ποίηση. Ο καθένας άλλωστε έχει διακείμενες εμπειρίες, δικές του, των άλλων, της συλλογικής συνείδησης στο διάβα της ιστορίας. Μια τέτοια ρέουσα αφήγηση αποτελούν οι τρεις ιστορίες, στην ουσία αφήγηση του ανθρώπου, του πολιτισμού και των ορίων τους.
Ένα ξεχωριστό βιβλίο που θα το απολαύσουν τα μεγάλα παιδιά, οι έφηβοι αλλά και οι ενήλικες.
Γιάννης Σ. Παπαδάτος
(Ο Γιάννης Παπαδάτος διδάσκει παιδική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω, τεύχος Μαϊου 2010)